ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1863/2016
(Αριθ. καταθ. …)
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία …», η οποία εδρεύει στα …. …., νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ευαγγελία ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ ……. ……. του Γ., κατοίκου Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Στέφανο ΛΥΡΑ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17.9.2009 αγωγή του κατά της εκκαλούσας, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 111/2011 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου.
Η εκκαλούσα, με την από 15.7.2014 έφεσή της (με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …, γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …), η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνιση της απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς τους, που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 111/2.9.2011, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την από 17.9.2009, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 17.7.2014 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ συνδ. αρθρ. 72 παρ.13 Ν. 2994/2011). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Με το δικόγραφο της ανωτέρω έφεσης, ορθώς εκτιμωμένου τούτου, ασκήθηκε παραδεκτώς από την εκκαλούσα, αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων πριν από την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης κατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από 17.9.2012 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως ναυτκής εργασίας αορίστου χρόνου, που έλαβε χώρα στον Πειραιά την 2.7.2008 μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό- οχηματαγωγό πλοίο «…», νηολογίου Χ. (αρ.15), κ.ο.χ. …, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων. Ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης ναυτολόγησης, εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 23.4.2009, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Ότι από την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο διατηρεί αξιώσεις (διαφορές αποδοχών) κατά της εναγομένης – εκκαλούσας, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, τις καθημερινές και Κυριακές, επίδομα εορτής Χριστουγέννων έτους 2008, αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2009 και διαφορές βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας και άδειας μετά τροφής. Με βάση δε τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 11.715,18 Ευρώ, όπως αυτό εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια στο αγωγικό δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία απόλυσής του (23.4.2009), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, η (εκκαλουμένη) με αριθμό 111/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53 επ., 84 του ΚΙΝΔ, 341, 345, 346, 361, 648 πε., 653, 655, 680 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων των ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων για τα έτη 2008 και 2009, που κυρώθηκαν με τις υπ’ αριθμ. 3525.5/01/2008 και 3525.5/01/2009 αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, την έκανε εν μέρει δεκτή και, συνακόλουθα, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.695,97 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο α) όσον αφορά στο ποσό των 9.618,39 Ευρώ, που αφορά αμοιβή για υπερωριακή αμοιβή κατά τα Σάββατα, τις Αργίες, τις Κυριακές και Καθημερινές των ετών 2008 και 2009, καθώς επίσης και τη διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων έτους 2008, από την επομένη της απόλησης (23.4.2009) και β) όσον αφορά στο ποσό των 1.077,58 Ευρώ, που αφορά διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2009, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση. Ακολούθως δε, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και επιβλήθηκε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα σε βάρος της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα – εναγομένη, με την έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 527 αριθ. 2 και 269 § 2 στοιχ. β` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη δευτεροβάθμια δίκη είναι κατ` εξαίρεση παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών ισχυρισμών, αν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Είναι δυνατή στην κατ’ έφεση δίκη η προβολή της ένστασης παραγραφής, η οποία συμπληρώθηκε σε επιδικία, δηλαδή μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, γιατί αποτελεί οψιγενή ισχυρισμό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 289 του ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και εκείνες του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης. Κατά δε το άρθρο 291 § 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. Στις περιπτώσεις όμως των αξιώσεων του άρθρου 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω από το άρθρο 251 οριζόμενη αφετηρία αυτής (ΕφΛαρ 524/2004, Αρμ 2006, σ.891, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 261 εδ. α’ ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ.β’ ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων των ή του δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ, για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τ’ ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί “εν επιδικία”, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με την διακοπείσα και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 & 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος. Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε, ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παραγ.1), στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. Περαιτέρω κατά το άρθρο 277 ΑΚ το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής, προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επίκλησης από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (ΑΠ 950/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία έχει εφαρμογή και για την πιο πάνω αξίωση από τη ναυτολόγηση, συνάγεται ότι, εάν η παραγραφή της αξίωσης διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ήτοι η ομοειδής προς τη διακοπείσα, αρχίζει πάλι αμέσως από την αγωγή αυτή. Διακόπτεται δε με κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αρχίζει νέα, ισόχρονη προς τη διακοπείσα, από την επιχείρηση της νέας διαδικαστικής πράξης. Η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου παραγραφής που ισχύει γι’ αυτήν αν δεν μεσολαβήσει κάποια διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής τη, προτού περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη, σε περίπτωση δε, που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Συνεπώς, εφόσον η αξίωση κατέστη επίδικη, η παραγραφή στην οποίαν υπόκειται μπορεί να συμπληρωθεί και σε επιδικία, αν απρακτούν οι διάδικοι, και δεν διακόπτεται ούτε αναστέλλεται από τη λήξη της επιδικίας, ήτοι από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης και μέχρις ότου αρχίσει νέα δίκη με την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού ο νόμος (ΑΚ 261) δεν θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής την ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Μόνο, δε, αν η αξίωση βεβαιωθεί με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό η παραγραφή γίνεται εικοσαετής και αν ακόμη η αξίωση υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή (αρθρ. 268). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η προθεσμία προς άσκηση ενδίκων μέσων δεν επηρεάζει την παραγραφή της αξίωσης, η οποία διέπεται από τις σχετικές για αυτήν διατάξεις και δεν συναρτάται από το δικαίωμα προς άσκηση ενδίκων μέσων (ΕφΑθ 297/2014, προσκομιζόμενη, πρβλ, αναφορικά με προϊσχύσασα μορφή του άρθρου 261 ΑΚ, ΑΠ 1309/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1558/1990, ΕΕΝ 1991, σ.664, ΕφΠατρ 619/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010, σ.494, ΕφΠειρ 1017/2000, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2000, σ.444, ΕφΠειρ 949/1993, ΑΡΧΝ 1994, σ.752).
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Δ. Λ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του εφεσιβλήτου – ενάγοντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εκκαλούσης – εναγομένης (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιά, Α. Β. Χ., αναφορικά με την επίδοση στην εναγομένη της από 7.6.2011 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), από τις με αριθμό … και … ένορκες βεβαιώσεις του Αλκιβιάδη Σμπυράκη και Λάμπρου Καρατζή, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εκκαλούσας – εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσίβλητου – ενάγοντα (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό … του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιά, Γ. Αρ. Σ., αναφορικά με την επίδοση στον ενάγοντα της από 7.6.2011 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων άσκησε την ένδικη, από 17.9.2009, αγωγή του, που έχει ως βάση τη σύμβαση ναυτολότησής του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με αριθμό 111/2011, απόφαση, με χρόνο δημοσίευσης την 2.9.2011. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η κρινόμενη, από 17.7.2014 (ημερομηνία κατάθεσης της έφεσης στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), έφεση, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει επιδοθεί η προσβαλλομένη απόφαση. Όμως, από την 1.1.2012, που αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη νομική σκέψη, ημέρα ενάρξεως του χρόνου παραγραφής, έως το χρόνο κατάθεσης της ένδικης έφεσης, πέρασε χρονικό διάστημα πλέον των δύο ετών, χωρίς να διακοπεί η παραγραφή από κάποια άλλη διαδικαστική ενέργεια των διαδίκων ή άλλο λόγο διακοπής, ενώ τέτοιο λόγο δεν επικαλείται ο εφεσίβλητος – ενάγων. Έτσι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη, συμπληρώθηκε η παραγραφή της επίδικης αξίωσης σε επιδικία, δεδομένου ότι, όσον αφορά στα επίδικα κεφάλαια, δεν έχει περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη (ad hoc, ΕφΠειρ 297/2014, προσκομιζόμενη). Εξάλλου, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 261 ΑΚ, καθόσον α) μετά την κατά τα άνω έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, δυνάμει της οποίας επήλθε περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό, με την έκδοση οριστικής απόφασης και έληξε η εκκρεμοδικία (βλ.ΑΠ 1528/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5357/2011, ΝοΒ 2013, σ.76), ο ενάγων δεν επίσπευσε την πρόοδο της δίκης και β) δεν προβλέπετο, έκτοτε, άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτόν, δοθέντος ότι η προθεσμία των τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι καταχρηστική προθεσμία, δηλαδή η έναρξη του χρονικού διαστήματος που αυτή προβλέπει, δε συνδέεται με οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ενέργεια διαδίκου, προϋπόθεση που τίθεται στην εν λόγω (261 παρ.2 ΑΚ) διάταξη (βλ., αναφορικά με τη διάκριση της προθεσμίας της διάταξης της παρ.1 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, από αυτήν της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1995, υπό αρθρ. 518, αριθμ. 1, 2), ενώ, όπως εκτίθεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης από μέρους των διαδίκων, δεν επηρεάζει την παραγραφή της αξίωσης, η οποάι διέπεται από τις σχετικές γι’ αυτήν διατάξεις και δε συναρτάται προς το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί, ότι, σε κάθε περίπτωση, στο ίδιο συμπέρασμα θα οδηγούνταν το Δικαστήριο και υπό την άποψη ότι η νέα διάταξη του άθρρου 261 ΑΚ, μετά από τελολογική συστολή του γράμματός της και προς την κατεύθυνση της σύμφωνης προς το Σύνταγμα ερμηνείας της, δεν καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της απαίτησης εν επιδικία έχει ήδη επέλθει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την κατά τα άνω τροποποίησή της, στις οποίες (υποθέσεις) η αναδρομικότητα της ρύθμισης θα οδηγούσε στην επαναφορά της απαίτησης στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή υφίσταται μόνον ως φυσική ή ατελής ενοχή λόγω της παραγραφής (βλ. ΕφΑθ 523/2015, ΕλΔνη 4, σ.2015), καθόσον στην προκείμενη υπόθεση, η παραγραφή συμπληρώθηκε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, την 1.1.2013, ήτοι πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου 101 παρ.1 του Ν. 4139/2013. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός, ως κατ’ ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης που παραδεκτά, κατά τα άνω προβάλλεται με την ένδικη έφεση, αφού πρόκειται για οψιγενή ισχυρισμό που γεννήθηκε μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Πρέπει, δε, να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να δικαστεί κατ’ ουσίαν η υπόθεση και η αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ και να απορριφθεί η αγωγή ως παραγεγραμμένη εν επιδικία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αν η έφεση γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή και απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει η αγωγή και η προσβαλλομένη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί, είτε εκουσίως είτε αναγκαστικώς, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφ` όσον η εκτέλεση προαποδεικνύεται, διατάζει, κατόπιν αιτήσεως εκείνου, σε βάρος του οποίου εγένετο η εκτέλεση, υποβαλλομένη με το δικόγραφο της εφέσεως και των προσθέτων λόγων, με τις προτάσεις ή και με αυτοτελές δικόγραφο, την επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως της εξαφανισθείσας ή μεταρρυθμισθείσας απόφασης κατάσταση, εάν δε υφίσταται σχετικό αίτημα, η επιστροφή των καταβληθέντων διατάσσεται εντόκως βάσει των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ από της επιδόσεως της διατασσούσης την επαναφορά αποφάσεως. Εκ της ιδίας διατάξεως προκύπτει, περαιτέρω, ότι η εξουσία του δικάζοντος την έφεση Δικαστηρίου ν` ασχοληθεί με το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, οπωσδήποτε και εάν έχει αυτό υποβληθεί, δηλαδή και δι’ αυτοτελούς δικογράφου, συνδέεται αρρήκτως με το ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει ακόμη εξαντλήσει την εξουσία του επί της εφέσεως (ΕφΠειρ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 97/2012 ΕΝΔ 2012, σ.97). Εξάλλου, κατά το τελευταίο εδάφιο του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι, η προαπόδειξη της εκτέλεσης αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την παραδεκτή υποβολή του αιτήματος στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο, αλλιώς η έλλειψη αυτής απολήγει σε απαράδεκτο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1997, υπό αρθρ. 914, αριθμ.10, ΕφΑθ 5957/2009, ΕλΔνη 2011, σ.1657).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δικόγραφο της έφεσης η εκκαλούσα ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος έχει λάβει το συνολικό ποσό των 12.972,56 Ευρώ, εκ των οποίων ποσό 10.695,97 Ευρώ για κεφάλαιο, καταβληθέν από την εκκαλούσα στις 14.10.2011 και ποσό 2.276,59 Ευρώ για τόκους, καταβληθέν από την εκκαλούσα στις 19.10.2011, σε συμμόρφωση της εκκαλουμένης, ζητεί, δε, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της καταβάλει το ποσό αυτό, ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Η αίτηση αυτή της εκκαλούσας, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου είναι παραδεκτή και νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον η εκκαλούσα – εδώ αιτούσα – εναγόμενη υποχρεούμενη σε προαπόδειξη της αίτησής της, υπό τα αναφερόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε έγγραφο αποδεικτικό της πραγματοποίησης της εκτέλεσης της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ούτε, έστω, της καταβολής στον εφεσίβλητο – καθ’ ου η υπό κρίση αίτηση – ενάγοντα, του ποσού, για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η εκκαλουμένη, ενώ από τις προτάσεις του εφεσίβλητου – εναγομένου δε δύναται να συναχθεί ομολογία αυτού, περί των ανωτέρω. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 111/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την από 17.9.2009, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ