Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

 

 

Αριθμός απόφασης        1410/2019

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 20η Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στις Ν. Μ. (… και εκπροσωπείται νόμιμα,

2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … …), που εδρεύει στη Μ. Λ. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα,

3) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στις Ν. Μ. (… και εκπροσωπείται νόμιμα, και

4) Δ. Θ.  Ν., με Α.Φ.Μ. … κατοίκου …….. ( Α. , ……., οι οποίοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις διά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Τζώρτζη (…), δυνάμει του από 10-09-2018 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής του τέταρτου απ’ αυτούς, ο οποίος ενεργεί ατομικά και με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου/εκκαθαριστή των τριών πρώτων, βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, που εδρεύει στην …….( Α., . ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Ανδριανόπουλου (ΑΜΔΣΑ 15419), δυνάμει του υπ’ αριθ. … γενικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Πειραιά Σ. Β., και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30-12-2016 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου τούτου την 16η-05-2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 29-10-2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά το άρθρο 297 εδαφ. α ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 1 του Ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών [ΕΚ] 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ» (ΦΕΚ Α 207/27.9.2000), με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα (άρθρο 2 Α.Ν. 362/1945), προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς χαρακτήρα είτε δηλαδή προέρχεται από τη μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση προϋφιστάμενης ενοχής είτε πηγάζει από αδικοπραξία, πρέπει από 1.1.2002 να προσδιορίζεται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδαφ. α ΑΚ ως χρήμα νοείται το εθνικό νόμισμα (ΑΠ 124/2014, ΧρΙΔ 2014/422, ΑΠ 536/2004, Δνη 2006/480, ΤριμΕφΠειρ. 601/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή από 1.1.2002 το ευρώ, χωρίς καμιά διάκριση ή επιφύλαξη. Αποτέλεσμα της ειδικής αυτής ρυθμίσεως της αποζημιώσεως είναι το, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιοδήποτε τρόπο, αμετάβλητο του διαφέροντος, όπως αυτό έχει νομοθετικά προκαθοριστεί, το οποίο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του διεθνώς αναγνωρισμένου μηχανισμού της ισοτιμίας μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών σε δεδομένο χρόνο (ΕφΠειρ. 1565/1990, ΕΝαυτΔ 1991.264). Εφαρμογή άλλης ισοτιμίας, όπως λ.χ. της ημέρας της καταψήφισης ή της εξόφλησης θα ήταν ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας σε εγχώριο νόμισμα και το μετά από αυτόν αμετάβλητο εφεξής της αποζημιώσεως (άρθρο 297 εδαφ. α ΑΚ) και θα έθετε υπό τιμαριθμική ρήτρα την αποζημιωτική αξίωση με βάση τη διακύμανση της αξίας του αλλοδαπού έναντι του ημεδαπού νομίσματος κατά το χρονικό διάστημα από τη συγκεκριμενοποίηση της ζημίας ως ποσοτικού (χρηματικού) μεγέθους έως την καταβολή της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997.1036), για δε τον υπολογισμό της ζημιάς του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης η απώλειας των κερδών (Ολ ΑΠ 14/1997, ο.π). Αντίθετα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000 εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως οι αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 388/2015, ΧρΙΔ 2015.531). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων του ΑΚ 904 παρ. 1 εδ. α, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια και 938, που ορίζει, ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει, ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του άρθρο 909 ΑΚ, κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση ο λήπτης της ωφελείας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 ΑΚ, με ανάλογη εφαρμογή αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδαφ. β ΑΚ, που εφαρμόζεται στην περίπτωση αποδόσεως ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία, η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση, αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις, ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΟλΑΠ 2/1019, Νομος, ΟλΑΠ 8/2018, Νομος). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 261 εδ.α΄, 270, 298, 914, 922 και 937 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως, λόγω αδικοπραξίας, γεννιέται για την όλη ζημία, παρούσα και μέλλουσα, από τον χρόνο κατά τον οποίο το ζημιογόνο περιστατικό αρχίζει να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες και λαμβάνει ο ζημιούμενος γνώση του γεγονότος αυτού, εκτός από τη ζημία, της οποίας δεν είναι δυνατή η πρόβλεψη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων Από τις διατάξεις αυτές του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 221§1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ως επανέγερση της αγωγής νοείται η έγερση νέας αγωγής με τους ίδιους διαδίκους και με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και ότι σε  περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται  αντιστοίχως εκκρεμοδικία (ΑΠ 997/1999, ΕλλΔνη 1999.1745, ΑΠ 192/1995, ΕλλΔνη 1996.78). Τέλος, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι, το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής που επέφεραν, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, η έγερση της αγωγής και οι μετέπειτα της εγέρσεως αυτής διαδικαστικές πράξεις, αίρεται με την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής ή με την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός εάν εγερθεί νέα αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση ή από την τελεσιδικία της απορριπτικής απόφασης, οπότε η διακοπή της παραγραφής αναβιώνει (ΑΠ 2365/2009, Νομος).             Με την υπό κρίση αγωγή εκτίθεται, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ότι η πρώτη ενάγουσα ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά πλοίου …» και η δεύτερη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου … τα οποία τελούσαν υπό τη διαχείριση της τρίτης απ’ αυτές. Ότι με την από 08-11-2006 σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ των δύο πρώτων εναγουσών, της μη διαδίκου εταιρίας «INTEGRITY NAVIGATION S.A.» και της εναγόμενης, όπως η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε με τις από 21-02-2007, 10-04-2007 και 14-05-2008 συμβάσεις, η εναγόμενη χορήγησε στις αντισυμβαλλόμενές της το αναφερόμενο με το δικόγραφο ποσό, λόγω δανείου, με σκοπό την εν μέρει χρηματοδότηση της αγοράς του πλοίου … από τη δεύτερη ενάγουσα, καθώς και την αναχρηματοδότηση οφειλών της πρώτης ενάγουσας και της ως άνω μη διαδίκου εταιρίας. Ότι η τρίτη και ο τέταρτος των εναγόντων εγγυήθηκαν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τις παραπάνω συμβάσεις δανείου. Ότι εξαιτίας της άρνησης της εναγόμενης να συναινέσει στην πώληση του ανωτέρω πλοίου, διεκδικώντας το τίμημα αυτούσιο για την ίδια στις 3.7.2008, το ως άνω πλοίο εκπλειστηριάστηκε στις 20.8.2008 αντί του ποσού του ενός εκατομμυρίου δολλαρίων ΗΠΑ, ενώ είχε βρεθεί αγοραστής με τίμημα 6.600.000 δολλάρια ΗΠΑ, από το οποίο θα εξοφλούνταν μεγάλο μέρος του ποσού που όφειλε από τη δανειακή σύμβαση για το εν λόγω πλοίο. Ότι, ακολούθως, οι ναυλωτές του πλοίου  …» επέβαλαν κατάσχεση επί του ναύλου του πλοίου … πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας, κατά τα εκτιθέμενα με το δικόγραφο, και, στη συνέχεια, εξαιτίας της άρνησης της εναγόμενης να εκδώσει υποσχετική επιστολή προς τους ναυλωτές του ως άνω πλοίου, η δεύτερη ενάγουσα περιήλθε σε αδυναμία να καλύψει τις προς τρίτους οφειλές της. Ότι, στη συνέχεια, το πλοίο της δεύτερης ενάγουσας … κατασχέθηκε από την εναγόμενη και πλειστηριάσθηκε αντί ποσού 101.000 δολλαρίων ΗΠΑ στις 20.8.2008. Ότι η εναγόμενη, αφενός με την άρνησή της να χρηματοδοτήσει την μετασκευή του πλοίου της πρώτης ενάγουσας …» σε διπλού τοιχώματος και να συναινέσει στην πώληση του, επί του οποίου είχε εγγράψει υπέρ της πρώτη προτιμώμενη υποθήκη, και αφετέρου με την καταγγελία της (ανυπόστατη κατά τις ενάγουσες, καθώς δεν προσδιοριζόταν η ημερομηνία της) από 08-11-2006 σύμβασης δανείου και την έκδοση της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τα συναλλακτικά και τα χρηστά ήθη με πρόθεση επαγωγής ζημίας στις ενάγουσες, κατά τα εκτιθέμενα με το δικόγραφο. Ότι λόγω αδυναμίας της τρίτης ενάγουσας ν’ ανταποκριθεί στην υποχρέωση εισαγωγής συναλλάγματος ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασής στην ημεδαπή. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης η πρώτη ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα ακόλουθα ποσά: αα) κατά το ποσό των 5.600.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που αυτή θα εισέπραττε από την αγοραπωλησία του πλοίου της …» (6.600.000 δολλάρια ΗΠΑ), με βάση το από 26-06-2008 Μνημόνιο Συμφωνίας Αγοραπωλησίας, αν είχε συναινέσει στην εν λόγω πώληση η αντίδικός της, και του ποσού του πλειστηριάσματος (1.000.000 δολλάρια ΗΠΑ), και αβ) κατά το συνολικό ποσό των 8.424.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε καθαρούς ναύλους, τους οποίους θα εισέπραττε από τη χρονοναύλωση του πλοίου της κατά το χρονικό διάστημα από την 20-08-2008 μέχρι την 09-05-2011, αν δεν είχε λάβει χώρα ο πλειστηριασμός του πλοίου. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης η δεύτερη ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα ακόλουθα ποσά: βα) κατά το ποσό των των 7.399.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της εμπορικής αξίας που είχε το πλοίο της … την 20-08-2009 (7.500.000 δολλάρια ΗΠΑ), και του ποσού των 101.000 που εισέπραξε από το πλειστηρίασμα του πλοίου της, και ββ) κατά το συνολικό ποσό των 5.515.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε καθαρούς ναύλους, τους οποίους θα εισέπραττε από τη χρονοναύλωση του πλοίου της κατά το χρονικό διάστημα από την 20-08-2009 (ημερομηνία του πλειστηριασμού) μέχρι την 09-05-2011. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης η τρίτη ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα ακόλουθα ποσά: γα) κατά το ποσό των 10.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην κατάπτωση εγγυητικής επιστολής συνεπεία ανάκλησης της άδειας εγκατάστασής της στην ημεδαπή, και γβ) κατά τα ποσά των 891.212,07 ευρώ και 11.550,22 δολλαρίων ΗΠΑ, τα οποία θα υποχρεωθεί δικαστικά να καταβάλει σε τρίτους. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης ο τέταρτος ενάγων ζημιώθηκε κατά τα ποσά των 891.212,07 ευρώ και 11.550,22 δολλαρίων ΗΠΑ, τα οποία θα υποχρεωθεί δικαστικά να καταβάλει σε τρίτους. Ότι, περαιτέρω, εξαιτίας της συμπεριφοράς της εναγόμενης οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής τους υπόληψης, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί σε καθέναν απ’ αυτούς το ποσό των 150.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Από την ανωτέρω επικαλούμενη συνολική ζημία τους, οι ενάγοντες αφαιρούν τα κατωτέρω ποσά που έχει αιτηθεί με την από 9.10.2015 αγωγή τους με ίδια ιστορική – νομική αιτία από την οποία παραιτήθηκε επανεγείροντας την όμοια από 19.5.2017 αγωγή τους, ήτοι : Α) γιατην πρώτη ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, ως θετική ζημία από τον πλειστηριασμό του πλοίου της, β) το ισόποσο σε ευρώ των 40.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, ως αποθετική ζημία από τη στέρηση εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου της, και γ) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Β) για την δεύτερη ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, ως θετική ζημία από τον πλειστηριασμό του πλοίου της, β) το ισόποσο σε ευρώ των 40.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, ως ζημία από τη στέρηση εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου της, και γ) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Γ) για την τρίτη ενάγουσα: α) το ισόποσο σε ευρώ των 10.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά το χρόνο της πληρωμής, ως θετική ζημία από την κατάπτωση εγγυητικής επιστολής, β) το ποσό των 60.000 ευρώ, ως θετική ζημία, και γ) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Δ) για τον τέταρτο ενάγοντα: α) το ποσό των 70.000 ευρώ, ως θετική ζημία, και β) το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση το ως άνω ιστορικό, και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, οι ενάγοντες ζητούν ν’ αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να τους καταβάλει το υπόλοιπο της επικαλούμενης ζημίας, ήτοι στην πρώτη ενάγουσα: ΑΑ) το ποσό των 5.570.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που αυτή θα εισέπραττε από την αγοραπωλησία του πλοίου της …» (6.600.000 δολλάρια ΗΠΑ), με βάση το από 26-06-2008 Μνημόνιο Συμφωνίας Αγοραπωλησίας, αν είχε συναινέσει στην εν λόγω πώληση η αντίδικός της, και του ποσού του πλειστηριάσματος (1.000.000 δολλάρια ΗΠΑ), ΑΒ) το ποσό των 8.384.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε καθαρούς ναύλους, τους οποίους θα εισέπραττε από τη χρονοναύλωση του πλοίου της κατά το χρονικό διάστημα από την 20-08-2008 μέχρι την 09-05-2011, αν δεν είχε λάβει χώρα ο πλειστηριασμός του πλοίου, και ΑΓ) το ποσό των 140.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση (ηθική βλάβη), λόγω της προσβολής του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής της υπόληψης, στην δεύτερη ενάγουσα: ΒΑ) το ποσό των των 7.369.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της εμπορικής αξίας που είχε το πλοίο της … την 20-08-2009 (7.500.000 δολλάρια ΗΠΑ), και του ποσού των 101.000 που εισέπραξε από το πλειστηρίασμα του πλοίου της, ΒΒ) το ποσό των 5.475.000 δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί σε καθαρούς ναύλους, τους οποίους θα εισέπραττε από τη χρονοναύλωση του πλοίου της κατά το χρονικό διάστημα από την 20-08-2009 (ημερομηνία του πλειστηριασμού) μέχρι την 09-05-2011, και ΒΓ) το ποσό των 140.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση (ηθική βλάβη), λόγω της προσβολής του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής της υπόληψης, στην τρίτη ενάγουσα: ΓΑ) το ποσό των 831.212,07 ευρώ, τα οποία θα υποχρεωθεί δικαστικά να καταβάλει σε τρίτους, και ΓΒ) το ποσό των 140.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση (ηθική βλάβη) και στον τέταρτο ενάγοντα ΔΑ) το ποσό των 831.212,07 ευρώ, τα οποία θα υποχρεωθεί δικαστικά να καταβάλει σε τρίτους, και ΔΒ) το ποσό των 140.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση (ηθική βλάβη) με το νόμιμο τόκο από 20.8.2008, άλλως από της επιδόσεως της από 2.7.2013 αγωγής τους (10.7.2013), άλλως από της επιδόσεως της από 31.3.2014 αγωγής τους (4.4.2014), άλλως από της επιδόσεως της από 9.10.2015 αγωγής τους (12.10.2015), άλλως από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, την κήρυξη της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής και την καταδίκη της εναγομένης στη δικαστική τους δαπάνη. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 3, 22, 18, άρθρο 51 του Ν. 2172/1993) και άρα έχει και διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κ.Πολ.Δ.. Ακολούθως, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας των εναγόντων είναι η Ελλάδα, στην οποία εδρεύουν πραγματικώς οι τρείς πρώτες ενάγουσες, η εναγόμενη και κατοικεί ο τέταρτος ενάγων κι ότι στην Ελλάδα έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στην εναγόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά, τόσο κατά το άρθρο 26 ΑΚ, όσο και κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 344 – 345). Ως προς το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής, η εναγόμενη με τις προτάσεις της προβάλλει (δικονομική) ένσταση εκκρεμοδικίας. Από την επισκόπηση των δικογράφων που έχουν ασκηθεί για την ένδικη υπόθεση, προκύπτει ότι έχουν ασκηθεί από τους ίδιους ενάγοντες, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου : 1) η από 2.7.2013 αγωγή (αρ. κατάθ. …) με αιτητικό την αναγνώριση οφειλής για ολόκληρη την ανωτέρω επικαλούμενη ζημία εκάστου ενάγοντος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 10.7.2013, κατόπιν, 2) η από 31.3.2014 (ΓΑΚ …, ΕΑΚ …) νέα αγωγή παραιτούμενοι της ανωτέρω, η οποία επιδόθηκε στην αντίδικο την 4.4.2014, ακολούθως, 3) η από 9.10.2015 (ΓΑΚ …, ΕΑΚ …) νέα αγωγή παραιτούμενοι της ανωτέρω αγωγής, η οποία επιδόθηκε στην αντίδικο, στις 12.10.2015. Στην ανωτέρω αγωγή, οι ενάγοντες περιόρισαν το αίτημα τους ως άνω, επιφυλασσόμενοι για το υπόλοιπο, από την οποία παραιτήθηκαν ακολούθως, ασκώντας την από 19.5.2017 και με αριθμ.κατ. … αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 818/2018 απόφαση του Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας). Ενόψει των ανωτέρω, η ένσταση εκκρεμοδικίας είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, αφού η από 19.5.2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 818/2018 παραπεμπτική λόγω καθ’ύλην αναρμοδιότητας απόφαση του Δικαστηρίου και η οποία παραμένει εκκρεμής (ΕφΑθ 1403/1993, ΑρχΝ 1994.412, ΕφΘεσ 575/1990, ΕλλΔνη 1990.1331, Κεραμεύς, ΑΔΔ ΓΜ, 1986, σελ. 84, Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 172 – 173 με περαιτέρω παραπομπές), αφορά μέρος της συνολικής απαίτησης με την αυτή ιστορική και νομική αιτία που ασκήθηκε εν τέλει μετά τις διαδοχικές παραιτήσεις με την τελευταία αγωγή, η δε κρινόμενη αγωγή αφορά το υπόλοιπο της επικαλούμενης αξίωσης από την ίδια ιστορική και νομική αιτία και, επομένως, δεν υπάρχει ταυτότητα αιτήματος (ΑΠ 997/1999, ΕλλΔνη 1999.1745, ΑΠ 192/1995, ΕλλΔνη 1996.78, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄έκδ., σελ. 255, Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 222, σ. 1006 – 1007, Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 196). Περαιτέρω, η αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς τα αιτήματα των οποίων ζητείται η αναγνώριση οφειλής από αδικοπραξία κατά την ΑΚ 919 σε δολάρια ΗΠΑ κατά τον χρόνο εξόφλησης (υπό ΑΑ, ΑΒ, ΒΑ, ΒΒ), καθώς για τον υπολογισμό της ζημιάς που αφορούν τα εν λόγω κονδύλια των δύο πρώτων εναγουσών και άρα για τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών και όχι κατά την εξόφληση, όπως αβασίμως κατά νόμο αιτούνται οι δύο πρώτες ενάγουσες, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Επιπλέον, το ειδικότερο ποσό των 10.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τη συνολική της απαίτηση, που αντιστοιχεί στην κατάπτωση εγγυητικής επιστολής συνεπεία ανάκλησης της άδειας εγκατάστασής της άδειας στην ημεδαπή της τρίτης ενάγουσας (υπό γα) είναι μη νόμιμο, καθώς δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της ενάγουσας, ήτοι η επικαλούμενη πράξη του ευθυνόμενου προσώπου δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας (ΟλΑΠ 2/2019, Νομος). Ως προς τα υπόλοιπα κύρια αιτήματα της (σε ευρώ) η αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι νόμιμη, ερειδόμενη στα άρθρα 919, 914, 932 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, ενώ είναι αόριστη κατά την επικουρική της βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρο 938 ΑΚ, δεδομένου ότι αναφέρει ως ωφέλεια που αποκόμισε η εναγόμενη από την αδικοπραξία «όλα τα επικαλούμενα στην αγωγή ποσά ως ζημία της», χωρίς καμία άλλη αναφορά σε κάποιο περιστατικό πλουτισμού της εναγομένης (θετική επαύξηση ή αποφυγή ελάττωσης της περιουσίας της εναγομένης εκ της επικαλούμενης ζημίας – ΑΠ 12/2013, Νομος, ΕφΑθ 8190/2004, ΕλλΔνη 2015.894, ΕφΑθ 9258/2003, ΕλλΔνη 2004.1962) εκ της επικαλούμενης θετικής – αποθετικής αδικοπραξίας και χωρίς καμία άλλη αναφορά στις λοιπές προϋποθέσεις του αδικαιολογητου πλουτισμού (επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και έλλειψη νόμιμης αιτίας, ως τέτοιας μη νοούμενης της ωφέλειας από την παραγραφή της αδικοπραξίας – ΑΠ 1430/2012, Νομος), δεδομένου ότι η παραγραφή συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού (ΑΠ 93/1996, ΕλλΔνη 1997.553, ΕφΑθ 3358/1999 ΕλλΔνη 2001.454), σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Αναφορικά με τα υπόλοιπα (παρεπόμενα) αιτημάτα της αγωγής, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής είναι μη νόμιμο, δεδομένου ότι το αίτημα της αγωγής είναι αναγνωριστικό (ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986.706, ΠολΠρΑθ 2273/1975, Αρμ 1975.676, Νικολόπουλος σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νικας ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 907  αριθμ.3), όπως και το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από τον επικαλούμενο χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας από 20.8.2008, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται προηγούμενη όχληση της ενάγουσας της από 2.7.2013 αγωγής τους και, επομένως, το αίτημά τους περί επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από της επιδόσεως της τελευταίας αγωγής στις 10.7.2013 (345, 340ΑΚ – ΑΠ 106/2014, Νομος, ΑΠ 1589/1979, ΝοΒ 1980.1115, ΕφΠειρ 668/2015, Νομος ΕφΛαρ 435/2000, ΕλλΔνη 2001.452, Δεληγιάννης/Κορνηλάκης, ΕιδΕνΔ ΙΙΙ, σελ. 241, Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 914, αριθμ. 84). Εντούτοις, η ένδικη απαίτηση, κατά το μέρος που αυτή κρίθηκε νόμιμη έχει υποπέσει σε παραγραφή, γεννομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως που η εναγόμενη προέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις της (και η οποία είναι νόμιμη κατ’ άρθρο 937 ΑΚ), διότι η περιγραφόμενη στην αγωγή, κατά τα ανωτέρω, συμπεριφορά της εναγομένης, ήτοι η μη συναίνεση στην πώληση του πλοίου … πλειστηριασμός πλοίων … και … έλαβαν χώρα στις 3.7.2008 και στις 20.8.2008, χωρίς να διακοπεί εν τέλει η παραγραφή με την επικαλούμενη από 2.7.2013 αγωγή (αρ. κατάθ. …), η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 10.7.2013. Ειδικότερα για τις ένδικες αξιώσεις, οι ενάγουσες άσκησαν, αρχικά και εντός της πενταετίας του άρθρου 937 ΑΚ την από 2-7-2013 και με αριθμ.κατ. … αγωγή τους, διακόποντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραγραφή (άρθρο 261 ΑΚ). Ακολούθως, με το ίδιο περιεχόμενο και αιτήματα, άσκησαν την 31.3.2014 (ΓΑΚ …, ΕΑΚ …) νέα αγωγή τους, (επιδοθείσα στην εναγομένη την 4.4.2014), με την οποία παραιτήθηκαν από το δίκογραφο της πρώτης, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 263 ΑΚ και άρα η παραγραφή να θεωρείται ότι είχε διακοπεί με την πρώτη αγωγή. Πειραιτέρω, άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 9.10.2015 (ΓΑΚ …, ΕΑΚ …) τρίτη αγωγή τους, με την ίδια ιστορική και νομική βάσημε τις προηγούμενες, αλλά μόνον για μέρος των αξιώσεων τους, σε σχέση με εκείνες που είχαν αρχικώς αιτηθεί, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ανωτέρω, επιφυλασσόμενοι για το υπόλοιπο της αξίωσης τους. Εντέλει, παραιτήθηκαν από την τελευταία από 9.10.2015 αγωγή τους (που όπως προαναφέρθηκε αφορούσε το μη επίδικο μέρος της απαίτησης τους) ασκώντας την από 19.5.2017 αγωγή με όμοιο αίτημα (για το μη επίδικο μέρος της απαίτησης) και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 818/2018 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την τελευταία αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επομένως, η αντένσταση διακοπής της παραγραφής με τη διαδοχική άσκηση των ανωτέρω αγωγών που προέβαλαν οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (ΑΠ 163/2018, Νομος) είναι ουσία αβάσιμη, για τις αξιώσεις, που αφορά η ένδικη αγωγή, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ως άνω διατάξεως, αφού τελικά, επανέγερση της αγωγής εντός εξαμήνου από την παραίτηση επήλθε μόνον για τις αξιώσεις, που ασκήθηκε η με αριθμ.κατ. … αγωγή. Αντιθέτως, οι υπό κρίση αξιώσεις ασκήθηκαν για πρώτη φορά με την με αριθμ.κατ. … αγωγή και μετά από τις παραιτήσεις με τις με αριθμ.κατ. … και … αγωγές, επανασκήθηκαν με την υπό κρίση αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 27-3-2018, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει ο διακοπτικός λόγος παραγραφής του άρθρου 263 ΑΚ, αφού από την παραίτηση για τις ένδικες αξιώσεις, με το δικόγραφο της με αριθμ.κατ. … αγωγής, έως την επίδοση της παρούσας έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών του άρθρου 263 ΑΚ. Κατά συνέπεια, το επίδικο τμήμα της απαίτησης έχει υποπέσει στην πενατετή παραγραφή που ο νόμος προβλέπει (ΑΚ 937), λογιζόμενης ως μη διακοπείσας αυτής με τα διαδοχικά ένδικα βοηθήματα που η ενάγουσα επικαλείται αβασίμως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, κατά ουσιαστική παραδοχή της ενστάσεως περί της παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως των εναγουσών, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί κατά το σκέλος που κρίθηκε νόμιμη ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, λόγω της ήττας τους, οι ενάγουσες πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης που παραστάθηκε στο Δικαστήριο κατά παραδοχή του αιτήματος της, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρο 176 ΚΠολΔ – άρθρα 68, 63,i,η Ν.4139/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.-

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων (14.600) ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 9η-04-2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 17-04-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ