ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1245/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Ι. Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παύλου Σιούφα.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Χ. Σ. Ο. του Σ., κατοίκου Δ. Ξ., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ουρανίας Σαμπροβαλάκη.
ΙΙ. Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Δ. Ε. Β. Χ. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Σταματελοπούλου.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Χ. Σ. Ο. του Σ., κατοίκου Δ. Ξ., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ουρανίας Σαμπροβαλάκη.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 27-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 21/2015 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η πρώτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 24-2-2015 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) και η δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα την από 19-2-2015 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) αντίστοιχα, αμφότερες οι οποίες προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού … έφεση (στο εξής «πρώτη έφεση») καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση (στο εξής «πρώτη αντέφεση») πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (21/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
Περαιτέρω, η από 19-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού … έφεση (στο εξής «δεύτερη έφεση») καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση (στο εξής «δεύτερη αντέφεση») πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (21/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
Εξάλλου, αμφότερες οι ως άνω εφέσεις και οι δια των προτάσεων ασκηθείσες και μετ’ αυτών συνεκδικαζόμενες αντεφέσεις πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (21/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
Οι υπό κρίσιν πρώτη έφεση και πρώτη αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 21/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (άρθρα 511 και 513 παρ.1 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών του άρθρου 663 επ. ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχουν ασκηθεί, η μεν πρώτη έφεση με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) ενώ από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-1-2015 και η υπό κρίσιν πρώτη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 9-3-2015), η δε πρώτη αντέφεση δια των προτάσεων που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως δε φέρονται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, οι υπό κρίσιν πρώτη έφεση και πρώτη αντέφεση πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Περαιτέρω, οι υπό κρίσιν δεύτερη έφεση και δεύτερη αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 21/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (άρθρα 511 και 513 παρ.1 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών του άρθρου 663 επ. ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχουν ασκηθεί, η μεν δεύτερη έφεση με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) ενώ από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-1-2015 και η υπό κρίσιν δεύτερη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 5-3-2015), η δε δεύτερη αντέφεση δια των προτάσεων που κατατέθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμοδίως δε φέρονται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, οι υπό κρίσιν δεύτερη έφεση και δεύτερη αντέφεση πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Με την από 27-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στον Πειραιά, στις 8-7-2011, με την πρώτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα της πρώτης εφέσεως, κυρία του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου «…», του οποίου τον εφοπλισμό είχε παραχωρήσει στη δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα της δεύτερης εφέσεως, ναυτολογήθηκε σε αυτό (πλοίο) αυθημερόν, υπό την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και τις 16-12-2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής των δρομολογίων. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια και ο ίδιος εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες, από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί των δεδουλευμένων αποδοχών του, επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, επί της αμοιβής εξπρές δρομολογίων, επί του επιδόματος άγονης γραμμής και επί της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων καθώς επίσης για την καταβολή του επιδόματος ιματισμού και της αποζημιώσεως διανυκτέρευσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ της ως άνω συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, της πρώτης εξ αυτών ως κυρίας και της δεύτερης εξ αυτών ως εφοπλίστριας του ως άνω πλοίου, να υποχρεωθούν οι τελευταίες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 19.973,17 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που εκάστη εκ των αξιώσεών του κατέστη απαιτητή άλλως από την επομένη της ημέρας της απολύσεώς του (16-12-2011) άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 21/2015 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι μεν εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες, εκάστη εξ αυτών με την υπό κρίσιν έφεσή της, για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και δη ως προς τα κεφάλαια της αμοιβής εξπρές δρομολογίων, της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων και της υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, ο δε τελευταίος, ως αντεκκαλών με εκάστη εκ των υπό κρίσιν, διά των προτάσεων ασκηθεισών, αντέφεσή του, ομοίως (παραπονείται) για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τα ίδια ως άνω κεφάλαια της εκκαλουμένης, ενώ άπαντες ζητούν την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, με σκοπό οι μεν πρώτες (εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες) την απόρριψη, ο δε δεύτερος (ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών) την αποδοχή της αγωγής στο σύνολό της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ήτοι της Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011 (υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011)), που τιτλοφορείται «Δρομολόγια Εξπρές», σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.Α.Λ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, κατά τα καθοριζόμενα σ’ αυτό. Ειδικότερα, ως δρομολόγια «Εξπρές», για τα οποία καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Τα δρομολόγια αυτά, σε αντίθεση με τα δρομολόγια που προβλέπονται από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, η οποία είναι ειδική σε σχέση με τη γενική διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι (6) αναχωρήσεις (δρομολόγια), την εβδομάδα, από το λιμένα αφετηρίας και, ως εκ τούτου, προβλέπεται πρόσθετη αμοιβή για όλα τα εξπρές δρομολόγια. Ως «τακτικά» θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμένα αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα δεν είναι κάθε ημέρα η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων περί την εκτέλεσή του. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαία, δηλαδή πριν τη συμπλήρωση έξι (6) ωρών από την άφιξη στον οικείο λιμένα και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού οκτώ (8), το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή στον πλοίαρχο και το πλήρωμα, υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή της μετάβασης στο λιμένα προορισμού και της επιστροφής στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών, με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του ενδιαφερομένου, στο 1/2 του ποσού αυτού, εάν η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού κυμαίνεται μεταξύ έξι (6) και δώδεκα (12) ωρών και στο 1/4, εάν αυτή είναι μικρότερη των έξι (6) ωρών. Αντιθέτως, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 33 της εν λόγω Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, η οποία, ως ήδη ελέχθη, είναι ειδική έναντι της διάταξης της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου και κατισχύει αυτής, στις περιπτώσεις ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων που έχουν τακτικές σε καθημερινή βάση αναχωρήσεις από το λιμένα αφετηρίας, δηλαδή αναχωρήσεις τουλάχιστον τις έξι (6) ημέρες της εβδομάδας, προβλέπεται ειδικός τρόπος υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των δρομολογίων αυτών (ανεξαρτήτως της ως άνω διαίρεσης), ο οποίος συνίσταται στο ότι ο αριθμός των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται η αμοιβή αυτή, ισούται με τον αριθμό των πέραν των πέντε (5) πραγματοποιούμενων δρομολογίων εβδομαδιαία. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία, τα οποία εκτελούν καθημερινά περισσότερα από πέντε (5) (τουλάχιστον έξι) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμένα αφετηρίας έξι (6) ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου 33, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4, αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου. Η αμοιβή αυτή, κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 33, του πλοιάρχου και του πληρώματος του ακτοπλοϊκού επιβατηγού πλοίου υπολογίζεται ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των δώδεκα (12) ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το ένα τριακοστό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών ανά δρομολόγιο πέραν των πέντε (5) εβδομαδιαία. Δηλαδή, εάν ήθελαν εκτελεσθεί έξι (6) τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα, η αμοιβή θα ανερχόταν στο 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, ενώ εάν ήθελαν εκτελεσθεί επτά (7) τακτικά δρομολόγια, η αμοιβή θα ανερχόταν στα 2/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών και β) εάν η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών, η αμοιβή είναι ίση με το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως προηγουμένης αμοιβής (ΕφΠειρ 540/2006 ΕΝΔ 34.362, 199/2003 ΕΝΔ 31.272, 1/2003 ΕΝΔ 31.123). Τέλος, κατά τη διάταξη της παραγράφου 6 του ανωτέρω άρθρου 33, οι διατάξεις περί πρόσθετης αμοιβής για «δρομολόγια Εξπρές» δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, ως και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους κατά τις νυκτερινές ώρες, ήτοι από ώρα 23:00΄ έως ώρα 07:00΄, ως «ημερόπλοια» δε, νοούνται τα πλοία που εκτελούν «ημερινούς πλόες», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Κανονισμού «περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών», ως «ημερινοί πλόες» νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05:00΄ έως 22:00΄ κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις δώδεκα ώρες (ΕφΠειρ 33/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής του ναυτικού με αίτημα την καταβολή πρόσθετης αμοιβής για «δρομολόγια Εξπρές», το δικόγραφο αυτής πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένη αναφορά: α) των συγκεκριμένων δρομολογίων ανά ημέρα και των ωρών πραγματοποίησής τους, με ειδική μνεία των ωρών κατάπλου και απόπλου από τους προσδιοριζόμενους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και των ωρών της τυχόν πρόωρης αναχώρησης του πλοίου (πριν τη συμπλήρωση εξάωρου από τον κατάπλου σε συγκεκριμένο λιμένα), διευκρινιζομένου ταυτοχρόνως και του εάν πρόκειται περί ημεροπλοίου ή πλοίου εκτελούντος τοπικούς πλόες, β) του αριθμού (ήτοι της συχνότητας) των πραγματοποιούμενων κυκλικών ταξιδιών εβδομαδιαία και ειδικώς του αριθμού των «τακτικών» (υπό την ανωτέρω αναφερομένη έννοια) αναχωρήσεων από το λιμένα αφετηρίας εβδομαδιαία, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δεδομένου ότι προβλέπονται δύο διαφορετικές περιπτώσεις αμοιβής των «δρομολογίων Εξπρές», αναλόγως του εάν το πλοίο πραγματοποιεί καθημερινές τακτικές αναχωρήσεις ή όχι και γ) ακολούθως, του συγκεκριμένου μαθηματικού υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής, αναλόγως του εάν πρόκειται για πλοίο, το οποίο πραγματοποιεί τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις (οπότε εφαρμόζονται οι παρ. 5 και 7 του άρθρου 33) ή όχι (οπότε εφαρμόζονται οι παρ. 3, 4 και 7). Σε αντίθετη περίπτωση, η αγωγή τυγχάνει ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και εντεύθεν απορριπτέα ως αόριστη, η δε αοριστία αυτή δεν θεραπεύεται με τις προτάσεις ή την προσθήκη των προτάσεων ή με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφου ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεραπεία της αοριστίας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ περί προδικασίας (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΕφΔωδ 113/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εκθέτει στην αγωγή του ότι, κατά το ειδικότερα αναφερόμενο στο δικόγραφο αυτής χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, το πλοίο εκτελούσε κυκλικά ταξίδια διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα (12) ωρών καθώς και ότι απέπλεε από κάθε λιμάνι πριν τη συμπλήρωση έξι (6) ωρών παραμονής σε αυτό, στη συνέχεια δε, παραθέτει τον εβδομαδιαίο αριθμό των πραγματοποιηθέντων από το πλοίο δρομολογίων εξπρές (2) καθώς και το αναγόμενο στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του άθροισμά τους (2 δρομολόγια Χ 4,33 εβδομάδες Χ 5,33 μήνες), υπολογίζοντας βάσει των ανωτέρω το αιτούμενο από αυτόν ποσό. Ωστόσο, με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή είναι αόριστη και επομένως απορριπτέα όσον αφορά στο αίτημά της περί επιδίκασης στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα του αιτούμενου από αυτόν ποσού για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων «Εξπρές» δεδομένου ότι, πέραν του ότι λόγω της αναντιστοιχίας των αναφερόμενων στο δικόγραφο της αγωγής χρονικών διαστημάτων για τα οποία αυτός αιτείται την ως άνω πρόσθετη αμοιβή με τα ομοίως αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής δρομολόγια του πλοίου στο οποίο ήταν ναυτολογημένος, δεν δύναται να προσδιορισθεί επακριβώς ο αριθμός των τακτικών ανά εβδομάδα δρομολογίων του συγκεκριμένου πλοίου, δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία του μαθηματικού τρόπου εξευρέσεως των αναφερομένων στην αγωγή δρομολογίων «Εξπρές», ιδίως δε, δεν αναφέρονται οι ώρες προώρου αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από τον κατάπλου στο λιμένα, διότι αυτές ακριβώς οι ώρες αθροίζονται και ακολούθως διαιρούνται δια του αριθμού οκτώ (8), του πηλίκου αυτού αποτελούντος τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία οφείλεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, η αοριστία αυτή δε, δεν δύναται να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την προσθήκη των προτάσεων ή από την εκτίμηση των αποδείξεων ή με παραπομπή σε έγγραφα διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεραπεία της αοριστίας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ περί προδικασίας (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 280/1992 Δ. 23.1065, ΕφΠειρ 191/2007 αδημ., ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α’, 1996, υπό το άρθρο 216, αρ. 15). Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το μην απορρίψει το αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως αμοιβής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος για εξπρές δρομολόγια ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των … και …, που δόθηκαν νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών και αντεφεσιβλήτων καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 8-7-2011, στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος και της πρώτης των εναγομένων και ήδη εκκαλούσας και αντεφεσίβλητης της πρώτης εφέσεως, κυρίας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου, με το όνομα «…», με αριθ. νηολογίου Πειραιά 10882 και κ.ο.χ. 8.129, του οποίου τον εφοπλισμό είχε παραχωρήσει στη δεύτερη των εναγομένων και ήδη εκκαλούσα και αντεφεσίβλητη της δεύτερης εφέσεως, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, υπό την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο, στο οποίο υπηρέτησε μέχρι τις 16-12-2011, οπότε και απολύθηκε, στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω διακοπής δρομολογίων ενώ, καθ’ όλη τη διάρκεια της ως άνω ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και δη την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011). Οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, κατά την ως άνω περίοδο της ναυτολόγησής του ανείρχοντο στο ποσό των 1.865,10 ευρώ (1.157,99 ευρώ ο μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 ευρώ οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας), έναντι των οποίων ελάμβανε το ποσό των 1.819,34 ευρώ, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (1.865,10 ευρώ – 1.819,34 =) 45,76 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες, διάταξη, ως προς την οποία η εκκαλουμένη δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Το ως άνω πλοίο, κατά την ως άνω περίοδο της ναυτολογήσεώς του (ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος) ήτοι από 8-7-2011 έως 16-12-2011, πραγματοποιούσε κάθε εβδομάδα κυκλικά δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Εύδηλος Ικαρίας – Άγιος Κήρυκος Ικαρίας – Φούρνοι – Καρλόβασι Σάμου – Βαθύ Σάμου και, ειδικότερα α) (έως τις 4-9-2011) αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.30 προς Σύρο – Μύκονο – Εύδηλο Ικαρίας – Καρλόβασι Σάμου – Βαθύ Σάμου, όπου και κατέπλεε στις 06.50 ή στις 07.25 της επόμενης ημέρας και απ’ όπου αναχωρούσε στις 09.00 με επιστροφή κατ’ αντίθετη πορεία μέσω των ανωτέρω λιμένων στον Πειραιά, όπου κατέπλεε περί τις 18.30, ή β) (από 5-9-2011 έως 31-10-2011) αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 12.00 προς Σύρο – Μύκονο – Εύδηλο Ικαρίας – Καρλόβασι Σάμου – Βαθύ Σάμου, όπου και κατέπλεε στις 20.05 και απ’ όπου αναχωρούσε στις 20.25 με επιστροφή κατ’ αντίθετη πορεία μέσω των ανωτέρω λιμένων στον Πειραιά, όπου κατέπλεε περί τις 06.20 της επόμενης ημέρας ή γ) (από 1-11-2011 έως 15-12-2011) Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 18.00 προς Σύρο – Εύδηλο Ικαρίας – Άγιο Κήρυκο Ικαρίας – Φούρνους – Καρλόβασι Σάμου – Βαθύ Σάμου, όπου και κατέπλεε στις 05.45 της επόμενης ημέρας και απ’ όπου αναχωρούσε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή στις 18.00 με επιστροφή κατ’ αντίθετη πορεία μέσω των ανωτέρω λιμένων στον Πειραιά, όπου κατέπλεε περί τις 06.00 της επόμενης ημέρας. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του σε αυτό, πραγματοποιούσε μόνο τα ως άνω υπό στοιχ. (β) (χωρίς και πάλι οι ώρες άφιξης και αναχώρησης στους λιμένες άφιξης και αφετηρίας να ταυτίζονται με τα ανωτέρω) καθώς και υπό στοιχ. (γ) δρομολόγια, υπολογίζοντας δε, βάσει της ομοίως εσφαλμένης παραδοχής του ότι το πλοίο πραγματοποιούσε μόνο το ως άνω υπό στοιχ. (γ) δρομολόγιο (χωρίς και πάλι οι ώρες άφιξης και αναχώρησης στους λιμένες άφιξης και αφετηρίας να ταυτίζονται με τα ανωτέρω), το σε κάθε περίπτωση αόριστο όπως αναφέρθηκε ανωτέρω κονδύλιο της πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως και πρώτος λόγος της υπό κρίσιν δεύτερης εφέσεως, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι. Αντιθέτως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του σε αυτό, πραγματοποιούσε έξι (6) δρομολόγια εξπρές ήτοι με το να δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί εκτέλεσης επτά (7) δρομολογίων εξπρές την εβδομάδα υπολογιζομένων βάσει της ως άνω εσφαλμένης παραδοχής περί των εκτελούμενων δρομολογίων, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, ως εκ τούτου, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αμφοτέρων των ασκηθεισών δια των προτάσεων αντεφέσεων, με τον οποίο προσβάλλεται το ίδιο ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης προς το σκοπό της αναγνώρισης εκτέλεσης δρομολογίων εξπρές που υπερβαίνουν τα έξι (6) εβδομαδιαίως και της επιδίκασης του σχετικού, σε κάθε περίπτωση αόριστου όπως αναφέρθηκε ανωτέρω κονδυλίου. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων δρομολογίων και της παρουσιαζόμενης κίνησης, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, ο οποίος τυπικά απασχολείτο σε δύο ημερήσιες τετράωρες βάρδιες ενώ, περαιτέρω, στα καθήκοντά του, περιλαμβάνονταν τόσο οι εργασίες πρόσδεσης και απόδεσης κατά τη διαδικασία του κατάπλου και απόπλου του πλοίου καθώς και αυτές της φόρτωσης και εκφόρτωσης των οχημάτων σε αυτό όσο και οι εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου μετά την άφιξή του στο λιμένα προορισμού και πριν την αναχώρησή από αυτόν και αφετέρου βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος και της επάνδρωσης της θέσης του (ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος), των χρονικών ορίων των εκτελεσθέντων δρομολογίων, των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, το οποίο πραγματοποιούσε δρομολόγια, τα οποία παρουσίαζαν αυξημένη επιβατική κίνηση, η οποία επιβεβαιώνεται από την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας και για την οποία πράγματι παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος στο ως άνω πλοίο, ήταν δώδεκα (12) ώρες, καθ’ όλη την περίοδο της ναυτολογήσεώς του (ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος) σε αυτό (πλοίο). Έτσι, με βάση τις ρυθμίσεις της εφαρμοζομένης υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011), από την οποία διέπονταν οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος κατά την ως ανωτέρω προσδιορισθείσα διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του στο ως άνω πλοίο, ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακώς (πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες) για το αιτούμενο από αυτόν χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του στο πλοίο «…» ήτοι από 8-7-2011 έως 16-12-2011 : α) 540 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (135 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (540 ώρες X 8,38 ευρώ =) 4.525,20 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 2.306,37 ευρώ, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (4.525,20 – 2.306,37 =) 2.218,83 ευρώ και β) 312 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες (26 ημέρες X 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα), για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (312 ώρες X 10,05 ευρώ =) 3.135,60 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 2.283,16 ευρώ, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (3.135,60 – 2.283,16 =) 852,44 ευρώ. Επομένως, συνολικά, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (2.218,83 + 852,44 =) 3.071,27 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εργάστηκε υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες επιδικάζοντάς του για την αιτία αυτή το ποσό των 4.463,87 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως και δεύτερος λόγος της υπό κρίσιν δεύτερης εφέσεως, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι. Αντιθέτως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εργάστηκε υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες ήτοι με το να δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί οκτάωρης κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκαεξάωρης κατά τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, ως εκ τούτου, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αμφοτέρων των ασκηθεισών δια των προτάσεων αντεφέσεων, με τον οποίον προσβάλλεται το ίδιο ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης προς το σκοπό της αναγνώρισης υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος υπερβαίνουσας τις πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και τις δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της προαναφερθείσας Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας και την υπ’ αριθ. 70109/8008 της 14.12.1981/ 7.1.1982 απόφαση του ΥΕΝ και δεδομένου ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος ανέρχονταν, σύμφωνα με την ισχύουσα ως άνω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, για την ειδικότητα του ναύτη, στο ποσό των 3.868,88 ευρώ (1.157,99 ευρώ ο μισθός ενεργείας + 254,76 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 576,30 ευρώ το αντίτιμο τροφής + 35,22 ευρώ το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 417,13 ευρώ οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας + 1.427,48 ευρώ η κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή), ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών δικαιούται να λάβει για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2011 και για το διάστημα της ναυτολογήσεώς του από 8-7-2011 έως 16-12-2011, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 2.621,55 ευρώ (ήτοι συνολικός μηνιαίος μισθός 3.868,88 ευρώ Χ 2/25 = 309,51 ευρώ ανά δεκαεννιαήμερο απασχόλησης Χ (161/19 =) 8.47 δεκαεννιαήμερα της ανωτέρω περιόδου), έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 1.960,29 ευρώ, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (2.621,55 – 1.960,29 =) 661,26 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών, εργαζόμενος υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες και υπολογίζοντας σύμφωνα με τα ανωτέρω την κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή του, βάσει της οποίας υπολόγισε περαιτέρω τις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του και κατ’ επέκταση την αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2011, επιδικάζοντάς του για την αιτία αυτή το ποσό των 837,08 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός τέταρτος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως και τρίτος λόγος της υπό κρίσιν δεύτερης εφέσεως, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι. Αντιθέτως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών εργάστηκε υπερωριακώς πέντε (5) ώρες πέραν του οκτάωρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατρείς (13) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες ήτοι με το να δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί οκτάωρης κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δεκαεξάωρης κατά τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και αντεκκαλούντος και ως εκ τούτου να υπολογίσει σύμφωνα με τα ανωτέρω την κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή του, βάσει της οποίας υπολόγισε περαιτέρω τις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του και κατ’ επέκταση την αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2011, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, ως εκ τούτου, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος αμφοτέρων των ασκηθεισών δια των προτάσεων αντεφέσεων, με τον οποίον προσβάλλεται το ίδιο ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης προς το σκοπό της επιδίκασης αναλογίας δώρου Χριστουγέννων έτους 2011, ύψους 2.016,19 ευρώ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16 της υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011), ορίζονται τα ακόλουθα: «..1.Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας. 3. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι δεν προκύπτουν χορηγηθείσες σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ (1 διανυκτέρευση το μήνα στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο και 2 διανυκτερεύσεις μηνιαίως τους λοιπούς μήνες) άδειες διανυκτέρευσης στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, δεν προσκομίζονται δε από τις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες σχετικά αποσπάσματα από το ημερολόγιο γεφύρας του πλοίου, από τα οποία να προκύπτουν καταχωρήσεις των αδειών διανυκτέρευσης των μελών του πληρώματος, σύμφωνα με την ως άνω πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 16 της εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω ΣΣΝΕ, για το αιτούμενο από αυτόν χρονικό διάστημα εργασίας του, το συνολικό ποσό των 368,45 ευρώ {(1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 1/22) Χ 7 διανυκτερεύσεις}, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί μη χορηγηθεισών στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα αδειών διανυκτερεύσεως και με το να επιδικάσει σε αυτόν για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 368,45 ευρώ, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός πέμπτος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως και τέταρτος λόγος της υπό κρίσιν δεύτερης εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και 3 της ανωτέρω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας «1. Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους… 3. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται σε αυτά το ανωτέρω επίδομα». Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο της εταιρείας «….», χορηγήθηκε ο εν λόγω ιματισμός στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, ο τελευταίος δεν δικαιούται το αιτούμενο από αυτόν για επίδομα ιματισμού, διάταξη ως προς την οποία δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη με λόγο έφεσης. Έτι περαιτέρω, με το άρθρο 7 της ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ορίζεται ότι: «σε ολόκληρο το πλήρωμα….που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται στις γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% επί του μισθού ενεργείας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7…». Στην προκειμένη περίπτωση, το ένδικο πλοίο, στη διάρκεια της σε αυτό ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος, εκτελούσε δρομολόγια που χαρακτηρίζονταν ως άγονης γραμμής – για τα οποία δηλαδή είχαν συναφθεί συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων) με τα αρμόδια Υπουργεία (Αιγαίου ή Εμπορικής Ναυτιλίας) – χωρίς αυτό να αμφισβητείται ειδικώς από τις εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες και έτσι όπως προκύπτει άλλωστε από το γεγονός ότι για την ανωτέρω αιτία πράγματι παρείχετο αμοιβή στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα, πιο συγκεκριμένα δε, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος από 8-7-2011 έως 31-10-2011 (115 ημέρες), το ένδικο πλοίο εκτελούσε πλόες άγονης γραμμής και τις επτά (7) ημέρες της εβδομάδας ενώ κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και αντεκκαλούντος από 1-11-2015 έως 16-12-2011 (46 ημέρες), το ένδικο πλοίο εκτελούσε πλόες άγονης γραμμής τις έξι (6) από τις επτά (7) ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, σύμφωνα και με το ανωτέρω άρθρο 7, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος και αντεκκαλών δικαιούται το αντίστοιχο επίδομα άγονων γραμμών, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 416,76 ευρώ {(1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 7% =) 81,06 ευρώ Χ 3,83 μήνες (μηνιαία αναλογία στις 115 ημέρες που εργάστηκε) = 310,46} + {[(1.157,99 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 7% =) 81,06 ευρώ Χ 6/7] = 69,48 ευρώ Χ 1,53 μήνες (μηνιαία αναλογία στις 46 ημέρες που εργάστηκε) = 106,30}, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 309,45 ευρώ, ως εκ τούτου δε, δικαιούται για την αιτία αυτή, τη διαφορά, ποσού (416,76 – 309,45 =) 107,31 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες και αντεφεσίβλητες. Βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί μη καταβολής στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο και αντεκκαλούντα του επιδόματος άγονης γραμμής κατά το ποσό των 1550,79 ευρώ, επιδικάζοντάς του για την ανωτέρω αιτία το ποσό αυτό, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός έκτος λόγος της υπό κρίσιν πρώτης εφέσεως και πέμπτος λόγος της υπό κρίσιν δεύτερης εφέσεως, θα πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως και αντεφέσεως προς έρευνα, θα πρέπει: α) να απορριφθούν αμφότερες οι υπό κρίσιν αντεφέσεις στο σύνολό τους, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και να καταδικαστεί ο ενάγων και ήδη αντεκκαλών λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), στην καταβολή του συνόλου των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και ήδη αντεφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και β) να γίνουν δεκτές αμφότερες οι υπό κρίσιν εφέσεις ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, περαιτέρω δε, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει το ίδιο κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, θα πρέπει να δεχθεί εν μέρει την από 27-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεώσει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (45,76 + 3.071,27 + 661,26 + 368,45 + 107,31 =) 4.254,05 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την εποµένη ηµέρα της απολύσεως του ενάγοντος (16-12-2011) ήτοι από τις 17-12-2011 και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183 και 191 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να καταδικαστούν οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 24-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση και την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Συνεκδικάζει την από 19-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση και την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Συνεκδικάζει την από 24-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση με τη συνεκδικαζόμενη μετ’ αυτής δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση και την από 19-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση με τη συνεκδικαζόμενη μετ’ αυτής δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 24-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Καταδικάζει τον αντεκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αντεφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό ευρώ (100€).
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 19-2-2015 (αριθ. καταθ. … και …) έφεση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση.
Καταδικάζει τον αντεκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αντεφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατό ευρώ (100€).
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 21/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει το ίδιο κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Δέχεται εν μέρει την από 27-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (4.254,05€) με το νόμιμο τόκο από τις 17-12-2011 και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου, το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ