ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1563 /2019
(Γενικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: …)
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως αγωγής: …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του τη 13η Φεβρουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή καταβολής αμοιβής για επιθαλάσσια αρωγή, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία Ν. Σ. Α. Ε. και τον διακριτικό τίτλο Ν. Σ. Α.Ε., εδρεύουσας στον ……..Α. Μ., …..2 νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …, της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, με ΓΕΜΗ … η οποία, δυνάμει της υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφικής πράξης πληρεξουσιότητας του Γ. Κ. Ν. , ως Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας, με βάση το από 5 & 6-2-2013 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, με το οποίο εξελέγη το ΔΣ της για 5ετή θητεία και συγκροτήθηκε σε σώμα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο υπ’ αριθ. 4461/19-7-2013 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ, ΕΠΕ & ΓΕΜΗ, προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Ζαφειρόπουλου του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 13676), κατοίκου Πειραιώς, οδός Σκουζέ,αριθ.10, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …, εδρεύουσας τυπικά (καταστατικά) στη Λ. Κ., …, αλλά κατ’ ουσίαν στο Μοσχάτο Αττικής, Λεωφόρος Ποσειδώνος, αριθ.35, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση.
Η ενάγουσα με την από 21-7-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 26-7-2017 και επιδόθηκε στις 31-7-2017 στην εναγόμενη και συγκεκριμένα όχι στην καταστατική της έδρα στη Λ. Κ. (…), αλλά στην πραγματική της έδρα στο Μ. Α. (Λ. Π., .35) με θυροκόλληση σε ενσφράγιστο φάκελο, με παρουσία του μάρτυρα Γιάννη Χονδροκούκη, κατοίκου Πειραιώς, (Αττική Οδός, αριθ.117), επακολουθούσης αυθημερόν της παράδοσης αντιγράφου του δικογράφου της αγωγής στα χέρια του Αξιωματικού Υπηρεσίας του ΑΤ Μοσχάτου Αττικής, εν απουσία του Προϊσταμένου και την επομένη, της παράδοσης προς ταχυδρόμηση του αντιγράφου της αγωγής στον υπάλληλο του οικείου ταχυδρομικού υπακαταστήματος των ΕΛΤΑ, με συστημένη επιστολή (άρθρο 128 ΚΠολΔ), εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 5-2-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 13-2-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 3, ζητεί δε να γίνει δεκτή για όσους λόγους εκθέτει η ενάγουσα, η δε εναγόμενη δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε προκατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η ενάγουσα είχε προκαταθέσει τις προτάσεις της και αμφότεροι οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όπως ανωτέρω σημειώνεται.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος, 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το Ν.Δ.53/1974 και 110 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος δικαιούται να παρίσταται στις επισπευδόμενες από άλλο διάδικο δικαστικές πράξεις επί της υποθέσεώς του και πρέπει να κλητεύεται προς τούτο υπό την προθεσμία και τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος. Συνεπώς, πρέπει, κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις, να καλείται για να συμμετάσχει στη συζήτηση αυτών, όταν αυτή επισπεύδεται από τον αντίδικό του (ΑΠ 890/2015 Νόμος). Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, που απορρέει από το παραπάνω άρθρο, επιβάλλει, προκειμένου για συζήτηση στο ακροατήριο, την πρωταρχική και αυτεπάγγελτη έρευνα για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση της αγωγής και της κλήσης για συζήτηση προς τον απολιπόμενο διάδικο. Υπό το προϊσχύσαν σύστημα, η αγωγή ασκείτο με δύο διαδικαστικές πράξεις, κατάθεση και επίδοση, ωστόσο, το δικαστήριο ερευνούσε αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα μόνο επί ερημοδικίας του (άρθρο 271 § 1 ΚΠολΔ) και αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα (εντός της προθεσμίας του άρθρου 228 ΚΠολΔ) κήρυσσε απαράδεκτη τη συζήτηση. Αντίθετα, αν ο εναγόμενος ήταν παρών στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία και δεν εξέφερε αντιρρήσεις ως προς την έλλειψη επίδοσης της αγωγής ή την τυχόν πλημμελή (εκπρόθεσμη κλπ.) επίδοσή της προς αυτόν, επικαλούμενος δικονομική βλάβη την οποία και απεδείκνυε, δεν υπήρχε απαράδεκτο, αλλά το δικαστήριο εξέταζε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων (βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τ.I (2000). άρθρο 221, αριθ.3, ΑΠ 622/1994 ΕλλΔνη 1995.858-859, βλ. επίσης Χρήστου Τριανταφυλλίδη – Πρωτοδίκη, Η άσκηση και συζήτηση της αγωγής κατά την τακτική διαδικασία με βάση το νέο ΚΠολΔ, ΕΦΑΔ 11 (2015).973επ.). Η άσκηση της αγωγής (κατά τη νέα πλέον τακτική διαδικασία), περιλαμβάνει δύο επιμέρους διαδικαστικές πράξεις, την κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και την επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Ειδικότερα: α) Κατά την κατάθεση της αγωγής, εκτός από την έκθεση που συντάσσεται κάτω από το πρωτότυπο και στην οποία πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία των άρθρων 117 και 215 παρ. 1, ο νομοθέτης, ενόψει της νέας αρχιτεκτονικής της τακτικής διαδικασίας που θέλει να επιδίδεται στον εναγόμενο μόνο η αγωγή και θέλοντας να γνωστοποιήσει στους διαδίκους με σαφήνεια τον κίνδυνο που διατρέχουν από τη μη έγκαιρη κατάθεση των προτάσεών τους, θέτει στη Γραμματεία των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων ένα επιπρόσθετο σημαντικό βάρος. Με ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 226 παρ.2 εδ.β` ΚΠολΔ, επιβάλλει την υποχρέωση να σημειώνει στο πρωτότυπο της αγωγής, αλλά και στα αντίγραφα την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, καθώς και υπόμνηση ότι οι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Επιδίδεται έτσι πλέον μόνο η αγωγή, χωρίς κλήση προς συζήτηση, αφού ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή στο πινάκιο γίνονται σε μεταγενέστερο χρόνο. Κατά συνέπεια, το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής που συνδεόταν μέχρι πρότινος με εκπρόθεσμη ή ανύπαρκτη επίδοση της κλήσης για συζήτηση, από την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου δε νοείται πλέον στην τακτική διαδικασία (βέβαια ισχύει στις ειδικές διαδικασίες). β) Η δεύτερη διαδικαστική πράξη της άσκησης της αγωγής είναι η επίδοσή της. Στο νέο άρθρο 215 παρ.2 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή του και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν δε η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 215, 226, 229, 233, 271 §§ 1, 2 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η άσκηση της αγωγής ολοκληρώνεται με κατάθεσή της στο δικαστήριο, που απευθύνεται και επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο απαιτείται όχι μόνο για την επέλευση των ουσιαστικών συνεπειών της αγωγής, αλλά και τη νόμιμη γνώση του τελευταίου και κλήτευσή του στη συζήτησή της και τον απαραίτητο χρόνο ετοιμασίας της υπεράσπισης του, έναντι των ισχυρισμών της αγωγής. Αν δεν έγινε νόμιμη κλήτευση, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (όπως ίσχυε πριν τον Ν.4335/2015), δοθέντος μάλιστα ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 111 § 2 ΚΠολΔ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς την τήρηση προδικασίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτει ότι, αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ.1 ΚΠολΔ. Κατά δε το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.4 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017 Αρμ 2017.2103, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 Αρμ 2017.1946). Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389, ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504), δεδομένου ότι συντρέχει περίπτωση τεκμαρτής βλάβης του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Η μη τήρηση των διατάξεων αυτών καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση αν απουσιάζει ο διάδικος, λόγω μη τηρήσεως της εκ του νόμου προβλεπομένης προδικασίας για την κλήτευσή του (βλ. ΑΠ 1083/2013, ΠολΠρΑθ 55/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 252/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του στη δίκη, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Πάντως, στην περίπτωση, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, πλέον, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κι εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 215 § 2 εδ. β` και 271 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ (ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504). Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί νομοτύπως μέσα στην προθεσμία αυτή (μη επίδοση, μη νόμιμη επίδοση ή μη εμπρόθεσμη επίδοση), θεωρείται ως μη ασκηθείσα (ΠολΠρΗρακλ 31/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017 Αρμ 2017.2103, ΠολΠρΘεσ 12935/2017 Αρμ 2017.1946). Με τη νέα αυτή διάταξη θεσπίζεται προθεσμία για την επίδοση της αγωγής στην τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια. Η διάταξη αυτή συνδυάζεται συστηματικά µε τις ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238, οι οποίες εισάγουν τον κανόνα της έγγραφης διαδικασίας και εκμεταλλεύονται χρονικά προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης τον μέχρι σήμερα «νεκρό» χρόνο από την κατάθεση της αγωγής και μέχρι τη συζήτησή της. Αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει το δικονομικό αυτό βάρος, τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και ως εκ τούτου, δεν παράγει δικονομικές έννομες συνέπειες (βλ. την αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015). Πλέον η επίδοση της αγωγής συνιστά όρο του υποστατού της άσκησης της αγωγής, στην τακτική διαδικασία, μετά τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015. Κατά παρέκκλιση από τη μέχρι σήμερα πάγια νομολογία, κατά την οποία η παράλειψη της επίδοσης δεν καθιστά την αγωγή ανυπόστατη εφόσον ο εναγόμενος συμμετάσχει νόμιμα στη συζήτηση και δεν προβάλλει κατ’ αυτήν ένσταση μη επίδοσης επικαλούμενος δικονομική βλάβη, πλέον στην τακτική διαδικασία η επίδοση της αγωγής καθίσταται προϋπόθεση του υποστάτου της άσκησης της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ο ενάγων δεν εκπληρώσει αυτό το δικονομικό βάρος, τότε η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Διευκρινίζοντας μάλιστα ο νομοθέτης τη συνέπεια αυτή στην αιτιολογική του έκθεση αναφέρει ότι η ανεπίδοτη ή η μη νομίμως ή η εκπροθέσμως επιδοθείσα αγωγή δεν παράγει δικονομικές μόνο συνέπειες, ενώ διατηρούνται οι ουσιαστικές συνέπειές της (βλ. αιτιολογική για άρθρο 215 παρ. 2). Επιδιώκει δηλαδή, κατά την αυθεντική δήλωσή του στο ίδιο το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης, να παράξει για την ανεπίδοτη αγωγή συνέπειες όμοιες με αυτές που συντρέχουν στην παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (άρθρο 294 ΚΠολΑ). Για την περίπτωση, όμως, που η σχετική αγωγή ουδόλως επιδόθηκε στον εναγόμενο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η μη επίδοση της αγωγής στον τελευταίο θίγει ευθέως την υπόσταση της ίδιας της αγωγής ως δικογράφου και, ως εκ τούτου, δεν παράγει ούτε δικονομικές αλλά ούτε και ουσιαστικές συνέπειες (βλ. για όλα τα ανωτέρω Εισήγηση Νικολάου Βόκα, Προέδρου Πρωτοδικών και Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την ημερίδα της ΕΣΔι της 01.12.2015 με θέμα την «Εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία»). Τέλος, κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ.2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ.2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (βλ. Καλαβρό Κ., Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος–Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4η έκδ.,σελ.87, 343, 533επ., Μακρίδου-Απαλαγάκη-Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, έκδ.2016, σελ.9, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ.472επ.).
ΙΙ. Εξάλλου, ως προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνεται και η Κύπρος, σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζεται, από 13 Νοεμβρίου 2008, ο Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, με τον οποίο καταργήθηκε ο αντιστοίχου περιεχομένου Κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου Υπουργών. Κατά τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 1393/2007 (άρθρα 2-7, 10, 19 και 20), τα προς επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαμονής παραλήπτες διαβιβάζονται απευθείας μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των ενδιαφερομένων κρατών και επιδίδονται προς αυτόν, προς τον οποίον απευθύνονται κατά κανόνα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, το οποίο και αποστέλλει στο κράτος αποστολής σχετική βεβαίωση περί τούτου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του υπό στοιχείο 1 Κεφαλαίου του υπ’ αριθ. 1393/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επιδόσεις στα Κράτη-μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (“acta iure imperii”) 2. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η διεύθυνση του παραλήπτη της πράξης είναι άγνωστη 3. Στον παρόντα κανονισμό ο όρος “κράτος μέλος” καλύπτει τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Υπηρεσίες διαβίβασης και παραλαβής», «1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής “υπηρεσίες διαβίβασης”), που είναι αρμόδια για τη διαβίβαση δικαστικών ή εξώδικων πράξεων προς επίδοση ή κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος 2. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τους δημόσιους λειτουργούς, αρχές ή άλλα πρόσωπα (στο εξής “υπηρεσίες παραλαβής”) που είναι αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξώδικων πράξεων άλλου κράτους μέλους». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του υπό στοιχείο II ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ με τίτλο ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, Τμήμα 1 και με υπότιτλο «Διαβίβαση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών πράξεων», «1. Οι δικαστικές πράξεις διαβιβάζονται απευθείας και το ταχύτερο δυνατό μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται βάσει του άρθρου 2 και 2. Η διαβίβαση πράξεων, αιτήσεων, επικυρώσεων, αποδεικτικών παραλαβής, βεβαιώσεων και λοιπών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και των υπηρεσιών παραλαβής γίνεται με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, εφόσον το περιεχόμενο της παραλαμβανομένης πράξης είναι αληθές και συμπίπτει απολύτως προς το περιεχόμενο της διαβιβαζομένης πράξης, και εφόσον όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες . 3. Η διαβιβαζόμενη πράξη συνοδεύεται από αίτηση συντασσόμενη επί του τυποποιημένου εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι. Το έντυπο συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή, εφόσον οι επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους είναι πλείονες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου όπου πρόκειται να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί η πράξη ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος παραλαβής έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος δηλώνει μία ή περισσότερες επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, στις οποίες δέχεται να συμπληρωθεί το έντυπο». Σύμφωνα με το άρθρο 7 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων», «1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους 2. Η υπηρεσία παραλαβής φροντίζει ώστε η επίδοση ή κοινοποίηση να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό και, οπωσδήποτε, εντός μηνός από την παραλαβή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης. Έτσι εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή η κοινοποίηση εντός μηνός από την παραλαβή, η υπηρεσία παραλαβής: α) ειδοποιεί αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι, η οποία συμπληρώνεται βάσει του άρθρου 10 παρ.2 και β) συνεχίζει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της πράξης, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την υπηρεσία διαβίβασης, σε περίπτωση που η επίδοση ή κοινοποίηση φαίνεται εφικτή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος». Κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 14 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς», Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο. Κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κανονισμού, αν το κράτος μέλος δεν έχει δηλώσει το αντίθετο, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ενεργήσουν τις επιδόσεις μέσω δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμοδίων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής. Περαιτέρω δε, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 19, του υπό στοιχείο IV Κεφαλαίου με τον τίτλο «Ερημοδικία εναγομένου», όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος Κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικεί, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτεια του, β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο προβλεπόμενο από τον παρόντα Κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί (§ 1). Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του αυτού ως άνω Κεφαλαίου με τίτλο «Σχέσεις με άλλες συμφωνίες ή διακανονισμούς στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη-μέλη», «1. Για θέματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάπτονται από τα κράτη μέλη και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965. 2. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να συνάπτουν επιμέρους συμφωνίες ή διακανονισμούς που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να επιταχύνεται ή να απλουστεύεται περαιτέρω η διαβίβαση των πράξεων». Κατά το άρθρο 23 παρ.1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παρ.1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα Κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες, γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής (§ 2). Σύμφωνα δε με το άρθρο 26, το οποίο αφορά στην έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού, «ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δε δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», μεταξύ των οποίων Κρατών-μελών είναι η Ελλάδα και η Κύπρος (βλ. σχετ. το υπό στοιχεία 11 Παράρτημα του ως άνω Κανονισμού), ενώ στο πεδίο εφαρμογής του εκτοπίζει τη διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, καθόσον η επίδοση δεν συντελείται εν προκειμένω με την παράδοση του εγγράφου στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αλλά απαιτείται η τήρηση της κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενης διαδικασίας (ΠολΠρΧαλκιδικ 35/2014 Αρμ 2014.1573, ΠολΠρΠατρ 204/2012, ΠολΠρΠατρ 148/2010 ΤΝΠ Νόμος). Η δυνατότητα αυτή ισχύει και στην Ελλάδα (βλ . άρθρο 23 του Καν. 1393/2007), καθόσον δεν έχει εκφραστεί σχετική επιφύλαξη, ενώ κρίσιμος χρόνος για την έναρξη υπολογισμού του εξαμήνου θα πρέπει να θεωρηθεί η ημερομηνία αποστολής (από το Υπουργείο Δικαιοσύνης) προς την αλλοδαπή υπηρεσία παραλαβής, καθώς έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία διαβίβασης κατά το νέο Κανονισμό (ΑΠ 149/2003 ΤΝΠ Nόμος, ΑΠ 591/2002 ΔΕΕ 2003.187, βλ. Π.Αρβανιτάκη, ό.π., σελ.967). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της αγωγής (εισαγωγικού δικογράφου με κλήση προς συζήτηση), όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της ΕΕ, όπως είναι και η Κύπρος, ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άνω άρθρο 19 του Κανονισμού βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα του οικείου Πρωτοδικείου (βλ. ΑΠ 1978/2017, ΑΠ 643/2015, AΠ 239/2015, ΑΠ 458/2011, ΑΠ 66/2011, ΑΠ 1391/2009 ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση παράλειψης προσκομιδής βεβαίωσης περί ολοκλήρωσης των διατυπώσεων επίδοσης εισαγωγικού της δίκης εγγράφου σύμφωνα με τον Κανονισμό και ερημοδικίας του εναγομένου, ο δικαστής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση οριστικής απόφασης ερήμην του εναγομένου, αλλά οφείλει προηγουμένως να αναστείλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι να διαπιστώσει εάν έγινε έγκαιρη πραγματική επίδοση στον εναγόμενο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 §1 του Κανονισμού, ώστε ο τελευταίος να είναι σε θέση να αμυνθεί, η δε επάρκεια του χρόνου θα εκτιμηθεί από το δικαστήριο κατά περίπτωση με κριτήριο τη δυνατότητα άμυνας του εναγομένου, χωρίς εξάρτηση από τους χρόνους επίδοσης που καθορίζουν τα δίκαια του κράτους εκδίκασης ή της χώρας παραλαβής. Ωστόσο, στην τακτική διαδικασία του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τον Ν.4335/2015, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές μέσα σε εκατόν (100) μέρες από την κατάθεση της αγωγής, που παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους, αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους, ενώ το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Εφόσον η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων εκκινεί για τους διαδίκους από την κατάθεση της αγωγής και λήγει σε εκατόν ή εκατόν τριάντα (100 ή 130) ημέρες από την κατάθεση αυτής, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, εκτός αν οι ανωτέρω προθεσμίες παραταθούν από το δικαστή μετά από στάθμιση των ειδικών περιστάσεων (άρθρο 148 ΚΠολΔ), και εντός της προθεσμίας αυτής πρέπει να προσκομιστεί το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, σε περίπτωση που ο ενάγων παραλείψει να προσκομίσει τη βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης της αγωγής στον παραλήπτη του επιδοτέου εγγράφου κατά τον Κανονισμό 1393/2007, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωθείσα η επίδοση και συνακόλουθα η άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, κρίνεται ανώφελη η αναστολή της έκδοσης απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 § 1 του Κανονισμού, διότι η παράλειψη πραγματικής επίδοσης της αγωγής μέχρι το πέρας των προθεσμιών του άρθρου 237 §1 ΚΠολΔ έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα, αφού δεν αρκεί για την άσκησή της η πλασματική επίδοση αυτής στον Εισαγγελέα, αλλά απαιτείται και πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, που αποδεικνύεται με τη βεβαίωση του άρθρου 19 του Κανονισμού 1393/2007, όταν στρέφεται κατά διαδίκου, γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της Ε.Ε. (ΜονΠρΘεσ 1852/2018 ΕΠολΔ 2018.87, με παρατηρήσεις Απ.Άνθιμου, ΕΠολΔ 2018.89).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ως εταιρεία που δραστηριοποιείται στον ναυπηγοεπισκευαστικό χώρο και μεταξύ άλλων παρέχει υπηρεσίες φύλαξης και συντήρησης πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων στο ναυπηγείο της και στη θαλάσσια ζώνη που κάνει χρήση, παρείχε υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής στο υπό κυπριακή σημαία οχηματαγωγό-επιβατηγό πλοίο … αριθμού νηολογίου Λεμεσού …, τύπου …, με αριθμό μητρώου … της εναγομένης κυρίας εταιρείας αυτού, που ναυλοχούσε στις ναυπηγικές εγκαταστάσεις της ενάγουσας, κατόπιν της μεταξύ τους από 22-11-2013 συναφθείσας σύμβασης με τη διαχειρίστρια-ναυλώτρια γυμνού πλοίου (bareboat charterer) εταιρεία με την επωνυμία Κ. Θ. Γ. Ρ. Σ.Π.Ε. και τον διακριτικό τίτλο «…», με σκοπό τον ελλιμενισμό, τη φύλαξη και τη συντήρησή του, με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση αυτή τιμές των υπηρεσιών της και με τις αντίστοιχες παροχές της ενάγουσας με χρήση των εγκαταστάσεών της πυρόσβεσης, ηλεκτρικού ρεύματος και υδροδότησης, γερανού, απορριμμάτων και χώρου αποθήκευσης επ’ ωφελεία των παραμενόντων στο πλοίο της, με κόστος 300 ευρώ τη φορά για το δέσιμο και το λύσιμο του πλοίου και ημερήσιο κόστος παραμονής στο ναυπηγείο 250 ευρώ. Ότι το πλοίο κατέπλευσε και παρέμεινε μέχρι σήμερα ελλιμενισμένο στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της σε προνομιούχο θέση, λαμβάνοντας και τις υπηρεσίες φύλαξης και συντήρησης. Ότι η εναγομένη κυρία του πλοίου δεν της κατέβαλε τα οφειλόμενα, συνολικού ποσού 398.302,45 ευρώ, από πληθώρα τιμολογίων παροχής των υπηρεσιών της, δυνάμει του ανωτέρω συμφωνητικού, τα οποία παραμένουν ανεξόφλητα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις και διαμαρτυρίες της ενάγουσας, για την είσπραξη των οποίων έχει ασκήσει ήδη αγωγή σε βάρος της εναγομένης για τις υπηρεσίες που έχει παράσχει στο πλοίο της βάσει της ανωτέρω σύμβασης για χρονικό διάστημα μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Ότι στις 23-12-2015 το πλοίο της εναγομένης, μετά την εγκατάλειψη της φύλαξής του από τον φύλακα που είχε τοποθετηθεί από τη διαχειρίστρια εταιρεία ως άνω, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης ομβρίων υδάτων, πήρε επικίνδυνη κλίση με άμεσο κίνδυνο ευστάθειάς του, ανατροπής και βύθισής του, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, με κίνδυνο και για τα υπόλοιπα ελλιμενισμένα πλοία εντός του χώρου των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου και των ορίων του ΟΛΠ, οπότε αναγκάστηκε η ενάγουσα να προβεί κατά το χρονικό διάστημα από 23-12-2015 έως και 20-1-2016 σε παροχή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης με συνεχή απάντληση υδάτων από το πλοίο της εναγομένης και δη στις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή ενδεδειγμένες και αναγκαίες ενέργειες για την αποτροπή του κινδύνου βύθισης του πλοίου της, με συνέπεια τη διάσωσή του, ενόψει της αυξανόμενης κλίσης του που θα είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα την άμεση βύθισή του εντός των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου της και με δεδομένη την έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από την πλοιοκτήτρια του πλοίου, όσο και από τη διαχειρίστριά του. Ότι, υπό τους όρους των άρθρων 246 και 247 ΚΙΝΔ, λόγω του επωφελούς αποτελέσματος της επιθαλάσσιας αρωγής και διάσωσης του επίδικου πλοίου, η ενάγουσα δικαιούται εύλογης αμοιβής, που προσδιορίζεται στο ήμισυ της οικονομικής αξίας του διασωθέντος πλοίου, ανερχόμενης εν τέλει το ποσό των 587.500 ευρώ, η οποία ως απαίτηση κατατάσσεται και ως προνομιακή σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ήτοι της Κύπρου. Ότι παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες και οχλήσεις της ενάγουσας προς την κυρία του πλοίου και τη διαχειρίστρια-ναυλώτρια αυτού ως γυμνού, για την τοποθέτηση φύλακα στο πλοίο και για τη λήψη μέτρων εποπτείας και ασφαλούς πρόσδεσής του στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, ουδέν έπραξαν και εξακολούθησαν να το αφήνουν εγκαταλελειμμένο χωρίς φύλακα και άνευ μέτρων ασφαλείας και εποπτείας του, με συνέπεια να επακολουθήσει και δεύτερο περιστατικό κινδύνου αυτού για βύθισή του εντός του χώρου του ναυπηγείου της ενάγουσας και συγκεκριμένα, ότι στις 28-3-2016, έλαβε νέα επικίνδυνη κλίση με συνέπεια να κοπούν λόγω έντασης οι πρυμναίοι κάβοι που το συγκρατούσαν στην προβλήτα και σε έλεγχο που επακολούθησε σε αυτό διαπιστώθηκε η εισροή και κατακλυσμός του χώρου του μηχανοστασίου του και των σεντινών από μεγάλη ποσότητα θαλασσινού νερού, οπότε αναγκάστηκε το σχετικό προσωπικό της ενάγουσας να προβεί τάχιστα σε απάντληση των υδάτων με άμεσο κίνδυνο ζωής του επεμβαίνοντος προσωπικού του ναυπηγείου λόγω της συνεχόμενης κλίσης του πλοίου με χρήση μέσων του ναυπηγείου και σύνδεση κάβου του ναυπηγείου με το πλοίο με τράκτορα έλξης (μπουλντόζα) για την ασφαλή επαναπρόσδεσή του με τον προβλήτα και περαιτέρω με χρήση συρματόσχοινων του ναυπηγείου, με συνέπεια εν τέλει τη μείωση της στάθμης του θαλασσίου ύδατος εντός του πλοίου και τη διαπίστωση ότι η αιτία αυτού ήταν η ύπαρξη φθαρμένου σωλήνα κάτω από τα πατώματα πέριξ του μηχανοστασίου, η οποία επισκευάστηκε από το προσωπικό του ναυπηγείου με θέση ελαστικών επιθεμάτων και σφιγκτήρων, οπότε και επανήλθε το πλοίο σε ασφαλή κλίση στις 29-3-2016, όπως και μέχρι σήμερα παραμένει. Ότι από τις ενέργειες της ενάγουσας επήλθε και σε αυτήν την περίπτωση επιθαλάσσια αρωγή και διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου της εναγομένης, για τις οποίες δικαιούται εύλογης αμοιβής, υπό τους όρους των άρθρων 246 και 247 ΚΙΝΔ, ανερχόμενης κατά τα προδιαλαμβανόμενα στο ήμισυ της οικονομικής του αξίας, ήτοι σε ποσό 587.500 ευρώ, η οποία ως απαίτηση κατατάσσεται και ως προνομιακή σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ήτοι της Κύπρου. Ότι προς αποδεικτική ενίσχυση των παραπάνω, η ενάγουσα προσκομίζει και επισυνάπτει στην αγωγή της ως περιεχόμενό της, την από 12-1-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε από την εταιρεία «Ευρωναυτιλιακοί Σύμβουλοι-Πραγματογνώμονες Πλοίων-Φορτίων», κατόπιν σχετικής επιτόπιας επιθεώρησης του πλοίου τόσο στις 29-3-2016 όσο και στις 10-1-2017 και μελέτης των διαφόρων εγγράφων επιθεωρήσεων, βάσει των οποίων επιβεβαιώνεται το σωστικό αποτέλεσμα των ενεργειών του προσωπικού του ναυπηγείου με μέσα τα οποία δεν διαφέρουν από τις ενέργειες και τα μέσα διάσωσης ενός διασωστικού πλοίου σε κίνδυνο βύθισης σε ανοικτή θάλασσα έτερου κινδυνεύοντος πλοίου. Ότι η άρνηση της εναγομένης να την εξοφλήσει είναι παράνομη και αντισυμβατική. Με βάση τα παραπάνω ζητεί η ενάγουσα, μετά από παραδεκτή τροπή που συνιστά περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε αναγνωριστικό στο σύνολό του με τις προτάσεις της που κατέθεσε εμπρόθεσμα και νομότυπα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 587.500 ευρώ, νομιμοτόκως από την κατάθεση της αγωγής αυτής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των εν γένει δικαστικών εξόδων της για την παρούσα δίκη.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, που ασκήθηκε μετά την 1η-1-2016 και υπάγεται στην τακτική διαδικασία (άρθρα 237-238 ΚΠολΔ), θεωρείται ως μη ασκηθείσα, διότι δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση της εναγομένης. Και τούτο, επειδή από την υπ’ αριθ. καταθέσεως 2332Β/31-7-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλικής Κομπότη, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την υπ’ αριθ. … και … έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Δικαστηρίου, στην οποία ορίζεται προθεσμία κατάθεση προτάσεων εντός εκατόν τριάντα (130) ημερών, ήτοι έως την 3-12-2017 (κατατέθηκαν δε στις 25-10-2017, η δε προθεσμία αναστέλλεται κατά τον μήνα Αύγουστο, κατ’ άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ, βλ. ΠολΠρΘεσ 14411/2017 Αρμ 2017.2103), επιδόθηκε στην εναγομένη σε διεύθυνση που όμως δεν ταυτίζεται με αυτή της καταστατικής της έδρας σύμφωνα με τα ίδια τα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεων της ενάγουσας, η οποία ήταν στη Λ. Κ. (…), αλλά έλαβε χώρα (η επίδοση) σε έτερη διάφορη διεύθυνση στο Μ. Α. (Λ. Π., ….. ), χωρίς να διευκρινίζεται και να προκύπτει ο λόγος που έλαβε χώρα η επίδοση της αγωγής αυτής στην εν λόγω διεύθυνση στην ημεδαπή και όχι στην αλλοδαπή (Κ.), στην οποία βρισκόταν η καταστατική έδρα της εναγομένης εταιρείας και μάλιστα, με θυροκόλληση σε αυτή τη διεύθυνση στην ημεδαπή, για την οποία άλλωστε δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο της δικογραφίας ούτε και στα κρίσιμα ως άνω δικόγραφα της ενάγουσας γίνεται ειδική μνεία, εάν στην εν λόγω διεύθυνση είχε την τυχόν έδρα της η διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία Κ. Θ. Γ. Ρ. Σ.Π.Ε. και τον διακριτικό τίτλο «…», του πλοίου της πλοιοκτήτριας ή κυρίας εναγομένης εταιρείας ούτε καν προκύπτει εάν η αναφερόμενη ως διαχειρίστρια-ναυλώτρια του επίδικου πλοίου γυμνού είχε τέτοια σχέση διαχείρισης και ότι είχε αναλάβει και την ευθύνη παραλαβής των σχετικών δικογράφων που αφορούσαν την πλοιοκτήτρια ή κυρία, εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, στην Ελλάδα, ως νόμιμος εκπρόσωπός της ή ως αντίκλητός της ή ως δεκτικός επιδόσεων προς αυτήν, για την εγκυρότητα του και την επαγωγή των εννόμων συνεπειών τους, συνακόλουθα, δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο η ενάγουσα προέβη σε επίδοση της αγωγής στη συγκεκριμένη διεύθυνση ως έδρα της εναγομένης εταιρείας, η οποία μάλιστα, ενόψει και της θυροκόλλησής της, δεν έλαβε γνώση της κατάθεσης της αγωγής σε βάρος της και της έναρξης της προθεσμίας των εκατόν τριάντα (130) ημερών για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων, καθόσον έχει την έδρα της στο εξωτερικό, οπότε δεν προκατέθεσε τις προτάσεις της εμπρόθεσμα και νομότυπα ούτε και τα αποδεικτικά της μέσα προσκόμισε στη δίκη αυτή, που προσδιορίστηκε, προς συζήτηση της υποθέσεως, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 5-2-2018 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 13-2-2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, που ορίζει ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, η εν λόγω διάδικος (εναγομένη) πρέπει να θεωρείται δικονομικά απούσα και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, η υπόθεση αυτή πρέπει να συζητηθεί ερήμην της εναγομένης, εάν αποδεικνύεται ότι η αγωγή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σε αυτήν, ειδάλλως, επειδή συντρέχει η εφαρμογή της περίπτωσης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, πρέπει να θεωρείται η αγωγή μη ασκηθείσα κατ’ άρθρο 215 παρ.2 ΚΠολΔ (άρθρο 271 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2015). Εξάλλου, ως γνωστόν, σύμφωνα και με τα όσα αναλυτικώς διαλαμβάνονται στις αρχικές σχετικές νομικές σκέψεις της παρούσας, επειδή η επίδοση της αγωγής προς την εναγομένη έπρεπε να είχε γίνει σε χώρα της Ε.Ε., λόγω της καταστατικής έδρας της στην Κύπρο και χωρίς να προκύπτει ότι η πραγματική έδρα της ήταν στην ημεδαπή και δη στο Μοσχάτο Αττικής, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 1393/2007, έπρεπε να είχε λάβει χώρα πραγματική επίδοση σε αυτήν, χωρίς να αρκεί η τυχόν πλασματική επίδοση της αγωγής προς τον οικείο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατ’ άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ ούτε βεβαίως και η επίδοση σε μία διεύθυνση στην ημεδαπή που δεν προκύπτει κατά πόσο συνδέεται με την έδρα και δεν πληροί έτσι τη δυνατότητα να λάβει γνώση (ενημέρωση) η εναγομένη για την παρούσα δίκη, ως προαπαιτούμενο ώστε να υπερασπιστεί ευλόγως τα συμφέροντά της, οπότε προσβάλλεται το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμά της για ακρόαση ενώπιον της Δικαιοσύνης (άρθρο 20 Συντάγματος), σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Μάλιστα, δεν προκύπτει ότι έχει καν επιχειρηθεί εκ μέρους της ενάγουσας η επίδοση της σε βάρος της αγωγής στην Κύπρο, η οποία ακόμη και ως πραγματική, θα μπορούσε ευχερώς να συντελεστεί, ένεκα και της γεωγραφικής εγγύτητάς της και της ομοιότητας των ρυθμίσεων της έννομης τάξης προς την ελληνική. Ούτε καν προσκομίζει κάποια βεβαίωση περί αδυναμίας επίδοσης στην αλλοδαπή στη συγκεκριμένη εναγομένη εταιρεία με γνωστή έδρα στην Κύπρο ούτε προκύπτει ότι επιχείρησε οποιαδήποτε πράξη επίδοσης με επιμέλεια μέσου συνετού ανθρώπου-διαδίκου υπό το πρίσμα και τις αρχές της καλής πίστης που διέπουν και τους δικονομικούς κανόνες προετοιμασίας και διεξαγωγής μιας δίκης από αυτόν που αναλαμβάνει τη σχετική πρωτοβουλία και έχει το έννομο και πραγματικό συμφέρον για τη διενέργειά της (ΕφΠειρ 730/2008 ΕΠολΔ 2009.77, ΕφΠατρ 911/2008 ΑχαΝομ 2009.384, ΕφΑθ 5477/2004 ΕλλΔνη 2005.224). Τούτο, θα απέσειε από πάνω της με σοβαρή πιθανότητα την πρόκληση της εντύπωσης της σκοπιμότητάς της στην αποφυγή νόμιμης πραγματικής επίδοσης του αγωγικού δικογράφου εκ μέρους της προς την εναγομένη για την επιδίωξη τυχόν υφαρπαγής μιας ερήμην δικαστικής απόφασης, με παραδοχή κατ’ ουσίαν της αγωγής της λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας υπέρ της (ΕφΠατρ 911/2008 ΑχαΝομ 2009.384). Έτσι όμως δεν αποδεικνύεται η πραγματική επίδοση της αγωγής στην εναγομένη, που δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη και ερημοδικεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό 1393/2007 σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (καθόσον η επίδοση έλαβε χώρα στις 31-7-2017, οπότε η Κύπρος είχε ήδη καταστεί επισήμως μέλος της Ε.Ε. από την 1-5-2004, ενώ πρόκειται για αστική-εμπορική διαφορά), αφού δεν προσκομίζεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I του Κανονισμού, περί ολοκλήρωσης των διατυπώσεων επίδοσης, που αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης του επιδοτέου εγγράφου, ήτοι εν προκειμένω στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Η ως άνω πραγματική επίδοση είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της επίδοσης της αγωγής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της Ε.Ε., όπως είναι εν προκειμένω η εναγομένη εταιρία που εδρεύει σε γνωστή διεύθυνση στην Κύπρο, δεδομένου ότι δεν αρκεί στην περίπτωση αυτήν η, κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ, πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα (ΑΠ 1978/2017 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κρίνεται ανώφελη η αναστολή της έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής μέχρις ότου διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 § 1 του Κανονισμού, διότι η παράλειψη πραγματικής επίδοσης της αγωγής στην εναγόμενη μέχρι την 3-12-2017, οπότε παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών περί κατάθεσης προτάσεων για τους διαδίκους και προσκομιδής των αποδεικτικών τους μέσων και των διαδικαστικών τους εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής (και η βεβαίωση του άρθρου 19 του Κανονισμού 1393/2007), και η δυνατότητα της εναγομένης να αμυνθεί κατά της αγωγής, έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα, κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ), λόγω του ότι η εναγομένη εταιρεία έχει την έδρα της στο εξωτερικό, σύμφωνα με το άρθρο 134 § 1 εδ.α΄ ΚΠολΔ. Η επίδοση αυτή προκάλεσε στην εναγομένη δικονομική βλάβη, ενόψει της απουσίας της από τη δίκη και της ερημοδικίας της που συνεπάγεται τη σε βάρος της κατ’ ουσίαν παραδοχή της αγωγής της ενάγουσας, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της επίδοσης (ΕφΑθ 5477/2004 ΕλλΔνη 2005.224, ΕφΔωδ 201/1992 ΕλλΔνη 1995.407). Συνακόλουθα, πάσχει ακυρότητας η επίδοση στην εναγομένη, η οποία δεν είναι νόμιμη και έγκυρη, για τους προαναφερόμενους λόγους, διότι έπρεπε να είχε γίνει πραγματική επίδοση προς την εταιρεία και δη τον νόμιμο εκπρόσωπο αυτής (ΑΠ 1372/1993 ΕλλΔνη 1994.1599), ως γνωστής έδρας και διαμονής στην αλλοδαπή, αντιστοίχως, βάσει του Κανονισμού 1393/2007, των οποίων τελούσε εν γνώσει η ενάγουσα ή μπορούσε να πληροφορηθεί σε κάθε περίπτωση, πράγμα που δεν έπραξε, κατά επιλήψιμη παράβαση κάθε οφειλόμενης επιμέλειάς της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν έγινε νόμιμα και εμπρόθεσμα η επίδοση στην εναγομένη εταιρεία της αγωγής, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, είναι άκυρη και εξομοιώνεται με έλλειψη (μη ολοκλήρωση) επίδοσής της, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή της νεοπαγούς, πλην όμως καθόλα σαφούς και σκόπιμης διάταξης του άρθρου 215 παρ.2 εδ.β΄ ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, με ισχύ από 1-1-2016), η κρινόμενη αγωγή ουδόλως παράγει έννομες συνέπειες, καθόσον η μη επίδοσή της θίγει ευθέως την υπόσταση του δικογράφου αυτής, αυτεπαγγέλτως λαμβανομένης υπόψη και ανεξαρτήτως έτερης βλάβης -αφού αρκεί προς τούτο η ερημοδικία της εναγομένης στην παρούσα δίκη- δεδομένου ότι, στην τακτική διαδικασία μετά την ισχύ του Ν.4335/2015, η επίδοσή της καθίσταται προϋπόθεση του υποστατού της άσκησής της, υπό την έννοια ότι, αφού η ενάγουσα δεν εκπλήρωσε προσηκόντως (νομίμως) το δικονομικό βάρος της επίδοσης αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα και να απορριφθεί, άρθρα 215 παρ.2 και 271 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης (ΠολΠρΗρακλ 31/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΘεσ 5706/2018 ΕλλΔνη 2018.1504, ΠολΠρΘεσ 14411/2017 Αρμ 2017.2103, βλ. σχετ. Ν.Βόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών και Πρόεδρο Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στην Εισήγηση του για την εφαρμογή του Ν.4335/2015 στην τακτική διαδικασία, κατά την ημερίδα της ΕΣΔΙ της 1.12.2015, σελ.5, Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 215, σελ.15, Κράνη, Αρεοπαγίτη, στην Εισήγηση του για τις τροποποιήσεις του Ν.4335/2015 στην τακτική διαδικασία, κατά την διημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, την 9η-7-2016, σελ.3-4, αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015). Περαιτέρω, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον η ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθησόμενη ανακοπή ερημοδικίας εκ μέρους του ενδιαφερομένου (εναγόμενης), ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής του (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, δεν ορίζονται δικαστικά έξοδα στην παρούσα δίκη επιδικαστέα υπέρ της εναγομένης, αφού λόγω της ερημοδικίας της, η τελευταία δεν υποβλήθηκε καν σε αυτά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως μη ασκηθείσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 14-9-2018 στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση του Δικαστηρίου, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, λόγω προαγωγής σε Εφέτη κι αναχώρησης του μέλους της αρχικής σύνθεσης του Δικαστηρίου, Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, Προέδρου Πρωτοδικών, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία της Γραμματέως, την – -2019. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ