Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης    1853/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό  του την 24η Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει …. Χ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Ι. … του …, κατοίκου o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Στέφανο ΛΥΡΑ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 9.11.2010 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 149/2013 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου.

Η εκκαλούσα, με την από 14.10.2014 έφεσή της (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά 225/2014, γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας τη μεταρρύθμιση της απόφασης.

Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος – αντεκκαλών με τις από 23.11.2015 κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, άσκησε αντέφεση κατά της ως άνω απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντα κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς του, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσης – αντεφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … (Μονομ. Πρωτ. Πειραιά) καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση πρέπει σύμφωνα με το αρθρ. 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (149/2014 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αντέφεση, που ασκείται από τον εφεσίβλητο, πρέπει να αναφέρεται στα με την έφεση εκκληθέντα και με αυτά συνεχόμενα αναγκαίως κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή η άσκηση της πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επ’ αυτής για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκτός αν η αντέφεση ασκήθηκε εντός της δια τον αντεκκαλούντα προθεσμίας της έφεσης, οπότε αποσυνδέεται από την έφεση και δύναται, ως εκ τούτου, να ισχύσει, κατ’ άρθρο 523 παρ. 3 ΚΠολΔ, ως αυτοτελής έφεση. Στην περίπτωση αυτή, δεν ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 523, αλλά μπορεί ο αντεκκαλών να προσβάλει οποιοδήποτε κεφάλαιο της απόφασης και όχι μόνο τα προσβληθέντα από τον αντίδικο του ή τα αναγκαίως συνεχόμενα με αυτά. Όμως, στην ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ, αν η αντέφεση ασκήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις, κατά την παρεχόμενη από το άρθρο 674 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα δυνατότητα, τότε δεν μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής έφεση, έστω και αν ασκηθεί κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της έφεσης για τον αντεκκαλούντα. Και τούτο, διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή και στην ανωτέρω ειδική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, λόγω της μη ύπαρξης αντίθετης ρύθμισης, αυτή ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, ενώ στην παρούσα περίπτωση η έφεση και η αντέφεση ασκούνται κατά διαφορετικό εντελώς τρόπο. Ως «κεφάλαιο», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και τη βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας και οποιασδήποτε κατά του αιτήματος αυτού ένστασης, ενώ αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΕφΠειρ 328/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1759/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

Η έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 149/16.12.2013, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 9.11.2010, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου (αρθρ. 17Α ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις  15.10.2014  (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Επίσης, πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της (533 παρ.1 ΚΠολΔ) και η αντέφεση, την οποίαν ο εφεσίβλητος παραδεκτώς (αρθρ. 674 παρ.1 ΚΠολΔ) άσκησε, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, η οποία δεν ισχύει ως αυτοτελής έφεση, μόνο όμως ως προς τα κεφάλαια των υπερωριών και των επιδομάτων εορτών (συμπεριλαμβανομένου του κατά το νόμο υπολογισμού τους, απορριπτομένων των ισχυρισμών του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου ότι ο υπολογισμός της υπερωρίας κατά την ημέρα της Κυριακής δεν προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, αφού με την έφεση προσβάλλεται στο σύνολό του το κεφάλαιο της υπερωριακής εργασίας), τα οποία εκκαλούνται με την υπό κρίση έφεση, ενώ πρέπει να απορριφθεί αυτή (η ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση) ως προς το μέρος που αφορά το κεφάλαιο καταβολής μισθού ενός μηνός για την υπηρεσία του στο πλοίο … από 16.7.2010 έως 19.7.2010, το οποίο δεν προσβάλλεται από την εκκαλούσα και δεν συνέχεται αναγκαστικά με τα εκκληθέντα κεφάλαια.

 

Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από 9.11.2010 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι σε εκτέλεση συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, νομίμως εκπροσωπούμενη, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με το όνομα «…», νηολογίου Χανίων, με αριθμό …, κ.ο.χ. …, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε σε αυτό, με την ειδικότητα του επίκουρου κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.5.2009 έως 6.6.2009 (οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων), από 24.10.2009 έως 7.11.2009 (οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων) και από 19.5.2010 έως 6.6.2010 (οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει»). Ότι, ακολούθως, σε εκτέλεση σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου … προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε σε αυτό στον Πειραιά, με την ειδικότητα του επίκουρου, παρείχε, δε, την εργασία του σε αυτό μέχρι την 19.7.2010, οπότε απολύθηκε «τη αιτήσει του πλοιάρχου». Ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.5.2009 έως 6.6.2009, από 19.5.2010 έως 6.6.2010, οπότε το πλοίο «…» εκτελούσε κρουαζιέρες της εργατικής εστίας στα νησιά του Αιγαίου και είχε συμφωνηθεί η αμοιβή του ενάγοντα με βάση τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων, παρείχε την εργασία του, κατά 15 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 24.10.2009 έως 7.11.2009, οπότε το πλοίο εκτελούσε την κρουαζιέρα Πειραιά – Σούδα – Ηράκλειο – Βηρυττό – Λεμεσό – Χάιφα – Αλεξάνδρεια, παρείχε την εργασία του και είχε συμφωνηθεί η αμοιβή του ενάγοντα με βάση του όρους της ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, παρείχε την εργασία του 16 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση τα παραπάνω, ζητούσε, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.342,05 Ευρώ, ως διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2009, αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2010, καθώς και αποδοχές μηνός, λόγω ναυτολόγησής του στο πλοίο …» για διάστημα λιγότερο από ένα μήνα. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 149/2013 απόφασή του, με την οποίαν, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 57, 60, 84 ΚΙΝΔ, 346, 648 επ. ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ και τις διατάξεις των σχετικά εφαρμοζομένων Σ.Σ.Ν.Ε. (Πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2009 και Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2009), δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.225,25 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αναφερόμενα. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται τόσο η εναγομένη – εκκαλούσα,  όσο και ο ενάγων – αντεκκαλών, με την υπό κρίση αντέφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεση και αντέφεση, αντίστοιχα) και ζητούν, η μεν εκκαλούσα – εντεφεσίβλητη – εναγομένη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η εναντίον της πιο πάνω αγωγή, με καταδίκη του εφεσιβλήτου – ενάγοντα στη δικαστική της δαπάνη, ο δε εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή, στο σύνολό της, η αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγονος από νομική και ουσιαστική άποψη (βλ. και άρθρα 106, 108 Κ.Πολ.Δ.), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Οπωσδήποτε, τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και η τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, διότι το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει. Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479, πρβλ. ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Ο προσδιορισμός στην αγωγή των υπερωριών κατά μέσο όρο το μήνα (απλές υπερωρίες, δηλαδή κατά τις καθημερινές πλην Σαββάτου αργιών και κατά τις Κυριακές) είναι επαρκώς ορισμένος και δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να εκτίθεται πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν υπερωριακώς ο ενάγων κάθε ημέρα ή εβδομαδιαίως (βλ. ΕφΠειρ 140/2004, ο.π.).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση αγωγής, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη ως προς τα κονδύλια που αφορούν αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα 8.5.2009 έως 6.6.2009, 24.10.2009 έως 7.11.2009 και 19.5.2010 έως 6.6.2010, αφού σαφώς εκτίθενται στην αγωγή η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από τον οποίον αρχίζει η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, συνακόλουθα, δε, ούτε οι ώρες υπερωρίας που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα απασχόλησης, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, αρκούσης της αναφοράς στην αγωγή του μέσου όρου υπερωριών ανά μήνα εργασίας. Επισημαίνεται, δε, ότι δεν καταλείπεται αοριστία του υπό κρίση δικογράφου από την αναφορά στην αγωγή των ωρών απασχόλησης του ενάγοντος  στο πλοίο της εναγομένης, κατά μεν τις περιόδους 5.5.2009 έως 6.6.2009 και 19.5.2010 έως 6.6.2010, από ώρα 6.30 έως 15.30 και από ώρα 18.00 έως 24.30, κατά δε την περίοδο 24.10.2009 έως 7.11.2009, από ώρα 6.30 έως 15.30 και από 17.00 έως 24.30, καθόσον το ωράριο αυτό (ανερχόμενο σε 15,5 ώρες και 16,5 ώρες ημερησίως, αντίστοιχα), υπερβαίνει την αιτούμενη  με την αγωγή αμοιβή υπερωριακής εργασίας, 15 ωρών και 16 ωρών ημερησίως, για την οποίαν αιτείται (αρθρ. 106 ΚΠολΔ) αμοιβής ο ενάγων. Συνακόλουθα, δεν συμπαρασύρονται σε αοριστία ούτε τα κονδύλια της αγωγής που αφορούν επίδομα εορτής Χριστουγέννων έτους 2009 και 2010, καθώς καθίσταται σαφές, με το υπό κρίση δικόγραφο, το ύψος των αιτούμενων αποδοχών του ενάγοντα. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, που συνίσταται σε αιτίαση της εκκαλουμένηης, ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 400 περίπτ. 3 του ΚΠολΔ, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η ιδιότητα του μάρτυρα ως ενάγοντος σε άλλη αγωγή που στρέφεται κατά του ίδιου εναγομένου και έχει το ίδιο αντικείμενο με την αγωγή για την οποία κλήθηκε να καταθέσει δεν αρκεί, μόνη αυτή, για την εξαίρεσή του, αλλά πρέπει να προκύπτουν και άλλα στοιχεία που να μαρτυρούν την ύπαρξη συμφέροντος στο πρόσωπό του από τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία καταθέτει (βλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389).

Η εκκαλούσα, με το δεύτερο (υπό στοιχ.γ) λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι κακώς ελήφθη υπόψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένορκη βεβαίωση του Β. Ρ., καθόσον αυτός ο μάρτυρας εξαρτούσε άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ενόψει του ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η ένορκη βεβαίωση, βρισκόταν και αυτός σε αντιδικία με την εναγομένη. Ο λόγος αυτός, ωστόσο, τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια του άνω μάρτυρα εκ μόνου του λόγου ότι έχει αυτός ασκήσει άλλη αγωγή σε βάρος των εναγομένων. Άλλωστε στην τηρούμενη εν προκειμένω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ.1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρεταίοι μάρτυρες (βλ. ΕφΠειρ 578/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Πέραν αυτών, η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα του ενάγοντα εκτιμήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και θα εκτιμηθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγω γνώσεως αυτού.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε, από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Γ. Ν., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης – εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσίβλητου – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο …….., Γ. Α. Σ., αναφορικά με την επίδοση, στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα, της από 8.10.2013 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Β. Ρ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Δήμητρας Σταύρου Τσινεκίδου, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης – εναγομένης (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Β. Κ., αναφορικά με την επίδοση στην εναγομένη, της από 8.10.2013 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία πλοίου «…», νηολογίου Χανίων, αρ… , κ.ο.χ. …, καθώς και του υπό ελληνική σημαία πλοίου …». Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 8.5.2009, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου έλληνα ναυτικού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του επίκουρου, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, ο εναγών υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, από την 8.5.2009 μέχρι την 6.6.2009, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων. Στην συνέχεια, δυνάμει νέων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντα και της εναγομένης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε εκ νέου επί του ως άνω πλοίου, στο οποίο υπηρέτησε, με την ως άνω ειδικότητα, κατά τα διαστήματα από 24.10.2009 έως 7.11.2009 και από 19.5.2010 έως 6.6.2010, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει». Εν τέλει, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την 16.7.2010, στο πλοίο … εργάσθηκε, δε, σε αυτό μέχρι την 19.7.2010, οπότε απολύθηκε «τη αιτήσει του πλοιάρχου» (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου του ενάγοντα, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, βεβαίωση υπηρεσίας του ενάγοντα). Εξάλλου, όπως τούτο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ο ενάγων, κατά τις ως άνω ναυτολογήσεις του στα πλοία της εναγομένης είχε συμφωνήσει να διέπεται η εργασία του από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Επιπρόσθετα, το πλοίο «…» εκτελούσε, κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντα, τα ακόλουθα δρομολόγια, ήτοι : α) Από 10.5.2009 έως 6.6.2009, εκτέλεσε οκτώ (8) κρουαζιέρες της εργατικής εστίας στα νησιά του Αιγαίου, κάποιες τριήμερες και κάποιες τετραήμερης διάρκειας, οι οποίες ξεκίνησαν είτε από τον Πειραιά είτε από τη Θεσσαλονίκη. Οι ώρες αναχώρησης από το λιμάνι αφετηρίας ήταν στις 12.00 το μεσημέρι και η επιστροφή ήταν γύρω στις 08.00 το πρωί. β) Επίσης, από την 23.10.2009 έως την 7.11.2009, το πλοίο εκτέλεσε κρουαζιέρες ανάμεσα στα λιμάνια του Πειραιά, προς Σούδα, Αλάνυα (Τουρκίας), Τάρτους (Συρίας) Βυριτού, Λεμεσσού, της Χάιφας και Αλεξάνδρειας Αιγύπτου. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 19.5.2010 έως 6.6.2010, το πλοίο εκτέλεσε και πάλι κρουαζιέρες, από Θεσσαλονίκη προς Τήνο – Μύκονο – Κω – Σάμο – Λέσβο και επιστροφή και από Πειραιά προς Ρόδο – Κω – Σάμο – Τήνο – Μύκονο και επιστροφή (βλ. καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις). Τα καθήκοντα του ενάγοντος συνίσταντο στον καθαρισμό των καμπίνων και των μπάνιων των επιβατών, στον καθαρισμό των κοινοχρήστων χώρων και στην προετοιμασία των τραπεζαριών και το καθαρισμό των χώρων αυτών, όπως δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Β. Ρ. (συναδέλφου του ενάγοντα, ο οποίος συνυπηρέτησε με αυτόν στο πλοίο «…», με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, το διάστημα από 24.10.2009 έως 7.11.2009), στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ενώ αντίθετη κρίση, περί των καθηκόντων του ενάγοντα δε δύναται να συναχθεί ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Ν. (Αρχιθαλαμηπόλου στο ως άνω πλοίο), στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του. Εξάλλου, η συνήθης σύνθεση του πληρώματος του ως άνω πλοίου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν 46 θαλαμηπόλοι και 16 επίκουροι, οι οποίοι διαμοιράζονταν στις διάφορες επιστασίες. Κατά τη διάρκεια, όμως, των κρουαζιέρων, ναυτολογούνταν περισσότεροι θαλαμηπόλοι και επίκουροι (βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης). Ενδεικτικά, όπως δύναται να συναχθεί από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη, καταστάσεις εργαζομένων στο πλοίο «…» (crew list), την 5.5.2009 υπηρετούσαν σε αυτό 2 προϊστάμενοι αρχιθαλαμηπόλοι, 49 θαλαμηπόλοι, 1 βοηθός θαλαμηπόλος και 30 επίκουροι, ενώ την 1.6.2009 υπηρετούσαν 2 προϊστάμενοι αρχιθαλαμηπόλοι, 1 βοηθός θαλαμηπόλος, 61 θαλαμηπόλοι και 45 επίκουροι (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εναγομένη, υπ’ αριθμ. σχετ. 4 και 5, ενώ οι αναφορές του μάρτυρα ανταπόδειξης 47 έως 52 επίκουρων, ως υπηρετούντων στο πλοίο κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δεν επιβεβαιώθηκαν από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα). Από το σύνολο του προσκομιζομένου ανωτέρω αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων του επί του ανωτέρω πλοίου, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθόλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους, με επίκληση, λογαριασμούς μισθοδοσίας. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα προαναφερόμενα δρομολόγια, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως επίκουρου, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως. Ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντα, επαναφερόμενος με την κρινόμενη αντέφεση, ότι εργαζόταν επί 15 ώρες ημερησίως κατά τα διαστήματα απασχόλησής του στο πλοίο «…», πλην της περιόδου 24.10.2009 έως 7.11.2009, οπότε η εργασία του έφτανε τις 16 ώρες, κρίνεται υπερβολικός και ως μη ανταποκρινόμενος προς τα πράγματα, λαμβανομένων υπόψιν ότι α) κατά τη διάρκεια των κρουαζιέρων, επειδή η εξυπηρέτηση των επιβατών σε αυτές είναι διαφορετική από εκείνη που προσφέρει το πλοίο όταν εκτελεί πλόες προς Κρήτη, ναυτολογούνται περισσότεροι θαλαμηπόλοι και επικουροι και β) ότι οι επίκουροι που υπηρετούσαν το διάστημα αυτό στο πλοίο, ήταν κατανεμημένοι στα μπαρ, στην καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων, στην τραπεζαρία και τον καθαρισμό αυτής μετά το πέρας της λειτουργίας της, στη λάντζα και στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, μαζί με θαλαμηπόλους  (βλ. σαφείς περί τούτου αναφορές, στην κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του). Το γεγονός, βέβαια, ότι το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…» είχε την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος (και αριθμό μελών που υπερέβαιναν αυτήν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα) καθόσον τούτο απαιτείτο από τις ανάγκες των πλόων του (κρουαζιέρων), δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του εκκαλούντος – αντεφεσιβλήτου) υπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την ανάγκη πραγματοποιούμενης καθημερινά υπερωριακής εργασίας, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003,ΕΝΔ 31,σ.123). Άλλωστε, η απασχόληση επίκουρων στην καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων, της τραπεζαρίας και του μπαρ, δεν αναιρεί, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), την ανωτέρω απασχόληση και του ενάγοντος στον καθαρισμό των κοινοχρήστων χώρων και της τραπεζαρίας, λόγω της προφανούς συνάφειας των καθηκόντων αυτών με τα βασικά του καθήκοντα, του καθαρισμού των καμπινών και της βοήθειας στην τραπεζαρία του πλοίου. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος λάμβανε ποσά για υπερωριακή εργασία, όπως συνομολογεί η εναγομένη – εκκαλούσα, υπογράφοντας τις σχετικές μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και αποδοχές για υπερωρίες), ενισχύει την ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, επομένως ο σχετικός (δεύτερος) λόγος έφεσης του εκκαλούντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα και ο αντίστοιχος (πρώτος) λόγος αντέφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Ενόψει των ανωτέρω, με την επισήμανση ότι, για μεν τα διαστήματα εργασίας του ενάγοντα από 8.5.2009 έως 6.6.2009 και από 19.5.2010 έως 6.6.2010, οπότε το πλοίο «…» εκτελούσε πλόες εντός Ελλάδος, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις της από 3.7.2009 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.5/01/2009 (ΦΕΚ Β΄ 1928/8.9.2009) απόφαση του Υ.Ε.Ν., για δε το διάστημα  από 24.10.2009 έως 7.11.2010, οπότε το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες στη Μεσόγειο, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις της από 16.11.2009 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2009, η οποία κυρώθηκε με την ΥΠΑ 3525.10/01/2009 (ΦΕΚ Β 2396/1.12.2009), όπως τούτο, άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντος – εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος, λόγω υπερωριακής απασχόλησης διαμορφώνεται ως ακολούθως, κατά το  μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών εργασίας του : 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 8.5.2009 έως 6.6.2009, (i) για 20 καθημερινές  και 4 Κυριακές, το ποσό των (24 Χ 4 Χ 6,55 Ευρώ =) 628,80 Ευρώ, (ii) για 5 Σάββατα και 1 αργία (της Αναλήψεως, 28.5.2009), το ποσό των (6 Χ 12 Χ 7,86 Ευρώ = ) 565,92 Ευρώ, ήτοι συνολικά 1.194,72 Ευρώ. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 19.5.2010 έως 6.6.2010, (i) για 13 καθημερινές  και 3 Κυριακές, το ποσό των (16 Χ 4 Χ 6,55 Ευρώ =) 419,20 Ευρώ, (ii) για 3 Σάββατα, το ποσό των (3 Χ 12 Χ 7,86 Ευρώ =) 282,96 Ευρώ, ήτοι συνολικά 702,16 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.896,88 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 594,36 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη, καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις καταβολής στον τραπεζικό του λογαριασμό, επομένως, κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης που παραδεκτά και νόμιμα πρότεινε η εναγομένη, η οποία υποβλήθηκε με συνοπτική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις της και την οποίαν επαναφέρει με τον σχετικό (πρώτο) λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.302,52 Ευρώ. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 24.10.2009 μέχρι 7.11.2009, (i) για 9 καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των (11 X 4 X 5,02 Ευρώ =) 220,88 Ευρώ (ii) για 3 Σάββατα, 1 Αργία (28η Οκτωβρίου) [(4 Χ 12 Χ 6,02 Ευρώ =) 288,96 Ευρώ), ήτοι συνολικά ποσό 509,84 Ευρώ. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η πέραν των 8 ωρών εργασία κατά τις Κυριακές, αμοίβεται υπερωριακά, πλην όμως προσαυξημένη κατά 25% και όχι κατά 50%, καθόσον, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 20 παρ.3 της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. «για κάθε πρόσσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά 25%», ενώ κατά την παρ.3α του ιδίου άρθρου «για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 9 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παρ.1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες», χωρίς δηλαδή να διαλαμβάνει η διάταξη αυτή, στις αμοιβόμενες με προσαύξηση 50% τις ώρες υπερωρίας που εκτελούνται κατά την αργία της Κυριακής (προβλ., αναφορικά με υπολογισμό υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα με την ανωτέρω εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε, ΕφΠειρ 429/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αντέφεσης, τυγχάνει απορριπτέος. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 357,15 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη, καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις καταβολής στον τραπεζικό του λογαριασμό, επομένως, κατά παραδοχή της ένστασης εξόφλησης που παραδεκτά και νόμιμα πρότεινε η εναγομένη, η οποία υποβλήθηκε με συνοπτική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με τις προτάσεις της και την οποίαν επαναφέρει με τον σχετικό (πρώτο) λόγο έφεσης, επομενως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 152,69 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.455,21 Ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στον ενάγοντα, για τις ως άνω αιτίες, ποσό 1.317,16 Ευρώ και 152,12 Ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικά 1.469,28 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου έφεσης, απορριπτομένου του πρώτου λόγου αντέφεσης. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της υπερωριακής αμοιβής, να κρατηθεί η υπό κρίση αγωγή και να γίνει δεκτή η αγωγή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται  καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ  2009.273). Εξάλλου, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 -3 και 20 των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων (Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων) επίδομα ιματισμού ποσού 49,94 ευρώ μηνιαίως, που  δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, που υποχρεούνται να φέρουν,  δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59, σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138, ΕΠ 626/2014, ΕλΔνη 2015, σ.508, ΕΠ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕΠ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕΠ 283/2009, ΕΝΔ 37, 102). Ενόψει των ανωτέρω, με δεδομένο ότι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η ένδικη εργασιακή σχέση του ενάγοντα στο πλοίο «…» δε διήρκεσε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από 1.5.2009 έως 31.12.2009 και από 1.5.2010 έως 31.12.2010, ο ενάγων δικαιούται : 1) Για χρονικό διάστημα 8.5.2009 έως 6.6.2009, ήτοι για 30 ημέρες εργασίας, αναλογία επιδόματος εορτής (δώρου) Χριστουγέννων έτους 2009 το ποσό των 403,32 Ευρώ {[βασικός μισθός 905,59 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 199,23 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 ΕΥΡΩ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (18,74 Ευρώ Χ 30 =) 562,20 Ευρώ + επίδομα αδείας 298,77 ΕΥΡΩ (βασικός μισθός 905,59 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 199,23 Ευρώ = 1.104,82 Ευρώ Χ 1/22 = 50,22 + αντίτιμο τροφής 18,74 Ευρώ = 69 Ευρώ Χ 4,33 ημέρες, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1β και παρ.2, συνδ. με αρθρ. 3 της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., καθόσον δεν αποδείχθηκε η υπηρεσία του ενάγοντα πέραν των δύο ετών) + μέσος όρος τακτικά παρεχόμενης υπερωριακής εργασίας κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (υπερωριακή αμοιβή, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ύψους 1.194,72 Ευρώ : 30 Χ 30 ημέρες υπηρεσίας αυτό το διάστημα) = 1.194,72 =] 3.194,86 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 1,578 δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 178,35 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη κατάσταση μισθοδοσίας του και δέχτηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 224,97 Ευρώ. 2) Για χρονικό διάστημα 19.5.2010 έως 6.6.2010, ήτοι για 19 ημέρες εργασίας, αναλογία επιδόματος εορτής (δώρου) Χριστουγέννων έτους 2010 το ποσό των 248,70 Ευρώ {[βασικός μισθός 905,59 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 199,23 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 ΕΥΡΩ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (18,74 Ευρώ Χ 30 =) 562,20 Ευρώ + επίδομα αδείας 298,77 ΕΥΡΩ (βασικός μισθός 905,59 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 199,23 Ευρώ = 1.104,82 Ευρώ Χ 1/22 = 50,22 + αντίτιμο τροφής 18,74 Ευρώ = 69 Ευρώ Χ 4,33 ημέρες, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα) + μέσος όρος τακτικά παρεχόμενης υπερωριακής εργασίας κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (υπερωριακή αμοιβή, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ύψους  702,16 Ευρώ : 19 Χ 30) = 1.108,67 Ευρώ =] 3.108,81 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 1 δεκαεννιαήμερο}. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 107,01 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη κατάσταση μισθοδοσίας του και δέχτηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 141,69 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, που επιδίκασε για τις ανωτέρω αιτίες, στον ενάγοντα, τα ποσά των 214,70 Ευρώ ως αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2009 και 135,18 Ευρώ, ως αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2010, αντί των ορθών, ως άνω, 224,97  Ευρώ και 141,69 Ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή, ως εν μέρει βάσιμου, του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Ωστόσο, η εκκαλουμένη ορθώς δεν υπολόγισε το επίδομα ιματισμού στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα και ορθώς υπολόγισε το επίδομα αδείας προς 4,33 ημέρες μηνιαίως, πλην όμως εσφαλμένα δεν υπολόγισε το μηνιαίο αντίτιμο τροφής στις αποδοχές αδείας, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βάσιμου του τρίτου λόγου αντέφεσης.

Ενόψει των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825). Ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.302,52 + 152,69 + 224,97 + 141,69 + 406,09 =) 2.227,96 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της εργασιακής σχέσης (20.7.2010), πλην της αναλογίας του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2010, ύψους 141,69 Ευρώ, το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό έως την ημερομηνία απόλυσης αλλά ούτε κατά την άσκηση της αγωγής και, συνεπώς, ως προς αυτό, δεν υπάρχει νόμιμο αίτημα τοκοδοσίας, σύμφωνα με τις παραδοχές του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, ούτε με αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσιβλήτου, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο τούτο (βλ. ΑΠ 1116/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Λόγω της μερικής νίκης και ήττας του εφεσίβλητου -αντεκκαλούντα -ενάγοντος, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης-εναγομένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 178 , 183, 191 παρ 2 του ΚΠολΔ), ενώ δεν θα επιβληθούν ξεχωριστά έξοδα για την ασκηθείσα με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου αντέφεση, επειδή κανείς από τους διαδίκους δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα εξ αιτίας της.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          

              Ενώνει και συνεκδικάζει την έφεση, την ασκηθείσα δια των προτάσεων του εφεσιβλήτου αντέφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Δέχεται την αντέφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 149/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου.

Δέχεται εν μέρει την από 9.11.2010 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων είκοσι επτά Ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών του Ευρώ (2.227,96 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο κατά τα ανωτέρω, στο σκεπτικό της παρούσας, αναφερόμενα και

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης (εκκαλούσας) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εφεσίβλητου) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η      ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ