ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1364/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Ι. Της ενάγουσας : Μ. Α. Δ. του Ν., κατοίκου Ε. Αττικής, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Μάρκου Δάρα.
Της εναγομένης : εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Π. Φ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αθανασίας Σιούντρη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-9-2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 17-3-2015 και, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΙΙ. Της ενάγουσας : εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Π. Φ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αθανασίας Σιούντρη.
Της εναγομένης : Μ. Α. Δ. του Ν., κατοίκου Ε. Αττικής, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Μάρκου Δάρα.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-3-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή (στο εξής πρώτη αγωγή) και η από 11-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή (στο εξής δεύτερη αγωγή) αντίστοιχα, οι οποίες, ασκηθείσες υπό και κατά των αυτών διαδίκων και υπαγόμενες στην ίδια – ως κατωτέρω – τακτική διαδικασία θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Οι από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό απαιτήσεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ), ανεξάρτητα από την ειδικότερη μορφή τους και ανεξάρτητα αν πηγάζουν από ή χωρίς παροχή, θεμελιώνονται στα εξής στοιχεία: α) την περιουσιακή μετακίνηση, β) τη συγκεκριμένη αιτία για την οποία έγινε η μετακίνηση και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΟλΑΠ 2/87, ΑΠ 673/99). Η αξίωση δε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική – επικουρική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 22/2003). Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα από αυτή δικαιώματά του. Έτσι, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση υποχρεώσεως, η οποία έχει αναληφθεί με σύμβαση, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν μπορεί να ασκηθεί αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως επί λύσεώς της ένεκα υπαναχωρήσεως ή πληρώσεως διαλυτικής αιρέσεως ή εκδόσεως δικαστικής απόφασης κατά το άρθρο 388 ΑΚ (ΑΠ 1457/2001). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 383 και 385 του ΑΚ προκύπτει ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, δηλαδή σε αυτές που δημιουργούνται υποχρεώσεις και αντίστοιχα ενοχικά δικαιώματα σε βάρος και των δύο συμβαλλομένων, αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, ο άλλος έχει δικαίωμα να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρο 383 ΑΚ). Δεν απαιτείται να ταχθεί προθεσμία αν από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο (άρθρο 385 ΑΚ). Με την άσκηση της υπαναχώρησης επέρχεται άμεση διάλυση της σύμβασης με αναδρομική ενέργεια και ενοχικά μόνο αποτελέσματα και επομένως οι συμφωνηθείσες παροχές καταργούνται, αφού η σύμβαση θεωρείται ότι δεν είχε ποτέ καταρτισθεί, οι δε τυχόν εκτελεσθείσες πρέπει να επιστραφούν, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού λόγω καταργήσεως της συμβάσεως έχασαν τη νόμιμη αιτία τους (άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 390 ΑΚ που σύμφωνα με το άρθρο 387 παρ. 2 ΑΚ εφαρμόζεται και στην υπαναχώρηση του άρθρου 383 ΑΚ, η υπαναχώρηση γίνεται με δήλωση αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει προς τον άλλο, η διαπλαστική δε αυτή δήλωση του δανειστή περί υπαναχωρήσεως είναι άτυπη και μπορεί να γίνει ακόμη και με την αγωγή. Όλα τα παραπάνω ισχύουν και στη σύμβαση πωλήσεως (βάσει του άρθρου 516 ΑΚ) και έτσι ο αγοραστής σε περίπτωση υπερημερίας του πωλητή και ως προς τις δύο κατά το άρθρο 513 ΑΚ κύριες υποχρεώσεις του, έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 383-385 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ. 8091/2002 ΕλλΔνη 2004.257, ΕφΑθ. 3906/2002 ό.π., ΕφΑθ. 3239/1994 ΕλλΔνη 1995.708, ΕφΑθ 9469/1998 ΕλλΔνη 40.1193 με παραπομπές σε νομολογία και συγγραφείς). Τα πραγματικά όμως περιστατικά που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της συμβάσεως, τα οποία συνιστούν τη βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του από 7-9-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο κατήρτισε με την εναγομένη, συμφώνησε να αγοράσει από την τελευταία το περιγραφόμενο στο δικόγραφο της αγωγής σκάφος αντί τιμήματος 237.900 ευρώ. Ότι η καταβολή του τιμήματος συμφωνήθηκε να γίνει ως εξής: το ποσό των 26.900 ευρώ να καταβληθεί ως προκαταβολή και το υπόλοιπο ποσό των 211.000 ευρώ να καταβληθεί σε χρονικό διάστημα έξι ετών και δη σε εξαμηνιαίες δόσεις κεφαλαίου πλέον τόκων δεδομένου ότι για το ποσό αυτό η εναγομένη είχε ήδη συνάψει σχετικό τραπεζικό δάνειο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, περαιτέρω, συμφωνήθηκε να διατηρήσει η εναγομένη μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του τιμήματος την κυριότητα του σκάφους, το οποίο, ωστόσο, από την παράδοσή του στην ενάγουσα, θα χρησιμοποιούσε και θα εκμεταλλευόταν η τελευταία. Ότι, σε εκτέλεση του ως άνω συμφωνητικού, η εναγομένη παρέδωσε στην ενάγουσα το ως άνω σκάφος τον Οκτώβριο του έτους 2011 στη μαρίνα Αλίμου και η τελευταία της κατέβαλε τόσο την ως άνω προκαταβολή όσο και τις δύο πρώτες εκ των συμφωνηθεισών δόσεων ήτοι της κατέβαλε, στις 15-12-2011, το ποσό των 27.600 ευρώ και, στις 15-6-2012, το ποσό των 26.800 ευρώ. Ότι εξαιτίας οικονομικής δυσχέρειάς της (ενάγουσας), οφειλόμενης τόσο στο γεγονός ότι μετά την ως άνω παράδοση του σκάφους, υποχρεώθηκε να πληρώσει για τη λειτουργία αυτού άγνωστα – ως μη προγενεστέρως δηλωθέντα σε αυτή και αναλυτικά περιγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – ποσά, όσο και στην γενικότερη στην Ελλάδα δυσμενή οικονομική συγκυρία, δεν ήταν σε θέση να καταβάλει πλήρως την επόμενη δόση του μηνός Δεκεμβρίου 2012, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την εναγομένη, στην οποία πρότεινε εναλλακτικές λύσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η αποπληρωμή της εν λόγω δόσης καθώς και των επομένων από τρίτο πρόσωπο, στο οποίο και θα μεταβιβαζόταν η κυριότητα του σκάφους, όταν δε η εναγομένη αρνήθηκε τις ως άνω προτάσεις, αυτή (ενάγουσα) δυνάμει του επιδοθέντος στην εναγομένη στις 4-2-2013 από 1-2-2013 εξωδίκου, επικαλούμενη την ως άνω καταχρηστική και αντιβαίνουσα την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης, κατήγγειλε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό και κάλεσε την εναγομένη να της καταβάλει εντός πέντε (5) ημερών το ποσό που είχε η ίδια καταβάλει ως προκαταβολή και εξόφληση των δύο πρώτων δόσεων ήτοι το συνολικό ποσό των 81.300 ευρώ προκειμένου να της επιστρέψει το σκάφος. Ότι η εναγομένη με το από 5-2-2013 εξώδικο, αρνήθηκε την ως άνω καταγγελία και την κάλεσε να καταβάλει τη δόση του μηνός Δεκεμβρίου 2012 ποσού 25.314,27 ευρώ δηλώνοντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα υπαναχωρούσε του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, περαιτέρω δε, στις 16-2-2013 παρέλαβε από την ενάγουσα το ως άνω σκάφος της, στη μαρίνα της Λευκάδας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητά, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 81.300 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξεως της ταχθείσας δυνάμει του το ως άνω επιδοθέντος στην εναγομένη στις 4-2-2013, από 1-2-2013 εξωδίκου, πενθήμερης προθεσμίας ήτοι από τις 10-2-2013 και μέχρι την εξόφληση. Ζητά επίσης, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. 13718728/2015 διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), τυγχάνει, ωστόσο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, μη νόμιμη κι απορριπτέα κατά το αίτημά της για καταβολή του ποσού των 81.300 ευρώ με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό διότι, από τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πωλήσεως εξακολουθεί να είναι ισχυρή οπότε η ενάγουσα μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματά της μόνο από τη σύμβαση αυτή και όχι με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι, η κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καταγγελία του ιδιωτικού συμφωνητικού συνιστά άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησής της από την ένδικη σύμβαση πωλήσεως με δήλωσή της προς την αντίδικό της ώστε να λυθεί η σύμβαση ένεκα υπαναχωρήσεως και η εναγομένη να κατέχει, πλέον, χωρίς νόμιμη αιτία το ως άνω καταβληθέν – ως μέρος του τιμήματος για την αγορά του σκάφους ήτοι για την εκπλήρωση της εν λόγω σύμβασης – ποσό και, κατά συνέπεια, να καθίσταται επιτρεπτή κατά νόμον η άσκηση της επικουρικής αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ) προς απόδοση του ως άνω ποσού αφού η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, από τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτει περίπτωση υπερημερίας της πωλήτριας – εναγομένης προς οποιαδήποτε από τις δύο κατά το άρθρο 513 ΑΚ κύριες υποχρεώσεις της, ώστε η αγοράστρια – ενάγουσα να έχει σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση δικαίωμα υπαναχωρήσεως υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 383-385 ΑΚ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως μη νόμιμη, η ενάγουσα της πρώτης αγωγής δε, θα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), στην καταβολή του συνόλου των δικαστικών εξόδων της εναγομένης της πρώτης αγωγής, κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ. 2, 532 παρ. 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται, αποπληρωθεί, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, του τιμήματος, ο πωλητής που κατ’ αρχήν παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του κινητού, έχει δικαίωμα: α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου θα επιφέρει τη μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, β) είτε, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πώλησης, να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα και ιδίως να ασκήσει διεκδικητική ως προς το κινητό αγωγή κατά του αγοραστή, που είναι ο κάτοχος του κινητού και που δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοση αυτού με την από το άρθρο 1095 ΑΚ ένσταση, γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως, αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΟλΑΠ 22/1987 ΕλλΔνη 29.91). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 343, 383, 385, 387, 389 και 904 του ΑΚ, προκύπτει ότι, επί υπερημερίας ενός των συμβαλλομένων περί την υπ’ αυτού οφειλομένη παροχή, δικαιούται ο έτερος να υπαναχωρήσει της συμβάσεως, η υπαναχώρηση δε, νόμιμη ή συμβατική, η οποία γίνεται με την οικεία δήλωση που αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα και δεν υποβάλλεται σε τύπο και γι’ αυτό μπορεί να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που αναμφισβήτητα δηλώνουν τον προς τούτο σκοπό, επιφέρει άμεση διάλυση της συμβάσεως, με αναδρομική ενέργεια και, επομένως, άσκησή της με μονομερή δήλωση βουλήσεως, που γνωστοποιείται στον αντισυμβαλλόμενο, έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχές που πηγάζουν από τη σύμβαση ήτοι για την εκτέλεση της βασικής ενοχής (πωλήσεως) και, ακόμη, την αναδρομική ανατροπή της βασικής ενοχής, που μεταβάλλεται σε «σχέση εκκαθάρισης», καθώς τα μέρη αναζητούν τις καταβληθείσες παροχές κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία που έληξε (ΑΠ 348/1994 α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1241/1990 Αρμ 1990.540, ΕφΘεσ 290/1990 ΕλλΔνη 1990.1314). Ο πωλητής, δηλαδή, αναζητεί το πράγμα και ο αγοραστής το μέρος του τιμήματος που είχε ήδη καταβάλει. Περαιτέρω, με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, οφείλονται επιπλέον οι συλλεγέντες καρποί και τα αποκτηθέντα ωφελήματα (άρθρο 908 παρ. 2 ΑΚ). Ωφελήματα, εξάλλου, του πράγματος, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 961 παρ. 1 και 3 του ΑΚ, είναι οι φυσικοί καρποί, δηλαδή τα φυσικά προϊόντα του πράγματος και καθετί που πορίζεται κανείς από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, αν και δεν είναι προϊόν αυτού, καθώς και κάθε πρόσοδος που αποφέρει το πράγμα δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή οι πολιτικοί καρποί, όπως π.χ. το μίσθωμα. Περαιτέρω, ο ασκών το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως δανειστής δύναται, συμφώνως προς το άρθρο 387 ΑΚ, να ζητήσει να επιδικασθεί σε αυτόν, κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου, αποζημίωση για την τυχόν εκ της μη εκπληρώσεως της συμβάσεως ζημία. Ο νόμος δεν θέτει κριτήρια για τον καθορισμό της τοιαύτης αποζημιώσεως, το δικαστήριο όμως έχει την ευχέρεια, εν όψει της αποδειχθείσης πραγματικής ζημίας του δανειστή, της τελούσης σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη, να την επιδικάσει ή μη, κατά την εύλογη κρίση του και σε έκταση μη δυνάμενη να υπερβεί την πραγματική ζημία. Προς τούτο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να τάξει αποδείξεις περί του ύψους της επιδικαστέας αποζημιώσεως, πρέπει όμως να πράξει τούτο προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση της πραγματικής ζημίας, για τον μετριασμό της οποίας θα καταβληθεί η αποζημίωση. Η ζημία αύτη δυνατόν να προέρχεται είτε εκ της μη εκπληρώσεως της συμβάσεως (και αποκαθίσταται διά του θετικού διαφέροντος ή διαφέροντος εκπληρώσεως) είτε εκ της καταρτίσεως αυτής (και αποκαθίσταται διά του αρνητικού διαφέροντος ή διαφέροντος εμπιστοσύνης (βλ. ΑΠ 262/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1417/1999 ΕλλΔνη 2000.767, ΕφΛαρ 42/2004 Δικογρ 2004.428, ΕφΛαρ 111/2002 Δικογρ 2002.420). Τόσο το θετικό όσο και το αρνητικό διαφέρον δύνανται να περιλαμβάνουν και θετική και αποθετική ζημία βλ. Σταθόπουλον εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ άρθρ 297 – 298 αριθ. 24, 40). Εξάλλου, κατά τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων (ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1457/1995 ΕλλΔνη 38.1532, Εφ.Αθ. 6027/1999 ΕλλΔνη 41.523).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του από 7-9-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο κατήρτισε με την εναγομένη, συμφώνησε να πωλήσει στην τελευταία το περιγραφόμενο στο δικόγραφο της αγωγής σκάφος αντί τιμήματος 237.900 ευρώ. Ότι η καταβολή του τιμήματος συμφωνήθηκε να γίνει ως εξής: το ποσό των 26.900 ευρώ να καταβληθεί ως προκαταβολή και το υπόλοιπο ποσό των 211.000 ευρώ να καταβληθεί σε χρονικό διάστημα έξι ετών και δη σε εξαμηνιαίες δόσεις κεφαλαίου πλέον τόκων δεδομένου ότι για το ποσό αυτό η ενάγουσα είχε ήδη συνάψει σχετικό τραπεζικό δάνειο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, περαιτέρω, συμφωνήθηκε να διατηρήσει η ενάγουσα μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του τιμήματος την κυριότητα του σκάφους, το οποίο, ωστόσο, από την παράδοσή του στην εναγομένη, θα χρησιμοποιούσε και θα εκμεταλλευόταν η τελευταία. Ότι σε εκτέλεση του ως άνω συμφωνητικού, η ενάγουσα παρέδωσε στην εναγομένη το ως άνω σκάφος τον Οκτώβριο του έτους 2011, στη μαρίνα Αλίμου. Ότι τον Δεκέμβριο του έτος 2012 και ενώ η εναγομένη μέχρι τότε είχε καταβάλει τόσο την ως άνω προκαταβολή όσο και τις δύο πρώτες εκ των συμφωνηθεισών δόσεων, (η εναγομένη) δήλωσε αδυναμία καταβολής της επομένης (τρίτης) εξαμηνιαίας δόσεως ποσού 25.314,27 ευρώ, όταν δε τον Ιανουάριο του έτους 2013 (η εναγομένη) πρότεινε στην ενάγουσα την αποπληρωμή της εν λόγω δόσης καθώς και των επομένων δόσεων από τρίτο πρόσωπο και μετά τη μη υλοποίηση της ως άνω εναλλακτικής πρότασης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η εναγομένη, δυνάμει του επιδοθέντος στην ενάγουσα στις 4-2-2013 από 1-2-2013 εξωδίκου, επικαλούμενη την αντισυμβατική και κακόπιστη συμπεριφορά της ενάγουσας, κατήγγειλε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι η ενάγουσα, δυνάμει του από 5-2-2013 εξωδίκου, αρνήθηκε την ως άνω καταγγελία και κάλεσε την εναγομένη να καταβάλει την ως άνω δόση του μηνός Δεκεμβρίου 2012 εντός τριήμερης προθεσμίας δηλώνοντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα υπαναχωρούσε του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, στη συνέχεια δε και κατόπιν της απράκτου παρελεύσεως της ως άνω προθεσμίας, δυνάμει του από 14-2-2013 εξωδίκου, υπαναχώρησε του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού και κάλεσε την εναγομένη να της παραδώσει το ως άνω σκάφος εντός δύο ημερών από την παραλαβή του ως άνω εξωδίκου, γεγονός το οποίο έλαβε χώρα στις 16-2-2013, οπότε και το παρέλαβε από την εναγομένη στη μαρίνα της Λευκάδας. Ότι κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το ως άνω σκάφος βρισκόταν στην κατοχή, διαχείριση και εκμετάλλευση της εναγομένης και δη κατά το χρονικό διάστημα από 12-5-2012 έως 27-10-2012, η τελευταία εισέπραξε ναύλα συνολικού ποσού 59.943 ευρώ δυνάμει των αναλυτικά περιγραφομένων στο δικόγραφο της αγωγής ναυλώσεων, το οποίο (ποσό) ουδέποτε απέδωσε στην ενάγουσα. Ότι λόγω της περιόδου, κατά την οποία (η ενάγουσα) επανέκτησε τη διαχείριση του σκάφους, ήταν δυσχερής η πλήρης οικονομική εκμετάλλευση αυτού και ενώ, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ένα σκάφος τέτοιου τύπου θα της απέφερε ναύλα συνολικού ποσού 80.000 ευρώ, στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της συμπεριφοράς της εναγομένης, (η ενάγουσα) υπέστη ζημία υπολογιζόμενη στο 50% του ως άνω ποσού ήτοι σε 40.000 ευρώ και κατ’ ελάχιστο σε 30.000 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, λόγω της υπερημερίας της εναγομένης συνεπεία της μη καταβολής της ως άνω δόσεως του μηνός Δεκεμβρίου 2012 και της επικείμενης μη καταβολής των επομένων δόσεων καθώς και της ανάγκης καταβολής εξόδων συντήρησης του ως άνω σκάφους από την ενάγουσα και μπροστά στο ενδεχόμενο η τελευταία να καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή των ισόποσων δόσεων προς το τραπεζικό ίδρυμα, με το οποίο (η ενάγουσα) είχε συνάψει σχετικό δάνειο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, (η ενάγουσα) πώλησε εσπευσμένα το ως άνω σκάφος αντί τιμήματος 190.000 ευρώ, ήτοι ζημιώθηκε κατά το ποσό των 14.197,50 ευρώ, κατά το οποίο (ποσό) το ως άνω τίμημα ήταν χαμηλότερο από την αγοραία αξία του σκάφους η οποία, υπολογιζομένης σε 10% της ετήσιας απομείωσης της αξίας του σε συνδυασμό με το ένα έτος που παρέμεινε στην κατοχή της εναγομένης, υπολογιζόταν σε 204.197,50 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητά, σύμφωνα με τις διατάξεις περί υπαναχωρήσεως της πωλήσεως και περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 104.140,50 ευρώ και δη το ποσό των 59.943 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 908 εδ. β΄ ΑΚ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως στην εναγομένη (15-2-2013), του από 14-2-2013 εξωδίκου, ήτοι από τις 16-2-2013 και μέχρι την εξόφληση και το ποσό των (30.000 + 14.197,50 =) 44.197,50 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 387 ΑΚ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας και μέχρι την εξόφληση. Ζητά επίσης, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 31 παρ. 3 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), τυγχάνει δε αρκούντως ορισμένη, πλην του αιτουμένου κονδυλίου της αποζημίωσης λόγω αποθετικής ζημίας – διαφυγόντος κέρδους ποσού 30.000 ευρώ, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, ως έχον ελλείψεις, οι οποίες δεν συμπληρώνονται με τις προτάσεις, ανεξάρτητα από το παραδεκτό ή μη της συμπλήρωσης αυτής, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του κέρδους που επικαλείται με βάση την, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πιθανότητα και δη τις ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα για εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους ή συμφωνίες για δυνατότητα μιας τέτοιας εκμετάλλευσής του αλλά, απλώς, εκθέτει το ποσό (80.000 ευρώ) που ανέμενε να εισπράξει, το οποίο στη συνέχεια αυθαίρετα μειώνει κατά ποσοστό 50% και στη συνέχεια ως το ποσό των 30.000 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζει βάσει ποιων περιστατικών η είσπραξη του ποσού αυτού καθίστατο αναμενόμενη, μόνη δε η επίκληση του ότι το ως άνω ποσό ανταποκρίνεται στις κρατούσες στις συναλλαγές συνθήκες δεν αρκεί, ιδίως δε αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι, εφόσον η ενάγουσα εντοπίζει τη ζημία της στην απώλεια των ναύλων από την εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους, διαφυγόν κέρδος που της αποδίδεται δεν είναι το σύνολο των ακαθάριστων κερδών που θα πραγματοποιούσε το σκάφος εάν η ίδια είχε την εκμετάλλευσή του, αλλά το καθαρό ποσό που θα κέρδιζε μετά την αφαίρεση των σχετικών εξόδων διότι, διαφορετικά, η αξίωση δεν έχει αποκαταστατικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί πηγή πλουτισμού (ΑΠ 2002/1990 ΕΔΔ 50.528, ΑΠ 1006/1977 ΕΕΝ 45.281, ΜΠρωτΘεσ 15002/1997 Αρμ. ΝΒ΄.427), εξειδίκευση η οποία δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της αγωγής Περαιτέρω, η υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 343, 361, 383, 387, 389, 390, 513, 532, 904, 908 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Εξάλλου, τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ ορίζουν, το μεν πρώτο ότι: «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι: «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές και ειδικότερα από την αρχή της αμοιβαιότητας, την οποία θεσπίζουν, προκύπτει ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις θα συνυπάρξουν, υπό την προϋπόθεση της εγκυρότητάς τους (ΑΠ 181/1995 ΕλλΔνη 37.1344, ΕφΑθ 1363/2000 ΕλλΔνη 41.859) και του ληξιπροθέσμου τους, ιδία για την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση (ΕφΑθ 4725/2001 ΕλλΔνη 44.253).
Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη της δεύτερης αγωγής προτείνει παραδεκτώς, σε συμψηφισμό προς τις απαιτήσεις της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, ανταπαίτησή της, συνολικού ποσού 81.300 ευρώ ήτοι του ποσού, το οποίο κατέβαλε στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής ως προκαταβολή και ως εξόφληση των δύο πρώτων εκ των συμφωνηθεισών μεταξύ τους δόσεων, την οποία (ανταπαίτηση) διατηρεί κατά της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, μέσα στα πλαίσια της αναδρομικής ανατροπής της μεταξύ τους καταρτισθείσας συμβάσεως πωλήσεως, η οποία, κατόπιν της επικαλούμενης στο δικόγραφο της δεύτερης αγωγής υπαναχωρήσεως της ενάγουσας, μεταβάλλεται σε «σχέση εκκαθάρισης», οπότε τα μέρη αναζητούν τις καταβληθείσες παροχές κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού για αιτία που έληξε. Ο ανωτέρω ισχυρισμός παραδεκτώς προβάλλεται και τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 440, 441 ΑΚ και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει δε να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ γ΄ ΚΠολΔ, «ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ ημέρες πριν από αυτή». Από τη διάταξη αυτή, η οποία εξαρτά το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου για να δυνηθεί να παραστεί κατά την εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι, αν τούτο δεν συμβεί, η ένορκη βεβαίωση, που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου, είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και εναγομένη της δεύτερης αγωγής επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξη των αγωγικών της ισχυρισμών και προς ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών της αντιδίκου της, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Σ. Ζ., που ελήφθη επιμελεία της, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του I. I., που ελήφθη επιμελεία της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκάδας, Ειρήνης Άνθη, η δεύτερη εκ των οποίων δόθηκε παρά το γεγονός ότι στην από 3-11-2015 κλήση για εξέταση μαρτύρων που επιδόθηκε στην εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής δυνάμει της υπ’ αριθ. … εκθέσεως επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Πειραιώς, …, δεν προσδιοριζόταν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο τόπος και ο χρόνος, στον οποίο θα γινόταν η εξέταση των μαρτύρων, ενόψει του ότι εκαλείτο αυτή (εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής) να παρασταθεί συγχρόνως σε περισσότερα καταστήματα που προσδιορίζονταν συγχρόνως διαζευκτικά και συμπλεκτικά. Πιο συγκεκριμένα, από την επισκόπηση της ως άνω 3-11-2015 κλήσης προκύπτει ότι η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και εναγομένη της δεύτερης αγωγής γνωστοποίησε στην εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής την πρόθεσή της να εξετάσει μάρτυρες, όπως κατά λέξη αναγράφεται: «την 9η Νοεμβρίου 2015, ημέρα Δευτέρα και ώρα 9.30 π.μ., άλλως ώρα 10.00 π.μ., άλλως ώρα 11.00 π.μ., άλλως ώρα 12.30 μ.μ…ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκάδας κας Ειρήνης Κωνσταντίνου Άνθη Λάζαρη,….άλλως κατά την ίδια ημερομηνία (9-11-2015), και ώρα 9.30 π.μ., άλλως ώρα 10.00 π.μ., άλλως ώρα 10.30 π.μ., άλλως ώρα 11.30 π.μ….ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς». Ο ανωτέρω, κατά διαζευκτικό τρόπο, προσδιορισμός στην κλήση περισσοτέρων τόπων και χρόνων για την εξέταση των μαρτύρων δεν είναι σαφής και συγκεκριμένος ώστε να παρέχεται στην εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση, δεδομένου δε ότι και η πρώτη ως άνω ένορκη βεβαίωση ελήφθη στις 2-11-2015 ήτοι σε ημερομηνία προγενέστερη αυτής που αναγράφεται στην ως άνω κλήση και προγενέστερη ακόμα και της επιδόσεως της ανωτέρω κλήσεως στην εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, συνακόλουθα δεν πληρούται στην προκειμένη περίπτωση η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ προϋπόθεση της προηγούμενης κλήτευσης της αντιδίκου, γι’ αυτό και αμφότερες οι δοθείσες παρά την έλλειψη αυτή ως άνω δύο ένορκες βεβαιώσεις χωρίς να παρίσταται η εναγομένη της πρώτης αγωγής και ενάγουσα της δεύτερης αγωγής είναι ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα ΑΠ 1321/2014 δημ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του καθώς και όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του Σ. Ζ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του I. I. ενώπιον της συμβολαιογράφου Λευκάδας, Ειρήνης Άνθη, αμφότερες οι οποίες ελήφθησαν επιμελεία της ενάγουσας της πρώτης αγωγής και εναγομένης της δεύτερης αγωγής, δεν μπορούν, ωστόσο, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα, να ληφθούν υπ’ όψιν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων γιατί δεν αποδεικνύεται νομότυπη κλήτευση της αντιδίκου της ούτε προκύπτει παράσταση της τελευταίας στη λήψη των ανωτέρω βεβαιώσεων για την κάλυψη της ακυρότητας (ΑΠ 1429/1997 ΝοΒ 1998.823, ΕφΑθ 4140/1991, ΝοΒ 1991.1104), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταρτίσθηκε στις 7-9-2011 μεταξύ της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής ως πωλήτριας και της εναγομένης της δεύτερης αγωγής ως αγοράστριας, συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πωλήσεως με παρακράτηση κυριότητας, του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους με το όνομα «…», τύπου LAGOON 380, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, ΔΔΣ SVA3806, κ.ο.χ. 17,57, κ.κ.χ. 13,48, ολικού μήκους 11,55 και μήκους νηολόγησης 9,80, πλάτους νηολόγησης 6,53 και βάθους νηολόγησης 1,45, κατασκευασμένου από ενισχυμένο πλαστικό (GRP) και κινούμενου με δύο ντιζελομηχανές μάρκας ΥΑΝΜΑR τύπου 3YM305D, αντί τιμήματος ύψους 237.900 ευρώ, εκ του οποίου η προκαταβολή προβλεπόταν «καταβλητέα ως εξής: ποσό 10.000 ευρώ μετρητά και μια συναλλαγματική 16.900 ευρώ λήξεως 30-3-2012», ενώ το υπόλοιπο του ποσού (211.000), «ο αγοραστής (εναγομένη της δεύτερης αγωγής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει εντός 6 ετών σε εξαμηνιαίες δόσεις κεφαλαίου πλέον τόκων προς την εταιρεία (ενάγουσα της δεύτερης αγωγής) δεδομένου ότι για το ποσό αυτό έχει ήδη συναφθεί δάνειο της εταιρείας (ενάγουσας της δεύτερης αγωγής) από την τράπεζα …. με σκοπό την εισαγωγή του εν λόγω σκάφους», δυνάμει λοιπών όρων του συμφωνητικού δε, προβλεπόταν ότι «το σκάφος είναι υποθηκευμένο στην τράπεζα …. και κατά συνέπεια θα παραμείνει στην κυριότητα της εταιρείας …. (ενάγουσα της δεύτερης αγωγής) μέχρις οριστικής εξοφλήσεώς του, μετά από την οποία η εταιρεία υποχρεούται να το μεταβιβάσει ελεύθερο βαρών στον αγοραστή (εναγομένη της δεύτερης αγωγής) ή όπου αλλού αυτός μας υποδείξει», «από της παραδόσεως του σκάφους ο αγοραστής (εναγομένη της δεύτερης αγωγής) αναλαμβάνει την αποκλειστική διαχείριση του σκάφους, εισπράττει το προϊόν των ναυλώσεων και επιβαρύνεται με όλα τα έξοδα (διαχείριση, συντήρηση, ασφάλιση, ελλιμενισμός κλπ.)….», «δεδομένου ότι ουσιαστικός ιδιοκτήτης του σκάφους είναι ο αγοραστής (εναγομένη της δεύτερης αγωγής), ο ίδιος αναλαμβάνει και αποδέχεται κάθε ευθύνη που απορρέει από την ιδιοκτησία και εκμετάλλευσή του για όλο το διάστημα που τυπικώς το σκάφος θα παραμένει στην ιδιοκτησία της εταιρείας (ενάγουσας της δεύτερης αγωγής)». Σε εκτέλεση του ως άνω συμφωνητικού, η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής παρέδωσε, τον Οκτώβριο του έτους 2011, στη μαρίνα Αλίμου, το ως άνω σκάφος στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής, η οποία, αφού κατέβαλε τόσο την ορισθείσα δυνάμει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού προκαταβολή, ποσού 26.900 ευρώ, όσο και τις δύο πρώτες εκ των – ομοίως δυνάμει του ως άνω συμφωνητικού – συμφωνηθεισών εξαμηνιαίων δόσεων, ποσού 27.600 ευρώ και 26.800 ευρώ αντίστοιχα, στις 15-12-2011 και στις 15-6-2012 αντίστοιχα, ανέλαβε για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα την αποκλειστική διαχείριση του σκάφους εισπράττοντας ναύλους δυνάμει των επικαλουμένων από την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής δεκαέξι (16) ναυλοσυμφώνων, την κατάρτιση των οποίων δεν αμφισβητεί η εναγομένη της δεύτερης αγωγής. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του έτος 2012, η εναγομένη της δεύτερης αγωγής δήλωσε αδυναμία καταβολής της επομένης, καταβλητέας στις 17-12-2012, (τρίτης) εξαμηνιαίας δόσεως, ποσού 25.314,27 ευρώ, μετά δε την παρέλευση και του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2013, κατά τη διάρκεια του οποίου πρότεινε στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής τις – σε κάθε περίπτωση μη προβλεπόμενες από το ως άνω μεταξύ τους καταρτισθέν ιδιωτικό συμφωνητικό – εναλλακτικές λύσεις της μετάθεσης της ημερομηνίας πληρωμής της τρέχουσας δόσης ή της πληρωμής μόνο των τόκων της τρέχουσας δόσης ή της καταβολής τόσο της τρέχουσας όσο και των επομένων δόσεων – ήτοι της ολικής εκπλήρωσης της δυνάμει του συμφωνητικού σχετικής παροχής – από τρίτο πρόσωπο, στο οποίο θα μεταβιβαζόταν η κυριότητα του ως άνω πωληθέντος σκάφους και μετά την άρνηση αποδοχής των ως άνω προτάσεων – εναλλακτικών λύσεων από την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, η εναγομένη της δεύτερης αγωγής, δυνάμει της επιδοθείσας στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής στις 4-2-2013, από 1-2-2013 «εξώδικης καταγγελίας, διαμαρτυρίας και πρόσκλησης» και επικαλούμενη εκτός της «υφιστάμενης πρωτοφανούς οικονομικής συγκυρίας της χώρας», την «αυθαίρετη, καταχρηστική και ενάντια στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά» της ενάγουσας της δεύτερης αγωγής, συνισταμένη αφενός στο ότι για το παραδοθέν από αυτή σκάφος και για λόγους αναγόμενους στην διενέργεια εργασιών, πληρωμή ασφαλίστρων και εξόδων ελλιμενισμού – ήτοι για έξοδα εντός των πλαισίων της αναληφθείσας από την ίδια δυνάμει του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού σχετικής υποχρέωσης επιβάρυνσης (διαχείριση, συντήρηση, ασφάλιση, ελλιμενισμός κλπ.) – αναγκάστηκε να δαπανήσει το ποσό των 22.102 ευρώ και αφετέρου στο ότι η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής δεν δέχθηκε τις ως άνω εναλλακτικές λύσεις για την εκπλήρωση της μεταξύ τους καταρτισθείσας συμβάσεως, δήλωσε ότι δεν θα κατέβαλε την επόμενη εξαμηνιαία δόση, κατήγγειλε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό και κάλεσε την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής να της καταβάλει εντός πέντε (5) ημερών το συνολικό ποσό των 103.402 ευρώ. Η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής, δυνάμει της επιδοθείσας στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής στις 6-2-2013 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από 5-2-2013 «εξωδίκου οχλήσεως – διαμαρτυρίας – προσκλήσεως», αρνήθηκε την ως άνω καταγγελία και κάλεσε την εναγομένη της δεύτερης αγωγής να καταβάλει την ως άνω δόση του μηνός Δεκεμβρίου 2012, ποσού 25.314,27 ευρώ, καθώς και ποσά ύψους 1204,32 ευρώ και 1433,06 ευρώ για ασφάλιστρα και έξοδα ελλιμενισμού αντίστοιχα, εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών δηλώνοντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα υπαναχωρούσε της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως, στη συνέχεια δε και κατόπιν της απράκτου παρελεύσεως της ως άνω προθεσμίας, δυνάμει της επιδοθείσας στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής στις 15-2-2013 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), από 14-2-2013 «εξωδίκου οχλήσεως – διαμαρτυρίας», υπαναχώρησε της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως και κάλεσε την εναγομένη της δεύτερης αγωγής να της παραδώσει το ως άνω σκάφος εντός προθεσμίας δύο (2) ημερών, παράδοση η οποία και έλαβε χώρα εμπροθέσμως και δη στις 16-2-2013 οπότε και η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής το παρέλαβε από την εναγομένη της δεύτερης αγωγής στη μαρίνα της Λευκάδας. Ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει ότι η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής έταξε στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της, συνοδευόμενη από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωσή της ότι, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας, αποκρούει την παροχή υπαναχωρώντας, η εν λόγω δε προθεσμία παρήλθε άπρακτη στις 10-2-2013, χωρίς η εναγομένη της δεύτερης αγωγής να καταβάλει την ως άνω οφειλόμενη τρίτη εξαμηνιαία δόση ως τμήμα του υπολοίπου οφειλομένου τιμήματος της πώλησης. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η τελευταία κατέστη υπερήμερη οφειλέτρια ως προς την καταβολή του τιμήματος της πώλησης, με αποτέλεσμα η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής στις 15-2-2013 (ημερομηνία επίδοσης της από 14-2-2013 εξωδίκου οχλήσεως – διαμαρτυρίας) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, κατά το σαφές περιεχόμενο της δήλωσής της ότι «επειδή έχει παρέλθει η ως άνω ταχθείσα προθεσμία και κατά συνέπεια έχει συντελεστεί η υπαναχώρησή μας». Συνεπεία της υπαναχώρησης αυτής, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, είναι ότι η επίδικη σύμβαση καταργήθηκε ex tunc, αποσβέστηκαν οι υποχρεώσεις προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν δύνανται να αναζητηθούν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μολονότι μετά τη λύση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης συμβάσεως, η εναγομένη της δεύτερης αγωγής επέστρεψε στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής το ως άνω σκάφος, στις 16-2-2013, στη μαρίνα Λευκάδας, η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής δεν επέστρεψε στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής το καταβληθέν μέχρι τότε τίμημα της πώλησης, συνολικού ποσού [(26.900 ευρώ (προκαταβολή) + 27.600 ευρώ + 26.800 ευρώ (δύο πρώτες εξαμηνιαίες δόσεις) =] 81.300 ευρώ, ως όφειλε κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, στα πλαίσια της μεταβολής της βασικής μεταξύ τους ενοχής σε «σχέση εκκαθάρισης», οπότε τα μέρη αναζητούν τις καταβληθείσες παροχές κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού για αιτία που έληξε. Επομένως, η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής οφείλει να αποδώσει στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, το ποσό των 81.300 ευρώ, που έλαβε ως τίμημα της πώλησης λόγω του ότι δεν επακολούθησε η αιτία για την οποία αυτό δόθηκε. Ωστόσο, βάσει των ανωτέρω και δεδομένου ότι το ύψος του – οφειλόμενου στην εναγομένη της δεύτερης αγωγής από τη ενάγουσα της δεύτερης αγωγής – ποσού (81.300 ευρώ) τυγχάνει υπέρτερο του συνολικώς αιτουμένου – δια του ως άνω κριθέντος ως ορισμένου και νόμιμου μέρους της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής – ποσού, ύψους (59.943 ευρώ + 14.197,50 ευρώ = ) 74.140,50 ευρώ και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας των επιμέρους κονδυλίων (βασιζομένων στις διατάξεις των άρθρων 908 εδ. β΄ και 387 ΑΚ αντίστοιχα), από τα οποία απαρτίζεται το ως άνω διαμορφωθέν αίτημα της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής, θα πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η ως άνω παραδεκτώς και νομίμως προταθείσα ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης της δεύτερης αγωγής, για το ποσό που η ίδια είχε καταβάλει στην ενάγουσα της δεύτερης αγωγής ως προκαταβολή και ως εξόφληση των δύο πρώτων εκ των συμφωνηθεισών μεταξύ τους εξαμηνιαίων δόσεων και το οποίο, ως ανωτέρω, της οφείλεται από την ενάγουσα της δεύτερης αγωγής κατόπιν της υπαναχωρήσεως της τελευταίας από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους «σχέσης εκκαθάρισης» και της αναζήτησης των καταβληθεισών παροχών κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού για αιτία που έληξε. Συνεπώς, δεκτής γενομένης της ενστάσεως συμψηφισμού του ποσού των 81.300 ευρώ, η αγοράστρια – εναγομένη της δεύτερης αγωγής ουδέν υποχρεούται να καταβάλει στην πωλήτρια – ενάγουσα της δεύτερης αγωγής.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής δε, θα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), στην καταβολή του συνόλου των δικαστικών εξόδων της εναγομένης της δεύτερης αγωγής, κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ενώνει και συνεκδικάζει την από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή και την από 11-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000€).
Απορρίπτει την από 11-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (2.400€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ