Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   1230/2016

(Αριθ. καταθ. …, …, …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, την οποίαν όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 31η Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. Της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, 2. Δ. Κ. του Δ., κατοίκου Ζ., 3. Ε. Τ. του Δ., κατοίκου Ζ. και 4. Ι. Π. του Α., κατοίκου Π., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Θεόδωρου Κρητικόπουλου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. Της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στα B. V. I. και εκπροσωπείται νόμιμα, πλοιοκτήτριας της Θ/Γ …, σημαίας Β.ς, νηολογίου …, πρακτορευόμενης στην Ελλάδα από την Α.Ε. με την επωνυμία «… S.A.», που εδρεύει στον Π….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ιωάννη Παληού. 2. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, πλοιοκτήτριας της Θ/Γ …, πρώην νηολογίου Πειραιά, πρακτορευόμενης στην Ελλάδα από την Α.Ε. με την επωνυμία «… S.A.», που εδρεύει στον Π…….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε, ήταν απούσα και για την οποίαν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων   παραιτήθηκε από το δικόγραφο με δήλωσή του στο ακροατήριο. 3. Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως παραδεκτά διορθώθηκε στο ακροατήριο η επωνυμία της εταιρείας από το εσφαλμένο «…», πλοιοκτήτριας της Θ/Γ …, σημαίας Ελλάδας, όπως παραδεκτά διορθώθηκε στο ακροατήριο από το εσφαλμένο σημαίας Β.ς, νηολογίου Πειραιά, με αντίκλητο στην Ελλάδα τον Γ. Γ. του Σ., κάτοικο Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Κυριακής Ξύγγη.

ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ ΜΕ ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Λ. Αγγλίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Κυριακής Ξύγγη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Π. Γαλλίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Λεμονιάς Φραγκή.

ΤΗΣ ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Π. Γαλλίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Λεμονιάς Φραγκή.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : 1. Της Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο … Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, 2. Δ. Κ. του Δ., κατοίκου Ζ., 3. Ε. Τ. του Δ., κατοίκου Ζ. και 4. Ι. Π. του Α., κατοίκου Π., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Θεόδωρου Κρητικόπουλου.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Λ. Αγγλίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Κυριακής Ξύγγη.

Οι ενάγοντες κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την από 29.11.2013, με αριθμό κατάθεσης …, αγωγή τους, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 18.3.2014, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 14.10.2014 και, μετά από νέα αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Περαιτέρω, η ανακοινούσα τη δίκη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την από 29.1.2014, με αριθμό κατάθεσης …, ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 14.10.2014 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. Τέλος, η προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την από 15.9.2014, με αριθμό κατάθεσης …, πρόσθετη παρέμβαση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, τα δικόγραφα των οποίων συνεκφωνήθηκαν με την προβλεπόμενη σειρά από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Φέρονται νόμιμα προς συζήτηση 1) η από 29.11.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κύρια αγωγή, 2) η από 29.01.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή και 3) η από 15.9.2014, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ. 1, 285 και 246 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 και 297 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση νομοτύπου παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής με δήλωση καταχωριζομένη στα πρακτικά της συζητήσεως ή με έγγραφο, επιδιδόμενο στον αντίδικο του παραιτουμένου, θεωρείται ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε, στην προκειμένη δε περίπτωση οι ενάγοντες με δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συζητήσεως, παραδεκτώς παραιτείται του δικογράφου της κρινομένης αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγομένη και ως εκ τούτου η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτήν.

Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) ή Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19-6/4-7-1996 στον ΚΝοΒ 1996 σελ. 998). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς. Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο της Σύμβασης (βλ. CMI Yearbook 1999, σελ. 457 – 459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης. Για τους σκοπούς της Διεθνούς Συμβάσεως αυτής κατ’ άρθρο 1α επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε κίνδυνο σε οποιαδήποτε ύδατα, πλεύσιμα ή μη. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από το νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατ` άρθρα 12, 13 παρ.3 προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των σωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τη σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής κατ’ άρθρα 6, 14 και 17 αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλομένων γένεση των εκ του νόμου υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 § 1, άσχετα με τη σειρά με την οποία αναφέρονται. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα (ΕφΠειρ 893/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ. 311, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΕφΠειρ 953/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.193). Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου, αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του πλοίου που κινδυνεύει. Επίσης είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενο της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι σοβαρός, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3) ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων κ.α. (ΕφΠειρ 893/2013, ο.π., ΕφΠειρ 516/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.442). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή αποτελούν : α) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ) η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (ΕφΠειρ 480/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 254/2014, ΕλΔνη 2015, σ.524, ΕφΠειρ 76/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 893/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ. 311, ΕφΠειρ 704/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.317, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΕφΠειρ 516/2010, ο.π., ΕφΠειρ 831/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.71, ΕφΠειρ 913/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.63, ΕφΠειρ 297/2009, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010, σ.513, ΕφΠειρ 849/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.43,  ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 36.139, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006, σ. 193). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 251, 252, 254, 255 ΚΙΝΔ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον το αρωγό είναι πλοίο υπό ελληνική σημαία (το οποίο δεν διενεργεί επαγγελματικώς διασώσεις), το μισό της αμοιβής ανήκει στον πλοιοκτήτη, το τέταρτο αυτής στον πλοίαρχο και το υπόλοιπο τέταρτο στο πλήρωμα, κάθε δε φορέας δικαιωμάτων από τη νομική σχέση της αρωγής νομιμοποιείται προς έγερση αγωγής. Ο πλοιοκτήτης του βοηθήσαντος πλοίου δικαιούται αυτοτελώς να εγείρει αγωγή για το μέρος της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν κατά των υπόχρεων κατά νόμο προς πληρωμή της αμοιβής. Τα ίδια δικαιώματα έχουν και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα. Οι τελευταίοι έχουν ευθεία αγωγή κατά των υπόχρεων σε καταβολή της αμοιβής, διότι το δικαίωμα τούτο αναγνωρίζεται σ’ αυτούς ρητώς από το άρθρο 255 του ΚΙΝΔ, το οποίο ορίζει ότι ο πλοίαρχος εκπροσωπεί και τα μέλη του πληρώματος ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον αυτά δεν παρίστανται άλλως, ήτοι αυτοπροσώπως ή με οποιονδήποτε άλλο αντιπρόσωπο (ΕφΠειρ 906/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ. 68). Άλλωστε, υποκείμενα της σύμβασης θαλάσσιας αρωγής είναι ο πλοιοκτήτης του δεχόμενου την αρωγή πλοίου, ο κύριος του φορτίου που μεταφέρεται, ο δικαιούχος του ναύλου που βρίσκεται σε κίνδυνο και ο κύριος κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατά την έννοια του όρου στο άρθρο 1 περιπτ. γ΄ της Σύμβασης του Λονδίνου από τη μία πλευρά. Από την άλλοι, οι δικαιούχοι της αμοιβής και της τυχόν οφειλόμενης ειδικής αποζημίωσης είναι ο πλοιοκτήτης του αρωγού πλοίου, ο πλοίαρχος και το πλήρωμά του ή, αν πρόκειται για επαγγελματικό ναυαγοσωστικό και εφαρμογή έχει το ελληνικό δίκαιο, ο πλοιοκτήτης του ναυαγοσωστικού. Εάν η εκμετάλλευση του πλοίου έχει δοθεί σε τρίτο, ο τρίτος αυτός (ο εφοπλιστής) είναι και το πρόσωπο που συμβάλλεται, αντλεί δικαιώματα και υποχρεώσεις από τη σύμβαση, αναφορικά με το πλοίο που διασώζεται. Ο κύριος του πλοίου, ο οποίος δεν το εκμεταλλεύεται, δε δικαιούται να ζητήσει αμοιβή για επιθαλάσσια αρωγή και δεν είναι υποκείμενο της σύμβασης θαλάσσιας αρωγής (βλ. Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», τόμος τρίτος, σελ. 366). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ. (νόμος 3816/1988) γίνεται διάκριση, μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε. όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 Κ.Ι.Ν.Δ., ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήρια, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΕφΠειρ 672/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.410, ΕφΠειρ 408/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.19 ΕφΠειρ 1109/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ.453).

Με την υπό κρίση αγωγή, ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου αυτής, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις της (224 ΚΠολΔ), η πρώτη ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει σχετικής συμφωνίας που κατήρτισε, νομίμως εκπροσωπούμενη, με την πλοιοκτήτρια του πλοίου Ρ/Κ …, Νηολογίου Πειραιά υπ’ αριθμ. …, εταιρεία με την επωνυμία «…», με την οποίαν είχε καταρτίσει το από 27.8.2010 ιδιωτικό προσύμφωνο αγοραπωλησίας του ως άνω πλοίου, απέκτησε (πριν την ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών που απαιτούνταν για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης αγοραπωλησίας και μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου σε αυτήν) δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης του εν λόγω πλοίου, δια της παράδοσης σε αυτήν (την ενάγουσα) του πλοίου αυτού από την ανωτέρω πωλήτρια, δικαίωμα που διατήρησε η ενάγουσα έως την 3.9.2012, οπότε αποφασίστηκε η εκ νέου παράδοση του πλοίου από την αγοράστρια ενάγουσα στην πωλήτρια και πλοιοκτήτρια αυτού, λόγω αδυναμίας εκδόσεως των αναγκαίων για την πώλησή του πιστοποιητικών. Ότι την 3.12.2011, οπότε πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου ήταν ο δεύτερος ενάγων και πλήρωμα ο τρίτος και τέταρτος εξ αυτών (Α΄ μηχανοδηγός και ναύτης, αντίστοιχα), στο θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν της Μαρίνας Ζέα Φαλήρου και ενώ το εν λόγω πλοίο εκτελούσε εργασίες ρυμούλκησης φορτηγίδων, στα πλαίσια εκτέλεσης υφάλων εκσκαφών στην κοίτη του Κηφισού ποταμού, για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας, η οποία συμμετείχε στην … …. …. (με διακριτικό τίτλο Κ/Ξ …, η οποία (Κοινοπραξία) είχε αναλάβει, ως υπεργολάβος, την εκτέλεση των εργασιών αυτών, σε συνέχεια σύμβασης υπεργολαβίας που είχε καταρτίσει την 22.1.2010 με την εταιρεία «….», το ως άνω πλοίο παρέχσε αποτελεσματική σωστική αρωγή στα διατρέξαντα κίνδυνο πλοία που εκτίθενται στην αγωγή, ήτοι στην θαλαμηγό Θ/Γ …, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, η οποία ήταν πλαγιοπρυμνοδετημένη στο νότιο τμήμα της Μαρίνας Ζέα Φαλήρου και επί της οποίας εκδηλώθηκε πυρκαγιά, καθώς και στην παρακείμενη αυτής θαλαμηγό Θ/Γ …, δια της άμεσης ενημέρωσης του Λιμεναρχείου, της, δια της προσέγγισης της φλεγόμενης (πρώτης) θαλαμηγού, εκτέλεσης εργασιών πυρόσβεσης αυτής, προκειμένου να περιοριστεί η πυρκαγιά, καθώς και δια της ρήψης ύδατος στο δεύτερο ως άνω, παρακείμενο, πλοίο, προκειμένου να αποφευχθεί η εξάπλωση σε αυτό της πυρκαγιάς, υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι, χάρη στις υπηρεσίες αρωγής που παρείχε το ανωτέρω πλοίο των εναγόντων και τον από μέρους τους περιορισμό της πυρκαγιάς, η μεν Θ/Γ …, δεν καταστράφηκε ολοσχερώς αλλά ήδη επισκευάζεται προς πλήρη αποκατάστασή της, ενώ παράλληλα απεφεύχθη ο κίνδυνος επέκτασης της πυρκαγιάς στην παρακείμενη θαλαμηγό Θ/Γ …. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενοι περαιτέρω οι ενάγοντες ότι το μεν πλοίο Ρ/Κ … χρησιμοποιείτο κατά τη στιγμή που ανέλαβε την επιθαλάσσια αρωγή ως ρυμουλκό και όχι ως ναυαγοσωστικό, καθώς και ότι η μεν εμπορική αξία της Θ/Γ … ανέρχονταν πριν την πυρκαγιά στο ποσό των 8.000.000 Ευρώ και μετά την πυρκαγιά στο ποσό των 4.000.000 Ευρώ, η δε εμπορική αξία της Θ/Γ … ανέρχονταν στο ποσό των 4.000.000 Ευρώ, ζητούν, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους (αρθρ. 223, 224, 295 παρ.1 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν, η μεν πρώτη εναγομένη (…), στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 100.000 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 50.000 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες από κοινού το ποσό των 50.000 Ευρώ, η δε τρίτη εναγομένη (…), στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 20.000 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.000 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες από κοινού, τα οποία αντιστοιχούν στην εύλογη αμοιβή των εναγόντων, η οποία ανέρχεται στο 5% της διασωθείσας αξίας του πρώτου ως άνω πλοίου και  στο 1% του δεύτερου ως άνω πλοίου, συνυπολογιζομένων της διασωθείσας αξίας αυτών, του μεγέθους της επιτυχίας των εναγόντων κατά την αποτροπή των κινδύνων που τα απειλούσαν, του κινδύνου από πυρκαγιά στον οποίον εκτέθηκε το πλήρωμα του αρωγού πλοίου και του έγκαιρου της παρέμβασης – πυρόσβεσης αυτών. Ζητούν, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (αρθρ. 42 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (αρθρ. 24  Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001), καθόσον οι πρώτη και τρίτη εναγόμενες, οι οποίες εδρεύουν στην Αλλοδαπή, παρίστανται κατά τη συζήτηση της αγωγής και δεν προβάλλουν αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου (ΕφΠειρ 416/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.444). Περαιτέρω, εν όψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Το δικαίωμα για την καταβολή της αμοιβής στο σύνολό του γεννιέται από τη σύμβαση αρωγής, που είναι μια ιδιότυπη σύμβαση μίσθωσης έργου που καταρτίζεται και σιωπηρά (βλ. Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. 2007, τόμος τρίτος, σ. 346 -347) και η οποία είναι αμφιμερώς εμπορική κατά την έννοια του άρθρου 3 του από 2/14.5.1835 β.δ. «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων» (Καραβά, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, παρ. 27, σ. 35, Σ. Σταυροπούλου, Ερμηνεία Εμπορικού και Ναυτικού Δικαίου, σ. 498). Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την ευθύνη της εναγομένης για καταβολή αμοιβής επιθαλάσσιας αρωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ειδικότερα δε αυτό της άνω Διεθνούς Σύμβασης για την επιθαλάσσια αρωγή του 1989 που υπεγράφη στο Λονδίνο και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2391/1996, ως το δίκαιο με το οποίο η ένδικη σύμβαση, συνδέεται προδήλως στενότερα (αφού ελληνική σημαία φέρει το φερόμενο ως αρωγό πλοίο και είναι αυτό το δίκαιο το πιο οικείο στην ενάγουσα – διασώστρια) και είναι το δίκαιο της χώρας όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους τα μέρη που παρείχαν τη χαρακτηριστική παροχή (επιθαλάσσια αρωγή), αλλά και λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του, καθώς η ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του και οι εναγόμενες δεν αντιλέγουν (άρθρο 4 παρ.3 και 4 και άρθρο 3 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008, εφαρμοζόμενα αναλογικά, ως εκ της νομικής φύσεως της θαλάσσιας αρωγής, ως σύμβασης έργου που καταρτίζεται σιωπηρά, πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 542/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.418, ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998, σ.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22, σ.457). Σύμφωνα με το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, ήτοι προσδιορίζονται επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο οι προϋποθέσεις που, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις θαλάσσιας αρωγής, ήτοι α) οι περιστάσεις που υποδηλώνουν τον πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο που διέτρεξαν τα πλοία των εναγομένων, β) οι ενέργειες στις οποίες προέβη το πλήρωμα του ρυμουλκού σκάφους που ευρίσκετο υπό την εκμετάλλευσης της πρώτης ενάγουσας για την αποτροπή των ανωτέρω κινδύνων και γ) το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, αφετέρου δε εξειδικεύονται τα κριτήρια που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 13§1 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου της 28.04.1989 για τον καθορισμό της αμοιβής της ενάγουσας, χωρίς να είναι αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής ενός αρωγού με την οποία διώκεται η εκ του νόμου προβλεπόμενη αμοιβή του να γίνεται μνεία όλων των κριτηρίων που προβλέπονται στην ανωτέρω διάταξη, αφού τα κριτήρια αυτά λαμβάνονται υπ’ όψιν εφόσον και στο μέτρο που συνέτρεξαν στο πρόσωπο του κάθε αρωγού. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του προσώπου της πρώτης ενάγουσας ως δικαιούχου της αμοιβής από επιθαλάσσια αρωγή, αφού αυτή αναφέρεται ως το νομικό πρόσωπο το οποίο είχε την εκμετάλλευση του αρωγού πλοίου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, τυγχάνει αυτό νομιμοποιούμενο ενεργητικά προς είσπραξη της εν λόγω αμοιβής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ακολούθως, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13, 24 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 246, 247, 248, 251, 252 και 254 του ΚΙΝΔ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατ’ άρθρο 15 παρ. 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον το αναφερόμενο ως αρωγό πλοίο της ενάγουσας έχει ελληνική σημαία και φέρεται ως κατ’ επάγγελμα ναυαγοσωστικό πλοίο (ΕφΑθ 8817/76 ΕΝΔ 16.70, ΕφΠειρ 1132/81 ΕΝΔ 10.212, ΠΠΠειρ 3647/2001 ΕΝΔ 30.37, ΠΠρΠειρ 1635/1980 ΕΝΔ 9.145) και είναι (οι διατάξεις), κατά περιεχόμενο, σχεδόν ίδιες με αυτές της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 70 και 176 ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά την τροπή των αιτημάτων της αγωγής από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, ενώ δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη σε πράξη ή παράλειψη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και συνεπώς, η ενέργεια της εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτή παρέχει (ΕφΠειρ 1066/1991 ΕΝαυτ 1992, σ. 178, ΠΠρΑθ 1557/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, καθόσον η παραίτηση από το δικόγραφο, με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καταλύει αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς, δεν συνεπάγεται αναδρομική ή μη άρση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία με την ως άνω όχληση έχει ήδη  επέλθει, με την επίδοση της αγωγής (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 457/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α., μετά από τηλεφωνική πρόσκληση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. 14332583/4.5.2016 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιώς με τα επικολληθέντα σε αυτό ένσημα του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Π., ενώ, περί της σχετικής υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που ασκήθηκαν μετά την 25.7.2011, βλ. αρθρ. 70 Ν. 3994/2011 και, περαιτέρω, περί της Συνταγματικότητας της σχετικής ρύθμισης, βλ., αντί πολλών, ΠΠρΑθ 2554/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 1427/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 22937/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί το με αριθμό 20700009453/2.12.2013 γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από τον μεν πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, το με αριθμό Α 020255/3.4.2015 γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΠ, από δε τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης και τρίτης των εναγομένων, τα με αριθμούς Α019389/31.3.2015 και Α 019377/31.3.2015 γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει).    Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου για την επιθαλάσσια αρωγή (Ν. 2391/1996), «… Κάθε αξίωση σχετική με αμοιβή η οποία        προβλέπεται απ’ την παρούσα Σύμβαση θα παραγράφεται, εάν μέσα σε μία περίοδο δύο ετών δεν ασκήθηκε αγωγή ή δεν κινήθηκε διοικητική διαδικασία. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα του τερματισμού της επιχείρησης αρωγής». Η εν λόγω διάταξη, ως προς την έναρξη της προθεσμίας της παραγραφής, επικρατεί εκείνης του άρθρου 291 παρ.1 του ΚΙΝΔ. Ως προς την αναστολή και διακοπή της παραγραφής, όμως, εφαρμογή έχουν οι ρυθμίσεις του κοινού δικαίου, ήτοι τα  άρθρα 255 επομ, 260 επομ. ΑΚ (βλ. Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», τόμος πρώτος, σ.452). Σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις των άρθρων 261, 270 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση (επίδοση, αρθρ. 221 παρ.1 ΚΠολΔ) της σχετικής αγωγής για την αξίωση, η δε παραγραφή που διακόπηκε κατά τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης 261 ΑΚ, αν διακοπή αυτή, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται, ενώ από το τέλος της διακοπής αρχίζει νέα παραγραφή (βλ. ΕφΠειρ 643/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.450). Εξάλλου, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη ο ναυτικός πράκτορας ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής είναι βάσει αυτής αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας) κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και συνεπώς είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ’ αυτήν (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγο εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (πρβλ. ΑΠ 1207/2000 ΕΕμπΔ 52,100,  με την οποίαν παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ως άνω ζήτημα, χωρίς ωστόσο να έχει εκδοθεί επ’ αυτής, μέχρι τώρα, απόφαση). Αφού λοιπόν ο (ναυτικός) πράκτορας του πλοίου είναι δεκτικός κατ’ άρθρο 713 του ΑΚ επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει δικογράφων, πολύ περισσότερο τη δυνατότητα αυτή την έχει η διαχειρίστρια των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας αφού η πρώτη (διαχειρίστρια) έχει την γενική διαχείριση σε έκταση τουλάχιστον ίση και συνήθως μεγαλύτερη εκείνης του ναυτικού πράκτορα, δεδομένου μάλιστα ότι όπως κατά κανόνα η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων (βλ. ΕφΠειρ 299/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.39, ΕφΠειρ 1316/1995 ως άνω και Επιθ.Εμπ.Δικ. 1996, 570, ΠΠρΠειρ 1116/1997, ΕΝΑΥΤΔ 1997, σ.204, πρβλ., αναφορικά με αντίστοιχη εξουσία του αντιπροσώπου στην Ελλάδα αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, που συνάπτει στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο πλοιοκτησίας αλλοδαπής εταιρείας, κατ’ αρθρ. 1 παρ.1 ν. 762/1978, ως εκ του νόμου αντικλήτου της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας, ΑΠ 1090/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 159, 160 και 271 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν ο εναγόμενος, που δεν κλήθηκε νόμιμα, εμφανισθεί παρ’ όλα αυτά προς συζήτηση της αγωγής, το Δικαστήριο απέχει να τη συζητήσει, μόνον εφόσον αυτός επικαλεσθεί και αποδείξει βλάβη από την έλλειψη της ελαττωματικότητας της επίδοσης που δεν μπορεί να καλυφθεί διαφορετικά (ΕφΠειρ 741/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.361).

Η πρώτη εναγομένη, με τις προτάσεις τις στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ισχυρίζεται (ορθώς εκτιμώμενου του σχετικού ισχυρισμού) ότι η αξίωση των εναγόντων για καταβολή αμοιβής λόγω επιθαλάσσιας αρωγής έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή της σχετικής διάταξης της Σύμβασης του Λονδίνου ενόψει του ότι, από την ημέρα τερματισμού της επιχείρησης αρωγής (3.12.2011) μέχρι τη συζήτηση αυτής, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή, καταταθείσα στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 2.12.2013 (δύο έτη μετά τον τερματισμό της αρωγής) ουδέποτε επιδόθηκε νόμιμα στην έδρα της πρώτης εναγομένης, στην αλλοδαπή, μέσω της Εισαγγελίας Πειραιώς και αιτείται την απόρριψη της αγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, τυγχάνει ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Ακολούθως, οι ενάγοντες, με την προσθήκη – αντίκρουση, που εμπροθέσμως, κατ’ αρθρ. 237 παρ.3 ΚΠολΔ, κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, ισχυρίζονται ότι έχει επέλθει διακοπή της παραγραφής, σε συνέχεια της νόμιμης επίδοσης της υπό κρίση αγωγής στην έδρα στην ημεδαπή της πράκτορος και αντικλήτου της πρώτης εναγομένης, εταιρεία με την επωνυμία «…», δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, την οποίαν προσκομίζουν και επικαλούνται αυτοί. Ο ισχυρισμός αυτός, συνιστά αντένσταση διακοπής της παραγραφής, είναι ορισμένος και νόμιμος, πρέπει, δε, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του  βασιμότητα.

Το άρθρο 88 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στην δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, δυνάμει του νόμου ή συμβάσεως, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση της προσεπικλήσεως να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μια η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μια η ασκούμενη με την προσεπίκληση επί πλέον δεν απαιτείται η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι μόνο αν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτή (την πρώτη) αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως, βάσει της δεύτερης, κατά του προσεπικαλουμένου. Αντιθέτως, αν η έννομη σχέση είναι μία, ο ενάγων όμως αμφιβάλλει (εκ λόγων νομικών ή πραγματικών) ως προς το πρόσωπο του οφειλέτη, ή αν οι επικαλούμενες έννομες σχέσεις στηρίζονται σε αντίθετα περιστατικά ή σε αντίθετη ερμηνεία του νόμου, έτσι ώστε η παραδοχή της μίας να αποκλείει την άλλη, οπότε και πάλι μόνο μία έννομη σχέση υπάρχει, προσεπίκληση δεν επιτρέπεται, όπως δεν επιτρέπεται ούτε διαζευκτική εναγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές, αν υπάρχει ευθύνη του τρίτου, η ευθύνη αυτή στηρίζεται σε αιτία αυτοτελή και όχι εξαρτημένη από την τύχη της έννομης σχέσης, που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, όπως απαιτεί το άρθρ. 88 ΚΠολΔ (ΑΠ 1202/1994, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1171/2000, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2001, σ.78, ΠΠρΠειρ 3429/2000, ΑρχΝ 2001, σ.69, ΜΠρΘεσσαλ 9956/2009, Αρμ 2009, σ.1703). Με την προσεπίκληση αυτή μπορεί να ενωθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, υπό την αίρεση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, κατ’ αρθρ. 69 παρ.1ε΄, σε συνδυασμό με αρθρ. 283 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1188/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 9956/2009, ο.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, η τρίτη κυρίως εναγομένη, με την από 29.1.2014 (αριθμ. κατάθεσης …) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, μετά της ενωμένης σε αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, εκθέτει ότι έχει ασκηθεί εναντίον της η κύρια, από 29.11.2013 (αριθμ. κατάθεσης …) αγωγή των κυρίως εναγόντων, το περιεχόμενο της οποία παραθέτει αυτολεξεί και με την οποία οι τελευταίοι ζητεί να υποχρεωθεί αυτή να τους καταβάλει ποσό 20.000 Ευρώ στον πρώτο κυρίως ενάγοντα, 10.000 Ευρώ στον δεύτερο κυρίως ενάγοντα και ποσό 10.000 Ευρώ στους τρίτο και τέταρτο κυρίως ενάγοντες, από κοινού, ως αμοιβή λόγω παροχής επιθαλάσσιας αρωγής στο πλοίο Θ/Γ …, πλοιοκτησίας της εν λόγω κυρίας εναγομένης, στη Μαρίνα Ζέα Φαλήρου, κατά την 3.12.2011, υπό τα ειδικότερα εκεί διαλαμβανόμενα. Ότι περαιτέρω, δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης και (ορθώς εκτιμωμένου του εν λόγω δικογράφου) είχε ισχύ κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ενώ επισυνάπτονται σε αυτό οι «Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών 1/11/85» (“Institute Yacht Clauses 1/11/85), σύμφωνα με τους οποίους «η παρούσα ασφάλιση υπόκειται στο Αγγλικό Δίκαιο και Πρακτική», διαλαμβάνεται όρος, σύμφωνα με τον οποίον οι δαπάνες και τα έξοδα διάσωσης που πραγματοποιήθηκαν για να αποφευχθεί ζημία / απώλεια από καλυπτόμενους κινδύνους, μπορούν να αποζημιωθούν ως ζημία/ απώλεια από τους κινδύνους αυτούς. Ότι, περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 65 παρ.1 του Αγγλικού Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης ορίζει ότι «με την επιφύλαξη κάποιας ρητής διάταξης στη σύμβαση ασφάλισης, δαπάνες διάσωσης που πραγματοποιήθηκαν για την αποτροπή κάποιας ζημίας από καλυπτόμενους κινδύνους μπορούν να αποζημιωθούν ως ζημία λόγω των κινδύνων αυτών», ενώ περαιτέρω στη διάταξη της παρ.2 του ιδίου άρθρου, ορίζεται ότι «Δαπάνες Διάσωσης» νοούνται τα έξοδα που είναι αποζημιωτέα σύμφωνα με το ναυτικό δίκαιο στον αρωγό/διασώστη ανεξαρτήτως ύπαρξης σχετικής σύμβασης θαλάσσιας αρωγής.   Ότι, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης ασφάλισης, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, υποχρεούται να την αποζημιώσει, για όποιο ποσό ή ποσά τυχόν καταστεί κατά νόμον η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες, για παροχή προς αυτήν υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη ότι έχει αυτή έννομο συμφέρον προκειμένου να προσεπικαλέσει την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη, ασφαλιστική εταιρεία, στην ανοιγείσα εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτής και των εναγόντων στην κύρια αγωγή, ζητεί, να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση ασφαλιστική εταιρεία, να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτής και των εναγόντων επί της (κύριας) από 29.11.2013, με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, σε περίπτωση δε ήττας της στην κυρία δίκη να υποχρεωθεί η καθής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, να της καταβάλει, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 40.000 Ευρώ, άλλως οποιοδήποτε ποσόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες της κυρίας αγωγής, συμπεριλαμβανομένων νομίμων τόκων και εξόδων, άλλως να υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει η ίδια στους ενάγοντες το ανωτέρω ποσό των 40.000 Ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε τυχόν επιδικασθεί από το Δικαστήριο στους ενάγοντες σε περίπτωση ήττας της. Ζητεί, επίσης, να καταδικασθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, σε καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση προσεπίκληση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 10, 14 §2 και 31 §1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία προέρχεται από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (από την επισκόπηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου συνάγεται ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συνήφθη στις 16-7-2010) αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Η αυτονομία όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της εννοίας του συνδέσμου, να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο, είναι εύλογη και φυσική. Στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής  και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Συνεπώς ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τοιαύτης συμβάσεως με το Αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος. Εξάλλου, οι όροι του ασφαλιστηρίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση ασφαλίσεως, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (βλ. ΑΠ 1584/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.45, ΕφΠειρ 11/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΠειρ 619/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.137, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31, σ.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29, σ.165). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, γίνεται ρητή μνεία στην εφαρμογή του Αγγλικού Δικαίου στην εν λόγω σύμβαση ασφάλισης, ενώ από την επισκόπηση του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τα οποία αμφότερα τα διάδικα μέρη προσκομίζουν και επικαλούνται, συνάγεται ότι με σχετική ρήτρα αυτών, έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική (βλ. σελ. 10 του ασφαλιστηρίου, προσκομιζόμενο σε αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική).  Επομένως, ενόψει του ότι ουδέν άλλο περί τούτου επικαλούνται οι διάδικοι με τις προτάσεις τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αντιθέτως, συνομολογούν την κατάρτιση των όρων του εν λόγω ασφαλιστηρίου, εφαρμοστέο τυγχάνει, στην προκειμένη περίπτωση (ύπαρξη και εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων της),  σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, δηλαδή το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία «Institute Yacht Clauses 1.11.85», οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το περιεχόμενο των κανόνων του εν λόγω αλλοδαπού αγγλικού δικαίου σε σχέση με τη θεμελίωση της υπό κρίσιν διαφοράς, αναζήτησε με δικές του ενέργειες το παρόν Δικαστήριο, ενώ το περιεχόμενο τούτου δεν αμφισβητεί ειδικά η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002.55, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906), 2) ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906), 3) ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Εν όψει όλων των προαναφερομένων νομικών κανόνων και διατάξεων του αγγλικού νόμου, της αγγλικής νομολογίας και της τοιαύτης πρακτικής σχετικώς με τα θέματα της θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως, που αφορούν στη προκειμένη υπόθεση, η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου και την προαναφερθείσα (όπως αυτή εκτίθεται στην αγωγή και το περιεχόμενό της δεν αμφισβητείται από την παρεμπιπτόντως εναγομένη) διάταξη του άρθρου  65 της Μ.Ι.Α. 1906, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 346 ΑΚ, 68, 69 εδ. δ και ε΄, 88, 89, 92 και 176 επ του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori, με την επισήμανση ότι α) μετά τον περιορισμό του αιτήματος της κύριας αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή, τυγχάνει απορριπτέα ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (περί της, παρόλα αυτά, σχετικής υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών που ασκήθηκαν μετά την 25.7.2011, ορ. ανωτέρω, σχετική αναφορά στο οικείο κεφάλαιο που αφορά στην κύρια αγωγή) και β) το επικουρικά σωρευόμενο αίτημα όπως  υποχρεωθεί η προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει η ίδια στους ενάγοντες το επιδικαζόμενο στην ενάγουσα ποσό τυγχάνει απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο καθόσον, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δε γεννάται ευθεία αξίωση των αρωγών έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας, προς καταβολή σε αυτούς ασφαλιστικής αποζημίωσης συνεπεία εκτέλεσης από μέρους τους επιθαλάσσιας αρωγής, πολύ, δε, περισσότερο, δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις να αιτηθεί τούτο η εδώ παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλισμένη, για λογαριασμό των αρωγών (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 88, αριθμ. 1). Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α., μετά από τηλεφωνική πρόσκληση της πληρεξουσίας δικηγόρου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιώς με τα επικολληθέντα σε αυτό ένσημα του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Π.) και β) για το παραδεκτό της άσκησης της παρεμπίπτουσας αγωγής έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από την μεν πληρεξούσια δικηγόρο της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε την πληρεξούσια δικηγόρο της παρεμπιπτόντως εναγομένης, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει).

Περαιτέρω, η ως άνω προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρεία, ασκεί, δια του από 15.9.2014 και με αριθμό κατάθεσης … δικογράφου της πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της προσεπικαλούσας (τρίτης) εναγομένης, με την οποίαν, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της ως εκ της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της τελευταίας, την οποίαν ενδέχεται να αποζημιώσει εάν καταδικασθεί να καταβάλει στους ενάγοντες επί της κύριας αγωγής αμοιβή για την επιθαλάσσια αρωγή που οι τελευταίοι με την κρινόμενη κύρια αγωγή ισχυρίζονται ότι προσέφεραν, ζητεί την απόρριψη της από 29.11.2013, με αριθμό κατάθεσης … αγωγής. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, έχει ασκηθεί παραδεκτά και νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αρθρ. 68, 80, 81 και 82 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται η πρώτη εναγομένη και ελήφθη μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της, εναγόντων (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Α. Α., περί επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, της από 11.3.2014 κλήσης της πρώτης εναγομένης), τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του …, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Δ. Πετράκη, που προσκομίζει και επικαλείται η τρίτη εναγομένη και ελήφθη μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της, εναγόντων (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Π. Α., περί επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, της από 13.3.2015 κλήσης της τρίτης εναγομένης) και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, καθώς και τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Γ. Ι., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, την οποίαν προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες με την από 3.4.2015 προσθήκη των προτάσεών τους, η οποία λήφθηκε ύστερα από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων τους εναγομένων που έλαβε χώρα κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής και καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, με τη διευκρίνιση ότι τόσο η ένορκη αυτή βεβαίωση, όσο και τα λοιπά προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους με την προσθήκη των προτάσεών τους, έγγραφα, λαμβάνονται υπόψη μόνο για την αντίκρουση των νέων ισχυρισμών που προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση, από τους αντιδίκους τους (αρθρ. 237 παρ.3 συνδ. 270 παρ. 2 εδαφ. δ ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Η πρώτη ενάγουσα τυγχάνει ναυτική εταιρεία, συσταθείσα κατά το έτος 2008, με αντικείμενο εργασιών την κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων και την απόκτηση μετοχών άλλων Ναυτικών Εταιρειών που έχουν το ίδιο ως άνω σκοπό (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, από 12.6.2008 καταστατικό αυτής). Δυνάμει του από 27.8.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας ρυμουλκού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…», η τελευταία, συμβληθείσα ως πωλήτρια, νομίμως εκπροσωπούμενη, συμφώνησε με την πρώτη ενάγουσα, συμβληθείσα ως αγοράστρια, νομίμως εκπροσωπούμενη, να πωλήσει σε αυτήν το ρυμουλκό πλοίο με το όνομα «…», Ν.Π. …, κ.ο.χ. 57,11 και κ.κ.χ. 18, του οποίου ήταν πλοιοκτήτρια (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την πρώτη εναγομένη, από 17.3.2014 πιστοποιητικό κυριότητας του ως άνω πλοίου), αντί του εκεί αναφερομένου τιμήματος (110.000 Ευρώ), καθώς επίσης και να παραδώσει σε αυτήν το πλοίο έως την 30.9.2010, στις εκβολές του Κηφισού ποταμού, για μία δίμηνη ή και περισσότερη δοκιμαστική περίοδο πιστοποίησης  καλής λειτουργίας του ρυμουλκού σε έργο του αγοραστή (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας). Ακολούθως, σε συνέχεια του από 27.8.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων ως άνω νομικών προσώπων (πωλήτρια και αγοράστρια του ρυμουλκού), συμφωνήθηκε, λόγω αδυναμίας της άνω πωλήτριας όπως  εξασφαλίσει πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας και πιστοποιητικό μεταβίβασης εσωτερικού από το ΝΑΤ, όπως η αγοράστρια, εδώ πρώτη εναγομένη, αναλάβει την αποκλειστική και άνευ περιορισμών εκμετάλλευση του Ρ/Κ …, μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβίβασης της κυριότητας του ως άνω ρυμουλκού σε αυτήν, παρασχέθηκε, δε, στην άνω αγοράστρια, η πλήρης και αποκλειστική δυνατότητα α) να χρησιμοποιεί το εν λόγω Ρ/Κ για έργα που έχει αναλάβει να εκτελέσει, β) να μισθώνει σε τρίτους το εν λόγω Ρ/Κ για οποιαδήποτε νόμιμη χρήση, γ) να χρησιμοποιεί το εν λόγω Ρ/Κ για πυροσβέσεις, διασώσεις, μεταφορές μηχανημάτων κλπ, τόσο της εταιρείας της ή τρίτων, όποτε και εφόσον προκύψουν και δ) γενικώς να εκμεταλλεύεται το εν λόγω Ρ/Κ για κάθε νόμιμη χρήση. Η ισχύς της ως άνω συμφωνίας, συμφωνήθηκε μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης της πλήρους κυριότητας στην αγοράστρια, το αργότερο έως την 30.3.2012 (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, από 27.8.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό). Σε συνέχεια της  ως άνω συμφωνίας, μεταξύ των εκεί συμβαλλομένων, η εδώ πρώτη ενάγουσα διατήρησε την εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου μέχρι την 3.9.2012, οπότε καταρτίσθηκε, μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων μερών, νέο ιδιωτικό συμφωνητικό – πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του ως άνω ρυμουλκού, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε, λόγω αδυναμίας της πωλήτριας όπως εκδώσει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και, ως εκ τούτου, αδυναμίας ολοκλήρωσης της μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω πλοίου στην αγοράστρια, την εκ νέου μεταβίβαση της νομής (και της εκμετάλλευσης) του ως άνω πλοίου στην πωλήτρια – πλοιοκτήτρια αυτού, εταιρεία …. (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, από 3.9.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό). Σε συνέχεια των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η εδώ πρώτη ενάγουσα, κατά την 3.12.2011, ημερομηνία οπότε έλαβε χώρα το κατωτέρω αναφερόμενο ένδικο συμβάν, δυνάμει της προαναφερόμενης, από 27.8.2010, συμφωνίας που είχε συνάψει με την έως τότε πλοιοκτήτρια αυτού, ασκούσε για δικό της λογαριασμό τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρησή του, αναλαμβάνοντας προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο και εκμεταλλευόμενη για τον εαυτό της το πλοίο, το οποίο ανήκε στην κυριότητα της ως άνω εταιρείας …., απολαμβάνοντας τα κέρδη από την εκμετάλλευσή του και επωμιζόμενη απεριόριστα τον οικονομικό κίνδυνο από αυτήν. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον αποδείχθηκε ότι η ως άνω εταιρεία (εδώ πρώτη ενάγουσα) είχε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, είναι αυτή το υποκείμενο της σύμβασης θαλάσσιας αρωγής πρόσωπο, που αντλεί δικαιώματα και υποχρεώσεις από την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής και, ως εκ τούτου, δικαιούχος της αμοιβής, έναντι των εναγομένων, πλοιοκτητριών των πλοίων που δέχθηκαν την αρωγή. Εξάλλου, η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, δεν αναιρείται από τα διαλαμβανόμενα στο από 9.4.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης υπεργολαβίας (όπως αυτό τροποποιήθηκε με την από 27.6.2011 σύμβαση τροποποίησης, βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα σχετικά συμφωνητικά, από τους ενάγοντες) μεταξύ της εταιρείας «….» και της κοινοπραξίας με την επωνυμία «… …. & ΣΙΑ», μέλος της οποίας τυγχάνει η εδώ πρώτη ενάγουσα, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω κοινοπραξία ανέλαβε, ως υπεργολάβος (σε συνέχεια εκχώρησης των σχετικών δικαιωμάτων σε αυτήν, από την εταιρεία με την επωνυμία «….»), την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής κοίτης ποταμού και λεκάνης εκβολής του ποταμού Κηφισού, καθόσον από το περιεχόμενό του, δεν αποδεικνύεται ότι η ως άνω κοινοπραξία ήταν αυτή που είχε συνολικά την εκμετάλλευση, για δικό της λογαριασμό, του ως άνω πλοίου, επωμιζόμενη απεριόριστα τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του, αλλά ότι είχε παραχωρηθεί σε αυτήν η χρήση του εν λόγω ρυμουλκού, από την εφοπλίστρια αυτού, εδώ πρώτη ενάγουσα και μέλος της, προς εκτέλεση αποκλειστικά και μόνο των εργασιών που η εν λόγω κοινοπραξία είχε αναλάβει δυνάμει του από 9.4.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού υπεργολαβίας που συνήψε με την εταιρεία «….». Επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων τυγχάνουν απορριπτέοι. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη, που εδρεύει στη Μ. Β., τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Β. πλοίου (νηολογίου …, αριθμ. …) Θ/Γ …, ενώ η τρίτη εναγομένη, εδρεύουσα επίσης στη Μ. Β., τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία (νηολογίου Πειραιά, αριθμ. …) πλοίου Θ/Γ …, όπως τούτο δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες (αρθρ. 261 εδ. β΄  ΚΠολΔ). Η Θ/Γ …, έτους ναυπήγησης 2007, υλικού κατασκευής GRP (πλαστικό), έτους ναυπήγησης 2007, έχει μήκος 30,38 , πλάτος 7,08 και βάθος 3,55 πόδια, είναι εφοδιασμένο με δύο έλικες και μηχανές εσωτερικής καύσεως, εργοστασίου κατασκευής M.T.U., ιπποδύναμη 4.080 KW (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την πρώτη εναγομένη, έγγραφο εθνικότητας του ως άνω πλοίου).  Η Θ/Γ … ναυπηγήθηκε στη Φινλανδία το έτος 2005, αποτελείται από ενισχυμένο πλαστικό και είναι μήκους 27,70 μέτρων, πλάτους 7,08 και βυθίσματος 3,15 μέτρων, είναι, δε,  εφοδιασμένη με μία μηχανή ΜΕΚ 206 BHP, όπως τα χαρακτηριστικά αυτής δεν αμφισβητούνται ειδικά από την τρίτη εναγομένη. Στις 3.12.2011, το πλοίο της πρώτης εναγομένης ήταν πλαγιοπρυμνοδετημένο στο νότιο τμήμα της Μαρίνας Ζέας Φαλήρου, στον προβλήτα Μ και στη θέση 26. Περί ώρα 7.50 της ημέρας εκείνης, κατά τη διαδικασία ρυμούλκησης από το πλοίο Ρ/Κ … -του οποίου την εκμετάλλευσης είχε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η πρώτη εναγομένη και επί του οποίου επέβαινε πλήρωμα αποτελούμενο από τον δεύτερο ενάγοντα, ως Πλοίαρχο και τους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες, ως Α΄ μηχανοδηγό και ως ναύτη, αντίστοιχα – της φορτηγίδας …, προς το σημείο απόρριψης αδρανών υλικών (σε εκτέλεση των εργασιών εκτέλεσης υφάλων εκσκαφών στην κοίτη, χοάνη και λεκάνη της εκβολής του ποταμού Κηφισού, που είχε αναλάβει η Κοινοπραξία στην οποίαν μετείχε η πρώτη ενάγουσα, υπό τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα), ο πλοίαρχος του πλοίου αυτού (Ρ/Κ …), διαπίστωσε μικρή πυρκαγιά στο άνω μέρος της θαλαμηγού Θ/Γ …. Ο πλοίαρχος επικοινώνησε με το πλήρωμα, ακύρωσε την προγραμματισμένη προετοιμασία για τη ρυμούλκηση της φορτηγίδας και έδωσε εντολή στον μηχανοδηγό να θέσει σε λειτουργία το μόνιμο σύστημα εκτόξευσης νερού που διαθέτει το ρυμουλκό, κατηύθυνε, δε, άμεσα το Ρ/Κ … στο εσωτερικό της μαρίνας, όπου βρισκόταν η φλεγόμενη θαλαμηγός, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από την αρχική θέση του ως άνω ρυμουλκού. Ο πλοίαρχος του ρυμουλκού ενημέρωσε το «…», ακολούθως, δε, ενημέρωσε άμεσα το αρμόδιο Λιμεναρχείο. Το ανωτέρω ρυμουλκό κατέφθασε πρώτο στο σημείο της πυρκαγιάς, περί ώρα 8.00 και, αφού προσέγγισε αυτήν και «έδεσε» επί της  θαλαμηγού (εργασία που έλαβε χώρα με μεγάλη δυσκολία, λόγω του καπνού, του περιορισμένου χώρου και των σχοινιών που είχαν πέσει στη θάλασσα από μικρό ιστιοφόρο που ευρίσκετο στο σημείο και αναχώρησε αμέσως μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς) άρχισε τις ρίψεις νερού προς το σημείο της πυρκαγιάς, ήτοι επί του πλοίου Θ/Γ … και επί του πλοίου …, το οποίο ήταν πλαγιοδετημένο δίπλα στη φλεγόμενη θαλαμηγό, προς αποτροπή της εξάπλωσης της πυρκαγιάς και σε αυτό το πλοίο. Περί ώρα 8.20 μετέβη στο σημείο, αφού ειδοποιήθηκε σχετικό το αρμόδιο Λιμεναρχείο Ζέας, στέλεχος της ως άνω υπηρεσίας, το οποίο διαπίστωσε τα ανωτέρω, καθώς και ότι στο χερσαίο χώρο του προβλήτα επιχειρούσε δύναμη δεκαπέντε (15) ανδρών του Πυροσβεστικού Σώματος με τέσσερα βυτιοφόρα οχήματα, καθώς και άγημα πυρκαγιάς της Μαρίνας Φαλήρου, ενώ από θαλάσσης επιχειρούσε πυρόσβεση το ανωτέρω πλοίο … και η λέμβος της Μαρίνας Φαλήρου. Στις 8.30 κατέφθασε στο σημείο ο Διοικητής του Τμήματος και οι καθ’ ύλην Α/Ξ του ΚΛΠ, για την εφαρμογή του σχετικού «μνημονίου» για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. Την 8.35 απομακρύνθηκαν άμεσα τα πλοία «…» και «…», ένεκα της γειτνίασής τους με τη φλεγόμενη Θ/Γ/. Στις 8.45 αφίχθη το Ρ/Κ «…», για παροχή συνδρομής στην επιχείρηση κατάσβεσης. Στις 8.52 και ενώ είχαν απομακρυνθεί πρώτα ασφαλώς τα γειτνιάζοντα πλοία, το πλωτό το ΠΣ με αριθμό 10 επιχειρούσε δια θαλάσσης, με δύναμη επτά ανδρών. Στις 8.55 προσήλθε στο θαλάσσιο χώρο το ΠΛΣ 607. Στις 9.05 ενημερώθηκε ο Πράκτορας της φλεγόμενης θαλαμηγού, καθώς και η διαχειρίστρια εταιρεία Λιμένα Φαλήρου, όπως μεριμνήσουν για τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την αποτροπή θαλάσσιας ρύπανσης. Στις 9.30 ρίφθηκαν πλωτά φράγματα από την εταιρεία «….», για την πρόληψη θαλάσσιας ρύπανσης. Ακολούθως, στις 10.00, 10.30 και 10.35 κατέφθασαν στο σημείο τα Ρ/Κ «…», «…» και «…», αντίστοιχα, για συνδρομή στην επιχείρηση κατάσβεσης. Η πυρκαγιά ετέθη υπό έλεγχο περί ώρα 10.30, ενώ περί ώρα 11.30, κατέφθασε στο σημείο και πλωτός γερανός, με τη συνδρομή του οποίου συγκρατήθηκε η θαλαμηγός και, στη συνέχεια, ανελκύθηκε αυτή, προκειμένου να μεταφερθεί στο λιμενοβραχίονα. Το ανωτέρω ρυμουλκό παρέμεινε σε ετοιμότητα, στην αυτή θέση, μέχρι ώρα 20.30 της ιδίας ημέρας. Τις επόμενες ημέρες ο πλωτός γερανός μετάφερε θαλασσίως την ως άνω θαλαμηγό σε καρνάγιο στο Πέραμα. Τα ανωτέρω αποδειχθέντα, επιβεβαιώνονται από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό, υλικό, ιδίως δε, α) το με αριθμ. πρωτ. … αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Ε΄ Λιμενικού Τμήματος (Ζέας) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες), επί του οποίου περιγράφονται, κατά χρονολογική σειρά, τα ανωτέρω συμβάντα, καθισταμένου εκ του περιεχομένου του σαφούς, ότι το ως άνω πλοίο …, ήταν το πρώτο που βρέθηκε στο θαλάσσιο χώρο της εκδηλωθείσας πυρκαγιάς από τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος που μετέβησαν, περί ώρα 8.20, στο σημείο της πυρκαγιάς, καθώς και ότι το πλοίο της τρίτης εναγομένης απεχώρησε από το σημείο περί ώρα 8.35, δηλαδή τουλάχιστον 35 λεπτά μετά την, κατά τα άνω, διαπίστωση της πυρκαγιάς και την έναρξη των ενεργειών κατάσβεσής της από το ανωτέρω πλοίο …, β) το αντίγραφο ημερολογίου του πλοίου …, όπου επίσης περιγράφονται, κατά χρονολογική σειρά, τα ανωτέρω συμβάντα, χωρίς να διαπιστώνεται ουσιώδης απόκλιση στην περιγραφή αυτών στο ως άνω ημερολόγιο πλοίου, σε σχέση με τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Ε΄ Λιμενικού Τμήματος (Ζέας), αλλά και γ) την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, …, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος, ως εργαζόμενος επί πλωτού γερανού που ευρίσκετο στην κύτη του ποταμού Κηφισού, είδε όλο το ένδικο συμβάν από την έναρξη και διαπίστωση της πυρκαγιάς στην ως άνω θαλαμηγό μέχρι την οριστική κατάσβεση αυτής και επιβεβαιώνει τα κρίσιμα προς απόδειξη περιστατικά, ήτοι (i) τη διαπίστωση της πυρκαγιάς στη θαλαμηγό … από τον πλοίαρχο του … και την άμεση μετάβασή του στο σημείο, ώστε να επιχειρήσει εκεί εργασίες πυρόσβεσης, (ii) ότι το εν λόγω ρυμουλκό ήταν το πρώτο που μετέβη στο σημείο για την έναρξη των εργασιών πυρόσβεσης, περίπου πέντε λεπτά μετά τη διαπίστωση της πυρκαγιάς (ορ. σελ. 48-49-50 πρακτικών), (iii) τη ρίψη νερού, μόνο από μέρους του πληρώματος του ρυμουλκού …, τόσο με το «κανόνι» όσο και με «λάστιχο» που διέθετε το ρυμουλκό, τόσο επί του φλεγόμενου σκάφους όσο και επί του γειτνιάζοντος σκάφους, Θ/Γ … κατά τα πρώτα λεπτά μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς (ορ. σελ. 49 -50 πρακτικών),  (iv) τη μείωση της έντασης της πυρκαγιάς, αμέσως μόλις άρχισε τις ρίψεις νερού το ρυμουλκό και πριν την άφιξη των χερσαίων δυνάμεων της Πυροσβεστικής, την οποίαν προσδιόρισε μετά από 30 λεπτά (ορ. σελ. 49- 50 πρακτικών), (v) τη συμβολή του ως άνω ρυμουλκού …, στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, μαζί με τα οχήματα της Πυροσβεστικής και τα λοιπά σκάφη, που κατέφθασαν αργότερα (ορ. σελ. 53 πρακτικών), (vi) την έλλειψη πληρώματος, τόσο επί της φλεγόμενης θαλαμηγού, όσο και, αρχικά, επί της γειτνιάζουσας θαλαμηγού, … (ο πλοίαρχος της οποίας κατέφθασε αργότερα, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα και οδήγησε τη θαλαμηγό αυτή εκτός του λιμένα στις 8.35.) (v) την αποχώρηση από το σημείο της Θ/Γ …, σαράντα πέντε λεπτά περίπου μετά την έναρξη του συμβάντος, ήτοι μετά την έλευση στο σημείο τόσο του … όσο και των οχημάτων της Πυροσβεστικής (ορ. σελ. 51 πρακτικών), (vi) τον κίνδυνο που διέτρεξε το Ρ/Κ …, όπως μεταδοθεί η πυρκαγιά και σε αυτό, λόγω της εγγύτητάς του προς την φλεγόμενη θαλαμηγό (ορ. σελ 51 πρακτικών), (v) τον κίνδυνο που απετράπη από τις ενέργειες του … όπως εξαπλωθεί η πυρκαγιά στην φλεγόμενο θαλαμηγό, με πιθανότητα να καταστραφεί ολοσχερώς (ακόμη και από ανατίναξη, λόγω των δεξαμενών πετρελαίου που φέρει αυτό) ή να υποστεί σοβαρότερες ζημιές (ορ. σελ. 49 και 52 πρακτικών). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και στις ένορκες βεβαιώσεις τους. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης, …, ναυπηγός, μη αυτόπτης κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος, δεν παρείχε σαφείς πληροφορίες για το χρονικό σημείο αμέσως μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, αλλά επικεντρώθηκε στο χρόνο μετά την άφιξη της πυροσβεστικής υπηρεσίας (αξιοσημείωτο τυγχάνει ότι η αναφορά από τον ίδιο στο πλήρωμα του πλοίου …, ως το πρώτο που αντιλήφθηκε και συνέβαλε στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, δεν επιβεβαιώνεται από αντίστοιχη αναφορά στο προαναφερόμενο αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του αρμοδίου Λιμεναρχείου), καθώς και στην έλλειψη διασωθείσας αξίας του πλοίου της πρώτης εναγομένης, ενώ οι αναφορές του …, στην από 17.3.2014 ένορκη βεβαίωσή του, περί του ότι (πλην της Θ/Γ … και ρυμουλκών της εταιρείας «…», που ο ίδιος αναφέρει) στην κατάσβεση της πυρκαγιάς τη θαλαμηγό … πήραν μέρος πλωτά από διάφορες εταιρείες ρυμουλκών – ναυαγοσωστικών, αλλά όχι αποτελεσματικά, είναι γενική και δεν εξειδικεύεται ούτε επιβεβαιώνεται από το λοιπό ως άνω αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ομοίως, η κατάθεση του μάρτυρα της τρίτης εναγομένης, …, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Πετράκη, μέλους του πληρώματος της Θ/Γ … (πλοίαρχος και μέλος του πληρώματος αντίστοιχα), ότι το εν λόγω πλοίο, κατά την έξοδό του από τη Μαρίνα Φλοίσβου, συνάντησε εν πλω το Ρ/Κ …, το οποίο εισερχόταν εκείνη την ώρα στο θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας Φλοίσβου, δεν επιβεβαιώθηκε από το λοιπό αποδεικτικό υλικό (ορ. ιδίως, το προαναφερόμενο, από 24.3.2015 αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Ε΄ Λιμενικού Τμήματος Ζέας, όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι το Ρ/Κ … βρισκόταν στο χώρο του συμβάντος ήδη από ώρα 8.20 και ότι το … απομακρύνθηκε περί ώρα 8.35), ούτε από την ίδια την κατάθεση του έτερου μάρτυρα της τρίτης εναγομένης, …, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με την κατάθεσή του ότι «το … το είδαμε όταν εμείς φεύγαμε από τη ΜΑΡΙΝΑ» (ορ. σε. 78 πρακτικών) καταθέτει «το … το βρήκα μες στη ΜΑΡΙΝΑ, μες στο χώρο της ΜΑΡΙΝΑΣ» και ότι «με το … ξέρω ότι παρευρισκόταν, τώρα τι έκανε δεν το γνωρίζω» (ορ. σελ. 79 πρακτικών). Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι το πλοίο Θ/Γ …, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, αντιμετώπισε σοβαρό, άμεσο και πραγματικό κίνδυνο ζημιών λόγω της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε σε αυτό, ο οποίος προϋπήρχε των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής που του προσέφερε το πλοίο Ρ/Κ … και αναμενόταν με πιθανότητα, καθώς υπήρχε άμεσος κίνδυνος επέκτασης της πυρκαγιάς στο ίδιο το πλοίο (με συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή του ή τη διενέργεια ζημιών μεγαλύτερης έκτασης σε αυτό) και μετάδοσής της στο ευρισκόμενο πλησίον του πλοίου Θ/Γ/ …, πλοιοκτησίας της τρίτης εναγομένης, επί του οποίου, επίσης, παρασχέθηκαν υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής από το ανωτέρω ρυμουλκό, δια της, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ρίψης υδάτων σε αμφότερα τα γειτνιάζοντα πλοία και αποφυγής επέκτασης στο δεύτερο πλοίο (…) της εκδηλωθείσας πυρκαγιάς στο πρώτο πλοίο (…), ήτοι της αποτροπής σοβαρού κινδύνου ζημιών επ’ αυτού, που επίσης προϋπήρχε των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής που προσέφερε το ανωτέρω ρυμουλκό. Ενώ, δηλαδή τα ανωτέρω πλοία, βρέθηκαν σε πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο, εκ της εκδηλωθείσας πυρκαγιάς στη Θ/Γ …, το πλήρωμα του Ρ/Κ … εμπόδισε με τις ρίψεις νερού την επέκταση της πυρκαγιάς στο πρώτο και στο παραπλεύρως αυτού δεύτερο από αυτά τα πλοία. Το επελθόν δηλαδή ωφέλιμο αποτέλεσμα, συνίσταται στην, λόγω της άμεσης επέμβασης του αρωγού πλοίου, αποτροπή της εξάπλωσης της πυρκαγιάς στο κινδυνεύον πλοίο και στο παραπλεύρως αυτού (διατρέχοντος επίσης κίνδυνο, αλλά μικρότερης έντασης) Θ/Γ … και με τον τρόπο αυτό, στο μεν πρώτο πλοίο περιόρισαν τις ζημίες που θα μπορούσε να προκαλέσει η πυρκαγιά, οι οποίες υπήρχε πιθανότητα να οδηγήσουν στην ολοσχερή καταστροφή αυτού, στο μεν δεύτερο, απέτρεψαν παντελώς τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιών, δια της εξάπλωσης σε αυτό της πυρκαγιάς, η οποία αναμένετο με πιθανότητα, ως εκ της θέσεώς του πλησίον του φλεγόμενου πλοίου, ο κίνδυνος δε αυτός (για το δεύτερο πλοίο), ήταν πραγματικός, κατά το χρόνο από την εκδήλωση της πυρκαγιάς μέχρι την (κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα) έλευση του κυβερνήτη και του πληρώματος του πλοίου αυτού, οι οποίοι το έθεσαν σε κίνηση, ώστε να αποπλεύσει από το σημείο. Εν κατακλείδι, οι προαναφερθείσες ενέργειες του πλοίου … (μετά των εξαρτημάτων και του προσωπικού του), αποτελούν επιθαλάσσια αρωγή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δοθέντος ότι, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπήρξαν σωστικές ενέργειες του πληρώματός του, οι οποίες είχαν το προαναφερθέν ωφέλιμο αποτέλεσμα. Εξάλλου, η κρίση του Δικαστηρίου τούτου περί των ανωτέρω, δεν αναιρείται εκ του ότι στο σημείο της πυρκαγιάς, κατέφθασαν, πράγματι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, χερσαίες δυνάμεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και πλωτά σκάφη του Λιμενικού και άλλα Ρυμουλκά πλοία, που συνέβαλαν στην ολική κατάσβεση της εκδηλωθείσας πυρκαγιάς, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, το πλοίο Ρ/Κ … ήταν το πρώτο που έφθασε στο συμβάν και άρχισε τη ρίψη ύδατος, αποτρέποντας έτσι, κατ’ αρχήν, τον κίνδυνο επέκτασης της πυρκαγιάς, σε κάθε δε, περίπτωση, η συμβολή και άλλων πλοίων στη διατήρηση του πλοίου … δεν αναιρεί τα δικαιώματα του αρωγού πλοίου, εκ της μερικής συμβολής του στη διατήρηση του κινδυνεύοντος πλοίου, ενόψει του ότι οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς (βλ. Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. 2007, τόμος τρίτος, σελ. 386). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί ούτε από τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης, ότι ο Υποπλοίαρχος Ε.Ν. Σάββας Κοντραφούρης, ο οποίος είχε αναλάβει την καθημερινή φύλαξη, καθαρισμό και επιμέλεια συντήρησης του ως άνω σκάφους, υπέγραψε συμφωνητικό διάσωσης τύπου LLOYD’S STANDARD FORM OF SALVAGE AGREEMENT, με την εταιρεία Ρυμουλκήσεως/ Ναυαγιαιρέσεων … (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την πρώτη εναγομένη συμφωνητικό διάσωσης), ότι, προς αποτροπή της βύθισης εντός της Μαρίνας, το προσωπικό της ως άνω επαγγελματικής ναυαγοσωστικής εταιρείας η οποία είχε αναλάβει όλη την επιχείρηση διάσωσης, περιλαμβανομένων των αντιρρυπαντικών μέτρων, με εξάπλωση προστατευτικού πλαστικού φράγματος γύρω από την περιοχή των επιχειρήσεων, με τη χρήση πλωτού γερανού, ανασήκωσαν μέσα σε «φασκιές» το ημιβυθισμένο …, το συγκράτησαν στην επιφάνεια της θάλασσας και τελικά το εναπέθεσαν στον πλωτό γερανό, καθώς και ότι τα ρυμουλκά πλοία της ως άνω εταιρείας είχαν αναλάβει αποκλειστικά να συνδράμουν στο έργο τους το προσωπικό των οχημάτων και του πλωτού οχήματος της Π.Υ. (ορ. σχετικές αναφορές επί της από 17.3.2014 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της πρώτης εναγομένης, …),  καθόσον η μεν επιχείρηση ανασήκωσης του σκάφους … έλαβε χώρα περίπου 2,5 ώρες μετά την έναρξη των υπηρεσιών αρωγής (πυρόσβεσης) που προσέφερε το πλοίο των εναγόντων (ήτοι περί ώρα 10.30), η δε συμβολή των οχημάτων και του πλωτού του Λ.Σ., καθώς και των λοιπών ρυμουλκών που κατέφθασαν στο σημείο, στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, ακολούθησε χρονικά τις αρχικές ενέργειες του ρυμουλκού των εναγόντων προς ρίψη ύδατος στα ανωτέρω κινδυνεύσαντα σκάφη, μετά δε τα πρώτα 30 λεπτά από την εκδήλωση της πυρκαγιάς, οπότε το σκάφος των εναγόντων ενεργούσε μόνο του, άρχισαν να προσέρχονται τα λοιπά σκάφη, τα οποία συνέβαλαν, μαζί με αυτό, στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η επιχείρηση διάσωσης του πρώτου από τα ανωτέρω πλοίου (Θ/Γ …) διήρκεσε 2.30 ώρες περίπου, ενώ η επιχείρηση διάσωσης του δεύτερου πλοίου (Θ/Γ …) διήρκεσε τριάντα λεπτά περίπου (μέχρι την αποχώρησή του από τον τόπο της πυρκαγιάς). Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι οι πρώτη και τρίτη των εναγομένων, αρνούμενες την αγωγή, προβάλλουν, μεταξύ άλλων, η μεν πρώτη εναγομένη, ότι η πυρκαγιά εντοπίστηκε από το πλήρωμα της παρακείμενης θαλαμηγού … και όχι από τους ενάγοντες και ότι δεν υπήρξε διασωθείσα αξία του σκάφους διότι επήλθε ολοσχερής καταστροφή αυτού, η δε τρίτη εναγομένη, ότι δε συνέτρεξαν, ως προς το σκάφος …, οι προϋποθέσεις επιδίκασης αμοιβής στο πλοίο των εναγόντων, για παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής, ήτοι η παροχή βοήθειας, ο επικείμενος και πραγματικός κίνδυνος και το ωφέλιμο αποτέλεσμα. Ωστόσο, τα ανωτέρω ουδόλως αποδείχθηκαν, καθόσον: α) Αναφορικά μεν με το πλοίο της πρώτης εναγομένης, Θ/Γ …, η διαπίστωση της πυρκαγιάς από το πλήρωμα του πλοίου …, πολύ δε περισσότερο, η συμβολή του στην κατάσβεση αυτής, δεν καταγράφεται στο αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Ε΄ Λιμενικού Τμήματος Ζέας, γεγονός που καταδεικνύει ότι, ακόμη και αν υπήρξε τέτοια, δεν ήταν ουσιώδης σε ένταση και αποτέλεσμα. Εξάλλου, όσον αφορά στη διασωθείσα αξία του σκάφους, από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες του ένδικου συμβάντος και του ως άνω σκάφους μετά από αυτό, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων, ο οποίος ήταν αυτόπτης καθ’ όλη τη διάρκεια του ένδικου συμβάντος, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 εδ. 4 ΚΠολΔ), δύναται να συναχθεί ότι η ως άνω θαλαμηγός υπέστη, εκ της πυρκαγιάς, σημαντικές ζημίες, οι οποίες μείωσαν κατά πολύ (περίπου κατά 50%) την αξία της, πλην όμως δεν οδήγησαν στην ολοσχερή της καταστροφή. Άλλωστε, η αναφορά του μάρτυρα ανταπόδειξης, …, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ότι η ανωτέρω θαλαμηγός εξακολουθεί να βρίσκεται σε καρνάγιο στο πέραμα, χωρίς να έχει οποιαδήποτε διασωθείσα αξία και δυνατότητα ανάκτησης εκφράζει προσωπική του άποψη (κατά τη ρητή αναφορά «κατά τη γνώμη μου» στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση), ενώ επιπρόσθετα, δεν ενισχύεται από το λοιπό προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό. Αντίστοιχα, η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την πρώτη εναγομένη, από 5.12.2011, έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης της εταιρείας πραγματογνωμόνων SHMS, δεν παρέχει ασφαλές συμπέρασμα περί της διασωθείσας (ή όχι) αξίας του σκάφους …, καθόσον παραθέτει μεν τις ζημιές στο σκάφος (εκτενείς και στα περισσότερα τμήματα αυτού), πλην όμως δεν αναφέρεται ως βεβαία η τεκμαρτή ολική απώλεια αυτού καθόσον διαλαμβάνεται εκεί η αναφορά «… Το κόστος επισκευών θα διακριβωθεί κατ’ ακολουθία λεπτομερειακής επιθεώρησης του σκάφους και την πλήρη εκτίμηση των ζημιών. Σας συμβουλεύουμε ότι με βάση την προς το παρόν διαθέσιμη απόδειξη θεωρείται ότι το πλοίο θα είναι σχεδόν βέβαιη απόδειξη πως είναι μια τεκμαρτή ολική απώλεια», πλην όμως δεν προσκομίζεται αντίστοιχη πραγματογνωμοσύνη λεπτομερειακής επιθεώρησης του σκάφους και πλήρους εκτίμησης των ζημιών αυτού, μεταγενέστερη της εν λόγω ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης.  Ομοίως, η από 23.5.2012 τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονα …, δεν εκθέτει με βεβαιότητα ότι το εν λόγω πλοίο καταστράφηκε ολοσχερώς αλλά ότι, κατά την άποψη του συντάξαντος, «… η θαλαμηγός πιθανόν δεν μπορεί να επισκευαστεί ώστε να τύχει έγκριση από έναν νηογνώμονα» και ότι «αν αυτό ήταν δυνατόν τότε το κόστος θα ήταν εντελώς αντι-οικονομικό», χωρίς να παραθέτει περαιτέρω στοιχεία (συγκριτικά μεγέθη αξίας του πλοίου πριν και μετά την πυρκαγιά, κόστος ζημιών, κόστος υλικών προς αποκατάσταση αυτών) που να αιτιολογούν την άποψη αυτή του ως άνω πραγματογνώμονα. Β) Αναφορικά, άλλωστε, με το πλοίο της τρίτης εναγομένης, Θ/Γ …, συνέτρεξαν, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, όλες οι προϋποθέσεις του νόμου προς καταβολή στους ενάγοντες επιθαλάσσιας αρωγής, μόνο δε, το γεγονός ότι το σκάφος αυτό απομακρύνθηκε, μετά την έλευση του πληρώματός του, από το σημείο όπου ευρίσκετο, περί ώρα 8.35, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, πράγματι, βρέθηκε σε πραγματικό και επικείμενο κίνδυνο, καθόσον αντιμετώπισε αυτό, από την έναρξη της πυρκαγιάς, μέχρι την αποχώρησή του από το σημείο, πιθανότητα ζημίας εκ της εξάπλωσης της πυρκαγιάς σε αυτό, η οποία απεφεύχθη εκ της αμέσου επέμβασης (ρίψη ύδατος και ενέργειες πυρόσβεσης) του πλοίου των εναγόντων. Σε συνέχεια των ανωτέρω, η αξία των διασωθέντων πλοίων, υπολογιζόμενη κατά το χρόνο και τόπο αποπεράτωσης της εν λόγω σωστικής επιχείρησης, με βάση την αγοραία αξία των διασωθέντων πλοίων εκτιμάται, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 εδ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε 2.000.000 Ευρώ το πρώτο (ορ. σελ. 52 πρακτικών, όπου ο μάρτυρας απόδειξης εκτιμά την αξία αυτού σε 4.000.000- 5.000.000 Ευρώ και ακολούθως, σελ. 59 πρακτικά όπου αναφέρει, για το μέγεθος της ζημίας στο σκάφος …, ότι «μπορούσε να ήταν τριάντα πέντε στο εκατόν από το σκάφος και παραπάνω») και σε 3.600.000 Ευρώ το δεύτερο (ορ. κατάθεση μάρτυρα τρίτης εναγομένης, σελ. 81 πρακτικών). Έτσι, λαμβανομένων υπόψιν του ωφέλιμου αποτελέσματος από την εκ μέρους του πιο πάνω ρυμουλκού πλοίου παροχή των σωστικών υπηρεσιών, του πραγματικού και σοβαρού κινδύνου που διέτρεξαν τα κινδυνεύσαντα σκάφη της πρώτης και τρίτης των εναγομένων, του διατεθέντος χρόνου, της προσπάθειας, της επιτηδειότητας και του ζήλου που επέδειξε το πλήρωμα του ρυμουλκού, του χρόνου που διατέθηκε και των απωλειών που είχε ο αρωγός, του βαθμού ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού αυτού, του κινδύνου που διέτρεξε το αρωγό πλοίο (ο εξοπλισμός και το πλήρωμά του), του έγκαιρου των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, καθώς και της αξίας των διασωθέντων πλοίων και αυτής του αρωγού πλοίου (110.000 Ευρώ), η εύλογη αμοιβή για την παρασχεθείσα θαλάσσια αρωγή από μέρους των εναγόντων, ανέρχεται α) στο ποσό των 20.000 Ευρώ (1% της διασωθείσας αξίας), αναφορικά με το πρώτο πλοίο (Θ/Γ …) και β) στο ποσό των 7.200 Ευρώ (0,2% της διασωθείσας αξίας), αναφορικά με το δεύτερο πλοίο (Θ/Γ …). Από τα ποσά αυτά, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται το 1/2, ο πλοίαρχος του πλοίου δεύτερος ενάγων, δικαιούται το 1/4 και το πλήρωμα του πλοίου, τρίτος και τέταρτος ενάγοντες, δικαιούνται το 1/4.

Εξάλλου, όσον αφορά στην ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, που κατά τα άνω, προβάλλει η πρώτη εναγομένη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Φωτεινή Κοντογιάννη, συνάγεται ότι  ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε νομίμως (αρθρ. 129, 130 παρ.1 ΚΠολΔ) στην εταιρεία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη ως πράκτορα και αντίκλητο της πρώτης εναγομένης, όπως, δε, αποδεικνύεται, η ως άνω εταιρεία είναι  επιφορτισμένη με την πρακτόρευση στην Ελλάδα  της πρώτης εναγομένης και των πλοίων της, ενώ στον κύκλο των ανατεθεισών σε αυτήν υποχρεώσεων βρίσκονται αρμοδιότητες συναφείς με την επίδικη υπόθεση, όπως η μέριμνα για τη συντήρηση και διατήρηση του σκάφους και του εξοπλισμού του και πρόσληψη μελών του πληρώματος τούτου, όπως αποδεικνύεται από τη σαφή αναφορά του μάρτυρα της ίδιας της πρώτης εναγομένης, …, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ότι «στις 2 Δεκεμβρίου 2011 ημέρα Παρασκευή βρισκόμουν στο ίδιο σκάφος, μέχρι περίπου το μεσημέρι 11.00 – 12.00, όταν αναχώρησα να πάω στο γραφείο των διαχειριστών του στην Φρεαττύδα, στην εταιρεία … από τους οποίους είχα προσληφθεί να πληρωθώ το μισθό Νοεμβρίου», καθώς και ότι ο υπεύθυνος της εν λόγω εταιρείας (…) ήταν αυτός που ειδοποιήθηκε άμεσα μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς και συντόνιζε, σε συμμόρφωση με τις εντολές της Λιμενικής Αρχής, τις προσπάθειες κατάσβεσης του εν λόγω σκάφους. Συνακόλουθα, σύμφωνα και με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, νομίμως έλαβε χώρα επίδοση του αντιγράφου της αγωγής προς την ως ένα εταιρεία, ως πράκτορα στην Ελλάδα, ενεργούσα για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, εντολοδόχο, εκπρόσωπο και εκ του νόμου αντίκλητο (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 142, αριθμ.2), με αποτέλεσμα να διακοπεί η παραγραφή της ένδικης αξίωσης, δεκτής γενομένης της σχετικής αντένστασης των εναγόντων. Επομένως, η ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης που προβάλλει η πρώτη εναγομένη τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Εν πάσει, περιπτώσει, η πρώτη εναγομένη, παρέστη κανονικά κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, προέβαλε άρνηση και ενστάσεις κατά του περιεχομένου της και δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε βλάβη από την από μέρους της επικαλούμενη ελαττωματικότητα της επίδοσης (βλ. ΕφΠειρ 299/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.39), συνακόλουθα, ο σχετικά προβαλλόμενος από μέρους της ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος και για το λόγο τούτο.

Περαιτέρω, όσον αφορά στην επικαλούμενη με την προσεπίκληση και τη σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή ευθύνη της παρεμπιπτόντως εναγομένης, ασφαλιστικής εταιρείας,  αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η τρίτη εναγομένη στην κύρια αγωγή – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου Θ/Γ …, είχε συνδεόταν με την εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία – παρεμπιπτόντως εναγομένη, με το με αριθμό … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου  η δικαιοπάροχος αυτής (…) ασφάλισε το ανωτέρω πλοίο για το επίδικο χρονικό διάστημα, εκδόθηκε, δε, προς τούτο, το ταυτάριθμο Πιστοποιητικό  Ασφάλισης για την ασφαλιστική κάλυψη του ανωτέρω σκάφους, για τη χρονική περίοδο από 16.7.2011 έως και 15.7.2012. Σύμφωνα, δε, με τον όρο 14 που διαλαμβάνεται στους στερεότυπους όρους ασφάλισης του εν λόγω ασφαλιστηρίου και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτού, συμφωνήθηκε ότι «Με την επιφύλαξη οποιασδήποτε ρητής πρόβλεψης στην παρούσα ασφάλιση, οι δαπάνες/ έξοδα διάσωσης που πραγματοποιήθηκαν για να αποφευχθεί ζημία/ απώλεια από  καλυπτόμενους κινδύνους μπορούν να αποζημιωθούν ως ζημία/ απώλεια από τους κινδύνους αυτούς. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το περιεχόμενο του εν λόγω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο προσκομίζουν και επικαλούνται, σε αποσπασματική μετάφραση, αμφότερα τα διάδικα μέρη επί της παρεμπίπτουσας αγωγής, ενώ άλλωστε δεν αμφισβητούνται ειδικά από την παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία συνομολογεί με τις προτάσεις της την κατάρτιση και το περιεχόμενο της επίδικης συμβάσεως ασφάλισης, ισχυριζόμενη, περαιτέρω, προβάλλοντας σχετική ένσταση, ότι η ευθύνη της δε δύναται να υπερβεί το ποσό των 22.500 Ευρώ, δυνάμει σχετικού όρου του εν λόγω ασφαλιστηρίου (ορ. σελ. 2 προτάσεων παρεμπιπτόντως εναγομένης). Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, επήλθε, κατά τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω σύμβασης ασφάλισης, ο ασφαλιστικός κίνδυνος, η υπό κρίση παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από  ουσιαστική άποψη, στο μέτρο και για το ποσό που γίνεται δεκτή η υπό κρίση αγωγή, αναφορικά με την τρίτη εναγομένη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η κυρία αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση α) της πρώτης εναγομένης να καταβάλει, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 10.000 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.000 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες, από κοινού, το ποσό των 5.000 Ευρώ και β) της τρίτης εναγομένης, να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3.600 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.800 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες, από κοινού, το ποσό των 1.800 Ευρώ. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων θα επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων και της υπέρ της δεύτερης εναγομένης προσθέτως παρεμβαίνουσας, λόγω της μερικής ήττας τους (176, 178 ΚΠολΔ, πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 176, αριθμ.1), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η προσεπίκληση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της καθ’ ης η προσεπίκληση –παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, το ανωτέρω ποσό των 7.200 Ευρώ, επιπλέον δε και τους νόμιμους τόκους και τα δικαστικά έξοδα που θα καταβάλει στους ενάγοντες, τα ποσά δε αυτά (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα) εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της (παρεμπίπτουσας) αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας θα επιβληθεί σε βάρος της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (178 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΘΕΩΡΕΙ ότι δεν ασκήθηκε η από 29.11.2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, ως προς την εκεί δεύτερη εναγομένη, εταιρεία με την επωνυμία ….

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 29.11.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) αγωγή, την από 29.1.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση μετά της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής και την από 15.9.2014 (αριθμ. εκθ. Κατάθ. …) πρόσθετη παρέμβαση, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 29.11.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …) κύρια αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση α) της πρώτης εναγομένης «…», να καταβάλει, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 10.000 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.000 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες, από κοινού, το ποσό των 5.000 Ευρώ και β) της τρίτης εναγομένης, «…» να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3.600 Ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.800 Ευρώ και στους τρίτο και τέταρτο ενάγοντες, από κοινού, το ποσό των 1.800 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την οριστική εξόφληση των ποσών αυτών.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων και της υπέρ της δεύτερης εναγομένης προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) Ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 29.1.2014 (αριθμ. εκθ. κατάθ. …) προσεπίκληση και εν μέρει την ενωμένη σ’ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα το συνολικό ποσό των 7.200 Ευρώ, επιπλέον δε και τους νόμιμους τόκους και τα δικαστικά έξοδα που θα καταβάλει στους ενάγοντες, τα ποσά δε αυτά (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα) εντόκως νομίμως από την επομένη της επιδόσεως της (παρεμπίπτουσας) αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος της δικαστικής δαπάνης της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας σε βάρος της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως αγομένης, την οποία καθορίζει στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι (420) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                           , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ