Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :  334/2016

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ)

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 08η Ιουνίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Κρυσταλλίας Κριμιζά για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1)… (…), για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα, για λογαριασμό του ανήλικου υιού της, … – … (…), γεννηθέντος την  …, 2) … (…),3)  … (…),4) … – … (…),5)  … (…), 6) … (…),7) … (…),8) … (…),κατοίκων απάντων της πόλης οι… οποίοι παρέστησαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Γεωργίου Μόσχου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), με καταστατική έδρα τις … αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, οδός … Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παρέστη διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αικατερίνης Πρωτόππαπα και 2)της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει, άλλως είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα, οδός … Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παρέστη διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Ελένης Χάψη.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η με γενικό αριθμό καταθέσεως …και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή τους, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο, το πρώτον, για τη δικάσιμο της 02.6.2014, οπότε ματαιώθηκε λόγω της διενέργειας των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 25.5.2014 καθώς και των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επαναφερθείσα προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση για τη δικάσιμο της 28.4.2015, αναβληθείσα για τη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

A.α.Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου.  Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (οράτε ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 2000 σ. 1599, 108/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 1392, ΕφΑθ 4467/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 717/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 558, 6073/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 209, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004 σ.1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο. β.Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίσθηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (οράτε ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24 σ. 124, ΕφΠειραιά 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Σύμβασης της Ρώμης του έτους 1980, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988 και αποτελεί από 01.4.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με την ισχύ που δίνει σ’ αυτό το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Με τη διάταξη του άρθρου 3 της σύμβασης αυτής, τίθεται ο γενικός κανόνας ότι, στις συμβατικές ενοχές, εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, «το καθοριζόμενο από την παρούσα σύμβαση δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν πρόκειται για δίκαιο μη συμβαλλόμενου κράτους», δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει η Σύμβαση εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 § 3, 7 § 2, 5 § 2 και 6 § 1 αυτής, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του FORUM, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι «1. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 3, στη σύμβαση εργασίας, η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή. 2. Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως και, εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, ακόμη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, το οποίο δίκαιο σε περίπτωση συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι αυτό της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την § 2 δε του άρθρου 7 ορίζεται, συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο». Από τις παραπάνω διατάξεις, συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και, κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα, γ) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα (οράτε ΑΠ 561/2001 ΕΝΔ 29 σ. 283, 541/2001 ΕΝΔ 29 σ. 286, ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27 σ. 355=ΕλλΔνη 2000 σ. 724, 654/1997 ΕΝΔ 25 σ. 372, 515/1998 ΕΕΔ 58 σ. 646=ΕΝΔ 26 σ. 375, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π.) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (FORUM) κατ` άρθρο 7 § 2 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποίοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 § 3 της Σύμβασης αυτής, δηλαδή εκείνον από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικοοικονομικούς (οράτε ΟλΑΠ 47/1987 ΕΝΔ 15 σ. 385, ΑΠ 561/2001 ό.π., 541/2001 ό.π., 654/1997 ό.π., 1197/1999 ό.π., 515/1998 ό.π., ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π., Ζωή Παπασιώπη-Πασιά: Η κοινοτική σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, όπως ισχύει στην Ελλάδα σ. 16 – 17, 27, 50, 52, 61, 62, Αναστ. Γραμματικάκη-Αλεξίου : Το εφαρμοστέο δίκαιο στην ατομική σύμβαση εργασίας κατά την κοινοτική σύμβαση ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του 1980, σ. 28, 31, 32, 37, 41, 50 – 52, 62, 63, 80 – 81, 110, 111 – 112, Σπυρ. Βρέλλης προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στη σύμβαση εργασίας σ. 23 – 24, 33, 34, 44 – 45, 52 – 53). Αναφορικά δε με το Ελληνικό δίκαιο, στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (οράτε ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π. 299/1998 ΕΝΔ 26 σ. 391, 59/1998 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ 1, 2, 3 επ. της ως άνω Συμβάσεως της Ρώμης, 914 του ΑΚ, 1, 16 του Ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 01.4.1991) από τις διατάξεις της παραπάνω Συμβάσεως της Ρώμης (οράτε ΑΠ 1078/1998 ΕΝΔ 27 σ. 1, 1023/1996 ΕλλΔνη 1998 σ. 838, 1486/1995 ΕΝΔ 24 σ. 222, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π.). Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (οράτε ΕφΠειραιά 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συναφώς δε με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 593/2008 «Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)». Έτσι, στο άρθρο 8 του Κανονισμού ορίζεται : «Ατομικές συμβάσεις εργασίας 1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο.4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας».γ.α.Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, «οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα». Από την διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η κύρια σχέση η οποία δημιουργείται, με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα από το οποίο επήλθε ο θάνατος αλλοδαπού και η αντίστοιχη αδικοπρακτική ενοχή, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο με την έννοια της lex causae. Επομένως, κατά το δίκαιο αυτό, κρίνεται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν η αποζημίωση παρέχεται σε κεφάλαιο εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (άρθρο 932 ΑΚ) ή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης. Στην προαναφερθείσα έννοια του «κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων» περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν, κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου. Επομένως, στην περίπτωση θανάτωσης, σε τροχαίο ατύχημα στην Ελλάδα αλλοδαπού, για να κριθεί η νομιμοποίηση εκείνων που ζητούν με αγωγή την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, με την έννοια «των ανηκόντων στον κύκλο των προσώπων, που είναι φορείς εννόμων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων», τα οποία προσβλήθηκαν από τις επαχθείς συνέπειες της αδικοπρακτικής θανάτωσης, θα εφαρμοσθεί, με βάση τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ αμέσως το Ελληνικό Δίκαιο, χωρίς την παρεμβολή άλλης έρευνας, στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχει σχέση με την έννοια του προκρίματος και του προδικαστικού ζητήματος, και ειδικά η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ με την οποία θα προσδιορισθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εάν ο συγκεκριμένος ενάγων ανήκει στο κύκλο των δικαιουμένων προσώπων, με την προαναφερθείσα έννοια, ανεξαρτήτως του εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση το (μη εφαρμοστέο όμως) ουσιαστικό δίκαιο της ιθαγενείας του θανόντος και εκείνων που ζητούν την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης, προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση, ως προς τα πρόσωπα που ανήκουν στον κύκλο εκείνων που δικαιούνται να επιδιώξουν την αντίστοιχη αξίωση ή δεν προβλέπεται καμία ρύθμιση (οράτε ΟλΑΠ 10/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 710, ΑΠ 1014/2012 ΕλλΔνη 2013 σ. 723, 207/2012 ΕλλΔνη 2012 σ. 1006). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 932 εδ. γ΄ ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισης της, στην οικογένεια του θύματος ως αόριστης νομικής έννοιας περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Σημειωτέον, ότι η επιδίκαση της, από το άρθρο 932 εδ. γ΄ ΑΚ προβλεπομένης, χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ` εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (οράτε ΟλΑΠ 10/2011 ό.π. 21/2000 ΕλλΔνη 2001. σ. 55, ΑΠ 1014/2012 ό.π., 207/2012 ό.π.). Επομένως, ο προσδιορισμός, τελικώς, από το δικαστήριο, των συγκεκριμένων εναγόντων, ως ανηκόντων στον κύκλο των προστατευομένων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων και η αντίστοιχη νομιμοποίησή τους, θα κριθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ και ειδικώς με βάση την προαναφερθείσα έννοια της «οικογένειας» όπως προσδιορίζεται αποκλειστικώς από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατά την αντίστοιχη ερμηνεία της ίδιας διάταξης που προαναφέρθηκε. Μόνο δε στην περίπτωση εκείνη που αμφισβητηθεί, στη συνέχεια, μια από τις πιο πάνω συγγενικές ιδιότητες, όσο έχει σχέση με την ύπαρξη ή την εγκυρότητα της σχέσης εκείνης, από την οποία προέρχεται η ιδιότητα αυτή (π.χ. η ύπαρξη ή όχι γάμου ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου), τότε πλέον καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), για να κριθεί, αναλόγως, το εάν ο ενάγων έχει τελικώς την ιδιότητα του συζύγου ή του τέκνου, του πατέρα ή του παππού του θανατωθέντος [οράτε ΟλΑΠ 10/2011 ό.π., ΑΠ 1014/2012 ό.π.,207/2012 ό.π., παρόμοιες επίσης ΑΠ 711/2012 ΕλλΔνη 2012 σ. 985, 525/2010 ΕλλΔνη 2010 σ. 1009 με παράθεση σχετικής νομολογίας από Ι. Ν. Κατρά, ΕφΑθ 2669/2009 ΕλλΔνη 2012 σ. 222, αντίθετα, ωστόσο ΑΠ 1577/2010 (ποινική) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2636/2008 (ποινική), ΑΠ 3/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 822, ΕφΑθ 7958/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 571, 322/2005 ΕλλΔνη 2006 σ. 575, 721/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 196, ΕφΠειραιά 120/2004 ΕλλΔνη 2004 σ. 876, ΕφΑθ 4076/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 218, όπου γίνεται δεκτό ότι μπορεί να καταστεί αναγκαία η προσφυγή σε άλλη διάταξη, εκτός του άρθρου 26 ΑΚ, του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έτσι, με βάση τις παλαιότερες, κατά βάση, αυτές νομολογιακές θέσεις,τις οποίες το παρόν Δικαστήριοδεν υιοθετεί, για την κρίση του θέματος αν είναι ή όχι κάποιος μέλος της ίδιας οικογένειας με τον παθόντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17 και 22 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή με το αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα)].γ.β. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 930 και 914 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στη περίπτωση της αμελείας, δηλαδή όταν δε καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και τα συναλλακτικά ήθη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανά και μπορούσαν αντικειμενικώς να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (οράτε ΑΠ 819/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 370, 2314/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).γ.γ.H νομιμοποίηση, επίσης των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεως της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κρίνεται από την lex fori, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (οράτε ΠΠρΠειραιά 2469/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ 2274/2002 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο 785/1997 ΕΝΔ 26 σ. 129, οράτε σχετικά Κρίσπης, Γνμδ. ΝοΒ 21 σ. 1290). δ.α.Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (οράτε ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 σ. 1605, ΑΠ 19/2014 με σημείωση Κ. Παπαδημητρίου ΕλλΔνη 2014 σ. 1024, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 52/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1611, 460/2010, 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1612, 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1481/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). δ.β.Στην έννοια δε του εργατικού ατυχήματος, νομολογήθηκε ότι εντάσσεται και η πτώση ναυτικού στη θάλασσα και ο πνιγμός του από την πτώση αυτή, όταν τούτο δεν δύναται να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος απ’ αυτόν προσώπου ή δεν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων, ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας και ένεκα της μη τηρήσεως τούτων (οράτε ΑΠ 87/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 820/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 5647/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειραιά 2038/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του εργατικού ατυχήματος δεν αναιρείται, σε περίπτωση θανάτωσης ναυτικού από πτώση του στη θάλασσα, κατά την οποία παραμένουν άγνωστες οι ειδικότερες συνθήκες θανάτου του (οράτε ΑΠ 2314/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 853/1979 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 147/2005 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο και επικυρωθείσα με την ΑΠ 2314/2009). Συναφώς δε η ύπαρξη εργατικού ατυχήματος δεν αναιρείται και στην περίπτωση που οι ενάγοντες – κληρονόμοι δεν κατορθώνουν να αποδείξουν την ακριβή αιτία του ατυχήματος, διότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες που τεκμαίρουν την ύπαρξή του. Ο εργοδότης φέρει το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του ότι επρόκειτο περί αυτοκτονίας, μη σχετιζόμενης με την εργασία του. Αντίθετα, η αυτοκτονία και ο αυτοτραυματισμός εξαιρούνται της προστασίας του εργατικού ατυχήματος, εκτός αν συνθήκες της εργασίας προκάλεσαν τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου και τον οδήγησαν στην ενέργειά του αυτή, λ.χ. αν λόγω έντονης προσβολής υπέστη ψυχικό κλονισμό (οράτε ΑΠ 71/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργίου. Δ. Μικρούδη Το Εργατικό Ατύχημα Κατά το Ουσιαστικό και το Δικονομικό Δίκαιο σ. 19, 32, 65-66). Αντίστοιχα, ο εργοδότης φέρει το βάρος απόδειξης ότι ο εργαζόμενος προκάλεσε σκοπίμως το ατύχημα (οράτε Γεωργίου. Δ. Μικρούδη ό.π. σ. 146). ε.Περαιτέρω, σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος, οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του Ν. 551/1915 αποζημίωση για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του νόμου αυτού να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση μέχρι το μισό της μόνο όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην, από μέρους του, αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (οράτε ΑΠ 1858/2011 ό.π.). Στην τελευταία περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (οράτε ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 1996 σ. 38, ΑΠ 2014/2007 ΕΝΔ 35 σ. 301, 571/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1046, ΑΠ 1109/2006 ΕΝΔ 34 σ. 388, ΑΠ 1357/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 618/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 515/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). στ. Εξάλλου, επί ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών (αντίστοιχα και οι κληρονόμοι του) έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει από τον κύριο της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ’ αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων, εφόσον δηλαδή το βίαιο συμβάν είναι συγχρόνως και αδικοπραξία, κατά τα ανωτέρω (οράτε 804/2008 ΕλλΔνη 2011 σ. 127, 2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει επίσης, ότι η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη και του προσώπου που προστήθηκε από τον εργοδότη. Καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία, το ατύχημα έγινε, διότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας (οράτε ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 1987 σ. 891, 1267/1976 ΝοΒ 1977 σ. 895, ΑΠ 1602/1998 ΔΕΝ 1999 σ. 200, ΕφΠειραιά 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191, ΕφΑθ 11116/1996 ΕΕργΔ 1997 σ. 1126). Εξ αυτών, παρέπεται ότι ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, που συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης, αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά στη διαζευκτική ενοχή, σε κάθε δε περίπτωση, δηλαδή, και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα, ήτοι, σε δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής (οράτε ΑΠ 804/ 2008 ό.π., ΑΠ 2014/2007 ό.π., ΑΠ 1627/2007 πάγια νομολογία). ζ. Με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 ορίστηκε, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 του ΑΚ, ότι οι ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες εταιρίες υπό ελληνική σημαία πλοίων ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η άδεια δε εγκαταστάσεως των εταιρειών αυτών στην Ελλάδα χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 7 § 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από της δημοσιεύσεως της οποίας και μόνο επέρχονται οι έννομες συνέπειές της. Επομένως, οι αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί σ` αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία δεν εμπίπτουν στην παραπάνω ρύθμιση και, επειδή δεν συστάθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι», με απεριόριστη ευθύνη των εμφανιζομένων ως εταίρων τους (οράτε ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 388, 2/1999 ΕλλΔνη 1999 σ. 271, 461/1978, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 812/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).η.Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν». Εκ της διατάξεως αυτής, προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ` αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου, από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι` ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν` αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιωρισμένη ευθύνη). Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι, περαιτέρω, και εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά, σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα, είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που όντας συνάμα και αποκλειστικός μέτοχος, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή, ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (οράτε ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με το διαχειριστή του πλοίου, διευκρινίζεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν, τόσο στην τεχνική, όσο και στην εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση, τακτική ή έκτακτη, του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσεώς του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου δια καυσίμων, τροφίμων, ανταλλακτικών και άλλων αναγκαίων υλικών, προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου συμφώνως προς τις οδηγίες του πλοιοκτήτη κ.λπ. Η ανάγκη δε συντονισμού της διαχειρίσεως και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί διά της αναθέσεως της διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως των πλοίων, τα οποία ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες υπό των ιδίων φυσικών προσώπων, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη προς τον σκοπό αυτό υπό των εν λόγω προσώπων και μετόχων των πλοιοκτητριών εταιρειών υπό εμφανιζομένων παρένθετων φυσικών προσώπων. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευθεί, ιδίως ως προς τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες, τις ελεγχόμενες υπό Ελλήνων. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των εταιρειών τούτων είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο εν Ελλάδι συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ως αντικαταστάθηκε υπό του άρθρου 28 του Ν. 814/1978) ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968. Η τοιαύτη ανάθεση διαχειρίσεως δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη, ούτε προσδίδει καθ’ εαυτήν την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται, μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων, επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δε άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης υπ’ αυτού επιχειρούμενης, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν εκ των δικαιοπραξιών των ενεργούμενων υπό του διαχειριστού, υπ’ αυτή την ιδιότητά του, και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών. Μάλιστα, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας συναπτόμενης, υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ` επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει, εκ των περιστάσεων, ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν, ως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση ν’ ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται εκ της δράσεως του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν` αξιώσουν υπ` αυτού την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως δια τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν παρά του διαχειριστού την ικανοποίηση αυτής της απαιτήσεως (οράτε ΕφΠειραιά 596/1999 ΕΝΔ 27 σ. 270, ΕφΠειραιά 299/1996 ΕΝΔ 24 σ. 277, ΜΕφΠειραιά 63/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 180).θ.Άμεση αντιπροσώπευση είναι η αντιπροσώπευση είναι η αντιπροσώπευση όταν ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευομένου και μέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας, έτσι ώστε τα αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας να επέρχονται αμέσως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου (ΑΚ 211 § 1). Έμμεση αντιπροσώπευση είναι η αντιπροσώπευση όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί τη δικαιοπραξία στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ούτως ώστε, να απαιτείται στη συνέχεια άλλη δικαιοπραξία (π.χ. μεταβίβαση δικαιώματος, εκχώρηση απαίτησης, αναδοχή χρέους) μεταξύ αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου για να μεταβιβασθούν στον τελευταίο τα δικαιώματα που απέκτησε και οι υποχρεώσεις που ανέλαβε ο αντιπρόσωπος με την αρχική δικαιοπραξία. Ο ΑΚ δεν προβλέπει ρητώς την έμμεση αντιπροσώπευση , την προϋποθέτει όμως υπάρχουσα, αφού από την ΑΚ 211 § 1 σε συνδυασμό με την ΑΚ 212 συνάγεται ότι άμεση αντιπροσώπευση υπάρχει μόνο όταν ο αντιπρόσωπος ενεργεί εμφανώς στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (οράτε ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009 σ. 103, ΕφΑθ 3982/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 153 με σημείωση Ι. Ν. Κατρά). ι.α.Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ, να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 § 2 του Κ.Ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 12 §§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (οράτε ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή ΕΠΕ, οράτε άρθρο 1 § 3 Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3604/2007, 41 § 2 Ν. 959/1979, 43α Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ΠΔ 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά, επίσης, καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.  Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν, με τα πλεονεκτήματα που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση, κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του, στην ουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή, κατ` άλλη έκφραση, η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ` αυτό τον τρόπο, τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (οράτε ΟλΑΠ 2/2013 ΕλλΔνη 2013 σ. 981). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι το αποκρυπτόμενο πρόσωπο μπορεί να είναι και νομικό και ότι, ανεξάρτητα από αυτή, συμβατική ευθύνη της μητρικής εταιρείας είναι δυνατό να θεμελιωθεί, γενικά, τόσο στη διάταξη του άρθρου 723 ΑΚ, όταν η θυγατρική εταιρεία λειτουργεί ως εντολοδόχος της μητρικής εταιρείας, όσο και στις διατάξεις των άρθρων 334, 914 και 922 ΑΚ, όταν η θυγατρική εταιρεία ενεργεί, κατά την κατάρτιση συμβάσεως, ως προστηθείσα από τη μητρική, αλλά και στις περιπτώσεις εκείνες όπου, κατά τα προαναφερθέντα, η θυγατρική είναι ο φαινόμενος έμπορος και αντισυμβαλλόμενος η δε μητρική είναι εκείνη που, ως καλυπτόμενη, είναι το πραγματικό κατ’ ουσίαν αντισυμβαλλόμενο μέρος (οράτε ΕφΑθ 5367/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 1477 και τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Εξειδικεύοντας, περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι, για μπορεί να στοιχειοθετηθεί άρση της νομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης κατάστασης στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν εγνώριζε την πραγματικότητα (οράτε ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990 σ. 483, ΜΠρΠειραιά 5261/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 889).

Β.Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι είναι Φιλιππινέζοι πολίτες και κάτοικοι Φιλιππίνων, συγγενείς του αποθανόντος … (…), και ειδικότερα, η πρώτη σύζυγός του, ενεργούσα τόσο ατομικά για την ίδια όσο και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους … …, ο δεύτερος και η τρίτη γονείς του, και από την τέταρτη έως και τον όγδοο, αδέρφια του ανωτέρω θανόντος. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο … είχε προσληφθεί με σύμβαση ναυτικής εργασίας, συναφθείσα μεταξύ εκείνου και της δεύτερης των εναγομένων (διά πράκτορος πληρωμάτων) την 28.02.2013 στο Φιλιππίνες, ναυτολογηθείς την 20.3.2013, στο αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο, ελληνικών συμφερόντων, το οποίο, διαρκούσης της ναυτολόγησής του, μετονομάστηκε και άλλαξε σημαία, χωρίς όμως να αλλάξουν οι εκμεταλλευόμενοι αυτό και το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, για να εργαστεί με την ειδικότητα του λιπαντή. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι το πλοίο ανήκε στην πρώτη εναγομένη που τύποις είχε συσταθεί στην αλλοδαπή (Ν. Μ.), χωρίς όμως εκεί να αναπτύξει ποτέ καμία συναλλακτική δραστηριότητα, αλλά στην πραγματικότητα έδρευε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης στον Πειραιά η οποία (δεύτερη εναγομένη) τυπικά μεν εμφανιζόταν να διαχειρίζεται το ένδικο πλοίο, πλην όμως, κατά τους ενάγοντες, στην πραγματικότητα εκείνη το εκμεταλλευόταν για ίδιο λογαριασμό, μέσω τρίτων φυσικών και νομικών προσώπων και ιδίως μέσω της πρώτης εναγομένης, αποφασίζοντας για όλα τα θέματά του, ασκώντας, προς ίδιο όφελος, την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο πλοίο αυτό, ο θανών, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, εργάστηκε από το χρόνο ναυτολόγησής του (20.3.2013), μέχρι και τη 15.10.2013, ενώ απέμενε ένας ακόμα μήνας για τον επαναπατρισμό του. Περαιτέρω, κατά τους ενάγοντες, όλα έβαιναν καλώς μέχρι τη 15.10.2013, όταν σε επικοινωνία μέσω δορυφορικού τηλεφώνου το πρωί (09:30) με την πρώτη ενάγουσα, της παραπονέθηκε ότι κάποια μέλη του πληρώματος τελευταία τον λοιδορούσαν και τον προσέβαλλαν, φωνάζοντας και κοροϊδεύοντάς τον ότι ήταν ομοφυλόφιλος και ότι αυτό του είχε προξενήσει αφόρητη ψυχική κατάσταση. Ωσαύτως, την ίδια εκείνη ημέρα, κατά τους ενάγοντες, η κατάσταση αυτή εντάθηκε και ο … βρέθηκε σε πολύ δύσκολη ψυχική κατάσταση, εκτός ελέγχου, ζητώντας να του επιτραπεί να αποχωρήσει άμεσα από το πλοίο, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Κατά δε τους ενάγοντες, ο προϊστάμενός του – Α΄ μηχανικός – να παροτρύνει τον ενάγοντα να μη δίνει σημασία σε όσα του έλεγαν οι συνάδελφοί του, παραπέμποντάς τον, για το θέμα του επαναπατρισμού του, στον πλοίαρχο, χωρίς να λάβει κανένα προληπτικό ή ανακουφιστικό μέτρο, καίτοι ο … ήταν εμφανώς εκτός εαυτού, όπως αναλύεται στην αγωγή. Κατά τους ενάγοντες, η κατάσταση του συγγενούς τους, με την πάροδο της ώρας, χειροτέρευε και, όπως στην αγωγή αναφέρεται, ο πλοίαρχος και ο Α΄ μηχανικός του πλοίου αντιλήφθηκαν ότι είχε υποστεί σοβαρή ψυχική διαταραχή/κατάθλιψη, χωρίς όμως να ασχοληθούν περαιτέρω και να ζητήσουν κάποια ιατρική καθοδήγηση και η μόνη ουσιαστική ενέργειά τους ήταν να αποστείλουν ηλεκτρονική επιστολή στη διοίκηση των εναγομένων με την οποία τους ζητούσαν να επιτρέψουν τον επαναπατρισμό του ενάγοντος στο επόμενο λιμάνι που ήταν προγραμματισμένο να αφιχθεί το πλοίο, στην Κίνα, μετά από δέκα ημέρες. Ο συγγενής των εναγόντων παρέμεινε στη γέφυρα, αρνούμενος να κατέβει στους χώρους εργασίας, ενδιαίτησης του πληρώματος ή στην καμπίνα του, αποζητώντας ουσιαστικά την προστασία του πλοιάρχου, από όπου απομακρύνθηκε μόνο για να μεταβεί στο γραφείο του πλοιάρχου, με τον Α΄ μηχανικό,προκειμένου να υπογράψει την αίτηση προς τις εναγόμενες με την οποία ζητούσε να του επιτραπεί ο επαναπατρισμός «λόγω σωματικής κόπωσης», όπως γράφτηκε, κατόπιν υπόδειξης του πλοιάρχου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι ενάγοντες αναφέρουν ότι ο συγγενής τους ακολούθησε τον πλοίαρχο και τον ανθυποπλοίαρχο στην τραπεζαρία των αξιωματικών, ζητώντας τους τον άμεσο επαναπατρισμό του, ενώ εκείνοι τον διαβεβαίωσαν ότι αυτό θα γινόταν μόλις το πλοίο έφτανε στο πρώτο λιμάνι στην Κίνα, ενώ ο … ανέβηκε και πάλι στη γέφυρα, βγαίνοντας, ανά χρονικά διαστήματα στο κατάστρωμα του πλοίου και μετά από λίγη ώρα επέστρεφε στη γέφυρα. Κατά δε τους ενάγοντες, περί ώρα 20:00, όταν ο πλοίαρχος και ο Α΄ μηχανικός αποσύρθηκαν στις καμπίνες τους για ξεκούραση, ο πλοίαρχος και ο Α΄ μηχανικός είχανδιαπιστώσει, ξεχωριστά έκαστος, ότι ο θανών παρέμενε στη γέφυρα σε αφύσικη και εμφανώς διαταραγμένη κατάσταση, επιχειρώντας να επικοινωνήσει με τους δικούς του, αδιαφορώντας όμως για τη λήψη κάποιου προληπτικού μέτρου, παρά την κατάστασή του αυτή, παραλείποντας να ενημερώσουν ακόμα και τους αξιωματικούς φυλακής, ώστε να έχουν το νου τους και να παρακολουθούν που βρίσκεται και τι κάνει ο θανών, ενώ, ωσαύτως, δεν όρισαν κάποιο μέλος του πληρώματος για να τον παρακολουθεί, να τον συνδράμει και, εν ανάγκη, να τον προστατεύσει. Όπως δε στην αγωγή αναφέρεται, ο θανών παρέμεινε στη γέφυρα μέχρι και ώρα 01:15, της επομένης, χωρίς καθόλου να έχει βελτιωθεί η κατάστασή του, οπότε και αποχώρησε ξαφνικά από τη γέφυρα, λέγοντας στο ναύτη που βρισκόταν εκεί ότι «πάει κάτω», χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί για εκείνον και έκτοτε κανείς δεν τον ξαναείδε, ενώ ο πρώτος που, κατά τους ενάγοντες, ενδιαφέρθηκε για την τύχη του ήταν ο Α΄ μηχανικός ο οποίος τον αναζήτησε το μεσημέρι της 16.10.2013, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ το πλοίο συνέχισε τη ρότα του απρόσκοπτα, χωρίς να κάμουν κάποια έρευνα στην περιοχή. Περαιτέρω, οι ενάγοντες παραθέτουν συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις που βαρύνουν τους προστηθέντες των εναγομένων, καθώς και τις διατάξεις στην παράβαση των οποίων έχουν αντίστοιχα υποπέσει εκείνοι. Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι αν είχαν ληφθεί, εν προκειμένω, όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο μέτρα, τα οποία σε κάθε περίπτωση υπαιτίως (έστω και από απλή αμέλεια, ικανή πάντως να θεμελιώσει την αδικοπραξία) παρέλειψαν να λάβουν οι προστηθέντες των εναγομένων, η ένδικη πτώση του συγγενούς τους στη θάλασσα θα είχε αποφευχθεί. Εκτός δε των ανωτέρω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι στην υπό κρίση περίπτωση, είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, κατά το οποίο η πτώση του συγγενούς τους στη θάλασσα και ο θάνατός του πρέπει να υπαχθεί στην έννοια του εργατικού ατυχήματοςτου Ν. 551/1915. Προσέτι, η πρώτη ενάγουσα υποστηρίζει ότι εφόσον ο θανών συντηρούσε εκείνη και τα ανήλικο τέκνο τους, ενόψει του ότι στερούνται εισοδημάτων και περιουσίας από την οποία να μπορούν να διατραφούν, τους οφείλεται διατροφή, βάσει των πραγματικών και πλασματικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος για τη 12ωρη εργασία του στο πλοίο της εναγομένης, το συνολικό ύψος των οποίων προσδιορίζει σε 3.986,00 ευρώ. Έτσι και σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 551/1915, η πρώτη ενάγουσα προβάλλει ότι έπρεπε να της καταβληθεί για μεν τον εαυτό της ατομικά το συνολικό ποσό των 24.796,00 ευρώ και στην ίδια, ενεργούσα όμως για λογαριασμό του ανηλίκου (γεννηθέντος την …) τέκνου της, το συνολικό ποσό των 37.194,00 ευρώ. Εκτός δε αποζημίωσης, άπαντες οι ενάγοντες ζητούν την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης την οποία υποστηρίζουν ότι έχουν υποστεί συνεπεία του ένδικου θανάτου του συγγενούς τους το ύψος της οποίας προσδιορίζουν, για την πρώτη ενάγουσα, ενεργούσα ατομικά, στο ποσό των 300.050,00 ευρώ και άλλο τόσο σε εκείνη ενεργούσα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της, στους δεύτερο και τρίτη στο ποσό των 150.050,00 ευρώ και από την τέταρτη μέχρι την όγδοη των εναγόντων στο ποσό των 100.050,00 ευρώ από το οποίο αφαιρούν το ποσό των 50,00 ευρώ επιφυλασσόμενοι να το αξιώσουν ενώπιον των (ελληνικών) Ποινικών Δικαστηρίων παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες κατά των υπαιτίων φυσικών προσώπων για το θάνατο του συγγενούς τους. Για τους λόγους δε αυτούς, ισχυριζόμενοι, επιπλέον, ότι οι εναγόμενες ευθύνονται αλληλεγγύως και, ειδικότερα, η μεν πρώτη ως κυρία και η δεύτερη ως εφοπλίστρια του ένδικου πλοίου,εφόσον κατά κατάχρηση του νόμου, όπως αναφέρουν, η δεύτερη εναγομένη, εμφανιζόταν στις συναλλαγές ως εμφανιζόταν ως διαχειρίστρια αυτού, ενόψει του ότι, στην πράξη, το ίδιο φυσικό πρόσωπο διηύθυνε και εκμεταλλευόταν αμφότερες, και, επικουρικά, για την περίπτωση που η δεύτερη εναγομένη δεν ασκούσε τον εφοπλισμό του, οπότε, κατά τους ενάγοντες, η πρώτη ευθύνεται ως πλοιοκτήτρια και η δεύτερη ως εργοδότρια του ενάγοντος, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915 και, επικουρικότερα, η δεύτερη μόνο ως έμμεση αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν τα κάτωθι ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, στην πρώτη ενάγουσα – ενεργούσα ατομικά – τα συνολικό ποσό των 324.796,00 ευρώ και στην πρώτη ενάγουσα – ενεργούσα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της – το συνολικό ποσό των 337.194,00 ευρώ, σε έκαστο από τη δεύτερη και τρίτη των εναγόντων το ποσό των 150.000,00 ευρώ και σε έκαστο από την τέταρτη μέχρι και την όγδοη των εναγόντων το ποσό των 100.000,00 ευρώ. Παρεπομένως, επίσης, ζητείται η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και τέλος η καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως, κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκασή της, εφόσον η φερόμενη ως πραγματική έδρα των εναγομένων τοποθετείται εντός Αττικής, της τοπικής αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου εδραζομένης στις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, που καθιερώνουν την τοπική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιά για την εκδίκαση ναυτικών διαφορών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, βέβαια και οι ναυτεργατικές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 § 2 ΚΠολΔ, με τη διευκρίνιση ότι, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει παρέκταση αρμοδιότητας, εφόσον δεν υπάρχει, εκ μέρους των εναγομένων, ισχυρισμός περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας ή κατά τόπο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2, ΚΠολΔ) για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ [82 ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958)]. Επίσης, η αγωγή αναφορικά με την οποία είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, υπό στοιχείο Β.α. ως το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η πραγματική εγκατάσταση της δεύτερης των εναγομένων που, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, προσέλαβε το θανόντα, εφόσον αυτός δεν παρέσχε την εργασία του σε μία μόνο χώρα, χωρίς, παράλληλα, από το σύνολο των περιστάσεων, να συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή εργασίας του συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε θα εφαρμοζόταν το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας, είναι, ως προς την κύρια αυτής βάση,επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 89/1967, 35, 39, 57, 59, 192, 193, 281, 297, 298, 299, 330,340, 341, 345, 346, 361, 481 επ. (με τη διευκρίνιση ότι η ευθύνη της πρώτης εναγομένης – κυρίας του ένδικου πλοίου εξικνείται μέχρι της αξίας αυτού), 648 επ., 914 επ. και 1510 ΑΚ, 39, 53, 54, 57, 60, 84, 105 § 4 και 106 εδ. α` ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958),4 και 10 ΒΔ 806/1970, 6 ΠΔ 376/1995, 1-4 της Διεθνούς Σύμβασης 55/1936 της Γενεύης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO)«περί των υποχρεώσεων του εφοπλιστού εν περιπτώσει ασθενείας, ατυχήματος ή θανάτου των ναυτικών» που κυρώθηκε με τον ΑΝ 366/1968, 120 ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), 10 της Διεθνούς Συμβάσεως για την επιθαλάσσια αρωγή 1989, (κύρωση Ν. 2391/1996 ΦΕΚ Α` 55/21.3.1996), της ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 TDWκαι άνω που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/09.02.2011), 3 § 5 Ν. 551/1915 και 64 § 1, 176, 180, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Αναφορικά δε με την πρώτη επικουρική βάση της,είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη και ερευνητέα και επί της ουσίας, ενώ, αναφορικά με τη δεύτερη επικουρική βάση της, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, εφόσον δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο από όσα ο νόμος απαιτεί με βάση την οποία τα αποτελέσματα της σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατά βάση αυτή είχε καταρτιστεί μεταξύ θανόντος και δεύτερης εναγομένης, να μεταβιβάζονται με άλλη – μεταξύ των εναγομένων – καταρτισθείσα συμφωνία, στην πρώτη εναγομένη. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, κρίνεται ο περί έλλειψης της ενεργητικής νομιμοποίησης της τέταρτης,πέμπτου, έκτου, έβδομου, και όγδοης των εναγόντων (αδελφών του θανόντος), που προβάλλει η πρώτη εναγομένη, εφόσον, με βάση το ελληνικό δίκαιο που, εν προκειμένω, είναι εφαρμοστέο και για τη διακρίβωση του ζητήματος αυτού, τα πρόσωπα αυτά εντάσσονται αναμφίβολα στην έννοια της οικογένειας. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν διατυπώνεται, εκ μέρους των εναγομένων, αμφισβήτηση άμεση ή έμμεση, της ύπαρξης συγγενικού δεσμού, μεταξύ του θανόντος και των εναγόντων αυτών, ώστε να υπάρχει ανάγκη διερεύνησης του κρίσιμου αυτού, για την ενεργητική νομιμοποίησή τους ζητήματος. Αν υπήρχε τοιαύτη αμφισβήτηση, σε αρμονία με όσα εγένοντο δεκτά στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο γ.α. τότε, θα καλούταν το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 13, 14, 17-24 του ΑΚ (κατά περίπτωση), ώστε, περαιτέρω, να λυθεί, με εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου των Φιλιππίνων, το πρόκριμα αυτό.Περαιτέρω και, και καθ’ ο μέτροη αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. …) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία, για την εξέτασή της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 15 § 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 24.7/25.8.1920  που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ προβλέπει ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από το Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου, με την επισήμανση ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [και ψυχικής οδύνης] από εργατικό ατύχημα, εφόσον συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού (οράτε ΑΠ 691/2006 ΕλλΔνη 2008 σ. 1034, ΕφΔυτΜακ 36/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1090/2005 Αρμ. 2005 σ. 1080, ΕφΛάρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 20371/2012 Αρμ. 1292, MΠρΔράμας 158/2014, Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 142-143).

       Γ. Η πρώτη εναγομένη, με τις νομότυπα κατά τα συζήτηση κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της, προβάλλοντας, συνάμα, τον – κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα απορριφθέντα –ισχυρισμό περί έλλειψης της ενεργητικής νομιμοποίησης της τέταρτης, πέμπτου, έκτου, έβδομου, και όγδοης των εναγόντων (αδελφών του θανόντος).

Δ. Η δεύτερη εναγομένη, με τις νομότυπα κατά τα συζήτηση κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται την αγωγή, ζητώντας την απόρριψή της, προβάλλοντας, συνάμα, ισχυρισμό περί έλλειψης της παθητικής της νομιμοποίησης, ισχυριζόμενη ότι δεν είναι εφοπλίστρια του ένδικου πλοίου, αλλά διαχειρίστρια μόνο αυτού, αναφέροντας ότι δεν ενεργούσε ιδίω ονόματι αλλά μόνο στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης.

Ε. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (οι οποίοι δεν προσήγαγαν και εξέτασαν μάρτυρα στο ακροατήριο) στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), τις, με εξαίρεση την από 01.02.2014 ένορκη βεβαίωση της πρώτης ενάγουσας, τις από 18.11.2014 ένορκη βεβαίωση της όγδοης ενάγουσας οι οποίεςελήφθησανενώπιον της συμβολαιογράφου Φιλιππίνων NellyE. ABAO, η οποία είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, πάσχουσα διττώς, εφόσον, κατά πρώτον, ελήφθησαν ενώπιον αλλοδαπής αρχής, αναρμόδιας προς τούτο και όχι ενώπιον του προς τούτο αρμοδίου Έλληνα προξένου, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 εδ. ιε΄ του Ν. 419/1976 [και ήδη 52 § 1 στ΄ 3566/2007] (οράτε ΑΠ 1611/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 54/2003 ΕλλΔνη 2004, ΕφΠειραιά 92/1997 ΕΝΔ 1997 σ. 51, 80/1994ΕλλΔνη 1994 σ. 1693, ΠΠρΑθ 695/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αντίθετα ΑΠ 172/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, κατά δεύτερον,διότι είναι ένορκες βεβαιώσεις των διαδίκων – πρώτης και όγδοης των εναγόντων (οράτε ΑΠ 1401/2006 ΕλλΔνη 2009 σ. 1676), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενώ, ωσαύτως, ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με βάση τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, κρίνεται και η από 18.11.2014 ένορκη κατάθεση του …, ληφθείσα ενώπιον της ίδιας αναρμόδιας, προς τούτο, κατά τα ανωτέρω, συμβολαιογράφου Φιλιππίνων, καθώς επίσης και τις ομολογίες που εκτίθενται κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : ο …, Φιλιππινέζος πολίτης, κατήρτισε στη Μανίλα Φιλιππίνων, την από 28.02.2013 σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου (8 μήνες συν 4 μήνες κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας των μερών), με πράκτορα την εταιρεία «…» (…), στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας «…»(…) επίσης πράκτορα που δραστηριοποιείται στην ανεύρεση πληρωμάτων εμπορικών πλοίων, η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης διαχειρίστριας,ως κατωτέρω θα εκτεθεί,του πλοίου, για να εργαστεί στο τότε φέρον σημαία …, χημικό δεξαμενόπλοιο και με τότε ονομασία «…» νηολογίου Ματζούρο …, 5598 κόρων ολικής χωρητικότητας, 11559 TDW, με διεθνές διακριτικό σήμα … και ΙΜΟ …. Πράγματι, ο … ναυτολογήθηκε στο πλοίο αυτό την 20.3.2013 στο λιμάνι της Σανγκάης στην Κίνα, για να εργαστεί με την παραπάνω ειδικότητα. Διαρκούσης δε της ναυτολόγησής του, όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες και σε χρόνο που τοποθετείται στις αρχές Ιουνίου 2013, το πλοίο μετονομάστηκε σε «…», ενώ ένα περίπου μήνα αργότερα, άλλαξε και σημαία, φέροντας εφεξής τη σημαία της Λιβερίας. Αναφορικά δε με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου αυτού, λεκτέα τα κάτωθι : το πλοίο, κατά κυριότητα, ανήκει στην πρώτη εναγομένη, ενώ η διαχείρισή του έχει ανατεθεί στη δεύτερη εναγομένη, συσταθείσα την 01.10.2008, με νόμιμη αυτής εκπρόσωπο την  Α. του Κωνσταντίνου. Παράλληλα δε αμφότερες οι εναγόμενες φαίνεται να ελέγχονται από το ίδιο φυσικό πρόσωπο το Δ. Σ.. Ωστόσο στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι, το γεγονός αυτό μόνο του, δεν αρκεί για να καταστήσει τη δεύτερη εναγομένη, εκτός από διαχειρίστρια και εφοπλίστρια του ένδικου πλοίου. Ειδικότερα, για να μπορούσε να γίνει δεκτός ένας τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο αυτό φυσικό πρόσωπα ή και άλλα πρόσωπα στα συμφέροντα των οποίων ανήκει το ένδικο πλοίο, τεμάχισαν ουσιαστικά την επί του ένδικου πλοίου πλοιοκτησία σε κυριότητα την οποία διατηρεί η πρώτη εναγομένη και εφοπλισμό τον οποίο ασκεί η δεύτερη εναγομένη η οποία καταχρηστικά επιδιώκει να αποποιηθεί των έναντι τρίτων ευθυνών της, εμφανιζόμενη στις συναλλαγές δήθεν ως διαχειρίστρια του ένδικου πλοίου, καθιστώντας, με τον τρόπο αυτό, μόνη υπόχρεη την πρώτη ενάγουσα. Τούτο, ωστόσο, με βάση το υπάρχον και με επίκληση προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, εφόσον δεν μπορεί να θεμελιωθεί καταχρηστική επίκληση της ιδιότητας αυτής της δεύτερης εναγομένης, ενόψει του ότι σε αρμονία με όσα εγένοντο δεκτά στη μείζονα πρόταση Α.η. είναι δυνατό ο ίδιος εκμεταλλευόμενος μία πλοιοκτήτρια εταιρεία να συστήσει και μία εταιρεία η οποία θα διαχειρίζεται ένα πλοίο που είναι αντικείμενο της πλοιοκτησίας, αρκεί να λαμβάνει αυτό χώρα σπουδαίως και όχι εικονικώς. Ωσαύτως, δεν προκύπτει από πουθενά ότι η σύσταση και η ανάθεση της διαχείρισης του ένδικου πλοίου στη δεύτερη εναγομένη έλαβε χώρα προς καταστρατήγηση απαγορευτικών διατάξεων του νόμου ή προς παραπλάνηση των τρίτων (με ανεπαρκή χρηματοδότηση, μηδενική ή ελάχιστη πραγματική συναλλακτική δραστηριότητα ή κατ’ επίφαση τοιαύτη κ.λπ.) ή ότι πολύ περισσότερο ο … δεν θα είχε συνάψει τη σύμβαση αυτή βάση της οποίας ναυτολογήθηκε ή ότι θα είχε συνάψει αυτή με διαφορετικούς όρους. Ως εκ τούτου και εφόσον η δεύτερη εναγομένη, είναι διαχειρίστρια και άμεση αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης στην ένδικη σύμβαση ναυτολόγησης, μη δηλώσασα – σε οποιοδήποτε στάδιο – ότι ενεργεί δι’ ίδιο λογαριασμό και σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.η. αναφέρθηκαν, δεν ευθύνεται για τις απορρέουσες από τη σύμβαση αυτή υποχρεώσεις, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή αναφορικά με τη δεύτερη εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη, με αποτέλεσμα οι όποιες υπάρχουσες από τη σύμβαση αυτή ναυτικής εργασίας υποχρεώσεις να βαραίνουν αποκλειστικά την πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία η οποία εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό της λογαριασμό. Περαιτέρω, κατά τον κρίσιμο χρόνο, όλο το πλήρωμα αποτελούταν από Φιλιππινέζους ναυτικούς. Το πλοίο αναχώρησε την 11.10.2013 από το λιμάνι της Σρι Ράχα στην Ταϊλάνδη με προορισμό το λιμάνι Τιαντζίν στην Κίνα, μεταφέροντας έρμα και τη 15.10.2013 έπλεε στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. O … ο οποίος είχε εξεταστεί πριν τη ναυτολόγησή του, κριθείς ικανός για τη ναυτική εργασία,  μέχρι και την ημέρα εκείνη, με βάση όσα κατέθεσαν ορισμένα από τα μέλη τα μέλη πληρώματος, καταθέσεις οποίες καίτοι δεν συντάχθηκαν ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου ή Έλληνα προξένου, εφόσον δεν συντάχθηκαν με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζονται και δέον ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ως και κατωτέρω(οράτε ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988 σ. 75, 410/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1056/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 370/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 1408, 109/2004 ΕλλΔνη 2004 σ. 732, 172/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1292), δεν είχε εκδηλώσει κάποιο πρόβλημα στη συμπεριφορά του, ούτε κάποια διακύμανση στην απόδοση στην εργασία του, εκτελώντας σωστά τα καθήκοντά του και έχοντας αρμονική συνεργασία με τους συναδέλφους του στο μηχανοστάσιο και τα άλλα μέλη του πληρώματος. Το πρωί δε της ημέρας εκείνης είχε βάρδια (τοπική ώρα) 04:00 – 08:00 και παρέμεινε στο μηχανοστάσιο και μετά το πέρας της βάρδιάς του, έχοντας να διεκπεραιώσει κάποια εργασία. Μετά το πέρας της εργασίας του, επικοινώνησε, μέσω του δορυφορικού τηλεφώνου της γέφυρας, κατόπιν άδειας του πλοιάρχου, με τη γυναίκα και το παιδί του, δίνοντας στον πλοίαρχο που εκείνη τη στιγμή ήταν παρών, την αίσθηση ότι είναι ευδιάθετος και ότι ευχαριστήθηκε τη συζήτηση αυτή. Κατόπιν μετέβη, με άλλα μέλη του πληρώματος, συνολικά 13 πρόσωπα, στην τραπεζαρία για να λάβουν πρωινό, το χρονικό διάστημα 10:00-10:30. Όπως δε κατέθεσε ο ύπαρχος, καθώς τα μέλη του πληρώματος έπαιρναν τον καφέ τους και συζητούσαν, ο εφαρμοστής Λ. Ν. Τ., ένας αστείος, κατά τον ύπαρχο, τύπος ηλικίας περίπου πενήντα ετών που του αρέσει να κάνει αστεία, ξεκίνησε συζήτησε μιλώντας για κάποιους Φιλιππινέζους ηθοποιούς και πολιτικούς, για τους οποίους έλεγε ότι ήταν ομοφυλόφιλοι, συζήτηση στην οποία μετείχαν και άλλα μέλη του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και ο …, ενώ όλοι γελούσαν, του … μη εξαιρουμένου, χωρίς, όπως αναφέρει ο ύπαρχος, κανένας από τους παρευρισκόμενους να αναφέρει ή να υπονοήσει ότι ο … ήταν ομοφυλόφιλος. Για πρώτη φορά, λοιπόν, περί ώρα 10:30, μετά τη λήψη του πρωινού και καθώς μετέβαινε και πάλι στο μηχανοστάσιο με τον συνάδελφό του λιπαντή Π. Ρ. Μ., άρχισε να κλαίει, σήκωσε τα χέρια του και του είπε ότι δεν είναι ομοφυλόφιλος και άλλα πράγματα, χωρίς να μπορέσει να συνεννοηθεί ο λιπαντής επαρκώς μαζί του, λέγοντας του για το πόσο αγαπά την οικογένειά του και κάτι για χρώματα, μέχρι που έφτασαν στο μηχανοστάσιο. Εκεί ο … παραπονέθηκε κλαίγοντας και στον άμεσο προϊστάμενό του (Α΄ μηχανικό), ενώπιον και των Β΄, Γ΄ και Δ΄ μηχανικών, αναφορικά με κάποιες συζητήσεις που εγένοντο στο σαλόνι με θέμα ομοφυλόφιλους και ότι, όπως πίστευε, αντικείμενο συζήτησης ήταν ο ίδιος. Εκτός δε αυτού, ανέφερε ασυνάρτητα πράγματα στον Α΄ μηχανικό και, ειδικότερα, ότι, κατά τη γνώμη του, είχε σημασία η επιλογή των χρωμάτων που τοποθετούνται στους σωλήνες μέτρησης και ότι η επιλογή του ροζ ή βιολετί χρώματος σήμαινε ότι κάποιος είναι ομοφυλόφιλος, του κίτρινου ότι είναι θεϊκός και του μαύρου ότι είναι κακός. Επίσης έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει αρκεί να έβλεπε τη γυναίκα και το παιδί του. Ο δε Α΄ μηχανικός και οι υπόλοιποι παρόντες μηχανικοί, προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν,διαβεβαιώνοντάς τον ότι κανένας από το πλήρωμα δεν τον θεωρούσε ομοφυλόφιλο, εφόσον αυτό δεν ενισχυόταν από κανένα στοιχείο των ενεργειών ή συμπεριφορών του, ενώ ο Α΄ μηχανικός τον συμβούλεψε να αδιαφορήσει, να μη δίνει υπερβολική σημασία σε αυτά και να σκέφτεται την οικογένειά του. Ο δε…,για πρώτη φορά τότε εκδήλωσε επιθυμία άμεσου επαναπατρισμού του. Ο δε Α΄ μηχανικός τον παρέπεμψε, για το θέμα αυτό, στον πλοίαρχο. Περί ώρα 10:45 ανέβηκε στη γέφυρα όπου βρήκε, κλαίγοντας τον πλοίαρχο. Εκεί επανέλαβε όσα ανέφερε περί χρωμάτων, χωρίς να μπορεί ο πλοίαρχος να βγάλει ακριβές νόημα και ότι ήθελε να πάει σπίτι του. Τότε ο πλοίαρχος κάλεσε τον Α΄ μηχανικό και συζήτησαν για τον … και κατέληξαν στο πόρισμα ότι είχε πάθει κατάθλιψη και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να γίνουν ενέργειες για τον άμεσο επαναπατρισμό του και ενημέρωση της εταιρείας. Όπως κατέθεσε ο ανθυποπλοίαρχος, ο οποίος ανέβηκε στη γέφυρα περί ώρα 11:45 για να αναλάβει βάρδια από τον πλοίαρχο, αντιλήφθηκε το … να κρατάει το δορυφορικό τηλέφωνο, προσπαθώντας να επικοινωνήσει και πάλι με την οικογένειά του, κλαίγοντας και μιλώντας για κάποια πράγματα για τα οποία δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Πέντε λεπτά αργότερα, κατόρθωσε να επικοινωνήσει με την οικογένειά του και μιλούσε για κάποιες δυσάρεστες εμπειρίες που είχε στο προηγούμενο πλοίο. Περί ώρα 12:00 ο πλοίαρχος παρέδωσε βάρδια επίβλεψης στον ανθυποπλοίαρχο και αντιλήφθηκε τον … να επιχειρεί και πάλι να επικοινωνήσει με την οικογένειά του, με την ίδιο, όπως και πριν τρόπο, αυτή τη φορά όμως χωρίς αποτέλεσμα.Περί ώρα 12:15, ο ύπαρχος ενημερώθηκε από τον πλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό για το πρόβλημα που είχε ανακύψει και ότι ο … ήταν προβληματισμένος με ένα θέμα ομοφυλοφιλίας και ότι είχε ζητήσει τον επαναπατρισμό του ο οποίος τους δήλωσε την έκπληξή του και ότι και εκείνος θα μιλούσε στο …. Πράγματι, ο ύπαρχος μετέβη άμεσα στη γέφυρα όπου βρήκε το …, τον χαιρέτισε πρώτος και εκείνος του απάντησε ευγενικά. Μετά δε από μία συζήτηση που είχε με τον αξιωματικό υπηρεσίας, ο ύπαρχος απηύθυνε το λόγο στο … και του ανέφερε «M., πίστεψέ με. Σε ξέρω. Δεν χρειάζεται να τα σκέφτεσαι αυτά. Κανείς δεν αναφέρθηκε σε αυτό το θέμα και δεν είναι αλήθεια και είναι μακράν της φυσικής σου εμφάνισης». Τότε ο … αποκάλυψε στον ύπαρχο ότι το θέμα της ομοφυλοφιλίας προήλθε από το προηγούμενο πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος, όπου άλλα μέλη του πληρώματος υποψιάζονταν ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Του απάντησε δε επιπλέον επί λέξει : «Κύριε δεν έχω καμία δυσαρέσκεια εναντίον σας ή οποιουδήποτε άλλου πάνω στο πλοίο επειδή αυτό το θέμα περί ομοφυλοφίλων προέρχεται από το προηγούμενο πλοίο μου». Του ανέφερε επίσης τη σημασία που, όπως πίστευε είχαν τα χρώματα των υφασμάτων, ότι δηλαδή ροζ σημαίνει ομοφυλόφιλος, κίτρινο σημαίνει θεϊκός και μαύρο σημαίνει κακός και ότι εάν σήκωνες το ροζ ρούχο από το σωλήνα βυθομέτρησης αυτό σημαίνει ότι είσαι ομοφυλόφιλος. Ο ύπαρχος του εξήγησε ξανά ότι κανείς δεν έλεγε για εκείνον ότι ήταν ομοφυλόφιλος και, στο τέλος της συζήτησής τους, του ζήτησε να πάει να ξεκουραστεί. Ο … απάντησε ότι ήταν εντάξει και ότι δεν πεινούσε, μόνο ζήτησε να παραμείνει για λίγο διάστημα στη γέφυρα. Λίγο αργότερα, περί ώρα 13:00, μετέβησαν στο γραφείο του ο … και ο Α΄ μηχανικός και συντάχθηκε γράμμα προς τη διοίκηση της διαχειρίστριας ή της πλοιοκτήτριας (στοιχείο που δεν διευκρινίστηκε, χωρίς όμως να είναι και κρίσιμο), όπου εμπεριεχόταν αίτημα επαναπατρισμού του …, λόγω όμως σωματικής κόπωσης/εξάντλησης το οποίο ο …, υπέγραψε, ενώ ο πλοίαρχος απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην εταιρεία, επισυνάπτοντας την ανωτέρω επιστολή με το αίτημα αυτό του … ο οποίος δήλωσε στους προϊστάμενους του αυτούς ότι δεν αισθανόταν καλά ώστε να αναλάβει τη βάρδιά του και ο Α΄ μηχανικός ανέθεσε στο δόκιμο μηχανικό να αντικαταστήσει το … στο μηχανοστάσιο, ώστε να εκείνος να ξεκουραστεί. Περί δε ώρα 17:30 ο πλοίαρχος και ο Α΄ μηχανικός μετέβησαν στο σαλόνι των αξιωματικών όπου συνάντησαν και πάλι το … ο οποίος τους ζήτησε ξανά να τον αφήσουν να γυρίσει στο σπίτι του, ενώ ο πλοίαρχος του επανέλαβε ότι το ζήτημα αυτό είχε τακτοποιηθεί και ότι θα απολυόταν μόλις το πλοίο έφτανε στο λιμένα Τιαντζίν στην Κίνα το οποίο ήταν και το πρώτο στο οποίο το πλοίο θα αφικνούταν κατά τον πλου του αυτόν. Σε ερώτηση του Α΄ μηχανικού αν είχε πάρει το βραδινό, ο … απάντησε ότι ένιωθε ακόμα χορτάτος, επειδή είχε γευματίσει ώρα 15:00. Ο ύπαρχος του συνέστησε να μεταβεί στη γέφυρα και να ηρεμήσει ακούγοντας μουσική. Μετά περίπου από μία ώρα, ο Α΄ μηχανικός ανέβηκε στη γέφυρα όπου βρήκε το … να στέκεται πίσω από την αριστερή θύρα αυτής, ενώ του επανέλαβε ότι ήθελε να γυρίσει σπίτι του και ο Α΄ μηχανικός του ζήτησε να είναι πιο υπομονετικός, εφόσον το πλοίο ήθελε ακόμα πέντε ημέρες για να φτάσει στο λιμάνι Τιαντζίν και ότι σίγουρα θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι του και να δει τη σύζυγο και το παιδί του. Ο Α΄ μηχανικός αποχώρησε από τη γέφυρα περί ώρα 20:00, αναφέροντας στο … ότι είχε κάτι να κάμει στην καμπίνα του. Ο θανών παρέμεινε στη γέφυρα, όπως κατέθεσε ο ανθυποπλοίαρχος που είχε βάρδια 20:00-24:00, καθ’ όλη τη διάρκεια της βάρδιάς του και ο οποίος τον έβλεπε να στέκεται στην αριστερή πλευρά της γέφυρας και συνέχεια να πηγαινοέρχεται μέσα έξω. Ο τελευταίος αξιωματικός που είδε το θανόντα ήταν ο υποπλοίαρχος ο οποίος ανέλαβε βάρδια στη γέφυρα την 00:00 της 16.10.2013,πότε στεκόμενος στην αριστερή πλευρά της γέφυρας και πότε πηγαινοερχόμενος μέσα έξω στον εξώστη της γέφυρας. Ο ναύτης επιφυλακής Π. Κ. Ρ. του προσέφερε καφέ αλλά ο θανών δεν απάντησε ενώ και ο υποπλοίαρχος δεν του μίλησε πολύ. Περί ώρα 01:15 και ενώ στεκόταν στον εξώστη της γέφυρας και κρατώντας με το αριστερό του χέρι την αριστερή πόρτα ο … ανέφερε στο ναύτη : «Συνάδελφε πάω κάτω», χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι τη στιγμή εκείνη είχε κάποιο πρόβλημα, ο ναύτης του απάντησε : «Εντάξει» και ο υποπλοίαρχος ο οποίος τότε βρισκόταν μπροστά από το ραντάρ νούμερο 1 του απάντησε : «M.πήγαινε να ξεκουραστείς». Ο … έκλεισε την πόρτα μαλακά, γύρισε προς τα δεξιά και κατέβηκε προς τα κάτω στη σκάλα, δίνοντας στον υποπλοίαρχο την εντύπωση ότι ήταν ανανεωμένος και ήρεμος. Έκτοτε κανείς δε τον ξαναείδε. Όλοι δε πίστεψαν ότι όντας ταραγμένος και φορτισμένος, θα παρέμενε στην καμπίνα του για να ξεκουραστεί, με αποτέλεσμα κανείς να μη τον αναζητήσει, μέχρι και την ώρα 15:40 της 16.10.2013, ούτε δε και ο Α΄ μηχανικός ο οποίος δεν τον αναζήτησε για το πρωινό, με βάση το σκεπτικό αυτό. Ο ίδιος μετέβη τότε στην καμπίνα του φέρνοντάς του πρωινό και η οποία ήταν κλειδωμένη και, επειδή κανείς δεν απαντούσε, ζητήθηκε από τον ύπαρχο να φέρει το κλειδί. Η καμπίνα ανοίχτηκε και ο … δεν ήταν μέσα. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ερευνήθηκε όλο το πλοίο, χωρίς αποτέλεσμα. Η εξαφάνιση δηλώθηκε άμεσα στην εταιρεία, στην πρεσβεία των Φιλιππίνων στην Κίνα και στη χώρα σημαίας του πλοίου. Ο πλοίαρχος ανέφερε ότι θεωρήθηκε μη πρακτικό να γυρίσει το πλοίο πίσω, με το σκεπτικό ότι είχε περάσει από το χρόνο που, για τελευταία φορά, εθεάθη ο … (01:15) μέχρι το χρονικό σημείο που έγινε αντιληπτή η εξαφάνισή του (15:40) ικανό χρονικό διάστημα και, επιπλέον, ενόψει του ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες με ισχυρούς ανέμους και τρικυμιώδη θάλασσα, με αποτέλεσμα να συνεχίσει το ταξίδι του, ενώ αρκέστηκε να ζητήσει τη συνδρομή του Κέντρου Συνεργασίας Θαλάσσιας Διάσωσης του Χονγκ Κονγκ. Ο χρόνος δε που έλαβε η πτώση στη θάλασσα, υπό αδιευκρίνιστες πάντως συνθήκες, πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο πριν από τις δέκα το πρωί οπότε τα μέλη του πληρώματος μεταβαίνουν στην τραπεζαρία και λογικά κάποιος θα μπορούσε να έχει αντιληφθεί το θανόντα έστω και σε εξωτερικό μέρος του πλοίου. Με βάση τα ανωτέρω, η πτώση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και ο εξ αυτής βέβαιος (ΑΚ 39) θάνατος του …εντάσσεται στην έννοια του εργατικού ατυχήματος, λαβόν χώρα με αφορμή την εκτέλεση της εργασίας του ως λιπαντή στο ένδικο πλοίο, εφόσον ηπρώτη εναγομένη δεν επικαλέστηκε και στη συνέχεια, δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος(338 ΚΠολΔ)να αποδείξει  ότι η πτώση αυτή του …προκλήθηκε σκόπιμα από τον ίδιο, ότι ήταν δηλαδή αυτοκτονία. Ως εκ τούτου, οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα, υπό τις ανωτέρω δύο ιδιότητές της, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 § 5 Ν. 551/1915 αποζημίωση, ως κατωτέρω. Έτσι, λοιπόν και εφόσον οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του θανόντος, κατά τη ναυτολόγησή του στο ένδικο πλοίο, με βάση τις κατώτατες προβλεπόμενες αποδοχές της υποχρεωτικά εφαρμοστέας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών πλοίων άνω των 4.500 TDW (ΥΑ 3525.1.2/01/2011) (ΦΕΚ Β΄ 123/09.02.2011), για την ειδικότητα του λιπαντή, οι οποίες ανέρχονται μηνιαίως σε: [α) βασικός μισθός 1.070,83 ευρώ+ β) επίδομα Κυριακών 22% (άρθρο 2 § 2) = 235,58 ευρώ + γ) διορθωτικό επίδομα (άρθρο 2 § 1) 18,95 ευρώ + δ) επίδομα κατωτέρου πληρώματος (άρθρο 2 § 3) 87,06 ευρώ + ε) υπερωρίες απλές καθημερινών και αργιών (25 ημέρες Χ 4 ώρες =100 ώρες Χ 7,74 ευρώ =) 774,00 ευρώ + στ) υπερωρίες Σαββάτων και αργιών (5 ημέρες Χ 12 ώρες = 60 ώρες Χ 9,28 ευρώ=) 556,80 ευρώ+ ζ) διπλές υπερωρίες (20 ώρες Χ 12,38 ευρώ =) 247,60 ευρώ + η) άδεια με τροφή [(1.070,83 ευρώ + 235,58 ευρώ = 1.306,41 ευρώ : 22 = 59,38 ευρώ + τροφή 13,69 ευρώ = 73,07 ευρώ X 8 ημέρες =) 584,56 ευρώ + θ) τροφή (30 ημέρες Χ 13,69 ευρώ =) 410,706=] 3.986,00 ευρώ. Επομένως, η καταβλητέα αποζημίωσή τους, σύμφωνα με τον Ν. 551/1915 πρέπει να υπολογισθεί με βάση τις ανωτέρω μηνιαίες αποδοχές ύψους 3.986,00 ευρώ, που δικαιούταν να λαμβάνει, ανεξαρτήτως του ποσού που η πρώτη εναγομένη αναγνώριζε ήτοι ότι δικαιούταν χαμηλότερες αποδοχές (ήτοι περί των 800,00 ευρώ),εφόσον κάθε συμφωνία που ορίζει χαμηλότερες αποδοχές από αυτές που προβλέπονται από τις ελάχιστες προβλεπόμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου και συγκεκριμένα της ανωτέρω ΣΣΝΕ, είναι άκυρη. Με βάση τα ανωτέρω, η αποζημίωσή τους σύμφωνα με τον Ν. 551/1915 ανέρχεται σε: [(3.986,00ευρώ X 12 μήνες X 5 έτη – 2.935,00) : 4 + 2.935,00 =] 61.991,00 ευρώ, εκ των οποίων τα 2/5 η πρώτη για λογαριασμό της ατομικά και τα άλλα 3/5 η πρώτη ενάγουσα ενεργούσα για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου από την εκείνη ανήλικο (γεννηθέντος την …) τέκνου τους, ήτοι [61.991,00 X 2/5 =] 24.796,00 η πρώτη για τον εαυτό της ατομικά και [68.306 X 3/5 =] 37.194,00 ευρώ η πρώτη για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου ανήλικου τέκνου της Ρ.  Μ. Ν., που γεννήθηκε την ….Περαιτέρω, αναφορικά με το αν ο θάνατος του … οφείλεται σε αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης μελών του πληρώματος του ένδικου πλοίου, διευκρινίζεται, κατά πρώτον, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών έγινε αποδέκτης ειρωνικών σχολίων χλευασμού και λοιδορίας από μέλη του πληρώματος περί δήθεν, εκ μέρους του ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, εφόσον καμία ένδειξη σχετική ένδειξη
(πολλώ δε μάλλον απόδειξη) δεν μπορεί να συναχθεί από τις καταθέσεις των μελών του πληρώματος, οσοδήποτε μικρή αποδεικτική αξία και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αυτές έχουν, όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες, εφόσον αποδεικτικό στοιχείο που να επιρρωνύει τον αγωγικό αυτό ισχυρισμό – θετικά – δεν υπάρχει, ενόψει του ότι η συμπεριφορά του θανόντος, μέχρι τη 10:00-10:30 της 15.10.2013, ήταν απολύτως φυσιολογική και το πιθανότερο, με βάση πάντα το αποδεικτικό αυτό υλικό, είναι ότι ο θανών είχε γίνει αποδέκτης ειρωνικών σχολίων, χλευασμού και λοιδορίας από μέλη του πληρώματος του πλοίου στο οποίο είχε υπηρετήσει πριν από το «…», περί δήθεν, εκ μέρους του, ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Ωσαύτως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο θανών είχε εκδηλώσει το πρωινό της 15.10.2013 αφύσικη συμπεριφορά, κατά τα ανωτέρω, παράλογη και απόλυτα ασύμβατη με εκείνη με εκείνη την οποία είχε μέχρι τότε επιδείξει, λέγοντας ασυνάρτητα πράγματα, φτάνοντας στο σημείο να λέει ότι θέλει να πεθάνει, αιτία για την οποία έγινε άμεσα δεκτό από τους προϊσταμένους του πλοίαρχο και Α΄ μηχανικό το αίτημα της αποναυτολόγησης και επαναπατρισμού του, μόλις το πλοίο προσέγγιζε το πρώτο λιμάνι, μετά δηλαδή από πέντε ημέρες, όπως οι αξιωματικοί εκείνοι του δήλωσαν. Σημειώνεται δε, στο σημείο αυτό, ότι ναι μεν ο πλοίαρχος και ο Α΄ μηχανικός, όταν αντιλήφθηκαν τη συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος, ανέφεραν, μεταξύ τους, ότι ο θανών πάσχει από κατάθλιψη, χωρίς όμως να είναι προς τούτο αρμόδιοι, στερούμενοι των αναγκαίων προς τούτο γνώσεων. Ωστόσο, παρελθούσης της ώρας και ήδη το απόγευμα προς το βράδυ της 15.10.2013, με βάση τα ανωτέρω αναφερθέντα, η συμπεριφορά του θανόντος έδειχνε σαφείς ενδείξεις ομαλοποίησης, εφόσον επαναλάμβανε μεν στους ευρισκόμενους στην τραπεζαρία αξιωματικούς (περί ώρα 17:30) το αίτημά του για τον άμεσο επαναπατρισμό του, πλην όμως, η συμπεριφορά του ήταν σαφώς πιο ήρεμη, χωρίς φωνασκίες, ασυνάρτητες κουβέντες και κλάματα και, το κυριότερο, χωρίς να εκφράζει πλέον την επιθυμία να πεθάνει και χωρίς να δείχνει ότι έχει την ανάγκη κάποιου προσώπου για να τον βοηθήσει σε κάποια του ενέργεια. Τα ίδια βεβαίωσαν και τα μέλη του πληρώματος που τον έβλεπαν στη γέφυρα του πλοίου τόσο πριν όσο και μετά την 24:00 της 15.10.2013. Mε βάση τα ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε ότι ανέκυψαν οι προϋποθέσεις εκείνες οι οποίες θα έπρεπε να θέσουν σε αυξημένη κινητοποίηση τα μέλη του πληρώματος και δη τους προϊσταμένους του, ώστε να είναι αναγκαίο να κάμουν τις ενέργειες που οι ενάγοντες προβάλλουν ως επιβεβλημένες, ήτοι να συμβουλευθούν τον ιατρικό οδηγό, να επικοινωνήσουν με φορέα ιατρικών υπηρεσιών (λ.χ. νοσοκομείο) στη στεριά, να του χορηγήσουν αντικαταθλιπτικά και να ορίσουν μέλος του πληρώματος το οποίο να τον παρακολουθεί και να του συμπαρίσταται ανά πάσα στιγμή. Τούτο δε πολύ περισσότερο, ενόψει του ότι στην αγωγή δεν διατυπώνεται κανένας σαφής και συγκεκριμένος ισχυρισμός περί αυτοκτονίας του …, ισχυρισμός ο οποίος βέβαια θα οδηγούσε σε απόρριψη του έτερου αγωγικού κονδυλίου, εφόσον η αυτοκτονία, κατά κανόνα και σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.δ. αναφέρονται, δεν εντάσσεται στην έννοια του εργατικού ατυχήματος, με συνέπεια την απαλλαγή, σε τέτοιο ενδεχόμενο, του εργοδότη, αλλά γίνεται αναφορά σε πτώση του στη θάλασσα (σελ. 5 στοιχ. 21-22 και σελ. 12 στοιχ. 10 και 15-16 σελ. 16 στοιχ. 2,της αγωγής) και δη υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (σελ. 18 στοιχ. 8 και σελ. 19 στοιχ. 14-15). Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα της παράλειψης ή μη του πλοιάρχου να επιστρέψει στον τόπο όπου ο θανών έπεσε στη θάλασσα, διευκρινίζεται ότι ναι μεν αβάσιμα η πρώτη εναγομένη προβάλλει ότι υπήρχε τυφώνας στην περιοχή, εφόσον, με βάση τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζει εκείνη, την ημέρα εκείνη (16.10.2013) βρισκόταν σε εξέλιξη τυφώνας ανατολικά όμως των Φιλιππίνων, στον Ειρηνικό Ωκεανό και όχι δυτικά των Φιλιππίνων, ήτοι στη Νότια Θάλασσα της Κίνας, όπου έπλεε το ένδικο πλοίο, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η περιοχή όπου αυτό έπλεε από το συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο, εφόσον πρόκειται για απόσταση μεγαλύτερη των χιλίων χιλιομέτρων μεταξύ των δύο τόπων. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι η αδιαμφισβήτητη αυτή παράλειψη του πλοιάρχου να επιστρέψει στο σημείο όπου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι ο θανών έπεσε στη θάλασσα, εκτελώντας την αποκαλούμενη στην ιδιόλεκτο των ναυτικών στροφή Williamson (άλλως αποκαλούμενη και ως στροφή Πούτακωφ), δηλαδή να ακολουθήσει το πλοίο την αντίθετη ακριβώς πορεία, αφού προηγουμένως υπολογιστεί η φορά και η ταχύτητα του ανέμου, επέδρασε στην επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου του …. Τούτο, εφόσον πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι άγνωστος ο ακριβής χρόνος στον οποίο ο θανών βρέθηκε στο νερό, το ένδικο πλοίο (το οποίο με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας για πλοία ανάλογου μεγέθους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναπτύσσει υπηρεσιακή ταχύτητα περί τους 9 κόμβους) θα έχει διανύσει από το χρόνο που για τελευταία φορά εθεάθη ο … ( περί ώρα 01:15) μέχρι το χρόνο που το αργότερο βρέθηκε στο νερό (περί ώρα 10:00) και έγινε αντιληπτή η εξαφάνισή του (περί 15:40) μία απόσταση που ανέρχεται, κατά την  πρώτη περίπτωση το ελάχιστο σε (5,66 ώρες Χ 9 κόμβους=) 50,94 μίλια (=94,34 χιλιόμετρα) και κατά το μέγιστο σε (14,41 ώρες Χ 9 κόμβους=) 129,69 μίλια (= 240,18 χιλιόμετρα), απόσταση που καθιστούσε οποιαδήποτε έρευνα του συγκεκριμένου πλοίου σε μία τόσο μεγάλη απόσταση, εκ των πραγμάτων, απόλυτα απρόσφορη, εφόσον ο πλοίαρχος δεν είχε επαρκή δεδομένα που να του επιτρέπουν μία ενέργεια που θα μπορούσε να έχει λογικά κάποιο αποτέλεσμα και τα δεδομένα αυτά αφορούσαν στον ακριβή χρόνο και, εντεύθεν, στον ακριβή τόπο όπου ο θανών έπεσε στη θάλασσα. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που ο πλοίαρχος επιχειρούσε τέτοιο ελιγμό, για να φτάσει στο σημείο αυτό, ανάλογα με την ταχύτητα και την τροχιά του ανέμου, θα απαιτούταν ανάλογος χρόνος (14 ώρες και 30 λεπτά) ελαφρά περισσότερος ή λιγότερος,σε συνάρτηση με τα ανωτέρω δεδομένα. Ωσαύτως, ο πλοίαρχος έπρεπε να επιλέξει είτε να ακολουθήσει την αντίστροφη ακριβώς πορεία προκειμένου να βρεθεί, το ταχύτερο, στο σημείο που βρισκόταν το πλοίο περί ώρα 01:15, χωρίς καθόλου να παρεκκλίνει και να αρχίσει να κάνει περιστροφικές κινήσεις στο σημείο εκείνο, (οπότε θα βρισκόταν σε 14 ώρες και 30 λεπτά) είτε ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, παράλληλα να επιχειρεί να κάνει ελιγμούς,λοξοδρομώντας αναγκαστικά, προκειμένου να καλύψει όσο γίνεται μεγαλύτερο χώρο όπου θα μπορούσε να βρίσκεται – θεωρητικά -ο θανών, πολλαπλασιάζοντας την απόσταση που θα έπρεπε να καλύψει και, αντίστοιχα, τον αναγκαίο προς τούτο χρόνο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η πραγματικά οριακή περίπτωση που αναφέρεται στο απόκομμα του φύλλου της 17.12.1988 της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», που με επίκληση οι ενάγοντες προσκομίζουν, όπου ο 16ετής βοηθός θαλαμηπόλου Γ. Ρ. διασώθηκε όχι από το πλοίο «…» στο οποίο ήταν ναυτολογημένος και από το οποίο είχε πέσει στη θάλασσα, αλλά από παραπλέον ινδονησιακό αλιευτικό σκάφος και με συνθήκες σχετικής νηνεμίας. Όλα αυτά καθιστούσαν οποιαδήποτε έρευνα του πλοίου για αναζήτηση του …, εκ προοιμίου καταδικασμένη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης αυτής του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης – πλοιάρχου και του αποτελέσματος του ένδικου θανάτου, (αποτέλεσμα που θα επερχόταν όπως επήλθε είτε αυτή ελάμβανε είτε δεν ελάμβανε χώρα), στοιχείο απαραίτητο για τη στοιχειοθέτηση της αδικοπραξίας, η οποία, εν προκειμένω, δεν μπορεί να θεμελιωθεί. Ως εκ τούτου,η αγωγή των εναγόντων, κατά το σκέλος της με το οποίο ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που τους προκλήθηκε ένεκα του θανάτου του συγγενούς τους …, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει εφόσον είναι και εν μέρει νόμω και ουσία αβάσιμη, καθ’ μέτρο στρέφονται η πρώτη ενάγουσα κατά της πρώτης εναγομένης και κατά την κύρια αυτής βάση, παρελκούσης της εξέτασηςτων επικουρικών βάσεων της αγωγής και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν καθ’ ο μέτρο οι ενάγοντες στρέφονται κατά της δεύτερης εναγομένης η οποία δεν ήταν ούτε εργοδότρια του θανόντος, κατά τα ανωτέρω και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη – πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 24.796,00ευρώ, ενεργούσα για τον εαυτό της ατομικά και το ποσό των 37.194,00 ευρώ, ενεργούσα για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου ανήλικου τέκνου της που γεννήθηκε την ….Η επιδίκαση των ποσών αυτών πρέπει να λάβει χώρα με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Πρέπει, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση εν μέρει, μέχρι του ποσού των 7.000,00 ευρώ και 10.000,00 ευρώ αντίστοιχα,εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και, τέλος, να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων ένεκα του ιδιαίτερα δυσερμήνευτου των από το Δικαστήριο εφαρμοσθεισών διατάξεων (179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικόκρίθηκε απορριπτέο.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εφτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ (24.796,00€), ενεργούσα για τον εαυτό της ατομικά και το ποσό των τριάντα εφτά χιλιάδων εκατόν ενενήντα τεσσάρων ευρώ (37.194,00 €), ενεργούσα για λογαριασμό του εκπροσωπούμενου ανήλικου τέκνου της Ρ.  Μ. Ν., που γεννήθηκε την …, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή η απόφαση εν μέρει, μέχρι του ποσού των εφτά χιλιάδων (7.000,00€) και δέκα χιλιάδων (10.000,00€) αντίστοιχα

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη    27ηΙανουαρίου 2016.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ