Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

(έφεση, εργατικό ατύχημα, αναδρομική εφαρμογή κυρουμένων ΣΣΝΕ)

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     488 /2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του Ι., κατοίκου Η. Ε., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού του δικηγόρου, Βασιλείου Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (“…”), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου “…” και εφοπλίστριας του πλοίου «…» και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…» (“….”), που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ως κυρίας του πλοίου «…», οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιού τους δικηγόρου, Παύλου Σιούφα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά των εφεσιβλήτων – εναγομένων, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 199/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 199/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εκκαλούντος κατά των εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα ειδική  διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 30-7-2013 αγωγή του κατά των εφεσιβλήτων, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εκκαλών εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της πρώτης εφεσίβλητης, στις 24-1-2009, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού επί του υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ποντοπόρου φορτηγού πλοίου «…», κ.ο.χ. 19.386, χωρητικότητας τόνων DW 12.699, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην τελευταία (α΄ εναγομένη), έναντι μηνιαίων αποδοχών των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω· ότι εργάστηκε στο εν λόγω πλοίο έως τις 23-3-2009, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω μετάθεσης, ενώ στις 27-3-2009 ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, έως τις 14-4-2009, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσης· ότι, περαιτέρω, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 1-6-2010, μεταξύ του ιδίου (ενάγοντος) και της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», κ.ο.χ. 14.640,10, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη, παρείχε δε την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, έως τις 21-7-2010, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, εικονικά αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα όμως λόγω του περιγραφόμενου στο δικόγραφο τραυματισμού του, ο οποίος έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ανωτέρω πλοίο υπό τις αναλυτικά αναφερόμενες συνθήκες, εξαιτίας του οποίου κατέστη πρόσκαιρα ανίκανος για την εκτέλεση του ναυτικού επαγγέλματος, καθώς και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου, για το χρονικό διάστημα από τις 22-7-2010 έως τις 18-8-2010, με αποτέλεσμα να δικαιούται να λάβει αποζημίωση και μισθούς ασθενείας, κατ’ άρθρα 1, 2 και 3 παρ. 3 του Κ.Ν. 551/1915 και 66 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ.. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες να του καταβάλουν, η πρώτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 6.757,11 ευρώ, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», και αμφότερες το ποσό των 6.255,21 ευρώ εις ολόκληρον έκαστη, ως εφοπλίστρια και κυρία του πλοίου «…», αντίστοιχα, για πάγια αμοιβή υπερωριακής εργασίας σε Σάββατα και αργίες, δώρο Χριστουγέννων, μισθούς ασθένειας και αποζημίωση του Ν. 551/1915, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστη αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του από το αντίστοιχο πλοίο, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 964,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 21-7-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή του, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να γίνει αποδεκτή η αγωγή του κατά τα αντίστοιχα κονδύλια.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο τελευταίος στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, όπως ορίζεται με το άρθρο 2 στοιχ. Β1 της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ποντοπόρων φορτηγών πλοίων χωρητικότητας πάνω από 4.500 τόνους DW του έτους 2008, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Υ.Α. 3525.2/01/2008 (Φ.Ε.Κ. Β 1631/14.8.2008), «… Στον Α΄ Μηχανικό καταβάλλεται: α) πρόσθετη αμοιβή 4,33 ημερομισθίων το μήνα για την πρόσθετη εργασία του κατά τα Σάββατα και β) αμοιβή κάθε μήνα ίση με ένα ημερομίσθιο για τις αργίες, τόσο κατά τη διάρκεια που το πλοίο ταξιδεύει, όσο και κατά τη διάρκεια παραμονής στο λιμάνι. Για τις παραπάνω (α) και (β) περιπτώσεις το ημερομίσθιο ορίζεται στο 1/25 του βασικού μισθού». Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση, στοιχεία, χωρίς να απαιτείται η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εκτελεσθεισών εργασιών, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ενάγοντος, αφού το είδος των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά πλουν ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, ενώ ομοίως δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής το εκτελούμενο δρομολόγιο ούτε ο προσδιορισμός του χρόνου από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο (βλ. και ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004. 114, 892/2002 ΕΝΔ 30. 437, 608/2001 ΕΝΔ 29. 446). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν έκρινε ομοίως και απέρριψε το αγωγικό αίτημα για καταβολή πάγιας υπερωριακής αμοιβής κατά την ημέρα του Σαββάτου και κατά τις επίσημες αργίες ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν, εις την οποίαν το πλοίον ανήκει». Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ιδίου Α.Ν. ορίζει ότι «συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’ όσον ήθελον κυρωθεί δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και απαντάς εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς συνάγεται ότι: α) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε όπως με απόφαση του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει – για το λόγο αυτό – δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων, που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων που δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, β) η συλλογική σύμβαση ισχύει – και δεσμεύει τους τρίτους – από την κύρωση και τη δημοσίευση αυτής στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, διότι η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός εάν υπάρχει νομοθετική για το λόγο αυτό εξουσιοδότηση. Ωστόσο, από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, η οποία ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους «κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν», δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίζεται με αυτήν η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διαρκείας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και γ) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, οι οποίες υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους (ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988. 1128, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΔ 2008. 275, 1132/2005 ΕΝΔ 33. 429). Στην προκείμενη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που περιέχεται στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία, ανεξάρτητα αν ως αποδεικτικά μέσα πληρούν ή όχι τους όρους του νόμου, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγομένων, …, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζαφειρίας Σουρή, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, στις 24-1-2009, ναυτολογήθηκε αυτός (ενάγων) αυθημερόν με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού επί του υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ποντοπόρου φορτηγού πλοίου «…», κ.ο.χ. 19.386, χωρητικότητας τόνων DW 12.699, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην τελευταία (α΄ εναγομένη), έναντι μηνιαίων αποδοχών των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων από 4500 TDW και άνω, εργάστηκε δε στο εν λόγω πλοίο, το οποίο από 24-1-2009 μέχρι 16-3-2009 βρισκόταν για επισκευή στην Ισπανία και από 17-3-2009 μέχρι 23-3-2009 πραγματοποίησε το ταξίδι από Ισπανία προς την Ελλάδα, έως τις 23-3-2009, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω μετάθεσης στο πλοίο «…», ενώ, στις 27-3-2009 ναυτολογήθηκε εκ νέου με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας στο ίδιο ως άνω πλοίο, το οποίο από τον Απρίλιο του 2009 μετονομάστηκε σε «…» και καθ’ όλη τη χρονική περίοδο της νέας ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό βρισκόταν για επισκευές στο Πέραμα, έως τις 14-4-2009, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσης στο πλοίο «…». Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 1-6-2010, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», κ.ο.χ. 14.640,10, ναυτολογήθηκε αυτός (ενάγων) αυθημερόν με την ειδικότητα του Α΄ Μηχανικού επί του ως άνω πλοίου, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη και εκτελούσε το δρομολόγιο από την Πάρο προς την Κω και τη Ρόδο με επιστροφή στην Πάρο από τα ίδια λιμάνια αντίστροφα, παρείχε δε την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, έως τις 21-7-2010, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, εικονικά αμοιβαία συναινέσει, στην πραγματικότητα όμως λόγω του περιγραφόμενου κατωτέρω τραυματισμού του. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, εκτός των άλλων, ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα … στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος υπηρετούσε, την ίδια χρονική περίοδο με τον ενάγοντα, ως μηχανικός στο πλοίο «…», ο τελευταίος (ενάγων), στις 19-7-2010, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, κατεβαίνοντας τη σκάλα του μηχανοστασίου του πλοίου, γλίστρησε και παραπάτησε, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στο δεξί του πόδι. Την ίδια ημέρα, μάλιστα, ο ενάγων, λόγω του έντονου πόνου που αισθανόταν στο τραυματισμένο του πόδι, αφού ενημέρωσε τον πλοίαρχο, επισκέφθηκε, μετά από υπόδειξη αρμοδίου υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης εταιρείας (βλ. και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα των εναγομένων, …), το χειρουργό – ορθοπεδικό ιδιώτη ιατρό Ι. Η., ο οποίος τον εξέτασε και διέγνωσε χονδροπάθεια και πιθανή ρήξη έσω μηνίσκου δεξιού γονάτου, ενώ του συνέστησε αποχή από την εργασία για πέντε ημέρες, ενώ, σε επανεξέτασή του από τον ίδιο ως άνω ιατρό, ο οποίος είχε συστήσει μαγνητική τομογραφία για να διαπιστωθεί το μέγεθος της βλάβης, διεγνώσθη, στις 21-7-2010, χονδροπάθεια επιγονατίδας, κύστη Baker, οριζόντια ρήξη του οπίσθιου κέρατος του έσω μηνίσκου και υποχόνδριες κυστικές αλλοιώσεις της επίφυσης του μηριαίου, του χορηγήθηκε δε αναρρωτική άδεια μίας εβδομάδας (βλ. σχετ. τα από 19-7-2010 και 21-7-2010 ιατρικά σημειώματα του ανωτέρω ιατρού, που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων). Ακολούθως, στις 30-7-2010, ο ενάγων επισκέφθηκε τον ιδιώτη ιατρό – παθολόγο Ι. Κ., ο οποίος αναφέρει στο από 30-7-2010 ιατρικό σημείωμα ότι η απόλυση του ενάγοντος στις 21-7-2010 είχε ως αιτία τον προεκτιθέμενο τραυματισμό του, ήτοι τη ρήξη του οπίσθιου κέρατος του έσω μηνίσκου του δεξιού γονάτου του και του χορήγησε εκ νέου αναρρωτική άδεια διάρκειας δέκα ημερών για διενέργεια φυσιοθεραπείας και λήψη φαρμακευτικής αγωγής. Ο προπεριγραφόμενος τραυματισμός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, εξαιτίας του οποίου αυτός υπέστη πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, μέχρι τις 18-8-2010 (βλ. το νομίμως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, από 18-8-2010 ιατρικό σημείωμα του ιατρού Ι. Η.), με αποτέλεσμα να δικαιούται την προβλεπόμενη αποζημίωση βάσει του άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 551/1915. Η προδιαληφθείσα κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός που επικαλούνται οι εναγόμενες και αφορά στη σημείωση στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος περί «αμοιβαία συναινέσει» απόλυσής του στις 21-7-2010, αφού αυτό, ως μη ενισχυόμενο από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν παρέχει πίστη στο Δικαστήριο και δεν ανατρέπει το συμπέρασμα ότι εικονικώς και μόνο ανεγράφη στο ως άνω φυλλάδιο η συγκεκριμένη ένδειξη, ενώ η αληθής αιτία απολύσεως του ενάγοντος ήταν ο προεκτιθέμενος τραυματισμός του (βλ. και ΕφΠειρ 456/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίστηκε ο μάρτυρας των εναγομένων, Ν. Γ., στην προσκομισθείσα ένορκη βεβαίωσή του, δεν κρίνονται αξιόπιστα, αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως κατέθεσε ο ίδιος, εξακολουθεί να εργάζεται για τις εναγόμενες, ήτοι τελεί σε οικονομική εξάρτηση από τις τελευταίες, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο επίδικος τραυματισμός του ενάγοντος, που προκάλεσε την πρόσκαιρη ανικανότητά του προς εργασία κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ήτοι η ρήξη έσω μηνίσκου του δεξιού του γονάτου, προϋπήρχε, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος, αφού ο ενάγων είχε ήδη 2 ναυτολογήσεις σε πλοία των εναγόμενων εταιρειών και ενόψει τούτου, δεδομένου ότι έκαστης ναυτολόγησης προηγούνται κατά λογική αναγκαιότητα ιατρικές εξετάσεις του ναυτικού, θα είχε αναφανεί οιοσδήποτε τέτοιος τραυματισμός του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η προϋπάρχουσα παθογένεια στο γόνατο του ενάγοντος (χονδροπάθεια επιγονατίδας, υποχόνδριες κυστικές αλλοιώσεις της επίφυσης του μηριαίου κ.λ.π.) συνετέλεσε στον επελθόντα ως άνω τραυματισμό του, ήτοι στη ρήξη του οπίσθιου κέρατος του έσω μηνίσκου, αυτό δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα του ένδικου ατυχήματος, που είναι αποτέλεσμα βιαίας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικώς σε παθολογική προδιάθεση του ενάγοντος, το οποίο δεν θα ελάμβανε χώρα άνευ της εργασίας του και θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης βάσει των άρθρων 1 και 3 παρ. 3 του Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987. 1605, ΕφΠειρ 422/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, στον ενάγοντα οφείλεται ως αποζημίωση για την περίοδο από 22-7-2010 μέχρι τις 18-8-2010, κατά την οποία ήταν πλήρως πρόσκαιρα ανίκανος να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του αλλά και οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, βάσει του ως άνω άρθρου 3 παρ. 3 του Ν. 551/1915 και της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (ΥΑ 3525.1.5.1/01/2011, ΦΕΚ Β΄ 760/6.5.2011), το ποσό των 3.124,13 ευρώ (=βασικός μισθός 2.814,88 € + επίδομα Κυριακών 619,27 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 34,87 € + ειδικό επίδομα Α΄ Μηχανικού 51,45 € + επίδομα Α΄ Μηχανικού για την επίβλεψη εκτέλεσης έξτρα εργασιών 315,85 € + αναλογία υπερωρίας Σαββάτων 831,03 € + αναλογία αδείας 875,59 € + αναλογία δώρων 583,42 € + τροφοδοσία 570,60 € = 6.696,96 € : 2 X 0,933 μήνες). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος έληξε στις 21-7-2010, ήτοι πριν την κατάρτιση της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2010, στις 31-3-2011, αλλά και τη δημοσίευση στο οικείο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της κυρωτικής της Σύμβασης αυτής Υπουργικής Απόφασης στις 6-5-2011. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από τους νόμιμα προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα λογαριασμούς μισθοδοσίας του, ο ίδιος ήταν μέλος της επαγγελματικής οργάνωσης που μετείχε στη σύναψη της ανωτέρω ΣΣΝΕ του 2010, καθώς παρακρατούνταν μηνιαίως εισφορά υπέρ αυτής από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, ενώ η ίδια (α΄ εναγομένη) δεν αμφισβητεί ρητώς την ιδιότητά της ως μέλους της εργοδοτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης που συμβλήθηκε στην εν λόγω ΣΣΝΕ, συναγομένης, ως προς τούτο, σιωπηρής ομολογίας αυτής, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ, και, συνεπώς, ο ενάγων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα νομική σκέψη και απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, δικαιούται τις προεκτιθέμενες αναδρομικές αυξήσεις βάσει της εφαρμοστέας εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2010. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν έκρινε ομοίως και απέρριψε το αγωγικό αίτημα για καταβολή αποζημίωσης λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915, ως ουσιαστικά αβάσιμο, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.

Εξάλλου, όπως προέκυψε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ο ενάγων δικαιούνταν, σύμφωνα και με το προεκτιθέμενο άρθρο 2 στοιχ. Β1 της οικείας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων χωρητικότητας πάνω από 4.500 τόνους DW, α) για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» της πρώτης εναγομένης από 24-1-2009 μέχρι 23-3-2009, το συνολικό ποσό των 1.122,60 ευρώ [αμοιβή για πρόσθετη εργασία κατά τα Σάββατα 911,98 € {=4,33 ημερομίσθια το μήνα X 2 μήνες = 8,66 ημερομίσθια X (2.632,81 : 25=) 105,31 €} + αμοιβή για τις αργίες 210,62 € {=1 ημερομίσθιο το μήνα X 2 μήνες = 2 ημερομίσθια X (2.632,81 : 25=) 105,31 €}], έναντι του οποίου έλαβε 976,19 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 146,41 ευρώ, και β) για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…» της πρώτης εναγομένης από 27-3-2009 μέχρι 14-4-2009, το συνολικό ποσό των 355,49 ευρώ [αμοιβή για πρόσθετη εργασία κατά τα Σάββατα 455,99 € {=4,33 ημερομίσθια το μήνα X (2.632,81 : 25=) 105,31 €} + αμοιβή για τις αργίες 105,31 € {=1 ημερομίσθιο το μήνα X (2.632,81 : 25=) 105,31 €} = 561,30 € το μήνα : 30 X 19 ημέρες].

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013, «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση». Εν προκειμένω, η πρώτη εναγομένη προέβαλε, με δήλωση του πληρεξούσιού της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιόν του, την ένσταση της παραγραφής εν επιδικία της αγωγικής αξίωσης για πάγια αμοιβή υπερωριακής εργασίας σε Σάββατα και αργίες, την οποία επαναφέρει νομίμως κατ’ άρθρα 240, 524 παρ. 1, 525 παρ. 1 και 527 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης διακόπηκε μεν στις 30-12-2010 με την άσκηση της από 27-12-2010 με αριθ. κατ. 6749/2010 έτερης αγωγής, οπότε και ξεκίνησε νέα παραγραφή η οποία συμπληρωνόταν στις 31-12-2011, κατά τη διάρκεια όμως του έτους 2011 ουδεμία πράξη διακοπτική της παραγραφής έλαβε χώρα εκ μέρους του ενάγοντος, ώστε η παραγραφή της ως άνω αξίωσης συμπληρώθηκε εν επιδικία. Ωστόσο, η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, δοθέντος ότι, κατά την ανωτέρω νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις κατά ρητή επιταγή του νόμου, η παραγραφή που έχει διακοπεί με την άσκηση αγωγής αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης, προϋπόθεση που εν προκειμένω δεν συντρέχει. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 10, 12 και 17 του ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως και κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 εδ. α΄ του εισαγωγικού του Νόμου, έχει δε εφαρμογή και στη σύμβαση ναυτολογήσεως, κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), προκύπτει ότι η με το ως άνω άρθρο 17 ν. 551/1915 καθιερούμενη βραχυπρόθεσμη τριετής παραγραφή των κατά τις ανωτέρω διατάξεις αξιώσεων, χωρεί με την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις του άρθρου 10 του αυτού νόμου, ήτοι βεβαίωσε ενόρκως και εγγράφως ενώπιον του ειρηνοδίκη του τόπου του ατυχήματος, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από το ατύχημα, τις λεπτομέρειες αυτού, την ημέρα της επελεύσεώς του και το όνομα και τον τόπο καταγωγής του παθόντος, ενώ, αν αυτός δεν εκπλήρωσε την παραπάνω υποχρέωση, δεν ισχύει η τριετής, αλλά η κατά το κοινό δίκαιο 20ετής παραγραφή (ΑΠ 324/1980 ΕΝΔ 8. 507, ΕφΠειρ 555/2007 ΕΝΔ 2007. 309). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες προέβαλαν, με δήλωση του πληρεξούσιού τους δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ενώπιόν του, την ένσταση της παραγραφής της αγωγικής αξίωσης για αποζημίωση κατά το Ν. 551/1915, την οποία επαναφέρουν νομίμως, ισχυριζόμενες ότι αυτή (αξίωση) έχει υποπέσει στην τριετή παραγραφή του άρθρου 17 του ως άνω Ν. 551/1915. Εντούτοις, η εν λόγω ένσταση, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού οι εναγόμενες δεν επικαλούνται ότι συμμορφώθηκαν προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 551/1915, με αποτέλεσμα να μην ισχύει εν προκειμένω η ως άνω τριετής, αλλά η κατά το κοινό δίκαιο 20ετής παραγραφή.

Ας σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης μισθών ασθενείας του χρονικού διαστήματος από 22-7-2010 μέχρι τις 18-8-2010, δεχόμενο ότι κατά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής είχε παρέλθει η τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του ΝΔ 2652/1953 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 1752/1951», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο 2 του άρθρου 295 του ΚΙΝΔ και τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1212/1981, ενώ επιδίκασε στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1-6-2010 μέχρι 21-7-2010, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων, 964,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 21-7-2010. Κατά τις εν λόγω διατάξεις της η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με κανένα λόγο έφεσης ή αντέφεσης και, επομένως, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 522 και 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν δύναται να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή (έφεση) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642) και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει αφενός την πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου «…»  να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (146,41 € + 355,49 €=) 501,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη του επομένου μήνα, στον οποίο αναφέρεται έκαστο κονδύλιο, αφετέρου αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες, ως εφοπλίστρια και ως κυρία του πλοίου «…», αντίστοιχα, να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστη, πλην όμως περιορισμένα η δεύτερη εξ αυτών δια του ένδικου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, ως κυρία του (πλοίου), σύμφωνα με τα άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (AΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006. 1436, EφΠειρ 994/2007 ΕΝΔ 2007. 385, 82/2006 ΕΝΔ 2006. 290), το συνολικό ποσό των (3.124,13 + 964,95=) 4.089,08 ευρώ, νομιμοτόκως, για το ποσό των 3.124,13 ευρώ, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, για δε το ποσό των 964,95 ευρώ από τις 21-7-2010. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.             ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 199/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πεντακοσίων ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (501,90), με το νόμιμο τόκο από την κατά το νόμο δήλη ημέρα καταβολής εκάστου επιμέρους κονδυλίου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστη, πλην όμως περιορισμένα η δεύτερη από αυτές δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και οκτώ λεπτών (4.089,08), νομιμοτόκως, για το ποσό των τριών χιλιάδων εκατόν είκοσι τεσσάρων ευρώ και δεκατριών λεπτών (3.124,13), από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, για δε το ποσό των εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (964,95) από τις 21-7-2010.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες – εφεσίβλητες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ. 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις      -2-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ