Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   1799/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στις Νήσους Μάρσαλ και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει  Μ. Λ., είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Χ. Χ., κατοίκου Π., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Ασπρούκο.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Π. ….  Δ., κατοίκου Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Μαρίας Ανδρουλάκη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από … αγωγή του κατά των εκκαλούντων, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π., με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 168/2014 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου.

Οι εκκαλούντες, με την από … έφεσή τους (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π. …, γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, άλλως τη μεταρρύθμισή της.

Ο εναγόμενος – εφεσίβλητος – αντεκκαλών με τις επί της έδρας κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, άσκησε αντέφεση κατά της ως άνω απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος του εφεσίβλητου, κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς της, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … (Μονομ. Πρωτ. Π.) καθώς και η δια των προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση πρέπει σύμφωνα με το αρθρ. 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (168/2014 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Η έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Π. με τον αριθμό 168/30.5.2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από …, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις … (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).  Επίσης, πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της (533 παρ.1 ΚΠολΔ) και η αντέφεση, την οποίαν ο εφεσίβλητος παραδεκτώς (αρθρ. 674 παρ.1 ΚΠολΔ) άσκησε, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, ενόψει του ότι αφορά κεφάλαια της προαναφερθείσας απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση (βλ. Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», εκδ. Ε΄ σελ. 256 επ., παρ. 605, 606, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 674, αριθμ.15, ΕφΘεσσαλ 1759/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία).

Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από … αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π., ισχυρίστηκε ότι σε εκτέλεση του από … προσυμφώνου ναυτολόγησης που καταρτίσθηκε στον Π., μεταξύ του ιδίου και της εκεί δεύτερης εναγομένης, που ενεργούσε ως εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ Τουριστικού Μεσογειακού πλοίου …, νηολογίου Π., αριθμ. …΄ κλάσης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, για αόριστο χρόνο, σε αυτό, με την ειδικότητα του Θαλαμηπόλου ΕΝ, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης  ναυτολόγησης, εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι την  11.11.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Π., λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, χωρίς υπαιτιότητά του. Ότι από την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο διατηρεί αξιώσεις κατά των εναγομένων – εκκαλούντων, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής εργασίας του επίδικου χρονικού διαστήματος, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για μισθολογικές διαφορές λόγω παράνομης παρακράτησης εισφοράς υπέρ του ΝΑΤ και του ΤΠΑΕΝ/ΤΠΚΠΕΝ, για διαφορές επιδόματος αδείας, για το επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησής του, ήτοι από … έως 11.11.2011, καθώς και για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση δε τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, η δε δεύτερη, ως εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης που εδρεύει στην αλλοδαπή και ο τρίτος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης, κατά το νόμο 762/78, να του καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 11.184,12 Ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια στο αγωγικό δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του, την 11.11.2011, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, η (εκκαλουμένη) με αριθμό 168/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Π., με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, την έκανε εν μέρει δεκτή και, συνακόλουθα, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των 5.871,29 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 3.000 Ευρώ και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με την έφεσή τους, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως και επικουρικά τη μεταρρύθμισή της, κατά το μέρος που αφορά στην αποδοχή της αγωγής, ώστε να απορριφθεί η αγωγή εξ’ ολοκλήρου, την αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης, κατ’ αρθρ. 525 παρ.3 ΚΠολΔ και να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντα – εφεσιβλήτου τα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Επίσης, ο εφεσίβλητος – ενάγων, με την ως άνω αντέφεσή του, παραπονείται κατά της εκκαλουμένης απόφασης για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, όσον αφορά στο κεφάλαιο επιδίκασης αμοιβής λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή, ως προς τις σχετικές αξιώσεις, στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αντέφεση.

Στο σημείο τούτο, πριν την εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων έφεσης, σημειώνεται ότι η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύχθηκε ανωτέρω τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τις προτάσεις τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον επαρκώς εκτίθενται σε αυτήν η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479). Ούτε, άλλωστε, είναι αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποίαν ζητούνται διαφορές αποδοχών, όπως εν προκειμένω, να παρατίθενται σε αυτήν τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο εργοδότη, για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου κατ’ αρθρ. 416 ΑΚ (ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.397).

Σύμφωνα με το άρθρο 400 περίπτ. 3 του ΚΠολΔ, δεν εξετάζονται όταν κληθούν ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη. Τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η ιδιότητα του μάρτυρα ως ενάγοντος σε άλλη αγωγή που στρέφεται κατά του ίδιου εναγομένου και έχει το ίδιο αντικείμενο με την αγωγή για την οποία κλήθηκε να καταθέσει δεν αρκεί, μόνη αυτή, για την εξαίρεση του, αλλά πρέπει να προκύπτουν και άλλα στοιχεία που να μαρτυρούν την ύπαρξη συμφέροντος στο πρόσωπο του από τη συγκεκριμένη δίκη στην οποία καταθέτει (βλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389).

Οι εκκαλούντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι κακώς ελήφθη υπόψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένορκη βεβαίωση του Κ. Λ., καθόσον αυτός ο μάρτυρας εξαρτούσε άμεσο έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ενόψει του ότι είχε ασκήσει αγωγή πανομοιότυπη με του αντιδίκου του, ενάγοντα, διεκδικώντας αμοιβές για ισχυριζόμενη υπερωριακή απασχόληση, διαφορά αδείας, αποζημίωση απόλυσης και παρακρατηθείσες εισφοράς υπέρ Ν.Α.Τ. στο ίδιο πλοίο. Ο λόγος αυτός, ωστόσο, τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια του άνω μαρτύρα εκ μόνου του λόγου ότι έχει ασκήσει άλλη αγωγή ο ίδιος σε βάρος των εναγομένων. Άλλωστε στην τηρούμενη εν προκειμένω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ.1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρεταίοι μάρτυρες (βλ. ΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενη). Πέραν αυτών, η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα του ενάγοντα εκτιμήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και θα εκτιμηθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγω γνώσεως αυτού.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από την ένορκη βεβαίωση του Κ. Λ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Π. με αριθμό 690/11.4.2013, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εφεσίβλητου – ενάγοντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλούντων – εναγομένων (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό 5.398Δ΄/6.2.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Π., Γεράσιμου Ε. Βαλλιανάτου), από την ένορκη βεβαίωση του Γεωργίου Γκούμα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Π., Ελένης Γ. Τσούμα, με τον αριθμό 9.788/11.4.2013, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία των εκκαλούντων – εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσίβλητου – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό 814Γ΄/3.4.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Π., Βασιλείου Α. Χρήστου), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Π., στις …, μεταξύ του ενάγοντος (ήδη εφεσίβλητου) και της δεύτερης εναγομένης (ήδη δεύτερης εκκαλούσας), νομίμως εκπροσωπουμένης, ενεργούσας ως αντιπροσώπου, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης (ήδη πρώτης εκκαλούσας), πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία (αριθμός νηολογίου Π. …΄ κλάσης) Ε/Γ τουριστικού πλοίου …», η πρώτη εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο παραπάνω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων, προκειμένου να απασχοληθεί επί του πλοίου για ταξίδια – κρουαζιέρες θερινής περιόδου 2011, και «μέχρι λήξεως των ταξιδιών – κρουαζιέρων αυτών». Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν και προσέφερε αυτός την εργασία του, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι και την 11.11.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Π.. Οι συνολικές μικτές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα συμφωνήθηκαν σε ποσό 2.951,74 Ευρώ (κλειστός μισθός), στις οποίες περιλαμβάνονταν οι προβλεπόμενες από την από 21.7.2010 ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών πλοίων που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/1/2010 (ΦΕΚ 1743/2010) αποδοχές (βασικός μισθός και πάσης φύσης επιδόματα, προσαυξήσεις και καταβολές), αλλά και αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση 128 ωρών μηνιαίως («κλειστές υπερωρίες», βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους εναγόμενους, από … συμφωνητικό για σύναψη συμβάσεως ναυτολογήσεως). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, το πλοίο εκτελούσε κρουαζιέρες που ξεκινούσαν από τον Π. συνήθως κάθε Παρασκευή στις 17.00 για Κωνσταντινούπολη που έφθανε την επομένη στις 15.00 και έφευγε την Κυριακή στις 19.00. Τη Δευτέρα στις 15.00 έφθανε Μύκονο και έφευγε στις 24.00 για Πάτμο που έφθανε Τρίτη στις 07.00 και έφευγε στις 10.30 για Κουσάντασι που έφθανε στις 14.30 και έφευγε 20.30 για Ρόδο που έφθανε την Τετάρτη ώρα 07.00 και έφευγε στις 18.00 για Κρήτη Άγιο Νικόλαο που έφθανε το πρωί στις 7.00 της Πέμπτης και έφευγε 11.30 για Σαντορίνη που έφθανε στις 17.00 και έφευγε στις 21.00 για Π. που έφθανε το πρωί στις 06.00 της Παρασκευής. Την Παρασκευή ώρα 11.00 αναχωρούσε ξανά για Κωνσταντινούπολη που έφθανε την επομένη το πρωί στις 10.00 και αναχωρούσε στις 20.00 βράδυ του Σαββάτου για Σμύρνη που έφθανε την Κυριακή στις 13.30 και έφευγε στις 20.00 για Μύκονο που έφθανε στις 15.30 και αναχωρούσε στις 23.00 για Πάτμο που έφθανε στις 6.30 και έφευγε στις 10.30 για Κουσάντασι που έφθανε στις 14.30 και έφευγε στις 20.00 για Σαντορίνη που έφθανε στις 7.00 και έφευγε στις 20.30 για Ηράκλειο που έφθανε στις 7.00 το πρωί και αναχωρούσε το απόγευμα στις 18.00 για Π. που έφθανε πρωί της Παρασκευής, ώρα 06.00. Το κρουαζιερόπλοιο μετέφερε από 600 έως 1.100 επιβάτες. Ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, απασχολούνταν με εργασίες της ειδικότητάς του, ήτοι, ειδικότερα, κατά κύριο λόγο στην Τραπεζαρία των επιβατών. Οι τραπεζαρίες λειτουργούσαν για πρωινό από τις 6.30 έως τις 9.30 συνήθως, για μεσημεριανό από τις 12.00 έως τις 14.30 και για βραδινό από τις 18.00 έως τις 23.00. Οι θαλαμηπόλοι τραπεζαρίας απασχολούνταν πριν τα γεύματα για την προετοιμασία της τραπεζαρίας και μετά τα γεύματα, διότι έκαναν καθαρισμούς, πλύσιμο στα ποτήρια και μαχαιροπήρουνα και τακτοποίηση των σκευών της τραπεζαρίας. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα αποδεικνύονται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, Κ. Λ. (συνάδελφος του ενάγοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο οποίος εκτελούσε όμοια καθήκοντα επί του πλοίου με αυτά του ενάγοντα, ως θαλαμηπόλος), σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Γ., υπευθύνου πληρωμάτων της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος επιβεβαιώνει, με την κατάθεσή του, τα καθήκοντα του ενάγοντα στην τραπεζαρία του πλοίου. Ο ίδιος ως άνω μάρτυρας, άλλωστε, καταθέτει ότι στο πλοίο υπήρχε καλή οργάνωση των βαρδιών και κατανομή των εργασιών μεταξύ των θαλαμηπόλων, δεδομένου ότι άλλοι 55 έως 59 θαλαμηπόλοι απασχολούνταν αποκλειστικά με το σερβίρισμα των γευμάτων των επιβατών στις τραπεζαρίες του πλοίου, με αποτέλεσμα να κατανέμονται οι σχετικές εργασίες μεταξύ τους, κατάθεση η οποία ενισχύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εναγομένους καταστάσεις πληρώματος (“crew list”) της εν λόγω περιόδου. Εξάλλου, αναφορικά με τις ώρες απασχόλησής του, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως συνολικά, ενώ η εναγομένη υποστηρίζει ότι η απασχόληση του ενάγοντα, πέραν του νομίμου ωραρίου, δεν ξεπερνούσε τον αριθμό των κλειστών υπερωριών των 128 ωρών ανά μήνα, που είχαν, ως ανωτέρω, συμφωνήσει, ειδικότερα δε, ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς, κατά μέσον όρο, 2 ώρες ημερησίως. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει, α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω, β) της χρονικής περιόδου ναυτολόγησης του ενάγοντα, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως θαλαμηπόλου, δ) του μεγέθους του πλοίου, ε) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε κατά μέσον όρο, επί 12 ώρες ημερησίως. Αντίθετα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως (χωρίς αυτό να αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του κάνει λόγο για 14 ώρες ημερησίως το λιγότερο «κατά μέσον όρον, όσο το πλοίο έκανε πλόες και είχε κρουαζιέρες», κάτι που καταδεικνύει τη δική τους εκτίμηση για το μέσο όρο εργασίας του ενάγοντα και μάλιστα, όταν το πλοίο εκτελούσε πλου), κρίση που ενισχύεται εκ του ότι, πράγματι, αποδείχθηκε ότι, παρά την ανάγκη παροχής καθημερινής υπερωριακής εργασίας, λόγω των αυξημένων αναγκών του πλοίου, αυτή δεν υπερέβαινε τα ανωτέρω αναφερόμενα όρια, διότι υπήρχε επαρκής οργάνωση των βαρδιών των θαλαμηπόλων σε αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα, λόγω υπερωριακής απασχόλησης διαμορφώνεται, σύμφωνα και με τις διατάξεις της ανωτέρω εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, ως ακολούθως, κατά τις μη αμφισβητούμενες ειδικά με λόγο έφεσης ημέρες εργασίας, ήτοι : Α) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (202 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες ημερησίως Χ 7,57 Ευρώ =) 6.116,56 Ευρώ. Β) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των (35 Σάββατα και 8 αργίες, ήτοι 43 ημέρες Χ 12 ώρες ημερησίως Χ 9,08 Ευρώ =) 4.685,28 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται ποσό (6.116,56 + 4.685,28 =) 10.801,84 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε αυτός από την εναγομένη, το ποσό των (4.080,23 + 4.449,20 =) 8.529,43 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 2.272,41 Ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν 13 ώρες καθημερινά και επεδίκασε σε αυτόν, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, ποσό 4.192 Ευρώ, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου, ως εν μέρει βάσιμου από ουσιαστική άποψη του δευτέρου λόγου έφεσης και απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου της κρινόμενης αντέφεσης.

Εξάλλου, οι εναγόμενοι, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ισχυρίζoνται ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία έχουν εξοφληθεί μέσω της καταβολής του συμφωνημένου «κλειστού» μισθού, ύψους 2.951,74 Ευρώ, ο οποίος υπερέβαινε τις νόμιμες αποδοχές υπολογιζόμενες (συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας 2 ωρών ημερησίως, κατά τις παραδοχές της εναγομένης – ήδη εκκαλούσας) σε ποσό 2.723,17 Ευρώ. Ο ανωτέρω αυτοτελής ισχυρισμός περί συμβατικού καταλογισμού (συμψηφισμού) στις νόμιμες οφειλόμενες αποδοχές, των υπέρτερων αποδοχών στον ενάγοντα, που είχε συμφωνηθεί να καταβάλλονται σε αυτόν (βλ. ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397), κατά το μέτρο που υπερβαίνει τα ποσά που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην αγωγή ότι του καταβλήθηκαν σε μερική εξόφληση της αμοιβής υπερωριακής εργασίας, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με δήλωση καταχωρηθείσα στο οικείο πρακτικό συνεδριάσεως (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφοτέρους τους διαδίκους πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Π.), μη αρκούσας της αναφοράς στις κατατεθείσες προτάσεις και στους ισχυρισμούς που αυτές εμπεριέχουν (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 450/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/1999 ΕλΔνη 41 σ.73, ΜΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενη) και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση των λόγων της βραδείας προβολής της σχετικής ένστασης, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 269 § 2 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 190/2011 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, οι ώρες ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ήταν 12 και όχι 10 ημερησίως, ούτε 128 ώρες μηνιαίως, προϋποθέσεις στις οποίες, εσφαλμένως, στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος έφεσης, ενόψει και του ότι η δικαιούμενη από τον ενάγοντα αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας υπερβαίνει, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, τη συμφωνηθείσα αμοιβή για «κλειστές» υπερωρίες 128 ωρών μηνιαίως, που ελάμβανε αυτός. Επιπρόσθετα, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης για «συμψηφισμό» ποσού 800 Ευρώ που κατέβαλε μηνιαίως η εναγομένη πλοιοκτήτρια στον ενάγοντα υπό τη μορφή φιλοδωρημάτων, το οποίο (ποσό) εμφανιζόταν στη μηνιαία μισθοδοσία του ενάγοντα με την ονομασία «έξτρα εταιρείας/ φιλοδωρήματα», για τον πρόσθετο λόγο (πέραν του ανωτέρω αναφερομένου, περί απαράδεκτης προβολής του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι από την επισκόπηση της επίδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντα με την εναγομένη δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των εκεί συμβαλλομένων μερών, κατά τρόπο ορισμένο και ειδικό, να καταλογίζεται τούτο στη δικαιούμενη από τον ενάγοντα αμοιβή του λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας (βλ. σχετικό όρο υπ’ αριθμ.5 της επίδικης σύμβασης ναυτολόγησης, όπου παραμένει κενό το ποσό σε Ευρώ του από ελευθεριότητα δυνάμενου να καταβληθεί από την πλοιοκτήτρια «bonus», πρβλ., αναφορικά με τις προϋποθέσεις συμψηφισμού στις νόμιμες αποδοχές των συμβατικά καταβαλλομένων προσθέτων παροχών, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397 και ΕφΠειρ 179/1993, ΕΝΑΥΤΔ 1994, σ.196, προσκομιζόμενη). Συνακόλουθα, η εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε ως προς τα ανωτέρω και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη.

Τέλος, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Το άρθρο 24 του ν. 3409/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ.6 του ν. 3965/2011 (ΦΕΚ Α΄/1113.18.5.2011), με τίτλο «ρυθμίσεις θεμάτων ΝΑΤ για την αντικατάσταση και εκκαθάριση ναυτολογίων ελληνικών επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες κρουαζιερόπλοιων», ορίζει : «1. Για την αντικατάσταση ληξιπρόθεσμου ναυτολογίου επιβατηγών πλοίων που εκτελούν περιηγητικούς πλόες και επεκτείνουν τους πλόες αυτούς στο εξωτερικό ή κρουαζιερόπλοιων που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού ή μόνο εξωτερικού, ολικής χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, καταβάλλεται ποσό ίσο με τις προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές νόμιμης σύνθεσης. Οι προϋπολογισθείσες εισφορές γνωστοποιούνται από τη Διεύθυνση Εισφορών και Πόρων του Ν.Α.Τ. στον πλοιοκτήτη εντός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του ναυτολογίου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και οποτεδήποτε ζητηθεί εξόφληση του ναυτολογίου εντός του χρόνου ισχύος του. 2. Κατά την αντικατάσταση και εκκαθάριση του ναυτολογίου ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές πλην Ν.Α.Τ., όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία περί Ν.Α.Τ. και οι οποίες αναλογούν στη συμμετοχή του και παρακρατεί από τους ναυτικούς και καταβάλλει στο NAT τις αντίστοιχες εισφορές που τους αναλογούν. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται στην τήρηση των παρακάτω προϋποθέσεων: α) Τηρούνται οι απαιτήσεις της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης ελάχιστου αριθμού Ελλήνων ναυτικών ανά ειδικότητα. β) Ναυτολογείται στο πλοίο επιπλέον της οργανικής συνθέσεως πληρώματος ένας τουλάχιστον σπουδαστής Α.Ε.Ν. (πλοίαρχος ή μηχανικός), εφόσον προσφέρονται, ή η υποχρέωση αυτή, μετά από έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ., εκπληρούται με τη ναυτολόγηση σπουδαστή Α.Ε.Ν. σε άλλο πλοίο της αυτής διαχειρίσεως, υπό ελληνική ή ξένη σημαία σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις. γ) Υφίσταται έγκριση του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. για τη ναυτολόγηση αλλοδαπών ναυτικών στις θέσεις Ελλήνων ναυτικών που καθορίζονται από την οργανική σύνθεση πληρώματος πλοίου. 3. Προκειμένου να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2, ο πλοιοκτήτης καταθέτει δήλωση στο Ν.Α.Τ. περί απαρέγκλιτης τήρησης των παραπάνω προϋποθέσεων. Εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλει στο Ν.Α.Τ. για το χρονικό διάστημα μη εκπλήρωσης αυτών τη δική του τακτική εισφορά, καθώς και την τακτική εισφορά των ναυτικών για το σύνολο της οργανικής σύνθεσης πληρώματος του πλοίου, με βάση την ισχύουσα κάθε φορά οικεία Συλλογική Σύμβαση, περιλαμβανομένων και των ναυτολογημένων αλλοδαπών ναυτικών. 4. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής, που ισχύει και για τα ναυτολόγια που αντικαθίστανται ή εξοφλούνται μετά την ισχύ του παρόντος νόμου, σε καμία περίπτωση δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών από τη θαλάσσια υπηρεσία τους στο πλοίο. Ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ N.A.T. ούτε παρακρατεί τις ασφαλιστικές υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς, ενώ η καταβολή των παραπάνω ποσών καλύπτεται συνολικά από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. 5. Για τις ανάγκες της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ως τακτικές ασφαλιστικές εισφορές νοούνται οι εισφορές υπέρ Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.), Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), Ταμείων Πρόνοιας (Τ.Π.Α.Ε.Ν. και Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), Εστίας Ναυτικών, Ειδικού Λογαριασμού Οικογενειακών Επιδομάτων Ναυτικών (Ε.Λ.Ο.Ε.Ν.), Κεφαλαίου Ναυτικής Εργασίας (Κ.Ν.Ε.), Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.). 6. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν και για τα πλοία της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, που είναι νηολογημένα σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν.δ. 2687/ 1953 (Α` 317), όπως έχει ερμηνευθεί αυθεντικά από το ν.δ. 2928/1954 (Α` 163)…».

Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη (αντιπροσωπευόμενη στην Ελλάδα από τη δεύτερη εναγομένη), όντας πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επίμαχου πλοίου, που τηρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις ναυτολόγησης του πληρώματος, καθ’ όλη τη διάρκεια των πιο πάνω συναφθεισών με τον ενάγοντα συμβάσεων ναυτικής εργασίας, παρακρατούσε μηνιαίως, όπως προκύπτει από τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του, ποσά για ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. συνολικά ανερχόμενα στο μη ειδικότερα αμφισβητούμενο με λόγο έφεσης ή αντέφεσης ποσό των 1.679,29 Ευρώ, χωρίς να υποχρεούται νομίμως προς τούτο. Ειδικότερα, ενόψει του ότι οι παρακρατούμενες εκ μέρους της εναγομένης ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς το Ν.Α.Τ. ήταν επιδοτούμενες από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. και δεν έπρεπε να παρακρατούνται από εκείνη, αφού καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του τελευταίου, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προβαίνοντας η ίδια σε παρακράτηση των οικείων ασφαλιστικών εισφορών του ενάγοντος, τελούσε αδικοπραξία (914 ΑΚ). Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την παραπάνω διάταξη, ιδίως δε από την παρ.4 αυτής, προκύπτει με σαφήνεια ότι ναι μεν οι ασφαλιστικές εισφορές της πλοιοκτήτριας, εναγομένης, προς το Ν.Α.Τ. δεν έπρεπε να καταβάλλονται από εκείνην, καλυπτόμενες και καταβαλλόμενες από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., όμως ούτε η ίδια έπρεπε να παρακρατεί και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ναυτικού προς αυτό, που ομοίως καλύπτονταν και καταβάλλονταν από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. (βλ. ad hoc, ΕφΠειρ 743/2014, ΕφΠειρ 578/2013, προσκομιζόμενες). Επομένως, η εκκαλουμένη, η οποία επεδίκασε στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ανωτέρω ποσό των 1.679,29 Ευρώ, δεν έσφαλε μεν κατ’ αποτέλεσμα, αντικαθισταμένης όμως της αιτιολογίας της με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ), ενώ ο περί του αντιθέτου σχετικός (τέταρτος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειωτέον ότι, επί του προβαλλόμενου, επικουρικά, ισχυρισμού των εκκαλούντων – εναγομένων, ότι η εν λόγω ρύθμιση, που εισήχθη με το άρθρο 22 παρ.6 του Ν. 3569/18.5.2011 δεν αφορά, στις επίδικες εισφορές πριν την 18.5.2011 (ημερομηνία θέσης σε ισχύ της ρύθμισης), λεκτέο είναι ότι με τη νέα διατύπωση του άρθρου 24 που εισήγαγε το άρθρο 22 του Ν. 2965/2011, είναι πλέον σαφές ότι επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του ΝΑΤ οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του ΝΑΤ που αναλογούν στον πλοιοκτήτη και το ναυτικό. Εξάλλου, αφενός μεν η διάταξη αυτή είναι σαφής και δε δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία της, αφετέρου, δε, το  άρθρο 22 του Ν. 3965/2011 είναι ουσιαστικά ερμηνευτικό και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται αναδρομικά (βλ. ΜΕφΠειρ 743/2014, προσκομιζόμενη).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε εν μέρει τον ισχυρισμό του ενάγοντα, για ημερήσια απασχόληση 13 ωρών, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, κατά μερική παραδοχή του σχετικού (δεύτερου) λόγου έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων, ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, να γίνει δεκτή η έφεση των εναγομένων και κατά το ουσιαστικό της μέρος και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σύνολο των πληττομένων κεφαλαίων της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή, η οποία, κατά το μέρος αυτό, είναι νόμιμη, κατά τις προεκτεθείσες, στις πιο πάνω μείζονες σκέψεις, διατάξεις και εκείνες των άρθρων 1 παρ.1 εδ.α και 2 Ν. 762/1978 και 341, 345, 346 655 παρ.1 ΑΚ, 914 ΑΚ, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, κατ’ αρθρ. 1 παρ.1 του Ν. 762/1978 (η πρώτη εξ αυτών αλλοδαπή εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια, η δε δεύτερη αυτών, ως αντιπρόσωπος της πρώτης ενάγουσας, συνάπτουσα στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη και ο τρίτος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης, ιδιότητες που δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους εν προκειμένω), το συνολικό ποσό των (2.272,41 + 1.679,29 =) 3.951,70 Ευρώ, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα με τις παραδοχές του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, ούτε με αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσιβλήτου, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο τούτο (βλ. ΑΠ 1116/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα των εκκαλούντων, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, κατ’ αρθρ. 525 παρ.3 συνδ. 914 ΚΠολΔ και υποχρέωσης του εφεσιβλήτου όπως της καταβάλει το ποσό των 3.000 Ευρώ, το οποίο είχε αυτός λάβει σε μερική εξόφληση του προσωρινώς επιδικασθέντος κεφαλαίου, καθόσον αυτό υπολείπεται του κατά τα άνω επιδικασθέντος στον ενάγοντα  – ήδη εφεσίβλητο, ποσού (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1997, υπό αρθρ. 914, αριθμ.8). Τέλος, οι εναγόμενοι –εκκαλούντες πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τελευταίου, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 168/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Π. (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου.

Δέχεται εν μέρει την από …, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός Ευρώ και εβδομήντα λεπτών του Ευρώ (3.951,70 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων (εκκαλούντων) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εφεσίβλητου) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Π., στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

   Η      ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ