ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1244/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στα … της Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Σταματελοπούλου.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Γ. Μ. του Ε., κατοίκου χωρίου Χ. Κ., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Στέφανου Λύρα.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 11-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 19/2015 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 27-2-2015 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 27-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού … έφεση καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (19/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
Οι υπό κρίσιν έφεση και αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 19/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (άρθρα 511 και 513 παρ.1 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών του άρθρου 663 επ. ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχουν ασκηθεί, η μεν έφεση με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) ενώ από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 27-1-2015 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 5-3-2015), η δε αντέφεση δια των προτάσεων που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως δε φέρονται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εξάλλου, με την από 11-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στην Πάτρα και την Ελευσίνα, στις 23-12-2009, στις 3-2-2010, στις 18-2-2010, στις 19-6-2010, στις 2-2-2011 και στις 26-4-2011 αντίστοιχα, με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», ναυτολογήθηκε σε αυτό, υπό την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από τις ως άνω ημερομηνίες ναυτολογήσεώς του έως και τις 12-1-2010, 16-2-2010, 2-6-2010, 16-1-2011, 22-3-2011 και 9-9-2011 αντίστοιχα, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Πάτρας, αμοιβαία συναινέσει. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες, από τις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του καθώς και την αποζημίωση απόλυσής του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ των ως άνω συμβάσεων ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.994,14 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας ως άνω απολύσεώς του (9-9-2011) άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 19/2015 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η μεν εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίσιν έφεσή της για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη ως προς το κεφάλαιο της υπερωριακής απασχόλησής του, ο δε ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών με την υπό κρίσιν, διά των προτάσεων ασκηθείσα, αντέφεσή του, ομοίως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ίδιο ως άνω κεφάλαιο της υπό κρίσιν εφέσεως, ενώ αμφότεροι ζητούν την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης με σκοπό η μεν πρώτη την απόρριψη, ο δε δεύτερος την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Εν όψει όλων των ανωτέρω, οι υπό κρίσιν έφεση και αντέφεση πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πλην του δεύτερου και του τρίτου εκ των λόγων της υπό κρίσιν διά των προτάσεων ασκηθείσας αντεφέσεως, με τους οποίους ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη αφενός κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο, κατά μη ορθή εφαρμογή του νόμου και δη της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, υπολογίσθηκε η αμοιβή του για την εκτελεσθείσα από αυτόν κατά τις Κυριακές υπερωριακή εργασία με προσαύξηση 25% και όχι με προσαύξηση 50% και αφετέρου κατά το κεφάλαιο αυτής, με το οποίο, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίφθηκε το αγωγικό του αίτημα περί αποζημίωσης απόλυσης. Ως προς αυτά λεκτέα τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια. Ως «κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) και εκκρεμοδικία για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 842/2010 ΕΠολΔ 2010.861, ΑΠ 798/2010 ΕΠολΔ 2010.862, ΑΠ 174/2010 ΔΕΕ 2010.919, ΑΠ 173/2010 ΧρΙΔ 2011.180, ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 2004.1547). Ως αναγκαία, συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την αυτή ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης, να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 1094/2009, ΑΠ 212/2006, ΑΠ 317/2002 ΝΟΜΟΣ) (ΕφΠειρ 460/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών θα έπρεπε να ασκήσει αυτοτελή έφεση, αφού η απόρριψη του ισχυρισμού του περί υπολογισμού της υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές με προσαύξηση 50% και η απόρριψη του ως άνω κεφαλαίου περί αποζημίωσης απόλυσής του δεν συνέχονται με κανένα λόγο της υπό κρίσιν εφέσεως (βλ. Σαμουήλ Η Εφεση, 2003) και συνεπώς οι λόγοι αυτοί της υπό κρίσιν αντεφέσεως κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Σ. Λ., που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ηλιάνας – Λεμονιάς Παπαδοπούλου, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του αντιδίκου της και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Μ. Μ., που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της αντιδίκου του καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 23-12-2009, στην Πάτρα, μεταξύ της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού (Ε/Γ-Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία «…» και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 12-1-2010, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Στη συνέχεια, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 3-2-2010, στην Ελευσίνα, μεταξύ της ιδίας ως άνω εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος επαναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 16-2-2010, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, αμοιβαία συναινέσει. Στη συνέχεια, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 18-2-2010, στην Πάτρα, μεταξύ της ιδίας ως άνω εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος επαναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 2-6-2010, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, αμοιβαία συναινέσει. Στη συνέχεια, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 19-6-2010, στην Πάτρα, μεταξύ της ιδίας ως άνω εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος επαναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 16-1-2011, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Στη συνέχεια, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 2-2-2011, στην Πάτρα, μεταξύ της ιδίας ως άνω εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος επαναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 22-3-2011, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, αμοιβαία συναινέσει. Τέλος, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 26-4-2011, στην Πάτρα, μεταξύ της ιδίας ως άνω εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο τελευταίος επαναυτολογήθηκε, αυθημερόν, ως θαλαμηπόλος, στο ίδιο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 9-9-2011, οπότε και απολύθηκε στην Πάτρα, αμοιβαία συναινέσει. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ως άνω ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωµάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων και δη τη Συλλογική Σύµβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωµάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (υπ’ αριθ. 3525.10/01/2010 – ΦΕΚ Β΄ 1743/05.11.2010). Το ως άνω πλοίο, κατά τις ως άνω περιόδους της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος ήτοι από 23-12-2009 έως 12-1-2010, από 3-2-2010 έως 16-2-2010, από 18-2-2010 έως 2-6-2010, από 19-6-2010 έως 16-1-2011, από 2-2-2011 έως 22-3-2011 και από 26-4-2011 έως 9-9-2011 αντίστοιχα, πραγματοποιούσε κάθε εβδομάδα κυκλικά δρομολόγια στη γραμμή Πάτρα –Ηγουμενίτσα – Αγκώνα – Ηγουμενίτσα – Πάτρα και, ειδικότερα, αναχωρούσε από το λιμάνι της Πάτρας στις 17.00΄ και κατέπλεε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας στις 22.00΄ της ίδιας ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε αμέσως και έφτανε στο λιμάνι της Αγκώνας στις 14.00΄ της επομένης ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε τρεις ώρες αργότερα δηλαδή στις 17.00΄ και έφτανε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας στις 09.00΄ το πρωί της επόμενης ημέρας, από το οποίο αναχωρούσε αμέσως και κατέπλεε στο λιμάνι της Πάτρας στις 14.00΄ της ίδιας ημέρας και την ίδια πάλι ημέρα αναχωρούσε για να εκτελέσει το ίδιο δρομολόγιο. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων δρομολογίων και της παρουσιαζόμενης κίνησης, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβανόταν η καθημερινή απασχόλησή του και η εξυπηρέτηση των επιβατών στο κεντρικό μπαρ του πλοίου, το οποίο – εν αντιθέσει με τα λοιπά μπαρ που λειτουργούσαν μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας – ήταν το μόνο που διανυκτέρευε και αφετέρου βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος και της επάνδρωσης της θέσης του (ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος) από δύο θαλαμηπόλους εκ των οποίων αυτός που εκτελούσε την βραδινή βάρδια εργαζόταν ένδεκα (11) ώρες και από έναν επίκουρο, ο οποίος εργαζόταν παράλληλα με τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από αμφότερες τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και των χρονικών ορίων των εκτελεσθέντων δρομολογίων, των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, το οποίο πραγματοποιούσε κυκλικά δρομολόγια, τα οποία παρουσίαζαν αυξημένη επιβατική κίνηση, η οποία επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας και για την οποία πράγματι παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος στο ως άνω πλοίο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης, ήταν δεκατρείς (13) ώρες, καθ’ όλη την περίοδο της ναυτολογήσεώς του (ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος) σε αυτό (πλοίο), το γεγονός δε ότι ο τελευταίος ουδέποτε παραπονέθηκε ως προς τα ως άνω καθήκοντά του και ως προς τις ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης, ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, ισχυρισμού της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης, ενώ ούτε η ανεπιφύλακτη υπογραφή του εργαζομένου επί των δελτίων λογαριασμών μισθοδοσίας ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση από τα κατωτέρω νόμιμα δικαιώματά του δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν.2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν.4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006 παγ. νμλγ.). Έτσι, με βάση τις ρυθμίσεις της εφαρμοζομένης Συλλογικής Σύµβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωµάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (υπ’ αριθ. 3525.10/01/2010 – ΦΕΚ Β΄ 1743/05.11.2010), από την οποία διέπονταν οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος κατά την ως ανωτέρω προσδιορισθείσα διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω πλοίο, στην οποία δεν υπολογίζεται το μη αιτούμενο από αυτόν χρονικό διάστημα από 23-12-2009 έως 31-12-2009, ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) : Α) 2.175 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (435 ημέρες Χ 5 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (2.175 ώρες X 7,57 ευρώ =) 16.464,75 ευρώ και Β) 1222 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες (94 ημέρες X 13 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (1222 ώρες X 9,08 ευρώ =) 11.095,76 ευρώ, ήτοι συνολικά δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (16.464,75 + 11.095,76 =) 27.560,51 ευρώ, υπολογισμός ως προς τον οποίο δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 19.849,81 ευρώ, υπολογισμός ως προς τον οποίο ομοίως δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη, ως εκ τούτου δε, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (27.560,51 – 19.849,81 =) 7.710,70 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εργάστηκε υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες ήτοι με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν εν μέρει οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί επτάωρης κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκαπεντάωρης κατά τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, επιδικάζοντάς του για την αιτία αυτή το ποσό των 7710,70 ευρώ, μη αποδεχόμενο τον σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης περί εξόφλησης των υπό αυτού (ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος) αιτουμένων σχετικών κονδυλίων, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος της υπό κρίσιν εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εργάστηκε υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες ήτοι με το να δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκαν στο σύνολό τους οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί επτάωρης κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκαπεντάωρης κατά τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, ομοίως, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός λόγος της ασκηθείσας δια των προτάσεων αντέφεσης, με τον οποίον προσβάλλεται το ίδιο ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης προς το σκοπό της αναγνώρισης υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος υπερβαίνουσας τις πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και τις δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως και αντεφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ομοίως δε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, θα πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίσιν δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση ενώ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 27-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση και την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 27-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση και την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Απορρίπτει αυτές κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ