ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1124/2019
(Γενικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: …
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του την 30η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή καταβολής αποζημίωσης από μεταβίβαση σύμβασης δανείου και καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης της σύμβασης χρηματοδότησης, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … εδρεύουσας στην Α., Α., …., νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ…, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στη δίκη, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της …, συνταχθέντος υπό του συμβολαιογράφου Πειραιά Σ. Β. Κ., διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Στέργιου Σπυρόπουλου του Θεοδώρου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 21263) και Ευαγγελίας Καστρινάκη του Αντωνίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 23531), κατοίκων Αθηνών, Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αριθ.170.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο … εδρεύουσας στην Αθήνα, οδός Όθωνος, αριθ.8, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ… της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … η οποία προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στη δίκη, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου του διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της Φ. Κ. Χ. Α., συνταχθέντος υπό της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ. Ν., διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Γρηγορίου Τιμαγένη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1037) κατοίκου Πειραιώς, οδός Νοταρά, αριθ.136, και Μαρίας-Ελένης Κόσσυφα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 4039), κατοίκου Αγίας Παρασκευής, οδός Γαρυττού, αριθ.48, σε συνδυασμό με το από 14-12-2017 υποπληρεξούσιο του πληρεξουσίου δικηγόρου Γρηγορίου Τιμαγένη προς την Μαρία-Ελένη Κόσσυφα, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του επ’ αυτού από τη δικηγόρο του Δ.Σ.Π. Μαρία-Αγγελική Βλάχου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3613), κάτοικο Περιστερίου, οδός Υπερείδου, αριθ.5, δυνατότητα (εξουσία) που του είχε παραχωρηθεί με το υπ’ αριθ. … πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μ. Ν..
Η ενάγουσα με την από… και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 6-9-2017 και επιδόθηκε στην εναγομένη εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 4-10-2017, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Χ. Σ., και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 9-1-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στη δικάσιμο της 30-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 4,ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους εκθέτει στην αγωγή και τις προτάσεις της, η δε εναγόμενη ζητεί την απόρριψή της, για όσους λόγους εκθέτει στις προτάσεις της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι, που είχαν προκαταθέσει τις προτάσεις τους, παραστάθηκαν, όπως ανωτέρω σημειώνεται.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNAMETOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με το άρθρο 7 παρ.1 του Ν.Δ.1544/1942 και τροποπ. με το Ν.Δ. 4189/1961, αν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην, εφαρμοζομένων των σχετικών διατάξεων της Πολιτικής Δικονομίας του 1835 (άρθρο 208, όπως τροπ. διά του Ν.ΓΥΝΓ του 1909), στις οποίες γίνεται παραπομπή. Οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν και υπό το καθεστώς της παλαιάς ΠολΔικ (βλ. Ποδηματά, Η ερημοδικία και τα τακτικά ένδικα μέσα επί ερήμην αποφάσεων μετά τον Ν.2915/2001, ΕλλΔνη 2002.18), αλλά και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή του από τον Ν.2915/2001, την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν, βάσει του τεκμηρίου της παραιτήσεως από αυτήν που καθιερωνόταν για τον απολιπόμενο ενάγοντα. Ειδικότερα, από το όλο περιεχόμενο και τον σκοπό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η αγωγή, για την οποία δεν έχει καταβληθεί το οφειλόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, η δε παραπομπή στην τότε ισχύουσα ΠολΔικ/1835 χρησιμοποιήθηκε προς αποφυγή της επαναλήψεως του κειμένου τους, η οποία φαινόταν υπό τα τότε κρατούντα περιττή, και όχι επειδή ο νομοθέτης θέλησε να προσδώσει στην οικεία κύρωση χαρακτήρα παρακολουθηματικό των συνεπειών της ερημοδικίας του ενάγοντος, όπως αυτές ενδεχομένως θα τροποποιούνταν στο μέλλον. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο άρθρο 7 του Ν.Δ.1544/1944, όπου ρητώς προβλέφθηκε η απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση παραλείψεως καταβολής του συμπληρωματικού τέλους δικαστικού ενσήμου που επιβλήθηκε από το δικαστήριο, επειδή διαγνώσθηκε ότι το καταβληθέν υπολειπόταν της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της δίκης (ΑΠ 27/2000 ΕλλΔνη 41.701, ΕφΠειρ 554/2008 Νόμος, ΕφΑθ 5445/2001 ΕλλΔνη 43.793). Ως εκ τούτου, από την ιστορική και τελεολογική ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων που αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί από το άρθρο 13 παρ.2 του Ν.2915/2001 και η οποία αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας του ενάγοντος, διατηρεί την ισχύ της για την περίπτωση πλασματικής ερημοδικίας των άρθρων 2 του Ν.ΓπΟΗ/1912 και 175 ΚΠολΔ και ρυθμίζει τις συνέπειες της τελευταίας και μόνον. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων δεν προκαταβάλει, ως είναι υποχρεωμένος, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσιαστικώς αβάσιμη (ΠολΠρΘεσ 27248/2006, ΠολΠρΑθ 4569/2004 ΤΝΠ Νόμος). Στην απόρριψη της αγωγής κατέληγε από την εισαγωγή του ΚΠολΔ η παραπομπή στο αντίστοιχο προς τις ως άνω διατάξεις της ΠολΔικ/1835 άρθρο 272 του Κώδικα τούτου. Μετά την ισχύ όμως του Ν.2915/2001 η παραπομπή δεν μπορεί να νοηθεί ότι γίνεται στο άρθρο 270 §1 εδ.ε ΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν.2915/2001), «αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δε λάβει νόμιμα μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι», διότι η εφαρμογή του οδηγεί σε εντελώς διαφορετικό από τον σκοπό των ως άνω διατάξεων αποτέλεσμα. Επομένως, θα εφαρμοσθεί στην περίπτωση αυτή ευθέως το άρθρο 2 §1 του Ν.ΓΠΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε, κατά την σαφή έννοια του οποίου η κύρωση για την παράλειψη καταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου από τον ενάγοντα, είναι η απόρριψη της αγωγής του (ΕφΑθ 1972/2006 ΕλλΔνη 48.277, βλ. Α.Πλεύρη, Παρατηρήσεις, ΕφΑΔ 2008.1103, όπου και παραπομπή στη ΜονΠρΘεσ 5865/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 4350/2009 Επιδικία 2010.91). Παρά την κατάργηση, όμως, με την ως άνω διάταξη των ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας των διαδίκων, η πλασματική ερημοδικία ως συνέπεια σε βάρος του ερημοδικούντος ενάγοντος, που δεν κατέβαλε το τέλος δικαστικού ενσήμου, εξακολουθεί να ισχύει, διότι η συγκεκριμένη κύρωση προβλέπεται από το άρθρο 7 του Ν.Δ.1544/1942, που ρητά έχει διατηρηθεί σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕισΝΚΠολΔ. Η πλασματική ερημοδικία λόγω μη καταβολής στο ακέραιο του οφειλόμενου τέλους του δικαστικού ενσήμου οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, με την έννοια ότι αν δεν θεραπευτεί με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ύστερα από άσκηση έφεσης, θα οδηγήσει σε ουσιαστικό δεδικασμένο. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία μετά την τροποποίηση του άρθρου 270 ΚΠολΔ η μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου δε συνοδεύεται από επαχθείς συνέπειες, διότι πλέον αυτές έχουν καταργηθεί, αλλά ο διάδικος θα δικασθεί ωσεί παρών, παραβλέπει ότι η πλασματική ερημοδικία ως ειδική κύρωση, δεν εισάγεται από τον ΚΠολΔ, ώστε να ακολουθεί τις γενικές ρυθμίσεις της ερημοδικίας, αλλά από τη διάταξη του άρθρου 7 του Ν.Δ.1544/1942 (βλ. Π. Φάλτση.- Χ. Παπαλαγάκη – Αρβανιτάκη, Η Νέα Διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τους Ν.2915/2001 και 3043/2002, εκδ.2004, σελ.55, ΕφΑθ 7473/1987 ΕλλΔνη 29.1685, ΕφΠειρ 224/1995 ΕλλΔνη 37.403, ΠολΠρΑθ 2199/2010 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 175 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν σήμερα μετά και την τροποποίηση που επήλθε με τον Ν.2915/2001, ο υπόχρεος σε προκαταβολή τελών και εξόδων (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το δικαστικό ένσημο), λογίζεται κατά νομικό πλάσμα ως μη εμφανιζόμενος (πλασματική ερημοδικία) και επομένως δικάζεται ερήμην (ΟλΑΠ 642/1970 ΝοΒ 18.1471, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 936/2011, ΑΠ 2365/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1104/1997 ΕλλΔνη 39.107, ΑΠ 219/2005 ΤΝΠ Νόμος), του άρθρου 270 παρ.1 εδ.τελευταίο, ως ίσχυε με τους Ν.2207/1994 και Ν.2915/2001, μη έχοντος εφαρμογή, διότι αφορά μόνο στην ερημοδικία που επέρχεται, όχι λόγω μη προκαταβολής εξόδων, αλλά λόγω της από άλλους λόγους μη εμφανίσεως ή μη προσήκουσας εμφανίσεως (πραγματική ερημοδικία) κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1107/2005 ΧρΙΔ Στ΄.68, ΕφΑθ 4687/2000 ΕλλΔνη 41.1682, ΠολΠρΠειρ 2234/2006 Νόμος). Με το άρθρο 13 παρ.2 του Ν.2915/2001, καταργήθηκε το άρθρο 272 ΚΠολΔ, που αφορούσε την ερημοδικία του ενάγοντος (πραγματική και πλασματική), με συνέπεια σήμερα να μένει αρρύθμιστη η περίπτωση της πλασματικής ερημοδικίας και οι συνέπειες της. Διότι ο νομοθέτης προέβλεψε μεν και ρητά τροποποίησε τις συνέπειες της πραγματικής ερημoδικίας των διαδίκων στα πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθρο 270 παρ.1 εδ. τελευταίο), δεν προέβλεψε, όμως, σχετικά για την περίπτωση της ερημοδικίας λόγω μη προκαταβολής τελών και εξόδων. Η δυσμενής συνέπεια επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, εξακολουθεί να ισχύει παρά την κατάργηση με το άρθρο 13 παρ.2 του Ν.2915/2001 του άρθρου 272 ΚΠολΔ και παρά την καθιέρωση του συστήματος της μονομερούς συζητήσεως της υποθέσεως επί ερημοδικίας οποιασδήποτε από τις δύο διάδικες πλευρές (άρθρο 270 παρ.1 εδ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικατ. με το άρθρο 12 του ανωτέρω νόμου), καθώς και μετά την εν συνεχεία αντικατάστασή του με το άρθρο 30 του Ν.3994/2011 και την πρόσφατη τροποποίησή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87), με έναρξη ισχύος σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου από 1-1-2016. Αν ήθελε θεωρηθεί, ότι το σημερινό άρθρο 270 παρ.1 ΚΠολΔ αντιμετωπίζει ενιαία το ζήτημα της ερημοδικίας, θα οδηγούμασταν ουσιαστικά σε καταστρατήγηση των διατάξεων περί δικαστικού ενσήμου, αφού θα ήταν δυνατόν να ερευνηθεί στην ουσία της η αγωγή και να γίνει δεκτή ως ουσιαστική βάσιμη, αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί από τα αποδεικτικά μέσα που βρίσκονται στη διάθεση του δικαστηρίου, χωρίς ο ενάγων να έχει προκαταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου. Όμως, δεν προκύπτει τέτοια βούληση του νομοθέτη, περί κατάργησης της υποχρέωσης προκαταβολής τελών και εξόδων,η οποία για να στοιχειοθετηθεί θα πρέπει να είναι ρητή και σαφής (ΠολΠρΘεσ 27248/2006 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, και από την ιστορική και τελεολογική ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων που αναφέρονται παραπάνω, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν καταργηθεί από το άρθρο 13 παρ.2 του Ν.2915/2001 και αφορά τις συνέπειες της ερημοδικίας του ενάγοντος, διατηρεί την ισχύ της για την περίπτωση πλασματικής ερημοδικίας των άρθρων 2 του Ν.ΓΠΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το άρθρο 7 παρ.1 του Ν.Δ.1544/1942 και 175 ΚΠολΔ, και ρυθμίζει τις συνέπειες της τελευταίας και μόνο. Επομένως, σε περίπτωση που ο ενάγων δεν προκαταβάλει, εν όλω ή εν μέρει, ως είναι υποχρεωμένος, το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, ω συνέπεια η αγωγή του απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι τεκμαίρεται παραίτησή του από την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 330/1977 ΝοΒ 25.1342, ΕφΑθ 1972/2006 ΕλλΔνη 2007.277, ΕφΑθ 7098/1979 ΝοΒ 28.1173, ΠολΠρΑθ 4569/2004, ΠολΠρΠειρ 2234/2006 Νόμος, ΜονΠρΑθ 22/2017 ΕλλΔνη 2017.219), αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (ΑΠ 1107/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 220/1999 ΕλλΔνη 40.603, ΑΠ 1504/1990 ΕλλΔνη 33.132, ΑΠ 273/1985 ΕλλΔνη 26.466, ΕφΑθ 8272/2004 ΕλλΔνη 46.857). Η αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε έλλειψη κυρώσεως για τη μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου, η είσπραξη του οποίου θα καθίστατο προβληματική, δεν θα ήταν δε σύμφωνη με την κύρωση, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης, όταν θέσπισε τη διάταξη, και είναι και σήμερα αναγκαία για να μην καταστεί η διάταξη κενή περιεχομένου (βλ.Κονδύλη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, σελ.5). Εξάλλου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Ν.ΓΠΟΗ/1912 περί δικαστικού ενσήμου, επειδή το αναλογικό αυτό τέλος επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ανάγεται στη φορολογία του αντικειμένου της δίκης, επί του οποίου προκαλείται η απόφαση του δικαστηρίου, είναι επιτρεπτό, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία, σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή όχι για λόγους ουσιαστικούς, αλλά για λόγους τυπικούς (απαράδεκτα), να μην απαιτείται η εκ νέου καταβολή του σε περίπτωση επανεγέρσεως της αυτής αγωγής, με το αυτό δηλαδή αντικείμενο και τους αυτούς διαδίκους, διότι σε αντίθετη περίπτωση, το αυτό αντικείμενο θα υποβαλλόταν σε διπλή φορολογία (ΑΠ 217/1956 ΕΕΝ 23.817, ΝοΒ 4.779). Όπως προκύπτει από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις και τα όσα έγιναν δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, το δικαστικό ένσημο, έχει τον χαρακτήρα τέλους, ήτοι φορολογίας του αντικειμένου της δίκης και για τον λόγο αυτό η εκ νέου καταβολή αυτού για την αυτή αιτία αποτελεί διπλή φορολόγηση και επομένως, λόγο επιστροφής του καταβληθέντος ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος Τέτοια περίπτωση επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού – ή μη καταβολής εκ νέου τούτου λόγω επανεγέρσεως της αγωγής- αποτελεί η για λόγους τυπικούς απόρριψη της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 273/1985 ΕλλΔνη 1985.466, ΑΠ 217/1956 ΝοΒ 1956.779, ΜονΕφΠειρ 499/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 680/1990 ΑρχΝ 1992.348, ΕφΠειρ 364/1986 ΕλλΔνη 1986.708, ΔΕφΑθ 571/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΔΕφΑθ 1555/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 4133/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 4350/2009 Επιδικία 2010.91, ΠολΠρΘεσ 28883/2003 Αρμ 2003.1744, ΠολΠρΘεσπρ 57 & 58/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 11247/2000 Αρμ 2001.52, ΠολΠρΘεσ 20930/1997 Αρμ 1998.436, ΓνωμΝΣΚ 725/1995 ΠειρΝομ 1996.80). Το ως άνω τέλος, ως αναγόμενο στη φορολογία του αντικειμένου της δίκης, επί του οποίου προκαλείται η απόφαση του δικαστηρίου, δεν θεωρείται αναλωθέν εάν η αγωγή απορριφθεί με απόφαση του δικαστηρίου, όχι ουσιαστικά αλλά μόνον ως τυπικά απαράδεκτη (ΑΠ 273/1985 ΕλλΔνη 1985.466). Τούτο συμβαίνει και όταν η αγωγή απορριφθεί λόγω ακυρότητας του δικογράφου της ως αόριστου, επειδή δεν περιέχει τα απαιτούμενα από τον νόμο στοιχεία (βλ. Τούση, Γενικαί Αρχαί, 1962, παρ.167, σελ.766, σημ.14, ΑΠ 80/1955 ΝοΒ 3.385, ΕφΑθ 680/1990 ΑρχΝ 1992.348). Κατά λογική ακολουθία τούτων, το δικαστικό ένσημο επιστρέφεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν σε περίπτωση που ο ενάγων, μετά την απόρριψη της αγωγής του για λόγους τυπικούς, για οποιονδήποτε λόγο, δεν προτίθεται να ασκήσει νέα αγωγή. Για την επιστροφή του δικαστικού ενσήμου ως τέλους αχρεωστήτως καταβληθέντος και για το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να ζητηθεί αυτή από τον ενάγοντα εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 93επ. του N.Δ.321/1969 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού, βλ. σχετ. ΔΠρΠειρ 2688/1992 ΕΔΚΑ 1992.699). Αντίθετα, το δικαστικό ένσημο θεωρείται αναλωθέν σε περίπτωση κατ’ ουσίαν απορρίψεως της αγωγής ως νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμης (ΠρωτΘεσ 59/1973 ΑρχΝομ 24.774, ΠρωτΘεσ 60/1972 ΕλλΔνη 74.39, Γνωμοδότηση ΝΣΚ 725/1995 ΠειρΝομ 1996.80). Πάντως, αν ο ενάγων καταβάλει μέρος του δικαστικού ενσήμου, που αντιστοιχεί σε μέρος της δηλωμένης χρηματικής απαιτήσεώς του, τούτο δεν συνεπάγεται αντίστοιχο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (ΕφΑθ 395/1993 ΕλλΔνη 35.466), πλην όμως δικάζεται ερήμην για ολόκληρο το αγωγικό αίτημά του, κατά τα ανωτέρω (άρθρο 7 του Ν.Δ.1544/1944 – βλ. ΑΠ 44/1962 ΝοΒ 10.568, ΕφΠειρ 683/1990 ΠειρΝομ 1990.191, ΠολΠρΘεσ 2127/1980 Αρμ 1983.677, Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 173, αριθ.13, σελ.986).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα τράπεζα εκθέτει ότι δυνάμει της από … σύμβασης χρηματοδότησης, όπως τροπ. με τις από 11-6-2009, από 24-6-2010 και από 16-1-2013 πρόσθετες πράξεις συμφωνήθηκε η χορήγηση δανείου από την τότε ανώνυμη τραπεζική εταιρεία … στις ανώνυμης εταιρείες με την επωνυμία “…” μέχρι του ποσού των 24.964.200 δολαρίων ΗΠΑ, για την απόκτηση δύο δεξαμενόπλοιων χωρητικότητας 10.500 dwt έκαστο, εκ των οποίων το ποσό των 17.539.200 δολαρίων ΗΠΑ θα χορηγείτο πριν την παράδοσή τους σε οκτώ συνολικά δόσεις σύμφωνα με τον όρο 2.1.1 της εν λόγω σύμβασης, κατά την παράδοση τους το συνολικό ποσό του χορηγηθέντος δανείου ηδύνατο να εκταμιευθεί σε δύο δόσεις σύμφωνα με τον όρο 2.1.2 της ιδίας σύμβασης και η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε ότι θα γίνει σύμφωνα με τον όρο 10 της σύμβασης χρηματοδότησης, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Ότι δυνάμει του από … εγγράφου μεταβίβασης η πιστώτρια τράπεζα ως άνω προέβη στη μεταβίβαση του συνόλου των απορρεόντων εκ της ως άνω συμφωνίας δικαιωμάτων και απαιτήσεων σε βάρος των οφειλετριών εταιρειών στην Τράπεζα Πειραιώς έναντι καταβληθέντος αντιτίμου ποσού 22.230.000 δολαρίων ΗΠΑ και τους όρους της μεταβίβασης συνομολόγησαν με το ίδιο ως άνω έγγραφο και οι δύο οφειλέτριες εταιρείες και η θεματοφύλακας εξασφαλίσεων και διαχειρίστρια τραπεζική εταιρεία σύμφωνα με τον όρο 31 της από … σύμβασης χρηματοδότησης, ενώ παράλληλα συμφωνήθηκε και η επαναμεταβίβαση της επίμαχης έννομης σχέσης από την “…” με πρωτοβουλία της …”, με βάση τον όρο 4 αυτής, όπως εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι η αναμεταβίβαση συμφωνήθηκε υπό την αίρεση ότι θα επέλθει οποιοδήποτε γεγονός καταγγελίας εκ των προβλεπόμενων στον όρο 22 της από … σύμβασης χρηματοδότησης και εφόσον το γεγονός αυτό δεν θεραπευτεί ή αρθεί μετά την πάροδο 30 ημερολογιακών ημερών από τη διαπίστωση της επέλευσης του εκ μέρους της …” και ότι το δικαίωμα αυτό θα ασκείται με ανέκκλητη δήλωση της τελευταίας προς την αντισυμβαλλόμενη τράπεζα 5 ημέρες πριν τον οριζόμενο στη δήλωση αυτή χρόνο μεταβίβασης. Ότι το σύνολο των όρων αυτών αποδέχθηκαν ρητώς οι συμβαλλόμενες τραπεζικές εταιρείες, οι οφειλέτριες εταιρείες και οι εγγυητές αυτών δυνάμει της από … επιστολής αναγνώρισης και συναίνεσης. Ότι στις 9-10-2011 δυνάμει της από 9250/9-10-2011 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της …”, της οποίας οι συμβατικές με τρίτους σχέσεις μεταβιβάστηκαν στο νεοσυσταθέν μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα “…… … κατά το άρθρο 63Ε του Ν.3601/2007 και εκδόθηκαν Αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος για τα επιμέρους κρίσιμα ζητήματα που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι η “…… … υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της …”, όπως αυτές απορρέουν εκ της επίδικης από 17-7-2007 σύμβασης χρηματοδότησης καθώς και της από … συμφωνίας προαίρεσης. Ότι στις 16-1-2013 οι οφειλέτριες εταιρείες είχαν καταστεί υπερήμερες ως προς την αποπληρωμή των καταβλητέων τοκοχρεωλυτικών δόσεων της 24-9-2012, της 28-9-2012, της 24-12-2012 και της 28-12-2012, ποσού 174.552,50 δολαρίων έκαστη, με το ανεξόφλητο κεφάλαιο να ανέρχεται τότε σε ποσό 20.908.132,50 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι ενόψει των ληξιπρόθεσμων αυτών δόσεων οι δανείστριες εταιρείες αιτήθηκαν και συμφώνησαν με τα αντισυμβαλλόμενα μέρη τον τρόπο αποπληρωμής των δανειακών δόσεων και δυνάμει της από 16-1-2013 πρόσθετης πράξης επί της από 19-7-2009 σύμβασης χρηματοδότησης , όπως τροπ. με τις από 11-6-2009 και από 24-6-2010 πρόσθετες πράξεις, τροποποιήθηκε ο όρος 10 της αρχικής σύμβασης χρηματοδότησης όπως εκτίθεται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι την 22-11-2013 καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η με αριθμό Κ2-7010/22-11-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση των ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών «Τ. E. E. Α. Ε. και «… και κατέστη η πρώτη καθολική διάδοχος της δεύτερης λόγω συγχώνευσης διά απορροφήσεως κατά τα άρθρα 69επ. και 78 του Α.Ν.2190/1920 και ότι παρά την ως άνω πρόσθετη πράξη οι οφειλέτριες εταιρείες κατέστησαν πάλι υπερήμερες ως προς την καταβολή των καταβλητέων δόσεων, σύμφωνα με τον όρο 10 της σύμβασης χρηματοδότησης, όπως τροπ. και ισχύει σήμερα δυνάμει των ως άνω πρόσθετων πράξεων και συγκεκριμένα για τις αναφερόμενες στην αγωγή ληξιπρόθεσμες δόσεις συνολικού ποσού 2.445.837,98 δολαρίων ΗΠΑ κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες, πλέον τόκων και εξόδων και για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο στην από … συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, ήτοι των 30 ημερών. Ότι ενόψει τούτου, η Τράπεζα Πειραιώς άσκησε το αντίστοιχο δικαίωμα προαίρεσης που της παρέχεται δυνάμει του όρου 4 της ως άνω συμφωνίας, δυνάμει της από 12-3-2015 εξώδικης δήλωσής της προς την Τράπεζα Eurobank και ότι ως χρόνος αναμεταβίβασης και επαναπόκτησης από την τελευταία του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίμαχη σύμβαση χρηματοδότησης ορίσθηκε η 27-3-2015, κατά την οποία η Eurobank όφειλε να καταβάλει το ισόποσο της οφειλομένης από τις δανειολήπτριες εταιρείες απαίτησης εκ του δανείου, χωρίς όμως να έχει εκτελέσει μέχρι σήμερα την υποχρέωσή της αυτή. Ότι η εναγομένη οφείλει λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της που συνίσταται στη σιωπηρή άρνηση και την υπερημερία της ως προς την τήρηση των συμβατικώς προβλεπόμενων, να υποχρεωθεί σε καταβολή του ισόποσου σε ευρώ της οφειλής των δανειοληπτριών εταιρειών, η οποία στις … είχε διαμορφωθεί σε ποσό 24.558.106,32 δολαρίων ΗΠΑ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, κατά τα αντίστοιχα ποσά δόσεων κεφαλαίου και τόκων κεφαλαίου και υπερημερίας επί ληξιπρόθεσμων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, πληρωτέων στις αντίστοιχες συμφωνηθείσες ημερομηνίες, καθώς επίσης, και να καταδικαστεί σε δήλωση βουλήσεως προς τον σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από … σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα, στην υπογραφή του προβλεπόμενου στη συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης έγγραφου μεταβίβασης και σε περίπτωση άρνησής της να προβεί στη δήλωση βουλήσεως του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογιστεί η ανωτέρω δήλωση βουλήσεώς της ως γενομένη με την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της αγωγής αυτής και κατά συνέπεια να λογιστεί ότι το προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.1 της από … συμφωνίας προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί. Ότι η ενάγουσα άσκησε κατά της εναγομένης την από 8-7-2016 αγωγή της με αριθμό καταθέσεως …, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 23.027.083,34 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αναλύεται ειδικότερα σε αυτή, πλέον τόκων υπερημερίας από 8-7-2016 και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, να καταδικαστεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως προς τον σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από … σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα στην υπογραφή του προβλεπόμενου στην εν λόγω συμφωνία προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης έγγραφου μεταβίβασης, άλλως και σε περίπτωση άρνησης να προβεί σε δήλωση βούλησης κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογιστεί η ανωτέρω δήλωση βούλησής της ως γενόμενη με την τελεσιδικία της εκδοθησόμενης εκεί απόφασης και ότι το έγγραφο μεταβίβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4.1 της από … συμφωνίας προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί. Ότι επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία η αγωγή για μεν το πρώτο αίτημά της για καταβολή του χρηματικού ποσού απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, επειδή αξιώθηκε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και όχι το ισόποσο αυτού σε ευρώ, δίχως το Δικαστήριο να δύναται να επιχειρήσει αυτεπάγγελτη μετατροπή του αιτούμενου ποσού σε ευρώ, ενόψει της αρχής της διαθέσεως, για δε το δεύτερο αίτημά της περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως απορρίφθηκε ως αόριστη, επειδή η ενάγουσα δε προσδιόρισε σαφώς το περιεχόμενο της δήλωσης βουλήσεως στην οποία αιτείται να καταδικαστεί η εναγομένη, καθόσον η ενάγουσα δεν παρέθεσε το ακριβές και ορισμένο περιεχόμενο στης δηλώσεως βουλήσεως της εναγομένης, στην αγωγή της και στις προτάσεις της, στο οποία έπρεπε να καταδικαστεί η τελευταία να προβεί σε δήλωση βουλήσεως, όπως αποτυπώνεται στο εν λόγω έγγραφο μεταβίβασης, αντίγραφο του οποίου είχε προσαρτηθεί στην από … μεταξύ τους συμφωνία. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησής του ποσού των 24.558.106,32 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αναλύεται ειδικότερα στην αγωγή, με βάση την τιμή πώλησης συναλλάγματος δολαρίου ΗΠΑ, όπως θα προκύπτει από το αντίστοιχο δελτίο τιμών συναλλάγματος της Τράπεζας της Ελλάδος, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 31… και τόκων επιδικίας από την επίδοση της αγωγής κατά της εναγομένης, να καταδικαστεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως προς τον σκοπό της εκτέλεσης της αναμεταβίβασης της έννομης σχέσης της από … σύμβασης χρηματοδότησης και συγκεκριμένα, να καταδικαστεί κατά τα προβλεπόμενα στο έγγραφο μεταβίβασης της από … συμφωνίας προαίρεσης για την αναμεταβίβαση έννομης σχέσης, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των απαιτούμενων προσαρμογών στο πλαίσιο της αναμεταβίβασης, να δηλώσει όσα εκτίθενται ειδικότερα στο αιτητικό της αγωγής υπό τον τίτλο «Πιστοποιητικό μεταβίβασης (εκχώρησης)», άλλως και σε περίπτωση άρνησής της να προβεί στη δήλωση βουλήσεως αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, να λογιστεί η ανωτέρω δήλωση βουλήσεώς της ως γενομένη με την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κρινόμενης αγωγής και κατά συνέπεια να λογιστεί ότι το ως άνω προαπαιτούμενο έγγραφο μεταβίβασης, έχει αυτοδικαίως καταρτιστεί, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 4-10-2017 στην εναγομένη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στις 6-9-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Χ. Σ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται να συζητηθεί με την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, παρ.2 εδ.α΄, παρ.3 περ.Α και Β στοιχ.α΄, παρ.4, παρ.5 του Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), με την τακτική διαδικασία. Πλην όμως, η ενάγουσα δεν προσκομίζει, καθ’ ομολογίαν της, πλήρως, ήτοι στο σύνολό του το προσήκον κατά τον νόμο δικαστικό ένσημο, καθόσον προκύπτει από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας ότι επαναφέρει εν μέρει το δικαστικό ένσημο που είχε καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ίδια κατά την εκδίκαση της από 8-7-2016 και με αριθμό καταθέσεως … αγωγής της κατά της εναγομένης, με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία μάλιστα έχει επιδοθεί στην εναγομένη από την ενάγουσα την 1-9-2017 και δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο επ’ αυτής μέχρι και τη 13-12-2017, συνακόλουθα, έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Φ. Σ. και υπ’ αριθ… πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή εκτάκτων ενδίκων μέσων του Πολιτικού Τμήματος Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιά), ενώ από το σώμα της ιδίας της απόφασης αυτής προκύπτει ρητώς ότι έχει αναλωθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, ήτοι το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης τύπο Α΄ της Δ΄ ΔΟΥ Αθηνών, σειράς …, ποσού 212.217,60 ευρώ, το οποίο προσκομίζεται στην παρούσα δίκη εκ νέου για τη μερική κάλυψη του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου για την ένδικη διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, επί της κρινόμενης αγωγής, καταψηφιστικού χαρακτήρα, του δε υπολοίπου συμπληρωθέντος με το προσκομιζόμενο e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με κωδικό …, ποσού 13.573,78 ευρώ, με καταληκτική ημερομηνία πληρωμής του την 23-3-2018, εκ μέρους της ενάγουσας, το οποίο πληρώθηκε-εξοφλήθηκε στις 23-1-2018, σύμφωνα με τη σχετικώς προσκομιζόμενη απόδειξη περί εξόφλησής του. Τούτο, άλλωστε, προδήλως προκύπτει από τη με ημερομηνία 2-1-2018 κατατεθειμένη προθήκη-αντίκρουση επί των προτάσεων της ενάγουσας, την οποία υπογράφουν οι εδώ παριστάμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι της για λογαριασμό της, με βάση την οποία (σελ.37 αυτής), αναφέρεται ρητώς και σαφώς ότι η ενάγουσα προσκομίζει ήδη για το οφειλόμενο δικαστικό ένσημο επί του μείζονος τμήματος της κύριας χρηματικής ένδικης απαίτησής της κατά της εναγομένης επί της κρινόμενης αγωγής της, το ως άνω αναλωθέν διπλότυπο που αντιστοιχεί σε δικαστικό ένσημο επί ποσού 23.027.083,34 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο είναι ισόποσο με 21.672.549,03 ευρώ, (σε σύνολο αιτούμενου αγωγικού ποσού 24.558.106,32 δολαρίων ΗΠΑ), και ότι θα προσκομίσει στη δίκη συμπληρωματικά το αναλογούν υπόλοιπο δικαστικό ένσημο για το αιτούμενο αγωγικό ποσό των 1.531.022,98 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο είναι ισόποσο με 1.281.512,50 ευρώ, αντίστοιχο του υπολοίπου της ένδικης απαίτησής της κατά της εναγομένης, ήτοι το ποσό των 13.573,78 ευρώ, που κατέβαλε ως άνω και επ’ αυτού προσκόμισε στην έδρα κατά τη συζήτηση της αγωγής αυτής το προαναφερόμενο e-παράβολο. Επί της πρακτικής αυτής της ενάγουσας, η εναγομένη έχει ρητώς και σαφώς εκφράσει αντιρρήσεις και υποβάλει σχετική δικονομική ένσταση περί έλλειψης καταβολής εκ μέρους της ενάγουσας του προσήκοντος κατά τον νόμο τέλους δικαστικού ενσήμου για το σύνολο της ένδικης απαίτησής της σε βάρος της, ένεκα του εμφανώς καταψηφιστικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς και του εν γένει επιδίκου αντικείμενου της δίκης αυτής. Τούτο προκύπτει σαφώς από την προσθήκη-αντίκρουσή της επί των προτάσεων της εναγομένης, αλλά και τις σχετικές σαφείς και ρητές αντιρρήσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην ως άνω ορισθείσα δικάσιμο, όπως σχετικώς διαλαμβάνεται στα πρακτικά της δίκης που τηρήθηκαν εν προκειμένω. Η μεν ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η προηγούμενη κριθείσα αγωγή της απορρίφθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο σύνολό της για τυπικούς λόγους, ήτοι ως απαράδεκτη, επισημαίνοντας ότι ένα εκ των αιτημάτων της απορρίφθηκε ως μη νόμιμο και όχι η ίδια η αγωγή της ως μη νόμιμη, η δε εναγομένη, ισχυρίζεται ότι το αρχικό και μείζον τμήμα του προσκομιζόμενου εν προκειμένω δικαστικού ενσήμου έχει πλήρως αναλωθεί στην προηγούμενη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω διαλαμβανόμενη απορριπτική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσκομιστεί εκ νέου στην παρούσα δίκη για την κάλυψη του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου επί της κρινόμενης ένδικης (καταψηφιστικής) διαφοράς και επίδικης χρηματικής απαίτησης της ενάγουσας κατά της εναγομένης, ενόψει του ότι ένα εκ των δύο αιτημάτων της προηγούμενης όμοιας δε αγωγής της ενάγουσας σε βάρος της απορρίφθηκε ως μη νόμιμο (νόμω αβάσιμο) και δη ως προς το αίτημα που ζητείται η επιδίκαση χρηματικού ποσού εκ μέρους της ενάγουσας κατά της εναγομένης, συνεπώς, υπήρξε επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου και το τότε προσκομιζόμενο δικαστικό ένσημο έχει αναλωθεί, αφού ως προς αυτό τουλάχιστον το αίτημα η προηγούμενη αγωγή της δεν έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους (ως απαράδεκτη). Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, που ακολουθεί την πάγια άποψη της νομολογίας ότι εφόσον η αγωγή έχει κριθεί ως προς το νόμω βάσιμο αυτής, το δικαστήριο έχει εκφραστεί επί της ουσίας και η απόρριψή της δεν είναι πλέον για τυπικούς λόγους, όπως σε περίπτωση που αυτή έχει κριθεί αόριστη, οπότε τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, το δε δικαστικό ένσημο σε περίπτωση κρίσης επί του νόμω βασίμου της αγωγής θεωρείται ως αναλωθέν και δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί σε επόμενη δίκη ούτε επιστρέφεται στον ενάγοντα γι’ αυτόν τον σκοπό, συνακόλουθα, ακόμη κι αν η κρίση επί της προηγούμενης αγωγής της ενάγουσας αφορούσε ένα εκ των δύο αιτημάτων της αγωγής της και δη το αίτημα για επιδίκαση της χρηματικής απαίτησής της κατά της εναγομένης (καταψηφιστικού χαρακτήρα), κατά την κύρια βάση της ως άνω αγωγής της, της δε έτερης και δη επικουρικής κατ’ άρθρο 949 ΚΠολΔ απορριφθείσας ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της, η κρίση του Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. 3693/2017 απόφασή του ήταν επί της ουσίας της ένδικης διαφοράς, απορρίπτοντας την προηγούμενη όμοια αγωγή ως μη νόμιμη, όπως ρητώς αναφέρεται στο σκεπτικό αυτής (σελ.1η του 6ου φύλλου, σειρά 2η) και με βάση τη νομολογία, έστω και η εν μέρει απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης οδηγεί σε ανάλωση του δικαστικού ενσήμου που προσκομίστηκε στη δίκη εκείνη από την ενάγουσα, αφού δεν πρόκειται σαφώς για απόρριψή της κατά το αίτημά της αυτό (κύρια αγωγική βάση) για τυπικούς λόγους, ήτοι ως απαράδεκτη, συνεπώς, λογίζεται ως κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσίας που απαιτεί την προσκομιδή και κάλυψη του τέλους δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τους σκοπούς του νομοθέτη και τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην αρχική μείζονα σκέψη της παρούσας. Ελλείψει δε προσκομιδής στην παρούσα δίκη για την υπό κρίση ένδικη απαίτηση της ενάγουσας κατά της εναγομένης του προσήκοντος σύννομου τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το προηγούμενο και εκ νέου προσκομιζόμενο θεωρείται ορθώς ότι έχει ήδη αναλωθεί, κατά παραδοχή και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ως βάσιμου, θα πρέπει, ένεκα της πρόδηλης αντιδικίας και αμφισβήτησης μεταξύ τους επί του κρίσιμου ως άνω ζητήματος, προκειμένου να μη θεωρηθεί η ενάγουσα ως πλασματικά δικονομικώς απούσα, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης (ΕφΛαμ 56/2013 Νόμος, ΕφΛαρ 36/2012 Δικ/φια 2012.262, ΕφΑθ 93/2010 ΕλλΔνη 2011.1068, ΠολΠρΑθ 2363/2011, ΠολΠρΑθ 2686/2011, ΠολΠρΑθ 5885/2011,ΠολΠρΑθ 15/2010,ΠολΠρΑθ 5776/2010, ΠολΠρΑθ 3465/2010, ΠολΠρΑθ 4350/2009, ΠολΠρΘεσ 27248/2006 ΤΝΠ Νόμος), να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί συμπληρωματικά εκ μέρους της ενάγουσας το υπόλοιπο ως άνω οφειλόμενο προσήκον κατά νόμο δικαστικό ένσημο για το αντικείμενο της παρούσας δίκης, ένεκα του καταψηφιστικού χαρακτήρα της ένδικης αγωγής της (βλ. σχετ. ΑΠ 273/1985 ΕλλΔνη 1985.466, ΑΠ 1079/1985 ΕΕΔ 45.434, ΑΠ 217/1956 ΝοΒ 1956.779, ΑΠ 80/1955 ΝοΒ 3.385, ΜονΕφΠειρ 499/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 680/1990 ΑρχΝ 1992.348, ΕφΠειρ 364/1986 ΕλλΔνη 1986.708, ΔΕφΑθ 571/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΔΕφΑθ 1555/2012 ΕλλΔνη 2013.264, ΠολΠρΑθ 4133/2010, ΠολΠρΑθ 2199/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 28883/2003 Αρμ 2003.1744, ΠολΠρΘεσ 11247/2000 Αρμ 2001.52, ΠολΠρΘεσ 20930/1997 Αρμ 1998.436, ΓνωμΝΣΚ 725/1995 ΤΝΠ Νόμος).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου η ενάγουσα να προσκομίσει και συμπληρώσει το υπόλοιπο οφειλόμενο προσήκον κατά νόμο δικαστικό ένσημο για το αντικείμενο της παρούσας δίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας ποσό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 14-9-2018, δημοσιεύθηκε δε στις 27-3-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ