ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
1099/2016
…
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Π., στις 8 Δεκεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Ε. Μ. του …, δικηγόρου, κατοίκου Π., οδός Ν. … , η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ναυτικής εταιρείας του Ν. 959/79 …», η οποία εδρεύει στην Γ., οδός Κ. ….., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βάγια.
Η ΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ με την από 24-09-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κλήση της, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος της 10-11-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η ενάγουσα – δικηγόρος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. … κλήση η από 15-04-2015 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008.1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα μετά την εκτέλεση τούτων, αρκεί στο δικόγραφο αυτής να αναφέρονται: α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αμοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται ότι ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, καθώς και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή, αφού η αναφορά των στοιχείων αυτών είναι αναγκαία μόνο στη συμφωνία περί εργολαβίας δίκης (ΑΠ 374/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 57/2005 ΕλλΔνη 2005.1429, ΕφΠειρ 90/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 580/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 712/2008 ΑχΝ 2009.715). Περαιτέρω, στο Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», ορίζονται τα εξής : α) στο άρθρο 92 παρ. 1 : Τα της αμοιβής του Δικηγόρου κανoνίζoνται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης, είτε μέρος, ή κατ΄ ιδίαν πράξεις αυτής, ή άλλης πάσης φύσεως νομικάς εργασίας, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθροις 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της, β) στο άρθρο 98 παρ.1 και 2 : Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας, το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου oρίζεται κατά τας διατάξεις των επομένων άρθρων αυξανόμενον κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητος της διαφοράς, των ιδιαζoυσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον η αποτίμησις εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθή υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένοις άρθροις. Γ) στο άρθρο 100 παρ. 1 : Το ελάχιστον όριον της αμοιβής δια την σύνταξιν κύριας αγωγής ορίζεται εις ποσοστόν 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής … , παρ. 4 : Εάν το αντικείμενον της αγωγής δεν δύναται φύσει να αποτιμηθεί εις χρήμα, το όριο τούτον συνίσταται εις δρχ. 20 δια τας ενώπιον του Ειρηνοδικείου αγωγάς, δρχ. 50 δια τα ενώπιον του Πρωτοδικείου και δρχ. 100 δια τας ενώπιον των λοιπών δικαστηρίων τοιαύτας. δ) στο άρθρο 107 παρ.1 : Δια την σύνταξιν προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μεν δικηγόρου του εναγομένου είναι ίσον προς το δια την σύνταξιν αγωγής κ.λ.π. oριζόμενo εν άρθρο 100 επ., του δε δικηγόρου του ενάγοντος είναι το ήμισυ αυτής. Πάντως όμως ουδέποτε είναι κατώτερο των 20 δρχ. δια τας ενώπιον του Ειρηνοδικείου υποθέσεις και των δρχ.50 δια τας ενώπιον του Πρωτοδικείου τοιαύτας, ε) στο άρθρο 109 : Δια παράστασιν προς συζήτησιν πάσης φύσεως υποθέσεως, πλην των ρητώς εν των παρόντι νόμω άλλως κανoνιζόμενων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου και του Πρωτοδικείου το ελάχιστον όριον αμοιβής, είναι, δια μεν το Ειρηνοδικείον δρχ. 20, δια δε το Πρωτοδικείο δρχ. 40. στ) στο άρθρο 110 παρ. 1 : Δια την σύνταξιν προτάσεων επί της πρώτης ενώπιον του Εφετείου συζητήσεως πάσης υποθέσεως, το ελάχιστον όριον αμοιβής των Δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων είναι το διπλάσιον του δια τον Δικηγόρον του ενάγοντος ή του αιτούντος καθοριζομένου εν άρθρω 107 παρ. 1 ορίου αμοιβής δια τα προτάσεις της πρώτης πρωτοδίκου συζητήσεως, δια δε την σύνταξιν, προτάσεων εφ΄ εκάστης των επομένων συζητήσεων είναι το διπλάσιον του εν άρθρ. 107 παρ. 2 ορίου, πάντως όμως κατ΄ αμφοτέρας τας περιπτώσεις το όριον τούτο δεν δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών 80 , ζ) Στο άρθρο 111: Δια παράστασιν προς συζήτησιν πάσης φύσεως υποθέσεων ενώπιον του Εφετείου, το ελάχιστον όριον αμοιβής είναι δραχμαί 50. η) Στο άρθρο 125 παρ . 2 : Δια την σύνταξιν εφέσεως κατ΄ αποφάσεως μεν του Ειρηνοδικείου ή του Ειρηνοδίκου το όριον τούτο είναι δραχμ. 20, κατ΄ αποφάσεως δε του Πρωτοδικείου ή Διαιτητικού Δικαστηρίου ή Προέδρου ή Διαιτητού είναι δραχ. 40. Εξ άλλου, το άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 2753/1999 «Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις» ορίζει ότι : Για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους καθορίζεται το μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της Χώρας. Η ισχύς της παραπάνω διάταξης σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ. 12 του Ν. 285/2000, αρχίζει από το έτος 2000 το οποίο και λογίζεται για την έναρξη της περιόδου που ορίζεται σε αυτή. Κατ` εξουσιοδότηση του παραπάνω νόμου εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1314/21-12-2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η υπ` αριθμ. 1473/23-9-2003 όμοια απόφαση και τελευταία η υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΚΥΑ, η οποία καθόρισε τα ελάχιστα όρια αμοιβών των δικηγόρων όλης της χώρας όχι μόνο για τις «παραστάσεις» ενώπιον των δικαστηρίων και τη σύμπραξή τους για εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, αλλά και για κάθε «νομική υπηρεσία τους» μεταξύ των οποίων και για τη σύνταξη δικογράφων που απευθύνονται στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια. Με την παραπάνω διάταξη του ν. 2753/1999 και τις κατ` εξουσιοδότηση αυτής εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις δεν καταργούνται ούτε τροποποιούνται οι παραπάνω διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που αφορούν τον καθορισμό του κατωτάτου ορίου αμοιβής των δικηγόρων. Οι τελευταίες διατάξεις κατισχύουν των πρώτων στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων, αφού οι διατάξεις του Ν. 2753/1999, όπως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου τους και την οικεία εισηγητική έκθεση, έχουν φορολογικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στη μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος με την καθιέρωση αντικειμενικής φορολογικής μεταχειρίσεως των δικηγόρων προς το σκοπό της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, της μειώσεως των οικονομικών στρεβλώσεων, που προκαλεί η φορολογική διάρθρωση στην κατανομή των πόρων, της αυξήσεως της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής της φορολογίας στο ενοποιούμενο διεθνές περιβάλλον. Έτσι όταν η καθοριζόμενη με βάση τον Κώδικα για κάθε κατά περίπτωση ενέργεια ελάχιστη αμοιβή είναι μεγαλύτερη από εκείνη που καθορίζεται με βάση τις άνω ΚΥΑ, τότε οφείλεται η μεγαλύτερα αυτή αμοιβή. Όταν όμως είναι μικρότερη, τότε οφείλεται η καθοριζόμενη με βάσει τις ΚΥΑ μεγαλύτερη ελάχιστη αμοιβή, διότι θα ήταν άνισο οι δικηγόροι να αμείβονται με τα ελάχιστα όρια του Κώδικα Δικηγόρων και να φορολογούνται για μεγαλύτερο εισόδημα (ΑΠ 797/2007, ΑΠ 760/2007, ΑΠ 318/2007, ΑΠ 920/2006, ΕφΠατρ 956/2008, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 705/2006 ΝοΒ 2007.916). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 του Ν. 4194/2013 «Κώδικα περί Δικηγόρων» ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει αμοιβή από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, καθώς και για κάθε δαπάνη δικαστηριακή ή άλλη που κατέβαλε για την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε. Δικαιούται επίσης να εισπράξει από τον εντολέα του προκαταβολή έναντι της αμοιβής ή των δαπανών του, κατά την έναρξη ή την πρόοδο της εργασίας. Η εργασία του δικηγόρου προς τον εντολέα του ολοκληρώνεται μόνο με την πραγματική είσπραξη της αμοιβής του. Κατά το άρθρο 58, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία με τον εντολέα του ή τον αντιπρόσωπό του. Η συμφωνία αυτή περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος ή ειδικότερες πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσης νομικές εργασίες, δικαστικές ή εξώδικες. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα του Κώδικα, με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης. Κατά το άρθρο 59, σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, πράξεις ή απασχολήσεις, δύναται να προσδιορίζεται με βάση την ωριαία απασχόληση του δικηγόρου, όπως αυτή αναφέρεται στο Παράρτημα I του Κώδικα (ήτοι 80 € /ώρα πλέον ΦΠΑ 23%). Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζόμενου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων, που καθορίζονται στα άρθρα 63 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεως της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους του άρθρου 454 ΑΚ ή άλλη συμφωνία), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174,180 ΑΚ). Συνεπώς, ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησης του ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή, όπως προεκτέθηκε, είναι άκυρη. Εξάλλου, η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο το δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (ΑΠ 1586/2009 ΕλλΔνη 2009.1365, ΑΠ 556/2009, ΑΠ 760/2007, ΕφΠειρ 580/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 63 του Κώδικα Δικηγόρων, η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: 1. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ, β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ, γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ. 2. Εάν το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το Παράρτημα 1 του Κώδικα…4. Ο δικηγόρος διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα του μικρότερη αμοιβή από την οριζόμενη στη παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η δε παραίτησή του αυτή θα μπορεί να προταθεί από τον εντολέα του, εφόσον έχει συμφωνηθεί εγγράφως. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 68 και 69 του Κώδικα Δικηγόρων, για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής. Για τη σύνταξη προτάσεων σε κάθε επόμενη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον των ίδιων δικαστηρίων, η αμοιβή των δικηγόρων όλων των διαδίκων είναι ίση με την αμοιβή του δικηγόρου του ενάγοντος που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, ενώ για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αμοιβή των δικηγόρων όλων των διαδίκων είναι διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Για καθεμία από τις επόμενες συζητήσεις η αμοιβή των δικηγόρων και των δύο διαδίκων είναι διπλάσια από την αμοιβή που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 68 του Κώδικα. Ως πρώτη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου θεωρείται η πρώτη συζήτηση για καθεμία έφεση που ασκήθηκε στην ίδια υπόθεση. Στο άρθρο 75 ορίζεται ότι εάν οι αναφερόμενες στα προηγούμενα άρθρα πράξεις και εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου αυξάνεται κατά 5% για καθέναν των πέραν του ενός από αυτούς. Σε καμία περίπτωση η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο. Σε περίπτωση περισσοτέρων εντολέων καθένας απ’ αυτούς είναι σε ολόκληρο υπόχρεος για την πληρωμή όλης της συμφωνημένης αμοιβής ή σε περίπτωση έλλειψης γραπτής συμφωνίας, της αμοιβής που προβλέπεται στις πιο πάνω διατάξεις. Ως αντικείμενο της αγωγής, εφόσον ζητείται η επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, νοείται το ποσό αυτής, που ζητείται ως κεφάλαιο, επαυξημένο με τους τυχόν αξιούμενους τόκους μέχρι της ημέρας κατά την οποία αυτή εγέρθηκε, ή αν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, μέχρι της πρώτης συζήτησης της στον πρώτο βαθμό, κατά την οποία διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, το αντικείμενο αυτής. Εξάλλου, για την αξίωση της δικηγορικής αμοιβής είναι αδιάφορο αν έγινε εν όλω ή εν μέρει δεκτό το ως άνω αίτημα της αγωγής ή αν τούτο, μετά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επαυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου με την γέννηση και άλλων τόκων ή αν τούτο απορρίφθηκε ολοσχερώς. Εξαίρεση υπάρχει μόνον αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 58 παρ.5 του ίδιου Κώδικα, ήτοι αν το αγωγικό αίτημα κριθεί ως υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από τον δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει την νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή, είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του (ΑΠ 1907/2008 ΕλλΔνη 2010.717, ΑΠ 137/2007, ΑΠ 1310/2006 και ΑΠ 1613/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1225/2001 ΕλλΔνη 2002.118). Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 58 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η υπό του δικαστού ή του Δικαστηρίου επιδίκαση στο δικηγόρο αυξημένης αμοιβής σε σχέση με την οριζόμενη στα άρθρα 63 επ. ιδίου Κώδικα, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσας υπόθεσης, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών με αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών, απόκειται στην, ρητώς αναφερόμενη στη διάταξη αυτή, κρίση τούτου, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί αυτή απορρέει από τη συνδρομή και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που προσδιορίζουν τη σπουδαιότητα της παρασχεθείσας επιστημονικής εργασίας, την αξία και το είδος της υπόθεσης και τις λοιπές περιστάσεις και ενέργειες που σχετίζονται με αυτήν. Κατά την ανέλεγκτη δε εκτίμηση των ανωτέρω όρων και προϋποθέσεων, μπορεί το Δικαστήριο να επιδικάσει και τα κατώτατα όρια δικηγορικής αμοιβής, που ορίζονται για κάθε περίπτωση, εφόσον κρίνει ότι δεν δικαιολογείται ο προσδιορισμός αυξημένης αμοιβής (ΑΠ 1586/2009 ό.π., ΑΠ 690/2004, ΑΠ 417/2003 και ΑΠ 1969/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1225/2001 ό.π.). Εξάλλου σύμφωνα με την με αριθμό Π 8499/4941 Πολ 369 της 28.12.1987/3.2.1988 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (η οποία κυρώθηκε με το άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1839/1989 και έχει ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκε), ορίσθηκε ότι από 1.1.1998 ο φόρος προστιθέμενης αξίας επιρρίπτεται υποχρεωτικά από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου. Ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός σε περίπτωση που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημοσίας αρχής (όπως δικαστικής απόφασης), κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής αυτής, και επομένως κατά το χρόνο της είσπραξης που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη, ή άλλο στοιχείο που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά, το δε τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο που εξομοιώνεται με τιμολόγιο για το ποσό αυτό του φόρου θα εκδοθεί κατά την είσπραξη του επιδικαζομένου ποσού. Η απαίτηση, δηλαδή, για ΦΠΑ ζητείται κατ` άρθρο 69 § 1 περ. ε` ΚΠολΔ από την επέλευση του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής (επέλευση γεγονότος). Στην περίπτωση, όμως, αυτή κατά τα άρθρα 345 και 346 ΑΚ δεν οφείλονται τόκοι πριν την επέλευση του παραπάνω χρονικού σημείου, το οποίο στην ειδική περίπτωση καταβολής ΦΠΑ επί ολικής καταβολής των επιδικαζομένων ταυτίζεται με την εξόφληση. Επί μερικής εξόφλησης της κυρίας οφειλής (η οποία είναι νοητή, διότι στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης είναι δυνατή και η μερική εξόφληση κατ` άρθρα 928, 974 επ. ΚΠολΔ) η προς τοκοδοσία υποχρέωση δεν γεννάται πριν την επέλευση του παραπάνω χρονικού σημείου (ΑΠ 80/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 113/1996 αδημ., ΕφΑθ 8884/2003 ΕλλΔνη 45.1102, ΠΠρΑθ 1369/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ενάγουσα, δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, εκθέτει με την κρινόμενη αγωγή της, ότι από 1.03.2011 ξεκίνησε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην εταιρεία …. βάσει πάγιας έμμισθης εντολής, όταν δε ανεκλήθη η άδεια εγκατάστασης της εταιρείας αυτής ως εταιρείας εγκαταστήσασας γραφείο στην Ελλάδα υπό τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, τον Οκτώβριο του 2013, μετά από ένα (1) μήνα περίπου, ήτοι το Νοέμβριο του 2013 ξεκίνησε να παρέχει τις υπηρεσίες της και στην εταιρεία … ομοίως εταιρεία με εγκατάσταση γραφείου στην Ελλάδα υπό τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, ομοίως βάσει πάγιας έμμισθης εντολής. Ότι παράλληλα, από την αρχή της συνεργασίας της τόσο με την εταιρεία …., όσο και με την εταιρεία … παρείχε υπηρεσίες δικηγορικής φύσεως και νομικές συμβουλές στην συστεγαζόμενη στο ίδιο κτίριο με την εταιρεία … εναγομένη εταιρεία, χωρίς να έχει συνάψει με αυτήν καμία απολύτως σύμβαση, λόγω κατ’ ουσία κοινότητας συμφερόντων των δύο ανωτέρω αλλοδαπών εταιρειών με την εναγομένη, όχι λόγω ελευθεριότητας αλλά εξ ανάγκης, εν όψει της ανωτέρω απασχολήσεώς της στις άλλες δύο εταιρείες και προκειμένου να μην απωλέσει τη θέση της στην εταιρεία για την οποία εργαζόταν ως έμμισθη δικηγόρος. Ότι λόγω της ως άνω απασχόλησής της στην εταιρεία … για οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια έκανε για την εναγομένη, κατέβαλε στο Δικηγορικό Σύλλογο Π. μόνον τις κρατήσεις 12% και τον φόρο 15% και της απεδίδετο το ΦΠΑ (23%), χωρίς περαιτέρω αμοιβή της. Επίσης, ότι έπρεπε να εκδίδει κανονικά αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και μετέπειτα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών για κάθε προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής που εξέδιδε σε σχέση με κάθε υπόθεση που δίκαζε για την εναγομένη (είτε ως ενάγουσα είτε ως εναγομένη), καίτοι δεν εισέπραττε το αναγραφόμενο ποσό («Ποσό Αναφοράς») της προείσπραξης. Περαιτέρω, ότι στις 13.06.2014 της επεδόθη από την εταιρεία … εξώδικος καταγγελία, δια της οποίας προσχηματικώς ισχυριζόταν ότι αρνείτο (η ενάγουσα) από 20.05.2014 να παρέχει σε αυτήν τις υπηρεσίες της κι ότι εφεξής, έπαυσε και η παροχή υπηρεσιών της προς την εναγομένη. Ότι η εναγομένη της ανέθεσε το χειρισμό των διαλαμβανομένων στην αγωγή υποθέσεων, αυτή δε, αποδεχθείσα την εντολή της προέβη σε σειρά δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, για τις οποίες το συνολικό ύψος της αμοιβής της με βάση τα ελάχιστα όρια του Κώδικα Δικηγόρων, αλλά και την επιστημονική εργασία, την αξία και σπουδαιότητα των διεκπεραιωθεισών υποθέσεων και τον ιδιαίτερα μεγάλο χρόνο που αναλώθηκε για την αντιμετώπισή τους, ανέρχεται, σύμφωνα με τους λεπτομερώς αναφερόμενους στην αγωγή υπολογισμούς, στο ύψος των 124.895,86 ευρώ, άλλως στο ποσό των 70.786,16 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 124.895,86 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό της αγωγής κατά της ….), άλλως το ποσό των 70.786,16 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το μετά την παραίτηση ποσό της άνω αγωγής), πλέον του ισόποσου σε ευρώ των 880 δολαρίων ΗΠΑ κατά την ημερομηνία εξόφλησης πλέον ΦΠΑ επί του ευρωποιηθέντος ποσού κατά την ως άνω ημερομηνία, άλλως 3.469,20 ευρώ (με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά την κατάθεση της αγωγής) πλέον ΦΠΑ (23%) εξ ευρώ 797,93, ήτοι 4.267,20 ευρώ. Επικουρικά, να υποχρεωθεί η εναγομένη για τις αναφερόμενες στο ιστορικό αιτίες να της καταβάλει (εφόσον υπολογιστεί το ποσό απαίτησης με βάση τον ΚπΔικ και την χρονοχρέωση μείον τα ποσά αναφοράς και το ΦΠΑ) το συνολικό ποσό των 121.206,41 ευρώ (εφόσον λάβουμε υπόψη το συνολικό ποσό της αγωγής κατά της Jotun Hellas, άλλως 67.304,68 ευρώ (εφόσον λάβουμε υπόψη το μετά την παραίτηση ποσό της άνω αγωγής), πλέον ποσού 4.267,20 ευρώ (κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα), άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη για τις αναφερόμενες στο ιστορικό αιτίες να της καταβάλει (εφόσον υπολογιστεί το ποσό απαίτησης με βάση τον ΚπΔικ μείον τις κρατήσεις και το ΦΠΑ), το συνολικό ποσό των 99.900,64 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό της αγωγής κατά της …., άλλως το ποσό των 54.809,17 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το μετά την παραίτηση ποσό της άνω αγωγής) πλέον ποσού 4.267,20 ευρώ (κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα). Επικουρικότερα δε των ανωτέρω, να υποχρεωθεί η εναγομένη για τις αναφερόμενες στο ιστορικό αιτίες να της καταβάλει (εφόσον υπολογιστεί το ποσό απαίτησης με βάση τον ΚπΔικ μείον τα ποσά αναφοράς και το ΦΠΑ), το συνολικό ποσό των 94.882,56 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό της αγωγής κατά της Jotun Hellas, άλλως το ποσό των 49.791,09 ευρώ (εφόσον ληφθεί υπόψη το μετά την παραίτηση ποσό της άνω αγωγής) πλέον ποσού 4.267,20 ευρώ (κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα). Επιπλέον των ως άνω αιτουμένων ποσών ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει και τα ποσά των 2.583,80 ευρώ και 467,40 ευρώ (βάσει χρονοχρέωσης), άλλως 1.870,48 ευρώ και 409,40 ευρώ (βάσει ΚπΔ). Άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά ζητεί με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητά να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 16 παρ. 7 και 678 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 86 Ν. 4194/2013), κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 έως 681 του ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης, αφού περιέχονται σ` αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, ήτοι ότι η ενάγουσα θα πρέπει να αμειφθεί με βάση τα ελάχιστα όρια που ορίζει ο Κώδικας Δικηγόρων, κι ότι αυτή παρέσχε τις εκτιθέμενες νομικές υπηρεσίες ύστερα από εντολή της εναγομένης, ενώ στην αγωγή εκτίθενται αναλυτικά εκάστη επί μέρους ενέργεια της ενάγουσας σε κάθε υπόθεση και η οφειλομένη αμοιβή γι` αυτήν, σε τρόπο ώστε να πληρούται η απαίτηση του νόμου περί ύπαρξης πίνακα στην αγωγή, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς οι αιτούμενες αμοιβές και τα έξοδα (άρθρο 680 ΚΠολΔ). Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και σε αυτές των άρθρων 340, 345 εδ. α’, 346, 361, 713 επ. ΑΚ, 68, 69 § 1 περ. ε`, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, 91 παρ. 1, 92 παρ. 1, 95 επ. Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικα Δικηγόρων), 57, 58, 59, 60, 63, 68, 69, 75, 80 και 84 του Ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων”, όμως ως προς την αξίωση του αναλογούντος ΦΠΑ, δεν είναι νόμιμη η αξίωση για επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής, αλλά με βάση τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση η αξίωση για καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ καθίσταται απαιτητή από την καταβολή του ποσού της κύριας οφειλής και από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινάει και η τοκοφορία, οπότε και με δεδομένο, ότι το μείζον αίτημα εμπεριέχει το έλασσον, πρέπει να εξετασθεί η επιδίκαση τόκων επί του παραπάνω ποσού ΦΠΑ μετά την παραπάνω εξόφληση της κύριας οφειλής (ΑΠ 1288/1996 ΕλλΔνη 1997 σελ. 1141, ΠΠρΑθ 1369/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς κατά το τμήμα που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, δεδομένου ότι, για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ` αριθμ. 14330108/16-12-2015 διπλότυπο είσπραξης της Γ` ΔΟΥ Π. με τα επικολληθέντα επ’ αυτού ένσημα), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης το οικείο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το υπ’ αριθμ. Α060820/16-12-2015 γραμμάτιο του Δ.Σ. Π.), ενώ η ενάγουσα δεν υποχρεούται να προσκομίσει γραμμάτιο προείσπραξης, σύμφωνα με το άρθρο 61§§3-1 Ν. 4194/2013. Επιπροσθέτως, η ενάγουσα επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητεί με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εναγομένης, είτε εις χείρας της είτε εις χείρας παντός τρίτου, μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ένδικης αγωγής της, ειδικά δε α) του υπό ελληνική σημαία αλιευτικού πλοίου της “ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ”, νηολογίου Χίου, β) του υπ’ αριθμ. 0260290200583486278 τραπεζικού λογαριασμού τηρούμενου στην Τράπεζα |Eurobank Ergasias, γ) οποιουδήποτε άλλου λογαριασμού τηρεί η εναγομένη σε οποιαδήποτε νόμιμα λειτουργούσα ημεδαπή ή αλλοδαπή Τράπεζα στην Ελλάδα και δ) επί κάθε άλλου κινητού ανήκοντος στην κυριότητα της εναγομένης ή εις χείρας παντός τρίτου, μέχρι του ποσού των 170.000 ευρώ, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα. Σκοπός της αιτούσας, όπως υποστηρίζει, είναι η εξασφάλιση χρηματικής της απαίτησης που προέρχεται από τις ανωτέρω αιτίες. Η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο, στην οποία πέραν των ανωτέρω αναφέρεται και ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος, με την έννοια ότι η ένδικη απαίτηση της αιτούσας – ενάγουσας κινδυνεύει, διότι το ως άνω πλοίο της καθ’ ης – εναγομένης είναι εξόχως βεβαρημένο σε σχέση με το ποσό της απαιτήσεως της ενάγουσας και υπάρχει κίνδυνος η εναγομένη να μη συνεχίσει την εμπορική της δραστηριότητα λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών, αρμοδίως και παραδεκτώς υποβλήθηκε στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 686 παρ. 5 ΚΠολΔ), θα πρέπει δε να συνεκδικαστεί με την κρινομένη αγωγή, ενώ, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά τη νομική θεμελίωση αυτής. Με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας παρασχέθηκαν μεγαλύτερες εγγυήσεις για τη χορήγηση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης πλοίων. Έτσι, προκειμένου να αποφεύγονται αδικαιολόγητες κατασχέσεις πλοίων, εκτός από τη γενική διάταξη του άρθρ. 707, κατά την οποία για την επιβολή κάθε συντηρητικής κατάσχεσης απαιτείται απόφαση του δικαστηρίου, με το άρθρο 709 ορίστηκε ότι η συντηρητική κατάσχεση πλοίου μπορεί να γίνει μόνο αν στην απόφαση αναφέρεται ειδικά το πλοίο επί του οποίου πρόκειται να επιβληθεί. Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην απόφαση του δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται συντηρητική κατάσχεση πλοίου, με τη νομική έννοια του όρου, την οποία δίδει το άρθρο 1 παρ. 1 του ΚΙΝΔ, πρέπει να αναφέρεται ρητά και ειδικά το κατασχετέο πλοίο, δηλ. ορισμένο πλοίο, όχι δε να ορίζεται γενικά ότι επιτρέπεται η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Αντικείμενο κατασχέσεως είναι το πλοίο, τα συστατικά αυτού και τα παραρτήματα, εφόσον όμως, στην τελευταία περίπτωση, γίνεται ειδική μνεία γι` αυτά. Παραπέρα, είναι δυνατό με την ίδια απόφαση να καθορίζεται το κατασχετέο πλοίο, συγχρόνως δε να επιτρέπεται η συντηρητική κατάσχεση και άλλων πραγμάτων (Τζίφρας, π.π., σ. 180-181). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 της με το ν.δ. 4570/1966 κυρωθείσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 10.5.1952 “περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων”, στην οποία αρχικώς συμβληθέν μέρος υπήρξε και η Ελλάδα (Φ.Ε.Κ. 224/26.10.1966, τευχ. Α`, σελ. 1429) και της οποίας οι δικονομικές διατάξεις, που ως ειδικές δε θίχτηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρ. 2 ΕισΝ. ΚΠολΔ), κατισχύουν των γενικών για τα ασφαλιστικά μέτρα και τη συντηρητική κατάσχεση, ειδικότερα, διατάξεων του ΚΠολΔ (άρθρ 682 επ., 707 επ.), “πλοίον φέρον την σημαίαν ενός των συμβαλλομένων κρατών δεν δύναται να κατασχεθή εντός της δικαιοδοσίας οιουδήποτε συμβαλλομένου Κράτους, ει μη λόγω θαλασσίας απαιτήσεως και ουχί δι` άλλην απαίτησιν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως «θαλάσσιες απαιτήσεις» (ή κατά την επιστημονικότερη μετάφραση των οικείων όρων ναυτικές απαιτήσεις) είναι μόνον εκείνες που προέρχονται από μία ή περισσότερες από τις απαριθμούμενες περιοριστικά στη διάταξη αυτή αιτίες και συγκεκριμένα: α) από ζημίες προξενηθείσες από το πλοίο εξαιτίας σύγκρουσης ή άλλου περιστατικού, β) από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες, γ) από επιθαλάσσια αρωγή και διάσωση, δ) από συμβάσεις σχετικές με τη μίσθωση ή τη χρήση του πλοίου βάσει ναυλοσύμφωνου ή άλλως, ε) από συμβάσεις σχετικές με τη μεταφορά εμπορευμάτων δια πλοίου βάσει ναυλοσύμφωνου, φορτωτικής ή άλλως, στ) από απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων μεταφερομένων δια πλοίου περιλαμβανομένων και των αποσκευών, ζ) από γενική αβαρία, η) από ναυτοδάνειο, θ) από ρυμούλκηση, ι) από πλοήγηση, ία) από προμήθεια προϊόντων ή υλικών οπουδήποτε χορηγηθέντων προς πλοίο για την εκμετάλλευση ή τη συντήρηση αυτού, ιβ) από ναυπήγηση, επισκευή ή εξοπλισμό πλοίου ή από τα τέλη και τις δαπάνες δεξαμενισμού του, ιγ) από μισθούς πλοιάρχου, αξιωματικών και πληρώματος, ιδ) από δαπάνες του πλοιάρχου, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που έγιναν από φορτωτές, ναυλωτές ή πράκτορες για λογαριασμό του πλοίου ή του κυρίου του, ιε) από αμφισβητήσεις σχετικές με την κυριότητα του πλοίου, ιστ) από αμφισβητήσεις μεταξύ των συμπλοιοκτητών ως προς τη συγκυριότητα του πλοίου, τη νομή και την εκμετάλλευση του ή δικαιώματα επί των προσόδων επίκοινου πλοίου εκ της εκμεταλλεύσεως του και ιζ) από ναυτική υποθήκη επί πλοίου, απλή ή προτιμώμενη. Λόγω του περιοριστικού χαρακτήρα της ως άνω απαρίθμησης του άρθρου 1 παρ. 1 της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, δεν είναι επιτρεπτή η διασταλτική ερμηνεία των παραπάνω «αιτιών». Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων συνάγεται με σαφήνεια ότι είναι ανεπίτρεπτη η συντηρητική κατάσχεση πλοίου που φέρει την Ελληνική σημαία, για μη θαλάσσια απαίτηση (ΜΠρΚαβ 440/2011, ΜΠρΠατρ 1853/2010, ΜΠρΠειρ 8280/2006, ΜΠρΡοδ 3017/2005, ΜΠρΠειρ 20/1992 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που με αυτή επιδιώκεται η συντηρητική κατάσχεση του προαναφερομένου πλοίου της καθ’ ης, το οποίο φέρει τη σημαία της Ελλάδας που, όπως ειπώθηκε υπήρξε από τα αρχικώς συμβληθέντα και επικυρώσανατα την πιο πάνω Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών Κράτη, για την εξασφάλιση απαίτησης που απορρέει από παροχή υπηρεσιών δικηγόρου, δηλαδή δεν είναι θαλάσσια, ούτε προέρχεται από κάποια από τις περιοριστικά αναγραφόμενες αιτίες του άρθρου 1 παρ. 1 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών προσκρούει στην απαγόρευση του προαναφερομένου άρθρ. 2 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών και κατά συνέπεια αποβαίνει απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος επιδιώκεται με αυτή η συντηρητική κατάσχεση και κάθε άλλης κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, θα εξεταστεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, η ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεών της ζητεί να διαγραφούν από το δικόγραφο των προτάσεων της αντιδίκου της φράσεις, τις οποίες θεωρεί ψευδείς και συκοφαντικές για το πρόσωπο της (άρθρο 206 ΚΠολΔ). Το ως άνω αίτημα, όπως προβάλλεται, τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο, καθώς στην προσθήκη της δεν εξειδικεύονται οι έχουσες συκοφαντικό χαρακτήρα φράσεις, οι οποίες προσβάλλουν την τιμή ή την υπόληψη της ενάγουσας και χρήζουν διαγραφής, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να προβεί σε αξιολόγηση των φράσεων, προκειμένου να διαπιστώσει εάν αυτές συγκεντρώνουν τα ανωτέρω αναφερθέντα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος, ώστε να διατάξει την διαγραφή τους.
Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεως του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησε στον οφειλέτη του εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της ως άνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης του, αλλά αρκεί απλώς να έχει δυσμενείς συνέπειες στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011.684, ΟλΑΠ 33/2005 ΕλλΔνη 2005.1033, ΟλΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 2002.681, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ 2011.895, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009.1026, ΑΠ 265/2009 ΕλλΔνη 2010.991). Η εναγομένη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται και αποκρούει την αγωγή, ειδικά και στο σύνολο της, ως αόριστη, νόμω και ουσία αβάσιμη και καταχρηστική, ζητώντας την εξ ολοκλήρου απόρριψή της και την καταδίκη της ενάγουσας στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Ειδικότερα δε η εναγομένη, ισχυρίζεται κατά πρώτον, ότι η ενάγουσα καταχρηστικά ασκεί τις αξιώσεις της, καθόσον αφενός υπήρξε μακροχρόνια αδράνειά της ως προς την αναζήτηση των επίδικων αμοιβών, αφετέρου αυτή ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της εξέφρασε διαφωνία ως προς το ύψος αυτών, δημιουργώντας σε αυτή την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να εγείρει τις κρινόμενες αξιώσεις. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Κατά δεύτερον, η εναγομένη υποστηρίζει ότι έχει εξοφλήσει όλες τις ανωτέρω αξιώσεις της ενάγουσας, αφού έχει καταβάλει σε αυτήν το συνολικό ποσό των 40.230 ευρώ, όπως το ποσό αυτό αναλύεται στις προτάσεις της με λεπτομερή παράθεση 28 αποδείξεων κατά ημερομηνία, ποσό και αιτιολογία. Ο ισχυρισμός αυτός, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αποτελεί ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία είναι πλήρως ορισμένη (απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας) και νόμω βάσιμη, θα πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων Αλεξάνδρας Τζάνα και Ελένης Καρβούνη, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η πρώτη με επιμέλεια της ενάγουσας και η δεύτερη με επιμέλεια της εναγομένης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 681 παρ. 1,671 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Π. από το έτος 2003. Από τη 1.03.2011 ξεκίνησε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην εταιρεία …. βάσει πάγιας έμμισθης εντολής, όταν δε ανεκλήθη η άδεια εγκατάστασης της εταιρείας αυτής ως εταιρείας εγκαταστήσασας γραφείο στην Ελλάδα υπό τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, τον Οκτώβριο του 2013, μετά από ένα (1) μήνα περίπου, ήτοι το Νοέμβριο του 2013, ξεκίνησε να παρέχει τις υπηρεσίες της και στην εταιρεία … ομοίως εταιρεία με εγκατάσταση γραφείου στην Ελλάδα υπό τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67, ομοίως βάσει πάγιας έμμισθης εντολής. Παράλληλα, από την αρχή της συνεργασίας της τόσο με την εταιρεία …., όσο και με την εταιρεία … παρείχε υπηρεσίες δικηγορικής φύσεως και νομικές συμβουλές στην συστεγαζόμενη έως σήμερα στο ίδιο κτίριο με την εταιρεία … εναγομένη εταιρεία, έχοντας συνάψει με αυτήν προφορική σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Σημειωτέον ότι η εναγομένη εταιρεία, ιδρυθείσα στις 24-03-2010, κατά τις διατάξεις του Ν. 959/1979 περί συστάσεως ναυτικών εταιρειών, δραστηριοποιείται, σύμφωνα με το καταστατικό της, στην κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων, είναι δε πλοιοκτήτρια του ο/χ πλοίου «ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ» υπό Ελληνική σημαία, Νηολογίου Χίου αρ. 448, τακτικώς δρομολογημένου στην διαδρομή Π.ς – Χίος – Μυτιλήνη – Π.ς. Η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα της συνεργασίας της με την εναγομένη, χειρίστηκε ναυτεργατικές δικαστικές υποθέσεις, υποθέσεις περί μη καταβολής εισιτηρίων (ναύλου) από τα μεταφερόμενα από το πλοίο της εναγομένης φορτηγά οχήματα και υποθέσεις από προμηθευτές εναντίον της. Επίσης προετοίμαζε και κατέθετε εταιρικά έγγραφα της εναγομένης (πρακτικά Δ.Σ. και Γ.Σ.), που αφορούσαν είτε δικαστικές (κυρίως ποινικές) διαδικασίες (λ.χ. καταθέσεις μηνύσεων), είτε άνοιγμα λογαριασμών σε Τράπεζες, αλλαγή νομίμου εκπροσώπου ή μελών του Δ.Σ., επικύρωνε αντίγραφα εταιρικών εγγράφων της για τυχόν νομιμοποιήσεις της ενώπιον Τραπεζών κλπ., σχετικών εγγράφων προσαγομένων σε σχέση με δικαστήριά της, συνέτασσε συμφωνητικά συμβιβασμού για απαιτήσεις προμηθευτών εναντίον της κλπ. Στις 13.06.2014 επεδόθη στην ενάγουσα από την εταιρεία … εξώδικος καταγγελία, δια της οποίας η εταιρεία ισχυριζόταν ότι η ενάγουσα αρνείτο από 20.05.2014 να παρέχει σε αυτήν τις υπηρεσίες της, από την ως άνω ημερομηνία δε έπαυσε και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας προς την εναγομένη. Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα χειρίστηκε πλήθος υποθέσεων, κατά τις εντολές της εναγομένης, από το Μάρτιο του έτους 2011 μέχρι και το Μάιο του έτους 2014 (ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των 3 ετών), όταν η εναγομένη διέκοψε μονομερώς την μεταξύ τους σχέση εντολής. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η ενάγουσα, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, προέβη σε δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, για τις οποίες δικαιούται αμοιβής κατά τα κατωτέρω εκτεθέντα. Σημειώνεται, ότι η αμοιβή της ενάγουσας δικηγόρου πρέπει να εκκαθαριστεί κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι άρθρα 57 επ. του Ν. 4194/2013, για τις ενέργειες στις οποίες προέβη από 27-09-2013 και μετά, οπότε άρχισε αυτός να ισχύει (Φ.Ε.Κ. Α 208/27-09-2013), ενώ για τις ενέργειες που πραγματοποίησε το προγενέστερο χρονικό διάστημα εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του Ν.Δ. 3026/1954. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οφείλονται στην ενάγουσα για τις κατωτέρω δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που εκτέλεσε στο πλαίσιο των εντολών της εναγομένης προς αυτήν, δεδομένου ότι δεν υπήρξε ειδική συμφωνία μεταξύ τους για το ύψος της αμοιβής της και τις δαπάνες της, τα εξής ποσά: Ι. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Με βάση τις εντολές της εναγομένης, η ενάγουσα άσκησε κατά το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του έτους 2011 έως και το Μάιο του έτους 2014 τις ακόλουθες αγωγές κατά οδηγών οχημάτων, που ενώ μετέφεραν τα φορτηγά τους με το ως άνω οχηματαγωγό πλοίο της εναγομένης ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ, δεν κατέβαλαν τον αντίστοιχο ναύλο. Πιο συγκεκριμένα: (α) Την 3.04.2012 κατέθεσε την αυτής ημερομηνίας αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής υπέρ της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά (α) της εταιρείας «ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΟΥ ΕΛΕΝΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.ΠΕ.» με έδρα την Αθήνα και (β) της εταιρείας «ΚΙΦΑ Α.Ε.-Μεταφορική Εταιρεία Εθνικών Μεταφορών» με έδρα την Μυτιλήνη, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ. 29536/2012 διαταγή πληρωμής δια της οποίας επιδικαζόταν στην εναγομένη το ποσό των 2.800 ευρώ πλέον 130 ευρώ για δικαστικά έξοδα εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 80 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της αίτησης διαταγής πληρωμής. ii) Για σύνταξη της από 3.04.12 αίτησης διαταγής πληρωμής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών (επί αντικειμένου της διαταγής προς πληρωμή ποσού 2.800 ευρώ), το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), θα επιδικαστεί όμως στην ενάγουσα το ποσό των 56 ευρώ που αιτείται με την αγωγή της καθόσον δεν μπορεί να επιδικαστεί πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ). iii) Για σύνταξη της από 13.06.2012 επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 8,21 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 127§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 20 μεταλλικών δραχμών, αν εκτελείται απόφαση του Ειρηνοδικείου, ανερχόμενη στο ποσό των 2.800 δρχ. (140 X 20) και ήδη 8,21 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. iv) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για την σύνταξη της απόφασης επί της διαταγής πληρωμής, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της διαταγής πληρωμής, όπως και ο χρόνος για τη μετάβαση της στο Ειρηνοδικείο Αθηνών (από Γλυφάδα) για την κατάθεση του φακέλου της διαταγής πληρωμής, καθώς και για την μετάβαση για την ανάληψη απογράφου της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής από το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Περαιτέρω, μη νόμιμο τυγχάνει και το κονδύλιο για αμοιβή για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της ενάγουσας με τον δικαστικό επιμελητή, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για τη μετάβαση της ενάγουσας στην Αθήνα προς ανεύρεση της εταιρείας στην έδρα της εταιρείας (Δεριγνύ 28-30), από την οποία μετακόμισε η εταιρεία για άγνωστη διεύθυνση, όπως ισχυρίζεται, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η ως άνω μετάβαση της ενάγουσας, ούτε η διάρκεια αυτής. v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για τη σύνταξη πρακτικού Δ.Σ. για την εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς κατάθεση της μήνυσης και έγκρισης του περιεχομένου αυτής από το Δ.Σ., αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία βάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέταξε το ανωτέρω πρακτικό. Επίσης, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα τυγχάνουν τα αιτούμενα κονδύλια για την μετάβασή της στην Εφορία για την έκδοση του προαπαιτούμενου βάσει του Ν. 959/79 παραβόλου των 65 ευρώ και μετά δύο (2) μεταβάσεις στο Μητρώο των Εταιρειών Ν. 959/79 για την κατάθεση του πρακτικού και μετά για την ανάληψή του επικυρωμένου από το Μητρώο προς συνοδεία της κατωτέρω κατατεθείσας μήνυσης, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προέβη στις ανωτέρω ενέργειες. vi) Για την σύνταξη της έγκλησης κατά της νομίμου εκπροσώπου και διαχειρίστριας της ως άνω εταιρείας «ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΡΑΦΡΑΓΚΟΥ Μ.Ε.Π.Ε» στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, το ποσό των 139 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 140 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), η αμοιβή του δικηγόρου για υποβολή εγκλήσεως ορίζεται στις 15 μεταλλικές δραχμές, ανερχόμενη στο ποσό των 2.100 δρχ. (140 X 15) και ήδη 6,16 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Επομένως συνολικά δικαιούται το ποσό των 145,16 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 209,37 ευρώ (56€ + 8,21€ + 145,16€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 78,72 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 438/04.04.2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 130,65 ευρώ. (β) Την 3.04.2012 η ενάγουσα κατέθεσε την αυτής ημερομηνίας αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής υπέρ της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά (α) της εταιρείας «CAPOCCI, Εμπορική – Βιομηχανική Αποθηκεύσεων Μεταφορών Α.Ε.», με έδρα τον Ασπρόπυργο, (β) της εταιρείας «ΠΑΠΑΦΡΑΓΚΟΥ ΕΛΕΝΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.ΠΕ.» με έδρα την Αθήνα και (γ) της εταιρείας «ΚΙΦΑ Α.Ε. – Μεταφορική Εταιρεία Εθνικών Μεταφορών» με έδρα την Μυτιλήνη, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 29535/2012 διαταγή πληρωμής δια της οποία επιδικαζόταν στην εναγομένη το ποσό των 5.000 ευρώ πλέον 145 ευρώ για δικαστικά έξοδα εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 80 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της αίτησης διαταγής πληρωμής. ii) Για σύνταξη της από 3.04.12 αίτησης διαταγής πληρωμής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών (επί αντικειμένου της διαταγής προς πληρωμή ποσού 5.000 ευρώ), το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iii) Για σύνταξη της από 13.06.2012 επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 8,21 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 127§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 20 μεταλλικών δραχμών, αν εκτελείται απόφαση του Ειρηνοδικείου, ανερχόμενη στο ποσό των 2.800 δρχ. (140 X 20) και ήδη 8,21 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. iv) Για σύνταξη της από 23.11.2012 επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 8,21 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 127§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 20 μεταλλικών δραχμών, αν εκτελείται απόφαση του Ειρηνοδικείου, ανερχόμενη στο ποσό των 2.800 δρχ. (140 X 20) και ήδη 8,21 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για την σύνταξη της απόφασης επί της διαταγής πληρωμής, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της διαταγής πληρωμής, όπως και ο χρόνος για τη μετάβαση της στο Ειρηνοδικείο Αθηνών (από Γλυφάδα) για την κατάθεση του φακέλου της διαταγής πληρωμής, καθώς και για την μετάβαση για την ανάληψη απογράφου της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής από το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Περαιτέρω, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το κονδύλιο για αμοιβή για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της ενάγουσας με τον δικαστικό επιμελητή, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για τη μετάβαση της ενάγουσας στην Αθήνα προς ανεύρεση της εταιρείας στην έδρα της εταιρείας (Δεριγνύ 28-30), από την οποία μετακόμισε η εταιρεία για άγνωστη διεύθυνση, όπως ισχυρίζεται, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η ως άνω μετάβαση της ενάγουσας, ούτε η διάρκεια αυτής. vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για τη σύνταξη πρακτικού Δ.Σ. για την εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς κατάθεση της μήνυσης και έγκρισης του περιεχομένου αυτής από το Δ.Σ., αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία βάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέταξε το ανωτέρω πρακτικό. Επίσης, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα τυγχάνουν τα αιτούμενα κονδύλια για την μετάβασή της στην Εφορία για την έκδοση του προαπαιτούμενου βάσει του Ν. 959/79 παραβόλου των 65 ευρώ και μετά δύο (2) μεταβάσεις στο Μητρώο των Εταιρειών Ν. 959/79 για την κατάθεση του πρακτικού και μετά για την ανάληψή του επικυρωμένου από το Μητρώο προς συνοδεία της κατωτέρω κατατεθείσας μήνυσης, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προέβη στις ανωτέρω ενέργειες. vii) Για την σύνταξη της έγκλησης κατά της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας «CAPOCCI, Εμπορική – Βιομηχανική Αποθηκεύσεων Μεταφορών Α.Ε.» στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, το ποσό των 139 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 140 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), η αμοιβή του δικηγόρου για κατάθεση εγκλήσεως ορίζεται στις 15 μεταλλικές δραχμές, ανερχόμενη στο ποσό των 2.100 δρχ. (140 X 15) και ήδη 6,16 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Επομένως συνολικά δικαιούται το ποσό των 145,16 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 225,58 ευρώ (64€ + 8,21€ + 8,21€ + 145,16€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 78,72 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 439/04.04.2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 146,86 ευρώ. (γ) Την 20.11.2012 η ενάγουσα κατέθεσε την αυτής ημερομηνίας αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής υπέρ της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. κατά της εταιρείας «ΚΟΖΑΚΗΣ ΟΜΙΛΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ Α.Μ.Ε.Β.Ε.», με έδρα το Ρέθυμνο, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2178/2012 διαταγή πληρωμής δια της οποία επιδικαζόταν στην εναγομένη το ποσό των 22.234 ευρώ πλέον 350 ευρώ για δικαστικά έξοδα εκδόσεως της διαταγής πληρωμής. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 200 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2,5 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της αίτησης διαταγής πληρωμής. Ομοίως και οι όποιες ενέργειες στις οποίες τυχόν προέβη για να θεμελιώσει τη δωσιδικία του ανωτέρω Δικαστηρίου. ii) Για σύνταξη της από 20.11.12 αίτησης διαταγής πληρωμής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (επί αντικειμένου της διαταγής προς πληρωμή ποσού 22.234 ευρώ), το ποσό των 268 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iii) Για σύνταξη της από 27.12.2012 επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 16,43 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 127§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 40 μεταλλικών δραχμών, αν εκτελείται απόφαση του Πρωτοδικείου, ανερχόμενη στο ποσό των 5.600 δρχ. (140 X 40) και ήδη 16,43 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. iv) Για σύνταξη της από 21.01.2013 επιταγής προς πληρωμή το ποσό των 16,43 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 127§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 40 μεταλλικών δραχμών, αν εκτελείται απόφαση του Πρωτοδικείου, ανερχόμενη στο ποσό των 5.600 δρχ. (140 X 40) και ήδη 16,43 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για την σύνταξη της απόφασης επί της διαταγής πληρωμής, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της διαταγής πληρωμής, όπως και ο χρόνος για τη μετάβαση της στο Πρωτοδικείο Π. (από Γλυφάδα) για την κατάθεση του φακέλου της διαταγής πληρωμής, καθώς και για την μετάβαση για την ανάληψη απογράφου της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής από το Πρωτοδικείο Π.. Περαιτέρω, απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το κονδύλιο για αμοιβή για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της ενάγουσας με τον δικαστικό επιμελητή, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. vi) Για την σύνταξη της από 20-03-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. 2436/21-03-2013) αγωγής κατά (α) της εταιρείας «ΚΟΖΑΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ – ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ – ΤΕΧΝΙΚΗ – ΕΜΠΟΡΙΚΗ – ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με έδρα το Ρέθυμνο και (β) κατά του Κωνσταντίνου Κοζάκη κατοίκου Ρεθύμνου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., συνολικού ποσού 33.295 ευρώ με αρχική δικάσιμο την 22.10.2013 και μετ’ αναβολήν για 13.01.2015, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 665,90 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 22.10.2013, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. vii) Όσον αφορά στα αιτούμενα κονδύλια για τηλεφωνικές συνομιλίες της ενάγουσας με δικηγόρο Ρεθύμνου για την αναβολή μήνυσης εναντίον του ως άνω Κωνσταντίνου Κοζάκη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου και τηλεφωνικές συνομιλίες με έτερο δικηγόρο Ρεθύμνου για την αναβολή της ανακοπής της ως άνω εταιρείας κατά Διαταγής Πληρωμής υπ’ αριθμ. 196/2012 Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου (η οποία τελικά ματαιώθηκε από την ως άνω καθ’ ης εταιρεία), αυτά τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι έγιναν, ούτε πόσο διήρκεσαν. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 966,76 ευρώ (268€ + 16,43€ + 16,43€ + 665,90€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 329,64 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 445/04.04.2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 637,12 ευρώ. (δ) Την 9.11.2012 η ενάγουσα άσκησε την από 7.11.2012 αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης της εναγομένης κατά (α) της εταιρείας ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΣΑΡΛΑΣ Ο.Ε., (β) της ομορρύθμου εταίρου Μιχαλάκη Ελένης και (γ) του ομορρύθμου εταίρου Σαρλά Δημητρίου για απαίτηση 2.780,37 ευρώ με αίτημα συντηρητικής κατάσχεσης για 8.000 ευρώ, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε καταρχήν η 5.12.2012 και μετ’ αναβολήν η 13.02.2013 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, οπότε και ματαιώθηκε λόγω εξόφλησης. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 120 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 1 ½ ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης. ii) Για σύνταξη της από 07/11/12 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. το ποσό των 80 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την μετάβαση στο Ειρηνοδικείο Π., προκειμένου να κατατεθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, τον προσδιορισμό δικασίμου της αίτησης και δικασίμου της προσωρινής διαταγής, ανάληψης επικυρωμένων αντιγράφων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954. iv) Για αμοιβή για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση ποσό 4,10 ευρώ, αφού σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), για τη σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 10 μεταλλικών δραχμών, ανερχόμενη στο ποσό των 1.400 δρχ. (140 X 10) και ήδη 4,10 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Όσον αφορά στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες με δικαστική επιμελήτρια στην Σάμο και ενημέρωση ως προς τις αντιδράσεις των καθ’ ων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. v) Για την παράσταση κατά την συζήτηση της προσωρινής διαταγής την 14.11.2012 ποσό 59 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). vi) Για αμοιβή για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση προσωρινής διαταγής ποσό 4,10 ευρώ, αφού σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), για τη σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 10 μεταλλικών δραχμών, ανερχόμενη στο ποσό των 1.400 δρχ. (140 X 10) και ήδη 4,10 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Όσον αφορά στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για συνεννόηση με δικαστική επιμελήτρια στη Σάμο για την επίδοση στους καθ’ ων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. vii) Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 5.12.2012 για την 13.02.2013 με διατήρηση της προσωρινής διαταγής, ποσό 59 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). viii) Δεν οφείλεται αμοιβή για τη ματαίωση της ανωτέρω υπόθεσης κατά την δικάσιμο της 13.02.2013 λόγω εξόφλησης, αφού δεν υπήρξε παράσταση της ενάγουσας, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 206,20 ευρώ (80€ + 4,10€ + 59€ + 4,10€ + 59€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 206,20 ευρώ. (ε) Την 30.10.2012 η ενάγουσα άσκησε την από 17.10.2012 αγωγή της εναγομένης κατά του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ για απαίτηση 53.036,29 ευρώ, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε καταρχήν η 5.02.2013 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., οπότε και ματαιώθηκε λόγω σταδιακής εξόφλησης της οφειλής. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 120 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 1 ½ ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της ως άνω αγωγής. ii) Για σύνταξη της από 17/10/12 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (επί συνολικού αιτήματος αγωγής ποσού 53.036,29 ευρώ), το ποσό των 1.060,72 ευρώ (άρθρο 100§1 Ν.Δ. 3026/1954). iii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την μετάβαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Π., προκειμένου να κατατεθεί η αγωγή, τον προσδιορισμό δικασίμου αυτής και ανάληψης επικυρωμένων αντιγράφων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954. iv) Για αμοιβή για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση ποσό 4,10 ευρώ, αφού σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), για τη σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 10 μεταλλικών δραχμών, ανερχόμενη στο ποσό των 1.400 δρχ. (140 X 10) και ήδη 4,10 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Όσον αφορά στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες με δικαστικό επιμελητή στη Χίο και ενημέρωση ως προς τις αντιδράσεις του εναγομένου, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. v) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 5.02.2013 για την 11.02.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.064,82 ευρώ (1.060,72€ + 4,10€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ανωτέρω ποσό. (στ) Την 1.11.2013 η ενάγουσα κατέθεσε την από 10.10.2013 αγωγή της εναγομένης κατά της εταιρείας «ΓΕΩΡΓΟΥΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΙΜΕ ΕΠΕ» με αρ. κατ. δικ. 789/2013 και γ.α.κ. 10820/2013 για απαίτηση 3.250 ευρώ ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 26.02.2015 (και ενώ έγινε προσπάθεια επίδοσης της αγωγής, αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω μεταφοράς της έδρας της ανωτέρω εταιρείας από την αναγραφόμενη στην αγωγή διεύθυνση προς άγνωστη κατεύθυνση). Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 80 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 1 ώρα Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της ως άνω αγωγής. ii) Για σύνταξη της από 10/10/13 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. (επί συνολικού αιτήματος αγωγής 3.250 ευρώ) το ποσό των 65 ευρώ (άρθρο 63 §1 iα Ν. 4194/2013). iii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την μετάβαση στο Ειρηνοδικείο Π., προκειμένου να κατατεθεί η αγωγή, τον προσδιορισμό δικασίμου αυτής και ανάληψης επικυρωμένων αντιγράφων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή. iv) Το αιτούμενο κονδύλιο ποσού 40 ευρώ για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση κατόπιν σχετικών τηλεφωνικών επικοινωνιών με δικαστικό επιμελητή και ενημέρωση ως προς την μη επίδοση, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον όπως και η ίδια η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της δεν επακολούθησε επίδοση της αγωγής. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 65 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 96,32 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 24/01.11.2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως ουδέν οφείλεται σε αυτήν από την ανωτέρω αιτία. (ζ) Την 29.02.2012 η ενάγουσα κατέθεσε την από 24.02.2012 αγωγή της εναγομένης κατά της εταιρείας «….» με αρ. κατ. δικ. … ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Π. για αρχική απαίτηση 966.407,74 ευρώ από την οποία νομίμως παραιτήθηκαν και περιόρισαν στο ποσό των 233.213,34 ευρώ, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 29.05.2012 και μετ’ αναβολήν η 22.01.2013. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1405/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Π., η οποία απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω πρωτοδίκου απόφασης η ενάγουσα άσκησε την από 10.05.2013 έφεση για λογαριασμό της εναγομένης. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της ως άνω αγωγής. ii) Για τη σύνταξη της από 24/02/2012 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Π., επί αντικειμένου της αγωγής αρχικά ποσού 966.407,74 ευρώ και μετά τον περιορισμό του αιτήματος αυτής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό (την 22-01-2013), κατά την οποία διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, το αντικείμενο της αγωγής, ποσού 233.213,14 ευρώ, της οφείλεται το ποσό των 4.664,26 ευρώ (233.213,14 Χ 2%), σύμφωνα με το άρθρο 100 Ν.Δ. 3026/1954. iii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την μετάβαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Π., προκειμένου να κατατεθεί η αγωγή, τον προσδιορισμό δικασίμου αυτής και ανάληψης επικυρωμένων αντιγράφων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954. iv) Για αμοιβή για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση ποσό 4,10 ευρώ, αφού σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), για τη σύνταξη παραγγελίας προς επίδοση η αμοιβή του δικηγόρου δε μπορεί να είναι μικρότερη των 10 μεταλλικών δραχμών, ανερχόμενη στο ποσό των 1.400 δρχ. (140 X 10) και ήδη 4,10 ευρώ, σύμφωνα με την 12398/1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ορίστηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες. Όσον αφορά στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες με δικαστικό επιμελητή, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954, δεν οφείλεται αμοιβή για την επιμέλεια προς επίδοση εγγράφου ή δικογράφου. v) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 29.05.2012 για την 22.01.2013, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. vi) Για την παράσταση κατά την δικάσιμο της 22.01.2013 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 235 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). vii) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής, επί αντικειμένου μετά τον περιορισμό του αιτήματος αυτής ποσού 233.213,14 ευρώ, της οφείλεται το ποσό των 2.332,13 ευρώ (233.213,14 Χ 1%), που είναι το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος για τη σύνταξη προτάσεων της πρώτης συζήτησης στο Πρωτοδικείο, κατ’ άρθρο 107 Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικα Δικηγόρων). viii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 9.664,07 ευρώ για την σύνταξη της από 4.01.2013 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. ix) Για τους ίδιους λόγους απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει και το αιτούμενο κονδύλιο ποσού 9.664,07 ευρώ για την σύνταξη της από 30.01.2013 προσθήκης – αντίκρουσης. x) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 400 ευρώ για την επικύρωση σαράντα (40) υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 27.12.2012 προτάσεις και τις από 4.01.2013 και 30.01.2013 προσθήκες-αντικρούσεις), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων, σε κάθε περίπτωση δε είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, διότι δεν προσκομίζονται τα έγγραφα αυτά προκειμένου να διαπιστωθεί ότι πράγματι έχουν επικυρωθεί από την ενάγουσα. xi) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». xiii) Για την σύνταξη της από 10.05.2013 έφεσης επί της απορριπτικής υπ’ αριθμ. 1405/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Π., το ποσό των 161 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). xiv) Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την κατάθεση της έφεσης και την ανάληψη επικυρωμένων αντιγράφων, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 7.396,49 ευρώ (4.664,26€ + 4,10€ + 235€ + 2.332,13€ + 161€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 945,87 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 6.450,62 ευρώ. (η) Την 22.01.2014 η ενάγουσα άσκησε την από 8.01.2014 αγωγή της εναγομένης κατά του … δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 16.03.2016, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. για απαίτηση 19.861,20 ευρώ. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 120 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 1 ½ ώρα Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε συμβουλές στην εταιρεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για τη σύνταξη της ως άνω αγωγής. ii) Για σύνταξη της από 8/01/2014 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. (επί συνολικού αιτήματος αγωγής 19.861,20 ευρώ) το ποσό των 397,22 ευρώ (άρθρο 63 §1 iα Ν. 4194/2013). iii) ) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την μετάβαση στο Ειρηνοδικείο Π., προκειμένου να κατατεθεί η αγωγή, τον προσδιορισμό δικασίμου αυτής και ανάληψης επικυρωμένων αντιγράφων, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται στην αμοιβή για τη σύνταξη της αγωγής και δεν οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή. iv) Απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το αιτούμενο κονδύλιο για την σύνταξη επιταγής προς επίδοση κατόπιν σχετικών τηλεφωνικών επικοινωνιών με δικαστικό επιμελητή και ενημέρωση ως προς τις αντιδράσεις του εναγομένου, συνομιλίες με δικηγόρο αντιδίκου, ποσού 60 ευρώ, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι επιδόθηκε η ανωτέρω αγωγή, γεγονός που αρνείται η εναγομένη, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω συνομιλίες. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 397,22 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 109,47 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 287,75 ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω ενέργειες της ενάγουσας που αφορούν σε χειρισμό υποθέσεων σχετικά με απαιτήσεις της εναγομένης εταιρείας ως ενάγουσας – αιτούσας, οφείλεται σε αυτή το συνολικό ποσό των 8.924,02 ευρώ. ΙΙ. ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΑ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΕΣ: Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν εντολών της εναγομένης, η ενάγουσα παρέστη κατά την υπογραφή των κατωτέρω συμφωνητικών εξόφλησης σε υποθέσεις προμηθευτών εναντίον της εναγομένης (για παροχή υπηρεσιών τροφοδοσίας και καθαρισμού). Πιο συγκεκριμένα: (α) Την 11.12.2012 παρέστη κατά την υπογραφή συμφωνητικού εξόφλησης απαίτησης και παράδοσης απογράφου της εταιρείας Κ. Τ. Π. Ε.Π.Ε., την οποία η εναγομένη εξόφλησε κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 1811/2012 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για απαίτηση 21.851,21 ευρώ. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 64 ευρώ για τη 1 ώρα που απασχολήθηκε με την ανωτέρω υπόθεση (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ) και (β) Την 01.05.2013 παρέστη κατά την υπογραφή συμφωνητικού εξόφλησης απαίτησης και παράδοσης απογράφου της εταιρείας Β. Π. Α. Α.Ε. ποσού 2.200 ευρώ, την οποία η εναγομένη εξόφλησε κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 32 ευρώ για τη ½ ώρα που απασχολήθηκε με την ανωτέρω υπόθεση (½ ώρα Χ 64€/ώρα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, προ της σύνταξης της εξοφλητικής απόδειξης, η ενάγουσα είχε, κατ’ εντολήν της εναγομένης ασκήσει την από 15-04-2013 ανακοπή του άρθρου 623 ΚΠολΔ (αριθμ. εκθ. καταθ.24/2013). Για το δικόγραφο της ανακοπής λοιπόν δικαιούται δικηγορική αμοιβή ποσού 27,44 ευρώ (το κεφάλαιο απαίτησης της άνω εταιρείας ήταν 2.744,59 ευρώ Χ 1% – άρθρα 100§1 και 103 Ν.Δ. 3026/1954), ενώ απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, ούτε ότι απασχολήθηκε επί μία ώρα σε αυτές. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 59,44 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 123,44 ευρώ, έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει από την εναγομένη. ΙΙΙ. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ/ΚΑΘ’ ΗΣ: Με βάση εντολές της εναγομένης, η ενάγουσα συνέταξε προτάσεις σε αγωγές και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες εστρέφοντο εναντίον της εναγομένης, είτε από προμηθευτές της, είτε κυρίως από ναυτεργάτες (μέλη του πληρώματος του τακτικώς δρομολογημένου πλοίου της ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ), κατά μερικών αποφάσεων δε άσκησε και ένδικα βοηθήματα και μέσα και παρέστη κατά την υπογραφή συμφωνητικών συμβιβασμού κατά το διάστημα από το Μάρτιο του έτους 2011 έως και το Μάιο του έτους 2014. Πιο συγκεκριμένα: (α) Την 11.03.2011 άσκησε εναντίον της εναγομένης ο ναυτικός Αντώνιος Ξικίδης (Μάγειρας Α’) την από 09.03.11 αγωγή του (με αριθμ. εκθ. καταθ. …), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 08.07.2011 και μετ’ αναβολήν η 30.03.2012 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 68/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση του ναυτικού ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας του) σε 8.368,42 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση του επιδίκασε το ποσό των 326,94 ευρώ νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση, το οποίο και κήρυξε προσωρινά εκτελεστό, πλέον διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Κατά της ως άνω απόφασης η ενάγουσα άσκησε για λογαριασμό της εναγομένης την από 13.09.2012 έφεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Π., η οποία προσδιορίσθηκε για τις 27.11.2012. Επίσης άσκησε ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και αίτηση αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της από 06.09.2012 επιταγής προς πληρωμή του ανωτέρω ναυτικού για την καταβολή του προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού. Επί της αιτήσεως αναστολής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 7604/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία καίτοι πιθανολόγησε την ευδοκίμηση ενός των λόγων ανακοπής απέρριψε αυτήν ελλείψει κινδύνου. Κατόπιν της τοιαύτης απορρίψεως, κατεβλήθη μετ’ εξόδων το προσωρινώς επιδικασθέν ποσό των 726,94 ευρώ, ενώ δια της υπ’ αριθμ. 1805/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δικάζοντος κατ’ έφεση επιδικάσθηκε στον ως άνω ναυτικό το ποσό των 2.181,22 ευρώ νομιμοτόκως ως αναφέρει το διατακτικό της, πλέον δικαστικής δαπάνης και για τους δύο βαθμούς ποσού 680 ευρώ. Για την εκτέλεση της ανωτέρω εντολής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την δικάσιμο της 08.07.2011 για την αναβολή εκδίκασης της υπόθεσης, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 30.03.2012 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iv) Για την σύνταξη της από 2-04-2012 κλήσης για εξέταση ενόρκως μάρτυρα και για τη σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης, το ποσό των 75 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). v) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 167,37 ευρώ (8.368,42€ Χ 2%), σύμφωνα με άρθρο 107§1 Ν.Δ. 3026/1954. vi) Για την παράσταση κατά την δικάσιμο της 30.03.2012 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). vii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 167,37 ευρώ για την σύνταξη της από 2.04.2012 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. viii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. ix) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». x) Για τη σύνταξη ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της από 6.09.2012 επιταγής προς πληρωμή του ανωτέρω ναυτικού για την καταβολή του προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 104, 103 και 100 του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων), το ποσό των 83,68 ευρώ (ήτοι 8.368,42 € Χ 1%). xi) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω ανακοπής η ενάγουσα δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 107§1, 104, 103 και 100 του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων), το ποσό των 83,68 ευρώ (ήτοι 8.368,42 € Χ 1%). xii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xiii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». xiv) Για τη σύνταξη αίτησης αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 ΚΠολΔ κατά της από 6.09.2012 επιταγής προς πληρωμή του ανωτέρω ναυτικού για την καταβολή του προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 80 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). xv) Για την σύνταξη σημειώματος επί της ως άνω αναστολής ποσό 69 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). xvi) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xvii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». xviii) Για την σύνταξη εξοφλητικής απόδειξης προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού μετ’ εξόδων ποσού 726,94 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 16 ευρώ για τα 15 λεπτά που απασχολήθηκε με την ανωτέρω υπόθεση (15λεπτά Χ 64€/ώρα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). xix) Για την σύνταξη της από 13.09.12 έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 68/2012 πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Π., το ποσό των 139 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). xx) Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την κατάθεση της έφεσης και την ανάληψη επικυρωμένων αντιγράφων, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». xxi) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω έφεσης ποσό 167,37 ευρώ (8.368,42€ Χ 2%), σύμφωνα με τα άρθρα 69§1και 68§1 Ν. 4194/2013. xxii) Για την εκδίκαση της έφεσης την 3.12.2013 ποσό 149 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). xxii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xxiii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας εφετειακής απόφασης και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε η ενάγουσα για την παράστασή της ενώπιον του Εφετείου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.158,10 ευρώ (64€ + 75€ + 167,37€ + 64€ + 83,68€ + 83,68€ + 80€ + 69€ + 16€ + 139€ + 167,37€ + 149€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 92,25 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. … απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, το ποσό των 183,27 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. … απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, το ποσό των 255,84 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. … απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, το ποσό των 287,82 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα και το ποσό των 586,10 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 1.405,38 ευρώ, κι επομένως έχει εξοφληθεί πλήρως για την ανωτέρω αξίωσή της. (β) Την 11.12.2012 άσκησε εναντίον της εναγομένης ο ναυτικός Γεώργιος Νταούλης (Μηχανοδηγός Α’) την αυτής ημερομηνίας αγωγή του (αριθ. εκθ. καταθ. 9943/2012), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 21.01.2013 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ. 3079/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση του ναυτικού ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας του) σε 16.308,43 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση του επιδίκασε το ποσό των 10.494,61 ευρώ νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση. Κατά της ως άνω απόφασης η ενάγουσα άσκησε για λογαριασμό της εναγομένης την από 11.06.2013 έφεση (αρ. κατ. …), ενώ ο αντίδικος ναυτικός άσκησε αντέφεση δια των από 5.02.14 προτάσεών του, ως εδικαιούτο βάσει του άρθρου 674 παρ. 1ΚΠολΔ. Τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση δικάσθηκαν την 6.02.2014 και επί αμφοτέρων (της εφέσεως της εναγομένης και της αντεφέσεως του ναυτικού), εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 605/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Π., η οποία δεχόμενη την έφεση και απορρίπτοντας την αντέφεση επιδίκασε στο ναυτικό το ποσό των 4.294,21 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη του τέλους κάθε μήνα παροχής της εργασίας (πλέον 500 ευρώ για δικαστική δαπάνη). Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Για την παράσταση κατά τη δικάσιμο της 21.01.2013 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iii) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 326,16 ευρώ (16.308,43 ευρώ € Χ 2%) σύμφωνα με άρθρο 107§1 Ν.Δ. 3026/1954. iv) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 402,98 ευρώ για την σύνταξη της από 22.01.2013 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την επικύρωση οκτώ (8) υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 17.01.2013 προτάσεις και την από 22.01.2013 προσθήκη-αντίκρουση), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων. vi) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. vii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». viii) Για την σύνταξη αίτησης αναστολής προσωρινώς επιδικασθέντος ποσού 2.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 912 ΚΠολΔ, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 107 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). ix) Για την σύνταξη της από 11.06.13 έφεσης κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 3079/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., το ποσό των 139 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). x) Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την κατάθεση της έφεσης και την ανάληψη επικυρωμένων αντιγράφων, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». xi) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω έφεσης ποσό 326,16 ευρώ (16.308,43 ευρώ € Χ 2%), σύμφωνα με τα άρθρα 69§1και 68§1 Ν. 4194/2013. xii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 805,96 ευρώ για την σύνταξη της από 10.02.2014 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. xiii) Για την εκδίκαση της έφεσης την 6.02.2014 ποσό 149 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). xiv) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xv) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας εφετειακής απόφασης και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του Εφετείου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.149,32 ευρώ (102€ + 326,16€ + 107€ + 139€ + 326,16€ +149€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 250,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 354,24 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 37/4.02.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 605,16 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν το ποσό των 544,16 ευρώ. (γ) Την 19.12.2012 άσκησε εναντίον της εναγομένης ο ναυτικός Σ. Θ. (ναύτης) την από 14.12.12 αγωγή του (αριθμ. εκθ. καταθ. …), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 1.04.2013 και μετ’ αναβολήν η 10.03.2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 3387/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση του ναυτικού ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας του) σε 23.251,31 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση επιδίκασε ως αναγνωριστικό το ποσό των 3.716,51 ευρώ και ως καταψηφιστικό το ποσό των 5.440,54 ευρώ, νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση πλέον τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και συμβουλές, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 1.04.2013 για την 10.03.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 10.03.2014 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). iv) Για την σύνταξη κλήσης για εξέταση ενόρκως μάρτυρα και για τη σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης, το ποσό των 75 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). v) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 465 ευρώ (23.251,31 ευρώ € Χ 2%) σύμφωνα με το άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1(i)(α) του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων). vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 465 ευρώ για την σύνταξη της από 11.03.2014 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. vii) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 150 ευρώ για την επικύρωση 15 υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 06.03.2014 προτάσεις και την από 11.03.2014 προσθήκη-αντίκρουση), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων. viii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. ix) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 642 ευρώ (102€ + 75€ + 465€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 92,25 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 250,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 343,17 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 298,83 ευρώ. (δ) Την 28.12.2012 άσκησε εναντίον της εναγομένης ο ναυτικός Π. Σ. (Μάγειρας Α’) την από 27.12.12 αγωγή του (αριθμ. εκθ. καταθ. …), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 11.03.2013 και μετ’ αναβολήν η 18.11.2013 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 6808/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση του ναυτικού ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας του) σε 21.923,62 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση του επιδίκασε το ποσό των 4.975,19 ευρώ, νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση πλέον διακοσίων (200) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Κατά της ως άνω απόφασης η ενάγουσα κατέθεσε για λογαριασμό της εναγομένης την από 10.02.2014 έφεση στο Πρωτοδικείο Π., χωρίς να την προσδιορίσει στο Εφετείο Πειραιώς. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 11.03.2013 για την 18.11.2013, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 18.11.2013 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013), πλην όμως θα επιδικαστεί στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό των 80 ευρώ, καθόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ). iv) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 438,47 ευρώ (21.923,62 ευρώ € Χ 2%) σύμφωνα με το άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1(i)(α) του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων). v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 438,47 ευρώ για την σύνταξη της από 19.11.2013 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 340 ευρώ για την επικύρωση 34 υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 14.11.2013 προτάσεις και την από 19.11.2013 προσθήκη-αντίκρουση), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων. vii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. viii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και την κατάθεση προτάσεων. ix) Για την σύνταξη της από 5-02-2014 εξοφλητικής απόδειξης ποσού 1.500 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 27 ευρώ για απασχόληση 20 λεπτών (20 λεπτά Χ 80€/ώρα, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). x) Για την σύνταξη της από 10.02.14 έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 6808/2013 πρωτόδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., το ποσό των 139 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). xi) Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την κατάθεση της έφεσης και την ανάληψη επικυρωμένων αντιγράφων, καθόσον η αμοιβή της ενάγουσας για τις ενέργειες αυτές περιλαμβάνεται στο ποσό που έλαβε για τη σύνταξη της εφέσεως. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 684,47 ευρώ (80€ + 438,47€ + 27€ + 139€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 304,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, το ποσό των 170,37 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 286 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την από 17-02-2014 απόδειξη πληρωμής που έχει υπογράψει η ενάγουσα και την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγομένη, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 761,29 ευρώ, κι επομένως έχει εξοφληθεί για την ανωτέρω απαίτησή της. (ε) Την 10.12.2013 άσκησε εναντίον της εναγομένης ο ναυτικός Ο. Ζ. (ναύτης) την από 10.12.13 αγωγή του (αριθμ. εκθ. καταθ. 8.861/2013), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 3.02.2014 και μετ’ αναβολήν η 7.04.2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ. 3386/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση του ναυτικού ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας του και εξ ναυτεργατικού ατυχήματος) σε 40.412,54 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση επιδίκασε αναγνωριστικά το ποσό των 6.502,88 ευρώ και καταψηφιστικά το ποσό των 11.645,07 ευρώ, νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση πλέον τετρακοσίων ογδόντα (480) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 3.02.2014 για την 7.04.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε εάν αυτή πράγματι παραστάθηκε και αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 7.04.2014 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). iv) Για την σύνταξη κλήσης για εξέταση ενόρκως μάρτυρα και για τη σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης, το ποσό των 75 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). v) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής το ποσό των 808,25 ευρώ (40.412,54 ευρώ € Χ 2%) σύμφωνα με το άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1(i)(α) του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων). vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 808,25 ευρώ για την σύνταξη της από 8.04.2014 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. vii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. viii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 985,25 ευρώ (102€ + 75€ + 808,25€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 250,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 45/7.04.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 734,33 ευρώ. (στ) Την 15.10.2013 άσκησαν εναντίον της εναγομένης οι ναυτικοί Αντώνιος Πάτρας (Β’ Μηχανικός) και Χαράλαμπος Χιόνης (Α’ Μηχανοδηγός) την από 15.10.13 αγωγή τους (αριθμ. εκθ. καταθ. 7324/2013), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 25.11.2013 και μετ’ αναβολήν η 07.04.2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 5234/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση των άνω ναυτικών ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας τους) του μεν πρώτου Αντωνίου Πάτρα σε 25.395,85 ευρώ, του δε δευτέρου σε 16.778,73 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση επιδίκασε το ποσό των 17.484,55 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 9.628,83 ευρώ στον δεύτερο, έκαστο ποσό νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση, πλέον εννιακοσίων (900) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι:. i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 25.11.2013 για την 7.04.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε εάν αυτή πράγματι παραστάθηκε και αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 7.04.2014 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). iv) Για την σύνταξη κλήσης για εξέταση ενόρκως μάρτυρα και για τη σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης, το ποσό των 75 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). v) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 843,49 ευρώ (25.395,85€ + 16.778,73€ = 42.174,58€ Χ 2%) σύμφωνα με το άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1(i)(α) του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων). vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 843,49 ευρώ για την σύνταξη της από 8.04.2014 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. vii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. viii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.020,49 ευρώ (102€ + 75€ + 843,49€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 92,25 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 43/4.04.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 250,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 44/7.04.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι συνολικά το ποσό των 343,17 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 677,32 ευρώ. (ζ) Την 15.10.2013 άσκησαν εναντίον της εναγομένης οι ναυτικοί Γεώργιος Σακαλής (Γ’ Μηχανικός) και Βασίλειος Σύμπας (Β’ Μηχανοδηγός) την από 15.10.13 αγωγή τους (αριθμ. εκθ. καταθ. 7325/2013), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 2.12.2013 και μετ’ αναβολήν η 28.04.2014 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (Εργατικές Διαφορές), επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 4270/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Η απαίτηση των άνω ναυτικών ανήρχετο (από διάφορες αιτίες εκ της επί του πλοίου της εναγομένης παροχής εργασίας τους) του μεν πρώτου σε 24.831,01 ευρώ, του δε δευτέρου σε 17.139,38 ευρώ, η δε ως άνω απόφαση επιδίκασε το ποσό των 10.830,84 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 5.530,56 ευρώ στον δεύτερο, έκαστο ποσό νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα εκάστου κονδυλίου, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανωτέρω απόφαση, πλέον τετρακοσίων (400) ευρώ για δικαστική δαπάνη. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως, συζητήσεις με το Τμήμα Πληρωμάτων της εναγομένης και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 2.12.2013 για την 28.04.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε εάν αυτή πράγματι παραστάθηκε και αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολή δικάσιμο της 28.04.2014 για την εκδίκαση της υπόθεσης, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, ποσό 102 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). iv) Για την σύνταξη κλήσης για εξέταση ενόρκως μάρτυρα και για τη σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης, το ποσό των 75 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). v) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 839,40 ευρώ (24.831,01€ + 17.139,38€ = 41.970,39€ Χ 2%) σύμφωνα με το άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 63 παρ. 1(i)(α) του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων). vi) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 839,40 ευρώ για την σύνταξη της από 29.04.2014 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. vii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. viii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον η αμοιβή αυτή εντάσσεται στο ποσό που έλαβε για την παράστασή της ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου και την κατάθεση προτάσεων. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.016,40 ευρώ (102€ + 75€ + 839,40€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 92,25 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 48/24.04.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 250,92 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 49/28.04.2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι συνολικά το ποσό των 343,17 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 673,23 ευρώ. (η) Επίσης η ενάγουσα παρέστη και αμύνθηκε υπέρ της εναγομένης σε σχέση με την από 20.09.2011 αγωγή του Ευάγγελου Γιαννέα (αριθμ. εκθ. κατάθ. 8640/2011), δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 13.12.2011 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π. (τακτική διαδικασία), οπότε και εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 929/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δια της οποίας από την διεκδικούμενη από τον ως άνω ενάγοντα συνολική απαίτηση των 69.368 ευρώ, του επιδίκασε το ποσό των 9.216 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της παραδόσεως του έργου (23.07.2010), πλέον δικαστικής δαπάνης ποσού 420 ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης η ενάγουσα κατέθεσε για λογαριασμό της εναγομένης την από 26.03.2012 έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., χωρίς να την προσδιορίσει στο Εφετείο Πειραιώς. Κατόπιν προσδιορισμού της εφέσεως από τον Ευάγγελο Γιαννέα και ασκήσεως αντίθετης εφέσεως από αυτόν, οι οποίες εκδικάσθηκαν στις 18.04.2013, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1090/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Π., δια της οποίας επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 160 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 2 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί της ως άνω αγωγής. ii) Για την παράσταση κατά τη δικάσιμο της 13.12.2011 για την εκδίκαση της υπόθεσης, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), πλην όμως θα επιδικαστεί στην ενάγουσα το ποσό των 80 ευρώ που αιτείται με την αγωγή της, καθόσον δεν μπορεί να επιδικαστεί από το Δικαστήριο πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ). iii) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω αγωγής ποσό 1.387,36 ευρώ (69.368€ Χ 2%) σύμφωνα με άρθρο 107§1 Ν.Δ. 3026/1954. iv) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 1.387,36 ευρώ για την σύνταξη της από 15.12.2011 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. v) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 130 ευρώ για την επικύρωση 13 υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 12.12.2011 προτάσεις), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων. vi) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. vii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». viii) Για την σύνταξη της από 26.03.2012 έφεσης κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 929/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., το ποσό των 161 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). ix) Απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την κατάθεση της έφεσης και την ανάληψη επικυρωμένων αντιγράφων, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». x) Για την σύνταξη προτάσεων επί της ως άνω έφεσης το ποσό των 1.387,36 ευρώ (69.368€ Χ 2%), σύμφωνα με τα άρθρα 108, 110, 107§1και 100§1 Ν.Δ. 3026/1954. xi) Για την σύνταξη προτάσεων επί της αντίθετης έφεσης του αντιδίκου ποσό 1.387,36 ευρώ (69.368€ Χ 2%), σύμφωνα με τα άρθρα 108, 110, 107§1και 100§1 Ν.Δ. 3026/1954. xii) Για την παράσταση κατά την εκδίκαση της έφεσης την 18.04.2013 το ποσό των ποσό 192 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), πλην όμως θα επιδικαστεί στην ενάγουσα το ποσό των 80 ευρώ που αιτείται με την αγωγή της, καθόσον δεν μπορεί να επιδικαστεί από το Δικαστήριο πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ). xiii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xiv) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 80 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας εφετειακής απόφασης και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 4.483,08 ευρώ (80€ + 1.387,36€ + 161€ + 1.387,36€ + 1.387,36€ + 80€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 375,15 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 424/16.12.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 697,41 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 14/23.04.2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 1.072,56 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 3.410,52 ευρώ. (θ) Η ενάγουσα παρέστη επίσης υπέρ της εναγομένης σε σχέση με την από 27.12.2012 αγωγή της εταιρείας «ΕΡΓΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (αριθμ. εκθ. καταθ. 9313/2012 – διαδικασία μικροδιαφορών) απευθυνόμενη, μεταξύ άλλων και κατά της εναγομένης, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε η 19.09.2013 και μετ’ αναβολήν η 4.03.2014 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Κατόπιν παραινέσεων και συμβουλών της ενάγουσας, η εναγομένη συμβιβάσθηκε στο ποσό των 1.170 ευρώ, αντί του αιτούμενου ποσού των 1.285,96 ευρώ, οπότε η ενάγουσα παρέστη κατά την μετ’ αναβολήν δικάσιμο της 4.03.2014, κατά την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου η αντίδικος ως προς την εναγομένη λόγω συμβιβασμού και εξόφλησης. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 80 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 1 ώρα Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο. ii) Σύμφωνα δε με το άρθρο 118§3 Ν.Δ. 3026/1954 «Εν περιπτώσει ματαιώσεως ή αναβολής της διεξαγωγής τινός των εν λόγω αποδείξεων, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μη υπαιτίου ταύτης Δικηγόρου είναι το ήμισυ των ανωτέρω». Για την παράσταση κατά την αναβολή της δικασίμου της 19.09.2013 για την 4.03.2014, δεν θα επιδικαστεί αμοιβή στην ενάγουσα, διότι δεν αποδείχθηκε ποιος αιτήθηκε την αναβολή, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. iii) Για την παράσταση κατά την μετ’ αναβολήν δικάσιμο της 04.03.2014 ποσό 80 ευρώ (σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013) για απασχόληση μίας (1) ώρας. iv) Για την σύνταξη της από 4-03-2014 εξοφλητικής απόδειξης ποσού 1.170 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 40 ευρώ για απασχόληση ½ ώρας (½ ώρα Χ 80€/ώρα, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). v) Για την παράσταση κατά την υπογραφή της εξοφλητικής απόδειξης και παράδοσης της επιταγής ποσού 1.170 ευρώ, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 40 ευρώ για απασχόληση ½ ώρας (½ ώρα Χ 80€/ώρα, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 160 ευρώ (80€ + 40€ + 40€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε και της οφείλει ολόκληρο το ανωτέρω ποσό. (ι) Η ενάγουσα παρέστη και αμύνθηκε υπέρ της εναγομένης σε σχέση με την (i) από 24.10.2011 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας «JOTUN ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ» (αριθμ. εκθ. καταθ. 6991/11), τόσο κατά την εκδίκαση του αιτήματος προσωρινής διαταγής την 2.11.2011, όσο και κατά την εκδίκαση της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του ως άνω πλοίου της εναγομένης ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ για το ποσό των 35.000 ευρώ, δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί η 18.11.2011. Τόσο το αίτημα προσωρινής διαταγής, όσο και η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών απερρίφθησαν δια της υπ’ αριθμ. 6232/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π.. Ομοίως η ενάγουσα παρέστη και αμύνθηκε τόσο κατά της (ii) από 20.11.2011 αγωγής της ως άνω εταιρείας (αριθμ. εκθ. καταθ. 11527/11) κατά της εναγομένης για απαίτηση 27.684,37 ευρώ, όσο και κατά της (iii) από 27.12.2011 αγωγής της εταιρείας «JOTUN PAINTS EUROPE LTD» κατά της εναγομένης για απαίτηση του ισόποσου σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής των 44.020,92 δολαρίων ΗΠΑ, οι οποίες προσδιορισθείσες αμφότερες για την δικάσιμο της 13.03.2012, συνεκδικάσθηκαν τότε λόγω συνάφειας. Επ’ αυτών εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 2634/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Π., η οποία δεχόμενη ένσταση της εναγομένης για αναστολή της διαδικασίας μέχρις τελεσιδίκου εκδικάσεως της από 24-02-2012 αγωγής της κατά της «JOTUN ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ» (βλ. ανωτέρω παράγραφο Ι(ζ)), ανέστειλε την έκδοση απόφασής της. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 320 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 4 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη των προτάσεων επί των ως άνω δικογράφων. ii) Για την παράσταση κατά την δικάσιμο της προσωρινής διαταγής της 2.11.2011, το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ) για τη 1 ώρα που απασχολήθηκε με την ανωτέρω υπόθεση. iii) Για την παράσταση κατά την συζήτηση της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης την 18.11.2011, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων το ποσό των 134 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iv) Για την σύνταξη του σημειώματος επί της ως άνω αιτήσεως ποσό 102 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), καθόσον η αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης δεν εξομοιώνεται με αγωγή (ΕφΑθ 1102/2007, ΕφΔωδ 219/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). v) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. vi) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». vii) Για την παράσταση κατά τη δικάσιμο της 13.03.2012 για την εκδίκαση των ως άνω αγωγών, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων, το ποσό των 102 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). viii) Για την σύνταξη προτάσεων επί της αγωγής της εταιρείας «JOTUN ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ» το ποσό των 553,68 ευρώ (27.684,37€ Χ 2%) σύμφωνα με άρθρο 107§1 Ν.Δ. 3026/1954. ix) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 553,69 ευρώ για την σύνταξη της από 16.03.2012 προσθήκης-αντίκρουσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον δεν προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ιδιαίτερη αμοιβή για την προσθήκη – αντίκρουση, αλλά αυτή θεωρείται ενιαία με τις προτάσεις που κατατίθενται. x) Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο ποσού 200 ευρώ για την επικύρωση 20 υποστηρικτικών της ως άνω αγωγής εγγράφων (ως αυτά περιγράφονται στις από 6.03.2012 προτάσεις), αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η ενάγουσα δεν δικαιούται επιπλέον αμοιβή για την επικύρωση των εγγράφων αυτών, αφού η εργασία αυτή εντάσσεται στην αμοιβή που έλαβε για τη σύνταξη των προτάσεων. xi) Για την σύνταξη προτάσεων επί της αγωγής της εταιρείας «JOTUN PAINTS EUROPE LTD» ποσό 680,43 ευρώ [44.020,92 δολάρια ΗΠΑ : 1,2939 (ισοτιμία ευρώ κατά το χρόνο κατάθεσης αγωγής, στις 27-12-2011 σύμφωνα με το Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος) = 34.021,88 ευρώ Χ 2%, σύμφωνα με άρθρο 107§1 Ν.Δ. 3026/1954], πλην όμως θα επιδικαστεί στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό των 673,89 ευρώ, καθόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ). xii) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. xiii) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 160 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης, επικυρωμένων αντιγράφων προτάσεων και προσθηκών εκατέρωθεν των διαδίκων και των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 1.629,57 ευρώ (64€ + 134€ + 102€ + 102€ + 553,68€ + 673,89€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 290,28 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 421/21.11.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, καθώς και το ποσό των 329,64 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 435/19.03.2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, ήτοι έχει λάβει συνολικά το ποσό των 619,92 ευρώ, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 1.009,65 ευρώ. κ) Η ενάγουσα παρέστη και αμύνθηκε υπέρ της εναγομένης σε σχέση με την από 21.11.2011 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας «ΑΝΩΝΥΜΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε. (ANEK LINES)» (αριθ. εκθ. καταθ. 7190/11), τόσο κατά την εκδίκαση του αιτήματος προσωρινής διαταγής την 10.11.2011, όσο και κατά την εκδίκαση της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του ως άνω πλοίου της εναγομένης ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ για το ποσό των 278.934,39 ευρώ (για διισχυριζόμενη απαίτηση ποσού 185.956,26 ευρώ), δικάσιμος της οποίας είχε ορισθεί η 21.11.2011. Τόσο το αίτημα προσωρινής διαταγής, όσο και η ως άνω αίτηση ασφαλιστικών απερρίφθησαν δια της υπ’ αριθμ. 130/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως ουσία αβάσιμες. Για την εκτέλεση της εντολής αυτής η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη τα κατωτέρω ποσά αμοιβής της, ήτοι: i) Το κονδύλιο που αιτείται η ενάγουσα ποσού 320 ευρώ για μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, ήτοι ότι απασχολήθηκε επί 4 ώρες Χ 80 €/ώρα, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η αμοιβή της για τη μελέτη της υποθέσεως και διαβουλεύσεις, περιλαμβάνεται στο ποσό που προβλέπεται για την παράσταση στο ακροατήριο και τη σύνταξη του σημειώματος επί της ως άνω αιτήσεως. ii) Για την παράσταση κατά την δικάσιμο της προσωρινής διαταγής της 10.11.2011, το ποσό των 64 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ) για τη 1 ώρα που απασχολήθηκε με την ανωτέρω υπόθεση. iii) Για την παράσταση κατά την συζήτηση της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης την 21.11.2011, την εξέταση και αντεξέταση μαρτύρων το ποσό των 134 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). iv) Για την σύνταξη του σημειώματος επί της ως άνω αιτήσεως ποσό 102 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), καθόσον η αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης δεν εξομοιώνεται με αγωγή (ΕφΑθ 1102/2007, ΕφΔωδ 219/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). v) Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής ποσού 80 ευρώ για την παρακολούθηση επί της εκδόσεως απόφασης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο λόγω της αοριστίας του. vi) Επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει το κονδύλιο ποσού 120 ευρώ για την ανάληψη της εκδοθείσας απόφασης των σχετικών, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 135 Ν.Δ. 3026/1954 «Δεν οφείλεται αμοιβή διά την επιμέλειαν προς λήψιν αντιγράφου, διά την απλήν κατάθεσιν εγγράφων ή δικογραφιών εις τα δικαστήρια, διά την εγχείρισιν προτάσεων μεταξύ Δικηγόρων, διά την επιμέλειαν προς επίδοσιν εγγράφου ή δικογράφου, καθώς και διά την επιμέλειαν προς εγγραφήν υποθέσεως εν τω πινακίω». Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 300 ευρώ (64€ + 134€ + 102€). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη της κατέβαλε το ποσό των 290,28 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. 422/28.11.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που έχει εκδώσει η ενάγουσα, κι επομένως οφείλεται σε αυτή το ποσό των 9,72 ευρώ. Συνεπώς, για τις ανωτέρω ενέργειες της ενάγουσας που αφορούν σε απαιτήσεις κατά της εναγομένης εταιρείας ως εναγομένης/καθ’ ης, οφείλεται σε αυτή το συνολικό ποσό των 7.517,76 ευρώ. IV. ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΓΙΑ ΑΝΟΙΓΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΕΣ: Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέταξε για λογαριασμό της εναγομένης τα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά και έγγραφα για τα οποία δικαιούται αμοιβή, ήτοι: (α) το από 18.01.2013 πρακτικό Δ.Σ. της εναγομένης δια του οποίου ακυρώνονται οι αρχικοί μετοχικοί τίτλοι υπ’ αύξοντα αριθμό 1 και 2 από 250 ανώνυμες μετοχές έκαστος, αξίας εκάστης μετοχής 10 ευρώ και εγκρίνεται η έκδοση νέου μετοχικού τίτλου υπ’ αύξοντα αριθμό 3 για το σύνολο των 500 ανωνύμων μετοχών αξίας ως άνω έκαστη. Η ενάγουσα απαιτήθηκε να απασχοληθεί επί μία (1) ώρα για τη σύνταξή του πρακτικού και του μετοχικού τίτλου, αφού πρόκειται για πρακτικό μίας μόνο σελίδας, όπως και ο μετοχικός τίτλος, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στη σύνταξή τους, κι επομένως δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 64 ευρώ (1 ώρα Χ 64€/ώρα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). (β) το από 21 Οκτωβρίου 2013 πρακτικό Δ.Σ. αναφορικά με τη μεταχρονολογημένη καταχώρηση του ενσωματωμένου σε αυτό πρακτικού Δ.Σ. της 29.10.2010 για την σύσταση ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου της εναγομένης ΠΕΛΑΓΙΤΗΣ για 3.000.000 δολάρια ΗΠΑ και 5.500.000 ευρώ. Η ενάγουσα απαιτήθηκε να απασχοληθεί επί μία (1) ώρα για τη σύνταξή του ανωτέρω πρακτικού ενσωμάτωσης, αφού πρόκειται για πρακτικό μίας (1) μόνο σελίδας, στο οποίο ενσωματώνεται το από 29-10-2010 πρακτικό, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στη σύνταξή του, κι επομένως δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 64 ευρώ (1 ώρα Χ 64€/ώρα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ). Όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής αμοιβής για τη σύνταξη του πρακτικού έγκρισης παροχής εξουσιοδότησης για την σύσταση ναυτικής υποθήκης επί του ως άνω πλοίου σε φυσικό πρόσωπο, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον το πρακτικό αυτό συνετάχθη στις 29-10-2010, ήτοι σε χρόνο που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει η συνεργασία μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, οπότε αποκλείεται να το συνέταξε η ενάγουσα, όπως αναληθώς ισχυρίζεται. (γ) Επίσης η ενάγουσα ετοίμασε σειρά επικυρωμένων νομιμοποιητικών εγγράφων για λογαριασμό της εναγομένης, προκειμένου η τελευταία να ανοίξει λογαριασμούς στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ και στην ALPHA BANK (βλ. τα από 4-09-2013 και 12-12-2013 έγγραφα της εναγομένης προς τις ανωτέρω Τράπεζες που υπογράφει η ενάγουσα). Για την προετοιμασία και την επικύρωση των εγγράφων αυτών απασχολήθηκε επί μία (1) ώρα για τα έγγραφα που απεστάλησαν στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (σύνολο 13 έγγραφα), κι επομένως δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 64 ευρώ (1 ώρα Χ 64€/ώρα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/2007 ΦΕΚ Β 2422/24-12-2007 ΚΥΑ), ενώ απασχολήθηκε επί ½ ώρα για τα έγγραφα που απεστάλησαν στην ALPHA BANK (σύνολο 4 έγγραφα), κι επομένως δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 40 ευρώ (½ ώρα Χ 80€/ώρα, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι Ν. 4194/2013). Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 232 ευρώ (64€ + 64€ + 64€ + 40€), έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, κι επομένως της οφείλεται το ανωτέρω ποσό. V. ΕΞΟΔΑ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οφείλονται στην ενάγουσα οι δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη για τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες που εκτέλεσε στο πλαίσιο των εντολών της εναγομένης προς αυτήν. Πιο συγκεκριμένα: (α) Για την αναβολή την 2.12.2013 της δικασίμου των ως άνω Γεωργίου Σακαλή και Βασιλείου Σύμπα δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ και για την στάθμευση του αυτοκινήτου της το ποσό των 7 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 15,20 ευρώ. (β) Για την εκδίκαση της άνω υπόθεσης δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ. (γ) Για το κλείσιμο του φακέλου της ανωτέρω υπόθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατέβαλε την 02.05.2014 για στάθμευση του αυτοκινήτου της το ποσό των 6 ευρώ. (δ) Για την υπόθεση Χρ. Φραγκάκη (παρέστη για να ζητήσει αναβολή την 10.02.2014) δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ και για την υπόθεση Γεωργίου Νταούλη για φωτοτυπίες προτάσεων και σχετικών από το Εφετείο Πειραιώς δαπάνησε το ποσό των 7,90 ευρώ, καθώς και το ποσό των 6 ευρώ για την στάθμευση του αυτοκινήτου της, ήτοι συνολικά το ποσό των 22,10 ευρώ. (ε) Για την αναβολή της δικασίμου 22.10.2013 της αγωγής της εναγομένης κατά Κοζάκης ΑΜΕΞΤΕ και Κ. Κοζάκη δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ. Επίσης για την αγορά δύο (2) επικυρώσιμων για επικύρωση νομιμοποιητικών εγγράφων της εναγομένης προς υποβολή στην Τράπεζα EUROBANK το ποσό των 6 ευρώ και συνολικά το ποσό των 14,20 ευρώ. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα προσκομίζει και την από 22-10-2013 απόδειξη για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της ποσού 7 ευρώ, το οποίο δεν θα της επιδικαστεί, καθώς δεν το ζητάει με την αγωγή της (άρθρο 106 ΚΠολΔ). (στ) Για την αναβολή της δικασίμου 25.11.2013 της υπόθεσης Αντωνίου Πάτρα και Χαράλαμπου Χιόνη δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ, καθώς και για το πινάκιο της αναβληθείσας έφεσης της εναγομένης κατά Αντωνίου Ξικίδη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Π. δαπάνησε για την αγορά ενσήμων το ποσό των 8,20 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 16,40 ευρώ. Όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της ποσού 5 ευρώ, αυτό τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον δεν προσκομίζεται σχετική απόδειξη. (ζ) Για την λήψη ενόρκου βεβαιώσεως σε σχέση με την ως άνω αγωγή των Αντωνίου Πάτρα και Χαράλαμπου Χιόνη δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω (Ειρηνοδικείου) το ποσό των 5,70 ευρώ, καθώς και ποσό 4 ευρώ για την αγορά δύο (2) μεγαροσήμων (2 Χ 2€) για την λήψη δύο (2) αντιγράφων της ένορκης βεβαίωσης, ήτοι συνολικά το ποσό των 9,70 ευρώ. (η) Για την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει ποσό 4,20 ευρώ και της οφείλεται υπόλοιπο ποσού 4 ευρώ. (θ) Για την λήψη ενόρκου σε σχέση με την ως άνω αγωγή των Γεωργίου Σακαλή και Βασιλείου Σύμπα, δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω (Ειρηνοδικείου) το ποσό των 5,70 ευρώ, καθώς και ποσό 2 ευρώ για την αγορά ενός (1) μεγαρόσημου για την λήψη ενός (1) αντιγράφου της ένορκης βεβαίωσης, ήτοι συνολικά το ποσό των 7,70 ευρώ. (ι) Για την εκδίκαση της αγωγής του Ο. Ζ. κατά της εναγομένης την 07.04.2014 δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει ποσό 4,20 ευρώ και της οφείλεται υπόλοιπο ποσού 4 ευρώ. (κ) Για την λήψη ενόρκου σε σχέση με την αγωγή του Σ. Θ. κατά της εναγομένης δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω (Ειρηνοδικείου) το ποσό των 5,70 ευρώ, το ποσό των 4 ευρώ για την αγορά δύο (2) μεγαροσήμων (2 Χ 2€) για την λήψη δύο (2) αντιγράφων της ένορκης βεβαίωσης, καθώς και το ποσό των 7 ευρώ για την στάθμευση του αυτοκινήτου της, ήτοι συνολικά το ποσό των 16,70 ευρώ. (λ) Για την εκδίκαση ανωτέρω υπόθεσης δαπάνησε για την αγορά ενσήμων για μία παράσταση παρ’ Αρείω Πάγω το ποσό των 8,20 ευρώ και για την στάθμευση του αυτοκινήτου της το ποσό των 7 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 15,20 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 139,40 ευρώ (15,20€ + 8,20€ + 6€ + 22,10€ + 14,20€ + 16,40€ + 9,70€ + 4€ + 7,70€ + 4€ + 16,70€ + 15,20€), έναντι του οποίου η εναγομένη ουδέν της κατέβαλε, κι επομένως της οφείλεται το ανωτέρω ποσό. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται για τις ανωτέρω αιτίες ως αμοιβή της το συνολικό ποσό των 16.797,22 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 23% ποσού 3.863,36 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 20.660,58 ευρώ, καθώς και το ποσό των 139,40 ευρώ για δαπάνες, δεκτής εν μέρει γενομένης της ένστασης εξοφλήσεως που προέβαλε η εναγομένη. Σημειωτέον, ότι η εναγομένη προς απόδειξη της ενστάσεως εξοφλήσεως που προέβαλε, προσκομίζει και τις κάτωθι αποδείξεις: 1) την από 18.06.2012, ποσού 2.000 ευρώ, με αιτιολογία έναντι, 2) την από 3.08.2012, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Ιουλίου, 3) την από 10.08.2012, ποσού 2.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Ιουλίου, 4) την από 22.10.2012, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Σεπτεμβρίου, 5) την από 31.10.2012, ποσού 2.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Σεπτεμβρίου, 6) την από 23.11.2012, ποσού 2.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Οκτωβρίου 2012, 7) την από 30.11.2012, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Οκτωβρίου 2012, 8) την από 13.12.2012, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Νοεμβρίου 2012, 9) την από 18.01.2013, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Δεκεμβρίου 2012, 10) την από 31.01.2013, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Δεκεμβρίου 2013, 11) την από 22.02.2013, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Ιανουαρίου 2013, 12) την από 1.03.2013, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Γενάρη 2013, 13) την από 29.03.2013, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Φλεβάρη 2013, 14) την από 31.05.2013, ποσού 1.500 ευρώ με αιτιολογία έναντι Μάρτη 2013, 15) την από 21.06.2013, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι υπολοίπου Αυγούστου 2013-Απριλίου 2013, 16) την από 12.07.2013, ποσού 1.918,68 ευρώ με αιτιολογία Μάιος 2013, 17) την από 28.06.2013, ποσού 1.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι υπολοίπου Αυγούστου 2012-Απριλίου 2013, 18) την από 01.08.2013, ποσού 3.426,99 ευρώ με αιτιολογία εξόφληση Ιουνίου 2013, 19) την από 8.08.2013, ποσού 88,00 ευρώ με αιτιολογία STL various cases, 20) την από 03.09.2013, ποσού 3.246,99 ευρώ με αιτιολογία STL Ιούλιος 2013, 21) την από 17.9.2013, ποσού 545 ευρώ με αιτιολογία STL sundry legal cases, 22) την από 31.10.2013, ποσού 3.426,99 ευρώ με αιτιολογία εξόφληση Σεπτεμβρίου 2013, 23) την από 13.1.2014, ποσού 70 ευρώ με αιτιολογία προέλεγχος επωνυμίας για ναυτικό πρακτορείο, 24) την από 23.01.2013 ποσού 2.000 ευρώ με αιτιολογία έναντι Δεκεμβρίου 2013, 25) την από 11.02.2014, ποσού 228 ευρώ με αιτιολογία settlement b/ce of various cases, 26) την από 13.02.2014, ποσού 1.603,99 ευρώ με αιτιολογία εξόφληση Ιανουαρίου 2014, 27) την από 17.02.2014, ποσού 286 ευρώ με την αιτιολογία … – έφεση Π. Σ. και 28) την από 24.04.2014, ποσού 1.785,36 ευρώ με αιτιολογία εξόφληση Ε.Β. 2014, ήτοι το συνολικό ποσό των ανωτέρω αποδείξεων ανέρχεται σε 41.626 ευρώ. Οι αποδείξεις αυτές είναι υπογεγραμμένες από την ενάγουσα, πλην όμως σε καμία από αυτές δεν αναγράφεται το όνομα του εκδότη, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα ποσά που αναφέρονται σε αυτές δόθηκαν από την εναγομένη προκειμένου να εξοφληθεί η αμοιβή της ενάγουσας, με δεδομένη μάλιστα την άρνηση της τελευταίας, η οποία ισχυρίζεται ότι οι αποδείξεις αυτές αποτελούν καταβολή μισθοδοσίας της από τις εταιρείες … και … και όχι από την εναγομένη. Επιπλέον στις περισσότερες από τις ανωτέρω αποδείξεις αναφέρεται ότι τα αναγραφόμενα σε αυτές ποσά εδόθησαν έναντι αμοιβής κάποιου μήνα, κι όχι έναντι ή προς εξόφληση συγκεκριμένης υπόθεσης, γεγονός που ενισχύει τους ισχυρισμούς της ενάγουσας ότι αφορούν μισθοδοσία της από τις εταιρείες … και …. Εάν τα ποσά αυτά είχαν δοθεί από την εναγομένη θα αναγράφονταν στις αποδείξεις οι υποθέσεις τις οποίες χειρίστηκε η ενάγουσα και για τις οποίες λαμβάνει αμοιβή. Δεν είναι δυνατό δε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα ουδέποτε της διευκρίνισε σε τι ακριβώς αντιστοιχούσαν οι καταβολές προς αυτή, κι ότι η ίδια (εναγομένη) δεν ενδιαφερόταν να ενημερωθεί σχετικά, επειδή υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης και την ενδιέφερε μόνο το συνολικό κόστος μιας υπόθεσης και όχι ο τρόπος υπολογισμού του. Οπωσδήποτε η εναγομένη ενδιαφερόταν να γνωρίζει ακριβώς τι κατέβαλε και για ποια αιτία στην ενάγουσα, αφού για πιο μικρά ποσά που αφορούσαν για παράδειγμα φωτοτυπίες ή δαπάνη για στάθμευση του αυτοκινήτου της ενάγουσας, υπήρχε διαδικασία υποβολής εγγράφου αιτήματος από μέρους της και έγκρισης από την εναγομένη, πολλώ δε μάλλον θα απαιτείτο αναλυτική αναφορά για ποσά της τάξεως των 1.000 ευρώ και άνω. Σε κάθε περίπτωση, εάν πράγματι είχαν καταβληθεί τα ανωτέρω ποσά στην ενάγουσα, αυτή θα είχε εκδώσει και τις αντίστοιχες αποδείξεις ή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όπως συνέβη και με τα υπόλοιπα ποσά που έλαβε και αναλύθηκαν ανωτέρω, αποκλείεται δε η εναγομένη να κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 41.626 ευρώ και να μην έχει λάβει τα αντίστοιχα παραστατικά από την ενάγουσα. Κατόπιν των ανωτέρω, οι αποδείξεις που προσκομίζει η εναγομένη δεν θα ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, πλην της από 17-02-2014 απόδειξης, ποσού 286 ευρώ, η οποία αφορά στην έφεση του Π. Σ. και το ποσό της οποίας έχει ήδη αφαιρεθεί από το επιδικασθέν στην ενάγουσα ποσό αμοιβής (βλ. σελ. 42 παρούσας απόφασης), η οποία λαμβάνεται υπόψη καθόσον αναφέρει συγκεκριμένη υπόθεση, παρότι δεν αναγράφεται σε αυτήν ο εκδότης της. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων της κρινομένης αγωγής, καθόσον αφενός υπήρξε μακροχρόνια αδράνειά της ως προς την αναζήτηση των επίδικων αμοιβών, αφετέρου αυτή ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της εξέφρασε διαφωνία ως προς το ύψος αυτών, δημιουργώντας στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να εγείρει τις κρινόμενες αξιώσεις, τυγχάνει απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν επέδειξε μακροχρόνια αδράνεια ως προς την άσκηση του δικαιώματός της, αφού κοινοποίησε την επίδικη αγωγή της στην εναγομένη στις 30-06-2015 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Π. Γ. Β. που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα), ήτοι ένα περίπου έτος μετά τη λήξη της προαναφερόμενης σύμβασης παροχής υπηρεσιών της που επήλθε, όπως προεκτέθηκε στις 13-06-2014, ενώ το γεγονός ότι δεν διατύπωσε διαμαρτυρία για τις μικρότερες, των νομίμων αμοιβές της, διαρκούσης της ανωτέρω σύμβασης, οφειλόταν στη βούλησή της να μην διαταράξει την εργασιακή της σχέση, καθόσον είχε συμφέρον να συνεχίζει να εργάζεται στην εναγομένη, αλλά και στην εταιρεία … όπου εργαζόταν ως έμμισθη δικηγόρος (ΑΠ 139/2010 ΔΕΕ 2011.109). Συνεπώς, δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της, δεδομένου ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός δεν δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην εναγομένη περί μη διεκδίκησης των οφειλομένων σε αυτήν, αφού ουδέποτε η ενάγουσα ρητά παραιτήθηκε από τις σχετικές αξιώσεις της (πρβλ. ΑΠ 556/2008 και ΕφΠειρ 185/2010, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της εναγομένης, αφού δεν προσκομίζει προς τούτο κανένα στοιχείο αποδεικτικό της οικονομικής της κατάστασης (πρβλ. ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε η ενάγουσα ζητά τη νόμιμη αμοιβή της για τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατ’ εντολήν της εναγομένης, σύμφωνα δε με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων, που καθορίζονται στα άρθρα 63 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεως της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους του άρθρου 454 ΑΚ ή άλλη συμφωνία), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174, 180 ΑΚ). Συνεπώς, ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή, όπως προεκτέθηκε, είναι άκυρη. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι δεν ενημερώθηκε από την ενάγουσα για την αμοιβή της και ότι σε περίπτωση που γνώριζε εξ αρχής ποια θα ήταν αυτή (αμοιβή) θα έπραττε διαφορετικά κατά τις διαπραγματεύσεις και θα ανέθετε πιθανώς συγκεκριμένες υποθέσεις σε άλλο δικηγόρο, αφού η αμοιβή που ζητά η ενάγουσα είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη από το νόμο και ο οποιοσδήποτε δικηγόρος και εάν ήταν στη θέση της την ίδια αμοιβή θα δικαιούτο. Μετά ταύτα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα α) το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (16.797,22 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (3.863,36 €) για το αναλογούν Φ.Π.Α. 23% με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταβολής στην ενάγουσα του παραπάνω οφειλόμενου κεφαλαίου των 16.797,22 ευρώ και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και γ) το ποσό των εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (139,40 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν όλω προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ). Ενόψει δε της προαναφερόμενης κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής στο σύνολό της, θα πρέπει να απορριφθεί η υποβληθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της αιτούσας – ενάγουσας, καθόσον η τελευταία έχει πλέον στα χέρια της τίτλο εκτελεστό (904 §§1 και 2 περ.α΄ ΚΠολΔ) και μπορεί με αυτόν να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση της απαιτήσεως της, οπότε δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να εξασφαλισθεί δια του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης – εναγομένης. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178 παρ. 2 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-4-2015 αγωγή με την υποβληθείσα με τις προτάσεις αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα α) το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (16.797,22 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, β) το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (3.863,36 €) για το αναλογούν Φ.Π.Α. 23% με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταβολής στην ενάγουσα του παραπάνω οφειλόμενου κεφαλαίου των 16.797,22 ευρώ και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και γ) το ποσό των εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (139,40 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν όλω προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Π., στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 25 Απριλίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ