Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης   1149/2019

(Γενικός αριθμός καταθέσεως αγωγής…

(Ειδικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: …

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

        ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του τη 13η Φεβρουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … αγωγή καταβολής τελών ελλιμενισμού πλοίου, μεταξύ:

           ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την  Ο. Λ. Λ. Α.Ε., εδρεύουσας στο Λ. Α., Α. Α. Π., νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, η οποία, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πρακτικού της από 10-1-2018 εκ της συνεδρίασης του Δ.Σ. της εταιρείας για την παροχή πληρεξουσιότητας, που προσκομίζεται σε ακριβές αντίγραφο από το βιβλίο πρακτικών του Δ.Σ. αυτής, προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Χιωτέλλη του Χαραλάμπους (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 3264), κατοίκου Πειραιώς, οδός Σαχτούρη, αριθ.5, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου … Σ. Α., 21461,   …, ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση.

Η ενάγουσα με την από 8-8-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 9-8-2017 και επιδόθηκε στον εναγόμενο διά επίδοσης στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ως κατοίκου αλλοδαπής του εναγομένου (άρθρα 134, 136 ΚΠολΔ), εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, στις 6-10-2017, κατ’ άρθρα 147 παρ.2 και 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 και άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, αντιστοίχως, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 και εκ νέου από το άρθρο εικοστό τέταρτο του Ν.4411/2016 η πρώτη εξ αυτών, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 5-2-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 13-2-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 5, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους εκθέτει, η δε εναγόμενη δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε προκατέθεσε προτάσεις.

              ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ενάγουσα είχε προκαταθέσει τις προτάσεις της και αμφότεροι οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όπως ανωτέρω σημειώνεται.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNAMETOΝ  NOMO

 Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει -μεταξύ άλλων- ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ,όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015) και ισχύει από 1-1-2016 κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται κατά το άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ και στις ειδικές διαδικασίες, όπως η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στις οποίες υπάγονται και οι μισθωτικές διαφορές (άρθρα 614επ. ΚΠολΔ), αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και του ενάγοντος στην τακτική διαδικασία είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του, αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ.2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (βλ. Καλαβρό Κ., Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος–Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ., σελ.87, 343, 533επ., Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, έκδ.2016, σελ.9, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ.472επ.).

Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Κ. Κ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο διά επίδοσης στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ως κατοίκου αλλοδαπής του εναγομένου (άρθρα ΚΠολΔ) (άρθρα 110, 122, 123, 124, 125,  126 παρ.1 περ.α΄, 127 παρ.1, 134, 136, 228, 230 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 147 παρ.2, 215 παρ.2, 226 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2015. Από τον χρόνο δε της κατάθεσης της αγωγής (9-8-2017) ο εναγόμενος θεωρείται ότι έλαβε γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων του, πλην όμως ούτε προκατέθεσε τις προτάσεις του ούτε και τα αποδεικτικά του μέσα και τα διαδικαστικά της έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, προσκόμισε στη δίκη αυτή ούτε παραστάθηκε κατά την εκφώνηση από το πινάκιο της υπό κρίση υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 5-2-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 13-2-2018, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Ενόψει δε μη προκατάθεσης αυτών, ο εν λόγω διάδικος πρέπει να θεωρείται δικονομικά απών και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην του εναγομένου και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο.

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ.1 περ.β΄, 16 αριθ.1 και 614 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.3, 2 και άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 αντίστοιχα, συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ύψους συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο) να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 εδ.α΄, 615-620 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), κάθε μισθωτική διαφορά, ήτοι τις κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία. Περαιτέρω, η διά­ταξη του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται επί αγωγών και λοιπών ενδί­κων βοηθημάτων που κατατέθηκαν μετά την 1-1-2016, εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικα­σία, αλλά και όταν έχει εισαχθεί στην τακτική διαδικασία, ενώ έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά το περιεχόμενο της διάταξης αυτής το δικαστήριο έχει μεν την ευχέρεια να διακρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει το ίδιο με την προσήκουσα διαδικασία και με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, πλην όμως, για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουν τηρηθεί οι προϋπο­θέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη αναφορικά με την προδικασία των ειδικών διαδικασιών, παρά­στασης κατά τη συζήτηση, κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών μέσων επί της έδρας, αμεσότητας της απόδειξης και προφορικότητας της διαδικασίας, τις οποίες το δικαστήριο ερευνά ακόμη και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠολ 2002.182, βλ. Οικονόμου Κ., Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016.34, ιδίως σελ.40, Σεβαστίδη Χρ., Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (Ν.4335/2015), ΕλλΔνη 2016.73, ο οποίος διαπιστώνει το περιορισμένο πλέον πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ.6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, με συνέπεια να απομένει περίπτωση εφαρμογής της μόνο μεταξύ δύο ειδικών διαδικασιών). Εφόσον το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο αλλά δεν μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία (βλ. Μούζουρα Σ., Οι γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών–Οι διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση – Περιουσιακές διαφορές, ΕλλΔνη 2016.78, ιδίως σελ.83). Τέλος, στο ειδικό Τμήμα Ναυτικών Διαφορών που συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά με βάση το άρθρο 51 παρ.1, 2 και 3 του Ν.2172/1993, εκδικάζονται οι ναυτικές διαφορές, που είναι οι ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό (51 παρ.3 Β του Ν.2172/1993). Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου, από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα ή εκ του νόμου. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παρ.3Β του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των Ναυτικών Τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ Νόμος, με παραπομπές σε θεωρία).

ΙΙ. Με τον Ν.2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές-Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής-Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες εταιρείες και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 145), το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Λιμενικό Ταμείο Λαυρίου» μετατράπηκε, καθώς και άλλα εννέα Λιμενικά Ταμεία, σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Λαυρίου Ανώνυμη Εταιρεία» (άρθρο 21 παρ.3). Η ανωτέρω εταιρεία είναι, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 21, ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και διέπεται συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Κ.Ν.2190/1920 (ΦΕΚ Α΄ 144), τις διατάξεις του Β.Δ. 14/19-1-1939 (ΦΕΚ Α΄ 154), όπως κάθε φορά ισχύουν. Σκοπός της εταιρείας είναι σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του καταστατικού, το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρο 22 του ανωτέρω νόμου, η διοίκηση και η εκμετάλλευση των χώρων της ζώνης λιμένα δικαιοδοσίας της. Στους σκοπούς της εταιρείας περιλαμβάνονται: α) η παροχή κάθε είδους λιμενικών υπηρεσιών προς τους χρήστες, η αναβάθμιση, η συντήρηση, η βελτίωση και η ανάπτυξη του λιμένα, β) η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης επιβατών, οχημάτων, φορτίων, γ) η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής, δ) η ανάληψη κι εκτέλεση προγραμμάτων, μελετών και έργων σχετικών με τις δραστηριότητες του Οργανισμού Λιμένα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς, κοινοτικούς ή άλλους πόρους και που εντάσσονται στην εθνική λιμενική πολιτική, ε) η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο, καθώς και κάθε άλλης εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, πέραν των παραδοσιακών λιμενικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής, του σχεδιασμού και της οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων, στ) η αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών και υποδομών μέσω τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού, ζ) η μέριμνα αισθητικής και λειτουργικής διάρθρωσης του λιμένα, η) η εποικοδομητική συνεργασία με τους χρήστες του λιμένα και τους τοπικούς φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, ι) η ανάληψη καθηκόντων «Γενικού Διαχειριστή» των χώρων της ζώνης του λιμένος στο πλαίσιο του γενικού σχεδιασμού και ανάπτυξης του λιμενικού δυναμικού της χώρας, της χάραξης εθνικής λιμενικής πολιτικής για λογαριασμό του Δημοσίου και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και ια) κάθε άλλη δραστηριότητα που έχει ανατεθεί στα Λιμενικά Ταμεία ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αποτελείται από μία μετοχή, η οποία ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 5 του καταστατικού), προβλέπεται όμως (άρθρο 6 του καταστατικού) ότι με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας μπορεί να αυξηθεί με έκδοση νέων μετοχών με την προϋπόθεση ότι οποιαδήποτε αύξηση δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου κάτω του 51%. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας έχει μεταξύ άλλων τις εξής αρμοδιότητες, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 του καταστατικού της: α) αναλαμβάνει κάθε εμπορική ή άλλη δραστηριότητα, διενεργεί κάθε υλική πράξη και καταρτίζει κάθε δικαιοπραξία, β) αποφασίζει την ίδρυση θυγατρικών εταιριών και τη συμμετοχή της εταιρείας σε άλλες εταιρείες στο εσωτερικό και το εξωτερικό σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού, γ) διαμορφώνει τη στρατηγική της εταιρείας σε σχέση με τον ανταγωνισμό και εγκρίνει τις διεπιχειρησιακές συνεργασίες ή την κατάρτιση ειδικών συμφωνιών φορείς του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικής της θέσης στην ελληνική και διεθνή αγορά, δ) αποφασίζει την τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας, σύμφωνα και με την ισχύουσα νομοθεσία και την εθνική λιμενική πολιτική. Επίσης, εγκρίνει τα πάσης φύσεως τιμολόγια της εταιρείας, σύμφωνα με τους κανόνες της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών κριτηρίων, όπως ορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, ε) οφείλει να καταρτίζει μετά το πέρας κάθε εταιρικής χρήσης τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43β, και 112 του Ν.2190/1920, να τις υποβάλλει στην ετήσια γενική συνέλευση και να δημοσιεύει τον ισολογισμό, τον λογαριασμό «αποτελέσματα χρήσεως» και τον «πίνακα διάθεση αποτελεσμάτων» μαζί με το πιστοποιητικό ελέγχου των ελεγκτών, είκοσι μέρες πριν τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης (άρθρο 19 του καταστατικού). Η γενική συνέλευση της Α.Ε. αποτελείται από τον μοναδικό μέτοχο που είναι το Ελληνικό Δημόσιο που εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής ή τους νομίμους εκπροσώπους τους και είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει μεταξύ άλλων για τη διάλυση, παράταση της διάρκειας, συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή και αναβίωση της εταιρείας, για την έγκριση των ετησίων λογαριασμών (ετήσιων οικονομικών καταστάσεων) της εταιρείας και τη διάθεση των ετήσιων κερδών (άρθρο 14 παρ.3 περ.β΄, δ΄ και ε΄ του καταστατικού). Τέλος, η παρ.3 του άρθρου 28 με τίτλο «Τελικές διατάξεις» και η παρ.2 του άρθρου 29 με τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις» του ως άνω Ν.2932/2001 ορίζουν αντίστοιχα: «3. Διατάξεις που είναι αντίθετες στις διατάξεις του Μέρους Δεύτερου και Τρίτου καταργούνται από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού» και «2. Οι νόμοι, τα προεδρικά διατάγματα, ως και οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση αυτών, που αφορούν το Λιμενικό Ταμείο που μετατρέπεται, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, σε ΑΕ, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν καταργούνται ή τροποποιούνται από τον παρόντα νόμο ή δεν αντίκειται σε αυτόν ή και τον Ν.2190/1920». Σύμφωνα δε με το άρθρο 24 του Ν.2971/2001 επιτρέπεται ο φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα με απόφαση της διοίκησής του, που εγκρίνεται, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. και του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, να παραχωρεί, με αντάλλαγμα και για ορισμένο χρονικό διάστημα, τη χρήση χώρων που βρίσκονται μέσα στη ζώνη λιμένος. Όταν πρόκειται για παραχωρήσεις σε ζώνες λιμένων των οποίων οι μελέτες επιβλέπονται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (εθνικής ή μείζονος κ.λπ.) και συνοδεύονται από έργα, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Για παραχώρηση χώρων της ζώνης λιμένος σε βιομηχανικές μονάδες, εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, μεταλλευτικές, λατομικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις βιομηχανικών ορυκτών απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στην απόφαση παραχώρησης καθορίζεται το αντάλλαγμα για τη χρήση των ανωτέρω χώρων, καθώς και οι λοιποί όροι της παραχώρησης. Για παραχωρήσεις απλής χρήσης των χώρων της χερσαίας ζώνης λιμένος χρονικής διάρκειας μικρότερης των τριών ετών, που δεν συνοδεύονται από οποιοδήποτε έργο μόνιμης ή προσωρινής φύσης, δεν απαιτούνται οι γνώμες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και του Γ.Ε.Ν., αλλά μόνο απόφαση του αρμόδιου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, η οποία εγκρίνεται από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας. Οι παραχωρήσεις απλής χρήσης των χώρων,στην περιοχή αρμοδιότητας των Οργανισμών Λιμένων Α.Ε., εγκρίνονται από το Δ.Σ. τους. Για παραχωρήσεις που συνοδεύονται από οποιοδήποτε έργο μόνιμης φύσης και εγκρίνονται από το Δ.Σ., πριν την υλοποίηση της παραχώρησης, απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ΕφΠειρ 155/2015 Νόμος).

ΙΙΙ. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβα­ση μίσθωσης ακίνητου διεπόμενη από τις περί μισθώ­σεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ Νόμος) και από τον Γενικό Κανονι­σμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. Τ/9803/5.9.2003 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν.3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις»(ΦΕΚ Α`29/10.2.2003)και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β` 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου (ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011,220), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.1 εδ.β΄, 16 αριθ.1 και 29 παρ.1 ΚΠολΔ,αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648επ. και ήδη 614-620 ΚΠολΔ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 39.112, ΕφΛαρ 95/2012 Δικογραφία 2012.494, ΕφΠειρ 481 /2001 ΕΔΠ 2003.352, βλ. Κ.Καυκά, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, παρ.2, σελ.269). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση κα­ταβολής του οποίου ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυ­στέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινοχρήστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με τη μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996 ΕλλΔνη 1997.108, ΕφΠειρ (Τμ.Ναυτ.Διαφ.) 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΕφΑθ 8882/2006 ΕλλΔνη 2008.283, ΕφΑθ 8813/2002 ΕλλΔνη 45.1502, ΕφΑθ 2988/2001 ΕλλΔνη 42.1402, βλ. Κατρά Ι., Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, παρ.7, σελ.83).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι σύμφωνα με τον Ν.2932/2001 το Λιμενικό Ταμείο Λαυρίου μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφελείας με  Ο. Λ. Λ. Α.Ε., με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή κάθε είδους λιμενικών υπηρεσιών προς τους χρήστες, την παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης επιβατών, οχημάτων, φορτίων και την εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής, ότι σύμφωνα με το άρθρο 24 του Ν.2932/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 34 του Ν.3153/2003 συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Λ.Λ. η από 30-12-2002 σύμβαση παραχώρησης, δυνάμει της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο του παραχώρησε το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και εγκαταστάσεως της χερσαίας λιμενικής ζώνης του λιμένος Λαυρίου, το οποίο εκτείνεται, σύμφωνα με άρθρο 2 αυτής, μεταξύ άλλων, και στα υφιστάμενα τεχνικά και λιμενικά έργα και στη θαλάσσια ζώνη του λιμένος και ότι στην έννοια της χρήσης αυτής κατ’ άρθρο 3 αυτής περιλαμβάνεται η φυσική κατοχή και εξουσίαση των παραχωρούμενων και τον αποκλεισμό άλλων από τη χρήση, τη δυνατότητα αξιοποίησης των παραχωρούμενων για την παροχή με αντάλλαγμα λιμενικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων σε χρήστες του λιμένος, την προσωρινή παραχώρηση με αντάλλαγμα της χρήσης των χώρων και την πραγματοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου του Οργανισμού. Ότι με απόφαση του ΔΣ του ο τελευταίος προέβη σε παραχώρηση της χρήσης με αντάλλαγμα τμήματος του λιμενικού χώρου στο Λαύριο προς τον εναγόμενο, με σκοπό ελλιμενισμού σε αυτό του υπό σημαία Σ. Α. σκάφους αναψυχής του με το όνομα …», νηολογίου … Σ. Α. (αριθ.SA 1920, IMO 1003200 με ΔΔΣ HZYW). Ότι ο Οργανισμός προέβη σε χρέωση της εναγομένης τόσο για την παρασχεθείσα σε αυτόν χρήση προβλήτας, όσο και για την ηλεκτροδότηση και υδροδότηση του σκάφους του, εκδίδοντας σχετικά τιμολόγια, δυνάμει της ΚΥΑ 10368/ΕΓΔΕΚ00521, με την οποία εγκρίθηκαν τα τιμολόγια παροχής λιμενικών υπηρεσιών του Ο.Λ.Λ. ΑΕ. Ότι παρά την προσήκουσα παροχή των υπηρεσιών του στον εναγόμενο, που ελλιμένιζε επί μακρόν το σκάφος του στο θαλάσσιο χώρο δικαιοδοσίας του Οργανισμού, εκείνος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να του οφείλει απαιτήσεις συνολικού ύψους 381.452,09 ευρώ, όπως αναλύονται ειδικότερα στην αγωγή ανά παραστατικό, ημερομηνία, αιτία-παροχή υπηρεσίας και ποσό, προερχόμενο αφενός, κατά ποσό 176.617,61 ευρώ για τον ελλιμενισμό του σκάφους του εναγόμενου με τη χρήση της προβλήτας για τη χρονική περίοδο από 5-7-2016 έως 20-7-2017, αφετέρου, κατά ποσό 173.530,98 ευρώ για τα τέλη υδροδότησης και ηλεκτροδότησης του ως άνω σκάφους του εναγομένου για τη χρονική περίοδο από 5-7-2016 έως 20-7-2017, των δε τιμολογίων παροχής υπηρεσιών (14 + 28, αντιστοίχως), καθώς και κατά ποσό 31.303,50 ευρώ για τέλη ελλιμενισμού, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 1689/20-7-2017 τιμολόγιο της ενάγουσας, ενσωματωμένων απάντων στην κρινόμενη αγωγή. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, ο εναγόμενος αρνείται να προβεί σε εξόφληση των ως άνω τιμολογίων για τις ένδικες οφειλές του προς αυτήν, από τις προαναφερόμενες αιτίες. Ότι επικουρικώς, ο εναγόμενος, που έκανε χρήση του παραχωρηθέντος λιμενικού χώρου εκ μέρους της ενάγουσας προς αυτόν, καθώς και λαμβάνοντας τις παρασχεθείσες υπηρεσίες υδροδότησης και ηλεκτροδότησης του πλοίου του, χωρίς να της καταβάλει το αντίστοιχο χρηματικό αντάλλαγμα, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ και πρέπει να της αποδώσει τον πλουτισμό του αυτό (ωφέλεια) που ανέρχεται σε ποσό 381.452,09 ευρώ. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή του συνολικού ποσού των 381.452,09 ευρώ, από τις ανωτέρω αιτίες, νομιμοτόκως από την ημερομηνία που το ποσό εκάστου τιμολογίου κατέστη ληξιπρόθεσμο, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή λόγω των συνθηκών και τέλος, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ερείδεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, σε αξιώσεις που απορρέουν από καταρτισθείσα σύμβαση μίσθωσης (άρθρα 574επ. ΑΚ), διότι, κατά τα επικαλούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν με την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού πρωτίστως στην παραχώρηση της χρήσης του χώρου του λιμένος Λαυρίου για τον ελλιμενισμό του σκάφους …», ως βασική υποχρέωση της ενάγουσας και όχι στη φύλαξη αυτού (σκάφους) ή την παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών εκ μέρους της, γεγονός που συνάδει σε σύμβαση μίσθωσης χώρου του λιμένος Λαυρίου, και όχι στην παροχή υπηρεσιών προς το σκάφος, η δε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση αυτού έγινε ως παρακολουθηματικές και παρεπόμενες υπηρεσίες προς τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης χώρου, χωρίς να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της ως μισθωτικής σχέσης, συμπεριλαμβάνονται στο συμβατικό πλαίσιο αυτής, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση της κοινής μίσθωσης κατοικίας του Αστικού Κώδικα αναφορικά με την οφειλή του μισθώματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οφειλές του μισθωτή από αντίστοιχες αιτίες λ.χ. ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα, που δεν ανατρέπουν τη φύση της έννομης συμβατικής σχέσης, ως μίσθωσης ιδιωτικού δικαίου, υπό τις διατάξεις και μόνο της οποίας αναζητούνται από τον εκμισθωτή και μόνον οι εν λόγω οφειλές για τις αντίστοιχες παροχές του στο μίσθιο χώρο προς τον μισθωτή (βλ. και ΟλΑΠ 470/1983 ΝοΒ 1984.74, ΣτΕ 14/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΕφΠειρ 234/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 155/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 734/2013 ΔΕΕ 2014.984, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220, ΔΕφΠειρ 1169/1991 ΔΔίκη 1992.137, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426). Επομένως, εσφαλμένα εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, καθώς πρόκειται για μισθωτική διαφορά, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ενώ πρέπει να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών–μισθωτικών διαφορών των άρθρων 591, 614 παρ.1 και 615-620 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1-1-2016 μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015, από το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, με βάση το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος, που υπερβαίνει κατά τα ανωτέρω το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως (άρθρο 14 παρ.1β, 2 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι με βάση το χρονικό διάστημα που μισθώθηκε ο συγκεκριμένος χώρος του λιμένος του Λαυρίου, ήτοι από 5-7-2016 έως 20-7-2017 (13 μήνες), σε αναλογία προς τα αιτούμενα ποσά μισθώματος για όλη αυτή τη χρονική περίοδο και τα επιμέρους χρονικά διαστήματα αυτής (συνολικού ποσού 176.617,61 ευρώ), με βάση τα επισυναπτόμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και τον σχετικό συμπεριλαμβανόμενο πίνακα εκ μέρους της ενάγουσας (σελ.2-3), προκύπτει, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου, ότι το μηνιαίο χρηματικό ποσό που οφείλεται ως μίσθωμα από τον εναγόμενο μισθωτή προς την ενάγουσα εκμισθώτρια ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει τα 600 ευρώ μηνιαίως (περίπου στα 13.585,97 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο), γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ένδικη διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατ’ άρθρο 14 ΚΠολΔ, έχοντος και δικαιοδοσία προς εκδίκασή της ως πολιτικό Δικαστήριο ένεκα της φύσης της ένδικης διαφοράς ως ιδιωτικού δικαίου, αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενου τούτου υπό του Δικαστηρίου (ΑΠ 998/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 303/2016 ΤΝΠ Νόμος). Στην έννοια αυτού συμπεριλαμβάνονται κατά την πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων και οι οφειλές του μισθωτή από ηλεκτροδότηση και υδροδότηση (ΕφΠειρ 155/2015, ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ Νόμος), ώστε δεν υπολογίζονται χωριστά τα οφειλόμενα αυτά ποσά, κατά τρόπο ώστε να μεταβάλουν την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ήτοι δεν ασκούν έννομη επιρροή στον καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 14 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, επειδή εν προκειμένω πρέπει εμφανώς να εφαρμοστεί η ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614, 615-620 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά τον Ν.4335/2015, η συζήτηση έπρεπε να διεξαχθεί προφορικά (άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ), με κατάθεση των προτάσεων και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων κατά τη συζήτηση, καθώς και ανάπτυξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους προφορικά στο ακροατήριο με καταχώρισή τους στα πρακτικά της δίκης (άρθρο 591 παρ.1 γ΄-ε΄ ΚΠολΔ). Μολονότι δε με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς αντίστοιχη περίπτωση (άσκηση αγωγής κατά την τακτική διαδικασία, ενώ αυτή εκδικάζεται κατά την ειδική) δεν θα αποτελούσε κώλυμα για το Δικαστήριο στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία (βλ. ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009.853, ΕφΔωδ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠ 2002.182, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 1996.386), υπό το ισχύον δίκαιο, ενόψει των προβλέψεων που εισάγει ο Ν.4335/2015 αναφορικά με τη διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας, με την καθιέρωση της έγγραφης καταρχήν διεξαγωγής της δίκης, βάσει των προτάσεων και των περιεχόμενων σ’ αυτές ισχυρισμών των διαδίκων, με τυπική συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους και χωρίς την εξέταση μαρτύρων (άρθρο 237 παρ.1, 2, 4 ΚΠολΔ), κρίνεται ότι δεν υφίσταται δυνατότητα του Δικαστηρίου τούτου να εφαρμόσει την προσήκουσα ειδική διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ, ιδίως δε εν προκειμένω που αμφότεροι οι διάδικοι είναι απόντες από το ακροατήριο, με ό,τι συνέπειες επιφέρει το γεγονός της ερημοδικίας τους στη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, εφόσον εφαρμοστεί η ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών, καθόσον στην ειδική διαδικασία δεν ισχύει η προκατάθεση των προτάσεων κατ’ άρθρ0 237 ΚΠολΔ και ούτε αρκεί το γεγονός αυτό, εάν ο διάδικος δεν παρασταθεί κανονικά στο δικαστήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, για να θεωρηθεί ότι έχει εμφανιστεί στη δίκη και ότι δεν είναι δικονομικώς απών, ειδάλλως, ισχύει και γι’ αυτόν ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 272 ΚΠολΔ (απόρριψη αγωγής),πέραν της ερημοδικίας του εναγομένου, κατ’ άρθρο 271 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και για τις ειδικές διαδικασίες των περιουσιακών διαφορών δυνάμει του άρθρου 591 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ. Εν απουσία δε αμφοτέρων των διαδίκων (μη εμφάνισή τους ή μη κανονική συμμετοχή τους στη συζήτηση), πρέπει να θεωρηθεί και κατά την ειδική διαδικασία ότι η συζήτηση ματαιώνεται κατ’ άρθρο 260 παρ.1, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, είναι σημαντικό εν προκειμένω να τηρηθούν οι διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών, ως άνω, γεγονός που δεν συνάδει όμως με την τήρηση της όλης προδικασίας των άρθρων 215, 226, 237 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή των νέων δικονομικών αρχών που καθιέρωσε για την τακτική διαδικασία ο Ν.4335/2015, ο οποίος βρήκε εφαρμογή στην προκείμενη ένδικη διαφορά, ενώ δεν έπρεπε, με βάση τη φύση του αντικειμένου της, όπως αναλύθηκε προηγουμένως. Δεν είναι δε δυνατόν να εφαρμοστούν εν μέρει διατάξεις τακτικής και εν μέρει διατάξεις ειδικής διαδικασίας περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών, διότι τούτο θα επέφερε σύγχυση τόσο στο παρόν, όσο και σε κάθε επόμενο Δικαστήριο που θα επιληφθεί της κρινόμενης υπόθεσης. Επομένως, εκτιμάται ως πλέον πρόσφορο, αρμόζον και λυσιτελές, εν προκειμένω, ότι πρέπει να παραπεμφθεί η κρινόμενη υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών μεταξύ των διαδίκων ως προς το επίδικο αντικείμενο δίκης (βλ. ΕφΠειρ (Τμ.Ναυτ.Διαφ.) 126/2017 ΔΕΕ 2017.801), διότι, ενόψει των αποκλινουσών ρυθμίσεων της προσήκουσας εφαρμοστέας αυτής διαδικασίας από την παρούσα τακτική διαδικασία, με την οποία εισήχθη η κρινόμενη αγωγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθίσταται ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρμογή της, ακόμη και για την ίδια την ενάγουσα, ελλείψει κατάλληλης προπαρασκευής και κανονικής παράστασης στη δίκη αυτή, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα (βλ. σχετ. ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η εκδίκασή της στη σημερινή συνεδρίαση κατά τους κανόνες της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών, αφού κατά συνεδρίαση αυτή δεν τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της εν λόγω διαδικασίας. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, επειδή το Δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία για την εκδίκασή της, πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 46 εδ.α΄ ΚΠολΔ και κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, με πρωτοβουλία των διαδίκων, η υπόθεση να παραπεμφθεί για συζήτηση σε άλλη συνεδρίαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου αυτού, καθόσον, σύμφωνα με τα αρχικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η υπό κρίση ένδικη διαφορά είναι ναυτική, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν.2172/1993 (ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ Νόμος), ανεξαρτήτως της νομικής βάσης στην οποία ερείδεται, το οποίο Δικαστήριο, στο οποίο θα γίνει η παραπομπή, θα δικάσει κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών–μισθωτικών διαφορών, ενώ είναι αναμφίβολη τόσο η καθ’ ύλην, όσο και η κατά τόπο αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Εξάλλου, διάταξη για δικαστική δαπάνη δεν θα περιληφθεί στην παρούσα απόφαση, διότι δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ.1 ΚΠολΔ), αφού με αυτή το Δικαστήριο δεν απεκδύεται από την εξουσία του για την κρίση της ένδικης διαφοράς, αλλά επιφυλάσσεται να την ερευνήσει με άλλη (ορθή) διαδικασία εκδίκασης της (ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6521/1989 ΕλλΔνη 33.861, βλ. Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκας (-Ποδηματά), Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ.ΙΙ, εκδ.2000, άρθρο 591, αριθ.9, αριθ.10, αριθ.11, σελ.1099-1100). Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του απολιπομένου εναγομένου κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται και οι μη οριστικές αποφάσεις, αν υπάρχει έννομο συμφέρον προς τούτο (βλ. Μαργαρίτη σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ.Ι, έκδ.2000, άρθρο 501, αριθ.2, σελ. 891), η δε ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθησόμενη ανακοπή ερημοδικίας εκ μέρους του ενδιαφερομένου, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής του (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

              ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.

            ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του απολιπομένου εναγομένου κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για να δικαστεί σε άλλη συνεδρίαση αυτού του Δικαστηρίου, από το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα νόμιμη ειδική διαδικασία των περιουσιακών–μισθωτικών διαφορών την ένδικη υπόθεση μεταξύ των ως άνω διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 14-9-2018, δημοσιεύθηκε δε στις  28-3-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών  Ιωάννη Μαλλούχο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                            Η    ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ