Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης   1862/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό  του την 24η Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στην … … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρου της, Ευάγγελο Δρακόπουλο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1. Ε. Ε. του Ε., κατοίκου Α., 2 Μ. Χ. του Σάββα, κατοίκου Ολυμπιακού Χωριού Θρακομακεδόνων, 3. Ευάγγελου Νάνου του Αποστόλου, κατοίκου Κορυδαλλού, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, Ειρήνης Ανδρουλάκη.

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 15.4.2011 αγωγή τους κατά της εκκαλούσας, την οποίαν άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 102/2012 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της εφεσίβλητης.

Η εκκαλούσα, με την από 4.12.2012 έφεσή της (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά 189/2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.9.2014 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση της απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 102/24.10.2012, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 15.4.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου (αρθρ. 17Α ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις  4.12.2012  (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες (ήδη εφεσίβλητοι), με την από 15.4.2011 αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκαν ότι, δυνάμει προσυμφώνουν ναυτολογησης που κατήρτισαν με την εναγομένη στον Πειραιά, ναυτολογήθηκαν, ο πρώτος την 26.5.2010, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, ο δεύτερος την 26.5.2010, με την ειδικότητα του ναύτη και ο τρίτος την 17.9.2010, με την ειδικότητα του ναύτη, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό τουριστικό πλοίο …», κοχ … κ.κ.χ. …, πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού, εκ ποσού 3.000 Ευρώ ο πρώτος και 1.200 Ευρώ οι δεύτερος και τρίτος εξ αυτών. Ότι, εργάσθηκαν στο εν λόγω πλοίο έως την 13.12.2010, οπότε καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους, λόγω βαρείας παράβασης των καθηκόντων της εναγομένης, καθόσον από τα τέλη Αυγούστου 2010 αρνείτο αυτή αδικαιολόγητα να εξοφλήσει τους μισθούς τους. Ότι, ο δεύτερος των εναγόντων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2010 έως 13.12.2010 και το τρίτος των εναγόντων, από 17.9.2010 έως 13.12.2010, πραγματοποίησαν πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας τους, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου δώδεκα (12) ώρες υπερωριακής εργασία κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα και τις Κυριακές, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να αταβάλει σε αυτού, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 11.700 Ευρώ, για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωση απόλυσης, β) στο δεύτερο ενάγοντα, το ποσό των 10.758,40 Ευρώ,  για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αμοιβή υπερωριακής εργασίας (διαστήματος 1.9.2010 έως 31.12.2010), άδεια, τροφοδοσία και αποζημίωση απόλυσης και γ) στον τρίτο ενάγοντα, το ποσό των 8.020,07 Ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, αμοιβή υπερωριακής εργασίας (διαστήματος 17.9.2010 έως 13.12.2010), άδεια, τροφοδοσία και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την απόλυση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Ζήτησαν, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική τους δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 104/2012 απόφασή του, με την οποίαν, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 57, 60, 74, 75, 76 84 ΚΙΝΔ, 345, 346, 361, 648, 655, 659 ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ και τις διατάξεις των σχετικά εφαρμοζομένων Σ.Σ.Ν.Ε. (Πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2007 και 2008), δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει α) στον πρώτο ενάγοντα, ποσό 1.700 Ευρώ, 2) στο δεύτερο ενάγοντα, ποσό 6.352,29 Ευρώ και 3) στον τρίτο ενάγοντα, ποσό 6.894,21 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της απόλυσής τους (14.12.2010) μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για τον πρώτο ενάγοντα και για ποσό 4.000 Ευρώ για έκαστο των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων.

Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγομένη – εκκαλούσα,  για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 102/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ώστε να απορριφθεί η από 15.4.2011 αγωγή των αντιδίκων της. Ζητεί, επίσης, να ανακληθούν στο σύνολό τους οι αποφάσεις με αριθμούς 1514/2011 και 3384/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 97 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (ΟλΑΠ 9/2003 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ρύθμιση που δεν αντίκειται στις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (ΑΠ 898/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 Ευρώ, β) στα ασφαλιστικά μέτρα και γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες, που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΟλΑΠ 964/1982, ΑΠ 835/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της ελλείψεως και να επιτρέψει σ’ εκείνον, που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της ελλείψεως. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη, ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε (ΑΠ 835/2010, ο.π., ΑΠ 1529/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 517/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 18/2000, Αρμ 2001, σ.382, ΕφΑθ 5317/1989, ΕλΔνη 1993, σ.1379, ΜΠρΘεσ 12592/2003, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 104, 105). Εξάλλου, οι διαδικαστικές πράξεις, που έλαβαν χώρα χωρίς πληρεξουσιότητα, ισχυροποιούνται μέσω (και σιωπηρής) εγκρίσεως με τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (και στο Εφετείο) και την παραδοχή όλων τους ανεξαιρέτως ως ισχυρών, παραμένει δε αδιάφορο αν ο διάδικος διορίζει εφεξής άλλον πληρεξούσιο (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 104, αριθμ.3, πρβλ. ΕφΠειρ 41/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Η εκκαλούσα, παραπονείται με την έφεση, εκτός των άλλων, και για το λόγο ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψιν τον ισχυρισμό περί έλλειψης πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο της συναδέλφου που φέρεται ότι εκπροσώπησε τον πρώτο ενάγοντα, μετά την υπογραφή της ανεπιφυλάκτως εξοφλητικής απόδειξης αλλά και της τυπικής παράστασής του στα ανοιχθέντα δικαστήρια μετά την 15.3.2012, αφού κανένα αποδεικτικό μέσο δεν χρησιμοποίησε σε βάρος της προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Από την εκκαλουμένη απόφαση και τα ταυτάριθμα προς αυτήν πρακτικά συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά την ενώπιον αυτού δίκη, παρέστη για λογαριασμό του πρώτου ενάγοντα η δικηγόρος Μαρία Ανδρουλάκη, ενώ η εναγομένη παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ελένης Ρούσση. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατ’ έφεση δίκη, παραστάθηκαν, για λογαριασμό μεν του πρώτου ενάγοντα (εφεσιβλήτου), η δικηγόρος Ειρήνη Ανδρουλάκη και για λογαριασμό της εναγομένης (εκκαλούσας), ο δικηγόρος Ευάγγελος Δρακόπουλος. Εξάλλου, ο πρώτος ενάγων, με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, τούτου προσκομίζει και επικαλείται, σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο, το από 9.12.2010 έγγραφο με τίτλο «ειδικό πληρεξούσιο», το οποίο υπογράφεται ιδιοχείρως από τον εδώ πρώτο ενάγοντα, φέρει, δε, τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αυτού, από τον αρμόδιο υπάλληλο του ΚΕΠ Αιγάλεω. Επιπρόσθετα, το εν λόγω πληρεξούσιο υπογράφεται εκ νέου από τον εντολέα, πρώτο ενάγοντα, την 27.1.2014 (στο δικαστήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά τη συζήτηση της προσωρινής Διαταγής, ορ. σχετική σημείωση επί του ως άνω εγγράφου). Με αυτό, ο ως άνω εντολέας, παρέχει την εντολή «στη Δικηγόρο Μαρία Ανδρουλάκη, όπως και σε οποιονδήποτε συνεργάτη της, ο οποίος επίσης προσυπογράφει το παρόν και αποδέχονται την εντολή, να επιδιώξουν από κοινού ή ο καθένας χωριστά, την ικανοποίηση των απαιτήσεών του από δεδουλευμένους μισθού, διαφορές μισθών υπερωριακή εργασία, αποζημίωση αδείας, επίδομα αδείας, δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, μισθούς ασθενίας,αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σύμβασής του ή λόγω ασθενείας ή λόγω ατυχήματος ή από οποιαδήποτε άλλη συναφή αιτία, οι οποίες προέρχονται από την εργασία του στο πλοίο «… Μεταξύ, δε, των παρεχομένων εντολών, ήταν και αυτή προς τους πλρηεξούσιους δικηγόρους του «α. να καταθέτουν σε κάθε αρμόδιο δικαστήριο και αρχή αγωγές, αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αναφορές, υπομνήματα, αιτήσεις κλπ, β. Να παρίστανται υποβάλλοντας προτάσεις, ενστάσεις και ισχυρισμούς και να τον αντιπροσωπεύουν σε οποιαδήποτε διαδικασίας και βαθμού δικαστήριο και σε αυτόν τον Άρειο Πάγο και σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου». Επομένως, η παριστάμενη ως πληρεξουσία του πρώτου ενάγοντος δικηγόρος, Μαρία Ανδρουλάκη, κατά τη δίκη επί της υπό κρίση αγωγής (αρ. καταθ. Δικογράφου 2111/2011), επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, είχε ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα και, συνακόλουθα, ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.

Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγονος από νομική και ουσιαστική άποψη (βλ. και άρθρα 106, 108 Κ.Πολ.Δ.), εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατό κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Οπωσδήποτε, τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και η τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, διότι το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει. Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479, πρβλ. ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114). Ο προσδιορισμός στην αγωγή των υπερωριών κατά μέσο όρο το μήνα (απλές υπερωρίες, δηλαδή κατά τις καθημερινές πλην Σαββάτου αργιών και κατά τις Κυριακές) είναι επαρκώς ορισμένος και δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να εκτίθεται πόσες και ποιες ώρες εργαζόταν υπερωριακώς ο ενάγων κάθε ημέρα ή εβδομαδιαίως (βλ. ΕφΠειρ 140/2004, ο.π.).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα ως προς το περιεχόμενο και τα αιτήματα της υπό κρίση αγωγής, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη ως προς τα κονδύλια που αφορούν αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων, αφού σαφώς εκτίθενται στην αγωγή η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τους ναυτικούς της εργασίας τους στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από τους ναυτικούς ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν το είδος και το αντικείμενο των εργασιών που εκτελούνταν και γεννούν απαίτηση από υπερωρία. Επομένως, ο περί του αντιθέτου λόγος της υπό κρίση έφεσης, που συνίσταται σε αιτίαση της εκκαλουμένης, ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή, ως προς το κονδύλιο υπερωριών (αιτούμενο από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων) ως αόριστη, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκώτεροι δια τον μισθωτόν από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων αποδοχές, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της σύναψης της ατομικής συμβάσεως αλλά και διά τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία για την οποίαν κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσόν της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 – η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία – δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ` αποκοπή αμοιβή υπερωριών τις οποίες προβλέπουν οι ΣΣΝΕ διά μερικές ειδικότητες ναυτικών. Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της   οικείας   ΣΣΕ   μισθού   και  πρόσθετο  χρηματικό  ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίον περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό. Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010/39,  ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009/276, ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝΔ 2009, σ.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της εννοίας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ’ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν και των συναλλακτικών ηθών (ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397, ΕφΠειρ 457/2000, ΔΕΕ 2009, σ.895). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (αρθρ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8 § 4 ν. 4020/1959, ΕφΠειρ 644/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία). Άλλωστε, για το λόγο αυτό με το άρθρο 18 παρ.1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας, που θα απεικονίζουν αναλυτικώς τις κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις κρατήσεις επ’ αυτών (ΑΠ 178/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1320/2008, ΧΡΙΔ 2009, σ.311). Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών,προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών. Έτσι, εάν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεση του, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη κάποια ένσταση του ή στερείται νόμιμης βάσης, το Εφετείο, εφόσον η έφεση είναι παραδεκτή και υφίσταται βάσιμος λόγος, ερευνά αυτεπαγγέλτως μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το παραδεκτό και το νόμιμο της αγωγής ή της ένστασης και εξαφανίζει την εκκαλουμένη κρατώντας την υπόθεση (άρθρο 535 παρ.1ΚΠολΔ) και απορρίπτει εξ αυτού του λόγου την αγωγή ή την ένσταση, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ειδικού παραπόνου, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (αρθρ. 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (αρθρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ) εκτός αν έχει ασκήσει αντίθετη έφεση ή αντέφεση ο αντίδικος. Εάν, χωρίς να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο περιοριστεί να αντικαταστήσει, στην περίπτωση αυτή, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, εφόσον επί απόρριψης αγωγής ή ένστασης κατ` ουσίαν το διατακτικό είναι διάφορο κατά το αποτέλεσμα (ΕφΠειρ 795/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.385). Έτσι, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, εάν εκκαλεί ο εναγόμενος, διότι απορρίφθηκε ένσταση μερικής εξόφλησης, το εφετείο δεν μπορεί να απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη πέραν του ποσού της ενστάσεως (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 522, αριθμ.12).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Μ. Χ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου με το όνομα «…», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό … κ.ο.χ. … κ.κ.χ. …. Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ εκάστου εκ των εναγόντων και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο ανωτέρω πλοίο, α) ο πρώτος εξ αυτών, την 26.5.2010, με την ειδικότητα του Πλοιάρχου, β) ο δεύτερος εξ αυτών, την 26.5.2010, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και γ) ο τρίτος εξ αυτών, την 17.9.2010, με την ειδικότητα του ναύκληρου, αντί μηνιαίου «κλειστού» μισθού, ύψους 3.000 ευρώ ο πρώτος και 1.200 ευρώ καθένας από τους λοιπούς, όπως οι ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης δεν αμφισβητούνται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων ναυτολόγησης, οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους στο ως άνω πλοίο, ως εξής : α) Ο πρώτος ενάγων, μέχρι την 12.12.2010 (διάστημα ναυτολόγησης 26.5.2010 – 13.12.2010), οπότε κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του λόγω βαρείας παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου, εκ της μη καταβολής σε αυτόν των δεδουλευμένων αποδοχών του, β) ο δεύτερος ενάγων, μέχρι την 27.6.2010, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Νάξου «αμοιβαία συναινέσει και ακολούθως ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ως άνω πλοίο, την 29.7.2010, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, μέχρι την 15.8.2010, οπότε άλλαξε ειδικότητα σε αυτήν του ναύτη και έκτοτε παρείχε την εργασία του στο πλοίο της εναγομένης μέρχι την 13.12.2010, οπότε κατήγγειλε τη σύμβαση εργασία του, για τον ίδιο λόγο με τον πρώτο ενάγοντα (διαστήματα ναυτολόγησης 26.5.2010 έως 27.6.2010, 29.7.2010 έως 15.8.2010, ως ναυτόπαις και 15.8.2010 έως 13.12.2010), γ) ο τρίτος ενάγων, μέχρι την 13.12.2010, οπότε κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, για το ίδιο λόγο με τους λοιπούς ενάγοντες (διάστημα ναυτολόγησης 17.9.2010 έως 13.12.2010). Τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης των εναγόντων και οι ειδικότητες αυτών, εμφαίνονται σαφώς στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εναγομένη, αντίγραφο του ναυτολογίου του ως άνω πλοίου. Το ανωτέρω πλοίο, πραγματοποιούσε επταήμερες κρουαζιέρως έως και τις 13.10.2010, οπότε παρέμεινε αργό στο λιμάνι. Όσον αφορά στο δεύτερο και τον τρίτο των εναγόντων, κατά το χρονικό διάστημα από την 14.10.2010, οπότε το πλοίο έπαυσε να πραγματοποιεί πλόες και παρέμεινε στο λιμάνι, έως την 13.12.2010, εργάζονταν υπερωριακά, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι εκτελούσαν αυτοί δύο βάρδιες των 12 ωρών εκάστη, απασχολούμενοι στη φύλαξη του πλοίου και την απομάκρυνση των υδάτων που εισέρχοντο σε αυτό. Τα ανωτέρω, αποδεικνύονται από τη σαφή περί τούτου κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο οποίος αναφέρει «… Δούλευε δωδεκάωρο, έκανε και υπερωρίες. Από Μαϊο 2010 έως 13-12-2010 δούλευε 12ωρα. Το πλοίο ήταν στη Μαρίνα Ζέας το τελευταίο 3μηνο. Έμπαζε νερά και για να μην βουλιάξει έβγαζαν τα νερά συνέχεια με αντλίες. Ο Ελευθερίου δεν έκανε υπερωρίες οι δύο ναύτες έκαναν υπερωρίες», σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), κυρίως, δε, α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση των εν λόγω εναγόντων επί του ως άνω πλοίου, το οποίο δεν εκτελούσε πλέον δρομολόγια και παρίστατο ανάγκη εκτέλεσης δύο βαρδιών, εναλλάξ, από το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν αυτοί ναυτολογημένοι, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής τους, ως μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος. Εξάλλου, η εναγομένη, δεν παρείχε ανταπόδειξη περί των ανωτέρω, απορριπτομένων των ισχυρισμών της (των διαλαμβανομένων σε αντίστοιχο λόγο έφεσης) περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα απόδειξης, α) λόγω της συγγένειάς του με το δεύτερο ενάγοντα, καθόσον οι συγγενείς του ενάγοντα δε συγκαταλέγονται μεταξύ των προσώπων που αντλούν συμφέρον από τη δίκη, ήτοι αυτών που προσδοκούν ωφέλεια ή ελπίζουν σε αποτροπή βλάβης ως αναγκαία συνέπεια της συγκεκριμένης δίκης, υπό την έννοια του άρθρου 400 περ.3 ΚΠολΔ, συνακόλουθα, δε, δεν είναι εξαιρεταίοι μάρτυρες (βλ.Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 400, αριθμ.10, ΑΠ 1134/1992, ΕΕΝ 1993, σ.743, ΕφΑθ 7129/2009, ΕΦΑΔ 2011, σ.208) και β) λόγω κατάθεσης γεγονότων όχι από ίδια αντίληψη, αλλά με βάση όσα του εξιστόρησε ο δεύτερος ενάγων, καθόσον τούτο δεν απαγορεύεται (βλ. αρθρ. 409 παρ.2 ΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., υπό αρθρ. 409, αριθμ.4).

Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 6, 10, 13παρ.3, 25, της εφαρμοζόμενης, εν προκειμένω, Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής ετών 2007 και 2008, που κυρώθηκε με την Y.A. 3525.80/01/2008, οι ενάγοντες διατηρούν έναντι της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις :

Ι. Ο πρώτος των εναγόντων : α) Για δεδουλευμένες αποδοχές από 26.5.2010  έως 13.12.2010, το ποσό των {βασικός μισθός 1.245 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 273,90 Ευρώ + μηνιαίο επίδομα αρθρ. 25 παρ.1 Σ.Σ.Ε. 46 Ευρώ + μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 9 Ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής  405 Ευρώ (13,5 Ευρώ / ημέρα Χ 30 ημέρες) + άδεια μετά τροφοδοσίας 680, 32 Ευρώ [(1.245 + 273,90  + 46 + 9 =) 1.573,90 Ευρώ : 22 = 71,54 Χ 8 ημέρες = 572,33 Ευρώ + 108 Ευρώ αντίτιμο τροφής αδείας (13,5 Ευρώ Χ 8)] =} 2.659,22 Ευρώ μηνιαίως. Δεδομένου ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μισθός του πρώτου των εναγόντων, ύψους 3.000 Ευρώ μηνιαίως, υπερβαίνει την ως άνω νόμιμη αμοιβή αυτού, ο πρώτος ενάγων δικαιούται, για το επίδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησής του, το ποσό των [3.000 Ευρώ Χ (6 + 17/30) μήνες εργασίας =] 19.700 Ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε το ποσό των 9.500 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 10.200 Ευρώ. β) Ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 1.500 Ευρώ, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να προσβάλλεται το εν λόγω κονδύλιο με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 11.700 Ευρώ. Εξάλλου, η εναγομένη, παραδεκτά προέβαλε πρωτοδίκως την επιγραμματικά καταχωρηθείσα στα πρακτικά, ένσταση εξόφλησης, την οποίαν επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης. Επ’ αυτού, κατά τις μη προσβαλλόμενες παραδοχές της εκκαλουμένης, η εναγομένη, κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο των εναγόντων, εξέδωσε, χάριν καταβολής του άνω οφειλομένου ποσού, στις 16.3.2011 εις διαταγήν του πρώτου του εναγόντων και παρέδωσε σε αυτόν τις υπ’ αριθμ. 00077921-1 και … επιταγές της τράπεζας «…, ποσού 2.000 Ευρώ και 5.000 Ευρώ, αντίστοιχα και στις 16.6.2011, εξέδωσε για τις ίδιες ως άνω αιτίες και παρέδωσε στον πρώτο ενάγοντα, την υπ’ αριθμ. … επιταγή της πιο πάνω τράπεζας, εις διαταγήν του τελευταίου, ποσού 3.000 Ευρώ, ήτοι συνολικά του παρέδωσε επιταγές ποσού 10.000 Ευρώ, την είσπραξη των οποίων δεν αρνήθηκε ο πρώτος των εναγόντων, ο οποίος δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει, με έναν από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στο άρθρο 40 του Ν. 5960/1933 τρεις κατά νόμο ισοδύναμους τρόπους, εμφάνιση των εν λόγω επιταγών προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και μη πληρωμή αυτών λόγω ανυπαρξίας κεφαλαίων στον αναγραφόμενο σε αυτές λογαριασμό της εκδότριας εναγομένης ή λόγω ανάκλησης από την τελευταία των ως άνω επιταγών. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 419, 421 και 423 ΑΚ προκύπτει ότι απόσβεση της ενοχής για καταβολή χρηματικής παροχής επέρχεται και όταν ο οφειλέτης χάρην της καταβολής της υπόσχεται στο δανειστή ότι θα εκπληρώσει και πραγματικά εκπλήρωσε τη νέα υποχρέωση που αναλαμβάνει απέναντή του αντί της από την αρχική ενοχή υποχρέωσής του, έχει επέλθει μερική απόσβεση της άνω επίδικης αξίωσης, επομένως οφείλεται στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.700 Ευρώ. Την παραδοχή αυτή της εκκαλουμένης (περί οφειλής στον πρώτο ενάγοντα 1.700 Ευρώ, λόγω καταβολής ποσού 10.000 Ευρώ) δεν προσβάλλει ο πρώτος εφεσίβλητος με λόγο αντέφεσης, αντιθέτως αυτός, με τις προτάσεις του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούου ισχυρίζεται ότι ορθώς η απόφαση δέχτηκε ότι του οφείλεται διαφορά 1.700 Ευρώ (ορ. σελ. 5 προτάσεων πρώτου ενάγοντος – εφεσιβλήτου), επομένως, ως προς τούτο, δεν ελέγχεται η υποβληθείσα από την εκκαλούσα ένσταση εξόφλησης, ως προς το ορισμένο και τη νομική της βασιμότητα, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η καταβολή στον ενάγοντα και η ανεπιφύλακτη από αυτόν παραλαβή του ποσού των 10.000 Ευρώ, συνιστά ολοσχερή εξόφλησή του από τις αιτίες που αναφέρονται στο ιστορικό της αγωγής, τυγχάνει πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν περιέχει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση, το απαιτούμενο προς θεμελίωσή της στοιχείο της κάθε αιτίας καταβολής και του καταβληθέντος ποσού για κάθε μία αιτία, ενόψει του ότι με την κρινόμενη αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις του εργαζόμενου ναυτικού – πρώτου ενάγοντος, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, ήτοι δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απόλυσης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – πρώτου ενάγοντος, ότι η επικαλούμενη από την εκκαλούσα – εναγομένη ανεπιφύλακτη υπογραφή από αυτόν της εξοφλητικής απόδειξης και η αντίστοιχη παραίτηση αυτού από τις πάσης φύσεως αξιώσεις του που απορρέουν από την ένδικη αγωγή συνιστά πλήρη εξόφληση των επίδικων αξιώσεων αυτού, τυγχάνει μη νόμιμος, καθόσον κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη και απολύτως ανίσχυρη (βλ. ΕφΑθ 996/2014, ΕλΔνη 2013, σ.1049, ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία).  Επομένως, η εκκαλουμένη, ναι μεν κατ’ αποτέλεσμα ορθά απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, πλην όμως έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, απορρίπτοντας αυτήν κατ’ ουσίαν, εφόσον αυτή ήταν απορριπτέα λόγω αοριστίας, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της νομιμμότητας του σχετικού λόγου έφεσης της εκκαλούσας και πρέπει, αφού εξαφανιστεί η απόφαση (βλ. ΕφΠειρ 795/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.385, ανωτέρω μείζονα σκέψη), να κρατηθεί υπόθεση, να δικασθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.700 Ευρώ.

ΙΙ. Ο δεύτερος ενάγων, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής : Α) Ως δεδουλευμένες αποδοχές, (1) Για τα διαστήματα ναυτολόγησης από 26.5.2010 έως 27.6.2010 και από 29.7.2010 έως 15.8.2010, οπότε υπηρέτησε στο πλοίο της εναγομένης ως ναυτόπαις, το ποσό των [(βασικός μισθός 767 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%  168,74 Ευρώ =) 935,74 Ευρώ Χ 1,73 μήνες εργασίας του ως άνω χρονικού διαστήματος =] 1.618,83 Ευρώ. (2) Για το διάστημα ναυτολόγησης από 15.8.2010 έως 13.12.2010, οπότε υπηρέτησε στο πλοίο της εναγομένης ως ναύτης, το ποσό των [(βασικός μισθός 802 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%  176,44 Ευρώ =) 978,44 Ευρώ Χ 3,97 μήνες εργασίας του ως άνω χρονικού διαστήματος =] 3.884,40 Ευρώ. Β) Ως επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το ποσό των (9 Ευρώ Χ 5,7 μήνες εργασίας =) 51,30 Ευρώ. Γ) Ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας. (1) Για τα διαστήματα ναυτολόγησης από 26.5.2010 έως 27.6.2010 και από 29.7.2010 έως 15.8.2010, οπότε υπηρέτησε στο πλοίο της εναγομένης ως ναυτόπαις, το ποσό των 849,27 Ευρώ {[(βασικός μισθός 767 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%  168,74 Ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 9 Ευρώ + 405 Ευρώ αντίτιμο τροφής αδείας =) 1.349,74 Ευρώ : 22  = 61,35 Ευρώ Χ 8 = 490,81 Ευρώ Χ 1,73 μήνες εργασίας}. (2) Για το διάστημα ναυτολόγησης από 15.8.2010 έως 13.12.2010, οπότε υπηρέτησε στο πλοίο της εναγομένης ως ναύτης, το ποσό των 2.010,09 Ευρώ [(βασικός μισθός 802 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%  176,44 Ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 9 Ευρώ + 405 Ευρώ τροφή αδείας =) 1.392,44 Ευρώ : 22 = 63,29 Ευρώ Χ 8 = 506,32 Ευρώ Χ 3,97 μήνες εργασίας}. Επομένως, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για τις ανωτέρω αιτίες (Α έως Γ), το ποσό των 8.413,89 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, όπως ο ίδιος συνομολογεί, το ποσό των 5.060 Ευρώ, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 3.353,89 Ευρώ. Δ) Ως αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας (κατά το χρονικό διάστημα από 14.10.2010 έως 13.12.2010), α) για 9 Σάββατα και 1 αργία του ως άνω διαστήματος, το ποσό των (10 Χ 12 ώρες υπερωρίας Χ 5,79 Ευρώ =) 694,80 Ευρώ, β) για 51 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω διαστήματος, το ποσό των (51 Χ 4 Χ 5,79 Ευρώ =) 1.181,16 Ευρώ, επομένως, συνολικά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.875,96 Ευρώ, πλην όμως ο ίδιος αιτείται (με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) το έλασσον ποσό των 1.806,48 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Ε) Ως αποζημίωση τροφοδοσίας, κατά το χρονικό διάστημα από 14.10.210 έως 13.12.2010, το ποσό των (13,5 Χ 60 ημέρες =) 810 Ευρώ. ΣΤ) Ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 1.196,24 Ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις ανωτέρω (Α έως και ΣΤ) αιτίες, το ποσό των 7.166,61 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε αυτός το ποσό των 2.000 Ευρώ, όπως συνάγεται από την από 20.12.2010 απόδειξη πληρωμής, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, για τις οποίες δεν υφίσταται παράπονο με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 5.166,61 Ευρώ. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλουμένης ότι μεταξύ των διαδίκων (δεύτερου ενάγοντος και εναγομένης) υπήρχε συμφωνία καταλογισμού της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του δεύτερου ενάγοντα στο συμφωνηθέντα «κλειστό μισθό» που καταβάλετο σε αυτόν, που συνιστά ένσταση συμβατικού καταλογισμού (συμψηφισμού), υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μισθός στον ενάγοντα (ποσού 1.200  Ευρώ Χ 5,7 μήνες εργασίας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα = 6.840 Ευρώ) υπερέβαινε τις δεδουλευμένες αποδοχές του δεύτερου ενάγοντα, υπολογιζόμενες ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του κονδυλίου των υπερωριών. Αντίστοιχα, ο ισχυρισμός της εναγομένης (εισφερόμενος με πρόσθετο λόγο έφεσης στις προτάσεις της, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) ότι ο δεύτερος ενάγων έχει εξοφληθεί ολοσχερώς, για της λήψης του ως άνω ποσού των 2.000 Ευρώ στις 20.12.2010 και της αναφοράς στην προσαγόμενη Απόδειξη Πληρωμής Εξόφλησης ότι το ληφθέν επτά ημέρες μετά την απόλυσή τους στις 13.12.2010 ποσό των 2.000 Ευρώ ανεπιφυλάκτως καλύπτει κάθε ποσό που προκύπτει από μισθούς, αργίες, άδειες, υπερωρίες, από την εργασία του στο πλοίο «…», επιχειρούμενος όπως θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης της εναγομένης τυγχάνει πρωτίστως αόριστος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, για όμοιο λόγο με αυτόν που προεκτέθηκε για τον πρώτο ενάγοντα (υπό Ι.) καθόσον δεν περιέχει, το απαιτούμενο προς θεμελίωσή της στοιχείο της κάθε αιτίας καταβολής και του καταβληθέντος ποσού για κάθε μία αιτία, ενόψει του ότι με την κρινόμενη αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις του εργαζόμενου ναυτικού – δεύτερου ενάγοντος, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, ήτοι δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αποζημίωση αδείας, τροφοδοσία και αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, το ποσό των 5.166,61 Ευρώ και η εκκαλουμένη, η οποία επιδίκασε, για τις ως άνω αιτίες, στον ενάγοντα, το ποσό των 6.352,29 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης.

ΙΙΙ. Ο τρίτος ενάγων : Α) Ως δεδουλευμένες αποδοχές (διάστημα ναυτολόγησης 17.9.2010 έως 13.12.2010), το ποσό των [(βασικός μισθός 809 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%, 177,98 Ευρώ = 986,98 Ευρώ Χ 2,86 μήνες εργασίας του ως άνω χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, ως προς για τις οποίες δεν υφίσταται παράπονο =] 2.822,76 Ευρώ, πλην όμως ο τρίτος ενάγων αιτείται το έλασσον ποσό των 2.388,67 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Β) Ως επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το ποσό των (9 Ευρώ Χ 2,86 μήνες εργασίας =) 25,80 Ευρώ. Γ) Ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 1.460,42 Ευρώ {[(βασικός μισθός 809 Ευρώ + επίδομα Κυριακών 22%  177,98 Ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 9 Ευρώ + 405 Ευρώ μηνιαίως αντίτιμο τροφής αδείας ) : 22 Χ 8 ημέρες αδείας μηνιαίως =] 509,45 Ευρώ Χ 2,86 μήνες εργασίας}, πλην όμως ο τρίτος ενάγων αιτείται, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.451,50 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, για τις οποίες δεν υφίσταται παράπονο με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω (υπό στοιχ. Α, Β και Γ) αιτίες, ο τρίτος ενάγων έλαβε το ποσό των 3.865,97 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 800 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 3.065,97 Ευρώ. Δ) Ως αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας (κατά το χρονικό διάστημα από 14.10.2010 έως 13.12.2010), α) για 9 Σάββατα και 1 αργία του ως άνω διαστήματος, το ποσό των (10 Χ 12 ώρες υπερωρίας Χ 5,85 Ευρώ =) 702 Ευρώ, β) για 51 καθημερινές και Κυριακές του ως άνω διαστήματος, το ποσό των (51 Χ 4 Χ 5,85 Ευρώ =) 1.193,40 Ευρώ, επομένως, συνολικά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.895,40 Ευρώ, πλην όμως ο ίδιος αιτείται (με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) το έλασσον ποσό των 1.822 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό (106 ΚΠολΔ). Ε) Ως αποζημίωση τροφοδοσίας, κατά το χρονικό διάστημα από 14.10.210 έως 13.12.2010, το ποσό των (13,5 Χ 60 ημέρες =) 810 Ευρώ. ΣΤ) Ως αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 1.196,24 Ευρώ, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Επομένως, ο τρίτος ενάγων δικαιούται συνολικά για τις ανωτέρω (Α έως και ΣΤ) αιτίες, το ποσό των 6.894,21 Ευρώ. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο τρίτος ενάγων έχει λάβει επιπλέον ποσό 1.108 Ευρώ, επιχειρούμενος όπως θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης της εναγομένης τυγχάνει πρωτίστως αόριστος, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, καθόσον δεν περιέχει, το απαιτούμενο προς θεμελίωσή της στοιχείο της κάθε αιτίας καταβολής και του καταβληθέντος ποσού για κάθε μία αιτία, ενόψει του ότι με την κρινόμενη αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις του εργαζόμενου ναυτικού – τρίτου ενάγοντος, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, ήτοι δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αποζημίωση αδείας, τροφοδοσία και αποζημίωση απόλυσης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλουμένης ότι μεταξύ των διαδίκων (τρίτου ενάγοντος και εναγομένης) υπήρχε συμφωνία καταλογισμού της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του δεύτερου ενάγοντα στο συμφωνηθέντα «κλειστό μισθό» που καταβάλετο σε αυτόν, που συνιστά ένσταση συμβατικού καταλογισμού (συμψηφισμού), υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο συμφωνηθείς «κλειστός» μισθός στον ενάγοντα (ποσού 1.200  Ευρώ Χ 2,86 μήνες εργασίας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα = 3.432 Ευρώ) υπερέβαινε τις δεδουλευμένες αποδοχές του δεύτερου ενάγοντα, υπολογιζόμενες ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του κονδυλίου των υπερωριών. Επομένως, η εκκαλουμένη, ναι μεν κατ’ αποτέλεσμα ορθά απέρριψε την ανωτέρω ένσταση εξόφλησης (κατά το μέρος αυτής το οποίο ελέγχεται με την παρούσα έφεση, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού της αποτελέσματος, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα), πλην όμως έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, απορρίπτοντας αυτήν κατ’ ουσίαν, εφόσον αυτή ήταν απορριπτέα λόγω αοριστίας, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της νομιμμότητας του σχετικού λόγου έφεσης της εκκαλούσας και πρέπει, αφού εξαφανιστεί η απόφαση (βλ. ΕφΠειρ 795/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.385, ανωτέρω μείζονα σκέψη), να κρατηθεί υπόθεση, να δικασθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 6.894,21 Ευρώ.

Ενόψει των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση έφεση και αντέφεση να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, όχι μόνον ως προς τα κονδύλια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και για το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998, ΕλΔνη 1998, σ.825). Ακολούθως, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει : α) Στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 1.700 Ευρώ, β) στον δεύτερο ενάγοντα, το ποσό των 5.166,61 Ευρώ και γ) στον τρίτο ενάγοντα, το ποσό των 6.894,21 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης των τελευταίων, ήτοι από τις 14.12.2010, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, σύμφωνα με τις παραδοχές του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης δεν πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, ούτε με αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσιβλήτου, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο τούτο (βλ. ΑΠ 1116/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, αναφορικά με τη σωρευόμενη με την υπό κρίση έφεση, αίτηση ανάκλησης των με αριθμούς 1514/2011 και 3384/2011 αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Από τις διατάξεις των άρθρων 695 έως 697 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την κυρία δίκη και μπορεί να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις έχει εκδώσει ή από το δικαστήριο της κυρίας υποθέσεως. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 693 παρ.3 και 697 του ίδιου κώδικα, το δικάζον την κυρία υπόθεση δικαστήριο, που μπορεί να είναι και το εφετείο, στο οποίο εκκρεμεί λόγω ασκήσεως εφέσεως, μπορεί, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που έχει έννομον συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κυρία υπόθεση, είτε και αυτοτελώς και χωρίς ακόμη πιθανολόγηση νέων στοιχείων [μεταβολή πραγμάτων] να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει τη διατάσσουσα ασφαλιστικά μέτρα απόφαση με βάση μόνον τα στοιχεία της δικογραφίας. Και ναι μεν στο τελευταίο εδάφιο της διατάξεως του άρθρου 697 ΚΠολΔ γίνεται λόγος μόνον για πολυμελές πρωτοδικείο, απ` αυτό όμως, δεν μπορεί να συναχθεί επιχείρημα εξ αντιδιαστολής προς αποκλεισμό του εφετείου ενόψει του ότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό στη νομολογία, το πρώτο εδάφιο της παραπάνω διάταξης δεν κάνει ουδεμία διάκριση. Επομένως, αρμόδιο να δικάσει ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση είναι και το εφετείο, αν εκκρεμεί σ` αυτό η κυρία υπόθεση. Ως κυρία υπόθεση σε σχέση με το ασφαλιστικό μέτρο θεωρείται γενικώς εκείνη της οποίας το αντικείμενο είναι το δικαίωμα προς εξασφάλιση του οποίου διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο. Με το υπόψη ένδικο βοήθημα, δεν άγεται προς κρίση από το δικαστήριο η νομιμότητα και κατ` ακολουθία η ορθότητα της αποφάσεως που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο αλλ’ η νομιμότητα της περαιτέρω ισχύος αυτού (ΕφΠειρ 171/2005, ΠΕΙΡΝΟΜ 2005, σ.232). Συνεπώς, το δικαστήριο της κυρίας δίκης θα ελέγξει αν κατά το χρόνο κατά τον οποίο καλείται να αποφασίσει ως αρμόδιο δικαστήριο και να διατάξει για πρώτη φορά κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, θα διέτασσε το μέτρο αυτό, όπως έχει ήδη διαταχθεί με την απόφαση, της οποίας διώκεται η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση, τόσο κατά την έκταση όσο και κατά το είδος του ασφαλιστικού μέτρου. Αν δε το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι με τις συνθήκες που υπάρχουν κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δεν δικαιολογείται η διατήρηση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου, είτε ολικά είτε εν μέρει, μπορεί να ανακαλέσει αναλόγως την απόφαση που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο, ή να τη μεταρρυθμίσει. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές, δεν προϋποτίθεται για το παραδεκτό της αίτησης η επίκληση της μεταβολής των πραγμάτων, αλλά το δικαστήριο κρίνει βάσει των στοιχείων που υπάρχουν στη δικογραφία της κύριας υπόθεσης, εφόσον το θέμα τεθεί υπόψη του και έτσι αποφασίζει, όπως θα έκρινε αν για πρώτη φορά καλούνταν να διατάξει τη λήψη ή όχι του ασφαλιστικού μέτρου (βλ. ΠΠρΠειρ 2234/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εκκαλούσα – αιτούσα έγγραφα, συνάγεται ότι δυνάμει της με αριθμό 1514/2011 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, διατάχθηκαν, προς εξασφάλιση των επίδικων απαιτήσεων των εδώ εναγόνων, τα ακόλουθα ασφαλιστικά μέτρα α) η προσωρινή επιδίκαση ποσού 4.000 Ευρώ σε καθέναν από αυτούς και β) η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της καθ’ ης, είτε βρίσκονται στα χέρια της, είτε στα χέρια τρίτων και ιδιαίτερα του υπό ελληνική σημαία πλοίου …», μέρχι του ποσού των 9.000 Ευρώ, όσον αφορά στον πρώτο ενάγοντα, των 6.000 Ευρώ, όσον αφορά στον δεύτερο ενάγοντα και 5.000 Ευρώ, όσον αφορά στον τρίτο ενάγοντα. Ακολούθως, κατόπιν αιτήσεως της εδώ εκκαλούσας προς ανάκληση, της ως άνω απόφασης, εκδόθηκε η με αριθμό 3.886/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος, επίσης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με την οποίαν έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση ανάκλησης της  ανωτέρω, με αριθμό 1.514/2011, απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ως προς τον πρώτο καθ’ ου η αίτηση (εδώ πρώτο εφεσίβλητο), τόσο ως προς τη διάταξή της που αφορά στην προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης, όσο και κατά τη διάταξη που αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου της αιτούσας και απερρίφθη αυτή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των καθ’ ων. Ακολούθως, η αιτούσα κατέθεσε στο Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τις με αριθμούς … και … Εγγυητικές Επιστολές της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 6.000 Ευρώ και 5.000 Ευρώ, αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, οι δεύτερος και τρίτος των καθ’ ων η αίτηση (εφεσιβλήτων –εναγόντων) διατηρούν χρηματικές αξιώσεις κατά της αιτούσας, για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες, επομένως οι λόγοι που επέβαλαν αυτά και πιθανολογήθηκαν από τα ανωτέρω Δικαστήρια, που εξέδωσαν τις προαναφερθείσες αποφάσεις, εξακολουθούν να υφίστανται, ενόψει και του ότι δεν πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα (εκκαλούσα – εναγομένη) έχει προβεί έκτοτε σε καμία περαιτέρω καταβολή και δε συντρέχει περίπτωση ανάκλησης αυτών. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση ανάκλησης, τυγχάνει απορριπτέα, ως προς μεν τον πρώτο καθ’ ου – εφεσίβλητο, ως άνευ αντικειμένου, κατόσον τα επιβληθέντα προς αυτόν ασφαλιστικά μέτρα έχουν ήδη ανακληθεί, ως προς δε τους δεύτερους και τρίτο των  καθ’ ων – εφεσιβλήτων, ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη.

Λόγω της μερικής νίκης και ήττας των εφεσιβλήτων – εναγόντων, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας – εναγομένης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 178 , 183, 191 παρ 2 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          

              Δικάζει την έφεση και τη σωρευόμενη αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 102/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εφεσίβλητου.

Δέχεται εν μέρει την από 15.4.2011 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει α) στον πρώτο των εναγόντων, το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) Ευρώ, β) στο δεύτερο των εναγόντων, το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι Ευρώ και εξήντα ενός λεπτών του Ευρώ (5.166,61 Ευρώ) και γ) στον τρίτο των εναγόντων, το ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα τεσσάρων Ευρώ και είκοσι ενός λεπτών του Ευρώ (6.894,21 Ευρώ), με το νόιμο τόκο υπερημερίας από την 14.12.2010, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού.

Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης των με αριθμούς 1.514/2011 και 3.384/2011 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων).

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης (εκκαλούσας) μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων (εφεσιβλήτων) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις  19-9-2016 ,  χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η      ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           H  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ