Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης  1855/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, την οποίαν όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ : Ν. … του Γ., κατοίκου Δ.Δ. Π., Δήμου Ν. Κ., Ν. Α., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου ΣΤΑΘΗ.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Κ. … του Ι., κατοίκου Δ. Α., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Γ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ.

Ο ενάγων κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την από 20.12.2013, με αριθμό κατάθεσης …, αγωγή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 13.5.2014 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του ΚΙΝΔ «περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με το ν. 2391/1996. Η τελευταία Διεθνής Σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση ΥΠΕΞ της 19-6/4-7-1996 στον ΚΝοΒ 1996 σελ. 998). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων, και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς. Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το άρθρο της Σύμβασης (βλ. CMI Yearbook 1999, σελ. 457 – 459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1910 και όσες διατάξεις του ΚΙΝΔ ρυθμίζουν τα θέματα, τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Σύμβασης. Για τους σκοπούς της Διεθνούς Συμβάσεως αυτής κατ’ άρθρο 1α επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε κίνδυνο σε οποιαδήποτε ύδατα, πλεύσιμα ή μη. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από το νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατ’ άρθρα 12, 13 παρ.3 προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι της αξίας των σωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για τη σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής κατ’ άρθρα 6, 14 και 17 αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλομένων γένεση των εκ του νόμου υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 § 1, άσχετα με τη σειρά με την οποία αναφέρονται. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα (ΕφΠειρ 893/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ. 311, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΕφΠειρ 953/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.193). Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου, αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης πρόωσης του πλοίου που κινδυνεύει. Επίσης είναι αρκετό το γεγονός ότι κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενο της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος πρέπει ακόμη να είναι σοβαρός, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1) η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2) η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3) ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προώθησης με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4) η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων κ.α. (ΕφΠειρ 893/2013, ο.π., ΕφΠειρ 516/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.442). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή αποτελούν : α) η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ) το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ) η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε) η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ) ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε ο αρωγός, ζ) ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ) η δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι) ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (ΕφΠειρ 480/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 25…, ΕλΔνη 2015, σ.524, ΕφΠειρ 76/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 893/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ. 311, ΕφΠειρ 704/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.317, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΕφΠειρ 516/2010, ο.π., ΕφΠειρ 831/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.71, ΕφΠειρ 913/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.63, ΕφΠειρ 297/2009, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010, σ.513, ΕφΠειρ 849/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.43,  ΕφΠειρ 4/2008 ΕΝΔ 36.139, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006, σ. 193). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 251, 252, 254, 255 ΚΙΝΔ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον το αρωγό είναι πλοίο υπό ελληνική σημαία (το οποίο δεν διενεργεί επαγγελματικώς διασώσεις), το μισό της αμοιβής ανήκει στον πλοιοκτήτη, το τέταρτο αυτής στον πλοίαρχο και το υπόλοιπο τέταρτο στο πλήρωμα, κάθε δε φορέας δικαιωμάτων από τη νομική σχέση της αρωγής νομιμοποιείται προς έγερση αγωγής. Ο πλοιοκτήτης του βοηθήσαντος πλοίου δικαιούται αυτοτελώς να εγείρει αγωγή για το μέρος της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν κατά των υπόχρεων κατά νόμο προς πληρωμή της αμοιβής. Τα ίδια δικαιώματα έχουν και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα. Οι τελευταίοι έχουν ευθεία αγωγή κατά των υπόχρεων σε καταβολή της αμοιβής, διότι το δικαίωμα τούτο αναγνωρίζεται σ’ αυτούς ρητώς από το άρθρο 255 του ΚΙΝΔ, το οποίο ορίζει ότι ο πλοίαρχος εκπροσωπεί και τα μέλη του πληρώματος ενώπιον του δικαστηρίου, εφόσον αυτά δεν παρίστανται άλλως, ήτοι αυτοπροσώπως ή με οποιονδήποτε άλλο αντιπρόσωπο (ΕφΠειρ 906/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ. 68). Σε περίπτωση κατά την οποίαν το πλήρωμα δεν εγείρει αγωγή αυτοτελή, είτε αυτοπροσώπως κάθε μέλος του χωριστά, είτε ομαδικώς δι’ αντιπροσώπου (πλοιοκτήτη ή οποιουδήποτε τρίτου), ο πλοίαρχος, δυνάμει της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 255 του ΚΙΝΔ, εκπροσωπεί και τα μέλη του πληρώματος και συνεπώς μπορεί αυτός να εγείρει, ως νόμιμος υποκαταστάτης του πληρώματος, αγωγή επ’ ονόματι αυτού κατά των υποχρέων (βλ. ΕφΠειρ 297/2009, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010, σ.513). Αντίστοιχα, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής του πλοίου που παρέσχε την αρωγή νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή για ολόκληρο το ποσό της αμοιβής που ανήκει σ’ αυτόν, στον πλοίαρχο και το πλήρωμα (ΕφΠειρ 1013/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.131).

Με την υπό κρίση αγωγή, ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου αυτής, ο ενάγων εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος του αλιευτικού σκάφους Α/Κ – Π/Κ …» ΝΣπ-274 και ότι την 23.3.2012, περί ώρα 09.40, οπότε πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου ήταν ο ίδιος και πλήρωμα ο υιός του, Γ. Ρ., καθώς και ο Αιγύπτιος αλιεργάτης …, στη θαλάσσια περιοχή …» πλησίον Α. Βαθύ Αυλάκι της περιφερειακής ενότητας Νομού Λακωνίας, προσέφερε αποτελεσματική σωστική αρωγή στο διατρέξαν κίνδυνο φουσκωτό σκάφος με τα διακριτικά …», ΤΠ-1290 Β΄, της αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής του αντιδίκου, χρώματος γκρι, μήκους 09,30 μέτρων, τύπου … έτους κατασκευής 2007, το οποίο έφερε δύο (2) μηχανές εξωλέμβιες μάρκας mercury, ιπποδύναμης 200 HP εκάστη, υπό τις καθοριζόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι, χάρη στις υπηρεσίες αρωγής που παρείχε το ανωτέρω πλοίο του ενάγοντα, το ανωτέρω σκάφος του εναγομένου, διασωθείσας αξίας 80.000 Ευρώ, διεσώθη και ρυμουλκήθηκε από το πλοίο των εναγόντων σε ασφαλή λιμένα, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος (ο ενάγων) ότι η εύλογη αμοιβή που αντιστοιχεί στις παρεχόμενες υπηρεσίες αρωγής ανέρχεται σε ποσό 24.000 Ευρώ, έναντι του οποίου ο εναγόμενος του έχει καταβάλει το ποσό των 1.000 Ευρώ, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 23.000 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (αρθρ. 42 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία, ήτοι προσδιορίζονται επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο οι προϋποθέσεις που, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις θαλάσσιας αρωγής, ήτοι α) οι περιστάσεις που υποδηλώνουν τον πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο που διέτρεξε το σκάφος του εναγομένου, β) οι ενέργειες στις οποίες προέβη το πλήρωμα του σκάφους του ενάγοντος και γ) το ωφέλιμο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, αφετέρου δε εξειδικεύονται τα κριτήρια που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 13§1 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου της 28.04.1989 για τον καθορισμό της αμοιβής του ενάγοντος. Ακολούθως, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 10, 12, 13, 24 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 246, 247, 248, 251, 252 και 254 του ΚΙΝΔ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά κατ’ άρθρο 15 παρ. 2 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον το αναφερόμενο ως αρωγό πλοίο του ενάγοντα έχει ελληνική σημαία (πρβλ. ΠΠρΠειρ 3143/2003, ΕΕμπΔ 2004, σ.386) και είναι (οι διατάξεις), κατά περιεχόμενο, σχεδόν ίδιες με αυτές της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 176 επ., 907, 908 ΚΠολΔ. Σημειώνεται, στο σημείο τούτο, ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, δεν ασκεί έννομη επιρροή, ως προς την παραδοχή της νομικής βασιμότητας της υπό κρίση αγωγής, το ότι, υπό τα εκτιθέμενα σε αυτήν, το διασωθέν σκάφος έχει χωρητικότητα μικρότερη των 10 κόρων, καθόσον, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 1 εδ.β της εφαρμοζόμενης ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, «πλοίο σημαίνει κάθε σκάφος ή πλωτό ναυπήγημα ή κάθε κατασκευή ικανή για ναυσιπλοϊα». Έτσι, στην έννοια του πλοίου που δέχεται την επιχείρηση της θαλάσσια αρωγής, περιλαμβάνεται, εκτός από το πλοίο υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ.1 του ΚΙΝΔ, κάθε κατασκευή που είναι ικανή για ναυσιπλοΐα, έννοια που αναμφιβόλως περιλαμβάνει και το πλωτό ναυπήγημα του άρθρου 1 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όρο που η διάταξη μνημονεύει ειδικά στο ελληνικό κείμενο (βλ., επίσης, Ι Κοροτζή, εκδ. 2007, τ. ΙΙΙ, σ.356 και ιδίου, τ.Ι, σελ. 29, 30). Εξάλλου, και υπό τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του δεκάτου τρίτου τίτλου (περί των εκ της επιθαλάσσιας αγωγής απαιτήσεων, άρθρα 246 – 256 ΚΙΝΔ) εφαρμόζονται αναλόγως και επί παντός άλλου πλωτού ναυπηγήματος (ορ. αρθρ. 1 εδ.β ΚΙΝΔ). Αντίστοιχα, άνευ αντικειμένου τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων δεν έχει αξιώσεις κατά τις περί εύρεσης απολωλότος διατάξεις του ΑΚ, διότι το επίδικο σκάφος ιδιοκτησίας του, πριν την εύρεσή του (από τον ενάγοντα) και την παράδοσή του στις Αρχές ήταν προϊόν εγκλήματος (διακεκριμένης κλοπής κατά συναυτουργία), ενόψει του ότι η νομική βάση της υπό κρίση αγωγής δεν είναι οι ανωτέρω διατάξεις, αλλά αυτές περί επιθαλάσσιας αρρωγής, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Εξάλλου, νομίμως ο ενάγων, ως πλοίαρχος και πλοιοκτήτης του βοηθήσαντος πλοίου, ασκεί αγωγή για το σύνολο της αμοιβής που ανήκει σε αυτόν και το πλήρωμα, υπό τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α., όπως αυτό συμπληρώθηκε, μετά από τηλεφωνική πρόσκληση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’ αριθμ. 251055, 425069 και …δικαστικά ένσημα – αγωγόσημα, με τα επικολλημένα επ’ αυτών ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Π, καθώς και το κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ προσκομιζόμενο, με αριθμό … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά) και β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.A. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει καταβληθεί, από τον μεν πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του ΔΣΠ, από δε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, το με αριθμό Α051114/2.11.2015 γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, με την επισήμανση ότι, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, υιού του ενάγοντα και μέλους του πληρώματος του πλοίου που παρείχε την ένδικη επιθαλάσσια αρωγή, παρά το γεγονός ότι αυτός τυγχάνει εξαιρετέος μάρτυρας, κατ’ αρθρ. 400 παρ.3 ΚΠολΔ, καθόσον αντλεί συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης, ως δικαιούμενος, κατ’ αρθρ. 251 παρ.1 ΚΙΝΔ, μέρους της τυχόν επιδικασθείσας αμοιβής (πρβλ. ΕφΠειρ 1013/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.131),  διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 εδ.β ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, το δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη του και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος (βλ. ΑΠ 455/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 731/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 15/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν (με την επισήμανση ότι δε δύναται να ληφθούν υπόψιν τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα, υπ’ αριθμ. σχετ. 8 α, β, γ, δ – φωτογραφίες του αλιευτικού σκάφους, ούτε το επικαλούμενο από τον εναγόμενο, υπ’ αριθμ. σχετ.21 – φωτογραφία λέμβου, καθόσον αυτά δεν προσκομίζονται), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων τυγχάνει πλοιοκτήτης του αλιευτικού σκάφους Α/Κ – …» ΝΣπ – 274. Την 23.3.2012, περί ώρα 9.40, ενώ επέβαινε στο ως άνω σκάφος ο ενάγων, ως πλοίαρχος (χειριστής) αυτού, ο ανωτέρω μάρτυρας, Γ. Ρ. (υιός του ενάγοντος) και ο Αιγύπτιος Αλλιεργάτης …, στην περιοχή … πλησίον Α. Βαθύ Αυλάκι Νομού Λακωνίας, εντόπισαν φουσκωτό σκάφος, χρώματος γκρι, με το όνομα …», ΤΠ-1290 Β΄, το οποίο έφερε δύο (2) εξωλέμβιες μηχανές, 200 Hp εκάστη. Το εν λόγω σκάφος, ενώ είχε προσαράξει σε έναν κάβο, προσέκρουε στα βράχια. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με τη Λιμενική Αρχή Λεωνιδίου, περί ώρα 9.45, ο ενάγων, από κοινού με το πλήρωμα του ανωτέρω αλιευτικού σκάφους, περισυνέλεξαν το σκάφος, εντός του οποίου δεν υπήρχαν επιβαίνοντες και επί του οποίου υπήρχε μεγάλη εισροή υδάτων. Ειδικότερα, αμέσως μετά την ενημέρωση της Λιμενικής Αρχής Λεωνιδίου και αφού του δόθηκαν σχετικές οδηγίες, ο ενάγων προσέγγισε το εν λόγω σκάφος, το οποίο είχε εγκλωβιστεί, ακυβέρνητο, στα βράχια της ως άνω περιοχής, το απεγκλώβισε και στη συνέχεια, αφού το προσέδεσε στο δικό του σκάφος, ξεκίνησε τη ρυμούλκηση με προορισμό το Λιμένα Π. του Νομού Αρκαδίας. Περί ώρα 10.15, μετά από έρευνα της ως άνω Υπηρεσίας, διαπιστώθηκε ότι για το προαναφερόμενο σκάφος είχε δηλωθεί κλοπή στο ΚΛ ΡΑΦΗΝΑΣ την 17.3.2012 και είχε εκδοθεί διαταγή αναζήτησης. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής με τον ιδιοκτήτη του ανευρεθέντος σκάφους, εδώ εναγόμενο, ο οποίος δήλωσε ότι θα προσέλθει στη Λιμενική Αρχή Λεωνιδίου, για να παραλάβει το σκάφος. Σε επικοινωνία της Λιμενικής Αρχής Λεωνιδίου με το τμήμα Ασφαλείας ΜΑΡΑΘΩΝΑ, στο οποίο επίσης είχε δηλωθεί κλοπή την 17.3.2012 και συνεννόηση με Κο Λιμενάρχη Ναυπλίου, αποφασίστηκε μετά το πέρας των προβλεπόμενων ενεργειών να παραδοθεί το σκάφος στον ιδιοκτήτη και η λήψη αποτυπωμάτων να διενεργηθεί από το Τμήμα Ασφαλείας Μαραθώνα. Περί ώρα 17.15, το πλοίο του ενάγοντα κατέπλευσε στο λιμένα Π., με ρυμουλκούμενο το φουσκωτό σκάφος του εναγομένου. Αμέσως μετά, περί ώρα 17.45, έγινε έκθεση αυτοψίας σκάφους και μηχανών από τους αρμοδίους ανακριτικούς υπαλλήλους της Λιμενικής Αρχής και διαπιστώθηκε μεγάλη εισροή υδάτων και κατά μία πρώτη εκτίμηση του ιδιοκτήτη (εναγομένου), στο σκάφος υπήρχαν πολλά άδεια μπετόνια βενζίνης και είχε αφαιρεθεί το GPS. Έγινε έκθεση παράδοσης- παραλαβής του σκάφους – μηχανών από τον Ευρέτη (ενάγοντα) στη Λιμενική Αρχή Λεωνιδίου και, εν συνεχεία, παράδοση αυτού στον ιδιοκτήτη (εναγόμενο).  Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερα τα μέρη ημερολόγιο συμβάντων της Λιμενικής Αρχής Λεωνιδίου, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, Γ. Ρόζου, ο οποίος επέβαινε επί του αλιευτικού σκάφους, κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος και ήταν αυτός ο οποίος (μετά τους απαιτούμενους χειρισμούς του αρωγού σκάφους, οι οποίοι γίνονταν με δυσκολία, λόγω των άστατων καιρικών συνθηκών, του βραχώδους των ακτών και της θέσης του ακυβέρνητου σκάφους κοντά στα βράχια, αλλά και του μεγέθους του αλιευτικού σκάφους, το οποίο διέτρεχε και αυτό, κίνδυνο πρόσκρουσης στα βράχια), εισήλθε εντός του ακυβέρνητου σκάφους (του εναγομένου), συνέβαλε στην πρόσδεση αυτού, με την πλώρη του, στην πρύμνη του αλιευτικό σκάφος (του ενάγοντος) και παρέμεινε εντός αυτού κατά τη διάρκεια ρυμούλκησής του προς το λιμένα Π. Αρκαδίας, προκειμένου να αφαιρεί να ύδατα που είχαν εισέλθει εντός του, ώστε να μπορεί αυτό να ισορροπεί (ορ. σελ.20 – 21 πρακτικών). Εξάλλου, κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος και, ειδικότερα, μεταξύ 9.30 και 17.30 ώρα της 23.2.2012, στην ευρύτερη περιοχή της Μονεμβασιάς, έπνεαν νοτιοανατολικοί άνεμοι, έντασης 3 μποφόρ, όπως δύναται να συναχθεί από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο, εκτύπωση από την ηλεκτρονική σελίδα «Meteo», ενώ αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, με αριθμ. πρωτ. … πιστοποιητικό, καθόσον οι εκτιμώμενες σε αυτό καιρικές συνθήκες, αφορούν στην 23η Φεβρουαρίου 2012 και όχι στην ημερομηνία του ένδικου συμβάντος, ήτοι την 23η Μαρτίου 2012 (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, υπ’ αριθμ. σχετ.5).  Εξάλλου, μετά την παραλαβή του διασωθέντος σκάφους από τον ενάγοντα, ο εναγόμενος ευχαρίστησε αυτόν και το πλήρωμα του σκάφους, κατέβαλε, δε, σε αυτούς το ποσό των 1.000 Ευρώ, υποσχόμενος ότι θα κατέβαλε επιπρόσθετη αμοιβή σε αυτούς για τις δαπάνες καυσίμων και τα λοιπά τους έξοδα (ορ. σελ 26-27 πρακτικών), πλην όμως έκτοτε ουδέν άλλο ποσό κατέβαλε, για την ανωτέρω αναφερόμενη αιτία. Περαιτέρω, κατά την ανεύρεσή του, το σκάφος του εναγομένου είχε υποστεί εκτεταμένες ζημίες, όπως δύναται να συναχθεί από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εναγόμενο, από 21.4.2011 έκθεση επιθεώρησης ζημιών του Γ. Οικονόμου, Μηχανολόγου – Ναυτιλιακού Επιθεωρητή. Ειδικότερα : Α) αναφορικά με τον αριστερό εξωλέμβιο κινητήρα, 1 – το εξωτερικό κέλυφος του μεσαίου τμήματος του συστήματος μετάδοσης της κίνησης του κινητήρα βρέθηκε με σπασμένο/ αποκολλημένο το δεξιό και αριστερό πλευρικά του πτερύγια, ενώ τμήμα του πρυμναίου πτερυγίου του κελύφους αυτού είχε απολεσθεί, 2- το εξωτερικό κέλυφος του κάτωθεν τμήματος του συστήματος μετάδοσης της κίνησης βρέθηκε με σπασμένο το ακροτελεύτιο τμήμα του καθώς και με βαθιές εκδορές στη συνολική του επιφάνεια, 3- η ανοξείδωτης κατασκευής προπέλα τριών πτερυγίων, διαστάσεων και τύπου ως ανωτέρω, βρέθηκε με επιφανειακά κτυπήματα στα ακροτελεύτια σημεία των τριών πτερυγίων της. Β) Αναφορικά με τον δεξιό εξωλέμβιο κινητήρα 1- το εξωτερικό κέλυφος του μεσαίου τμήματος του συστήματος μετάδοσης της κίνησης του κινητήρα βρέθηκε με σπασμένο/αποκολλημένο το δεξιό και το αριστερό πλευρικά του πτερύγια, 2- το εξωτερικό κέλυφος του κάτωθεν τμήματος του συστήματος μετάδοσης της κίνησης βρέθηκε με σπασμένο το ακροτελεύτιο τμήμα του καθώς και με βαθιές εκδορές στην συνολική του επιφάνεια, 3- η ανοξείδωτης κατασκευής προπέλα τριών πτερυγίων, διαστάσεων και τύπου ως ανωτέρω, βρέθηκε με επιφανειακά κτυπήματα στα ακροτελεύτια σημεία των τριών πτερυγίων της και με στρεβλωμένο το ένα εκ των πτερυγίων της. Γ) Αναφορικά με την άτρακτο, 1- διαπιστώθηκαν ρήγματα, θραύσεις και ζημίες στην συνολική πολυεστερική κατασκευή της δεξιάς και της αριστερής πλευράς της ατράκτου, κάτωθεν της ισάλου γραμμής, 2- τα άνωθεν και τα κάτωθεν παρατροπίδια της δεξιάς και της αριστερής πλευράς της ατράκτου στην περιοχή των υφάλων, έφεραν ρήγματα, θραύσεις και ζημίες στην πολυεστερική κατασκευή τους και στις επιφάνειες του gel coat, 3- το αριστερό πρυμναίο τμήμα των υφάλων της ατράκτου έφερε εκδορές στην πολυεστερική του κατασκευή και στην επιφάνεια του gel coat, 4- το σύνολον σχεδόν της επιφανείας του ακροτελεύτιου σημείου της ατράκτου (καρένα) έφερε εκδορές, 5- το πάτωμα του πρωραίου  αποθηκευτικού χώρου, βρέθηκε με εκτεταμένες ρωγμές και αποκολλήσεις στρώσεων του πολυεστέρα, 6 – ο κάτωθεν χώρος των πρυμναίων υδροσυλλεκτήρων (σεντινών) βρέθηκε με εκτεταμένες ρωγμές και αποκολλήσεις των στρώσεων του πολυεστέρα, 7- η πολυεστερικής κατασκευής πρυμναία πλατφόρμα κολύμβησης βρέθηκε με ζημίες στην δεξιά πλευρά της και με αποκολλημένη την επένδυση από ξυλεία τικ, 8- η ποσότητα των καυσίμων την οποία έφερε η δεξαμενή, βρέθηκε αναμεμειγμένη με λιπαντέλαιο, 9 – η αντλία βενζίνης βρέθηκε εκτός λειτουργίας, 10 – τα φίλτρα παροχής/ τροφοδοσίας καυσίμου, βρέθηκαν βουλωμένα. Δ) Αναφορικά με τους αεροθαλάμους, 1- διαπιστώθηκαν εκτεταμένες εκδορές στο σύνολο της επιφάνειας του αριστερού και του δεξιού αεροθάλαμου, πρώραθεν και πρύμναθεν, 2- διαπιστώθηκαν μικρής αλλά και μεγάλης εκτάσεως οπές (σχισίματα), σε όλη την επιφάνεια των αεροθαλάμων, 3 – διαπιστώθηκαν εκτεταμένες εκδορές στο σύνολο της επιφάνειας του ελαστικού αποσβεστήρα πρόσκρουσης (ζωνάρι) του δεξιού και του αριστερού αεροθαλάμου, 4 – διαπιστώθηκαν εκδορές και αποκολλήσεις της ελαστικής ταινίας συγκράτησης των πλευρικών αεροθαλάμων. Ε) Αναφορικά  με τα παρελκόμενα/ηλεκτρονικά συστήματα του σκάφους, 1- η ηλεκτρονική συσκευή GPS/Plotter τύπου HUNMMINBIRD, είχε βιαίως αποσπασθεί και αφαιρεθεί από το σημείο εγκατάστασής της στον χώρο πλοήγησης του σκάφους, 2- το σύνολο των καλυμμάτων (αγκυροβολίας – τέντας ηλίου κλπ) βρέθηκαν με ζημίες (βλ. σχετικές αναφορές, στην ανωτέρω αναφερόμενη έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον εναγόμενο, υπ’ αριθμ. σχετ. 5). Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (όπου γίνεται σαφής αναφορά στις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο «προσφορές εργασιών» συνεργείων προς αποκατάσταση των ανωτέρω ζημιών του σκάφους του, από 2.4.2012 προσφορά της εταιρείας … και από 4.4.2012 προσφορά της εταιρείας … κρινόμενων των εκεί αναφερομένων ποσών ως δίκαιων και εύλογων), το κόστος αποκατάστασης των ανωτέρω ζημιών του σκάφους του εναγομένου, ανέρχεται σε ποσό 29.438 Ευρώ (ορ σελ. 20 της ανωτέρω έκθεσης ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης). Περαιτέρω, με δεδομένο ότι α) το σκάφος του εναγομένου (μετά των δύο εξωλέμβιων μηχανών) είχε αξία, κατά το χρόνο κτήσης του από τον τελευταίο, 76.570 Ευρώ, όπως δύναται να συναχθεί από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, με αριθμό … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο αγοράς αυτού από τον εναγόμενο και από 14.11.2007 βεβαίωση του πωλητή, Β. Κ., ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «…, β) ο πλοιοκτήτης είχε δαπανήσει, το έτος 2007/2008 το συνολικό ποσό των 100.000 Ευρώ για την αγορά του σκάφους, συμπεριλαμβανομένων κάποιων πρόσθετων παρελκομένων και εξοπλισμού τα οποία είχε τοποθετήσει στο αγορασθέν σκάφος (βλ. σελ. 22 της ανωτέρω έκθεσης ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης), γ) η πραγματική εμπορική του αξία κατά τη ημερομηνία του συμβάντος (17-18/3/2012) ανήρχετο στο ποσό των 70.000 Ευρώ περίπου, λόγω της απομείωσης της αξίας του (ορ. σε. 22 – 23 της ως άνω ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Κ., ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού,  στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τον οποίον «υπάρχει ένας εμπειρικός κανόνας … ο οποίος λέει ότι 20% της αξίας χάνεται με το πρώτο έτος και 5% τα μεταγενέστερα έτη») και γ) το κόστος αποκατάστασης των ζημιών του σκάφους ανέρχεται στο ποσό των 30.000 Ευρώ περίπου, η διασωθείσα αξία του σκάφους, μετά τις ενέργειες του σκάφους του ενάγοντα, ανέρχεται στο ποσό των 40.000 Ευρώ, χωρίς να δύναται να συναχθεί, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, περαιτέρω απομείωση της αξίας του, λόγω των επισκευών που επρόκειτο να εκτελεστούν για την αποκατάσταση της αξιοπλοϊας του. Άλλωστε, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι το σκάφος του εναγομένου, κατά το χρόνο ανεύρεσης και διάσωσης αυτού από το αλιευτικό σκάφος του ενάγοντα, αντιμετώπισε σοβαρό, άμεσο και πραγματικό κίνδυνο απώλειάς του και σημαντικών περαιτέρω βλαβών αυτού, αφού, όντας ακυβέρνητο, συγκρούετο επαναλαμβανόμενα με τα βράχια (κάτι που δύναται να συναχθεί και από τη φύση των προπεριγραφομένων, μέχρι το σημείο εκείνο, ζημιών αυτού, βλ. επίσης, έκθεση αξιολόγησης ζημιών και αιτιών που προκάλεσαν τις ζημιές του σκάφους, συνταχθείσα από τον Β. Κ., προσκομιζόμενο και επικαλούμενη από τον εναγόμενο, σχετ.7), με κίνδυνο ανατροπής και απώλειάς του είτε πλήρους καταστροφής του, λόγω της πρόσκρουσής του στα βράχια και των ρηγμάτων που δημιουργούνταν στο κύτος του. Περί της ύπαρξης του ανωτέρω κινδύνου και της παρασχεθείσας αρωγής, συναγομένης από το σύνολο του προσκομιζομένου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικού υλικού, είναι σαφής η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, μέλους του πληρώματος του αλιευτικού σκάφους του ενάγοντος, ενώ αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος, ως μη έχων λάβει μέρος στην επιθαλάσσια αρωγή του σκάφους, επικεντρώθηκε κυρίως στη φύση των ζημιών και τη διασωθείσα αξία αυτού, μετά το ένδικο συμβάν.  Εν κατακλείδι, οι προαναφερθείσες ενέργειες του πλοίου …», αποτελούν επιθαλάσσια αρωγή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δοθέντος ότι, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπήρξαν σωστικές ενέργειες του πληρώματός του, οι οποίες είχαν το προαναφερθέν ωφέλιμο αποτέλεσμα. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω αποδειχθέντα, λαμβανομένων υπόψιν του ωφέλιμου αποτελέσματος από την εκ μέρους του πιο πάνω αλιευτικού πλοίου παροχή των σωστικών υπηρεσιών, του μεγέθους της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, του πραγματικού και σοβαρού κινδύνου που διέτρεξε το κινδυνεύσαν σκάφος του εναγομένου, του διατεθέντος χρόνου, της προσπάθειας, της επιτηδειότητας και του ζήλου που επέδειξε το πλήρωμα του αλιευτικού σκάφους, του χρόνου που διατέθηκε και των απωλειών που είχε ο αρωγός (ανάλωσης καυσίμων για τη ρυμούλκηση του διασωθέντος σε ασφαλή λιμένα, περίπου 250 Ευρώ, κατά την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και απώλεια μίας ημέρας αλιείας), του βαθμού ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού αυτού, του κινδύνου που διέτρεξε το αρωγό πλοίο (ο εξοπλισμός και το πλήρωμά του), του έγκαιρου των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, καθώς και της αξίας του διασωθέντος σκάφους (αναφερόμενη ανωτέρω) και αυτής του αρωγού πλοίου (περίπου 250.000 Ευρώ, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, η οποία δεν αντικρούεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο), η εύλογη αμοιβή για την παρασχεθείσα θαλάσσια αρωγή από μέρους των εναγόντων, ανέρχεται στο ποσό των 6.000 Ευρώ (15% της διασωθείσας αξίας), έναντι του οποίου ο ενάγων έχει ήδη λάβει από τον εναγόμενο το ποσό των 1.000 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του. Σε συνέχεια των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, θα επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191§2 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά,    στις    15-9-2016  , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ