Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΡΥΜΟΥΛΚΟ- ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ – ΣΑΒΒΑΤΑ – ΕΝΟΙΚΙΟ – ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ)

    Αριθμός απόφασης 264/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 15 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : … του …, κατοίκου χωρίου … Κέρκυρας, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Χάλαρη – Ανδρουλάκη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αριστείδη Σαφαρή.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-11-2014 με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17.03.2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 4-06-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίστηκαν τα αιτούμενα κονδύλια με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του, εκθέτει ότι, δυνάμει προσυμφώνου εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία, Ρ/Κ πλοίου, με το όνομα «…», αρ. νηολογίου Πειραιά …, κ,ο.χ. 96,87, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στις 11-04-2012 στην Αλβανία, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, επί του ως άνω πλοίου, σύμφωνα με την αμοιβή και τους όρους που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας πληρωμάτων Ρυμουλκών. Ότι, προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ως άνω πλοίο με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι τις 20.02.2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα Αλβανίας, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και μη καταβολής σ’ αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του. Ότι από την άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας, διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις για το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 έως 20-02-2013 από δεδουλευμένες αποδοχές (επιδόματα – αμοιβές), αμοιβή για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία τα Σάββατα, αποζημίωση αδείας, έξοδα ενοικίου, οδοιπορικά και αποζημίωση απόλυσης, όπως κάθε κονδύλιο ειδικότερα προσδιορίζεται στην αγωγή. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.155,57 ευρώ που αντιστοιχεί στο ήμισυ καθενός από τα αιτούμενα κονδύλια, πλην του ποσού της αποζημίωσης απόλυσης που παραμένει στο σύνολό του καταψηφιστικό και αφετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 13.817,63 ευρώ για το ήμισυ των αιτούμενων κονδυλιών (πλην της αποζημίωσης απόλυσης), νομιμότοκα από την ημερομηνία της απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή τους. Επικουρικά, ο ενάγων ζητεί τα ως άνω ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επειδή η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία, κατά τα αιτούμενα στην αγωγή ποσά. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 §2 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), απορριπτομένης της περί αναρμοδιότητος του παρόντος Δικαστηρίου ενστάσεως που προέβαλε η εναγομένη, καθόσον η αρμοδιότητα που θεσπίζεται στο άρθρο 33 ΚΠολΔ είναι συντρέχουσα με αυτή του άρθρου 25 ΚΠολΔ, κι όχι αποκλειστική. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της, είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχόλησης του), αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της απασχόλησής του και ποια Σάββατα απασχολήθηκε για όλο το κρίσιμο διάστημα, από τα οποία με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 140/2004 Ε.Ν.Δ. 2004.114, ΕφΠειρ 1239/1996 και ΕφΠειρ 1312/1997, ΝΟΜ. ΝΑΥΤ. ΤΜ. ΕΦ. ΠΕΙΡ. 1996- 1997, σελ. 122-123 και 157-158 αντίστοιχα, ΠΠρΠειρ 1875/2009). Επίσης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 68, 69, 73, 75-77 και 84 του Κ.Ι.Ν.Δ και της από 20-02-2012 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων ρυμουλκών έτους 2012, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.9/01/2012 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 3073/21-11-2012). Ωστόσο, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η αγωγή είναι αόριστη, καθόσον, αν και η εν λόγω βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (219 ΚΠολΔ), δε γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής, της ακυρότητας της ένδικης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, στοιχείο που είναι αναγκαίο για το ορισμένο αυτής (βλ. ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 222/2003, ΕλΔνη 45, σ.475, ΑΠ 104/2003, ΕλΔνη 44, σ.983). Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, μετά τον μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό, δεν υπερβαίνει το όριο της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου [άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 Ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1α  ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011)], ενώ  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς Α048815/20-10-2015 και Α048840/20-10-2015 γραμμάτια του ΔΣ Πειραιώς).

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί, εκ των υστέρων, ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός που περιέχει πραγματικά περιστατικά διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη της αγωγής ή η αναβολή της απάντησης σε αυτή, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν (ΑΠ 1502/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 1604, 783/2001 ΕλλΔνη 2002 σ, 1379, ΕφΘεσ 706/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή για να κριθεί ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα με εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και συνακόλουθα δικαστική εκτίμηση της αγωγής. Αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της υπό δικονομική έννοια ενστάσεως είτε συνιστούν το πραγματικό ουσιαστικού είτε το πραγματικό δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη. Η παράλειψη αναφοράς των περιστατικών αυτών δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την απλή μνεία του εγγράφου στο οποίο τυχόν αναγράφονται (οράτε ΕφΘεσ 706/2004 ό.π., 1150/1992 Αρμ ΜΣΤ σ. 484, ΕφΑθ 7048/1990 ΕλλΔνη 1990 σ. 1518, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ 1994 υπό άρθρο 262 σ. 189 πλαγ. 5). Έτι περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 § 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (οράτε ΑΠ 178/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1828/2008 ΔΕΝ 2009 σ. 628-ΕΕργΔ 2009 σ. 1336, 1320/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1826/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 1066, 721/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 209). Σημειώνεται δε ότι ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει την προβαλλόμενη από αυτόν ένσταση εξόφλησης των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Κατά το άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ (οράτε ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 56 σ. 851, ΕφΑΘ 996/2014 ΕλλΔνη 2014 σ. 1049 με σημείωση Ευαγ. Στασινόπουλου), η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί, στην πραγματικότητα, εξώδικη ομολογία που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (οράτε ΑΠ 689/2003 ΝοΒ σ. 459 ΕφΠειραιά 9/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 545, ΕφΑΘ 996/2014 ό.π.) και η οποία ανακαλείται, αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (οράτε Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπό άρθρο 352 σ. 698, ΕφΑΘ 996/2014 ό.π.) Αντίστοιχα δε και στην απόφαση που δέχεται τον περί εξόφλησης ισχυρισμό, δεν αρκεί να αναφέρεται ότι όλες γενικά οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο, καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Ειδάλλως καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή ή και να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μη τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (οράτε ΑΠ 318/2010 ΕλλΔνη 2012 σ. 1289, με παρατηρήσεις Χρίστου Π. Φίλιου). Η εναγομένη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται και αποκρούει την αγωγή, ειδικά και στο σύνολο της, ως αόριστη, νόμω και ουσία αβάσιμη και καταχρηστική, ζητώντας την εξ ολοκλήρου απόρριψή της και την καταδίκη του ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ειδικότερα δε η εναγομένη, ισχυρίζεται κατά πρώτον, ότι ο ενάγων καταχρηστικά ασκεί τις αξιώσεις του, χωρίς όμως να αναφέρει για ποιο λόγο η άσκηση της υπό κρίση αγωγής υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ούτε εάν υπήρξε μακρόχρονη αδράνεια του ενάγοντα για την άσκηση της αγωγής, η οποία της δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν αξιώσεις από μέρους του ενάγοντα κατ’ αυτής ή ότι αυτές δεν πρόκειται ν’ ασκηθούν εναντίον της, κι επομένως σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας η ένστασή της αυτή τυγχάνει απορριπτέα λόγω αοριστίας. Κατά δεύτερον, η εναγομένη υποστηρίζει ότι έχει εξοφλήσει όλες τις νόμιμες αποδοχές του ενάγοντα, με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζεται και με βάση τις βεβαιώσεις αποδοχών στις οποίες παραπέμπει προς στήριξη των ισχυρισμών της, να έχει καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.784 ευρώ για το έτος 2012 και το συνολικό ποσό των 3.414,09 ευρώ για το έτος 2013. Ο ισχυρισμός αυτός, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, είναι απορριπτέος ως αόριστος και μάλιστα για δύο λόγους. Κατά πρώτον, διότι δεν διαλαμβάνονται τα αναγκαία για το ορισμένο του στοιχεία, αφού αναφέρεται μόνο το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα για την παρεχόμενη εργασία του το επίδικο διάστημα, χωρίς όμως να αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, ενώ ωσαύτως, αλυσιτελώς επιχειρείται η αναπλήρωση της παράλειψης αυτής με την παραπομπή σε έγγραφα, ούσης αυτής ανεπαρκούς προς τούτο σε αρμονία με όσα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση αναφέρθηκαν.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης Νικολάου Ματακιάρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την εκτίμηση της με αριθμό 8.268/3.06.2015 ένορκης βεβαίωσης του Ελευθέριου Μανωλακέλλη ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκάδας Ιωάννας Κοκμοτού, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντα μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. τη με αριθμ. 9300Δ΄/2.06.2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας Νίκης Πανουτσακοπούλου), η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπ’ όψιν, παρότι ο ανωτέρω έχει καταθέσει αγωγή με όμοιο περιεχόμενο κατά της εναγομένης, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζομένη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 αρ.3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389), καθώς και της με αριθμό 5490/14.10.2015 ένορκης βεβαίωσης του Μιχαήλ Χρυσοχεράκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νέας Ιωνίας Αττικής Κερασίνας Λαγιώτη, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. τη με αριθμ. 8565Δ΄/13.10.2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας Γεωργίου Ζουλογιάννη), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προσυμφώνου εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης στην Ηγουμενίτσα, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στις 11.04.2012 στους Αγίους Σαράντα Αλβανίας, με την ιδιότητα του Πλοιάρχου, στο υπό ελληνική σημαία, ρυμουλκό πλοίο με το όνομα «…», Νηολογίου Πειραιά (…) κ,ο.χ. 96,87, του οποίου πλοιοκτήτρια τυγχάνει η εναγομένη, έναντι αμοιβής και σύμφωνα με τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών. Ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο ως άνω πλοίο, υπό την ανωτέρω ειδικότητα, μέχρι τις 06.08.2012, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα της Αλβανίας λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου. Εν συνεχεία, ο ενάγων, δυνάμει νέου προσυμφώνου εξαρτημένης ναυτικής εργασίας μεταξύ αυτού και της εναγομένης, που καταρτίστηκε αυθημερόν (06.08.2012) στο ίδιο πιο πάνω λιμάνι, επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο υπό τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας, προσέφερε δε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 20.02.2013, οπότε απολύθηκε στους Αγίους Σαράντα Αλβανίας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και μη καταβολής σ’ αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων εκτελούσε βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή ή εκμετάλλευση έργων (κατασκευές λιμένων, προσχώσεις, μώλοι, προβλήτες, σήραγγες, γέφυρες, διώρυγες κ.λ.π,) τα οποία διαχειρίζονταν ιδιωτικές εργοληπτικές τεχνικές εταιρίες. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα της ένδικης ναυτολογήσεως από 11.04.2012 έως 20.02.2013, το ως άνω πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα της Αλβανίας, προκειμένου να εκτελέσει βοηθητικές υπηρεσίες, κατά την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών στο εν λόγω λιμάνι, εκ μέρους της τεχνικής – κατασκευαστικής εταιρίας «…», ούσας της τελευταίας κοινών συμφερόντων με την πλοιοκτήτρια – εναγομένη. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που προσέφερε το ένδικο πλοίο, κατά την εκτέλεση του παραπάνω έργου, συνίσταντο στην μεταφορά του πλωτού γερανού «…», ο οποίος διενεργούσε τις εκβαθύνσεις και τις τοποθετήσεις των αναχωμάτων στο πιο πάνω έργο, και της φορτηγίδας «…», στην οποία εναποτίθεντο τα προϊόντα εκσκαφής, στην υποδεικνυόμενη θέση εκτέλεσης των εργασιών, καθώς και στην μεταφορά της ως άνω φορτηγίδας σε οριοθετημένο χώρο, αποστάσεως περίπου τριών μιλίων από το λιμάνι, προς απόρριψη των προϊόντων εκσκαφής, στον πυθμένα της θάλασσας. Κατά την διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο αποτελούνταν από πλήρωμα τριών ατόμων, ήτοι έναν Πλοίαρχο (ενάγοντα), έναν Α΄ Μηχανικό και ένα Ναύκληρο, ο δε ενάγων καθ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας του στο εν λόγω πλοίο, απασχολούνταν καθημερινά σε καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του, ήτοι κυβερνούσε αυτό και το πλήρωμά του, τηρούσε τα ναυτιλιακά έγγραφα και έκανε τους απαραίτητους χειρισμούς για τη ρυμούλκηση και μεταφορά των πλωτών γερανών και φορτηγίδων στις εκάστοτε υποδεικνυόμενες θέσεις. Πέραν δε των ανωτέρω εργασιών, ο ενάγων αλλά και τα λοιπά μέλη του πληρώματος ευρίσκονταν σε ετοιμότητα εργασίας για οποιοδήποτε ζήτημα προέκυπτε αναφορικά με το γερανό και τη φορτηγίδα (ξέσυρση άγκυρας κλπ.), διατηρούσε δε σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, εργασία η οποία εξομοιώνεται με την κανονική εργασία (ΟλΑΠ 10/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝΔ 2011/262). Προκειμένου δε να ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες εργασίες, ο ενάγων απαιτήθηκε να εργασθεί κατ’ εξαίρεση και κάποια Σάββατα, γεγονός που αποδεικνύεται πλήρως και από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερες τις διάδικες πλευρές ημερολόγιο του πλοίου. Όσον αφορά στον ισχυρισμό της εναγομένης ότι αρχικά είχε συμφωνηθεί με τον ενάγοντα να αμείβεται αυτός με κλειστό μισθό, ο οποίος θα περιελάμβανε αποδοχές και επιδόματα, συνολικού ποσού 3.479,13 ευρώ, πλην όμως στη συνέχεια ο ενάγων, επειδή το πλοίο παρέμενε αδρανές και δεν χρειαζόταν η φυσική του παρουσία, προτίμησε να μην βρίσκεται στους Αγίους Σαράντα, αλλά να μένει στην Κέρκυρα και να αμείβεται κατ’ αποκοπήν με 1.500 ευρώ για κάθε ταξίδι του στους Αγίους Σαράντα, κι ότι αυτός δεν βρισκόταν παρά ελάχιστες φορές στο πλοίο, κατόπιν συνεννόησης, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντα του χρονικού διαστήματος από Αύγουστο 2012 έως και Ιανουάριο 2013 που η εναγομένη προσκομίζει και επικαλείται, ο ενάγων φέρεται να απασχολείται 25 ημέρες το μήνα, κι ο μισθός του υπολογίζεται με βάση όσα προβλέπονται στην ανωτέρω ΣΣΕ, κι όχι κατ’ αποκοπήν, η εναγομένη δε δεν είχε κανένα λόγο να μην αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση στις αποδείξεις πληρωμής, αφού άλλωστε, εάν ίσχυε η ανωτέρω συμφωνία θα κατέβαλε μικρότερα ποσά στον ενάγοντα. Ούτε όμως φρόντισε να αναγραφεί η συμφωνία αυτή στο ναυτολόγιο του πλοίου, όπου εμφανίζεται ο ενάγων να αμείβεται με βάση την οικεία ΣΣΕ, παρότι το ναυτολόγιο αντικαταστάθηκε με νέο στις 8-8-2012. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, σε συνδυασμό με το ότι κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων, ίσχυσε η ως άνω μνημονευόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνει και τον ενάγοντα, ο ενάγων για την εργασία του στο ως άνω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 1.08.2012 έως 20.02.2013 με την ως άνω ειδικότητα δικαιούτο να λάβει: α) για δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 17.634,41 ευρώ (ήτοι μισθός ενεργείας 2.005,93 € + επίδομα Κυριακών 441,30 € + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 100,29 € + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 100,29 € = 2.647,81 ευρώ Χ 6,66 μήνες = 17.634,41 €). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων ουδέν έλαβε από την εναγομένη και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, β) για αποζημίωση αδείας ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 4.702,49 ευρώ (ήτοι μισθός ενεργείας 2.005,93 € + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 100,29 € + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 100,29 € = 2.206,51 ευρώ : 25 = 88,26 ευρώ ημερομίσθιο Χ 8 = 706,08 ευρώ μηνιαίως Χ 6,66 μήνες = 4.702,49 €). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων ουδέν ποσό έλαβε από την εναγομένη και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό. Σημειωτέον ότι όπως συνομολογεί ο ενάγων το πλοίο δεν εφήρμοζε το International Safety Management κι επομένως ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει το επίδομα ism, το οποίο δεν θα συνυπολογιστεί στην αποζημίωση αδείας, γ) για μερική τροφοδοσία αδείας ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των 213,71 ευρώ (ήτοι 100,29 € : 25 = 4,01 ευρώ Χ 8 = 32,09 ευρώ μηνιαίως Χ 6,66 μήνες = 213,71 €). Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων ουδέν ποσό έλαβε από την εναγομένη και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό, δ) αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης: κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.08.2012 έως 20.02.2013 ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά 20 Σάββατα επί 8 ώρες, ήτοι στις: 4-08-2012, 25-08-2012, 1-09-2012, 8-09-2012, 15-09-2012, 22-09-2012, 29-09-2012, 6-10-2012, 13-10-2012, 20-10-2012, 27-10-2012, 3-11-2012, 10-11-2012, 17-11-2012, 24-11-2012, 1-12-2012, 8-12-2012, 15-12-2012, 12-01-2013 και 19-01-2013 και 1 Σάββατο στις 11-08-2012 επί 3 ώρες, επομένως εργάσθηκε 163 ώρες και για κάθε ώρα από τις ανωτέρω υπερωρίες ο ενάγων δικαιούται το 1/173 του βασικού του μισθού προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 4 εδ. β΄ ΣΣΝΕ), συνεπώς: 163 ώρες Χ 17,38 ευρώ ανά ώρα (2.005,93 Χ 1/173 = 11,59 + 50% = 17,38 ευρώ) = 2.832,94 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν ποσό έλαβε από την εναγομένη και επομένως δικαιούται να αξιώσει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό και ε) για έξοδα ενοικίου το ποσό των 1.465,20 ευρώ (220 € Χ 6,66 μήνες), σύμφωνα με το άρθρο 15§2 εδ.α΄ της ΣΣΕ, καθόσον η εναγομένη δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε, ως όφειλε, κατάλυμα στον ενάγοντα, αφού δεν προσκομίζει καμία σχετική απόδειξη από ξενοδοχείο ή ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, κι επομένως ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει το ποσό των 220 ευρώ μηνιαίως. Δέον στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το αιτούμενο από τον ενάγοντα ποσό των 50 ευρώ μηνιαίως για οδοιπορικά, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτός απαιτήθηκε να προβεί σε έξοδα για τη μετάβασή του από τον τόπο διαμονής του στην εργασία του. Περαιτέρω, από το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, σε συνδυασμό με το αντίγραφο του από 8-08-2012 ναυτολογίου του πλοίου αποδείχθηκε, ότι η σύμβαση ναυτολογήσεώς του λύθηκε δια καταγγελίας της από την εναγομένη λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου και μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών του. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 9 της προμνησθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 75, 76 και 77 ΚΙΝΔ, ο ενάγων δικαιούται, αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το μισθό 30 ημερών, με βάση τις τακτικές αποδοχές, κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης, διότι η ένδικη σύμβαση ναυτολόγησής του λύθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα της Αλβανίας, ήτοι το ποσό των 4.573,50 ευρώ (ήτοι μισθός ενεργείας 2.005,93 € μηνιαίως +  επίδομα Κυριακών 441,30 € + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 100,29 € + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 100,29 € + επίδομα αδείας εξ 8 ημερομισθίων μηνιαίως 706,08 € + 32,09 ευρώ επίδομα μερικής τροφής αδείας + κατά μέσο όρο υπερωριακή αμοιβή 425,36 € (ήτοι 2.832,94 € : 6,66 μήνες) = 3.811,34 ευρώ : 25 = 152,45 ευρώ ημερησίως Χ 30 ημέρες = 4.573,50 ευρώ), πλην όμως θα επιδικαστεί στον ενάγοντα το αιτούμενο ποσό των 4.337,94 ευρώ, καθόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), έναντι του οποίου ο ενάγων ουδέν έχει λάβει από την εναγομένη. Ενόψει όλων αυτών, το συνολικό ποσό που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων για τις πιο πάνω αιτίες ανέρχεται σε 31.186,69 ευρώ (17.634,41 + 4.702,49 + 213,71 + 2.832,94 + 1.465,20 + 4.337,94). Σημειώνεται ότι το υποβληθέν από την εναγομένη αίτημα περί αναβολής της δίκης, διότι το Αλβανικό Δημόσιο έχει δεσμεύσει το ρυμουλκό εντός του οποίου βρίσκονται οι αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, πρώτον διότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν όντως εντός του ρυμουλκού αυτές οι αποδείξεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να βρίσκονται στο λογιστήριο της εναγομένης και δεύτερον η εναγομένη είχε αρκετό χρόνο από την επίδοση σε αυτήν της κρινομένης αγωγής έως την συζήτηση για να αναλάβει τα ανωτέρω έγγραφα. Επίσης απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει και το αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του ενάγοντα και προσκόμισης του διαβατηρίου του, διότι το Δικαστήριο έχει αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση από τα ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, η παρουσία δε του ενάγοντα και η προσκόμιση του διαβατηρίου του δεν θα συνεισέφεραν αποδεικτικά στην προκειμένη δίκη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.988,90 ευρώ (ήτοι 8.826,03 € για δεδουλευμένες αποδοχές, 2.455,20 € για αποζημίωση αδείας, 106,96 € για μερική τροφοδοσία αδείας, 1.529,44 € για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα, 733,33 € για έξοδα ενοικίου και 4.337,94 € για αποζημίωση απόλυσης), καθώς και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των 13.197,78 ευρώ (ήτοι 8.808,38 € για δεδουλευμένες αποδοχές, 2.247,29 € για αποζημίωση αδείας, 106,74 € για μερική τροφοδοσία αδείας, 1.303,50 € για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης τα Σάββατα και 731,87 € για έξοδα ενοικίου), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος στις 20.02.2013, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η  απόφαση πρέπει  να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, οι απαιτήσεις του οποίου απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα  178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

                -ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και ενενήντα λεπτών του ευρώ (17.988,90 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 20-02-2013, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (13.197,78 €), με τον νόμιμο τόκο, από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, στις 20-02-2013, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις    Ιανουαρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ