ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 370/2015
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO
ΠΕΙΡΑΙΑ
(Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ)
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 08η Ιουνίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα ΚρυσταλλίαςΚριμιζά για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ Π. Μ. του Π., κατοίκου Ν. Αττικής (οδός Π. ) η οποία παρέστη μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παρασκευά Ζουρντού.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Μ. Λ. και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στο Π. Φ. Αττικής (οδός …), νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Παπαθεοδωροπούλου.
Η ενάγουσα – καλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, η συζήτηση της οποίας είχε οριστεί, το πρώτον, για τη δικάσιμο της 27.01.2015, κατά την οποία ματαιώθηκε, λόγω της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών της 25.01.2015, επαναφερθείσα προς συζήτηση με τη με ΓΑΚ … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση, για τη δικάσιμο της 17.3.2015 κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται κατά την οποία και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α.α. Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές από την έγκυρη σύμβαση εργασίας έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης β.Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 281, 361, 648,652, 656 του ΑΚ και 7 του Ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να ρυθμίζει οποιοδήποτε θέμα ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του, προς επίτευξη των σκοπών αυτής, καθορίζοντας το είδος, τον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες εργασίας και γενικά τους όρους παροχής αυτής, αν το εν λόγω δικαίωμα του στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ανακαλείται ή περιορίζεται από ειδική διάταξη του νόμου ή από την ατομική σύμβαση ή αν δεν υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν αποκλείεται δε σ` αυτόν το δικαίωμα και μετά την από μέρους του βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού, η οποία από μόνη της δεν συνεπάγεται τη λύση αυτής, να καταγγείλει τη σύμβαση, η άσκηση όμως του δικαιώματος του αυτού πρέπει να μην υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται από την ίδια διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους – όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει – η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχονται,όμως, αφενός, ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου (ως έσχατου μέσου αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχειρήσεως) και, αφετέρου, ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, για την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην αυτή επαγγελματική κατηγορία και ειδικότητα, θα ληφθούν υπόψη η απόδοση, η αρχαιότητα, η ηλικία, τα οικογενειακά βάρη, η οικονομική κατάσταση κάθε μισθωτού, η δυνατότητα εξευρέσεως από αυτόν άλλης εργασίας κ.λπ. Εξάλλου η πρόσληψη άλλου μισθωτού στη θέση του απολυθέντος, εξαιτίας των άνω λόγων, μπορεί, με τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, να καταστήσει την απόλυση καταχρηστική (οράτε ΑΠ 1364/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).γ. Κατά το άρθρο 7 εδ. α΄ Ν. 2112/1920 «Πάσα μονομερής μεταβολή τον όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά τον όρο της διάταξης αυτής, «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ’ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης. Για την εφαρμογή, όμως, της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σε αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και δεν γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ο εργαζόμενος δεν προστατεύεται μόνο από τη διάταξη αυτή αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την, κατά το δυνατόν, καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται, επί σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθ’ όσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 ΑΚ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός έχει, διαζευκτικά, τις εξής δυνατότητες : α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920, γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (οράτε ΑΠ 24/2014 ΕλλΔνη 2014 σ 1372, με παρατηρήσεις Ευαγγ. Στασινόπουλου, 127/2007 ΕλλΔνη 2007σ. 1407, 46/2006 ΕλλΔνη 2006 σ. 1396, 698/2005 ΕλλΔνη 2007 σ. 1407, 650/2005 ΕλλΔνη 2006 σ. 1034, 907/2004 ΕλλΔνη 2005 σ. 1687,ΕφΑθ 6889/2006 ΕλλΔνη2008 σ. 263,ΜΕφΠειραιά 2/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 165 με σημείωση Σαλ. Μούζουρα). δ. Σχετικά, η από τα άρθρα 669 § 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προβλεπόμενη καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία, αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και ασκείται οποτεδήποτε, εκτός αν περιορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, αλλά υπόκειται, όπως και η άσκηση κάθε άλλου δικαιώματος, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Πρέπει, δηλαδή, να μην υπερβαίνει προφανώς τα τιθέμενα από το άρθρο αυτό όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν υπάρχει τέτοια υπέρβαση, η καταγγελία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, άκυρη, ο δε εργοδότης που δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού είναι υποχρεωμένος στην καταβολή, κατ` άρθρο 656 ΑΚ, των μισθών υπερημερίας. Προφανής δε υπέρβαση των ως άνω τιθέμενων ορίων και, επομένως, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπάρχει και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη απλώς και μόνο για λόγους εκδικήσεως ή εχθρότητας, συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, και γενικά όταν η απόλυση του μισθωτού δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζομένου, ή από ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά αυτού προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφό του, εξ αιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχειρήσεως (οράτε ΑΠ 987/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 1376 με σημείωση Ευ. Στασινόπουλου, 1601/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 311/2010 ΕλλΔνη 2012 σ. 1565, 355/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 444, 341/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 484, 321/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ε. Ειδικότερα δε, σε περίπτωση που δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος, για την εγκυρότητα της καταγγελίας, οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 § 1 του Ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (οράτεΟλΑΠ 1338/1985). Έτσι, στην περίπτωση που ο μισθωτός θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής («καθ’ υποφοράν»), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Εάν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, γιατί έτσι μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ) (οράτε ΑΠ 624/2008 ΕλλΔνη 2010 σ. 78, σχετικές επίσης οι ΑΠ 339/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 443, 64/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 1389, 1462/2007 ΕλλΔνη 2009 σ. 485, ΕφΑθ 605/2008 ΕλλΔνη 2008 σ. 861). στ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 914, 932, 281, 648 και 672 του ΑΚ και 5 § 1 και 22 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψής του ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (οράτε ΑΠ 282/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 778/1995 ΔΕΝ 1997 σ. 235, ΕφΑθ 2604/2011 ΕλλΔνη 2014 σ. 792 με παρατηρήσεις Ευ. Στασινόπουλου, 1322/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 1120, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 983/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1730/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 542/1999 ΕλλΔνη 2000 σ. 92, Εμπατών 578/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 885). ζ. Για να είναι δε ορισμένο, κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής με το οποίο ζητείται να καταδικασθεί ο εργοδότης να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη του εργαζομένου που έχει προσβληθεί εξαιτίας των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, πρέπει να διαλαμβάνονται περιστατικά από τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, να συνάγεται ότι η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινα παράνομα και υπαίτια, δηλαδή με μείωση της υπόληψης της ενάγουσας, ως εργαζομένου ή καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του (εργοδοτικού) δικαιώματος (οράτεΕφΑθ 2604/2011 ό.π.).η. Επίσης, κατά την διάταξη του άρθρου 946 § 1 ΚΠολΔ, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το Δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει, και αυτεπαγγέλτως, σε χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση. Στη ρύθμιση της παραπάνω διάταξης εμπίπτουν και οι δημιουργούμενες από την εργασιακή σχέση υποχρεώσεις των μερών, που είναι δεκτικές εξαναγκασμού, όπως είναι η υποχρέωση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσφερόμενες από το μισθωτό υπηρεσίες (οράτεΟλΑΠ 2/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 583, ΑΠ 255/2005 ΔΕΕ 2005 σ.214, ΕφΑθ 5888/2004 Αρμ. 2005 σ.901, 8508/2004, ΑρχΝομ 2005 σ.336, ΜΠρΧαλκ 27/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Β.Mε την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά το νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκα αναγνωριστικόως προς τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν στο κονδύλιο με το οποίο ζητείται η επιδίκαση του ποσού των 6.000,00 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και στους μισθούς υπερημερίας από των μηνών από τον Απρίλιο του 2015 και εφεξής (μετά των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του 2015), που ανέρχονται σε 29.685,34 ευρώ, με αποτέλεσμα να διατηρείται ο καταψηφιστικός χαρακτήρας της για τους μισθούς υπερημερίας των μηνών από το μήνα Οκτώβριο 2014 (αναλογία των 2/3 του μισθού του μήνα αυτού) 2014, και των μηνών Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου 2014, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2014 (μετά του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του 2014), που ανέρχονται σε 17.964,89 ευρώ, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε, μεταξύ των διαδίκων,στον Πειραιά την 01.3.1998 για να εργαστεί στα γραφεία της επιχείρηση που αυτή διατηρεί στον Πειραιά, αρχικά με την ειδικότητα τηςυπαλλήλου γραφείου, αναγνωρίζοντας, συνάμα, όλη την προϋπηρεσία της και όλα τα εργασιακά της δικαιώματα τα οποία απέρρεαν από την προηγούμενη προϋπηρεσία της στις εταιρείες οι οποίες στην αγωγή αναφέρονται. Σχετικά δε η ενάγουσα προβάλλει ότι, στην πράξη, δεν έλαβε χώρα καμία διαφοροποίηση στο εργασιακό της καθεστώς δεν έλαβε χώρα από το 1986 μέχρι και την επίδικη καταγγελία της για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω, εφόσον η διάκριση των νομικών αυτών προσώπων (εργοδοτών της) ήταν τυπική ενόψει του ότι είχαν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα και ελέγχονταν από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, λαμβάνουσα χώρα (η διάκριση) μόνο για φορολογικούς λόγους. Αναφορικά δε με το ωράριο και το πρόγραμμα απασχόλησής της, προβάλλει ότι είχε συμφωνηθεί να εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα (Δευτέρα –Παρασκευή), με ωράριο 09.00-17.00. Η ενάγουσα αναφέρει ότι, κατόπιν εντολής των υπευθύνων της εναγομένης, εργαζόταν, ήδη από το έτος 2011 επί μία ώρα πέραν του ωραρίου, ήτοι από μέχρι ώρα 18.00, χωρίς να λάβει ποτέ επιπλέον αμοιβή γι’ αυτή, ενώ, ωσαύτως, προβάλλει ότι υποχρεώθηκε και σε εργασία κατά τα Σάββατα για μία φορά το μήνα τουλάχιστον, με σύστημα βαρδιών, χωρίς και πάλι να λάβει την προσήκουσα αμοιβή, αιτίες για τις οποίες αναφέρει ότι διαμαρτυρήθηκε στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης, υπομένοντας την κατάσταση αυτή λόγω του φόβου της απόλυσης. Περαιτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι την 27.3.2014, ημέρα Πέμπτη, δέχθηκε κλήση στο κινητό της τηλέφωνο από την υπεύθυνη προσωπικού της εναγομένης η οποία της ανακοίνωσε την απόφαση της διοίκησης της εναγομένης για την αλλαγή του ωραρίου της το οποίο θα διαμορφωνόταν Δευτέρα – Παρασκευή 08.30 – 17.30 και 11.15 – 20.15 εναλλάξ ανά εβδομάδα το οποίο θα ακολουθούσε εκ περιτροπής με τη συνάδελφό της με επώνυμο Δρακοπούλου, ανατρέποντας έτσι μία κατάσταση 28 ετών, εμμένοντας, συνάμα, στην εννιάωρη απασχόλησή της. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ούσα αιφνιδιασμένη και ταραγμένη από την απόφαση αυτή της εναγομένης, δήλωσε στην προσωπάρχη ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αλλαγή αυτή του ωραρίου της, ενώ εκείνη την προειδοποίησε ότι τυχόν άρνησή της δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες. Την επομένη 28.3.2014, η ενάγουσα αναφέρει ότι, κατά την προσέλευσή της στην εργασία της, δέχθηκε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την προσωπάρχη της εναγομένης, απευθυνόμενο σε εκείνη και στη συνάδελφό της με το επώνυμο Δρακοπούλου, με το οποίο ενημερώνονταν αμφότερες ότι, από την 28.3.2014, το ωράριο του τηλεφωνικού κέντρου διαμορφώνεται Δευτέρα – Παρασκευή 08.30 – 17.30 και 11.15 – 20.15 ζητώντας παράλληλα από τις εργαζόμενες αυτές να ενημερώσουν τη διοίκηση για τον τρόπο κάλυψης κάθε βάρδιας. Η ενέργεια αυτή, κατά την ενάγουσα, συνιστά αλλαγή του ωραρίου της με εντολή για παροχή επιπλέον μίας ώρας εργασίας, χωρίς όμως την αναλογούσα, γι’ αυτή επιπλέον αμοιβή. Η ενάγουσα προβάλλει ότι απευθύνθηκε στην προσωπάρχη διαμαρτυρόμενη και αναφέροντάς ότι η απασχόλησή της στην απογευματινή βάρδια συνιστούσε βλαπτική ανατροπή στην καθημερινότητά της και μάλιστα άμεση, παραπονούμενη και για το θέμα της μη καταβολής επιπλέον αμοιβής για την απασχόλησή της πέραν του ωραρίου των οχτώ ωρών, εισπράττοντας και πάλι την προειδοποίηση ότι θα υποστεί τις συνέπειες, σε περίπτωση που δεν συμμορφωνόταν σχετικά. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι προσέφυγε, την ίδια εκείνη ημέρα, στην Επιθεώρηση Εργασίας, αιτούμενη την παρέμβασή της για το θέμα της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής του ωραρίου της και της μη καταβολής επιπλέον αμοιβής για την απασχόληση πέραν του ωραρίου των οχτώ ωρών, ενώ η απάντηση της εναγομένης υπήρξε άμεση, εφόσον, την ίδια πάλι ημέρα, η ενάγουσα και η συνάδελφός της κλήθηκαν από το νομικό σύμβουλο της εναγομένης ο οποίος τους ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα έκαμε λάθος που προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και ότι θα υπάρξουν συνέπειες. Η ενάγουσα προβάλλει ότι, μπροστά στην άκαμπτη αυτή στάση της εναγομένης, αντιπρότεινε στην προσωπάρχη το ωράριο να διαμορφωθεί ως εξής : πρωί 08.30-17.30 και απόγευμα 10.00-19.00, υπενθυμίζοντας ότι θα έπρεπε να της καταβάλεται και επιπλέον αμοιβή για τη μία, πέραν του ωραρίου, ώρα απασχόλησης και ότι η ανατροπή αυτή του ωραρίου ανέτρεπε την από μακρού διαμορφωμένη καθημερινότητά της, εισπράττοντας αρνητική και πάλι απάντηση. Η συζήτηση δε της προσφυγής αυτής έλαβε χώρα την 02.5.2014, οπότε η εναγομένη δεν παρέστη, αποστέλλοντας υπόμνημα με το οποίο αντέκρουε τις αιτιάσεις της ενάγουσας, ενώ την 11.6.2014, η εναγομένη, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης αυτής εργασίας της, με προμήνυση τεσσάρων μηνών, μετά την πάροδο των οποίων θα όφειλε να αποχωρήσει από την εργασία της. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της η οποία υπήρξε το έσχατο μέσο (ultimaratio)για την προάσπιση των συμφερόντων της εναγομένης, υπήρξε άκυρη ως καταχρηστική, λαβούσα χώρα καθ’ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, παρά την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη, από αδικαιολόγητη αντίδραση της εναγομένης στη διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων της ενάγουσας, προς εκφοβισμό των λοιπών συναδέλφων της, χωρίς να συνδέεται με λόγους αναγόμενους στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης ή σε ανάγκες διαρθρωτικών αλλαγών ή σε οικονομοτεχνικούς λόγους ή σε πτώση της απόδοσής της ή ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, αλλά, αντίθετα, ότι άμεσα συνάπτεται με την προσφυγή της ενάγουσας στην Επιθεώρηση Εργασίας, εφόσον έλαβε χώρα μικρό μόνο χρονικό διάστημα μετά από αυτή. Περαιτέρω, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, ένεκα των περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα, κατά τα ανωτέρω, η καταγγελία της σύμβασης αυτής εργασίας της και η κατάσταση την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει, ένεκα της απόλυσής της αυτής, έχουν προκαλέσει σε εκείνη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί την επιδίκαση του ποσού των 6.000,00 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς, η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 11.6.2014 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί εκείνη να αποδέχεται τις προσηκόντως από την ενάγουσα παρεχόμενες υπηρεσίες της, με την απειλήχρηματικής ποινής 100,00 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με το διατακτικό της παρούσης και να υποχρεωθεί, εφόσον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη, κατά τα ανωτέρω, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.964,89 ευρώ [μήνας Οκτώβριος 2014 (αναλογία των 2/3 του μισθού του μήνα αυτού), και μισθοί των μηνών Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου 2014, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2014 (μετά του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του 2014)], να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει το συνολικό ποσό των 29.685,34 ευρώ [μισθοί των μηνών από τον Απρίλιο του 2015 και μέχρι και το Δεκέμβριο του 2015 (μετά των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του 2015)], με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητήμία επί μέρους από τις απαιτήσεις που συνθέτουν τα ποσά αυτά και, επικουρικά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και να αναγνωρισθεί ότι εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.000,00 ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Παρεπομένως, ζητείται (μετά τη μερική τροπή κατά τα ανωτέρω των αγωγικώνκονδυλίων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά) η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, αναφορικά με τα κονδύλια που διατηρούν τον καταψηφιστικό τους χαρακτήρα και, τέλος, η καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή των εν γένει δικαστικών της εξόδων. Η αγωγή αυτή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 εδ. γ΄, 14 § 2, 16 περ. 2 και 25 §2 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, και περαιτέρω, έχει ασκηθεί ενός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 Ν. 3198/1955, εφόσον η λύση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας αναφέρεται ότι έλαβε χώρα την 11.10.2014, με τη λήξη της προθεσμίας και η άσκηση της αγωγής ολοκληρώθηκε, με την επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της στην εναγομένη, με κλήση προς συζήτηση,για τη σημερινή δικάσιμο, την 31.10.2014, με βάση την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Θ. Φ. [οράτε ΑΠ 1398/1986 ΔΕΝ 1987 σ. 701, ΕφΑθ 2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1442, Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 131 υποσημ. 41, Δ. Σιδέρης Ενστάσεις επί των αξιώσεων από τη λύση της σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε Ι. Ληξουριώτη(επιμέλεια)ΕνστΕργΔικ 2010 σ. 189 αρ. 20],είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 174, 180, 279, 281, 297, 298, 299, 330, 340, 341, 345, 346, 350, 361, 648 – 653, 655, 656, 667, 669 και 932 του ΑΚ, της Διαιτητικής Απόφασης 16/1990, 1 και 3 Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4558/1930, του ΒΔ της 16/18.7.1920 2, 5 § 3 εδ. α΄ και 6 § 2 του Ν. 3198/1955, 1 § 1 και 2 του Ν. 1082/1980, άρθρα 1 και 3 της ΥΑ 19040/1981, 3 § 1 ΑΝ 539/1945, 3 § 16 του Ν. 4504/1966, 69 § 1 εδ. ε΄, 70, 176, 190, 907, 908 § 1 στοιχ. ε΄ και 946 § 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον, έχει περιληφθεί στο φάκελο το προβλεπόμενο κατ’ άρθρο 61 § 4 Ν. 4194/2013 και με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το προς καταψήφιση αιτούμενο ποσό υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).
Γ.α.α. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς, απλώς, για τα συμφέροντα του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτεΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία). α.β.Κατά μεν την διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ «ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», κατά δε την διάταξη του επόμενου άρθρου 441 ΑΚ «ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνησία ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου, με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση «εξοφλήσεως» διά του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 664 ΑΚ, ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για την διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Μισθό όμως δεν αποτελεί η αξίωση αποζημιώσεως λόγω απολύσεως και συνεπώς δεν απαγορεύεται ο συμψηφισμός της αξιώσεως αυτής (οράτε 450/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 936/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 943/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1061, 980/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β. Η εναγομένη, με τις νομότυπα, κατά τη συζήτηση, κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, συνομολογεί το γεγονός της απασχόλησης της ενάγουσας στις αναφερόμενες στην αγωγή εταιρείες και κατά αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και με τη στην αγωγή αναφερόμενη ειδικότητακαι το γεγονός της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, με επίδοση εγγράφου την 11.6.2014 και το χρόνο λύσης τη 13.10.2014, αρνούμενη όμως το γεγονός ότι ζητήθηκε από την ενάγουσα να εργαστεί πέραν του οχταώρου, υποστηρίζοντας μόνο ότι έλαβε χώρα αλλαγή του ωραρίου της ενάγουσας και της συναδέλφου της (αντί αμφοτέρων 09:00-17:00 σε δύο βάρδιες 08:30-16:30 η μία και 11:15-19:15 η άλλη εναλλάξ). Κατά την εναγομένη, η ενάγουσα και η συνάδελφός της καταχρηστικά έσπευσαν στην επιθεώρηση εργασίας, αρνούμενες να συμμορφωθούν στο νέο ωράριο, εκτιμώντας ότι η εταιρεία δήθεν, όπως υποστηρίζει θα της απέλυε λόγω μη αποδοχής του νέου ωραρίου τους, ενώ ωσαύτως προβάλλει ότι αμφότερες απέστειλαν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διοίκηση της εναγομένης με το οποίο ζητούσαν την αλλαγή του ωραρίου τους και την εναλλάξ απασχόλησή τους (βάρδιες 08:30-17:30 και 10:00-19:00). Περαιτέρω, η εναγομένη αρνείται ότι είχε ζητήσει παροχή εργασίας πέραν του οχταώρου και τα Σάββατα και ότι έγινε προσπάθεια βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας της. Τέλος η εναγομένη υποστηρίζει ότι η ενάγουσα καταχρηστικά προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, άνευ λόγου και αντικειμένου, αποσκοπώντας, ουσιαστικά, να προκαλέσει την, εκ μέρους της, καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, μολονότι της καταβλήθηκε αποζημίωση, λόγω της καταγγελίας της αυτής, ύψους 28.745,98 ευρώ. Περαιτέρω, η εναγομένη προβάλλει, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτός ο αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σε συμψηφισμό των ποσών που αχρεωστήτως η ενάγουσα έλαβε υπό μορφή αποζημίωσης, λόγω της απόλυσής της προς οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικασθεί σε εκείνη, υπό μορφή μισθών υπερημερίας. Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς αυτούς της εναγομένης, λεκτέα τα κάτωθι : ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, εφόσον το γεγονός και μόνο ότι ο εργαζόμενος προσφεύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά του εργοδότη, προβάλλοντας ενώπιον της αρχής αυτής τα δικαιώματα τα οποία (νομίζει ότι) έχει κατ’ αυτού, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιώσει, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Γ.α.α., το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Αντίθετα, ο περί συμψηφισμού ισχυρισμός είναι παραδεκτός, νόμω βάσιμος (440 επ.) και ερευνητέος επί της ουσίας.
Δ. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης δύο μαρτύρων που νόμιμα προσήχθησαν και εξετάσθηκαν στο ακροατήριό του, (η κάθε πλευρά προσήγαγε και εξέτασε ένα μάρτυρα), οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, καθώς επίσης και όλων των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη, οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτεΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), καθώς και τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται ανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : η ενάγουσα προσελήφθη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε, μεταξύ των διαδίκων, στον Πειραιά την 01.3.1998 για να εργαστεί στα γραφεία της επιχείρησης που αυτή διατηρεί στον Πειραιά, αρχικά, με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου. Πριν δε από την κατάρτιση της σύμβασης αυτής, η ενάγουσα είχε εργαστεί, όπως συνομολογεί η εναγομένη, στις εταιρείες «…, …», από 23.01.1986 έως 14.3.1988 και «… (…)» από 15.3.1988 έως 28.02.1998, ιδίων συμφερόντων, χωρίς, στην πράξη, να υπάρξει καμία διαφοροποίηση στις συνθήκες υπό τις παρείχε την εργασία της, εφόσον εργάστηκε στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον, με τους ίδιους συναδέλφους και με τα ίδια καθήκοντα και αποδοχές, ενώ, κατά αμφότερες τις διαδοχικές προσλήψεις της, αναγνωρίστηκε όλη η προϋπηρεσία της με βάση τις από 15.3.1988 και 01.3.1998 επιστολές που η εναγομένη απεύθυνε στην ενάγουσα. Με βάση δε την αρχική σύμβαση εργασίας της, είχε συμφωνηθεί ότι θα εργάζεται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οχτώ ώρες την ημέρα (09:00-17:00) όπως ακριβώς ίσχυε και για τις μεταγενέστερες αυτής. Εργάστηκε, αρχικά στα γραφεία της εναγομένης στον Πειραιά (οδός …) και, στη συνέχεια, στα νέα αυτής γραφεία στο Π. Φ. (οδός …). Η ενάγουσα, από το 2011 και εφεξής υποχρεώθηκε στην παροχή εργασίας για μία επιπλέον ώρα ήτοι, μέχρι και ώρα 18:00, καθώς επίσης και για ένα Σάββατο το μήνα, εκ περιτροπής, για πέντε ώρες, ήτοι 09:00-14:00. Στο πόρισμα αυτό καταλήγει το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το από 02.01.2013 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που η εναγομένη απηύθυνε σε όλο το προσωπικό της, αλλά και στην ενάγουσα, όπου ξεκάθαρα αναφέρεται ότι : «ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ (09:00-14:00)», ενώ,στο ίδιο έγγραφο, λόγος γίνεται για απασχόληση και κατά τις αργίες. Παράλληλα, το γεγονός της απασχόλησης της ενάγουσας ημέρα Σάββατο ξεκάθαρα προκύπτει και από τους έντυπους πίνακες προσωπικού που με επίκληση προσκομίζει η εναγομένη, όπου γίνεται λόγος για υποχρέωση παροχής εργασίας ένα Σάββατο κάθε 2,5 μήνες, με βάση το ανωτέρω πεντάωρο ωράριο αλλά και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απευθύνονταν, τόσο στην ενάγουσα όσο και σε άλλες συναδέλφους της, από τη διοίκηση της εναγομένης, στα οποία εμπεριέχεται το ακριβές πρόγραμμα των Σαββάτων και αργιών κατά το οποία η ενάγουσα κλήθηκε να παράσχει εργασία από το μήνα Αύγουστο του 2010 και εφεξής. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι και το μήνα Μάρτιο του 2014, οπότε την 27.3.2014, η ενάγουσα δέχτηκε κλήση στο κινητό της τηλέφωνο με την οποία η υπεύθυνη προσωπικού της εναγομένης …, της ανακοίνωσε την απόφαση της εναγομένης, για άμεση αλλαγή του πενθήμερου ωραρίου εργασίας της, με τη διαμόρφωση δύο βαρδιών : α) 08:30-17:30 και β) 11:15-20:15 στις οποίες θα εργάζονταν η ενάγουσα με τη συνάδελφό της … εναλλάξ. Την ίδια ημέρα και ώρα 19:55, η ανωτέρω απόφαση ανακοινώθηκε στην ενάγουσα και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αναφορικά δε με το χρόνο εργασίας της ενάγουσας αλλά και της συναδέλφου της, εκτός του ότι το μήνυμα αυτό ξεκάθαρα όριζε χρόνο παροχής εργασίας εννέα ώρες αντί για οχτώ που προβλεπόταν από τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, επισημαίνεται ότι,βάσει των δύο αυτών διαμορφωθεισών βαρδιών, προέκυπτε συνολικός χρόνος απασχόλησης (από ώρα 08:30 έως ώρα 20:15) 11 ωρών και 45 λεπτών ο οποίος δεν μπορεί να καλυφθεί λογικά με την παροχή – και από τις δύο αυτές εργαζόμενες – αποκλειστικά οχτάωρης εργασίας,βάσει των δύο αυτών βαρδιών που η εναγομένη ανακοίνωσε στις εργαζόμενές της αυτές, παρά μόνο αν υιοθετούταν ωράριο 08:30-16:30 και 12:15-20:15, πράγμα που εδώ όμως δεν ισχύει. Toανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο και ο οποίος κατέθεσε ότι κανένα Σάββατο ή αργία δεν εργάστηκε η ενάγουσα και ότι δεν θα συνεπαγόταν το νέο ωράριο επιβάρυνση για τις εργαζόμενές της αυτές, με την επισήμανση ότι, για την εκτίμηση της αξιοπιστίας της κατάθεσής του, πρέπει να ληφθεί υπόψη, εκτός της ανωτέρω απόκλισης της κατάθεσής του και από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζει η εναγομένη, ότι εργάζεται, εισέτι, για λογαριασμό της, ως νομικός αυτής σύμβουλος, έχοντας άμεση εμπλοκή, όπως αμέσως θα αναφερθεί. Η ενάγουσα προειδοποιήθηκε ότι, αν δεν στέρξει, θα υπάρξουν συνέπειες και, για την αιτία αυτή, προσέφυγε άμεσα, την 28.3.2014, στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ ο μάρτυρας ανταπόδειξης, με την ιδιότητά του αυτή, επίσης, άμεσα, την ίδια ημέρα, την κάλεσε στο γραφείο του μαζί με την …, εμμένοντας στην απόφαση της εναγομένης, αναφέροντάς της ότι έκαμε λάθος που προσέφυγε στην Αρχή αυτή, προειδοποιώντας τη συνάμα ότι θα υπάρξουν συνέπειες. Η ενάγουσα, στην προσπάθειά της να σώσει τη θέση εργασίας της, χωρίς όμως να πειθαρχήσει στην απόφαση αυτή της εναγομένης, αντιπρότεινε, από κοινού με την …, για πρώτη φορά προφορικά, την 01.4.2014 στην εναγομένη και, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλη τη 02.4.2014 και ώρα 11:44, το σχηματισμό δύο εννιάωρων βαρδιών, της 08:30-17:30 και της άλλης 10:00-19:00, ενώ, στο μεταξύ η εναγομένη είχε αποστείλει στην ενάγουσα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (ώρα 18:58 της 01.4.2014) με το οποίο της επισήμανε ότι δεν είχε ακόμα πειθαρχήσει στην απόφασή της να εργαστεί με το ανωτέρω ωράριο το οποίο η ίδια χαρακτήριζε οχτάωρο. Η συζήτηση της προσφυγής έλαβε χώρα τη 02.5.2014 και η εναγομένη η οποία εκπροσωπήθηκε, κατέθεσε το από 30.4.2014 υπόμνημά της (υπ’ αριθμ. πρωτ. 1129/02.5.2014) με το οποίο αρνήθηκε το περιεχόμενο της προσφυγής. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, στο ανωτέρω υπόμνημα, η εναγομένη (ερχόμενη σε προφανή αντίθεση με όσα ανέφερε στο από 27.3.2014 και ώρα 19:55 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της όπου γίνεται λόγος για δύο εννιάωρες βάρδιες 08:30 – 17:30 και 11:15 – 20:15 εναλλάξ) αναφέρει ότι το νεότερο ωράριο εργασίας της ενάγουσας και της … είναι οχτάωρο (με δύο βάρδιες 08:30 – 16:30 και 11:15 – 19:15 εναλλάξ). Αβασίμως δε, στο ίδιο υπόμνημα και κατά τα ανωτέρω, ανέφερε η εναγομένη ότι δεν είχε απασχολήσει ποτέ υπερωριακά την ενάγουσα ούτε σε Κυριακές ή ημέρες ανάπαυσης ή αργίες. Στη συνέχεια, η εναγομένη προχώρησε στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας (με προμήνυση), με την αποστολή εγγράφου με δικαστικό επιμελητή (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Χ. Κ.). Στο έγγραφο δε αυτό, αναφέρεται ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας καταγγέλλεται, με την πάροδο χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών από την επίδοση του εγγράφου αυτού, ήτοι τη 13.10.2014, όπως και έγινε. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2014, μέχρι και το χρόνο λύσης της σύμβασης εργασίας της, η ενάγουσα ουδέποτε συμμορφώθηκε με το ωράριο που καθορίστηκε την 27.3.2014 από την εναγομένη, συνεχίζοντας να εργάζεται όπως ακριβώς και πριντην ημέρα εκείνη, εμμένοντας στην τήρηση του οχταώρου, προσφέροντας και εναλλακτική δυνατότητα παροχής εννιάωρης εργασίας, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Η ενάγουσα προέβη σε μία ύστατη προσπάθεια διάσωσης της σύμβασης εργασίας της, προσφεύγοντας, εκ νέου, στην επιθεώρηση εργασίας τη 12.6.2014 προσφυγή η οποία συζητήθηκε την 07.7.2014. Η εναγομένη, με το από 04.7.2014 υπόμνημά της (αριθμ. πρωτ. 1337/07.7.2014) αρνήθηκε τις αιτιάσεις της ενάγουσας, παραπέμποντας, κατά τα άλλα, στο από 02.5.2014 υπόμνημά της. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα είχε το δικαίωμα να εμμείνει στην τήρηση των συμφωνηθέντων (τήρηση του οχταώρου, όρος ο οποίος εμπεριέχεται στη σύμβαση βάσει της οποίας προσελήφθηκαι το οποίο είχε μετατραπεί, στην πράξη, σε εννιάωρο, με απασχόληση μέχρι ώρα 18:00) και του υφιστάμενου μέχρι το Μάρτιο προγράμματος παροχής εργασίας βάρδιας, βάσει του οποίου είχε διαμορφώσει τη ζωή και τις υποχρεώσεις της. Στο σημείο αυτό, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι βάσει των οποίων υποχρεώθηκε να τροποποιήσει το ωράριο εργασίας της ενάγουσας και της συναδέλφου της, ελέγχεται ως αβάσιμος, εφόσον δεν επιρρωνύεται από κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ, ωσαύτως, το γεγονός ότι κατά τατέλη του 2011 μεταφέρθηκαν τα γραφεία της εναγομένης από τον Πειραιά στο Π. Φ., δεν μπορεί να στηρίξει, μόνο του, τον αμυντικό ισχυρισμό ότι ανέκυψε κάποια συγκεκριμένη ανάγκη για αλλαγή του ωραρίου της ενάγουσας,είκοσι οχτώ περίπου μήνες αργότερα, το Μάρτιο του 2014. Στο σημείο επίσης αυτό, είναι πολύ κρίσιμο να διευκρινιστεί ότι, μετά την αποχώρηση της ενάγουσαςαπό την εργασία, λόγω της απόλυσης της, κατά τα ανωτέρω, στη θέση της προσελήφθη άλλη υπάλληλος την οποία εκπαίδευσε η συνάδελφος της ενάγουσας – μάρτυρας απόδειξης, εργαζόμενη, με το ίδιο, όπως εκείνες, ωράριο. Ειδικότερα, η μάρτυρας, στο σημείο αυτό της κατάθεσής της, επί λέξει αναφέρει : «Προσλήφθηκε άλλο άτομο στη θέση της όπου την εκπαίδευσα εγώ. Με ρώτησαν [εννοείται η διοίκηση της εναγομένης] πόσο θα χρειαστεί για να μάθει και είπα κάπου στους τρεις μήνες. Εργάστηκε με το ωράριο που είχαμε εμείς…. Και εγώ αντικαταστάθηκα, όταν απολύθηκα». Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να υπολογιστεί ότι η πρόσληψη της αντικαταστάτριας της ενάγουσας έγινε άμεσα(Οκτώβριος 2014) και μετά από λίγους μήνες, όταν περατώθηκε και η εκπαίδευση της αντικαταστάτριάς της, απολύθηκε και η συνάδελφός της (περί το Μάιο του 2015, όπως αναφέρει η εναγομένη). Ωσαύτως, η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης αναιρεί τους αμυντικούς ισχυρισμούς της εναγομένης, ως προς το ακριβές ωράριο παροχής εργασίας τους, εφόσον η μεν εναγομένη, με τις προτάσεις της, υποστηρίζει ότι το τηλεφωνικό κέντρο βρίσκεται σε λειτουργία 08:30-20:15, ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ότι οι αντικαταστάτριες της ενάγουσας και της μάρτυρα απόδειξης εργάζονται σε δύο βάρδιες 09:00-17:00 (οχτώ ώρες) και 11:15-19:00 (εφτά ώρες και σαράντα πέντε λεπτά) που κάλυπταν συνολικά δέκα ώρες, τη στιγμή που η ενάγουσα και η …, σπουδαίως και ουχί εικονικώς, με βάση την από 02.4.2014 ηλεκτρονική επιστολή την οποία η ενάγουσα είχε απευθύνει στη διοίκηση της εναγομένης, είχαν προτείνει την παροχή εργασίας σε δύο εννιάωρες βάρδιες : α) 08:30-17:30 και β) 10:00-19:00, που κάλυπταν συνολικά δέκα ώρες και τριάντα λεπτά. Τούτο το γεγονός είναι πολύ κρίσιμο, εφόσον δείχνει ότι η εναγομένη δεν απέβλεπε, στην πραγματικότητα, στη διεύρυνση του ωραρίου του τηλεφωνικού κέντρου ώστε αυτό να λειτουργεί 08:30-20:15, εφόσον τα ωράρια με τα οποία εργάζονται οι νυν εργαζόμενες στη θέση της ενάγουσας και της μάρτυρα απόδειξης, δεν είναι συμβατά με τη λειτουργία του τηλεφωνικού κέντρου τις ώρες αυτές.Έτσι, εν προκειμένω, δεν πρoτάθηκεαπλή μετατόπιση του ωραρίου παροχής εργασίας της ενάγουσας, αλλά διεύρυνσή του η οποία ωστόσο ουδέποτε έλαβε χώρα σε χρόνο πέρα από όσο και εκείνη συμφώνησε (μετά από ώρα 19:00 δηλαδή). Ωσαύτως, αβάσιμα διατείνεται η εναγομένη ότι η ενάγουσα μεθόδευσε την απόλυσή της, προκειμένου να εισπράξει την ένεκα αυτής αποζημίωση, εφόσον η ενάγουσα έκαμε προσπάθειες σπουδαίες και όχι εικονικές για να παραμείνει στην εργασία της, προσφεύγοντας και δεύτερη φορά στην Επιθεώρηση Εργασίας,αμά τη παραλαβή της έγγραφης καταγγελίας (12.6.2014), θέλοντας αποφύγει να επανεισέλθεισε μία ολοένα και περισσότερο αβέβαιη αγορά εργασίας, ειδικά για γυναίκες και δη ηλικίας άνω των πενήντα ετών όπως εκείνη και χωρίς να έχει ανεύρει εισέτι εργασία, όπως κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης. Ωσαύτως, δεν συνδέεται η ένδικη καταγγελία ούτε με κάμψη της επαγγελματικής απόδοσης της ενάγουσας, ούτε και με το καλώς νοούμενο συμφέρον της εναγομένης, ενώ αναμφίβολα αυτής προηγήθηκε ως ανωτέρω, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας την οποία εκείνη δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδεχθεί. Αντίθετα, το γεγονός της άμεσης αντικατάστασης της ενάγουσας και της απασχόλησης της αντικαταστάτριάς της με το ίδιο ωράριο, όπως κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης και της απασχόλησης των αντικαταστατριών με ωράριο μικρότερο από αυτό που είχε προταθεί από την ενάγουσα, δείχνουν εκδικητική και τιμωρητική διάθεση απέναντι στην ενάγουσα. Έτσι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας υπήρξε άκυρη ως καταχρηστική και μη επιφέρουσα έννομα αποτελέσματα (174 και 180 ΑΚ), με συνέπεια να είναι επιδικαστέοι στην ενάγουσα μισθοί υπερημερίας. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία αυτή έλαβε χώρα υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητάς της και εντεύθεν ηθική βλάβη, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι εργάστηκε υπό καθεστώς ασφυκτικών πιέσεων για να δεχθεί τη μεταβολή των όρων εργασίας της, ούτε παρουσιάστηκαν προσκόμματα στην παροχή της εργασίας της μέχρι και τη 13.10.2014, ούτε δε αντιμετώπισε εχθρικό εργασιακό περιβάλλον ή απαξίωση από τους προϊσταμένους της εφεξής. Εξ αυτού του λόγου, το σχετικό κονδύλιο με το οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού 6.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Με βάση τα ανωτέρω, θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να επιδικασθεί στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 47.650,23 ευρώ, όπως με την αγωγή ζητείται, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές της, πλην όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην ενάγουσα έχει πράγματι καταβληθεί, υπό μορφή αποζημίωσης απόλυσης, το συνολικό ποσό των 28.745,98 ευρώ, όπως παραδεκτά και νόμιμα προβάλλεται, (οράτε ανωτέρω υπό στοιχείο Γ.β. της παρούσης) σε συμψηφισμό από την εναγομένη, ισχυρισμός που πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, του αγωγικού κονδυλίου, στο μέτρο που αντιστοιχεί στους μήνες αυτούς, ως κατωτέρω,απορριπτέου ως ουσία αβασίμου. Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει καταλογισμός του ποσού αυτού, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του 422 ΑΚ, εφόσον δεν προκύπτει άλλως, ήτοι με εξόφληση των παλαιότερων χρεών. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει λάβει χώρα καταλογισμός ωςκάτωθι και να γίνει δεκτό ότι έχουν εξοφληθεί οι αξιώσεις για τους μισθούς των μηνών Οκτωβρίου του 2014 (η αναλογία των 2/3) 1785,33 ευρώ + Νοεμβρίου 2014 2.678,00 ευρώ + Δεκεμβρίου 2014 2.678,00 ευρώ + 2.789,56 ευρώ [ = 2.678,00 + 2.678,00 Χ 0,04166 ένας μισθός + προσαύξηση αναλογίας επιδόματος άδειας)] + Ιανουαρίου 2015 2.678,00 ευρώ + Φεβρουαρίου 2015 2.678,00 ευρώ + Μαρτίου 2015 2.678,00 ευρώ + Απριλίου 2015 2.678,00 ευρώ +1.394,78 ευρώ [επίδομα εορτών Πάσχα 2015 (= 2.789,56/2 Χ 0,04166 προσαύξηση αναλογίας επιδόματος άδειας)] + Μαΐου 2015 2.678,00 ευρώ + Ιουνίου 2015 2.678,00 ευρώ + 1.352,32 ευρώ (η αναλογία του Ιουλίου 2015), με αποτέλεσμα να της οφείλεται εισέτι το συνολικό ποσό των 18.904,25 ευρώ που αντιστοιχεί σε 1.325,68 ευρώ υπόλοιπό Ιουλίου 2015 + Αύγουστος 2015 2.678,00 ευρώ + επίδομα άδειας 1.399,00 ευρώ + Σεπτέμβριο 2015 2.678,00 ευρώ + Οκτώβριος 2015 2.678,00 ευρώ +Νοέμβριος 2015 2.678,00 ευρώ + Δεκέμβριος 2015 2.678,00 ευρώ + 2.789,56 ευρώ επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2015[ = 2.678,00+ 2.678,00 Χ 0,04166 ένας μισθός + προσαύξηση αναλογίας επιδόματος άδειας)]. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτήεν μέρει, εφόσον είναι και εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 11.6.2014 – υπό προειδοποίηση –γενομένης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας, όπως και πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και με τις ίδιες αποδοχές, με την απειλή χρηματικής ποινής εκατό ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής της να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της αυτή, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτέλεση προσωρινά εκτελεστή αναφορικά με τη διάταξή της αυτή και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το συνολικό ποσό των 18.904,25 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα έκαστο από τα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και, τέλος, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 11.6.2014 – υπό προειδοποίηση – καταγγελίαςτης σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως παρεχόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας και με τις ίδιες αποδοχέςόπως και πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της.
ΑΠΕΙΛΕΙ χρηματική ποινή εκατό (100,00) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της εναγομένηςνα συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της αυτή.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή την παρούσα αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκαοχτώ χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (18.904,25€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ένα επί μέρους από τα ποσά που το αποτελούν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του τη 1ηΦεβρουαρίου 2016.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ