Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   1854 /2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει…..   ….   Μ…..  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκα δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, Ιωάννη Ηλιάδη και Απόστολου Σοφιαλίδη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει ….  ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  εκπροσωπήθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, Γεωργίου Ζούρου και Σπυρίδωνα Λάλα.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.4.2015, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου  ….. ανακοπή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσα και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση ανακοπή η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή, δυνάμει της με αριθμό … διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε προς ικανοποίηση αξίωσης από σύμβαση δανείου μεταξύ της καθ’ ης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ως δανείστριας και της ανακόπτουσας, ως δανειολήπτριας, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Μάλτας πλοίου, με το όνομα …», όπως αυτό ειδικότερα περιγράφεται στην υπό κρίση ανακοπή, επίσπευσε σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …. ….., στη συνέχεια δε, αυτής, βάσει της υπ’ αριθμ. … περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, το ως άνω πλοίο εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς Χρήστου Γκορίτσα, στις 15.10.2014. Ότι στον πλειστηριασμό αυτόν δεν εμφανίσθηκε κανένας υποψήφιος πλειοδότης και η ίδια η επισπεύδουσα, εδώ καθ’ ης, πλειοδότησε για ποσό 5.500.000 δολη ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να κατακυρωθεί το πλοίο στην καθ’ ης η ανακοπή, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. … έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Χρήστου Γκορίτσα. Ακολούθως, ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους στην ανακοπή λόγους, να ακυρωθούν ο πλειστηριασμό και η κατακύρωση στους οποίους αναφέρονται α) η υπ’ αριθμ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης πλοίου του συμβολαιογράφου Πειραιά, Χρήστου  Γκορίτσα και β) η υπ’ αριθμ. 109/17.10.2014 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου του ιδίου συμβολαιογράφου. Επιπλέον ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της (αρθρ. 1, 22 αρ.5 Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 933§§1, 2 Κ.Πολ.Δ. , σε συνδυασμό με άρθρο 51 § 3 περιπτ. Α του ν. 2172/1993) να τη δικάσει κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Έτσι, ως προς τη  διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ως το δίκαιο της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΑθ 5419/2007, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΚαβ 440/2011, ΕΝΔ 2011, σ.189, ΜΠρΠειρ 644/2015, προσκομιζόμενη), ως προς τη διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ενόψει του ότι η αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνει χώρα εντός ελληνικού χώρου (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, Τομ. Α, παρ.7, σ.45) και ως προς τη διερεύνηση της βασιμότητας των ενστάσεων που θεμελιώνονται στο ουσιαστικό δίκαιο εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο, το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους από την ένδικη, από 10.12.2007 σύμβαση δανείου (όρος 13.12 αυτής), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ1 της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 «για το  εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το νόμο 1792/1988 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον ο κανονισμός 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17.6.2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την άνω Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν μετά την 17.12.2009 (βλ. ΜΠρΠειρ 644/2015, ΜΠρΠειρ 643/2015, προσκομιζόμενες).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μεγάλο μέρος, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης που είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης ωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής που έχει θεσπιστεί αφενός για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση της διαφοράς και η εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα, όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ,  όπως  στην περίπτωση που το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό αίτημα της άλλης και αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή  της οικονομίας της δίκης προκύπτει με σαφήνεια ότι α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς και β) η αναβολή ή, κατά  νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο άνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της πιο πάνω δίκης που απασχολεί το Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται  ακόμη,  ότι  η αυτοτελής στη  δεύτερη  αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 249 ΚΠολΔ, αριθμ.2, ΕφΘεσσαλ 675/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.997, ΕφΘεσσαλ 673/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.826, ΜΠρΘεσσαλ 4392/2013, ΕΠΟΛΔ 2013, σ.212, ΜΠραθ 48/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1306/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δηλαδή, για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου Δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (ΕφΑθ 5.913/2003, EλΔνη 2006, σ.860). Εξάλλου, ο δικαστής που καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αναστολής της δίκης σταθμίζει ταυτόχρονα τον κίνδυνο επιβράδυνσής της, έτσι ώστε να διατάσσει την αναστολή της, όταν αυτό ενδείκνυται λόγω των δυσχερειών του εκκρεμούς ζητήματος, προκειμένου να μην παρελκύεται η δίκη (βλ. ΕφΘεσσαλ 673/2009, ο.π., ΕφΘεσσαλ 675/2009, ο.π., ΕφΔωδ 219/2004, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 4392/2013, ΕΠΟΛΔ 2013, σ.212).

Εξάλλου, η απόφαση που ακυρώνει την πράξη της εκτέλεσης μετά από ανακοπή του άρθρου 933 είναι απόφαση διαπλαστική. Οι δικαστικές αποφάσεις με διαπλαστικό χαρακτήρα παράγουν τόσο διαπλαστική ενέργεια, όσο όμως και δεδικασμένο. Έτσι, οι αποφάσεις στη δίκη της ανακοπής, από το ένα μέρος αναδίδουν διαπλαστική ενέργεια απέναντι όλων (όταν βέβαια αποδέχονται το σχετικό αίτημα) ως προς την αλλοίωση της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο τους – και από το άλλο (είτε δέχονται, είτε απορρίπτουν το διαπλαστικό αίτημα) παράγουν δεδικασμένο απέναντι στους διαδίκους ως προς το ότι ο συγκεκριμένος ανακόπτων έχει ή δεν έχει το δικαίωμα δικαστικής διάπλασης με βάση τον λόγο που στήριξε την παραδοχή ή αντίστοιχα την απόρριψη του αιτήματος δικαστικής διάπλασης. Η απόφαση, που δέχεται την ανακοπή του άρθρου 933, αναδίδει επομένως διαπλαστική ενέργεια έναντι όλων, έστω και αν πρόκειται για πρόσωπα, που δεν ήταν διάδικοι της δίκης αυτής, για την αλλοίωση της έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου, που εγκαθιδρύθηκε με τις πράξεις εκτέλεσης, όπως η αλλοίωση αυτή προήλθε από την ακύρωση της πράξης, που προσβλήθηκε με την ανακοπή. Η διάπλαση αυτή, όχι μόνο ενεργεί με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, που δέχεται την ανακοπή, δυνάμει της ειδικής διάταξης του άρθρου 937 § 1 αρ. 3 ανατρέχει επιπλέον στον χρόνο που επιχειρήθηκε η ελαττωματική πράξη, με αποτέλεσμα να κλονίζεται το κύρος και των μεταγενεστέρων πράξεων εκτέλεσης, αρκεί να προσβληθούν και αυτές με εμπρόθεσμη ανακοπή (ΑΠ 9/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 933 και 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τις οποίες και ενόψει του ότι, η κατά το σύστημα του ΚΠολΔ λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας, καθιστά αναγκαία την προσβολή των άκυρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειές τους μέχρι να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητά τους, οπότε και επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους (ΑΠ 1905/2011 δημ. Νόμος). Παρά δε την μεταξύ αυτών αυτοτέλεια των διαδοχικών πράξεων εκτέλεσης, από άποψη τόπου και χρόνου ενέργειας, αυτές συνδέονται οργανικώς και αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους της αναγκαστικής εκτέλεσης, ώστε η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα οποιασδήποτε από τις διατυπώσεις να επιδρά ακυρωτικά στον πλειστηριασμό. Για να κηρυχθεί όμως άκυρος ο πλειστηριασμός πρέπει να προσβληθεί με ανακοπή από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 περ. γ.` του ΚΠολΔ, άλλως η ακυρότητα αυτού θεραπεύεται. Στην περίπτωση αυτή και για να μην αποκλεισθεί η ενδεχόμενη δυνατότητα προσβολής και ακύρωσης του πλειστηριασμού σε περίπτωση μεταγενέστερης έκδοσης απόφασης ακυρωτικής των προηγουμένων πράξεων, είναι δυνατή η άσκηση ανακοπής προς ακύρωση του πλειστηριασμού για τον ανωτέρω λόγο, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 περ. γ` του ΚΠολΔ, η αποδοχή ή μη της οποίας θα τελεί υπό την αίρεση της ακύρωσης με την πρώτη ανακοπή των προγενέστερων πράξεων (άρθρο 69 παρ. 1 περ. δ` ΚΠολΔ ….) (ΑΠ 9/2015, ο.π.). Ειδικότερα, κατά το αρ. 934 ΚΠολΔ η ανακοπή που προβλέπεται στο αρ. 933 του ίδιου Κώδικα, είναι παραδεκτή: 1) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη της εκτέλεσης, 2) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, 3) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί, και αν πρόκειται για εκτέλεση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης αν πρόκειται για ακίνητα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνεται η κατά στάδια προσβολή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι προβλεπόμενες δε στις διατάξεις αυτές προθεσμίες είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής, κατά περίπτωση, των πράξεων εκτελέσεως, τυχόν ακυρότητα των οποίων έτσι καλύπτεται. Επίσης από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος επιβάλλει την άσκηση ανακοπής εντός της τασσόμενης προθεσμίας με κριτήριο το αίτημα, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση ορισμένης πράξεως. Οι μεταγενέστερες πράξεις οι οποίες στηρίζονται στην προσβαλλόμενη με την ανακοπή πράξη, εφόσον ο λόγος ακυρότητας δεν πλήττει και αυτές δεν είναι δυνατόν να προσβληθούν συγχρόνως, καθόσον μόνον η ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξεως που θα εκδοθεί έχει ως συνέπεια την αναδρομική ακύρωση, οπότε είναι δυνατόν να προσβληθούν και οι επί της πράξεως που ακυρώθηκε στηριζόμενες μεταγενέστερες πράξεις, εφόσον βεβαίως υφίσταται η προς τούτο προθεσμία, διαφορετικά οι μεταγενέστερες πράξεις παραμένουν απρόσβλητες. Στην περίπτωση όμως που προχωρήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (και δεν ανασταλεί, κατά τη διάταξη του αρ. 938 ΚΠολΔ), επιβάλλεται η άσκηση νέας ανακοπής κατά των μεταγενεστέρων πράξεων υπό την αίρεση της ακυρώσεως δια της πρώτης ανακοπής της προγενέστερης, σύμφωνα και με τη διάταξη του αρ. 6, 9 περ. δ` ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 1103/2000, ΕΕμπΔ 2002, σ.645, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Έτσι, εφόσον ο δικονομικά άκυρος πλειστηριασμός παράγει τις συνέπειές του μέχρι την ακύρωσή του με δικαστική απόφαση, η περίληψη δεν πάσχει, αποκλειομένης της προσβολής της κατά τα άρθρα 933 επ. με βάση ελάττωμα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης. Μόνο όταν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση ο πλειστηριασμός, παρέχεται η δυνατότητα ανακοπής κατά της περίληψης με βάση την ακύρωση του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης. Προς αποφυγή, δε, παρόδου της σχετικής προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1γ΄, οπότε η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, ως πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθίσταται απρόσβλητη, σκόπιμο είναι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 παρ.1δ΄ ΚΠολΔ, να ασκηθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, εκτός από την ανακοπή κατά του κύρους του πλειστηριασμού, και άλλη (δεύτερη) ανακοπή, με αίτημα την ακύρωση της περίληψης της έκθεσης κατακύρωσης και ιστορική αιτία (λόγο ανακοπής) την ελαττωματικότητα του πλειστηριασμού και την αναμενόμενη ακύρωσή του. Με αυτό το περιεχόμενο είναι δυνατόν να σωρευτούν στο ίδιο δικόγραφο η ανακοπή κατά του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης και η ανακοπή κατά της περίληψης. Η περίληψη του καθ’ ου η εκτέλεση να αμυνθεί κατά της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης καθιστά αυτήν απρόσβλητη, ακόμη και αν ακυρωθεί η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Δεν αποκλείεται, πάντως, η κατά τη διάρκεια της τακτικής δίκης παρεμπίπτουσα κρίση περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρα και της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης), εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, μόνο, όμως, προς θεμελίωση τυχόν δικαιώματος αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 6499/2007, ΔΙΚΗ 2008, σ.859, με εκεί εκτενείς αναφορές στη νομολογία, πρβλ, αναφορικά με τη δυνατότητα προσβολής εμπροθέσμως, αυτοτελώς, με ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ.1δ΄ του ΚΠολΔ, της επόμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, ως προϋπόθεση ώστε η ακυρότητα της προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και αυτήν, ΑΠ 2089/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 242/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 849/2009, ΕλΔνη 2010, σ.177, ΕφΑθ 770/2009, ΕΦΑΔ 2010, σ.224, ΜΠρΑθ 2524/1990, ΔΙΚΗ 1991, σ.936).

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα, επικαλούμενη τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής  δυνάμει της οποίας εκκίνησε η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και κατά των, σε συνέχεια αυτών, επιταγών προς πληρωμή σε βάρος της (κατ’ αρθρ. 632 και 933 ΠολΔ), καθώς και τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση  ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, προς ακύρωση της κατάσχεσης που της επιβλήθηκε από την καθ’ ης η υπό κρίση ανακοπή, δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, Θ. Φ. Κ. (καθώς και κάθε άλλης πράξης εκτέλεσης σε συνέχεια αυτής), αιτείται την ακύρωση του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης του ανωτέρω πλοίου, που στηρίζονται στις προαναφερόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης (την υπ’ αριθμ. … έκθεση δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης του συμβολαιογράφου Πειραιά Χρήστου Γκορίτσα και την υπ’ αριθμ. … περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πλοίου του ιδίου συμβολαιογράφου), για το λόγο ότι ο πλειστηριασμός στηρίζεται σε άκυρες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και προδικασίας του πλειστηριασμού (ειδικότερα, δε της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Θ. Φ. Κ., καθώς και κάθε άλλης πράξης εκτέλεσης σε συνέχεια αυτής, δηλαδή και της υπ’ αριθμ. … περίληψης αυτής της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), η ακυρότητα των οποίαν έχει ζητηθεί ως ανωτέρω και αναμένεται να κηρυχθεί, κατ’ αποδοχή της εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκηθείσας, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.

Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, ο οποίος βάλλει κατά της εγκυρότητας της τελευταίας πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ήτοι του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης (περί της δυνατότητας σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης και ανακοπής κατά της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, βλ. ΕφΑΘ 6499/2007, ΔΙΚΗ 2008, σ.859), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ.1γ΄ ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους διαδικαστικά έγγραφα δεν προκύπτει η καταχώρηση στο νηολόγιο του ως άνω πλοίου της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, που αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας των 90 ημερών, προς άσκησης της υπό κρίση ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 934 παρ.1γ΄ συνδ. 992, 1012, 1013 ΚΠολΔ (βλ. ΜΠρΠειρ 379/1988, ΕΝΑΥΤΔ 1989, σ.208, πρβλ., αναφορικά με την υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή να επικαλεστεί το εκπρόθεσμο της ανακοπής, αν αυτό δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ΕφΑθ 955/2011, ΕΦΑΔ 2011, σ.675, καθώς και Ι. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», εκδ. 1978, σ.462, Φαλτσή «αναγκαστική εκτέλεση», σελ. 347, παρ. 889). Ακολούθως, ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την καθ’ ης η ανακοπή, για το νομότυπο και παραδεκτό της προβολής του υπό κρίση λόγου ανακοπής, αρκεί η επίκληση της άσκησης νομότυπης και εμπρόθεσμης ανακοπής κατά των ενδιαμέσων πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, προηγηθεισών του πλειστηριασμού, με την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (πρβλ. ΑΠ 1401/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), καθώς και η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, η οποία, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δύναται να ασκηθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 69 παρ.1δ΄ ΚΠολΔ, έτσι ώστε να μην απολέσει ο ανακόπτων την προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1γ΄ ΚΠολΔ.

Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της δικογραφίας, η ανακόπτουσα έχει ασκήσει σε βάρος της καθ΄ ης την από 16.9.2014 ανακοπή της (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επιδόθηκε στην καθ’ ης δυνάμει της με αριθμό 1.757Ζ/17.9.2014 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ιωάννη Ν. Αγγελόπουλου και η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 17.3.2015 και, μετά από αναβολή (όπως ισχυρίζεται με τις προτάσεις της η καθ’ ης η ανακοπή και δεν αμφισβητεί η ανακόπτουσα) για τη δικάσιμο της 19.4.2016. Με την ως άνω ανακοπή, η εδώ ανακόπτουσα αιτείται την ακύρωση της υπ’ αριθμόν 470/2014 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής επιμελήτριας Θ. Φ. Κ., όπως και της σχετικής Περίληψης Κατασχετήριας έκθεσης και κάθε άλλης περαιτέρω πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες αφορούν στο υπό σημαία Μάλτας πλοίο με το όνομα …», για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, οι οποίοι αφορούν : α) Στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου δυνάμει του οποίου εκκίνησε η σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, ήτοι της με αριθμό … Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (σε συνέχεια της οποίας επεβλήθη αναγκαστική κατάσχεση στο ως άνω πλοίο δυνάμει της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, για συνολικό ποσό 1.021.652,80 ΔολΗΠΑ), λόγω έλλειψης παρά χρήμα απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης ως προς το αίτημα έκδοσης διαταγής πληρωμής και την επίδικη έννομη σχέση, ειδικότερα, δε, ως προς την ιδιότητα της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής  εταιρείας, ως καθολικής διαδόχου της «PROTON ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», αντισυμβαλλομένης της ανακόπτουσας κατά την κατάρτιση της από 10.12.2007 σύμβαση δανείου, προς ικανοποίηση της απαίτησης από την οποίαν εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμή. β) Στην εκτελούμενη απαίτηση, ειδικότερα, δε, στην ανυπαρξία δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να επικαλεστεί γεγονός αθέτησης πληρωμής εναντίον της ανακόπτουσας, σε σχέση με την από 10.12.2007 σύμβαση δανείου, καθόσον κατά το εφαρμοζόμενο στην εν λόγω σύμβαση αγγλικό δίκαιο, η δικαιοπάροχος της καθ’ ης η ανακοπή, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «PROTON ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», δεν τήρησε τις συμβατικές τις υποχρεώσεις έναντι των εταιρειών του Ομίλου όπου υπάγεται η ανακόπτουσα, αλλά προέβη σε δόλια παραπλάνηση σε βάρος τους, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της εν λόγω ανακοπής. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι προφανές ότι η έκβαση της εν λόγω δίκης συνδέεται άμεσα με την ανοιγείσα με τον παρόντα λόγο ανακοπής δίκη, διότι η κήρυξη της ακυρότητας της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ως άνω (κατασχεθέντος και, ακολούθως, πλειστηριασθέντος) πλοίου και της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης που το αφορά, θα συμπαρασύρει σε ακυρότητα και το διενεργηθέντα πλειστηριασμό (και την κατακύρωση), αλλά και τη περίληψη της έκθεσης κατακύρωσης, σύμφωνα με την αρχή της αλληλουχίας των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Προκειμένου, λοιπόν, να εναρμονισθεί η δικαστική κρίση και να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί των εν λόγω ζητημάτων, πρέπει να ανασταλεί κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. η συζήτηση του σχετικού λόγου ανακοπής μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ανωτέρω ασκηθείσας αγωγής.

Εξάλλου, στο παρόν στάδιο εκδίκασης της υπό κρίση ανακοπής, παρέλκει η διερεύνηση των λοιπών δύο λόγων αυτής, ο έλεγχος των οποίων, κατά λογική ακολουθία (αλλά και κατά τη σειρά έκθεσής τους στο υπό κρίση δικόγραφο), έπεται του ανωτέρω λόγου ανακοπής, καθόσον, ο μεν πρώτος εξ αυτών, αναγόμενος σε ακυρότητα της πράξης της κατακύρωσης του ως άνω πλειστηριασμού (ως εκ της πλειοδοσίας της επισπεύδουσας Τράπεζας σε τιμή άνω της ορισθείσας τιμής πρώτης προσφοράς, μολονότι δεν εμφανίσθηκε άλλος πλειοδότης στον πλειστηριασμό), αφορά στην πράξη της κατακύρωσης, που έπεται χρονικά της προδικασίας του πλειστηριασμού, η οποία οδήγησε στην έναρξη της κύριας διαδικασίας του πλειστηριασμού και, κατά τα εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, συμπαρασύρει σε ακυρότητα τις μεταγενέστερες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες πλήττονται με τον προαναφερόμενο (πρώτο) λόγο ανακοπής, ο δε δεύτερος εξ αυτών, αναγόμενος σε ακυρότητα του πλειστηριασμού, λόγω υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος  της καθ’ ης η ανακοπή (281 ΑΚ), σωρεύεται επικουρικά στο υπό κρίση δικόγραφο, κατά τη σαφή αναφορά τόσο σε αυτό, όσο και στις προτάσεις της ανακόπτουσας.

Τέλος, ζήτημα επιβολής της δικαστικής δαπάνης σε βάρος κάποιου εκ των διαδίκων δεν τίθεται, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική (αρθρ. 191 παρ.1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 16.9.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοπής της ανακόπτουσας κατά της καθ’ ης, ασκηθείσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,  στις  15-9-2016 , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων .

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ