ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3411/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤOY ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. (A.) () Ο. (U.) () του Α. Κ. (A. K.) και της Φ. Μ. (F. M.), κατοίκου Σμύρνης Τουρκίας (…, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αλέξανδρος Τσάπελης (ΑΜΔΣΑ …), δυνάμει του από 10.12.2018 ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής βεβαιώθηκε από δικηγόρο, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….», με το διακριτικό τίτλο «….», με Α.Φ.Μ. …, Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, που εδρεύει στα … Κρήτης (….), διατηρεί υποκατάστημα στον Π….. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανδρέας Νασίκας (ΑΜΔΣΠ …), δυνάμει του από 06.06.2016 πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με το υπ’ αριθ. …/2016 συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων Ιωάννη Μετζιδάκη, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο παραπάνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 03.09.2018 με Γ.Α.Κ. … και με Ε.Α.Κ. … αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 03.09.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 04.02.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία, ενώ κατά το άρθρο 222 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά, ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. 2. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η έναρξη της εκκρεμοδικίας, που αποτελεί την πρώτη κατά σειρά δικονομική συνέπεια άσκησης της αγωγής, εντοπίζεται στο χρονικό σημείο κατάθεσης του αγωγικού δικογράφου, εφόσον όμως η άσκησή της ολοκληρώθηκε με επίδοση αντιγράφου της αγωγής στον αντίδικο. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής, ανεξαρτήτως αν η απόφαση τη δέχεται ή την απορρίπτει για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό. Αναβιώνει δε η εκκρεμοδικία της αγωγής με την άσκηση έφεσης, και, ειδικότερα, από τη στιγμή της σύνταξης της έκθεσης κατάθεσης του εν λόγω ένδικου μέσου, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός δικασίμου και ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της οριστικής απόφασης (Βλ. ΑΠ 88/2015, ΑΠ 1048/2009, ΑΠ 1528/2008, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι για το ίδιο βιοτικό συμβάν ο ενάγων έχει εγείρει σε βάρος της την από 27.12.2016 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 349/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ισχυριζόμενη, περαιτέρω, αφενός ότι η παραπάνω απόφαση δεν έχει τελεσιδικήσει, αφετέρου ότι ο αντίδικός της δεν έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής, η εναγόμενη προβάλλει ισχυρισμό εκκρεμοδικίας και ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αγωγής για τον λόγο αυτόν.
Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν στάδιο έρευνας της επικαλούμενης από την εναγόμενη αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της παρούσας δίκης, προκύπτει ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της εναγόμενης για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 27.12.2016 με Γ.Α.Κ. … και με Ε.Α.Κ. … αγωγή. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 23ης.05.2017, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 349/2018 απόφαση, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος την 02.02.2018 (Βλ. την σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς, Ι. Π., στο προσαγόμενο από τον ενάγοντα αντίγραφο της ως άνω απόφασης), δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα (Βλ. το υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης τακτικών ή έκτακτων ενδίκων μέσων της Γραμματέα του Πρωτοδικείου). Με βάση τα παραπάνω, ο ισχυρισμός της εναγόμενης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι με την έκδοση της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 349/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου έληξε η εκκρεμοδικία, η οποία δεν αναβίωσε, καθώς σε βάρος της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκε έφεση, ούτε, άλλωστε, απαιτούνταν παραίτηση από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγόμενη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 295 παρ. 2 και 263 περ. δ’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε κατά το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και στη συνέχεια εγέρθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση, και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση απόρριψης της προηγούμενης αγωγής ως απαράδεκτης [Βλ. ΕΘ 179/2010 Αρμ 2013.312, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μακρίδου), Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 263 αριθ. περιθ. 6, σελ. 545]. Στην προκείμενη περίπτωση η εναγόμενη ισχυριζόμενη με τις προτάσεις της ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της για το ίδιο βιοτικό συμβάν την προηγούμενη από 27.12.2016 αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την υπ’ αριθ. 349/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και ότι ο ενάγων δεν της έχει καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, ποσού 3.800 ευρώ, που επιδικάσθηκαν υπέρ της με την παραπάνω απόφαση, αρνείται να απαντήσει στην κρινόμενη αγωγή, μέχρι να της καταβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο, η προβληθείσα από την εναγόμενη δικονομική ένσταση περί μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι αυτή δεν δύναται να προταθεί σε περίπτωση απόρριψης της προηγούμενης αγωγής ως απαράδεκτης.
Ι. Η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους» (εφεξής «Σύμβαση των Αθηνών»), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (ΦΕΚ Α’ 15/15.02.1991) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α’ 211/10.10.2013), καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29.05.2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31.12.2012. Ειδικότερα, ο παραπάνω Κανονισμός θεσπίζει –μεταξύ άλλων- το ενωσιακό καθεστώς σχετικά με την ευθύνη και την ασφάλιση για τις θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, όπως ορίζουν οι συναφείς διατάξεις: α) της Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2002, και β) των επιφυλάξεων και των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, που υιοθέτησε η νομική επιτροπή του ΙΜΟ στις 19 Οκτωβρίου 2006 (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός εφαρμόζεται –μεταξύ άλλων- σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά, κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της Σύμβασης των Αθηνών, δηλαδή σε οποιαδήποτε μεταφορά στην οποία σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά κράτη ή σε ένα μόνο κράτος εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο κράτος, εφόσον: α) το πλοίο φέρει σημαία κράτους μέλους ή είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ή β) η σύμβαση μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος ή γ) ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς βρίσκεται σε κράτος μέλος. Κατά ρητή πρόβλεψη του Κανονισμού, το καθεστώς ευθύνης ως προς τους επιβάτες, τις αποσκευές τους και τα οχήματά τους διέπεται από τα άρθρα 1 και 1α, 2 παράγραφος 2, 3 έως 16, 18, 20 και 21 της Σύμβασης των Αθηνών, που ενσωματώνονται σ’ αυτόν ως παράρτημα Ι (άρθρο 3 παρ. 1). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’ της Σύμβασης των Αθηνών, ως «μεταφορέας» ορίζεται το πρόσωπο με το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση μεταφοράς, ανεξάρτητα αν η μεταφορά πραγματοποιείται από τον ίδιο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του. Έκδηλο είναι ότι ο παραπάνω εννοιολογικός προσδιορισμός υπαινίσσεται το συμβατικό μεταφορέα. Συνεπώς, συμβατικός μεταφορέας είναι το πρόσωπο που καταρτίζει στο όνομά του τη σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, χωρίς απαραιτήτως να εκτελεί και ο ίδιος τη μεταφορά. Συνακόλουθα, κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του συμβατικού μεταφορέα αποτελεί η κατάρτιση της σύμβασης με τον επιβάτη˙ αντίθετα, η ενδεχόμενη εκτέλεση της μεταφοράς απ’ αυτόν δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της έννοιάς του. Από τη διατύπωση της παραπάνω διάταξης συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης χωρεί και αντιπροσώπευση του συμβατικού μεταφορέα. Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της ίδιας Σύμβασης ορίζονται τα εξής: «Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει ένα πρόσωπο διαφορετικό από το μεταφορέα, ήτοι τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή ή το διαχειριστή ενός πλοίου, ο οποίος εκτελεί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς. Ο όρος «performing carrier», τον οποίο χρησιμοποιεί το αυθεντικό αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, στο οποίο στηρίχθηκε η ελληνική μετάφραση, αποδίδεται περιφραστικά ως «πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα». Με βάση τα παραπάνω, δύναται να οριστεί ως «πραγματικός μεταφορέας» το διαφορετικό από το συμβατικό μεταφορέα πρόσωπο, που είναι ο πλοιοκτήτης, ναυλωτής ή διαχειριστής ενός πλοίου, και το οποίο εκτελεί το σύνολο ή μέρος της μεταφοράς για λογαριασμό του συμβατικού μεταφορέα. Συνεπώς, αυτό εκτελεί τη μεταφορά που συμφώνησε ο συμβατικός μεταφορέας με τον επιβάτη, η οποία (συμβατική μεταφορά) αποδεικνύεται με την έκδοση του εισιτηρίου. Έτσι, καθοριστικό στοιχείο της έννοιας του πραγματικού μεταφορέα αποτελεί το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης της μεταφοράς, ενώ δεν αποκλείεται ο συμβατικός μεταφορέας να φέρει και την ιδιότητα του πραγματικού μεταφορέα, στο μέτρο που αυτός εκτελεί πράγματι τη μεταφορά, όπως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 περ. γ’ του Πρωτοκόλλου 2002. Εξάλλου, ο όρος «πλοιοκτήτης», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Σύμβασης των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «owner of a ship», που χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης (Βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., Αστική Ευθύνη στη Διεθνή Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και Αποσκευών, 2007, σελ. 66 έως 73). Στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό (Βλ. AΠ 689/2013 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 269/2016 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, ο όρος «ναυλωτής», που περιλαμβάνεται μεταξύ των προσώπων που αναφέρονται στην παραπάνω αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. β’ της Σύμβασης των Αθηνών, αποτελεί απόδοση του όρου «charterer», ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό αυθεντικό κείμενο της Σύμβασης, και κατονομάζεται χωρίς περαιτέρω εννοιολογικό προσδιορισμό. Στο εθνικό δίκαιο ναυλωτής γενικώς θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται η χρήση του πλοίου έναντι ανταλλάγματος. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, με βάση το άρθρο 107 ΚΙΝΔ, υπάγονται τρεις βασικές μορφές σύμβασης ναύλωσης, ανάλογα με το είδος και το βαθμό εξουσιών που παραχωρούνται σχετικά με το πλοίο. Ειδικότερα, όταν το πλοίο παραχωρείται «γυμνό», χωρίς επάνδρωση και εξοπλισμό, πρόκειται για ναύλωση γυμνού σκάφους (bareboat charter ή charter by demise). Με τη ναύλωση γυμνού πλοίου ο «γυμνός» ναυλωτής (disponent owner) αποκτά τον πλήρη έλεγχο της θαλάσσιας αποστολής (ναυτική διεύθυνση και εμπορική διαχείριση), με την πρόσληψη του πλοιάρχου και του πληρώματος. Στη μεν έννοια της ναυτικής διεύθυνσης υπάγεται η διακυβέρνηση του πλοίου διά του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος, τα οποία συνδέονται συμβατικά μαζί του, ενώ στην έννοια της εμπορικής διαχείρισης υπάγεται η οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ο ναυλωτής ασκεί στο δικό του όνομα, επωμιζόμενος τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα αποτελούν βοηθούς εκπλήρωσης και αντίστοιχα προστηθέντες του «γυμνού» ναυλωτή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το ημεδαπό δίκαιο η σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου καθιστά το «γυμνό» ναυλωτή, εφοπλιστή, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ, ευθυνόμενο για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων του (πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος). Επίσης, όταν το πλοίο παραχωρείται επανδρωμένο και εξοπλισμένο για ορισμένο χρόνο ή ταξίδι, πρόκειται, αντίστοιχα, για ναύλωση κατά χρόνο ή χροναύλωση (time charter) ή ναύλωση κατά ταξίδι ή κατά πλου (voyage charter). Με τη χρονοναύλωση το πλοίο τίθεται στη διάθεση του ναυλωτή, πλήρως εξοπλισμένο, μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, ώστε αυτός να μπορεί να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της εμπορικής του δραστηριότητας για το χρονικό διάστημα που έχει συμφωνηθεί. Έτσι, στον χρονοναυλωτή παραχωρείται το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται το πλοίο, ως οργανωμένη επιχείρηση, ενώ η ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου παραμένει στον εκναυλωτή. Μόνο, όμως, το γεγονός ότι ο εκναυλωτής παρέχει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα δεν αρκεί για την ύπαρξη της ναυτικής διεύθυνσης εκ μέρους του, αφού οι παραπάνω μπορεί να τίθενται υπό τις αποκλειστικές εντολές του ναυλωτή, και αυτό αποτελεί το κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση (Βλ. Κιάντου – Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 2007, Τόμος Δεύτερος, παρ. 114 έως 115, 117 έως 119, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, 2015, παρ. 247 έως 251). Με βάση τα παραπάνω, στο πλαίσιο της Σύμβασης των Αθηνών πραγματικός μεταφορέας είναι και ο χρονοναυλωτής, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι πρόκειται για εφοπλιστική χρονοναύλωση, δηλαδή για ναύλωση στην οποία ο ναυλωτής διατηρεί την εκμετάλλευση και τη ναυτική (τεχνική) διαχείριση του πλοίου, χορηγώντας στον πλοίαρχο και το πλήρωμα τις σχετικές εντολές και οδηγίες (Βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 77 – 78, πρβλ. ως προς την έννοια της εφοπλιστικής χρονοναύλωσης ΑΠ 777/2015, ΜονΕΠ 375/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 5 της Σύμβασης των Αθηνών ορίζει ότι «Αποσκευές» σημαίνει: «κάθε πράγμα ή όχημα που μεταφέρεται από το μεταφορέα βάσει σύμβασης μεταφοράς και στην οποία δεν περιλαμβάνονται: (α) πράγματα και οχήματα που μεταφέρονται με βάση ναυλοσύμφωνο, φορτωτική ή άλλη σύμβαση που αφορά πρωταρχικά τη μεταφορά πραγμάτων και (β) ζωντανά κτήνη, ενώ η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι: ««Αποσκευές καμπίνας» σημαίνει αποσκευές που έχει ο επιβάτης στην καμπίνα του ή βρίσκονται με άλλο τρόπο στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση ή τον έλεγχό του. Στις αποσκευές καμπίνας περιλαμβάνονται και οι αποσκευές που έχει ο επιβάτης μέσα ή πάνω στο όχημά του, εκτός από τις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 8 του άρθρου αυτού και το άρθρο 8». Περαιτέρω, τα άρθρα 3 και 4 της Σύμβασης των Αθηνών ορίζουν –μεταξύ άλλων- τα εξής: «Άρθρο 3 – Ευθύνη του μεταφορέα. (1) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν: α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα…(3) Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα θα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν…(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: (α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο ή το ελάττωμα του πλοίου, (β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του, (γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολία, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και (δ) ο όρος «ζημία» περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα. (6) Η ευθύνη του μεταφορέα, βάσει του παρόντος άρθρου, σχετίζεται μόνο με ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας φέρει ο ενάγων…Άρθρο 4 – Πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα. (1) Εάν η διενέργεια της μεταφοράς ή μέρος αυτής έχει ανατεθεί σε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ο μεταφορέας θα παραμένει παρά ταύτα υπεύθυνος για το σύνολο της μεταφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης. Επιπλέον, το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα θα υπόκειται και θα μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης για το μέρος της μεταφοράς που διενεργήθηκε από αυτόν. (2) Σχετικά με τη μεταφορά που διενεργήθηκε από το πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ο τελευταίος θα είναι υπεύθυνος για τις πράξεις και παραλείψεις του προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του που ενεργούν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς των. (3)…(4)…(5)…». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 της Σύμβασης, «Ο μεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για απώλεια ή ζημία σε χρήματα, διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα, χρυσό, ασημικά, κοσμήματα, στολίδια, έργα τέχνης, ή άλλα τιμαλφή, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτά παραδόθηκαν με συμφωνία στο μεταφορέα με σκοπό τη φύλαξή τους, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση ο μεταφορέας θα ευθύνεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3, εκτός εάν συμφωνήθηκε υψηλότερο όριο ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1». Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 της Σύμβασης: «Καμία αγωγή αποζημίωσης για το θάνατο ή τις σωματικές βλάβες επιβάτη, ή για την απώλεια ή τη ζημία αποσκευών δεν εγείρεται κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα ή με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που προβλέπεται από την παρούσα Σύμβαση». Από τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις συνάγονται –μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: Α) Ότι τόσο ο συμβατικός όσο και ο πραγματικός μεταφορέας είναι συνυπεύθυνοι είτε για το σύνολο της μεταφοράς, όταν αυτή διενεργείται στο σύνολό της από τον πραγματικό μεταφορέα είτε για το τμήμα που διενεργήθηκε από τον τελευταίο. Β) Ότι η ευθύνη του συμβατικού μεταφορέα επεκτείνεται στις πράξεις ή παραλείψεις τόσο του πραγματικού μεταφορέα, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση του συνόλου της μεταφοράς ή τμήματος αυτής, όσο και των υπαλλήλων ή των πρακτόρων αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί ενήργησαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων. Γ) Ότι καλύπτεται η ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του επιβάτη, η οποία δεν εξειδικεύεται με τη Σύμβαση. Από την ευρεία διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης αναφορικά με την αποκαταστατέα ζημία ως αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, η οποία στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται με τον όρο «for the damage suffered as a result of personal injury to a passenger» (Βλ. σε αντιπαραβολή τη Σύμβαση του Μόντρεαλ της 28ης Μαΐου 1999 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων για τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που κυρώθηκε στη χώρα με το Ν. 3006/2002, η οποία στην αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 17 αναφέρεται σε ζημία που προκλήθηκε σε περίπτωση σωματικού τραυματισμού επιβάτη, όρος που στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο αποδίδεται ως «bodily injury of a passenger») συνάγεται ο σκοπός του διεθνούς νομοθέτη να συμπεριλάβει υπό τον όρο «personal injury» κάθε ζημία που απορρέει από προσωπική βλάβη του επιβάτη ˙ άρα, ο όρος επεκτείνεται και στη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της ψυχικής βλάβης του επιβάτη, είτε αυτή συναρτάται με τη σωματική του βλάβη είτε έχει επέλθει ανεξάρτητα απ’ αυτήν (Βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου Ε., ό.π., σελ. 129 έως 131, πρβλ. ως προς το συμπέρασμα με διασταλτική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, Αθανασίου Λ., Ευθύνη Θαλάσσιου Μεταφορέα προς Αποζημίωση Επιβαινόντων σε περίπτωση ναυαγίου του πλοίου, ΝοΒ 51.1582 επ., ιδίως 1590-1591). Δ) Ότι η ευθύνη του μεταφορέα για ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη λόγω ναυτικού (συλλογικού) ατύχηματος στη Σύμβαση των Αθηνών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, είναι αντικειμενική μέχρι το ανώτατο όριο των 250.000 λογιστικών μονάδων, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει προς απαλλαγή του ότι το συμβάν: α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Ότι ως προς το ποσό της αποζημίωσης που υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες και μέχρι το ανώτατο όριο ευθύνης των 400.000 λογιστικών μονάδων, η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική, δηλαδή υποκειμενική και τεκμήριο πταίσματος. Επομένως, το πταίσμα του μεταφορέα τεκμαίρεται και για την απαλλαγή από την ευθύνη του πρέπει ο ίδιος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα δικό του ή των προστηθέντων του (Βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π., σελ. 174 έως 178). Ε) Ότι σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για συμβατική είτε για εξωσυμβατική ευθύνη, οι σχέσεις του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς και του μεταφορέα ρυθμίζονται από τους διεθνείς κανόνες που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση (Βλ. ΑΠ 1002/2002 ΔΕΕ 2002.1269, ΕΠ 12/2003 ΕΝΔ 2003.141). ΣΤ) Ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για την απώλεια των χρημάτων του επιβάτη υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ότι τα χρήματα παραδόθηκαν προς φύλαξη στον μεταφορέα, και β) ότι η παράδοσή τους συνοδεύθηκε από συμφωνία ότι τη φύλαξή τους αναλαμβάνει ο μεταφορέας. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο μεταφορέας δεν υπέχει ευθύνη για την απώλεια των χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του επιβάτη (Βλ. Γκολογκίνα – Οικονόμου, ό.π., σελ. 150 – 151). II. Mε τον Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11.04.2012) ρυθμίστηκε η κοινοπραξία ως μορφή εταιρίας και, ειδικότερα, το άρθρο 293 παρ. 1 ορίζει ότι: «Η κοινοπραξία είναι εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα», ενώ η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει: «Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για την ευθύνη των μελών της κοινοπραξίας που ασκεί εμπορική δραστηριότητα και της οποίας τα μέλη μπορεί να είναι είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που διέπουν την ευθύνη των μελών της ομόρρυθμης εταιρείας, και, επομένως τα μέλη μίας τέτοιας κοινοπραξίας ευθύνονται αλληλεγγύως, απεριόριστα και εις ολόκληρον με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012, που ορίζει ότι: «Ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον». Από την προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 249 παρ. 1 Ν. 4072/2012 συνάγεται ότι κάθε δανειστής έχει δικαίωμα, κατ’ επιλογήν του, να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε των εις ολόκληρον συνοφειλετών (κοινοπραξίας ή μελών της), χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει κάποια σειρά, ούτε να στραφεί πρώτα σε βάρος της κοινοπραξίας, διότι η παράλληλη ευθύνη της κοινοπραξίας και των μελών της είναι αυτοτελής (πρβλ. ΑΠ 797/1999 ΕΕμπΔ 2000.80, ΠΠΑ 535/2008 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, ο δανειστής δικαιούται να στραφεί προς ικανοποίησή του μόνο σε βάρος της κοινοπραξίας ή συγχρόνως σε βάρος της κοινοπραξίας και των μελών της ή και μόνο σε βάρος των μελών της [πρβλ. Καραγκουνίδη Α. σε Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών (2017), άρθρο 249, αριθ. 10, σελ. 63]. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4072/2012 (11.04.2012) δεν τελούν σε εκκαθάριση ή πτώχευση, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 330 παρ. 2 του ίδιου νομοθετήματος. Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή, κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της, εκτίθεται ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο ο ενάγων επιβιβάσθηκε στον λιμένα της Ηγουμενίτσας επί του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», κυριότητας της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», με προορισμό την Ανκόνα Ιταλίας. Ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο πλοίο. Ότι ο εξοπλισμός, τα συστήματα πυρανίχνευσης και τα ηλεκτρικά συστήματα του πλοίου ήταν ελαττωματικά, καθώς και ότι ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου παρέλειψαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με βάση τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code) και τα πρότυπα ασφαλείας που προβλέπονται από τη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα (SOLAS), ούτε προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αποτροπή, τον περιορισμό, την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και την εγκατάλειψη του πλοίου, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι εξαιτίας του περιγραφόμενου ναυτικού ατυχήματος ο ενάγων απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, τα μεταφερόμενα με το πλοίο πράγματα, κυριότητάς του, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του, και, συγκεκριμένα, απώλεσε: α) ένα μπουφάν και δύο πανωφόρια, συνολικής αξίας 500 ευρώ, β) τρία ζεύγη υποδημάτων, συνολικής αξίας 400 ευρώ, γ) μία αποσκευή, μάρκας bartuggi, αξίας 150 ευρώ, δ) τέσσερις μπλούζες, τρία παντελόνια, δύο πουλόβερ, τρεις ζακέτες και τρία πουκάμισα, συνολικής αξίας 450 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ETC, αξίας 400 ευρώ, στ) έναν φορητό υπολογιστή, μάρκας Sony, αξίας 600 ευρώ, ζ) διάφορα προσωπικά αντικείμενα, συνολικής αξίας 500 ευρώ, και η) μετρητά, ποσού 1.000 ευρώ. Ότι, περαιτέρω, εξαιτίας του ναυτικού συμβάντος, κλονίστηκε η ψυχική υγεία του ενάγοντος, αυτός διακατέχεται από μετατραυματικό σύνδρομο και φοβίες, ενώ ο ύπνος του διαταράσσεται από εφιάλτες, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι η εναγόμενη ευθύνεται έναντι του ενάγοντος, κυρίως με την ιδιότητά της ως μέλος της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…. – …», με την οποία ο ενάγων κατήρτισε τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, άλλως, με την ιδιότητα της πραγματικής μεταφορέα, ως ναυλώτρια του πλοίου «…», στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου εταιρίας «…», γυμνής ναυλώτριας του πλοίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του κύριου σωρευόμενου αγωγικού αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την εν μέρει τροπή του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις του ενάγοντος (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), ζητείται: Α) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα: α) το συνολικό ποσό των (500 + 400 + 150 + 450 + 400 + 600 + 500 + 1.000 =) τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία, και β) το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το περιγραφόμενο ναυτικό συμβάν, ήτοι συνολικά το ποσό των (4.000 + 120.000 =) εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων (124.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Β) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το επιπλέον ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της κατοικίας του ενάγοντος στην αλλοδαπή, και, συγκεκριμένα, στη Σμύρνη Τουρκίας, παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, και έχει διεθνή προς τούτο δικαιοδοσία, με βάση τα άρθρα 7, 9 εδ. α’ έως γ’, 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’ – 2 εδ. β’, 3 Α και Β περ. ε’ και ιζ’ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, καθώς και με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1α’, 80, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος, με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1, εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10.01.2015, όπως στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή, λόγω της καταστατικής έδρας της εναγόμενης στην ημεδαπή, και συγκεκριμένα στον Νομό Χανίων Κρήτης (με την επισήμανση ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών, που ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια για την έγερση αγωγής βάσει των άρθρων 3 και 4, δεν συμπεριλήφθηκαν στο κείμενο του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος» – Βλ. Κοροτζή Ι., Ο Νέος Κανονισμός (ΕΚ) 329/2009 για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος, ό.π., σελ. 264). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, καθώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 03.09.2018, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 04.09.2018 (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε. Π.). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2 περ. α’, β’ και γ’ του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», καθώς, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους: α) το πλοίο φέρει τη σημαία κράτους μέλους (Ιταλίας) και είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος ( Ιταλίας), β) η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς έχει συναφθεί σε κράτος μέλος (Ελλάδα), και γ) ο τόπος αναχώρησης (Ηγουμενίτσα) και ο τόπος προορισμού (Ανκόνα), σύμφωνα με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, για τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την παραπάνω Διεθνή Σύμβαση, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με την κύρια αγωγική βάση, την οποία ο ενάγων διώκει να θεμελιώσει στην ευθύνη της εναγόμενης ως μέλους της Κοινοπραξίας – συμβατικής μεταφορέα, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση το άρθρο 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της έδρας της εναγόμενης. Β) Τα παρεπόμενα αιτήματα περί επιδίκασης τόκων επιδικίας και περί προσωρινής εκτελεστότητας, κρίνονται, επίσης, κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori). Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ’ αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης για τη συγκεκριμένη δίκη, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η τελευταία ενάγεται, κυρίως με την ιδιότητα του μέλους της Κοινοπραξίας με την επωνυμία «…. – …», η οποία ήταν η συμβατική μεταφορέας, άλλως με την ιδιότητα της πραγματικής μεταφορέα, ως ναυλώτρια του πλοίου «…» στο πλαίσιο εφοπλιστικής χρονοναύλωσης, ώστε η μη απόδειξη των επικαλούμενων από τον ενάγοντα κατά δικονομική επικουρικότητα ιδιοτήτων της εναγόμενης να έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1, 293 Ν. 4072/2012, 1, 3 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1 και 2, 14 της Σύμβασης Αθηνών, 1, 3, και 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 345, 346, 482, 932 ΑΚ, 70, 176, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός από: α) το επιμέρους αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης του ποσού των 500 ευρώ για την απώλεια προσωπικών αντικειμένων, το οποίο τυγχάνει απαράδεκτο λόγω αοριστίας και απορριπτέο, διότι με κανέναν τρόπο δεν εξειδικεύονται τα προσωπικά αυτά αντικείμενα, και β) το επιμέρους αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης του ποσού των 1.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε απωλεσθέντα χρήματα, το οποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι, εφόσον ο ενάγων δεν επικαλείται ότι τα μετρητά αυτά παραδόθηκαν κατόπιν συμφωνίας στο μεταφορέα προς φύλαξη, το αιτούμενο ποσό δεν συνιστά αποκαταστατέα ζημία, με βάση το άρθρο 5 της Σύμβασης των Αθηνών, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επίσης, μετά την μερική τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας καθίσταται κατά το αντίστοιχο μέρος νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, διότι αυτό προσήκει μόνο σε καταψηφιστικές αποφάσεις (Βλ. ΕΑ 628/2003 ΤΝΠ NOMOS). Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι το συνολικό αιτούμενο ποσό των (500 + 400 + 150 + 450 + 400 + 600 =) δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, που κρίθηκε ορισμένο και νόμιμο, ως θετική ζημία του ενάγοντος από απώλεια των αποσκευών του, δεν υπερβαίνει τις 2.250 λογιστικές μονάδες, το οποίο αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης του μεταφορέα με βάση το άρθρο 8 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών, καθώς το ως άνω ποσό αντιστοιχεί σε 2.035,16 λογιστικές μονάδες [Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (SDR)], με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ/SDR κατά την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (19.02.2019) [1 ΕΤΔ (SDR) αντιστοιχεί σε 1,2284 ευρώ – Βλ. πίνακα ισοτιμίας στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF) (imf.org – SDR rates)]. Επιπλέον, τα αγωγικά αιτήματα (καταψηφιστικό και αναγνωριστικό) περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν υπερβαίνουν τις 400.000 λογιστικές μονάδες, το οποίο αποτελεί το ανώτατο όριο ευθύνης του μεταφορέα για σωματική βλάβη του επιβάτη, με βάση το άρθρο 7 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών, ούτε όμως τις 250.000 λογιστικές μονάδες, που αποτελεί το όριο της αντικειμενικής ευθύνης του μεταφορέα, με βάση το άρθρο 3 παρ. 1 της ίδιας Σύμβασης, διότι αθροιζόμενα τα ως άνω αιτήματα (120.000 + 130.000 = 250.000 ευρώ), με βάση την ίδια ως άνω ισοτιμία (1 ΕΤΔ (SDR)/1,2284 ευρώ), αντιστοιχούν σε 203.516,77 λογιστικές μονάδες [Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (SDR)]. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. τα υπ’ αριθ. … και … e-παράβολα, σε συνδυασμό με τα από 22.05.2017 αποδεικτικά πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος).
Με το άρθρο 16 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», όπως η παράγραφος 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκε με το Ν. 4195/2013 (ΦΕΚ Α’ 211/10.10.2013), υπό τον τίτλο «Παραγραφή αγωγών» προβλέπεται ότι: «1. Οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών. 2. Ο χρόνος παραγραφής υπολογίζεται ως ακολούθως: (α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης, από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο επιβάτης, (β) σε περίπτωση θανάτου που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, από την ημερομηνία που ο επιβάτης θα έπρεπε να είχε αποβιβασθεί, και σε περίπτωση σωματικής βλάβης που συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του επιβάτη μετά την αποβίβαση, από την ημερομηνία του θανάτου, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα υπερβαίνει τα τρία χρόνια από την ημερομηνία της αποβίβασης, (γ) σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας σε αποσκευές, από την ημερομηνία της αποβίβασης ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί, οποιαδήποτε από τις δύο είναι μεταγενέστερη. 3. Το δίκαιο του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης θα διέπει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μετά τη λήξη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές περιόδους: (α) περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη ή, εάν προηγείται χρονικά, (β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε αξίωση του επιβάτη διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς κατά του μεταφορέα προς αποκατάσταση της ζημίας του (περιουσιακής ή μη περιουσιακής) ασκείται αποκλειστικά με τον τρόπο που προβλέπεται στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση και παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάστηκε ο επιβάτης, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ή σε αδικοπραξία. Η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η παραπάνω βραχυπρόθεσμη παραγραφή εφαρμόζεται μόνο στη συμβατική και όχι στην εξωσυμβατική ευθύνη του μεταφορέα, που διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, δεν στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και ειδικότερα σε εκείνες των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 16 της ως άνω Σύμβασης, από τις οποίες η πρώτη ορίζει γενικώς και χωρίς διάκριση ότι «οποιαδήποτε αγωγή αποζημίωσης, που προέρχεται από θάνατο ή σωματικές βλάβες σε επιβάτη ή απώλεια ή ζημία σε αποσκευές του, θα παραγράφεται μετά από πάροδο δύο ετών», ενώ η δεύτερη ρητώς προβλέπει ότι μόνο τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής ρυθμίζονται από το δίκαιο που εφαρμόζει το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο. Άλλωστε, υπό την αντίθετη εκδοχή θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο η Σύμβαση, αποβλέποντας στην ενοποίηση των σχετικών με την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα κανόνων, καθιέρωσε την πιο πάνω σύντομη παραγραφή για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (πρβλ. ΑΠ 1002/2002, ΕΠ 12/2003, ΜονΕΠ 455/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, «κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή». Απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις υπάρχει σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας ματαιώνεται για λόγο που δεν ανάγεται στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη της ικανότητας δικαστικής παράστασης, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα οι λόγοι εκείνοι οι οποίοι, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωσή της. Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία (ΑΠ 768/2016, AΠ 252/2016, ΑΠ 215/2011, ΑΠ 190/2008). Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από της τελεσιδικίας της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή του λογίζεται ότι η παραγραφή έχει διακοπεί με την έγερση της αρχικής αγωγής (Βλ. ΑΠ 113/2019 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, προς αντίκρουση της αγωγής, προβάλλει με τις προτάσεις της ισχυρισμό περί συμπλήρωσης της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 παρ. 1 της Σύμβασης των Αθηνών διετούς παραγραφής των αξιώσεων της αντιδίκου της, αλλά και περί συμπλήρωσης τριετίας από την ημερομηνία που η αντίδικός της έλαβε γνώση της βλάβης και της απώλειας από το ναυτικό συμβάν, με επίκληση του άρθρου 16 παρ. 3 περ. β’ της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης. Ειδικότερα, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η διετής παραγραφή συμπληρώθηκε την 01.01.2017, δηλαδή σε χρόνο πριν από την έγερση της κρινόμενης αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 03.09.2018 και επιδόθηκε σε αυτήν την επόμενη ημέρα, καθώς και ότι, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η παραγραφή διακόπηκε με την από 27.12.2016 προγενέστερη αγωγή του αντιδίκου της, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει σε τριετή παραγραφή, η οποία συμπληρώθηκε την 01.01.2018. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω περί παραγραφής ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους προκύπτει ότι ο ενάγων είχε εγείρει σε βάρος της εναγόμενης για το ίδιο βιοτικό συμβάν την από 27.12.2016 με Γ.Α.Κ. … και με Ε.Α.Κ. … προγενέστερη αγωγή, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 23ης.05.2017. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 349/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σε βάρος της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος την 02.02.2018, δεν ασκήθηκε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω κατά την έρευνα της ένστασης εκκρεμοδικίας που προβλήθηκε από την εναγόμενη. Επομένως, η παραπάνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη την 04.04.2018, με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών που είχε ο διαμένων στο εξωτερικό ενάγων για την κατάθεση έφεσης. Ο ενάγων επανήγειρε την αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της παραπάνω απορριπτικής απόφασης, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 03.09.2018 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 04.09.2018 (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης). Περαιτέρω, από την επισκόπηση του περιεχομένου της νέας αγωγής και την αντιπαραβολή της με το περιεχόμενο της προηγούμενης αγωγής, προκύπτει ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσης, με συμπλήρωση των ελλείψεων που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της πρώτης αγωγής, καθώς και η ταυτότητα των αγωγικών αξιώσεων. Επομένως, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος έχει διακοπεί με την προηγούμενη από 27.12.2016 αγωγή, κατά το άρθρο 263 εδ. β’ ΑΚ, η οποία είχε ασκηθεί εντός δύο ετών από την ημερομηνία που αποβιβάσθηκε ο ενάγων από το πλοίο «…», σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 και 2 περ. α’ και γ’ της Σύμβασης των Αθηνών, γενομένου δεκτού και ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του ενάγοντος, που προβλήθηκε καθ’ υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο. Ούτε όμως συντρέχει πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 16 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγόμενη, διότι η προβλεπόμενη τριετής προθεσμία, με βάση και το δικαιολογητικό λόγο της ρύθμισης, καταλαμβάνει την άσκηση πρώτης αγωγής και όχι την επανέγερση αγωγής, η οποία εν προκειμένω συνιστά αναβίωση της προγενέστερης αγωγής, συμπληρωμένη ως προς τις ελλείψεις που την καθιστούσαν αόριστη. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο δικαιούχος οποιασδήποτε αξίωσης από τη θαλάσσια μεταφορά επιβάτη, όπως εν προκειμένω ο ενάγων, θα διέτρεχε πάντοτε τον κίνδυνο συμπλήρωσης της παραγραφής στην περίπτωση επανέγερσης αγωγής κατόπιν τελεσίδικης απόρριψης της πρώτης αγωγής για λόγο που δεν αναγόταν στη νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί οποιαδήποτε έννομη προστασία του χωρίς να έχει κριθεί το υποστατό της αξίωσης.
Από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις του Μ. Ο. Ν. και του Α. Σ., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Ξάνθης, Ευαγγελίας Παντερμαλή, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε. Π.), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων: α) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική, την ιταλική και την τουρκική γλώσσα και προσάγονται από τους διαδίκους σε νόμιμη πλήρη ή αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική, και β) οι φωτογραφίες και ο ψηφιακός πολυμορφικός δίσκος (DVD) απεικόνισης εικόνας και ήχου, που προσάγει με επίκληση ο ενάγων, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από την αντίδικό του (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’ και 2, 448 παρ. 2 και 3, 457 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 27.12.2014 ο ενάγων, κάτοικος Σμύρνης Τουρκίας, ηλικίας τότε .. περίπου ετών (γεννήθηκε την …), ο οποίος συμμετείχε μαζί με τη σύζυγό του, Μ. Ο., σε ταξίδι που είχε διοργανώσει το τουριστικό πρακτορείο «K. T.» με τελικό προορισμό τη Ρώμη, επιβιβάσθηκε στον λιμένα της Ηγουμενίτσας επί του υπό σημαία Ιταλίας Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα, και μετέβη στην καμπίνα που θα διέμενε. Κατά τον παραπάνω χρόνο κυρία του πλοίου ήταν η εδρεύουσα στο …..Ιταλίας μη διάδικος εταιρία με την επωνυμία «V. T. S..». Η παραπάνω εταιρία είχε εκναυλώσει το πλοίο της με την από 31.07.2009 σύμβαση γυμνής ναύλωσης στην επίσης εδρεύουσα στο Μ. Ιταλίας μη διάδικο εταιρία με την επωνυμία «V. N. S..» (Βλ. το προσαγόμενο από την εναγόμενη έγγραφο εθνικότητας στο οποίο έχει σημειωθεί η από 04.09.2009 δήλωση εφοπλισμού). Η τελευταία αυτή εταιρία υπεκναύλωσε κατά χρόνο το πλοίο στην εναγόμενη εταιρία, η οποία το εισέφερε στην κοινοπραξία με την επωνυμία «…. – …», γεγονότα που συνομολογούνται από την εναγόμενη με τις προτάσεις της (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω κοινοπραξία, μέλος της οποίας τυγχάνει η εναγόμενη εταιρία, ήταν η συμβατική μεταφορέας στην εν λόγω σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α’ της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, καθώς στο όνομά της καταρτίσθηκε η σύμβαση με τον ενάγοντα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του υπ’ αριθ. … εισιτηρίου μεταφοράς επιβάτη, που προσάγει με επίκληση η εναγόμενη, και συνομολογείται από τους διαδίκους (άρθρα 261 εδ. β’, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περί ώρα 01.30 της 28ης.12.2014 το «…» απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα και τις επόμενες ώρες, πάντως πριν τις 04.00, ενώ το πλοίο είχε ολοκληρώσει τον διάπλου του στενού της Κέρκυρας και έπλεε προς την Αδριατική, εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε κλειστό χώρο στάθμευσης οχημάτων, η οποία εξαπλώθηκε στους υπόλοιπους χώρους και τα καταστρώματα του πλοίου, γεγονότα που είναι πασίγνωστα, ώστε να μην καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι αυτά είναι αληθινά (άρθρο 336 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περί ώρα 03.45 ο ενάγων με την σύζυγό του ξύπνησαν εξαιτίας της έντονης οσμής καμμένων καλωδίων και για τον λόγο αυτό εξήλθαν από την καμπίνα τους. Αδυνατώντας να βρουν κάποιο μέλος του πληρώματος ώστε να λάβουν σχετική ενημέρωση και οδηγίες, οι παραπάνω ακολούθησαν άλλους συνεπιβάτες τους προς ανοικτό χώρο του καταστρώματος του πλοίου, όπου και παρέμειναν μέχρι τη διάσωσή τους από ελικόπτερο το μεσημέρι της 29ης.12.2014. Ο ενάγων μεταφέρθηκε απευθείας σε ναυτική βάση και από εκεί στην Υγειονομική Μονάδα «…» στο …, όπου διαγνώσθηκε με «ραβδομυόλυση εξαιτίας αρχικού κρυοπαγήματος σε υπερτασικό». Ο παραπάνω έλαβε εξιτήριο την 30.12.2014 με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής, και, ειδικότερα, συστήθηκε σε αυτόν η λήψη αμοξυκιλλίνης – κλαβουλανικού οξέος 875 mg/125 mg 1 tb X 3, καθώς και η χρήση φυσιολογικού ορού (2 λίτρα) (Βλ. την από 30.12.2014 ιατρική βεβαίωση του ιατρού … – Σχετικό 10, προσαγόμενο από τον ενάγοντα). Ακολούθως, ο ενάγων μεταφέρθηκε σε ξενοδοχείο και την 01.01.2015 αναχώρησε αεροπορικώς με τη σύζυγό του από την Ιταλία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Κατά το συμβάν δεν έλαβε χώρα οποιαδήποτε αναγγελία προς τους επιβάτες από τον πλοίαρχο ή μέλος του πληρώματος, δεν ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός, ενώ δεν υπήρξε συντονισμός του πλοιάρχου και των λοιπών μελών του πληρώματος για την αντιμετώπιση του περιστατικού σε σχέση με την εκκένωση του πλοίου και τη διάσωση των επιβατών. Η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι δεν ενεργοποιήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς και την εκκένωση του πλοίου συνάγεται και από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του συμβάντος δεν υπήρξε οποιοσδήποτε έλεγχος ή καθοδήγηση των επιβατών από μέλη του πληρώματος, ούτε έλαβαν χώρα συντονισμένες ενέργειες των μελών του πληρώματος για τη συγκέντρωση των επιβατών στους ενδεδειγμένους χώρους – σταθμούς συγκέντρωσης, όπως προκύπτει από όσα σχετικά κατέθεσαν με τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις τους οι συνεπιβάτες του ενάγοντος, Μ. Ο. Ν. και του Α. Σ.. Επίσης, σύμφωνα και με την τεχνική έκθεση της ομάδας των Ιταλών εμπειρογνωμόνων που διορίσθηκε από τις ιταλικές δικαστικές αρχές για να διενεργήσει πραγματογνωμοσύνη σχετικά με το συμβάν, «το συνολικό σύστημα διαχείρισης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την πυρκαγιά στο γκαράζ του πλοίου «N..A…» παρουσίαζε εμφανή και εγγενή ελαττώματα», οι σωστικές λέμβοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία εκκένωσης «δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως προβλέπεται από τους κανονισμούς» και «η ενεργοποίηση της γλίστρας διάσωσης δεν έγινε με σωστό τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο όσους τη χρησιμοποίησαν» (Βλ. το προσαγόμενο από την ενάγουσα δημοσίευμα του «…» της 11.02.2017). Μάλιστα, ελλείψεις στους τομείς της ασφάλειας πυρόσβεσης, της πιστοποίησης, των συστημάτων έκτακτης ανάγκης, των δομικών συνθηκών και των σωστικών συσκευών, και, ειδικότερα, μη σωστή λειτουργία των θυρών ασφαλείας – ανοιγμάτων σε πυρίμαχα τμήματα, απουσία εγκεκριμένου από λιμενική αρχή σχεδίου Συνεργασίας για επιβατηγά πλοία για περιστατικά έρευνας και διάσωσης (Search and Rescue – SAR), ανυπαρξία μπαταριών και διακοπτών φώτων και συστημάτων έκτακτης ανάγκης, μη ενδεδειγμένη λειτουργία του κλεισίματος των συσκευών/υδατοστεγών θυρών και διάφορες δυσλειτουργίες στις σωστικές συσκευές είχαν διαπιστωθεί κατά την επιθεώρηση του πλοίου στον λιμένα της Πάτρας την 19.12.2014. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, επήλθε ναυτικό συμβάν, κατά τον ορισμό του άρθρου 3 παρ. 5 περ. α’ και γ’ της Σύμβασης των Αθηνών, στον οποίο (ορισμό) περιλαμβάνονται -μεταξύ άλλων- η πυρκαγιά αλλά και το «ελάττωμα του πλοίου», με την έννοια της δυσλειτουργίας, αστοχίας ή μη συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν -μεταξύ άλλων- χρησιμοποιείται για την εκκένωση επιβατών ή για την καθέλκυση σωστικών μέσων. Περαιτέρω, εξαιτίας του περιγραφόμενου ναυτικού ατυχήματος ο ενάγων απώλεσε, λόγω ολοσχερούς καταστροφής, μεταχειρισμένα πράγματα, συνολικής αξίας 2.500 ευρώ, κυριότητάς του, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή του, υπό την επιτήρηση και τον έλεγχό του, αποτελώντας αποσκευές καμπίνας, κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 της Σύμβασης των Αθηνών, και, συγκεκριμένα, απώλεσε τα ακόλουθα πράγματα: α) μπουφάν και πανωφόρια, συνολικής αξίας 500 ευρώ, β) υποδήματα, συνολικής αξίας 400 ευρώ, γ) μία αποσκευή, μάρκας bartuggi, αξίας 150 ευρώ, δ) είδη ένδυσης (μπλούζες, παντελόνια, πουλόβερ, ζακέτες και πουκάμισα,) συνολικής αξίας 450 ευρώ, ε) ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ETC, αξίας 400 ευρώ, και στ) έναν φορητό υπολογιστή, μάρκας Sony, αξίας 600 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων διαγνώσθηκε με μετατραυματικό στρες για την αντιμετώπιση του οποίου του συστήθηκε η λήψη φαρμακευτικής αγωγής και, συγκεκριμένα, συστήθηκε η λήψη των ακόλουθων φαρμάκων: α) Cipralex 10 ml ½ δισκίο ανά ημέρα την πρώτη εβδομάδα και 1 δισκίο ανά ημέρα μετά την πρώτη εβδομάδα, και β) Dideral ½ δισκίο 2 φορές την ημέρα (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση της Υγειονομικής Επιτροπής του Δημόσιου Νοσοκομείου Μπουρχάνιε, σε συνδυασμό με την από 17.03.2015 συνταγογράφηση – Σχετικά 11 και 12, προσαγόμενα από τον ενάγοντα). Επομένως, για την ικανοποίηση της ψυχικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων, εξαιτίας του ένδικου ναυτικού ατυχήματος, δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, και, ιδίως, τις συνθήκες του ναυτικού ατυχήματος, για το οποίο η συμβατική μεταφορέας – κοινοπραξία με την επωνυμία «…. – …», στην οποία η εναγόμενη είναι μέλος, ευθύνεται αντικειμενικά μέχρι του ισόποσου σε ευρώ των 250.000 λογιστικών μονάδων, τη μεγάλη ταλαιπωρία που υπέστη και τον κίνδυνο ζωής που αντιμετώπισε, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 40.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ. 1, 25 Σ.). Σημειώνεται ότι από τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με την επίδραση του περιγραφόμενου ναυτικού ατυχήματος στον ψυχικό κόσμο του ενάγοντος και δεν κρίνεται αναγκαία η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε από την εναγόμενη με τις προτάσεις της. Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές, εφόσον η εναγόμενη δεν απέδειξε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α’ και β’ της Σύμβασης των Αθηνών λόγους πλήρους απαλλαγής, με την ιδιότητά της ως μέλος της παραπάνω αναφερόμενης κοινοπραξίας ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής και μη περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγόμενης. Κατόπιν τούτου, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την κύρια αγωγική βάση, με βάση την οποία θεμελιώνεται ευθύνη της εναγόμενης με την ιδιότητά της ως μέλους της κοινοπραξίας, παρελκομένης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της επικουρικής βάσης της ευθύνης της ως πραγματικής μεταφορέα. Πρέπει, επομένως, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (2.500 + 40.000 =) σαράντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (42.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό, διότι κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει ζημία στον ενάγοντα (άρθρα 907, 908 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ανάλογο της νίκης του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων (42.500) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων πενήντα (1.850) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 08.10.2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την …10.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ