ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(Αντίθετες εφέσεις. Μηνιαίες αποδοχές, επιδόματα εορτών, αποζημίωση απόλυσης, λόγω διακοπής πλόων. Αναδρομική εφαρμογή ΣΣΝΕ. Δέχεται εν μέρει τις εφέσεις. Δεκτή εν μέρει η αγωγή. Αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Απόρριψη αιτήματος, καθόσον το επιδικασθέν με την αγωγή ποσό είναι μεγαλύτερο του ήδη καταβληθέντος.)
Αριθμός απόφασης 353/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ηλία Πολλάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 06 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: … του …, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Άννας Κοντοσέα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας με την επωνυμία «….» («….»), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Σιούφα, βάσει δηλώσεως, κατ’ αρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7-12-2011 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 130/2014 απόφασή του δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου.
Ο εκκαλών-εφεσίβλητος, με την από 16-6-2014 (αριθμ. κατάθ. …) έφεσή του, η οποία ήδη επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30-1-2015 και με αριθμ. κατάθεσης … κλήση, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του. Επίσης, και η εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 5-6-2014 (αριθ. καταθ. …) έφεσή της, η οποία ήδη επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 30-1-2015 και με αριθμ. κατάθεσης … κλήση, που προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις α) με αριθμ. κατάθεσης … (εφεξής, υπό στοιχ. Α΄ έφεση), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατάθεσης … κλήση του καλούντος – εκκαλούντος, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την δικάσιμο της 27-1-2015 και β) με αριθμ. κατάθεσης … (εφεξής, υπό στοιχ. Β΄ έφεση) η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την με αριθμ. κατάθεσης … κλήση του καλούντος – εφεσιβλήτου, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την δικάσιμο της 27-1-2015, οι οποίες βάλλουν κατά της υπ’ αριθμ. 130/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον με αυτές προσβάλλεται η ίδια απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία έκρινε αξιώσεις απορρέουσες από το ίδιο βιοτικό γεγονός (σύμβαση ναυτικής εργασίας), υπαγόμενες στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ.1 και 3, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ).
Οι εφέσεις του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος-εφεσιβλήτου και της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης-εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με τον αριθμό 130/2014, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 7-12-2011 αγωγή του ενάγοντος, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, εφόσον κατατέθηκαν στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 16-6-2014 και στις 12-6-2014, αντίστοιχα, εντός δηλαδή της προθεσμίας των τριάντα ημερών του άρθρου 518 ΚΠολΔ από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εναγομένη – εφεσίβλητη – εκκαλούσα στις 4-6-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …). Είναι επομένως, παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν, συνεκδικαζόμενες κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των επιμέρους λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 7-12-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες συνήφθησαν στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της εναγομένης – πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών ταχύπλοων πλοίων με το όνομα «…» (με ΔΔΣ 5X7749 και αριθμό νηολογίου Πειραιά …, και «…» (με ΔΔΣ 5X6671 και αριθμό νηολογίου Πειραιά …), προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στα ανωτέρω πλοία, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, προσέφερε δε την εργασία του, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα. Ότι η εναγόμενη κατά τις ναυτολογήσεις του δεν του κατέβαλε το σύνολο του βασικού του μισθού και των νομίμων επιδομάτων αλλά μέρος αυτών, το σύνολο της υπερωριακής του αμοιβής αλλά μέρος αυτής, αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2010 και 2011, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, κατά τις ειδικά αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις για έκαστο κονδύλιο, με συνέπεια να εξακολουθεί να του οφείλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 18.023,28 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να του καταβάλει το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 18.023,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία απολύσεως του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 130/2014 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.938,23 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εφεσίβλητος με την έφεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε, την εξαφάνισή της, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του, ώστε να γίνει δεκτή αυτή στο σύνολό της. Εξάλλου, η εφεσίβλητη – εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλουμένης, με την έφεσή της, επίσης για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, έτσι ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης επ’ ακροατηρίω κατάθεσης του εξετασθέντος με πρόταση της εναγομένης μάρτυρα ανταπόδειξης, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και των εγγράφων που προσκόμισαν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι υπ’ αριθμ. 1214/1-10-2012 και 238/7-2-2013 ένορκες βεβαιώσεις του Νικολάου Ζούμπερη και του Ιωάννη Ταντάλου, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς που δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου του – εναγομένης, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 εδ. δ (βλ. τις υπ’ αριθμ. 1565Δ/27-9-2012 και 2211Δ/1-2-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Αικατερίνης Αγγελοπούλου), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά τους κατωτέρω αναφερομένους χρόνους, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – ταχύπλοων πλοίων με το όνομα «…» (με ΔΔΣ 5X7749 και αριθμό νηολογίου Πειραιά …, και «…» (με ΔΔΣ 5X6671 και αριθμό νηολογίου Πειραιά …), ο ενάγων προσλήφθηκε, για να ναυτολογηθεί στα πλοία αυτά, ως ναύτης, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΝΕ περί Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο «…» στις 19-3-2010 για αόριστο χρόνο και απολύθηκε στις 14-6-2010 στο λιμάνι του Ηρακλείου λόγω μεταθέσεως. Αυθημερόν την 14-6-2010 με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την εναγομένη προσλήφθηκε πάλι για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε με την ίδια ειδικότητα στο πλοίο «…» λόγω βλάβης του προηγούμενου ως άνω πλοίου της εναγομένης και απολύθηκε την 2-7-2010 λόγω μεταθέσεως. Στη συνέχεια προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την 2-7-2010 στο πλοίο «…» με νέα σύμβαση που κατάρτισε με την εναγομένη και απολύθηκε την 1-11-2010 με αναγραφόμενη αιτία απολύσεως στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει», στην πραγματικότητα όμως λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, όπως ειδικότερα θα εκτεθεί κατωτέρω. Την 2-3-2011 με νέα σύμβαση προσλήφθηκε στο ως άνω πλοίο και απολύθηκε την 22-6-2011 «αμοιβαία συναινέσει».
Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της υπό τον αριθμό 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στο υπό τον αριθμό 172/6.7.1943 φύλλο του τεύχους Α` της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζεται ότι: “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι: “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’ όσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’ αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι λήξεως της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως και 3) Οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενον εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (Α.Π.1905/1987, Α.Π.1267/1987, Εφ.Πειρ.65/2013, Εφ.Πειρ.12/2011, Εφ.Πειρ.770/2008, Εφ.Πειρ.1132/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 19-3-2010 ως και 14-6-2010 και από 2-7-2010 έως και 1-11-2010 που ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος στα ως άνω πλοία της εναγομένης, εφαρμοστέα ως προς του όρους εργασίας του ενάγοντος, ήταν η ΣΣΝΕ περί Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3.525.1.5.1/01/2011 (Φ.Ε.Κ. Β 760/6.5.11), βάσει της οποίας ο ενάγων εδικαιούτο να λαμβάνει ως ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές, το ποσό των 2.417,21 Ευρώ (ήτοι, μισθός ενεργείας 1.146,52 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 252,23 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,87 Ευρώ + επίδομα άδειας 412,99 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 570,60 ευρώ). Αντί του ποσού αυτού, η εναγομένη του κατέβαλε μηνιαίως το ποσό των 2.381,54 Ευρώ (ήτοι, μισθός ενεργείας 1.129,58 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 248,51 Ευρώ + επίδομα άδειας 406,90 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 562,20 Ευρώ) και επομένως ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά, εκ ποσού 266,33 ευρώ (ήτοι 2.417,21 Ευρώ – 2.381,54 Ευρώ = 35,67 Ευρώ μηνιαίως Χ 7 μήνες και 14 ημέρες των παραπάνω χρονικών διαστημάτων = 266,33 Ευρώ). Οι ρυθμίσεις δε της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τους διαδίκους και μάλιστα και οι περί αναδρομικής ισχύος όροι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, καθόσον οι διάδικοι ήταν μέλη των οργανώσεων που είχαν συμβληθεί, για τη σύναψη της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε., όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 150/08.10.2015 βεβαίωση της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΝΕΝ) και, επομένως, δεσμεύονται από αυτήν και προ της ενάρξεως ισχύος της ως άνω υπουργικής αποφάσεως, με την οποία επεκτάθηκε η ισχύς της. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια, ως προς την αναδρομική εφαρμογή της ως άνω ΣΣΝΕ, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο, ο δε περί του αντιθέτου προβληθείς με τις έγγραφες προτάσεις πρόσθετος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολογήσεως του ενάγοντος από 2-3-2011 ως και 22-6-2011, εφαρμοστέα ως προς του όρους αμοιβής και εργασίας του, ήταν η ΣΣΝΕ περί Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 3.525/1.5.2/01/2011 (Φ.Ε.Κ. Β 1070/31.5.2011), βάσει της οποίας ο ενάγων εδικαιούτο να λαμβάνει ως ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές, το ποσό των 2.441,39 ευρώ (ήτοι, μισθός ενεργείας 1.157,99 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 Ευρώ + επίδομα αδείας 417,12 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 576,30 Ευρώ). Αντί του ποσού αυτού, η εναγομένη του κατέβαλε μηνιαίως το ποσό των 2.381,54 Ευρώ (ήτοι, μισθός ενεργείας 1.129,58 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 248,51 Ευρώ + επίδομα αδείας 406,90 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,35 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 562,20 Ευρώ) και επομένως ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά, εκ ποσού 222,43 Ευρώ (ήτοι 2.441,39 Ευρώ – 2.381,54 Ευρώ = 59,85 Ευρώ μηνιαίως Χ 3 μήνες και 22 ημέρες του παραπάνω χρονικού διαστήματος = 222,43 Ευρώ). Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 489,76 Ευρώ (266,33 + 222,43). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων, ουδέν ποσό έλαβε από την εναγομένη, εφόσον από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, προκύπτει καταβολή σ’ αυτόν μόνο των ελάχιστων ορίων αποδοχών που καθορίζονταν από την οικεία ΣΣΝΕ του έτους 2009 και όχι και της προκύπτουσας διαφοράς, βάσει της αναδρομικής αναπροσαρμογής των ορίων αυτών από τις οικείες ΣΣΝΕ 2010 και 2011, γεγονός που άλλωστε προκύπτει και από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 27.10.2011 επιστολή της εναγομένης προς την ΠΝΟ, με την οποία η εναγομένη συνομολογεί την οφειλή της προς τους εργαζομένους της, των αναδρομικών μισθολογικών αυξήσεων, όπως αυτές προέκυπταν από τις ΣΣΝΕ 2010 και 2011. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε τα ίδια ως προς την αξίωση του ενάγοντος για καταβολή σ’ αυτόν του ποσού των 489,76 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, απορρίπτοντας στο σύνολό της, την προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση εξόφλησης (416 ΑΚ) ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου σχετικός πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολογήσεως του ενάγοντος, τα ως άνω πλοία, τα οποία τυγχάνουν ταχύπλοα, τύπου καταμαράν, εκτελούσαν τακτικά δρομολόγια από το λιμάνι του Ηρακλείου προς τα νησιά των Κυκλάδων. Ειδικότερα, το πλοίο «…» εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: α) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 24.3.2010 έως και 14.6.2010, από 7.9.2010 έως και 20.9.2010 από 1.10.2010 έως και 31.10.2010 τις ημέρες 24.3.2011. 27.3.2011 και 10.4.2011 και το χρονικό διάστημα από 15.4.2011 έως και 8.6.2011, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Ηρακλείου την 09.45 πμ για Θήρα – Ίο – Πάρο – Μύκονο, όπου έφτανε στις 14.35 μμ. Από τη Μύκονο αναχωρούσε την 14.55 μμ για το ταξίδι της επιστροφής προσεγγίζοντας τα ίδια λιμάνια αντίστροφα (δηλαδή, Πάρο -Ίο – Θήρα – Ηράκλειο) και έφτανε τελικά στο λιμάνι του Ηρακλείου την 20.00 μμ. β) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.7.2010 έως και 6.9.2010 και από 9.6.2011 έως και 22.6.2011 το πλοίο αναχωρούσε καθημερινά από το λιμάνι του Ηρακλείου την 09.45 πμ για Θήρα, Πάρο και Μύκονο, όπου έφτανε στις 14.35 μμ και αναχωρούσε εκ νέου την 14.55 μμ για το ταξίδι της επιστροφής προσεγγίζοντας τα ίδια λιμάνια αντίστροφα (ήτοι Πάρο – Θήρα – Ηράκλειο) και έφτανε τελικά στο λιμάνι του Ηρακλείου την 20.00 μμ. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 21.9.2010 έως και 30.9.2010. το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Ηρακλείου την 09.45 πμ για Θήρα, Πάρο και Μύκονο, όπου έφτανε στις 14.35 μμ και αναχωρούσε εκ νέου την 14.55 μμ για το ταξίδι της επιστροφής προσεγγίζοντας τα λιμάνια της Σύρου, της Πάρου, της Θήρας και του Ηρακλείου, όπου έφτανε τελικά μετά τις 21.00 μμ. Επίσης, το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγιο κάθε δεύτερη Τετάρτη και επομένως, δεν εκτέλεσε δρομολόγιο κατά το έτος 2010 τις: 31/3, 7/4, 21/4, 5/5, 19/5, 9/6, 14/7, 28/7, 11/8, 25/8, 8/9, 22/9, 6/10 και 20/10, και κατά το έτος 2011 τις: 27/4, 11/5, 25/5, 8/6 και 22/6. Τέλος το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια κατά τα χρονικά διαστήματα από 19.3.2010 έως και 23.3.2010, από 2.3.2011 έως και 23.3.2011 από 28.3.2011 έως και 9.4.2011 και από 11.4.2011 έως και 14.4.2011 και των ημερών 1.11.2010, 25.3.2011 και 26.3.2011, λόγω εκτέλεσης σ’ αυτό εργασιών επισκευής. Εξάλλου, το πλοίο «…» το οποίο αντικατέστησε κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2010 έως και 2.7.2010 το πλοίο «…», εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: α) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2010 έως και 17.6.2010, το πλοίο αναχωρούσε καθημερινά από το λιμάνι του Ηρακλείου την 09.45 πμ για Θήρα, Ίο, Πάρο και Μύκονο, όπου έφτανε στις 14.35 μμ και αναχωρούσε εκ νέου την 14.55 μμ για το ταξίδι της επιστροφής προσεγγίζοντας τα ίδια λιμάνια αντίστροφα (ήτοι Πάρο – Ίο – Θήρα – Ηράκλειο) και έφτανε τελικά στο λιμάνι του Ηρακλείου την 20.00 μμ. β) Κατά το χρονικό διάστημα από 18.6.2010 έως και 2.7.2010 το πλοίο αναχωρούσε καθημερινά από το λιμάνι του Ηρακλείου την 09.45 πμ για Θήρα, Πάρο και Μύκονο, όπου έφτανε στις 14.35 μμ και αναχωρούσε εκ νέου την 14.55 μμ για το ταξίδι της επιστροφής προσεγγίζοντας τα ίδια λιμάνια αντίστροφα (ήτοι Πάρο – Θήρα – Ηράκλειο) και έφτανε τελικά στο λιμάνι του Ηρακλείου την 20.00 μμ. Τέλος, κατά τις Τετάρτες 23.6.2010 και 30.6.2010 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. Κατά τις ένδικες περιόδους ναυτολογήσεως του ενάγοντος στα παραπάνω πλοία, στο κατώτερο πλήρωμα αυτών υπηρετούσαν τρεις ναύτες. Ο ενάγων, καθ’ όλο το διάστημα των ναυτολογήσεών του στα παραπάνω πλοία, απασχολούνταν καθημερινά, με ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του και ειδικότερα αυτός, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες των πλοίων, προσερχόταν και αναλάμβανε υπηρεσία περί τις 8.00 πμ, απασχολούμενος σε εργασίες σχετικές με την προετοιμασία απόπλου του πλοίου, ενώ εν συνεχεία συνέδραμε στην ασφαλή επιβίβαση των επιβατών και στην μεταφορά των αποσκευών εντός του πλοίου. Μετά την αναχώρηση του πλοίου και κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, ο ίδιος άλλοτε εκτελούσε καθήκοντα πηδαλιούχου, άλλοτε εκτελούσε φυλακές στο κατάστρωμα του πλοίου, ενώ κατά την προσέγγιση του πλοίου σε λιμάνι, αυτός συμμετείχε σε εργασίες σχετικές με τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου και την από – επιβίβαση των επιβατών. Τέλος, μετά τον οριστικό κατάπλου του πλοίου, ο ίδιος παρέμενε στο χώρο του πλοίου για περίπου μία ώρα μετά τον κατάπλου, συμμετέχοντας σε εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου. Εξάλλου, προς κάλυψη των αυξημένων αναγκών των πλοίων, ο ενάγων, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου, κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεών του επί των ανωτέρω πλοίων, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη την διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), είτε τα πλοία έπλεαν στη θάλασσα είτε ήταν σε λιμάνι. Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, μεταξύ άλλων, αποτελεί και το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους, με επίκληση, λογαριασμούς μισθοδοσίας. Άλλωστε, η εναγομένη παραδέχεται την παροχή υπερωριακής απασχόλησης εκ μέρους του ενάγοντος, ωστόσο αμφισβήτηση υπάρχει ως προς τη διάρκεια της απασχόλησης αυτής. Ειδικότερα, οι ενόρκως βεβαιούντες υπέρ του ενάγοντος μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς τουλάχιστον περί τις 13 ώρες ημερησίως. Απεναντίας, ο εξετασθείς στο ακροατήριο υπέρ της εναγομένης μάρτυρας κατέθεσε ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς όχι πλέον των 10 ωρών ημερησίως, όσο δηλαδή διαρκούσε περίπου και το κάθε δρομολόγιο των ανωτέρω πλοίων, δικαιολόγησε δε την κατάθεσή του αυτή, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι η σύνθεση πληρώματος των πλοίων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν υπερπλήρης, εφόσον υπηρετούσε σ’ αυτά ένας ναύτης επιπλέον των προβλεπομένων από το νόμο δύο (2) ναυτών, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται οι υπηρετούντες ναύτες να απασχολούνται άνω των 10 ωρών κατά μέσο όρο ημερησίως. Το γεγονός, όμως ότι τα παραπάνω πλοία είχαν την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας τους η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του ενάγοντος) υπερωριακής εργασίας, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003,ΕΝΔ 31,σ.123). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαμβάνει μηνιαίως ένα συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα ότι πραγματοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες υπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειμένω. Η προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών, όπου περιλαμβάνονται και οι αποδοχές υπερωριών, δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασία. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124). Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί των ανωτέρω πλοίων, τα οποία πραγματοποιούσαν τα προαναφερθέντα δρομολόγια, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως ναύτη και δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν κατά μέσο όρο κατά 12 ώρες ημερησίως. Σε συνέχεια των ανωτέρω, ενόψει του ότι κατά την διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων, ίσχυσαν οι ως άνω μνημονευόμενες ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων έτους 2010 και 2011, ο ενάγων διατηρεί τις ακόλουθες αξιώσεις για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης: A) Kατά τo χρονικό διάστημα από 24-3-2010 έως και 31-10-2010, εκτός από τις Τετάρτες που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, ο ενάγων δικαιούται: α) Για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών: 166 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως = 664 ώρες Χ 8,29 Ευρώ το ωρομίσθιο = 5.504,56 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 3.174,24 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και συνεπώς δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 2.330,32 Ευρώ, β) Για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών: 31 Σάββατα και 9 αργίες, ήτοι 40 συνολικά ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας ημερησίως = 480 ώρες Χ 9,95 το ωρομίσθιο = 4.776,00 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 2.221,15 Ευρώ όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και συνεπώς δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 2.554,15 Ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει συνολικά για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, κατά το έτος 2010, το ποσό των 4.884,47 ευρώ (2.330,32 + 2.554,15), απορριπτομένης της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης της εναγομένης περί πλήρους εξόφλησης του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Β) κατά τις ημέρες 5-3-2011, 12-3-2011, 19-3-2011, 26-3-2011, 2-4-2011 και 9-4-2011 (Σάββατα) και τις 7-3-2011 και 25-3-2011 (αργίες), ήτοι συνολικά επί 8 ημέρες κατά τις οποίες αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης και επισκευής επί του πλοίου, εργάστηκε επί 64 ώρες προς 10,05 την ώρα, ήτοι δικαιούται να λάβει το ποσό των 643,20 ευρώ, Γ) κατά τις ημέρες 24-3-2011, 27-3-2011 και 10-4-2011, καθώς και το χρονικό διάστημα από 15-4-2011 έως και 22-6-2011 εκτός από τις Τετάρτες που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, ο ενάγων δικαιούται: α) Για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών: 53 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως = 212 ώρες Χ 8,38 Ευρώ το ωρομίσθιο = 1.776,56 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.006,92 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και συνεπώς δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 769,64 Ευρώ, β) Για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών: 10 Σάββατα και 4 αργίες, ήτοι 14 συνολικά ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας ημερησίως = 168 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 1.688,40 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.305,60 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή του και συνεπώς δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 382,80 Ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται να λάβει συνολικά για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, κατά το έτος 2011, το ποσό των 1.795,64 ευρώ (643,20 + 769,64 + 382,80), απορριπτομένης της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης της εναγομένης περί πλήρους εξόφλησης του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, ως ουσιαστικά αβάσιμης. Συνολικά δε για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις ένδικες περιόδους ναυτολογήσεώς του, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 6.680,11 ευρώ (4.884,47 + 1.795,64). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι ο ενάγων απασχολούνταν κατά μέσο όρο 13 ώρες ημερησίως και συνακόλουθα επιδίκασε σ’ αυτόν για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, καθ’ όλες τις ένδικες περιόδους ναυτολογήσεώς του, το συνολικό ποσό των 9.039,79 ευρώ (3.706,46 + 2.952,85 + 1.465,38 + 915,10) εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων διατηρεί κατά της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις για επιδόματα εορτών: α) για αναλογία του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2010 (χρονικό διάστημα από 1-5-2010 έως 1-11-2010), ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 3.089,95 ευρώ (ήτοι, μισθός ενεργείας 1.146,52 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 252,23 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,87 Ευρώ + επίδομα άδειας 5 ημερομισθίων 412,99 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 570,60 Ευρώ + επίδομα ιματισμού 55,94 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.496,44 Ευρώ = 3.969,59 Ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 317,57 Ευρώ Χ 9,73 δεκαεννιαήμερα = 3.089,95 Ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 1.878,10 Ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας και ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 1.211,85 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης εξόφλησης, που προέβαλλε η εναγομένη, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης, β) για αναλογία του δώρου Πάσχα του έτους 2010 (χρονικό διάστημα από 19-3-2010 έως 30-4-2010) ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 710,50 Ευρώ (ήτοι 3.969,59 ευρώ μηνιαίες αποδοχές, όπως υπολογίστηκαν ανωτέρω : 2 = 1.984,79 Ευρώ Χ 1/15 = 132,31 Ευρώ για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 5,37 οκταήμερα = 710,50 Ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 413,29 Ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας και ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 297,21 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης εξόφλησης, που προέβαλλε η εναγομένη, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης, γ) για αναλογία του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2011 (χρονικό διάστημα από 1-5-211 έως 22-6-2011), ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 921,07 Ευρώ (μισθός ενεργείας 1.157,99 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 Ευρώ + επίδομα άδειας 5 ημερομισθίων 417,12 Ευρώ + επίδομα ιματισμού 56,50 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 576,60 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.643,26 Ευρώ = 4.141,45 Ευρώ μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 331,32 Ευρώ ανά 19ήμερο Χ 2,78 δεκαεννιαήμερα = 921,07 Ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 551,02 Ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας και ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 370,05 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης εξόφλησης, που προέβαλλε η εναγομένη, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης, δ) για αναλογία του δώρου Πάσχα του έτους 2011 (χρονικό διάστημα από 2-3-2011 έως 30-4-2011) ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.035,37 Ευρώ (ήτοι 4.141,45 ευρώ μηνιαίες αποδοχές, όπως υπολογίστηκαν ανωτέρω : 2 = 2.070,72 Ευρώ Χ 1/15 = 138,05 Ευρώ για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 7,50 οκταήμερα = 1.035,37 Ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 508,40 Ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας και ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει την διαφορά, ποσού 526,97 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής της σχετικής νόμιμης (416 ΑΚ) ένστασης εξόφλησης, που προέβαλλε η εναγομένη, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης. Συνολικά, για επιδόματα εορτών, κατά τα έτη 2010 και 2011, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 2.406,08 ευρώ (1.211,85 + 297,21 + 370,05 + 526,97). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών των ετών 2010 και 2011 το συνολικό ποσό των 2.408,68 Ευρώ (1.314,99 + 320,95 + 439,43 + 333,31) εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου οι σχετικοί λόγοι έφεσης αμφότερων των διαδίκων πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως και κατ’ ουσίαν βάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 των ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του α.ν. 3276/1944 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, “σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των 60 ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσης του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών”. Από τη διάταξη αυτή (η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 α και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 187/1973), επειδή η διάταξη αυτή είναι νεότερη) προκύπτει, ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό-ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την προσωρινή απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται “οριστική”, υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (ΕφΠειρ 977/2003 ΕπισκΕΔ 2003.1144, ΕφΠειρ 329/2003 ΔΕΕ 2004. 82). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ, “οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου”, σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως με την αιτία (άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15.2726.1.1981 “περί τύπου και τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ, “ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γέφυρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήση την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιον της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, τα στοιχεία ταυτότητας κ.λπ. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου και ως προς τις καταχωρίσεις του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης ναυτικού “αμοιβαία συναινέσει”, εφ’ όσον η εγγραφή αυτή έγινε από τον πλοίαρχο και ο απολυόμενος δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (βλ. ΑΠ 205/1978 ΝοΒ 1979. 47, ΕφΠειρ 456/2008 ΕπΕμπΔικ 2008.1091, ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 474/1997, Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, παρ. 121, σελ. 85-86, Αγαλλόπουλου, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 39, Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β` έκδοση, 1994, σελ. 434). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, στις 1-11-2010 ο ενάγων αποναυτολογήθηκε από το πλοίο «…» στο λιμάνι του Ηρακλείου, με καταχωρημένη ως αιτία απόλυσης στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει». Ωστόσο η αναγραφή αυτή ήταν εικονική, διότι, όπως προκύπτει από το από 27-7-2012 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ηρακλείου, σε συνδυασμό με τους εκτυπωμένους από το διαδίκτυο πίνακες πλοίων σε επισκευή του ΟΛΠ και το αντίγραφο ναυτικού φυλλαδίου του ναυτικού Νικολάου Ζούμπερη (ναυτολογημένου στο επίδικο πλοίο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα), που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως, πραγματικός λόγος της λύσης της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος υπήρξε η διακοπή των πλόων του πλοίου, προκειμένου αυτό να υποβληθεί σε εργασίες «λόγω ετήσιας επιθεώρησης». Εφόσον, όμως, η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος λύθηκε, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς παράπτωμά του και δεν επαναπροσλήφθηκε μέσα σε 60 ημέρες από τη διακοπή των πλόων του πλοίου, αφού αυτός επαναυτολογήθηκε στις 2-3-2011, δικαιούται αυτός να λάβει αποζημίωση απόλυσης 22 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 27 της ΣΣΝΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ. Από την εν λόγω διάταξη (του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ), που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του ΑΝ 3276/1944, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, κι επέχει ισχύ νόμου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990, κατισχύοντας των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1α και 174 παρ. 3 του ΚΔΝΔ (νδ 187/1973), καθώς είναι νεότερη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατικό ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από της «προσωρινής» απολύσεως του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική» υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών. Η εν λόγω αποζημίωση ανέρχεται στο ύψος των 3.143,14 Ευρώ (μισθός ενεργείας 1.146,52 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 252,23 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,87 Ευρώ + επίδομα άδειας 5 ημερομισθίων 412,99 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 570,60 Ευρώ + επίδομα ιματισμού 55,94 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 1.496,44 Ευρώ + μέσος όρος αναλογίας επιδομάτων εορτών 316,70 Ευρώ = 4.286,29 Ευρώ : 30 ημέρες = 142,87 ευρώ Χ 22 ημέρες = 3.143,14 ευρώ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του εξέτασε μη προβληθείσα με την ένδικη αγωγή αξίωση του ενάγοντος για αποζημίωση απόλυσης, λόγω της αποναυτολόγησής του από το πλοίο «…» στις 2-7-2011, αντί της πράγματι προβληθείσας με την αγωγή αξίωσής του για αποζημίωση απόλυσης λόγω της αποναυτολόγησής του από το πλοίο «…» στις 1-11-2010, κρίνοντας εν συνεχεία ότι για την αποναυτολόγησή του αυτή (στις 2-7-2011) ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, εφόσον επαναυτολογήθηκε αυθημερόν σε άλλο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσία βάσιμος.
Μετά από όλα τα παραπάνω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αντίθετες εφέσεις να γίνουν δεκτές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, καθ’ όλες της όμως τις διατάξεις και κατά τις μη ανατρεπόμενες για την ενότητα της εκτελέσεως, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την παρούσα απόφαση (ΑΠ 748/1984 Ελ.Δ/νη 26.642). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.719,09 Ευρώ (489,76 + 6.680,11 + 2.406,08 + 3.143,14), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας, λόγω της εν μέρει ήττας της (178 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσία και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της ανακοπής ή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής ή της κυρίας παρέμβασης και, περαιτέρω, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας εκτέλεσης, εφόσον αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης. Αν η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, το ποσό αποδίδεται με αίτηση του δικαιούχου με τους τόκους από τον χρόνο επίδοσης, στον αντίδικο του δικαιουμένου σε επαναφορά, της απόφασης που ανατρέπει την απόφαση που εκτελέστηκε, αφού από τότε καθίσταται υπερήμερος, κατά το άρθρο 340 του ΑΚ, ο γενεσιουργός λόγος δε της εναντίον του απαιτήσεως για την απόδοση του ποσού αυτού είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε (βλ.ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 379, ΕφΠατρών 67/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΑΠ 256/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 716/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 911, ΕφΛάρ. 165/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, με τις έγγραφες προτάσεις της, επικαλούμενη την εκούσια εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, που κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την απόδοση σ’ αυτήν μέρους του ποσού που έχει καταβάλλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, όπως δε αποδεικνύεται από την από 17-6-2014 απόδειξη πληρωμής της άνω εκκαλούσας προς την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, κατέβαλε σ’ αυτήν για λογαριασμό του ως άνω εφεσιβλήτου το ποσό των 3.000,00 Ευρώ δια της υπ’ αριθμ. … τραπεζικής επιταγής, η ίδια δε ζητεί την απόδοση μέρους του ποσού αυτού, εκ 1.967,82 Ευρώ. Εφόσον, όμως το ποσό που πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει η εναγομένη – εκκαλούσα στον ενάγοντα – εφεσίβλητο είναι μεγαλύτερο (12.719,09 Ευρώ) από το ποσό που κατέβαλε σ’ αυτόν σε εκτέλεση προσωρινής εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης αποφάσεως (3.000 Ευρώ), συνακόλουθα δε και από το μέρος του ποσού αυτού, του οποίου ζητεί την απόδοση (1.967,82 Ευρώ), το παραπάνω αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 16-6-2014 και 5-6-2014 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … και …, αντίστοιχα, εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό μέρος τους.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 130/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 7-12-2011 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων δέκα εννέα ευρώ και εννέα λεπτών (12.719,09 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα της εκκαλούσας της από 5-6-2014 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … έφεσης, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στον Πειραιά στις 29-1-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ