ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(ΕΡΗΜΗΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΥ)
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 489/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Κ. του Μ., κατοίκου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ειρήνης Ανδρουλάκη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ελευθερίας Σουλιώτη, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, Παύλου Σιούφα, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά των εκκαλουσών – εναγομένων, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 19/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την υπό κρίση έφεσή τους (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και φέρεται προς συζήτηση, μετά τη ματαίωσή της κατά τη δικάσιμο της 3ης Μαρτίου 2015, με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … κλήση προς συζήτηση, η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 3ης Μαρτίου 2015.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 εδ. α΄ του ν. 4205/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 242/6-11-2013), ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και γενικά για την παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο τις εισφορές που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 εδ. γ΄ του ν. 4205/2013 και ισχύει από την 01-11-2013 (βλ. την παράγραφο 11 του άρθρου 165 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13 εδ. δ΄ του ν. 4205/2013), ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου (61), να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο καλών – εφεσίβλητος, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως κατά της με αριθμό 19/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εκκαλούσα. Από τα διαδικαστικά δε έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου (άρθρο 233 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), εκπροσώπησε την ως άνω εκκαλούσα η πληρεξούσια δικηγόρος Ελευθερία Σουλιώτη, η οποία δεν προσκόμισε για την εν λόγω παράστασή της το σχετικό γραμμάτιο καταβολής των εισφορών της παραγράφου 1 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ούτε μετά την προς τούτο κλήση από το Δικαστήριο και την παρέλευση της ταχθείσης εύλογης προθεσμίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ (βλ. τη σχετική σημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας), και, κατ’ ακολουθίαν, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα νομική σκέψη, η εκπροσώπηση της πρώτης εκκαλούσας από αυτήν κρίνεται απαράδεκτη, με συνέπεια την ερημοδικία της. Πρέπει, συνεπώς, η πρώτη εκκαλούσα να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεση, ως προς αυτήν, ως ανυποστήρικτη, χωρίς να επακολουθήσει περαιτέρω έρευνά της {άρθρα 271 παρ. 1, 2 και 272 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 271 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011) και όπως το άρθρο 272 τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο 30 του ανωτέρω Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 674 παρ. 2 εδ. β΄ του ίδιου ως άνω Κώδικα}, και να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που αυτή (α΄ εκκαλούσα) ήθελε ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 και 673 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 19/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εφεσιβλήτου κατά των εκκαλουσών, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 13-12-2011 αγωγή του κατά των εκκαλουσών, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εφεσίβλητος εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 21-2-2010, μεταξύ του ιδίου και της πρώτης εξ αυτών (εκκαλουσών), εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…», νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, που ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης εκκαλούσας, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο ως προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, αποδοχών, απολύθηκε δε στις 29-5-2010 λόγω ασθένειας και στις 11-6-2010, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την πρώτη εκκαλούσα – εναγομένη στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με τους ίδιους ως άνω όρους και την ίδια ειδικότητα στο προαναφερόμενο πλοίο και υπηρέτησε σε αυτό μέχρι τις 28-6-2010, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά κατόπιν αιτήσεώς του, γενομένης δεκτής υπό του πλοιάρχου· ότι, κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο, εργαζόταν συνεχώς επί 14 ώρες ημερησίως, χωρίς να του καταβάλλεται η νόμιμη υπερωριακή του αμοιβή, ενώ δεν του παρείχετο η προβλεπόμενη στην οικεία συλλογική σύμβαση άδεια διανυκτέρευσης στο λιμάνι αφετηρίας ούτε στο λιμάνι προορισμού του επίδικου πλοίου. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εκκαλούσες – εναγόμενες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 11.227,81 ευρώ για διαφορές μισθού και επιδόματος Κυριακών, αδείας, υπερωριακής αμοιβής και δώρων εορτών, καθώς και για αποζημίωση διανυκτερεύσεων, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 4.688,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 7-10-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή της, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, με την οποία διώκεται η επιδίκαση υπερωριακής αμοιβής, αρκεί ο κατά μέσο όρο προσδιορισμός της υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς να απαιτείται η αναφορά του είδους των κατ’ ιδίαν εκτελεσθεισών εργασιών, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού, αφού το είδος των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά πλουν ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν αμείβονται ειδικώς βάσει ρητών προβλέψεων των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας, ενώ ομοίως δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής ο προσδιορισμός του χρόνου, από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, αλλά ούτε και της ανάγκης που επέβαλε την εκτέλεσή της, ή του προσώπου το οποίο έδωσε τη σχετική εντολή (ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004. 114, 892/2002 ΕΝΔ 30. 437, 608/2001 ΕΝΔ 29. 446). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση, στοιχεία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Κατά συνέπεια, τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη στον πρώτο λόγο εφέσεως, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία, ανεξάρτητα αν ως αποδεικτικά μέσα πληρούν ή όχι τους όρους του νόμου, παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος, …, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν σχετικής γνωστοποιήσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκ μέρους της πληρεξουσίας δικηγόρου του (ενάγοντος) περί εξετάσεως μαρτύρων, και παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο (πρβλ. άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ), την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της δεύτερης εναγομένης, Α. Δ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζαφειρίας Σουρή, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …), μη λαμβανομένης υπόψη της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος, …, ενώπιον του συμβολαιογράφου Ληξουρίου, Νικολάου Ξυδιά, για την οποία δεν προέκυψε από κάποιο νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αποδεικτικό μέσο ούτε ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι ελήφθη μετά από προηγούμενη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 21-2-2010, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…», νηολογίου Πειραιώς με αριθμό … και κοχ 3934,18, που ανήκε στην κυριότητα της δεύτερης εναγομένης, ο πρώτος ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά, με την ειδικότητα του προϊσταμένου ηλεκτρολόγου, στο ανωτέρω πλοίο, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, αποδοχών, απολύθηκε δε στις 29-5-2010 λόγω ασθένειας και στις 11-6-2010, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την πρώτη εναγομένη στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε αυθημερόν με τους ίδιους ως άνω όρους και την ίδια ειδικότητα στο προαναφερόμενο πλοίο και υπηρέτησε σε αυτό μέχρι τις 28-6-2010, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά κατόπιν αιτήσεώς του, γενομένης δεκτής υπό του πλοιάρχου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο, αυτό πραγματοποίησε τα εξής δρομολόγια (όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους): κάθε Δευτέρα με ώρα αρχικού απόπλου την 07:00 για Σύρο – Κύθνο – Κέα – Λαύριο (αναχώρηση την 17:00) και επιστροφή για Κέα – Κύθνο – Σύρο (κατάπλους 22:00). Κάθε Τρίτη με αρχικό απόπλου την 17:00 από Σύρο για Πάρο – Σέριφο – Σίφνο –Κίμωλο – Μήλο (αναχώρηση 12:50) και επιστροφή Κίμωλο – Σίφνο – Σέριφο –Πάρο – Σύρο (τελικός κατάπλους 20:40). Κάθε Κυριακή το αυτό δρομολόγιο με τελικό κατάπλου στη Σύρο την 20:55, κάθε Τετάρτη από Σύρο (αναχώρηση 07:00) για Σέριφο –Σίφνο – Κίμωλο – Μήλο – Κίμωλο – Σίφνο – Σέριφο – Σύρο – Τήνο – Άνδρο (τελικός κατάπλους 19:40). Κάθε Πέμπτη από Άνδρο (αναχώρηση 07:00) για Τήνο – Σύρο – Κύθνο – Κέα – Λαύριο (κατάπλους 14:25), κάθε Παρασκευή από Λαύριο (αναχώρηση 07:00) για Κέα – Κύθνο –Σύρο – Πάρο – Νάξο – Ίο – Σίκινο – Φολέγανδρο – Κίμωλο – Μήλο (κατάπλους 20:20) και κάθε Σάββατο από Μήλο (αναχώρηση 07:00) για Κίμωλο – Φολέγανδρο – Σίκινο – Ίο – Νάξο – Πάρο – Σύρο. Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο επίδικο πλοίο, ο ενάγων φρόντιζε για την ομαλή λειτουργία όλων των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, παραγωγής – διανομής και κατανάλωσης ηλεκτρολογικής ενέργειας σε όλους τους χώρους και τα διαμερίσματα του πλοίου, μεριμνούσε για την καλή κατάσταση των ανταλλακτικών και των αναλώσιμων της αρμοδιότητάς του και για τη σωστή λειτουργία του γενικού φωτισμού και του φωτισμού ασφαλείας του πλοίου, καθώς και την αντικατάσταση όπου απαιτείται των λαμπτήρων. Βρισκόταν στο μηχανοστάσιο πριν από την έναρξη των δρομολογίων για την προθέρμανση και την προετοιμασία των ηλεκτρομηχανών καθώς και μετά από κάθε κατάπλου. Μετά τον τελευταίο κατάπλου ανέμενε να τελειώσουν οι καθαρισμοί μετά την αποβίβαση των επιβατών, οπότε σταματούσε τη λειτουργία των ηλεκτρομηχανών. Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των σταθερά εκτελουμένων από το επίδικο πλοίο ως άνω δρομολογίων, καθ’ όλη τη χρονική περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’ αυτό, καθώς και των προπεριγραφόμενων καθηκόντων του τελευταίου (ενάγοντος), όπως και της αυξημένης επιβατικής κίνησης του εν λόγω πλοίου, που καθιστούσε αναγκαία την παροχή υπερωριακής εργασίας, για την οποία άλλωστε οι εναγόμενες παρείχαν αμοιβή στον ενάγοντα, υφισταμένης της έριδος μόνον ως προς τον αριθμό των ημερήσιων ωρών υπερωριακής απασχόλησής του, και σε συνδυασμό σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε επί του ένδικου πλοίου, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών ημερησίως, πλην των ημερών από 21-2-2010 μέχρι και 25-2-2010, κατά τις οποίες το πλοίο επισκευαζόταν και δεν εκτελούσε δρομολόγια, καθώς και στις 30-3-2010, 31-3-2010 και 1-4-2010, οπότε αυτό (πλοίο) επίσης δεν εκτελούσε δρομολόγιο. Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από όσα διαλαμβάνονται στην ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, Α. Δ., η οποία, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχει πίστη στο παρόν Δικαστήριο, καθόσον, όπως ανέφερε και ο ίδιος ο μάρτυρας, δεν συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικο πλοίο, αφού εργαζόταν στα γραφεία της πρώτης εναγομένης στον Πειραιά, και, συνεπώς, κρίνεται εξ αυτού του λόγου ότι δεν δύναται να έχει άρτια ιδία γνώση και αντίληψη περί των συνθηκών και του ακριβούς χρόνου εργασίας του ενάγοντος επ’ αυτού (πλοίου). Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια και επιδίκασε στον ενάγοντα, για διαφορά υπερωριακής αμοιβής, το ποσό των 4.160,39 ευρώ, κάνοντας δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση εξοφλήσεως του ποσού των 4.264,81 ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Το γεγονός μάλιστα που επικαλείται στις προτάσεις της η δεύτερη εναγομένη προς θεμελίωση της άρνησης της βασιμότητας του εν λόγω κονδυλίου, περί απουσίας οιασδήποτε διαμαρτυρίας του ενάγοντος στις αρμόδιες αρχές για μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής και ανεπιφύλακτης υπογραφής εκ μέρους του των μισθοδοτικών αποδείξεων, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Συνεπώς, τα όσα περί του αντιθέτου διαλαμβάνονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 και 3, 3, 4 και 10 παρ. 1 της Απόφασης 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, τα επιδόματα Δώρων Εορτών (Πάσχα και Χριστουγέννων – Νέου Έτους), καθώς και οι αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, υπολογίζονται επί τη βάσει των τακτικών ή συνήθων αποδοχών του εργαζομένου, στις οποίες περιλαμβάνονται ο νόμιμος μισθός και τα επιδόματα, αλλά και πρόσθετες παροχές ή προσαυξήσεις στο μισθό, υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται σταθερώς και μονίμως ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 45/2006 ΕλλΔνη 47. 1395, 741/2002 ΕλλΔνη 44. 752). Όμως, οι προαναφερθείσες διατάξεις προϋποθέτουν τη για ορισμένο χρονικό διάστημα λειτουργία συμβάσεως ή απλής σχέσεως χερσαίας εργασίας και δεν εφαρμόζονται στη σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία, ως προς τις άνω παροχές, τους όρους και τις αποδοχές γενικώς διέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν.Δ. 3239/1955, αποκλειστικώς από τα άρθρα 53 – 83 ΚΙΝΔ, τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666 και 667 ΑΚ (συμπληρωματικά), τις Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας και τις Υπουργικές Αποφάσεις που εκδίδονται με τη διαδικασία και τους όρους του Α.Ν. 3276/1944, όπως συμπληρώθηκε με το Ν.Δ. 3047/1947 (ΑΠ 1158/1995 ΕλλΔνη 38. 1105). Τέτοια ειδική ρύθμιση διαλαμβάνεται στην Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34. 351), το άρθρο 7 της οποίας ορίζει επί λέξει ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών κατά τη 10η Δεκεμβρίου εκάστου έτους για το επίδομα Χριστουγέννων και κατά τη 15η ημέρα προ του Πάσχα για το επίδομα Πάσχα ή κατά την εντός των ανωτέρω χρονικών περιόδων ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως. Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή, εφ’ όσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη τακτικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Σαν τακτικές αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά εκείνες που έχουν κριθεί από τη Νομολογία όπως: α) Η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφ’ όσον δίνεται στον μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες κάθε μήνα, β) Η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφ’ όσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) Το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές αποδοχές» (βλ. και ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝΔ 2011. 97, 283/2009 ΕΝΔ 2009. 102). Τέλος, το άρθρο 14 της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009 {ΥΑ 3525.5/01/2009 ΕΝ (ΦΕΚ Β΄ 1928/8-9-2009)} ορίζει ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων που αναφέρεται η παρούσα Συλλογική Σύμβαση καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών, ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων, περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προέκυψε από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ο ενάγων δικαιούνταν κατά τα ανωτέρω για υπερωριακή αμοιβή, σύμφωνα και την οικεία ως άνω ΣΣΝΕ, το συνολικό ποσό των {(86 καθημερινές και Κυριακές X 4 ώρες υπερωριακή εργασία την ημέρα X 12,75 ευρώ η ώρα=) 4.386 ευρώ + (22 Σάββατα και αργίες Χ 12 ώρες την ημέρα Χ 15,30 ευρώ την ώρα=) 4.039,20 ευρώ=} 8.425,20 ευρώ, ήτοι ο μέσος όρος της υπερωριακής του αμοιβής ανερχόταν μηνιαίως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο των εναγομένων, στο ποσό των 2.178,90 ευρώ {=8.425,20 : 116 ημέρες υπηρεσίας = 72,63 Χ 30). Επομένως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που συμπεριέλαβε το ως άνω ποσό των 2.178,90 ευρώ, ως κατά μέσο όρο οφειλόμενη στον ενάγοντα μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές του κατά τον Απρίλιο του 2010, επί των οποίων υπολόγισε τη δικαιούμενη απ’ αυτόν αναλογία δώρου Πάσχα 2010 και επιδίκασε στον τελευταίο τη διαφορά των 528,21 ευρώ για την ανωτέρω αιτία, κατά τους μη αμφισβητούμενους από τους διαδίκους περαιτέρω υπολογισμούς και δεχόμενο ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση εξοφλήσεως του ποσού των 1.082,94 ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις κα εφάρμοσε το νόμο, με συνέπεια, τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη με το σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης να είναι απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν.
Ας σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του ενάγοντος για διαφορές μισθού και επιδόματος Κυριακών, αδείας, δώρων εορτών Χριστουγέννων – Νέου Έτους του 2010, καθώς και για αποζημίωση διανυκτερεύσεων, κρίνοντας τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (4.160,39 + 528,21=) 4.688,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 7-10-2010. Κατά των εν λόγω διατάξεών της η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης και, επομένως, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 522 και 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν δύναται να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή ν’ απορριφθεί, ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εκκαλούσας και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση, ως προς την πρώτη εκκαλούσα, ως ανυποστήρικτη.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος, ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εκκαλούσες στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 16 -2-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ