Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑνακοπήΠρόσθετοιΛογοι632-933

 

Αριθμός απόφασης

1403/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής : 1) αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στη Β.  Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στην Π. Θ. και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Γ. Κ., κατοίκου Θ., άπαντες οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Ιωάννη Ηλιάδη.

Της καθ’ ής η ανακοπή – καθ’ ής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής : ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» (πρώην «…»), η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Γεωργίου Ζούρου.

Οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής, ζητούν να γίνει δεκτή α) η από 22-9-2014 ανακοπή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21-4-2015 και, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο και β) οι από 19-3-2015 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση α) η από 22-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή και β) οι από 19-3-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι πρέπει ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι πρόδηλη η συνάφειά τους και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων (άρθρο 31 παρ. 1, 246 και 585 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η διαταγή πληρωμής που επιδικάζει προσωρινά, ύστερα από ουσιαστική διαδικασία, κατά κανόνα χωρίς κλήτευση του οφειλέτη, την απαίτηση, δεν βεβαιώνει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση την ύπαρξη της απαίτησης, της οποίας την πληρωμή διατάσσει, αφού στον καθ’ ού οφειλέτη παρέχεται το δικαίωμα άμεσης αμφισβήτησης της γένεσης και της ύπαρξής της και όχι μόνο της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής, πρώτα του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης άσκησής της και με τη νέα κοινοποίησή της, του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πριν από την πάροδο και της δεύτερης αυτής προθεσμίας, η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου και έτσι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 933 και 330 ΚΠολΔ, δεν κωλύεται ο οφειλέτης, επιχειρουμένης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του με βάση τη διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί τίτλο εκτελεστό, να προτείνει με την κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ασκούμενη ανακοπή, ως λόγους ακυρωτικούς της εκτέλεσης, και ενστάσεις οι οποίες βάλλουν κατά του ουσιαστικού υποστατού της επιδικασθείσας απαίτησης. Η άμυνα του οφειλέτη κατά του οποίου επισπεύδεται εκτέλεση δυνάμει διαταγής πληρωμής είναι διπλή. Ο καθ’ ού δικαιούται, ασκώντας μεν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, να αρνηθεί τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων της διαταγής πληρωμής ή και την ύπαρξη της απαίτησης, ασκώντας δε την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εκτέλεσης, που κινήθηκε σε βάρος του με βάση το συγκεκριμένο τίτλο. Ειδικότερα, η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 περ. ε΄ του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ού η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο, ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006, αδημ.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση». Περαιτέρω, η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, που άγει σε ταχεία ικανοποίηση του δανειστή, εισήχθη στην Ελλάδα με το ν.δ. 2629/53, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον εξοπλισμό του δανειστή, με εκτελεστό τίτλο, επί πιστωτικών τίτλων, εφόσον οι τελευταίοι ήταν στην πραγματικότητα χρηματόγραφα, και τη γρήγορη ικανοποίησή του, το οποίο ήταν απαιτούμενο που συμπεριλαμβανόταν στον σκοπό και την κυκλοφορία των πιστωτικών τίτλων. Η διαταγή πληρωμής αποτελεί δικαστική πράξη, στην οποία δεν καλείται, ούτε συμμετέχει, ο καθ’ ού αυτή οφειλέτης και, ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα που επέρχονται κατ’ αυτού, μπορεί να αποτρέψει ο τελευταίος με ανακοπή, η οποία είναι όμοια με την απρόθεσμη ανακοπή των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, η οποία αποκλείεται λόγω των ειδικών ρυθμίσεων των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 2 και 933, 934 ΚΠολΔ και εφαρμόζεται συμπληρωματικά. Οι ανακοπές που ρυθμίζονται από τα παραπάνω άρθρα και παρέχουν άμυνα στον καθ’ ού η διαταγή πληρωμής, όπως και οι αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 επ. ΚΠολΔ), ανήκουν λειτουργικά στο δίκαιο που ρυθμίζει την αναγκαστική εκτέλεση με συνέπεια να έχουν εφαρμογή επί αυτών οι παρεκκλίσεις που αφορούν την κατά το δυνατό ταχεία και απρόσκοπτη διαδικασία της ώστε να ικανοποιηθεί ο δανειστής. Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και υπάρχουν μέχρι σήμερα, προέκυψαν από την ανάγκη εξυπηρέτησης αφενός μεν της προστασίας του οφειλέτη, αφετέρου δε της μη εξασθένισης της εκτελεστότητας του εκτελεστού τίτλου του δανειστή ενώ διευρύνθηκαν, με την στη συνέχεια δυνατότητα επέκτασης του θεσμού της έκδοσης διαταγής πληρωμής, και σε άλλες απαιτήσεις που δεν πήγαζαν από πιστωτικούς τίτλους. Οι κατά καιρούς υποστηριζόμενες απόψεις, προσπαθώντας να φέρουν ισορροπία μεταξύ των αντιμαχόμενων αυτών συμφερόντων, συχνά κατέληγαν ή σε κλεψιδικία σε βάρος του οφειλέτη ή συνηθέστατα σε πλήρη εξασθένιση της εκτελεστότητας του τίτλου του δανειστή. Ο νεώτερος νομοθέτης επεδίωξε να λύσει προβλήματα παρέχοντας στο δανειστή σταθερό κι απρόσβλητο εκτελεστό τίτλο και στον οφειλέτη την προστασία των δύο ανακοπών, ώστε ο τελευταίος, ανύποπτος ή αμελής, να εκπίπτει του δικαιώματός του προς προβολή των ενστάσεών του και των ισχυρισμών του επί της διαταγής πληρωμής μετά από δύο έντονες οχλήσεις του δανειστή με διαδοχικές επιδόσεις της διαταγής πληρωμής. Η διαδικασία που οριζόταν για την εκδίκαση των ανακοπών, ήταν η τακτική, με τις παρεκκλίσεις που είχαν θεσπιστεί. Κατ’ εξαίρεση δε, προβλεπόταν (και εξακολουθεί να προβλέπεται) η «ειδική διαδικασία» εκδίκασης της ανακοπής κατά τους πιστωτικούς τίτλους, μόνον εφόσον η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση πιστωτικούς τίτλους. Συνεπώς, η διαδικασία που προβλέπεται στον κώδικα, ως προς τις ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1, 633 παρ. 2 ΚΠολΔ αλλά και ως προς τις εκ του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ (αντιρρήσεις κατά την εκτέλεση), δεν αποτελεί ειδική διαδικασία εκδίκασης ανακοπών αλλά «ειδικούς κανόνες», ως εκ της φύσεως των ανακοπών, ως δικών περί του εκτελεστού τίτλου και την εκτέλεση. Κατά την συζήτηση της ανακοπής, οι διάδικοι τηρούν τη θέση που είχαν στη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής ενώ για το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής υπήρχε εξ αρχής διάσταση απόψεων (που εξακολουθεί να υφίσταται). Κατά μια άποψη αντικείμενο είναι το κύρος της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (Μπέης, Πολιτική δικονομία, υπό αρθρ. 632, σελ. 234, Δ3, 143). Άλλη γνώμη δέχεται ότι αντικείμενο είναι το έγκυρο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, η ύπαρξη, δηλαδή, των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ύπαρξη της απαίτησης, κατά το χρόνο έκδοσής της (Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 1983, σελ. 328 υποσημ. 2, σελ. 67). Μια τρίτη γνώμη υποστηρίζει, ότι η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 632 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 585 παρ.2 και 633 παρ. 1 αυτού, οδηγεί στο ότι η ανακοπή είναι ένδικο βοήθημα, όχι μόνο για τη διάγνωση της ακυρότητας της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά και για την εξαφάνισή της, σε περίπτωση που ο καθ’ ού στρέφεται αυτή, δεν οφείλει το κρίσιμο ποσό, έστω και αν αυτό οφείλεται σε οψιγενείς λόγους (Σταματόπουλος Δ18, σελ. 522-523). Αντίστοιχες ήταν και οι απόψεις της νομολογίας, με επικρατέστερες εκείνες, που, ακολουθώντας τις απόψεις των Γ. Ράμμου και Κ. Μπέη, φρονούν, ότι αντικείμενο της ανακοπής είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.81, ΕφΑθ 2701/1988 ΕλλΔνη 30.143, ΕφΑθ 2693/1983 ΕλλΔνη 24.1050, ΕφΑθ 650/1976 Αρμ 30.705, έτσι και Σταυρόπουλος ΕρμΚΠολΔ, τόμος β΄, αρθρ. 632, παρ.2α, σελ.779-780). Η άποψη αυτή επικράτησε ήδη και κατά τις πρόσφατες τροποποιήσεις, που επήλθαν με την έκδοση των νόμων 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.07.11) και 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.03.12 και έναρξη ισχύος από 2 Απριλίου 2012), με γνώμονα την ταχύτητα, που είναι απαραίτητη, για τον γρήγορο τερματισμό των αμφισβητήσεων, που αφορούν τον εκτελεστό τίτλο αφενός, την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αφετέρου. Έως την πρόσφατη εισαγωγή του ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν ανέκαθεν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέραν από την ίδια τη φύση της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ – όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του ν. 4055/2012 – σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» (Π. Αρβανιτάκης, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [2012], §XII.Δ, σελ. 347). Με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4055/2012, που κατά το άρθρο 110 παρ. 20 του νόμου αυτού ισχύει από 12-5-2012 ενώ οι ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις που εκκρεμούν (έτσι ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ – Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012 [2012], άρθρο 643 αριθ. 2, σελ. 96), καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, ενώ εισήχθη νέα παρ. 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ότι αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα παρ. 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. α΄ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, κατ’ αρχήν αδιευκρίνιστο (βλ. Π. Αρβανιτάκη, ό.π., §XII.Δ, σελ. 347). Σύμφωνα με την άποψη που το παρόν δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη (βλ. ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, Π. Αρβανιτάκη, ό.π., §XII.Δ, σελ. 347-348? Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ-Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σελ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα), εφόσον μετά την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά ούτε καθιερώνεται ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ’ αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α΄, 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ’ αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας (βλ. ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013, ό.π.). Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό (βλ. ΑΠ 1630/1983 NoB 1984 [32].1367=Δ 1985 [16].68, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009 [Β΄].698, με σημείωμα Ν. Κατηφόρη, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009 [50].853, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008 [49].1099, ΕφΑθ 4193/2006 ΕλλΔνη 2008 [49].839), κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, με τις παρεκκλίσεις όμως που διαγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής. Επίσης, με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκασή της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β΄ της παρ. 2 άρθρου 632 ΚΠολΔ (βλ. ΠΠρΧαν 147/2013 και 67/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίσιν ανακοπή τους και με τους υπό κρίσιν πρόσθετους αυτής λόγους, ζητούν, για τις αιτίες που ειδικότερα διαλαμβάνονται σε αμφότερα τα ως άνω υπό κρίσιν δικόγραφα και κατ’ εκτίμηση αυτών, να ακυρωθεί αφενός η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διετάχθησαν να καταβάλουν αυτοί (ανακόπτοντες), στην καθ’ ής, το ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, εξ απαιτήσεως προερχομένης εκ της από 10-12-2007 αρχικής συμβάσεως δανείου ποσού 17.500.000 δολ. ΗΠΑ, καταρτισθείσης μεταξύ της πρώτης εξ αυτών (ανακοπτόντων) ως δανειολήπτριας και της «…», καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η καθ’ ής, σε συνδυασμό με τις συμπληρωματικές της αρχικής, από 30-6-2011 και 27-6-2012 συμβάσεις και τις από 8-1-2008 και 10-12-2007 συμβάσεις εγγύησης δυνάμει των οποίων κατέστησαν εταιρική εγγυήτρια και προσωπικός εγγυητής οι δεύτερη και τρίτος των ανακοπτόντων αντίστοιχα και αφετέρου η από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή συνταχθείσα κάτωθι του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, περαιτέρω δε, ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ής στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το περιεχόμενο αυτό και τα αιτήματα αυτά, α) η υπό κρίσιν ανακοπή, στην οποία σωρεύονται παραδεκτά, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ανακοπή του άρθρου 632 και του άρθρου 933 ΚΠολΔ και η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός τόσο της οριζομένης στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών όσο και της οριζομένης στη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ προθεσμίας των 15 ημερών εφόσον δεν προκύπτει ότι μετά την επιταγή διενεργήθηκε άλλη πράξη εκτέλεσης και β) οι υπό κρίσιν πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, τα δικόγραφα των οποίων (ανακοπής και πρόσθετων λόγων) εκκρεμούν στο Δικαστήριο αυτό και, υπαγόμενα στην ίδια – ως κατωτέρω – τακτική διαδικασία, θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας αλλά και διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης ενώ επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ. 1, 246 ΚΠολΔ), παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρονται για να δικαστούν κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία – αφού εν προκειμένω και η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (EφAθ 7984/1990 AρχN 42.328) – από το Δικαστήριο αυτό όπου υπηρετεί ο δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρα 584 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρος της διαφοράς, 625, 632 παρ. 1, 933 παρ. 2 ΚΠολΔ) και το οποίο, συνακολούθως, έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το θέμα αυτό και δεδομένου ότι στην περίπτωση που υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων να δικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, περιέχουσες στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμόζεται στο δικονομικό πεδίο αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο, το δίκαιο που υποδεικνύεται ότι πρέπει να εφαρμοστεί από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΑΠ 1551/2003 ΕλλΔνη 2004.422, ΕφΑθ 5419/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ), κρίνεται ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΑθ 5419/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝΔ 2011.189), ως προς τη διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ενόψει του ότι η αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνει χώρα εντός ελληνικού χώρου (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, Τόμ. Α’, παρ. 7, σ. 45) και ως προς τη διερεύνηση της βασιμότητας των ενστάσεων που θεμελιώνονται στο ουσιαστικό δίκαιο εφαρμοστέο είναι, εφόσον γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη και εφόσον υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή τόσο της κύριας όσο και των συμπληρωματικών αυτής συμβάσεων στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα με τους υπό στοιχ. 13.12 και 11 αντίστοιχα όρους αυτών, το αγγλικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλούνται οι ανακόπτοντες και δεν αντιλέγει η καθ’ ής, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 1792/1988, βλ. σχετ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ, ιδ. σελ. 1066, Παπασιώπη – Πασιά, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, έκδ. 1991, σ. 18 επ, ΕφΠειρ 612/1992, ΕΝΔ 20.481, ΕφΠειρ 508/1988, ΕΝΔ 17.497, πρβλ και άρθρο 25 εδ. α΄ Α.Κ.). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν ανακοπή και οι υπό κρίσιν πρόσθετοι λόγοι τυγχάνουν νόμιμοι, στηριζόμενοι στο αγγλικό κοινό δίκαιο και τις διατάξεις του άρθρου 632 και 933 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, εκτιμώμενες κατά το λόγο γνώσεως και το μέτρο της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσης επί της από 15-9-2014 αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής της καθ’ ής κατά των ανακοπτόντων, οι τελευταίοι διετάχθησαν να καταβάλουν στην καθ’ ής, ο καθένας εις ολόκληρον και αλληλεγγύως, το ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, εξ απαιτήσεως προερχομένης εκ της από 10-12-2007 αρχικής συμβάσεως δανείου ποσού 17.500.000 δολ. ΗΠΑ για την αγορά του πλοίου «…», καταρτισθείσης μεταξύ της πρώτης εξ αυτών (ανακοπτόντων) ως δανειολήπτριας και της «…», καθολική διάδοχος της οποίας συνεπεία συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδάφ. α΄ του κ.ν. 2190/1920, τυγχάνει η καθ’ ής, σε συνδυασμό με τις συμπληρωματικές – και δη ως προς το πρόγραμμα αποπληρωμής – της ως άνω αρχικής, από 30-6-2011 και 27-6-2012 καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις καθώς και τις από 8-1-2008 και 10-12-2007 συμβάσεις εγγύησης δυνάμει των οποίων κατέστησαν εταιρική εγγυήτρια και προσωπικός εγγυητής οι δεύτερη και τρίτος των ανακοπτόντων αντίστοιχα. Στη συνέχεια, η καθ’ ης επέδωσε στους ανακόπτοντες την από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή συνταχθείσα κάτωθι του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, δυνάμει της οποίας οι ανακόπτοντες καλούνται να καταβάλουν για επιδικασθέν κεφάλαιο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής το ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο εις ευρώ με την ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο της αποπληρωμής του επιδικασθέντος ποσού, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη της ανωτέρω διαταγής πληρωμής το ποσό των 15.000 ευρώ και γ) για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της επιταγής και για δαπάνες επιδόσεως το ποσό των 300 ευρώ.

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων προς έκδοσή της, εξαιτίας της εκκρεμοδικίας της κύριας υπόθεσης ενώπιον των αγγλικών Δικαστηρίων. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ής, μολονότι στην προκειμένη περίπτωση και για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επέλεξε τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιώς, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και πριν ακόμα και από την υποβολή της αιτήσεως για την έκδοσή της τελευταίας, επέλεξε τη δικαιοδοσία των αγγλικών Δικαστηρίων για την έναρξη δικαστικής διαμάχης και εναντίον τους (ανακοπτόντων) ζητώντας την επιδίκαση ποσών που αφορούν στην από 31-3-2010 σύμβαση δανείου των εταιρειών «…», υπόθεση η οποία είναι απολύτως συναφής με την ως άνω από 10-12-2007 σύμβαση δανείου για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι και στις δύο συμβάσεις δανείστρια εμφανίζεται η «…», δανειολήπτριες τυγχάνουν εταιρείες του ομίλου … και εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το Αγγλικό, έτσι ώστε η μια σύμβαση να συμπαρασύρει και να επηρεάζει την άλλη. Ο ανωτέρω λόγος της υπό κρίσιν ανακοπής, αναγόμενος στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει νόμιμος, θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας της παρούσας, ανοιγείσας δυνάμει της εκ της από 10-12-2007 αρχικής συμβάσεως δανείου απαιτήσεως και της αιτήσεως προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής δίκης, λόγω εκκρεμούς δίκης στα Δικαστήρια του Λονδίνου καθώς η ανοιγείσα στα Δικαστήρια του Λονδίνου δίκη αφορά σε απαίτηση της καθ’ ής προερχόμενη από την από 31-3-2010 καταρτισθείσα μεταξύ της ιδίας και των εταιρειών «…» δανειακή σύμβαση και όχι από την ως άνω από 10-12-2007 καταρτισθείσα μεταξύ της ιδίας και της πρώτης των ανακοπτόντων σύμβαση, εκ της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, μη υφισταμένης, ως εκ τούτου, ταυτότητας διαφοράς, ήτοι αφορά σε απαίτηση της καθ’ ής κατά των δανειοληπτριών εταιρειών «…», χωρίς οι ανακόπτοντες να τυγχάνουν αντισυμβαλλόμενοι οφειλέτες αλλά μόνο εγγυητές της ως άνω από 31-3-2010 συμβάσεως, μη υφισταμένης, ως εκ τούτου, ταυτότητας διαδίκων στις δύο υποθέσεις, μόνο δε το γεγονός ότι και στις δύο ως άνω συμβάσεις έχει επιλεγεί ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο ή – όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες – και στις δύο ως άνω υποθέσεις κρίνεται η ύπαρξη νόμιμης, βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαιτήσεως της καθ’ ής χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται ή έστω να σχετίζονται οι απαιτήσεις αυτές, δεν επαρκεί για να συναχθεί συνάφεια των υποθέσεων αυτών. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξαν και οι υπ’ αριθ. 643/2015 και 644/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσες επί των από 22-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 2002/2014 και από 3-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 1870/2014 αιτήσεων αναστολής των ανακοπτόντων (η δεύτερη εξ αυτών αφορώσα την ανακοπή κατά της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξ απαιτήσεως προερχομένης ομοίως εκ της από 10-12-2007 συμβάσεως δανείου) ενώ επί του ως άνω ισχυρισμού περί αλληλεξάρτησης των δανείων των εταιρειών «…» αφενός και του δανείου που έλαβε η πρώτη των ανακοπτόντων αφετέρου, τον οποίο προέβαλε η τελευταία ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο πλαίσιο της συζήτησης της από 20-6-2014 και με αριθ. κατάθ. … αίτησης της καθ’ ής για τη συντηρητική κατάσχεση του άνω πλοίου (…), το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 1540/2014 απόφασή του, έκρινε ότι τα όσα η πρώτη των ανακοπτόντων διαλαμβάνει περί αντισυμβατικής συμπεριφοράς της καθ’ ής ως δανείστριας που προκάλεσε ζημία στον όμιλο … δεν ασκούν εν προκειμένω έννομη επιρροή, καθώς αφορούν σε έτερες δανειακές συμβάσεις εταιρειών του ομίλου και όχι στην επίδικη δανειακή σύμβαση.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω ελλείψεως παραχρήμα αποδείξεως της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ής ως προς το αίτημα εκδόσεως της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και γενικά ως προς την επίδικη έννομη σχέση και, πιο συγκεκριμένα, διότι δεν αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο η δικαιοπάροχος της τελευταίας («… …») υπεισήλθε στα δικαιώματα της αρχικής δανείστριας («…») όσον αφορά στην επίδικη δανειακή σύμβαση δεδομένου ότι, πέραν του επικαλουμένου και προσκομιζομένου προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής εγγράφου περί της ως άνω διαδοχής, η καθ’ ής δεν επικαλέστηκε ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση δεν ανήκει στις ειδικά απαριθμούμενες συμβάσεις, οι οποίες δεν μεταβιβάστηκαν στην «… …» αλλά παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση «…», της οποίας, ωστόσο, η καθ’ ής δεν αποτελεί καθολική διάδοχο. Ο ανωτέρω λόγος της υπό κρίσιν ανακοπής, αναγόμενος στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει νόμιμος, θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι από τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του αρμοδίου Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η καθ’ ής, προέκυπτε παραχρήμα ότι η επίδικη σύμβαση δανείου μεταβιβάστηκε αρχικά από την «…» στη «… …» και τελικά στην καθ’ ης, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, κατά την οποία «…μέρος του ενεργητικού της …., ως προσδιορίζεται στην ως άνω απόφαση (υπ’ αριθ. 9250/09.10.2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 2246/09.10.2011 Φ.Ε.Κ. Τεύχος Β΄), μεταβιβάστηκε στην τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία Νέα …., η οποία από την 9 Οκτωβρίου 2011 υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της …. εν σχέσει προς το ούτω μεταβιβασθέν ενεργητικό. Μεταξύ του ενεργητικού που μεταβιβάσθηκε ήταν και το Δάνειο η προς αυτό δανειακή σχέση με τους καθ’ ών από τη Σύμβαση Δανείου (και τις Εγγυήσεις)….Στον πίνακα [1] της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, που αναφέρει τις δανειακές συμβάσεις που παραμένουν στην …. δεν περιλαμβάνεται η δανειακή σχέση με τους καθ’ ών εκ της συμβάσεως Δανείου. …Εν συνεχεία η Νέα …. συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την αιτούσα Τράπεζα (καθ’ ής) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69 παρ. 2 και 78 του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως ισχύουν, και σύμφωνα με την υπ. αριθ. 94/02/15-11-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, τις από 7.10.2013, 15.10.2013 και 20.11.2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων αμφοτέρων των ως άνω τραπεζικών εταιρειών και την υπ’ αριθμόν 34791/20-11-2013 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Όλγας Φωτοπούλου – Χατζηζαχαρίου. Η ρηθείσα συγχώνευση εγκρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. Κ2-7010/22.11.2013 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 8382/27-11-2013 ΦΕΚ Τεύχος Β΄, και καταχωρήθηκε στις μερίδες της απορροφώσας και της απορροφώμενης εταιρίας στο Γ.Ε.Μ.Η., στις 22.11.2013, από την οποία ημερομηνία η αιτούσα Τράπεζα (καθ’ ής) έχει υποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας Νέα …. καθώς, συνεπεία της ως άνω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, η αιτούσα Τράπεζα (καθ’ ής) εξομοιώνεται με καθολική διάδοχο της εταιρείας Νέα ….». Πιο συγκεκριμένα, για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η καθ’ ης επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον του αρμοδίου Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά – μεταξύ άλλων – και τα ακόλουθα έγγραφα, όπως αυτά προκύπτουν από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής: α) το υπ’ αριθ. 2246/9-10-2011 ΦΕΚ (Τεύχος Β΄), στο οποίο είναι δημοσιευμένη η υπ’ αριθ. 9250/9-10-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί σύστασης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος υπό την επωνυμία «Νέα …», με την οποία το ενεργητικό της «….» μεταβιβάστηκε στη «Νέα …», η οποία από την 9 Οκτωβρίου 2011 υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «….», β) το υπ’ αριθ. 8382/27-11-2013 ΦΕΚ (Τεύχος Β΄), στο οποίο είναι δημοσιευμένη η υπ’ αριθ. Κ2-7010/22-11-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση της καθ’ ής με τη «Νέα …» και στην οποία αναγράφεται ότι αυτή έχει καταχωρηθεί στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) στις 22-11-2013, ημερομηνία από την οποία η καθ’ ής έχει υποκατασταθεί στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της απορροφούμενης «Νέα …», (η οποία από την ίδια ως άνω ημερομηνία διεγράφη από το Γ.Ε.ΜΗ.), καθώς, συνεπεία της ως άνω συγχώνευσης με απορρόφηση, η καθ’ ής εξομοιώνεται με καθολική διάδοχο της «Νέα …» και γ) την από 27-6-2012 δεύτερη συμπληρωματική σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της «…» ως δανείστριας, της πρώτης των ανακοπτόντων ως δανειζομένης και των δεύτερης και τρίτου των ανακοπτόντων, «…» και Γ. Κ. ως εταιρικού και προσωπικού εγγυητή αντίστοιχα, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι: «Β. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 9250/09-10-2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ. αρ. 2246/09-10-2011 Φ.Ε.Κ. Τεύχος Β΄ η «…» συνεστήθη, και με εξαίρεση ενός μέρους του ενεργητικού της (assets) που μνημονεύεται ειδικά στην παραπάνω απόφαση, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει στην κυριότητα της «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και κάποιων συμβατικών σχέσεων με τρίτα πρόσωπα, έναντι των οποίων η «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» εξακολουθεί να παραμένει αντισυμβαλλόμενη, όλο το υπόλοιπο ενεργητικό της «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και όλες οι υπόλοιπες συμβατικές σχέσεις της «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τρίτα πρόσωπα μεταβιβάστηκαν στη «…» την 9 Οκτωβρίου 2011, η οποία αντικατέστησε την «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Μεταξύ των συμβατικών σχέσεων της «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τρίτα πρόσωπα οι οποίες μεταβιβάστηκαν στη «…», είναι η Κύρια Σύμβαση η οποία τροποποιήθηκε και/ή συμπληρώθηκε και/ή διαφοροποιήθηκε με την Πρώτη Συμπληρωματική Σύμβαση με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2011, η οποία Κύρια Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, εξακολουθεί να τελεί σε πλήρη ισχύ και αποτελέσματι μεταξύ της «…» που εδρεύει στην Αθήνα, Ελλάδα, ως δανειστρίας και της Δανειζομένης». Από τα παραπάνω έγγραφα προέκυπτε η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ής στην αίτησή της για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να απαιτείται μνεία στην άνω αίτηση του μοναδικού κωδικού της επίδικης σύμβασης δανείου, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι στον Πίνακα Ι του υπ’ αριθ. 2246/9.10.2011 Φ.Ε.Κ. Τεύχος Β΄ αναφέρονται με τους μοναδικούς κωδικούς αριθμούς τους μόνον τα δάνεια που εξαιρέθηκαν της μεταβίβασης στην «…», ενώ οι ανακόπτοντες δεν ισχυρίζονται με λόγο ανακοπής ότι το επίδικο δάνειο εξαιρέθηκε της μεταβίβασης στην άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και περιλαμβάνεται με το μοναδικό κωδικό του στον προαναφερθέντα Πίνακα Ι, σε κάθε περίπτωση δε, όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με διάταξη της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής «Στον πίνακα [1] της ως άνω υπουργικής αποφάσεως που αναφέρει τις δανειακές συμβάσεις που παραμένουν στην …. δεν περιλαμβάνεται η δανειακή σχέση με τους καθ’ ών εκ της συμβάσως Δανείου». Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξαν και οι υπ’ αριθ. 643/2015, 644/2015 και 1808/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσες επί των από 22-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 2002/2014, από 3-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 1870/2014 και από 2-10-2014 και με αριθ. καταθ. 2093/2014 αιτήσεων αναστολής των ανακοπτόντων (η δεύτερη και η τρίτη εξ αυτών αφορώσες ανακοπές κατά της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της δυνάμει αυτής αναγκαστικής εκτελέσεως, εξ απαιτήσεως προερχομένης ομοίως εκ της από 10-12-2007 συμβάσεως δανείου).

Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω ανυπαρξίας δικαιώματος της καθ’ ής να επικαλεσθεί οποιοδήποτε γεγονός αθέτησης πληρωμής εναντίον τους κατά το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο τόσο λόγω της προηγούμενης δόλιας παραπλάνησης (fraudulent misrepresentation) εκ μέρους της απώτατης δικαιοπαρόχου της καθ’ ης «….» έναντι των εταιρειών του ομίλου «…», «…» και …» αντίστοιχα, πριν από τη σύναψη της καταρτισθείσας με τις ως άνω εταιρείες από 31-3-2010 δανειακής συμβάσεως για την αγορά των πλοίων «…» και «…», όσο και λόγω παράβασης εκ μέρους της («….») των προερχομένων από την ως άνω τελευταία σύμβαση δανείου συμβατικών της υποχρεώσεων, συμπεριφορά, η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, δεν επιτρέπει στην καθ’ ής να στραφεί εναντίον τους δεδομένου ότι αυτοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης των υποχρεώσεών τους από την ένδικη σύμβαση δανείου, έτσι όπως η απαλλαγή τους αυτή θεμελιώνεται σε σιωπηρό όρο που θα πρέπει να συναχθεί από την ερμηνεία της ένδικης σύμβασης δανείου με βάση το αγγλικό κοινό δίκαιο (common law) και δη με βάση την αγόρευση του Lord Hoffman στην υπόθεση «Attorney General of Belize & Οthers v Belize Telecom», 2009, UKPC 10, κατά την οποία: «Η τράπεζα δεν δικαιούται να επικαλεστεί οποιαδήποτε επέλευση γεγονότος αθέτησης πληρωμής, εάν σκοπός της ήταν παράνομες ενέργειες της τράπεζας», ενώ επιμέρους γεγονότα – ενέργειες της ως άνω απώτατης δικαιοπαρόχου της καθ’ ής που συνιστούν την ως άνω συμπεριφορά τυγχάνουν τα ακόλουθα: α) Κατόπιν προτάσεως της «….», όρο της από 31-3-2010 δανειακής σύμβασης 38.000.000 δολ. ΗΠΑ με τις εταιρείες «…» για την αγορά απ’ αυτές των πλοίων «…» και «…» αντίστοιχα, αποτέλεσε η εκχώρηση στις τελευταίες των απαιτήσεων και των εξασφαλίσεων της «….» αποτιμημένων στο ποσό των 20.000.000 δολ. ΗΠΑ, από την προηγούμενη δανειοδότηση άλλων εταιρειών, β) η «….» απέκρυψε από τις ως άνω αντισυμβαλλόμενές της ότι δεν ήταν η αποκλειστική δικαιούχος των ως άνω εξασφαλίσεων και ότι επομένως δεν μπορούσε να τις εκχωρήσει και γ) η «….» ενώ εκίνησε το ποσό των 20.000.000 δολ. ΗΠΑ από τους λογαριασμούς κερδών των ως άνω δανειοληπτριών εταιρειών, ωστόσο, δεν εκχώρησε σε αυτές τις ως άνω εξασφαλίσεις, γεγονός το οποίο διαπιστώθηκε στις αρχές του 2012, σε λογιστικό έλεγχο στις ενοποιημένες καταστάσεις του ομίλου «…», σύμφωνα με τον οποίο διαπιστώθηκε έλλειμμα 20.000.000 δολ. ΗΠΑ, αποτέλεσμα των ανωτέρω δε, ήταν ο όμιλος «…» να μη μπορέσει να αποπληρώσει τα χρέη του, μεταξύ των οποίων και το επίδικο και να ξεκινήσει η καθ’ ής κύρια δικαστική διαμάχη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (High Court of Justice) σχετικά με την από 31-3-2010 σύμβαση δανείου των εταιριών «…», ζητώντας επιδίκαση ποσών από τη σύμβαση αυτή. Ο ανωτέρω λόγος της υπό κρίσιν ανακοπής, ανάγεται μεν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως μη νόμιμος με βάση το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την ένδικη σύμβαση δανείου, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα αρχή του αγγλικού common law αναφέρεται προφανώς σε παράνομη συμπεριφορά τράπεζας προς αντισυμβαλλομένους της σε σχέση με συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση και δεν μπορεί να έχει ανάλογη εφαρμογή και να συναχθεί σιωπηρά σε άλλη δανειακή σύμβαση με άλλους αντισυμβαλλομένους της, προς τους οποίους η ίδια δεν επέδειξε παράνομη συμπεριφορά. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο η ανεπιφύλακτη αναγνώριση της ένδικης οφειλής έναντι της καθ’ ής από την πρώτη των ανακοπτόντων στις από 30-6-2011 και 27-6-2012 συμπληρωματικές συμβάσεις της με την καθ’ ής, καθώς και η ανεπιφύλακτη εγγύηση της άνω οφειλής έναντι της καθ’ ής από τους συνοφειλέτες της πρώτης των ανακοπτόντων, δεύτερη και τρίτο εξ αυτών, στις ίδιες ως άνω συμπληρωματικές συμβάσεις όσο – και κυρίως – η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την καθ’ ής από 9-10-2014 σχετική γνωμοδότηση του διευθύνοντος εταίρου της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας «Holman Fenwick Willan LLP» Δημητρίου Βάσσου, σύμφωνα με την οποία: «(Το Δικαστήριο) δεν δύναται να υιοθετήσει όρους ώστε να κάνει τη σύμβαση δικαιότερη ή περισσότερο λογική. Ενδιαφέρεται μόνο να αποκαλύψει ποιά είναι η έννοια του εγγράφου» (Lord Hoffman στην υπόθεση «Attorney General of Belize & Οthers v Belize Telecom», 2009, UKPC 10)….«…παρότι δίνει αυτός έμφαση στο ότι η διαδικασία της συναγωγής είναι μέρος της ερμηνείας της σύμβασης, δεν απομακρύνεται από τη συχνά αναφερόμενη πρόταση ότι πρέπει να είναι απαραίτητο να συναχθεί ο προτεινόμενος όρος. Δεν είναι ποτέ αρκετό ότι πρέπει αυτό να είναι εύλογο» (αγόρευση του Lord Clarke, Master of the Rolls, στην υπόθεση Mediterra…n Salvage & Towage Limited – and – Seamar Trading & Commerce Inc [2009] EWCA Civ 531, παρ. 15)…«Το θέμα της συναγωγής ανακύπτει όταν το έγγραφο δεν προβλέπει ρητά τι πρόκειται να συμβεί όταν κάποιο γεγονός λαμβάνει χώρα. Το πλέον σύνηθες συμπέρασμα σε μια τέτοια περίπτωση είναι ότι τίποτε δεν μπορεί να συμβεί. Εάν τα μέρη θέλησαν κάτι να συμβεί, το έγγραφο θα το είχε αναφέρει. Διαφορετικά, οι ρητές προβλέψεις του εγγράφου πρόκειται να συνεχίσουν να λειτουργούν ανενόχλητα…δεν είναι δυνατό να συναχθεί ένας όρος ο οποίος θα ερχόταν σε αντίθεση με ένα ρητό όρο της σύμβασης» (παρ. 27 της αγόρευσης του Lord Hoffman στην άνω υπόθεση «Attorney General of Belize & Οthers v Belize Telecom»)… ο όρος 5.03 του δανείου «Strimon», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι πληρωμές από το δανειζόμενο και / ή τα εξασφαλιστικά μέρη θα γίνουν χωρίς συμψηφισμό και προβολή οποιασδήποτε ανταπαίτησης. Ο προτεινόμενος όρος θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Μόνον πολύ καθαρές λέξεις αποτυπωμένες γραπτώς θα μπορούσαν…να παραγάγουν έναν όρο που θα επέτρεπε σε έναν δανειζόμενο να απαλλαγεί από την αυστηρή υποχρέωση του να αποπληρώσει το δάνειο, λόγω μιας διισχυριζόμενης απάτης σχετιζόμενης με ένα διαφορετικό δάνειο εναντίον μιας διαφορετικής εταιρείας και η οποία θα είχε λάβει χώρα περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα. Για όλους τους λόγους….ουδεμία πιθανότητα συναγωγής ενός όρου όπως ο υποστηριζόμενος υπάρχει. Αυτό το συμπέρασμα θα ήταν αρκετό ώστε το Δικαστήριο να κρίνει…ότι περίπτωση έγκυρου συμψηφισμού δεν συντρέχει, ακόμη και εάν οι περί απάτης ισχυρισμοί ήταν αληθείς….Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι η Strimon δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της ως αποτέλεσμα της απάτης, τούτο σαφώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί στην περίπτωση του ομίλου … εν όψει του ύψους του χρέους που είχε σωρευθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2012. Το δάνειο Strimon, το δάνειο … και το δάνειο Asterias είχαν όλα αναδιαρθρωθεί την 30η Ιουνίου 2011 και οι δόσεις αποπληρωμής μετατέθηκαν σε μεταγενέστερες περιόδους. Το δάνειο … και το δάνειο Asterias αμφότερα τροποποιήθηκαν τον Ιούνιο του 2012 και οι δανειολήπτες και εγγυητές, άπαντες με τη συμβουλή των δικηγόρων τους, συμφώνησαν ότι τα δάνεια οφείλονταν. Σε αμφότερες τις συμπληρωματικές συμβάσεις των δανείων … και Asterias τον Ιούνιο του 2012, υπάρχει ρητή επιβεβαίωση ότι ουδεμία ουσιαστική ζημία επήλθε…την 27 Ιουνίου 2012 το δάνειο Asterias τροποποιήθηκε με μια συμπληρωματική σύμβαση, η οποία, μεταξύ άλλων, επιβεβαίωσε τα ποσά που οφείλονται στην τράπεζα. Τούτο, υπό το αγγλικό δίκαιο ισοδυναμεί με παραίτηση. Αυτή η σύμβαση υπογράφηκε, μεταξύ άλλων, από την ίδια την Strimon ως εγγυήτρια του δανείου Αsterias. Παραίτηση υπό το αγγλικό δίκαιο λαμβάνει χώρα όταν ένα μέρος, τελώντας σε γνώση ενός δικαιώματος που θα είχε, γνωστοποιεί με τα λόγια του ή με την συμπεριφορά του ότι δεν θα ασκήσει αυτό το δικαίωμα….. Συμπέρασμα: Για τους λόγους που εκτίθενται παραπάνω, η τράπεζα Eurobank απολύτως ορθά στηρίζεται στα γεγονότα υπερημερίας. Η υπεράσπιση και η ανταπαίτηση και κάθε ισχυρισμός προβαλλόμενος με αυτά από τον όμιλο … είναι πλήρως άσχετα με την προκείμενη διαδικασία καθ’ ό μέρος το θέμα αφορά στο αγγλικό δίκαιο. Το περί απάτης επιχείρημα δεν ευσταθεί ούτε καν αν εξετασθεί επιφανειακά και ακόμη και εάν οι περί απάτης ισχυρισμοί ήταν αληθείς, νομικώς είναι αβάσιμοι», το ανωτέρω συμπέρασμα δε, δεν αναιρείται δε από όσα αντίθετα παραθέτει ο άγγλος δικηγόρος Edward Allen στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους ανακόπτοντες, μη θεμελιούμενες ωστόσο σε συγκεκριμένους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, από 8-7-2014 και 3-9-2014 επιστολές – γνωμοδοτήσεις του. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξαν και οι υπ’ αριθ. 643/2015, 644/2015 και 1808/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσες επί των από 22-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 2002/2014, από 3-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 1870/2014 και από 2-10-2014 και με αριθ. καταθ. 2093/2014 αιτήσεων αναστολής των ανακοπτόντων (η δεύτερη και η τρίτη εξ αυτών αφορώσες ανακοπές κατά της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της δυνάμει αυτής αναγκαστική εκτελέσεως, εξ απαιτήσεως προερχομένης ομοίως εκ της από 10-12-2007 συμβάσεως δανείου) ενώ επί του ως άνω ισχυρισμού περί αλληλεξάρτησης των δανείων των εταιρειών «…» αφενός και του δανείου που έλαβε η πρώτη των ανακοπτόντων αφετέρου, τον οποίο προέβαλε η τελευταία ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στο πλαίσιο της συζήτησης της από 20-6-2014 και με αριθ. κατάθ. … αίτησης της καθ’ ης για τη συντηρητική κατάσχεση του άνω πλοίου (…), το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 1540/2014 απόφαση του έκρινε ότι τα όσα η πρώτη των ανακοπτόντων διαλαμβάνει περί αντισυμβατικής συμπεριφοράς της καθ’ ής ως δανείστριας που προκάλεσε ζημία στον Όμιλο … δεν ασκούν εν προκειμένω έννομη επιρροή, καθώς αφορούν σε έτερες δανειακές συμβάσεις εταιριών του Ομίλου και όχι στην επίδικη δανειακή σύμβαση.

Με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικής άσκησης δικονομικών δυνατοτήτων εκ μέρους της καθ’ ής καθώς η τελευταία, για έτερο μέρος της ίδιας απαίτησης, για μέρος της οποίας (απαίτησης) εξεδόθη η προσβαλλομένη, ήτοι εξ απαιτήσεως προερχομένης εκ της από 10-12-2007 αρχικής συμβάσεως δανείου ποσού 17.500.000 δολ. ΗΠΑ για την αγορά του πλοίου «…», έχει προηγουμένως ήδη αιτηθεί και επιτύχει την έκδοση της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής, η οποία επιδίκασε στην καθ’ ής κεφάλαιο 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, σκοπός δε της ως άνω καταχρηστικής δικονομικής συμπεριφοράς της διάσπασης του κεφαλαίου της απαίτησής της, είναι η επιβάρυνση τους (ανακοπτόντων) με υπέρμετρες δικαστικές δαπάνες και διακριτές διαδικασίες εναντίωσης καθ’ εκάστης διαταγής πληρωμής υπό τη μορφή άσκησης πλειόνων ανακοπών και αιτήσεων αναστολής. Ο ανωτέρω λόγος της υπό κρίσιν ανακοπής, τυγχάνει νόμιμος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι πέραν του ότι ο δανειστής, ενόψει της διαθετικής αρχής που καθιερώνει το άρθρο 106 του ΚΠολΔ, δεν εμποδίζεται να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής, όχι για ολόκληρη, αλλά για ένα μέρος μόνο της χρηματικής απαίτησης που έχει κατά του οφειλέτη, ή για μέρος μόνο των οφειλόμενων τόκων, έστω και αν το έγγραφο που προσκομίζει αποδεικνύει ολόκληρη την απαίτηση και την οφειλή τόκων αυτής για όλο το ποσό της ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που ζητά ενώ ο περιορισμός της αίτησης για μέρος μόνο της απαίτησής του η για μέρος της παρεπόμενης απαίτησης τόκων, ο οποίος αποτελεί άσκηση δικονομικής ευχέρειας του δανειστή, δεν απαιτείται να αιτιολογείται (ΑΠ 1512/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ), στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ ής δεν έδρασε καταχρηστικά με την έκδοση δύο επιμέρους διαταγών πληρωμής προς ικανοποίηση μέρους της απαίτησής της καθόσον αφενός μεν αυτή (καθ’ ής) προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής κατά των ανακοπτόντων για μέρος της εκ της ως άνω δανειακής συμβάσεως απαίτησής της ποσού 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, δυνάμει της οποίας ως εκτελεστού τίτλου, επέβαλε κατάσχεση στο πλοίο …, το οποίο εκπλειστηριάστηκε για το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ, ήτοι για ποσό κατώτερο της συνολικής απαιτήσεως εκ της ως άνω συμβάσεως, η οποία προσέγγιζε το ποσό των το 13.000.000 δολ. ΗΠΑ οπότε προς εξασφάλιση ετέρου μέρους της ως άνω συνολικής απαιτήσεως εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας, ως εκτελεστού τίτλου, επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητη περιουσία του τρίτου των ανακοπτόντων, αφετέρου δε, οι ανακόπτοντες δεν επιβαρύνθηκαν με υπέρμετρη δικαστική δαπάνη, καθώς αυτή υπολογίζεται με βάση το αιτούμενο από την καθ’ ής κεφάλαιο. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξε και η υπ’ αριθ. 643/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα επί της από 22-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 2002/2014 αιτήσεως αναστολής των ανακοπτόντων.

Με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής, ο οποίος αφορά στην από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ως άνω επιταγής λόγω αοριστίας των αναφερόμενων σε αυτή τόκων υπερημερίας δεδομένου ότι στην προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση δεν αναφέρεται το ποσό των νόμιμων τόκων που καλούνται να καταβάλλουν στην καθ’ ής, ούτε το ποσοστό του τόκου υπερημερίας με βάση το οποίο θα υπολογίσουν τους καταβαλλόμενους τόκους. Ο ανωτέρω λόγος της υπό κρίσιν ανακοπής, αναγόμενος στην εγκυρότητα των πράξεων της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, τυγχάνει νόμιμος, θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, από το άρθρο 924 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισμού των οφειλομένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσό αυτών χρειάζεται να αναφέρεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από τον νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος που θα έχει παρέλθει μέχρι της ημερομηνίας εξόφλησης της επιταγής. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (βλ. σχετ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41.80, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101, ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 1995.101, ΑΠ 1303/1988 ΕΕΝ 1989.660, ΕφΑθ 2838/2002 ΕλλΔνη 43.1460, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλλΔνη 42.1372, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη από 19-9-2014 επιταγή, οι ανακόπτοντες επιτάσσονται να καταβάλουν για επιδικασθέν κεφάλαιο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής το ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατά το ισόποσο εις ευρώ με την ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ κατά το χρόνο της αποπληρωμής του επιδικασθέντος ποσού, β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη της ανωτέρω διαταγής πληρωμής το ποσό των 15.000 ευρώ και γ) για δαπάνη έκδοσης αντιγράφου εξ απογράφου, για σύνταξη της επιταγής και για δαπάνες επιδόσεως το ποσό των 300 ευρώ. Επομένως, εφόσον αφενός δεν επιδικάστηκαν τόκοι εκ του κεφαλαίου παρά μόνο τόκοι υπερημερίας και έξοδα και αφετέρου – και σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση – έχει γίνει ο διαχωρισμός της οφειλής των ανακοπτόντων κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, η προσβαλλόμενη επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στους τελευταίους (ανακόπτοντες) να ισχυρισθούν και να αποδείξουν την απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ής ή την ανακρίβεια των επιμέρους κονδυλίων ή τον ενδεχόμενο εσφαλμένο υπολογισμό ή παράνομο εκτοκισμό, περαιτέρω δε, δεδομένου ότι ζητούνται μόνο τόκοι υπερημερίας και όχι τόκοι εκ του κεφαλαίου και σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, η περιγραφή του κονδυλίου των τόκων στην προσβαλλόμενη επιταγή παρουσιάζει πληρότητα ενώ η παράλειψη καθορισμού του τρόπου υπολογισμού τους και του συνολικού ποσού αυτών δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός τους μπορεί να γίνει με απλές μαθηματικές πράξεις με βάση γνωστά δεδομένα, όπως το ποσοστό (επιτόκιο) υπερημερίας, που ορίζεται ενιαία για συγκεκριμένη χρονική περίοδο από το νόμο, το κεφάλαιο, την έναρξη της τοκοφορίας και τη διάρκεια του χρέους. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξε και η υπ’ αριθ. 643/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα επί της από 22-9-2014 και με αριθ. κατάθ. 2002/2014 αιτήσεως αναστολής των ανακοπτόντων.

Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ, για τη σύννομη έκδοση διαταγής πληρωμής κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠολΔ, ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή ορισμένων θετικών προϋποθέσεων, οι οποίες είναι: α) απαίτηση χρηματική ή απαίτηση χρεογράφων και β) η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό πρέπει να αποδεικνύονται εγγράφως με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα ιδιωτικά έγγραφα, πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του κύρους των αποδεικτικών εγγράφων κατά τα άρθρα 432-434 ΚΠολΔ. Ειδικότερα κατά το άρθρο 454 ΚΠολΔ, όταν προσκομίζεται έγγραφο συνταγμένο σε ξένη γλώσσα πρέπει να συνυποβάλλεται και επίσημη μετάφρασή του, η οποία πρέπει να είναι κυρωμένη από το υπουργείο εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας. Δικαίωμα μετάφρασης ξενόγλωσσων εγγράφων αναγνωρίζεται, από το άρθρο 53 ν. 3026/1954, και στους δικηγόρους. Σύμφωνα με αυτό «μεταφράσεις των εν τη ξένη γλώσση συντεταγμένων εγγράφων, γενόμεναι υπό δικηγόρων, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ’ όψη, εφ’ όσον συνοδεύονται υπό του μεταφρασθέντος εγγράφου, φέροντος επ’ αυτού χρονολογημένην και ενυπόγραφον του μεταφράσαντος δικηγόρου βεβαίωσιν ότι η μετάφρασις αφορά αυτό τούτο το έγγραφον. Αι μεταφράσεις ισχύουν ως αντίγραφα κατά το άρθρο 52». Κατά τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, για να ληφθεί υπ’ όψιν μετάφραση εγγράφου από δικηγόρο, πρέπει να συνοδεύεται από το έγγραφο που μεταφράσθηκε, το οποίο και να φέρει χρονολογημένη και ενυπόγραφη βεβαίωση του ιδίου Δικηγόρου ότι η μετάφραση αφορά αυτό τούτο το έγγραφο (ΑΠ 1464/1985 ΝοΒ 34.193 και ΕφΑθ 929/1982 ΕλλΔνη 23.228, Βαθρακοκοίλης Ερμ.ΚΠολ.Δικ αρθρ. 432 αριθ. 23, ο οποίος απαιτεί να βεβαιώνεται ότι στη μετάφραση ότι αυτή αφορά το ξενόγλωσσο έγγραφο που πρέπει να προσδιορίζεται και επιπροσθέτως να υπάρχει βεβαίωση του ιδίου δικηγόρου στο ξενόγλωσσο έγγραφο κατά το άρθρο 53 του κώδικα περί δικηγόρων). Ωστόσο, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης και το σκοπό της διάταξης του άρθρου 53 ν. 3026/1954 σε συνδυασμό με το μεταγενέστερο αυτού άρθρο 454 ΚΠολΔ, το οποίο απαιτεί η επίσημη μετάφραση του να είναι απλώς επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή αρμόδιο προς τούτο πρόσωπο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαιτούμενη βεβαίωση του δικηγόρου αρκεί να υπάρχει πάνω στην μετάφραση του συνημμένου στην ξένη γλώσσα εγγράφου (ΑΠ 1360/1998, αδημ. και ΑΠ 52/2002 αδημ). Προφανής σκοπός της διάταξης είναι να εξασφαλισθεί ότι η μετάφραση αφορά αυτό τούτο το προσαγόμενο έγγραφο και όχι άλλο. Η εκδοχή ότι ο νόμος ορίζει η ενυπόγραφος βεβαίωση του δικηγόρου να τίθεται επί του μεταφρασθέντος εγγράφου προσκρούει στη λογική διότι δε νοείται η βεβαίωση για την περιεχόμενη σε άλλο έγγραφο μετάφραση να τίθεται στο μεταφρασθέν κείμενο και όχι στο μεταφρασμένο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 626 παρ. 3 του ΚΠολΔ, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση ή η παροχή χρεογράφων. Ειδικότερα από τα έγγραφα αυτά πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμό της και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και οφειλέτη. Εάν οι ως άνω προϋποθέσεις δεν πληρούνται και δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε παρά την έλλειψη τους, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΑΚ (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, ΑΠ 622/1986 ΕλλΔνη 28.830, ΕφΑθ 2366/2001 ΔΕΕ 2001.1250, ΕφΘεσ 2443/2001 Αρμ 2002.1355, ΕφΑθ 3298/1994 ΕλλΔνη 36.886, Β. Μπρακατσούλα, Διαταγές πληρωμής, πιστωτικοί τίτλοι & διαδικασία, 6η έκδ, σ.σ. 60 και 66, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., υπ’ άρθρο 623 αριθ. 7 και υπ’ άρθρο 626 αριθ. 3 και 13). Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 38.768). Έτσι, το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής δεν αποδεικνύεται η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που προσκομίστηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή (ΑΠ 1408/1987 ΕΕΝ 1988.755, ΕφΠειρ 3601/2004, ΕλλΔνη 46.228, ΕφΠειρ 378/1998 ΠειρΝομ 1998.205, Β. Μπρακατσούλα, ό.α, σ. 60).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπό στοιχ. (Α) εκ των υπό κρίσιν πρόσθετων λόγων, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής ως αόριστης, ανεπαρκώς αιτιολογημένης και μη έχουσας το νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 623, 626 και 630 ΚΠολΔ, περιεχόμενο, άλλως διότι τα επικληθέντα και προσκομισθέντα προς έκδοσή της έγγραφα είναι ανεπαρκή και δεν μπορούν να στηρίξουν την αξίωση της καθ’ ής καθώς δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη της επικαλούμενης οφειλής τους (των ανακοπτόντων) από την επίδικη δανειακή σύμβαση, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη αντίστοιχης αξίωσης της καθ’ ής εναντίον τους (των ανακοπτόντων) και δεν αποτελούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου. Ο ανωτέρω υπό κρίσιν πρόσθετος λόγος ανακοπής, αναγόμενος στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τυγχάνει νόμιμος, θα πρέπει ωστόσο, να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι από το συνδυασμό των περισσοτέρων εγγράφων, τα οποία προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αποδεικνύεται τόσο η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται η απαίτηση όσο και το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμό της και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του οφειλέτη και του δικαιούχου, ειδικά δε ως προς την ιδιότητα της δικαιούχου – δανείστριας – αιτούσας την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής – καθ’ ής και ως προς το μέρος του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου, με το οποίο οι ανακόπτοντες αμφισβητούν την έγγραφη απόδειξη της μεταβίβασης της επίδικης συμβατικής σχέσης (υπο στοιχ. Α.3.3 – Α.3.5 και Α.4) και την απόρριψη αυτού ως κατ’ ουσίαν αβασίμου, ισχύουν τα ανωτέρω αναφερθέντα σχετικά με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίσιν ανακοπής περί ελλείψεως παραχρήμα αποδείξεως της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ής ως προς το αίτημα εκδόσεως της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής και γενικά ως προς την επίδικη έννομη σχέση και, πιο συγκεκριμένα, περί του τρόπου με τον οποίο η δικαιοπάροχος της τελευταίας (… ….) υπεισήλθε στα δικαιώματα της αρχικής δανείστριας (….) όσον αφορά την επίδικη δανειακή σύμβαση. Ως προς τα λοιπά, ειδικότερα, προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής προσκομίστηκαν – μεταξύ άλλων –  τα αναφερόμενα σε αυτή έγγραφα : α) η κύρια από 10-12-2007 σύμβαση δανείου ποσού 17.500.000 δολ. ΗΠΑ, καταρτισθείσα μεταξύ της πρώτης των ανακοπτόντων ως δανειολήπτριας και της «….», καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η καθ’ ής, νομίμως μεταφρασμένη σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ (υπό στοιχ. Α.2.2 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) καθώς και οι από 30-6-2011 και 27-6-2012 πρώτη και δεύτερη συμπληρωματικές (σε σχέση με την ως άνω από 10-11-2007 κύρια σύμβαση δανείου) – και δη ως προς την τροποποίηση του χρόνου αποπληρωμής κατόπιν σχετικής αναγραφόμενης στο εισαγωγικό τμήμα τους (παρ. Β και Δ αντίστοιχα) αιτήσεώς τους (υπό στοιχ. Α.3.11 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) – συμβάσεις, ομοίως νομίμως μεταφρασμένες σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, από το περιεχόμενο των οποίων προκύπτουν τόσο η έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται η απαίτηση και η οποία τυγχάνει η σύμβαση δανείου και όχι η αναγνώριση χρέους (υπό στοιχ. Α.2.3 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) όσο και οι συμβατικά συμφωνηθέντες όροι από τους οποίους θα διέπονταν οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων (υπό στοιχ. Α.3.7 – Α.3.9 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου), β) η υπογεγραμμένη από την πρώτη των ανακοπτόντων και νομίμως μεταφρασμένη, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, από 29-12-2007 δήλωση εκταμιεύσεως δανείου καθώς και οι ως άνω, ομοίως υπογεγραμμένες από άπαντες τους ανακόπτοντες και νομίμως μεταφρασμένες, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, από 30-6-2011 και 27-6-2012 πρώτη και δεύτερη συμπληρωματικές (σε σχέση με την επίδικη από 10-11-2007 κύρια σύμβαση δανείου) συμβάσεις, στην παράγραφο (Α) των οποίων αναγράφεται ότι «σύμφωνα με την κύρια σύμβαση και την ειδοποίηση εκταμίευσης με ημερομηνία 29-12-2007 από την δανειζόμενη (πρώτη των ανακοπτόντων), η … S.A. κατέβαλε στη δανειζόμενη (πρώτη των ανακοπτόντων) το σύνολο του ποσού του δανείου ύψους 17.500.000 δολαρίων ΗΠΑ όπως δια της παρούσης η δανειζόμενη και οι εγγυητές (ανακόπτοντες) ρητώς συνομολογούν», από τα ανωτέρω έγγραφα δε, αποδεικνύεται η χορήγηση προς την πρώτη των ανακοπτόντων του ποσού του δανείου (υπό στοιχ. Α.2.1 και Α.3.1 – Α.3.2 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) ως εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων (υπό στοιχ. Α.3.14 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου), γ) Η από 25-7-2013 επιστολή/όχληση της …. και η από 24-6-2014 περαιτέρω όχληση υπερημερίας και καταγγελία σύμβασης της καθ’ ής, από τις οποίες προκύπτει η όχληση των ανακοπτόντων σε σχέση με συντελεσθέντα γεγονότα υπερημερίας (υπό στοιχ. Α.2.4, Α.3.10, Α.3.12 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) και η καταγγελία της δανειακής συμβάσεως με την κήρυξη ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του δανείου και των τόκων ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, η οποία αορίστως προσβάλλεται ως άκυρη (υπό στοιχ. Α.3.15 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου), ανεξαρτήτως της αμφισβητήσεως της απαιτήσεως από τους ανακόπτοντες, η οποία λαμβάνει χώρα με την υπό κρίσιν ανακοπή (υπό στοιχ. Α.3.13 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου) και δ) το από 18-7-2014 πιστοποιητικό οφειλής της καθ’ ής, η από 18-7-2014 επιστολή της καθ’ ής και η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χρήστου Γκορίτσα, του Δημητρίου Βάσσου, Δικηγόρου και Διευθύνοντος Εταίρου της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας «Hollman Fenwick Willan LLP», από τα οποία προκύπτει η μη εξόφληση και το ύψος της οφειλής (υπό στοιχ. Α.2.5, Α.3.10 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου), το νόμιμο τα υπογραφής της σχετικής ειδοποίησης από τα έχοντα δικαίωμα υπογραφής πρόσωπα και οι προβλέψεις του προβλεπομένου και εφαρμοζομένου εν προκειμένω αγγλικού δικαίου σε σχέση με τα κρίσιμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής ζητήματα, έτσι όπως η αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω προβλέπεται τόσο στη ρήτρα 11 των από 30-6-2011 και 27-6-2012 ως άνω συμπληρωματικών συμβάσεων όσο και στις ρήτρες 2.08 και 13.12 της κύριας από 10-12-2007 συμβάσεως δανείου, η τελευταία εκ των οποίων, αφορώσα ειδικώς την αποδεικτική δύναμη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, αορίστως και σε κάθε περίπτωση αβασίμως – ως τμήμα υπογεγραμμένης από την πρώτη των ανακοπτόντων κατόπιν διαπραγματεύσεων των συμβαλλομένων μερών συμβάσεως – προσβάλλεται ως καταχρηστική (υπό στοιχ. Α.3.6 του υπό κρίσιν πρόσθετου λόγου).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ: «οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 και 3». Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο και τον σκοπό της αλλά και από το γεγονός ότι αφορά δίκες περί την εκτέλεση, όπου οι απαιτήσεις είναι εξοπλισμένες με εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που είναι ειδική και αποσκοπεί με το απαράδεκτο της εκτελέσεως, το οποίο προβλέπει, στον περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους και στη μη παρεμπόδιση του δικαιώματος ανταποδείξεως του καθ’ ού η ανακοπή, άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελουμένης απαιτήσεως ισχυρισμών, κατά την υποβολή τους, μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, διότι άλλως κινδυνεύει να φαλκιδευθεί και το δικαίωμα του αντιδίκου για ανταπόδειξη. Συνεπώς, εξέταση μαρτύρων προς απόδειξη ισχυρισμού αποσβεστικού της εκτελουμένης απαιτήσεως δεν επιτρέπεται, (OλAΠ 10/1993 Δίκη 25.652/Aρμ 47.999, AΠ 583/1993 EλλΔνη 35.392).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπό στοιχ. (Β1) εκ των υπό κρίσιν πρόσθετων λόγων, ο οποίος αφορά στην από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ως άνω επιταγής λόγω απόσβεσης της επίδικης αξιώσεως μετά την επίδοσή της (επιταγής προς πληρωμή), με τον πλειστηριασμό του πλοίου «…» και την αναγγελία και κατάταξη της καθ’ ής στον αντίστοιχο πίνακα κατάταξης. Ο ανωτέρω υπό κρίσιν πρόσθετος λόγος ανακοπής, ανάγεται μεν στην απόσβεση της απαίτησης, θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως μη νόμιμος, ως μη αποδεικνυόμενος παραχρήμα ήτοι με έγγραφο ή ομολογία της καθ’ ής, σε κάθε περίπτωση δε, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι, έτσι όπως προκύπτει από τον συνταχθέντα μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου «…» υπ’ αριθ. … πίνακα κατάταξης δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χρήστου Γκορίτσα, η συμμετοχή της καθ’ ής στη σχετική διαδικασία εκτελέσεως με την αναγγελία της και την κατάταξή της στον ανωτέρω πίνακα δεν έλαβε χώρα με βάση και προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας δυνάμει της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής απαιτήσεώς της αλλά της επιδικασθείσας δυνάμει της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής απαιτήσεώς της, της οποίας και πάλι δεν αποδεικνύεται η εξόφληση – απόσβεση καθώς αυτή (απαίτηση) κατόπιν της ασκήσεως σχετικής ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πρώτη των ανακοπτόντων, δεν έχει καταστεί απρόσβλητη με την έννοια της εκτελεστότητας του ως άνω πίνακα, εν προκειμένω δε, η καθ’ ής, με την προσβαλλομένη από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή επισπεύδει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας δυνάμει της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής απαιτήσεώς της. Εξάλλου, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξαν και οι υπ’ αριθ. 19792/2014 και 360/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής αντίστοιχα, εκδοθείσες επί των υπ’ αριθ. καταθ. … και … αιτήσεων αναστολής της δυνάμει της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής αναγκαστικής εκτελέσεως, του τρίτου των ανακοπτόντων.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 στοιχ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αναλογικώς εφαρμοζομένων και επί των ανακοπών κατ’ άρθρο 585 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει, εκτός από τα άλλα στοιχεία, και σαφή έκθεση των γεγονότων που στηρίζουν κατά νόμο την ανακοπή και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, έτσι ώστε αφενός μεν το δικαστήριο να είναι σε θέση να εκτιμήσει το περιεχόμενό της αφετέρου δε ο καθ’ ού να μη στερείται του δικαιώματος άμυνας και αντίκρουσης των ισχυρισμών. Η έλλειψη έκθεσης των πραγματικών γεγονότων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της ανακοπής και θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ή η ασαφής και ελλιπής αναφορά αυτών, καθιστούν αυτήν άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αφού το απαράδεκτο αυτής ανάγεται στην προδικασία και αφορά τη δημόσια τάξη, δεν μπορεί δε να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΑθ 5774/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2795/1986 ΕλλΔνη 27.1162, ΕφΠειρ 908/1986 ΕλλΔνη 28.470). Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1, 633 παρ. 1 και 933 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών, είτε σχετίζονται με την ελαττωματικότητα της πράξης εκτελέσεως, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθ’ ού η ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ’ αυτής με δύναμη δεδικασμένου, αλλιώς οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτώς να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής σε ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνθηκε η ανακοπή, και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, αναλόγως του αν πρόκειται για την τακτική ή την ειδική διαδικασία, αντιστοίχως (βλ. ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1437/2000 ΕλλΔνη 42.695, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑξΧΔ 2000.487, ΑΠ 624/1994 ΕλλΔνη 36.348, ΕφΘεσ 2534/2003 ΕΕμπΔ 2003.1228, ΕφΘεσ 1950/2000 ΕΕμπΔ 2000.1066). Εξάλλου, με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης ενώ από τις διατάξεις των άρθρων 924, 933 και 934 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επιταγή προς πληρωμή αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως και συγχρόνως την προδικασία αυτής και ως εκ τούτου, εάν η επιταγή παρουσιάζει ελάττωμα, το οποίο δύναται να οδηγήσει σε ακυρότητα, όπως είναι η μη ακριβής και ορισμένη περιγραφή της απαιτήσεως, η οποία συνεπάγεται ακυρότητα σε περίπτωση βλάβης, πρέπει να προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933. Περαιτέρω, το δικόγραφο της ανακοπής, ως εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, πρέπει να περιέχει εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (κατά τις διατάξεις των άρθρων 118 και 119 του ΚΠολΔ), και τους λόγους ανακοπής, οι οποίοι θα πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς να απαιτείται πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος, γιατί μόνον έτσι θα είναι σε θέση το δικαστήριο να εκτιμήσει το είδος και την έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας και να καταστεί δυνατή η λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης. Διαφορετικά, όταν δηλαδή διαπιστωθεί από το δικάζοντα δικαστή παντελής απουσία των κρίσιμων γεγονότων ή ελλιπής παράθεση ή ανεπαρκής εξειδίκευση των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν την ιστορική βάση ή το αίτημα της ανακοπής και των ειδικότερων λόγων αυτής, θα πρέπει να απορριφθεί το δικόγραφο ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν καθίσταται εφικτή η υπαγωγική διαδικασία της ατομικής περίπτωσης στο σιωπηρά επικαλούμενο κανόνα δικαίου. Έτσι, για την πληρότητα του δικογράφου της ανακοπής, θα πρέπει να εκτίθενται σε αυτό τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την έλλειψη εκείνης της ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, που δικαιολογεί την ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης, τους λόγους ανακοπής, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί ο καθ’ ού να αμυνθεί και το δικαστήριο να μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, η δε ανακοπή ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΑΠ 1685/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΕφΑθ 2436/1999 ΔΕΕ 2000.294, ΕφΑθ 4360/1999 ΕλλΔνη 41.1388, ΕφΑθ 8378/1993 Δ 25.1196, ΕφΠειρ 411/1997 ΕλλΔνη 40.377, ΕφΘεσ 1950/2000, ΕΕμπΔ 2000.1066, ΕφΘεσ 1515/1999 Αρμ ΝΓ΄ 1720, ΕφΘεσ 3451/1988 Αρμ 1989.653, ΕφΘεσ 394/1989 Αρμ ΜΓ΄ 1223, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, έκδ. 1996, σελ. 45 επ., 81, 89 επ., 249 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση, τ. Γ΄, αρθρ. 626 σελ. 826, αρθρ. 632 σελ. 842-843, Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ. II έκδ. 2000, αρθρ. 626, σελ. 1170-1171, αρθρ. 632 σελ. 1186).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπό στοιχ. (Γ) εκ των υπό κρίσιν πρόσθετων λόγων, ο οποίος αφορά τόσο στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής όσο και στην από 19-9-2014 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση αμφοτέρων λόγω γενικότερης αδικοπρακτικής εν είδει διαπράξεως ποινικών αδικημάτων άλλως καταχρηστικής συμπεριφοράς των δικαιοπαρόχων της καθ’ ής άλλως της ιδίας της καθ’ ής, συνισταμένης στην παραπλάνηση τους με σκοπό την ανάληψη δυσβάστακτων υποχρεώσεων μέσω δανειακών συμβάσεων μεταγενεστέρων της επίδικης, την διακοπή της συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους και την πρόκληση σημαντικής ζημίας εις βάρος τους, τον προσπορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους και την παράνομη μεταβίβαση των ως άνω γεγενημένων αξιώσεων στην καθ’ ής, η οποία, έχουσα γνώση περί των ανωτέρω αλλά και συμμετοχή σε αυτά, ασκεί το δικαίωμά της κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, ωστόσο, ο ανωτέρω υπό κρίσιν πρόσθετος λόγος ανακοπής τυγχάνει αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως καθώς, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση, δεν ανάγεται ούτε την έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ούτε και στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης, ούτε στην ελαττωματικότητα πράξης της αναγκαστικής εκτελέσεως, απουσιάζουν δε παντελώς τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ιστορική βάση του έτσι ώστε να δύναται να διαπιστωθεί η έλλειψη εκείνης της ουσιαστικής ή διαδικαστικής προϋπόθεσης, που δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης διαταγής ή της προσβαλλόμενης επιταγής, να προσδιορισθεί με σαφήνεια και πληρότητα το αντικείμενο της δίκης και να καταστεί εφικτή η υπαγωγική διαδικασία της ατομικής περίπτωσης στον εφαρμοσθησόμενο κανόνα δικαίου.

Τέλος, δεδομένου ότι απορρίφθηκαν – ως άνω – όλοι οι αφορώντες στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγοι, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος και ο υπό στοιχ. (Β2) εκ των υπό κρίσιν πρόσθετων λόγων, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της από 19-9-2014 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, λόγω της ανυπαρξίας εκτελεστού τίτλου ήτοι της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ακύρωση της οποίας αναμενόταν συνεπεία της παραδοχής των σχετικών λόγων της υπό κρίσιν ανακοπής.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής ή πρόσθετος λόγος προς εξέταση, θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν ανακοπή και οι υπό κρίσιν πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρο 191 παρ 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Ενώνει και συνεκδικάζει την από 22-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή και τους από 19-3-2015 με και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετους λόγους ανακοπής αντιμολία των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 22-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπή και τους από 19-3-2015 με και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετους λόγους ανακοπής.

Επικυρώνει την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει τους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (19.400€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

 

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ