ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής
Αριθμός αποφάσεως 3407/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής …)(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ι. Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Δ. Λ. Ν., κατοίκου Α. Δ., Γ. …, με ΑΦΜ … για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει της από 31.8.2018 ειδικής εξουσιοδοτήσεως με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ, Σπυρίδων Διαμαντής του Παναγιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ …, κάτοικος….. , οδός Π. …., που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ – ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΟΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ Γ. Α. Θ., κατοίκου ……. Ι. …… , με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει της από 20.11.2018 ειδικής εξουσιοδοτήσεως με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ, Δημήτριος Πανοτόπουλος του Παναγιώτη (ΑΜ/ΔΣΑ …, κάτοικος ….. οδός Κ. …. που υπέβαλε τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία …, που εδρεύει στη Θ. Θ., .. Θ. – Π., με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει της από 19.10.2018 ειδικής εξουσιοδοτήσεως με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το ΦΕΚ (τ. ΑΕ – ΕΠΕ και ΓΕΜΗ) … Χρήστος Καραμπάγιας του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ …, κάτοικος ….., οδός …. Σ. …., που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.6.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 22.1.2019 πράξεως ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).Ο ανακοινώνων τη δίκη – προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.7.2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 238 και 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 22.1.2019 πράξεως ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).Κατά τη δημόσια συζήτηση των υποθέσεων οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση: Α) η υπ’ αριθ. κατάθεσης … αγωγή, Β) η υπ’ αριθ. κατάθεσης … ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, οι οποίες, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συναφείας, εφόσον εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και αφορούν σε αξιώσεις απορρέουσες από το ίδιο βιοτικό συμβάν, πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται έτσι και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επιπλέον επέρχεται και μείωση των εξόδων και, επιπρόσθετα, με την υπό στοιχείο Α΄ αγωγή και την υπό στοιχείο Β΄ ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ανοίγονται αντίστοιχα κύρια δίκη και παρεμπίπτουσα αυτής δίκη (άρθρα 246 και 285 εδ. α΄ ΚΠολΔ).
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216 παρ. 1 α, 111 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αγωγή θα πρέπει μεταξύ άλλων να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγοντα κατά του εναγομένου. Συνεπώς, στην περίπτωση της συνήθους νομιμοποίησης, η επίκληση και μόνο των στοιχείων που καθιστούν την αγωγή ορισμένη αρκεί και για τη νομιμοποίηση των διαδίκων [ΑΠ 1272/1999 ΕλλΔνη 2001.430 και 438· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 216 αριθ. 6], ενώ, εάν δεν ήθελε αποδειχθούν τα στοιχεία αυτά, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως ανομιμοποίητη (ενεργητικά ή παθητικά). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται: α) τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, β) τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα και γ) τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντα (ΑΠ 225/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με βάση τη διάταξη αυτή απαιτείται επομένως για την ύπαρξη αδικοπραξίας και την απ’ αυτή υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση του παθόντος, εκτός από την επέλευση της ζημίας, όπως: α) η ζημία αυτή επήλθε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την υποχρέωσή του προς αποζημίωση όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Ως πρόσφορη δε αιτία της ζημίας εννοείται το γεγονός εκείνο το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, ενείχε τη γενική τάση κατά τις υποδείξεις της ελλόγου ανθρώπινης πείρας όπως ευνοήσει την επέλευση της ζημίας για την οποία πρόκειται (βλ. σχετ. ΑΠ 513/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/1998 ΕλλΔνη 1998.1549, ΕφΠειρ 730/2003 ΕΝαυτΔ2004.135). Προσέτι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 929 εδ. α΄ ΑΚ «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του». Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης τα «νοσήλια» περιλαμβάνουν κάθε δαπάνη που έγινε ή κρίθηκε αναγκαία να γίνει για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος. Στα νοσήλια περιλαμβάνονται, έτσι, οι δαπάνες νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η δαπάνη μίσθωσης ταξί προς μετάβασή του στο νοσοκομείο ή σε ιατρούς για εξετάσεις (ΕφΑθ 421/2008 ΕλλΔνη 2009.791), ειδικής βελτιωμένης διατροφής, όταν αυτό επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΕφΛαμ 22/2010 Επιδικία 2011.47) κ.λπ. Βέβαια, από τα έξοδα θεραπείας του παθόντος αποδίδονται μόνον τα εύλογα, δηλαδή εκείνα τα οποία από τη σκοπιά του μέσου συνετού παρατηρητή φαίνονται σκόπιμα βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Τη σκοπιμότητα αυτή οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο παθών, προσκομίζοντας σχετική ιατρική βεβαίωση (ΠΠρΑθ 189/2010 ΕπισκΕΔ 2010.583). Ωστόσο, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής ως προς τις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης το είδος και η ποσότητα των φαρμακευτικών σκευασμάτων ή φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία προμηθεύτηκε ο ζημιωθείς, αλλά τα τελευταία αποτελούν περιγραφικά στοιχεία αναγόμενα στην ουσία. Περαιτέρω, στο άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ ορίζεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται γενικότερη αρχή, κατά την οποία η κατά του ζημιώσαντος αξίωση του παθόντος για αποζημίωση δεν μπορεί να αποκρουσθεί από τον ζημιώσαντα εκ του λόγου ότι άλλος εκ του νόμου υποχρεούμενος προσέφερε στον παθόντα υπηρεσίες πέραν από τις συνήθεις. Διότι κατά τη βούληση του νομοθέτη δεν πρέπει να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι τρίτος είναι υπόχρεος από το νόμο ή εξ άλλου λόγου να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε (ΑΠ 132/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 371/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής ότι σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του. Η παροχή αυτή σκοπό έχει την εξασφάλιση και ανακούφιση του ζημιωθέντος και όχι την απαλλαγή του ζημιώσαντος. Ο παραπάνω σκοπός της διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ επιβάλλει την όσο το δυνατόν ευρεία ερμηνεία αυτής. Σύμφωνα έτσι με την παραπάνω γενική αρχή, η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, παρά το ότι από τη γραμματική διατύπωσή της φαίνεται να αφορά στις περιπτώσεις που κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που ζημιώθηκε, αυτή εφαρμόζεται σε κάθε παροχή τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, είτε στηρίζεται σε σύμβαση είτε στο νόμο είτε γίνεται εκουσίως χωρίς νομική υποχρέωση και αποβλέπει στην άρση ή μείωση των συνεπειών της προσβολής κατά της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου και όχι να ωφελήσει τον βλάψαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημιώσεως. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι «άλλος» με την έννοια της ως άνω διατάξεως μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος (Δημόσιο, ασφαλιστικοί οργανισμοί, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιώτης, συγγενείς, εργοδότης κ.λπ.). Επομένως, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών τρίτου, και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημιώσεως (ΑΠ 1488/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2013 ΧρΙΔ 2013.729, ΑΠ 347/2009 ΝοΒ 2009.1627, ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 2004.397, ΑΠ 1213/2001 ΕλλΔνη 2002.97). Ειδικότερα, από τις διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα προκύπτει υποχρέωση του Δημοσίου προς καταβολή μισθού στον ανυπαιτίως μη παρασχόντα τις υπηρεσίες του δημόσιο υπάλληλο, αφού κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ δεν εξαιρείται η περίπτωση του ζημιωθέντος μισθωτού του Δημοσίου, ο οποίος λαμβάνει τις αποδοχές του από το Δημόσιο και κατά το διάστημα της ανικανότητάς του προς εργασία. Επιπλέον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά για την περίπτωση, κατά την οποία δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που να αποκλείει τη σωρευτική απόληψη από τον παθόντα και των δύο παροχών και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Δημοσίου, που παρέχει τις αποδοχές σε πρόσωπο που αδυνατεί να προσφέρει σ’ αυτό τις υπηρεσίες του, λόγω της ανικανότητάς του για εργασία, εξ αιτίας του τραυματισμού του από αδικοπραξία τρίτου, όπως συμβαίνει με τη νομοθεσία του ΙΚΑ (ad hoc AΠ 1488/2014, ΕφΠειρ 22/2016, ΠΠρΑθ 1371/2016 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του ΑΚ δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 150/2015, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 1087/2010, ΑΠ 1432/2009, ΑΠ 765/2007, ΑΠ 670/2006, ΕφΠειρ 746/2015, άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, το άρθρο 346 ΑΚ, το οποίο όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από τις 2.4.2012, κατά το οποίο: «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ανάλογες σκέψεις στη ΑΠ 2033/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Με την υπό κρίση αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, η ενάγουσα εκθέτει ότι την 9η.8.2017 επιβιβάστηκε στο σκάφος … τύπου … 22, το οποίο ανήκε στην κυριότητα, νομή και κατοχή του εναγόμενου, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό, το οδηγούσε δε ο ίδιος και απέπλευσε από το λιμάνι της Αναβύσσου με αρχικό προορισμό τη Σίφνο. Ότι αμέσως διαπίστωσε πως έπνεαν πολύ ισχυροί άνεμοι, πλην όμως ο εναγόμενος, που όφειλε να είχε ενημερωθεί για τις καιρικές συνθήκες, αρνήθηκε να επιστρέψουν στο λιμάνι αφετηρίας αν και είχε περάσει λίγος χρόνος από τον απόπλου, και της υπέδειξε να κρατηθεί όρθια, αν και τούτο απαγορεύεται, από δυο τμήματα σίδερου (γάντζους) που βρίσκονταν αριστερά του πηδαλίου. Ότι στο σκάφος δεν υπήρχε εξοπλισμός ασφάλειας (σωσίβια, αντιολισθητικά υποδήματα ασφαλείας) και ο καναπές δεν ήταν λειτουργικός, προκειμένου να προσδενόταν σ’ αυτόν. Ότι λίγο μετά την περιοχή του Σουνίου παρασύρθηκε από μεγάλο ορμητικό κύμα με αποτέλεσμα, ενώ κρεμόταν από τους γάντζους, να βρεθεί στον αέρα και στη συνέχεια επί του δαπέδου σε πρηνή θέση. Ότι παρά τους αφόρητους πόνους της μετά το σφοδρό κτύπημα που υπέστη, την απώλεια κινητικότητας και αίσθησης αφής των άνω άκρων της και τη ρινορραγία που παρουσίαζε, ο εναγόμενος αδιαφορούσε και εξακολουθούσε ν’ αρνείται να επιστρέψουν ή να καλέσουν σε βοήθεια από διερχόμενο σκάφος ή / και τη Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία, ως όφειλε, το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Ότι αφού, μετά από περίπου 40 λεπτά, το σκάφος αγκυροβόλησε σε κόλπο της νήσου Κύθνου, ο εναγόμενος και πάλι αρνήθηκε να μεταβούν έστω στο Κέντρο Υγείας του νησιού, την επόμενη δε ημέρα μόνη της η ενάγουσα κάλεσε τηλεφωνικά στο Κέντρο Υγείας Δρυοπίδας, οπότε ο εναγόμενος αναγκάστηκε να τη μεταφέρει σε αυτό, όπου και πάλι η παροχή ιατρικών υπηρεσιών ήταν ελλιπής, χωρίς έστω να ληφθεί πρόνοια για την άμεση διακομιδή της σε νοσοκομείο ως πολυτραυματία. Ότι τελικά μετέβη στο λιμάνι του Λαυρίου στις 11.8.2017 με πλοίο της γραμμής, μόνη της, από όπου και μεταφέρθηκε με ιδιωτικό μέσο στο ΚΑΤ και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτικά υποκεφαλικά κατάγματα βραχιόνων σε αμφότερα τα άνω άκρα και τους ώμους, τα οποία αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά στις 18.8.2017. Ότι, τελικά, η καθυστερημένη διακομιδή της σε νοσοκομείο, από υπαιτιότητα του εναγόμενου, προκάλεσε την επιδείνωση της κατάστασής της, όπως αναλυτικά περιγράφεται. Ότι, συνεπεία των αναφερόμενων στην αγωγή σωματικών βλαβών της, απώλεσε μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής μισθούς 10 μηνών και 10 ημερών, χρονικό διάστημα κατά το οποίο απείχε υποχρεωτικά των καθηκόντων της, λόγω επαναλαμβανόμενων αναρρωτικών αδειών, ως νοσηλεύτριας – εργαλειοδότριας στο Γ.Ν. Σισμανόγλειο – Α. Φλέμιγκ, ενώ δαπάνησε: α) για αγορά νάρθηκα απαγωγής ώμων 200 ευρώ, β) για δαπάνες μετακίνησης (ταξί) 1.880 ευρώ, γ) για συμμετοχή σε φάρμακα 308 ευρώ, δ) για αγορά ζώνης μέσης 20 ευρώ και ε) για ιατρική επίσκεψη 20 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει ως αποζημίωση 10.270,8 ευρώ για μισθούς πλέον 3.146,4 ευρώ για πρόσθετες παροχές, και συνολικά 13.414,1 ευρώ για την απώλεια των εν γένει εισοδημάτων της, 2.438 ευρώ για δαπάνες, καθώς και το ποσό των 199.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος και του ένδικου τραυματισμού της, επιφυλασσόμενη ν’ αξιώσει παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά την ποινική δίκη επιπλέον ποσό 50 ευρώ, κατά το οποίο περιορίζει την αρχική της αξίωση για την αιτία αυτή, ύψους 200.000 ευρώ, και το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω της παραμόρφωσης του σώματός της, η οποία επιδρά στο μέλλον της, ήτοι συνολικά το ποσό των 315.802,1 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. 3470Δ/18.7.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Π.), παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 7 – 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 18, 22 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β ιζ Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας να αξιώσει αποζημίωση σε αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας αυτής, καθ’ ο μέρος έχει λάβει παροχές από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ενάγουσα επικαλείται τα στοιχεία που καθιστούν ορισμένη την αγωγή αυτής και δικαιολογούν την έγερσή της κατά του εναγομένου, εάν δε ήθελε αποδειχθεί ότι έχει λάβει παροχές, η αγωγή θα είναι απορριπτέα κατά το αντίστοιχο μέρος ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, και όχι ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτήν όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία ως προς τα ανωτέρω κονδύλια, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, πλην του κονδυλίου που αφορά στην επιδίκαση στην ενάγουσα αποζημίωσης για πρόσθετη αμοιβή, ποσού 302,57 ευρώ μηνιαίως κατ’ ελάχιστον και συνολικά, για το χρονικό διάστημα των 10 μηνών και 10 ημερών, 3.146,3 ευρώ, καθόσον η ενάγουσα παραθέτει απλώς το συνολικό ποσό που θα ελάμβανε παρέχοντας πρόσθετη εργασία κατά τον άνω χρόνο, λόγω κυκλικού ωραρίου και απασχόλησής της, εξ αυτού του λόγου, κατά τη νύχτα, σε αργίες και απογεύματα, χωρίς να εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα πόσα είναι ακριβώς τα αντίστοιχα ποσά τα οποία ελάμβανε για την ίδια αιτία πριν τον τραυματισμό της καθώς και στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι το ύψος της σχετικής αμοιβής της κατά τους προηγούμενους του ατυχήματος μήνες εμφανίζει σταθερότητα, εξαρτώμενη από την παροχή πραγματικής ισόχρονης και ομοειδούς επαναλαμβανόμενης εργασίας όπως είναι η ημερήσια εργασία της και ο αριθμός των ωρών για κάθε ημέρα εργασίας του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει υπέρβαση του ισχύοντος ημερήσιου και εβδομαδιαίου ωραρίου με συνέπεια την καταβολή πρόσθετης και υπερωριακής αμοιβής, αλλά ούτε αναφέρει την προσδοκώμενη με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις απασχόλησή της, ώστε να είναι δυνατόν να διαμορφωθεί το ύψος της συγκεκριμένης ζημίας (βλ. σχετ. και ΠΠρΑθ 1371/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ορισμένου, έτσι ώστε αφενός το Δικαστήριο να δύναται να υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, αφετέρου δε η εναγόμενη να μπορέσει να αμυνθεί και, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί. Σημειώνεται ότι η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 10 του Π.Δ. 237/1986 «κωδικοποίηση των περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων», σύμφωνα με την οποία «Η συζήτηση της κύριας αγωγής κατά ασφαλιστικής εταιρίας, του κατά το άρθρο 19 του παρόντος νόμου Επικουρικού Κεφαλαίου ή άλλου υπόχρεου για απώλεια εισοδήματος λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από αυτοκίνητο κηρύσσεται απαράδεκτη, αν δεν προσαχθεί βεβαίωση περί προηγούμενης κοινοποίησης αντιγράφου της αγωγής στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία του ενάγοντος» δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Ειδικά δε ως προς το κονδύλιο που αφορά την αποζημίωση για τη δαπάνη μίσθωσης ταξί η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη δοθέντος ότι δεν απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφο η χιλιομετρική απόσταση που αντιστοιχεί σε κάθε διαδρομή που πραγματοποίησε ο δικαιούχος ούτε η ημερομηνία πραγματοποίησής της. Η αναφορά των στοιχείων αυτών μπορεί να συμπληρωθεί με περισσότερα στοιχεία τα οποία θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 346, 914, 929, 930 παρ. 3, 931, 932 ΑΚ, 306 παρ. 1, 307 και 314 εδ. α ΠΚ, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1γ και 2, 20 παρ. 1 και 24 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 3131.1/03/99 από 6.4.1999 Απόφασης Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ τ. Β υπ’ αριθ. 444/26.4.1999) και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, το οποίο μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό κατέστη νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνον οι αποφάσεις εκείνες, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τίτλους εκτελεστούς, με συνέπεια αναγνωριστικές ή διαπλαστικές αποφάσεις να μην επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 907 αριθ. 3]. Συνεπώς, στο μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής σε αναγνωριστικό, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1544/1942, όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 21 παρ. 1 ν. 4055/2012 και στη συνέχεια με το άρθρο 33 παρ. 1 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016)].
ΙΙΙ. Ο εναγόμενος αρνείται αιτιολογήμενα την αγωγή, ισχυρίζεται δε ότι αποκλειστικά υπαίτια για το ατύχημα, άλλως συνυπαίτια σε ποσοστό 95% είναι η ενάγουσα, καθόσον η ίδια από δική της αμέλεια σταμάτησε να κρατιέται (με δύναμη) από τους ειδικούς γάντζους (χειρολαβές) που της είχε υποδείξει, με συνέπεια τον τραυματισμό της. Ο ισχυρισμός αυτός ως προς το σκέλος του περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας συνιστά άρνηση της αγωγής, ως προς δε το σκέλος του περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στη ζημία της συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ. Επιπλέον, υποβάλλει αίτημα να μην επιδικασθούν τόκοι επιδικίας αλλά τόκοι υπερημερίας. Με το ως άνω περιεχόμενο, το αίτημα παραδεκτώς υποβάλλεται και είναι νόμιμο, ερειδόμενο στη διάταξη του άρθρου 346 εδ. 4 ΑΚ. Τέλος, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του διατυπώνει αίτημα διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την έκταση και τη διάρκεια της αναπηρίας της ενάγουσας, αλλά και με τη συμβολή της καθυστέρησης διακομιδής της σε νοσοκομείο, λόγω λανθασμένης εκτίμησης των ιατρών που αρχικά την εξέτασαν, στη σοβαρότητα του τραυματισμού της, καθώς και αίτημα εξέτασης των μαρτύρων που έδωσαν ένορκες βεβαιώσεις στο ακροατήριο. Τα αιτήματα αυτά είναι νόμιμα κατά τα άρθρα αντίστοιχα 368 και 237 παρ. 6 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθούν περαιτέρω οι ισχυρισμοί και τα αιτήματα ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
- IV. Ο εναγόμενος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εκτεθείσας (κυρίας) αγωγής εκθέτει, με την προηγουμένως υπό στοιχείο Β΄ αναφερθείσα προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του (η οποία περιγράφεται στο δικόγραφό της ως «ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση», πλην όμως εν προκειμένω δεν αποτελεί ανακοίνωση δίκης, καθώς ναι μεν η ανακοίνωση δίκης διαφέρει από την προσεπίκληση, αλλά η τελευταία περιέχει ούτως ή άλλως τα στοιχεία της ανακοίνωσης δίκης και τότε μόνο ισχύει ως τέτοια, όταν δεν έχει ασκηθεί παραδεκτώς ως προσεπίκληση [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/(-Νίκα), ΚΠολΔ Ι (2000), 91 αρ. 1 και 3], όπως το περιεχόμενο του δικογράφου της εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ότι η ανωτέρω ενάγουσα άσκησε εναντίον του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ανωτέρω με στοιχείο Α΄ αναφερόμενη κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτει κατά λέξη, με την οποία αυτή ζητά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό που εκτίθεται στην κυρία εκείνη αγωγή με αιτία την ευθύνη του για την πρόκληση του στην ίδια εκείνη αγωγή ιστορούμενου θαλασσίου ατυχήματος που επέφερε τον περιγραφόμενο τραυματισμό της. Ότι, περαιτέρω, ήταν ασφαλισμένος, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το εν λόγω ατύχημα, σε ό,τι αφορά στην ευθύνη του για ζημίες προξενηθείσες σε τρίτους από το φερόμενο ως ζημιογόνο σκάφος, στην καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, δυνάμει ισχύοντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, προσεπικαλεί την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, ώστε να παρέμβει στην υπό στοιχείο Α΄ κυρία δίκη και να υποστηρίξει τα αιτήματά του σε αυτήν, ζητεί δε, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρο 223 του ΚΠολΔ περιορισμού του αιτήματος σε αναγνωριστικό, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εις βάρος του κυρία αγωγή, να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της (παρεμπιπτόντως εναγόμενης) να του καταβάλει νομιμοτόκως οποιοδήποτε ποσό καταβάλει ο ίδιος στην ενάγουσα της κυρίας αγωγής δυνάμει της απόφασης που θα εκδοθεί επ’ αυτής (κυρίας αγωγής) και μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα στην καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη. Με το εν λόγω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση προσεπίκληση και η σωρευθείσα στο δικόγραφό της παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία κατατέθηκε και επιδόθηκε σε όλους τους διαδίκους εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 283 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. 871Ε΄/8.8.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Σπυρίδωνος Σούσκα, ως προς την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, και την υπ’ αριθ. 10760ζ΄/30.7.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Απόστολου Κουρκουλή), παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να τις εκδικάσει κατά την ίδια εν προκειμένω τακτική διαδικασία (άρθρα 7 – 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 18, 31 παρ. 1, 69 παρ. 1 περ. ε΄, 88, 89 και 283 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β θ Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Αμφότερες δε, η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή, είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 914, 340, 345, 346 και 361 ΑΚ, 1 επ. και 25 Ν. 2496/1997, 1, 14 Ν. 4256/2014, 257-259 και 262 ΚΙΝΔ, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, το οποίο μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό κατέστη νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνον οι αποφάσεις εκείνες, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τίτλους εκτελεστούς, με συνέπεια αναγνωριστικές ή διαπλαστικές αποφάσεις να μην επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 907 αριθ. 3]. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω αν είναι και βάσιμες κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής σε αναγνωριστικό, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1544/1942, όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 21 παρ. 1 ν. 4055/2012 και στη συνέχεια με το άρθρο 33 παρ. 1 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016)].
- V. Κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος: «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 3115/2003 : «1. Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο». Περαιτέρω η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370 Α του Ποινικού Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιονδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών (ΣτΕ 1091/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει καταρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης) αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα (επιστολές) αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύει μόνο την «επικοινωνία σε οικειότητα και όχι την επικοινωνία σε δημοσιότητα». Αν και χαρακτηρίζεται ως «απόλυτο», το απόρρητο αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδια συνταγματική διάταξη. Το ζήτημα της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ’ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής, δεν έχει αντιμετωπιστεί από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, ενώ στη θεωρία έχουν υποστηριχθεί δύο αντίθετες απόψεις. Σύμφωνα με μία άποψη, που αποτελεί μειοψηφία, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εκτείνεται και μετά τη λήξη της επικοινωνίας και μέχρι να εκφραστεί αντίθετη θέληση των επικοινωνούντων. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν οι Κ. Χρυσογόνος, στο έργο του, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ.256 επ., και ο Στ. Τσακυράκης, στη μελέτη του, Το απόρρητο της επικοινωνίας, ΝοΒ 1993, σελ. 995. Σύμφωνα με την άλλη άποψη, που είναι η κρατούσα και δέχεται ως ορθότερη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με τη λήξη της. Η προστασία του απορρήτου τελειώνει από τη στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα, κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου. Τούτο δέχονται από παλιά η συνταγματική θεωρία και η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. μεταξύ άλλων, Ν.Ν. Σαρίπολο, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος, 1923 σελ. 146-147, Αρ. Μάνεση, Συνταγματικά δικαιώματα, Α΄, Ατομικές ελευθερίες, δ΄ έκδοση, 1982, σελ. 232 επ., Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, 2012, δ΄ έκδοση, σελ. 353 επ., Ν. Παπαδόπουλο, Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 390 επ., Παν. Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, 2002, σελ. 100-101, Ν.Κ. Αλιβιζάτο, στη Γνωμοδότησή του από 17-10-2011). Έτσι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που όπως προαναφέρθηκε εμπίπτουν και αυτά στο απόρρητο των ανταποκρίσεων, προστατεύονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 19 Συντάγματος μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας. Μετά την ολοκλήρωσή της, ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης, δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 Συντάγματος, αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α του Συντάγματος. Ειδικά για τα ηλεκτρονικά μηνύματα και το ότι αυτά δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του απορρήτου, μετά την ανάγνωσή τους, έχει εκδοθεί η από 2.3.2006 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω μηνύματα, από τη στιγμή που έχουν αποθηκευθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του παραλήπτη τους δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 10 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης), αλλά με βάση το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρο 1 παρ.1 και 2 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης). Αντιθέτως, το προϊόν τηλεφωνικής υποκλοπής, όπως έχει αποτυπωθεί σε μαγνητοταινία, εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι δεν μπορούσε να συλλεγεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και για το λόγο αυτόν και η αυστηρή μεταχείριση της χρήσης και ειδικότερα της αναμετάδοσης του προϊόντος υποκλοπής όχι μόνο τη στιγμή που αυτή πραγματοποιείται, αλλά και πολύ μεταγενέστερα. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος: «Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο διά την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και την οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει κρίνει ότι τα τηλεφωνήματα και η ηλεκτρονική αλληλογραφία από τον χώρο της δουλειάς ενδέχεται να θεωρηθούν ιδιαίτερες εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής του εργαζομένου και να προστατεύονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ίδιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ, πρώην ΔΕΚ), που, ενώ στην αρχή (1989) είχε αποφανθεί ότι το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ «αφορά το πεδίο της ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και, επομένως, δεν μπορεί να επεκταθεί στους χώρους εμπορικών δραστηριοτήτων», στη συνέχεια (2008) προσέγγισε την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Τέλος, κατά το άρθρο 9Α του Συντάγματος, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001, προς εναρμόνιση προς το ευρωπαϊκό δίκαιο: «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, ήτοι το δικαίωμα του λεγόμενου «πληροφοριακού αυτοκαθορισμού» ή «αυτοδιάθεσης των πληροφοριών». Ως τέτοια δε δεδομένα θεωρούνται όχι μόνον εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα, ενώ, εξάλλου, η προστασία αναφέρεται όχι μόνο στην επεξεργασία των στοιχείων αυτών από κρατικά όργανα, αλλά και από ιδιώτες (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα (ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις με αριθμούς … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθήνας που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, εκ των οποίων τις δύο τελευταίες προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα τις εκθέσεις επίδοσης με αριθμούς … και με αριθμούς … του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Β. Π.) και από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει με επίκληση ο εναγόμενος με αριθ. … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Ιλίου και … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. 11382ζ΄/14.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Απόστολου Κουρκουλή), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μη λαμβανομένων, ωστόσο, υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο αποθηκευμένων σε ψηφιακούς δίσκους (cd) και αποτυπωμένων σε εκτυπώσεις απομαγνητοφωνήσεων τηλεφωνικών συνομιλιών, οι οποίες μαγνητοφωνήθηκαν και χρησιμοποιούνται χωρίς τη συγκατάθεση των συνομιλούντων, αφορούν δε στην προσωπική – ιδιωτική τους ζωή, καθότι συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα και η λήψη τους υπόψη από το παρόν Δικαστήριο θα προσέκρουε στα άρθρα 9 παρ.1 εδ. β΄, 9Α, 19 παρ.1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ (βλ. σχετικά ΟλΑΠ 1/2017 ό.π. και ΑΠ 996/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1718/2001 ΕλλΔνη 2002.1646,1665, ΑΠ 1367/1998 Δ 1999.405), απορριπτομένου κατ’ ουσίαν του αιτήματος εξέτασης των ως άνω μαρτύρων στο ακροατήριο, που δεν παρίσταται αναγκαία, καθόσον ουδείς εξ αυτών ήταν αυτόπτης στο ένδικο ατύχημα, το Δικαστήριο δε, σχημάτισε ασφαλή δικανική κρίση ως προς τα προαναφερθέντα αποδεικτέα θέματα με βάση τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 9η Αυγούστου 2017 και περί ώρα 15.30΄, οι αντίδικοι, που είχαν συνάψει ερωτικό δεσμό προ μηνός, απέπλευσαν με το ανήκον στην κυριότητα του εναγόμενου, κατέχοντος την υπ’ αριθ. 3675/23.6.2003 άδεια χειριστού ταχυπλόου σκάφους της Δοίκησης Λιμενικής Αστυνομίας – Λιμενική Αρχή Πειραιά, σκάφος …, τύπου … 22, Λ.Π. 5682-Β, από την Ανάβυσσο για ολιγοήμερες διακοπές, με αρχικό προορισμό τη νήσο Σίφνο. Το εν λόγω μηχανοκίνητο ταχύπλοο ερασιτεχνικό σκάφος, που διαθέτει άδεια εκτέλεσης απεριόριστων εσωτερικών πλόων, έχει ολικό μήκος 6,45 μ., μέγιστο πλάτος 2,50 μ. και ύψος εξάλων 0,55 μ. Την ημέρα εκείνη, σύμφωνα με το από 17.4.2018 υπ’ αριθ. Πρωτ. 1186–28-03-2018/ΕΜΥ/Ε1 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας – Διεύθυνση Β΄(Προγνώσεων – Έρευνας), στη θαλάσσια περιοχή Αναβύσσου – Σουνίου και κατά το χρονικό διάστημα από τις 13.00 έως τις 20.00, οι άνεμοι στη μεν περιοχή της Αναβύσσου έπνεαν βόρειοι μέτριοι (5 Μποφόρ) με ριπές έως ισχυροί (6 Μποφόρ) και στα ανατολικά στη θαλάσσια περιοχή του Σουνίου βόρειοι ισχυροί έως σχεδόν θυελλώδεις (6-7 Μποφόρ) με ριπές έως και θυελλώδεις (8 Μποφόρ), ενώ πρόσκαιρα στην περιοχή του Λαυρίου οι ριπές έφτασαν έως πολύ θυελλώδεις (9 Μποφόρ), στη δε θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύθνου και Σίφνου έπνεαν άνεμοι βόρειοι βορειοανατολικοί ισχυροί (6 Μποφόρ) με ριπές έως σχεδόν θυελλώδεις (7 Μποφόρ). Σε σχετικά σύντομο χρόνο μετά τον απόπλου και ενώ είχαν περάσει το ακρωτήριο του Σουνίου, οι καιρικές συνθήκες άρχισαν να επιδεινώνονται και η ένταση των ανέμων ν’ αυξάνεται. Παρόλ’ αυτά, ο εναγόμενος επέμενε να συνεχίσουν τον πλου τους, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την ενάγουσα ότι δε θα υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα, τούτο δε παρά το γεγονός ότι χειριστές σκαφών που επέστρεφαν ενημέρωναν τον εναγόμενο για τους πολύ ισχυρούς έως και θυελλώδεις ανέμους που έπνεαν στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά του Σουνίου. Περαιτέρω, ο εναγόμενος είχε υποδείξει στην ενάγουσα να στέκεται όρθια στο σκάφος και να κρατιέται από δύο τμήματα σίδερου, σα γάντζους, που βρίσκονταν αριστερά του πηδαλίου, προσκολλημένα σε ένα ξύλινο τμήμα. Ωστόσο, αν και η ενάγουσα ακολούθησε τις -εσφαλμένες, όπως θ’ αναλυθεί κατωτέρω- οδηγίες του εναγόμενου, κατά τη διάρκεια του πλου μετά την περιοχή του Σουνίου παρασύρθηκε από ένα ορμητικό κύμα μεγάλης εντάσεως που «χτύπησε» το σκάφος από τα αριστερά, με αποτέλεσμα να βρεθεί αρχικά στον αέρα και στη συνέχεια να επιπέσει με δύναμη σε πρηνή θέση στο δάπεδο του σκάφους. Οι πόνοι που ακολούθησαν ήταν πολύ έντονοι, ειδικά στα άνω άκρα, τον έλεγχο των οποίων η ενάγουσα αμέσως απώλεσε, όπως και την αίσθηση αφής του άνω δεξιού άκρου, ενώ παρουσίασε και ρινορραγία. Μετά τον τραυματισμό της ενάγουσας ο εναγόμενος συνέχισε τον πλου χωρίς να ενημερώσει σχετικά την αρμόδια Λιμενική Αρχή, το σκάφος δε τελικά κατέπλευσε έπειτα από περίπου σαράντα (40) λεπτά σε ερημικό κόλπο (Κολώνα) της νήσου Κύθνου. Οι αφόρητοι πόνοι της ενάγουσας ουδόλως ευαισθητοποίησαν τον εναγόμενο, ο οποίος, και μετά τον κατάπλου του σκάφους, υποβάθμιζε το ατύχημα και τη σοβαρότητα του τραυματισμού της, αρνούμενος να καλέσει τη Λιμενική Αρχή ή/και να μεταβούν στο κεντρικό λιμάνι του νησιού προκειμένου να δεχθεί ιατρική βοήθεια, μόνο δε κατόπιν της δικής της επιμονής αναγκάστηκε να επικοινωνήσει αρχικά τηλεφωνικά με το Κέντρο Υγείας Κύθνου και τελικά να συνοδεύσει την ενάγουσα στο Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο (Π.Π.Ι.) Δρυοπίδας Κύθνου, κατά το πρωινό ωράριο του ιατρείου στις 10.8.2017. Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. Πρωτ. 1235/1.10.2018 ιατρικό σημείωμα του Ιατρού Υπηρεσίας Υπαίθρου Π.Π.Ι. Δρυοπίδας Κύθνου, η ενάγουσα μετέβη στο ιατρείο παρουσιάζοντας κάκωση (ΔΕ) και (ΑΡ) ωμοβραχιόνιας άρθρωσης, λόγω δε έλλειψης ακτινολογικού μηχανήματος στο Π.Π.Ι. Δρυοπίδας Κύθνου αλλά και ιδιωτικού ακτινολογικού εργαστηρίου στην Κύθνο, συνεστήθη σ’ αυτήν ακτινολογικός έλεγχος στην Αθήνα για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση της κατάστασής της. Την επομένη ημέρα το πρωί η ενάγουσα επέστρεψε στο Λαύριο με το πλοίο της γραμμής, ασυνόδευτη, καθώς ο εναγόμενος παρέμεινε στο νησί, αν και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χέρια της και είχε οιδήματα σε όλο της το σώμα, στο Λαύριο δε την περίμενε ο αδελφός της που τη συνόδευσε απευθείας στα Επείγοντα του Νοσοκομείου ΚΑΤ. Από τον κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτικό κάταγμα κεφαλής βραχιονίου του (ΔΕ) και του (ΑΡ) άνω άκρου. Εισήχθη στην Στ’ Ορθοπαιδική Κλινική, λόγω δε της σοβαρότητας των καταγμάτων, ζητήθηκε η συνδρομή και συμμετοχή και της Κλινικής Χειρουργικής Χεριού Άνω Άκρου & Μικροχειρουργικής (ΧΜΧΧ) για τη χειρουργική αντιμετώπισή τους. Οι ιατροί επεσήμαναν ιδιαίτερα την επιδείνωση της κατάστασης της ενάγουσας λόγω της καθυστερημένης διακομιδής της στο Νοσοκομείο, μετά την πάροδο δύο (2) ημερών, λόγος για τον οποίο καθυστέρησαν να την χειρουργήσουν. Τελικά, στις 18.8.2017 διενεργήθηκε πολύωρη χειρουργική επέμβαση υπό γενική αναισθησία για την αποκατάσταση των καταγμάτων της κεφαλής (ΔΕ) και (ΑΡ) βραχιονίου και έγινε ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση των καταγμάτων της κεφαλής (ΔΕ) και (ΑΡ) βραχιονίου, η οποία ήταν εξαιρετικά εργώδης (βλ. σχετ. την από 30.5.2018 υπ’ αριθ. Πρωτ. 1511 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Κλινικής ΧΜΧΧ – Επιμελητή Α΄ Ε.Σ.Υ. Φίλιππου Γιαννούλη). Μετά την ανάνηψη, η ενάγουσα οδηγήθηκε στον θάλαμο και έγινε διακομιδή στην Κλινική Χειρουργικής Χεριού Άνω Άκρου & Μικροχειρουργικής (ΧΜΧΧ) όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη έως και την 23.8.2017. Μετά από μία ομαλή μετεγχειρητική πορεία, εξήλθε στις 23.8.2017 με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και συστηματική παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία (Ε.Ι.) της ΧΜΧΧ. Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος για το ένδικο ατύχημα και τον τραυματισμό της ενάγουσας τυγχάνει ο εναγόμενος, οδηγός του προαναφερόμενου ταχύπλοου σκάφους, καθόσον δεν κατέβαλε την προσοχή και επιμέλεια την οποία μπορούσε να καταβάλει και θα κατέβαλε ο κάθε συνετός οδηγός κάτω από ανάλογες περιστάσεις (άρθρο 330 ΑΚ) και ειδικότερα αυτός προέβη στον απόπλου του σκάφους του από το λιμάνι της Αναβύσσου αν και επικρατούσαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί για το δελτίο πρόγνωσης καιρού και να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πλεύσει μέχρι τον προορισμό του με ασφάλεια, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 20 παρ. 1 και 24 παρ. 4 της υπ’ αριθ. 3131.1/03/99 από 6.4.1999 Απόφασης Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ τ. Β υπ’ αριθ. 444/26.4.1999). Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του πλου, αφού διαπίστωσε την πολύ ισχυρή ένταση των ανέμων, δεν επέστρεψε στο λιμάνι απόπλου, αν και δεν είχε απομακρυνθεί ιδιαίτερα από αυτό, αλλά συνέχισε το ταξίδι, συστήνοντας μάλιστα στην ενάγουσα να σταθεί όρθια στο σκάφος, κρατούμενη από δύο τμήματα σίδερου αριστερά του πηδαλίου, όπως προαναφέρθηκε. Ωστόσο, η υπόδειξη αυτή του εναγόμενου ως χειριστή του ταχύπλοου σκάφους του προς την επιβαίνουσα σ’ αυτό ενάγουσα ήταν εσφαλμένη και αντίθετη στο νόμο, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 1 γ της ως άνω Υπουργικής Απόφασης, «Αυτοί που χειρίζονται ταχύπλοα σκάφη … γ) απαγορεύουν στους επιβαίνοντες να στέκονται όρθιοι ή να κάθονται πάνω στην κουπαστή του σκάφους». Όφειλε δηλαδή ο εναγόμενος να υποδείξει στην ενάγουσα και να την υποχρεώσει να παραμείνει καθιστή στον καναπέ του σκάφους καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου, φέρουσα σωσίβια ζώνη. Η αμέλεια που επέδειξε ως προς αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρασυρθεί η ενάγουσα από το ορμητικό κύμα, λόγω της σφοδρής θαλασσοταραχής, και να επιπέσει με δύναμη στο δάπεδο του σκάφους υφιστάμενη τις προαναφερθείσες σωματικές βλάβες. Το Δικαστήριο δεν μπορεί ν’ αχθεί σε αντίθετη κρίση με βάση την κατάθεση του φίλου του εναγόμενου Ι. Παπάζογλου, στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή του, επίσης αδειούχου χειριστή ταχυπλόου σκάφους, ο οποίος κατέθεσε ότι η ενδεδειγμένη θέση των επιβατών του σκάφους σε περίπτωση έντονου κυματισμού είναι η όρθια με ελαφρώς λυγισμένα γόνατα, καθόσον τούτο αντιβαίνει τόσο στις ως άνω διατάξεις του νόμου όσο και στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Εξάλλου, η ευθύνη του εναγόμενου ενισχύεται από το γεγονός ότι, μετά τον τραυματισμό της ενάγουσας, αυτός δεν ανέφερε το ατύχημα στη λιμενική αρχή ούτε μετέφερε αυτήν άμεσα σε ιατρό, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα υπέφερε από τους πόνους και είχε απωλέσει τη δυνατότητα κίνησης των χεριών της. Αντίθετα, κατέπλευσε σε ερημικό κόλπο, αναφέροντας ψευδώς στην ενάγουσα ότι δεν είχε άδεια προκειμένου να καταπλεύσει στο κεντρικό λιμάνι της Κύθνου, μόνο δε κατόπιν της δικής της επιμονής τη συνόδευσε την επομένη ημέρα σε ιατρό, όπου δυστυχώς η ενάγουσα δεν έτυχε της ιατρικής αντιμετώπισης που άρμοζε στην κατάστασή της με συνέπεια την καθυστερημένη μεταφορά της στο Λαύριο την επομένη (11.8), με οιδήματα σε όλο της το σώμα, χωρίς καν να της έχουν «δέσει» τα χέρια. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος κατείχε άδεια χειριστή ταχύπλοου σκάφους ήδη από το 2003, ήταν, συνεπώς, έμπειρος στον χειρισμό του σκάφους, δεν αναιρεί την ευθύνη του, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή, τηρώντας τους κανόνες της κυκλοφορίας των θαλάσσιων μέσων, και δε μερίμνησε για την ασφάλεια της επιβαίνουσας σ’ αυτό ενάγουσας, με αποτέλεσμα η τελευταία να χάσει την ισορροπία της παρασυρόμενη από κύμα, να επιπέσει μπρούμυτα στο δάπεδο του σκάφους και να τραυματισθεί. Στοιχεία που να θεμελιώνουν συνυπαιτιότητα της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος δεν προέκυψαν, διότι αποδείχθηκε ότι η τελευταία ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του εναγόμενου και κρατιόταν σφιχτά από τους σιδερένιους γάντζους καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου, το γεγονός δε της απώλειας της ισορροπίας της οφείλεται ακριβώς στο ότι ήταν όρθια και όχι στο ότι «ξεθάρρεψε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει με τις προτάσεις του ο εναγόμενος, και χαλάρωσε τη δύναμη της λαβής της. Επομένως, η ένσταση του εναγομένου περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ίδιος και ο επίσης επιβαίνων στο σκάφος του μικρόσωμος σκύλος του δεν παρασύρθηκαν ούτε τραυματίστηκαν παρά το μέγεθος των κυμάτων δεν αποδεικνύει ότι η ενάγουσα τραυματίστηκε επειδή σταμάτησε να κρατιέται από τις χειρολαβές. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δε φέρει ευθύνη για την επιδείνωση των τραυμάτων της ενάγουσας λόγω της καθυστερημένης διακομιδής της στο νοσοκομείο, που οφείλεται αρχικά στην αδυναμία αγκυροβόλησης του σκάφους τους πλησίον του Κέντρου Υγείας Κύθνου λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, εν συνεχεία δε στην έλλειψη ακτινολογικού μηχανήματος στην Κύθνο και την πλημμελή διάγνωση του τοπικού ιατρού, ο οποίος δεν έκρινε σκόπιμη τη διακομιδή της ενάγουσας σε νοσοκομείο διά αέρος ή διά πλωτού μέσου του Λιμενικού Σώματος δεν κρίνεται βάσιμος, καθόσον, μετά την αγκυροβολία του σκάφους στον ερημικό κόλπο Κόλωνα, εφόσον υποτεθεί ότι ήταν αδύνατη η αγκυροβολία του στον κεντρικό λιμένα, ο εναγόμενος όφειλε άμεσα να μεταφέρει την ενάγουσα στο Κέντρο Υγείας με ταξί, όπως και αναγκάστηκε να πράξει την επόμενη ημέρα, ενημερώνοντας ταυτόχρονα ο ίδιος το λιμενικό σώμα, για να επιληφθεί ως αρμόδια αρχή της κατάστασης και να συνδράμει στην παροχή βοήθειας στην παθούσα. Άλλωστε η έκταση, το είδος και η βαρύτητα των σωματικών βλαβών της ενάγουσας και συγκεκριμένα η σοβαρότητα των καταγμάτων που υπέστη οφειλόταν στην εξαιρετικά μεγάλη δύναμη που εφαρμόστηκε τη στιγμή της πτώσης της, η οποία ξεπέρασε κατά πολύ το όριο αντοχής των εν λόγω οστών, με συνέπεια τα κατάγματα να είναι συντριπτικού χαρακτήρα (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα ενδεικτική βιβλιογραφία του ορθοπεδικού Ι. Λασανιάνου). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά την παρακολούθηση στα Ε.Ι., διαπιστώθηκε ομαλή επούλωση των τραυμάτων. Έγινε αφαίρεση των ραμμάτων και εδόθησαν οδηγίες για έναρξη σταδιακής κινητοποίησης. Κατά τη διάρκεια συστηματικής εξετάσεως της ενάγουσας στα Ε.Ι. (29.8.2017, 4.9.2017, 12.9.2017, 17.10.2017, 15.11.2017, 17.1.2018, 14.2.2018, 28.2.2018, 28.3.2018, 23.4.2018) διαπιστώθηκε από τον ακτινολογικό έλεγχο πώρωση των καταγμάτων και από τον κλινικό έλεγχο σταδιακή βελτίωση της κινητικότητας του (ΔΕ) και (ΑΡ) ώμου. Κατά την τελευταία κλινική εξέταση στα Ε.Ι. στις 23.5.2018, διαπιστώθηκαν τα εξής: (ΔΕ) ώμος: ενεργητική απαγωγή 140°, πρόσθια κάμψη 170° και έξω στροφή 35°. (ΑΡ) ώμος: ενεργητική απαγωγή 100°, πρόσθια κάμψη 140° και έξω στροφή 35°. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα παρουσιάζει υπολειπόμενη λειτουργικότητα του (ΔΕ) και περισσότερο του (ΑΡ) ώμου, με αδυναμία πλήρους ενεργητικής και παθητικής κίνησης, μειωμένη μυική ισχύ και δυσχέρεια, εμμένον άλγος και ευαισθησία τόσο του (ΔΕ) όσο και του (ΑΡ) ώμου. Επομένως, η ενάγουσα δεν δύναται να επιτελέσει με πλήρη άνεση και ευχέρεια τις καθημερινές κινήσεις, λόγω της αναφερόμενης δυσκαμψίας και του άλγους των ώμων της, συνεστήθη δε σ’ αυτήν συνέχιση της συστηματικής φυσικοθεραπείας για την όσο το δυνατόν πληρέστερη λειτουργική αποκατάσταση του (ΔΕ) και (ΑΡ) ώμου, και συχνή παρακολούθηση στα εξωτερικά ιατρεία (Ε.Ι.) της ΧΜΧΧ. Περαιτέρω, στην από 20.4.2018 ιατρική γνωμάτευση του ορθοπαιδικού χειρουργού Γεράσιμου Βανδώρου, αναφέρεται ότι η ενάγουσα πάσχει από επίμονη και υποτροπιάζουσα οσφυαλγία με σημεία οσφυαλγίας και ισχιαλγίας, απότοκος αναφερόμενης επαναλαμβανόμενης άρσεως μεγάλου βάρους στην εργασία της, αθροιστικά με τον προαναφερθέντα τραυματισμό, καθώς και την ύπαρξη κηλών μεσοσπονδυλίων δίσκων 05-11 και 04-05 (βλ. σχετ. και την από 30.7.2018 υπ’ αριθ. Πρωτ. 2811 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Νικολάου Δρη του Στ΄ Ορθοπαιδικού Τμήματος του Γ.Ν.Α. «ΚΑΤ»). Συνεπεία του τραυματισμού της, η ενάγουσα κατέστη ανίκανη προς εργασία για χρονικό διάστημα δέκα (10) μηνών και δέκα (10) ημερών (βλ. σχετικά τις ιατρικές γνωματεύσεις για την αναγκαιότητα λήψης αναρρωτικής άδειας έως και τον Νοέμβριο 2018), κατά το οποίο οι αποδοχές της ως τακτικής νοσηλεύτριας στο νοσοκομείο «Σισμανόγλειο Ν.Ι. Μαρούσι» ανέρχονταν στο ποσό των 987,58 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των [(10 μ. × 987,58) + (987,58 : 25 ημ. × 10)=] 10.270,08 ευρώ, ως προς το οποίο ο εναγόμενος οφείλει να την αποζημιώσει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την αγορά των απαραίτητων φαρμακευτικών και υγειονομικών υλικών, η ενάγουσα δαπάνησε τα ακόλουθα ποσά: 1) για την αγορά νάρθηκα απαγωγής ώμων, το ποσό των 200 ευρώ (100 ευρώ × 2), 2) για τη συμμετοχή της σε φάρμακα, το συνολικό ποσό των 108,87 ευρώ, του υπολοίπου αιτούμενου για την αιτία αυτή ποσού απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου (βλ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως αποδείξεις πληρωμής), 3) για την αγορά ζώνης μέσης, το ποσό των 20,00 ευρώ, καθώς και 4) για επίσκεψη στον ορθοπεδικό χειρουργό Γεράσιμο Βανδώρο, το ποσό των 30,00 ευρώ. Εξάλλου, για τις μετακινήσεις της από και προς τη φυσικοθεραπεύτρια Μελπομένη Ντούμη στον Άγιο Δημήτριο, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες από τον θεράποντα ιατρό της Φίλιππο Γιαννούλη για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών, δέκα (10) φορές μηνιαίως, στα πλαίσια κινησιοθεραπείας αμφοτέρων των ώμων και ενδυνάμωσης αυτών, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των (10 ευρώ × 10 φυσικοθεραπείες × 5 μήνες =) 500 ευρώ, ενώ για τις μετακινήσεις της από και προς το ΚΑΤ μία φορά μηνιαίως για επανεξέταση για χρονικό διάστημα δέκα (10) μηνών δαπάνησε το ποσό των (50 ευρώ × 10 =) 500 ευρώ. Τέλος, για τις μετακινήσεις της από και προς την Ψυχιατρική Υπηρεσία «Κλίμακα» – Φορέας Ανάπτυξης Ανθρώπινου και Κοινωνικού Κεφαλαίου, όπου παρακολουθείτο, μία φορά εβδομαδιαίως για χρονικό διάστημα οχτώ (8) μηνών, δαπάνησε το ποσό των (20 ευρώ × 4 × 8 μήνες =) 640 ευρώ. Συνολικά, για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των (200 + 108,87 + 20 + 30 + 500 + 500 + 640 =) 1.998,87 ευρώ, το οποίο συνιστά αποκαταστατέα θετική περιουσιακή ζημία της ενάγουσας και το οποίο δικαιούται ως αποζημίωση, απορριπτομένου κατ’ ουσίαν του αιτήματος του εναγόμενου αναστολής της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρις ότου η ενάγουσα προσκομίσει έγγραφο του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού αναφορικά με τις παροχές, τις οποίες δικαιούτο να λάβει και έλαβε από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό. Περαιτέρω, όσον αφορά στις αξιώσεις της ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και για την αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, η ενάγουσα επικαλείται μεν, μεταξύ άλλων, ότι φέρει επιμήκεις ούλες και στα δύο χέρια, με συνέπεια την παραμόρφωση του σώματός της, δεν προσκομίζει, ωστόσο, σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις. Επίσης, σύμφωνα με την από 30.5.2018 προαναφερθείσα ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού της ενάγουσας Φίλιππου Γιαννούλη, η κινητικότητα του (ΔΕ) και του (ΑΡ) ώμου παρουσιάζει σταδιακή βελτίωση, σκοπός δε των συστηματικών φυσικοθεραπειών στις οποίες υποβάλλεται είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη λειτουργική αποκατάστασή τους. Επειδή, συνεπώς, από τα νόμιμα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο δεν δύναται να εξάγει ασφαλές και αναμφισβήτητο αποδεικτικό συμπέρασμα αναφορικά με την έκταση και την ενδεχόμενη πλήρη αποθεραπεία των σωματικών βλαβών της ενάγουσας και, συνακόλουθα, αναφορικά με την ουσιαστική βασιμότητα των εν λόγω αξιώσεων, για τον υπολογισμό των οποίων αναμφισβήτητα βαραίνει στην κρίση του Δικαστηρίου και η επικαλούμενη παραμόρφωση του σώματος της ενάγουσας, τόσο για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης όσο και -κατεξοχήν- για την αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, το Δικαστήριο θεωρεί ότι θα πρέπει να αναβληθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ η έκδοση οριστικής απόφασης επί των εν λόγω κονδυλίων της κύριας αγωγής και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου στη νέα συζήτηση να προσκομιστεί, επιμελεία του επιμελέστερου των διαδίκων, ιατρική πραγματογνωμοσύνη η οποία θα πρέπει να διενεργηθεί λόγω του είδους της σωματικής βλάβης της ενάγουσας, από έναν πραγματογνώμονα χειρουργό ορθοπαιδικό και από έναν πλαστικό χειρουργό, τις οποίες (εκθέσεις), αφού εξετάσουν την ενάγουσα, θα συντάξουν οι οριζόμενοι πραγματογνώμονες και θα απαντήσουν αιτιολογημένα έκαστος επί των ερωτημάτων που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
Περαιτέρω, σε σχέση με την προσεπίκληση και τη σωρευόμενη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, αποδείχθηκε ότι με σύμβαση ασφάλισης που καταρτίστηκε με τη μεσολάβηση του ασφαλιστικού πράκτορα Δημήτριου Λιοδάκη (κωδικός αριθμός συνεργάτη 67544), ο οποίος υπέβαλε τη σχετική πρόταση ασφάλισης στις 8.8.2016, μεταξύ του παρεμπιπτόντως ενάγοντος και της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, με το με αριθμό πολυασφαλιστηρίου 14846 και με αριθμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου …, ο παρεμπιπτόντως ενάγων ασφάλισε, έναντι καταβληθέντος ασφαλίστρου, το ως άνω ταχύπλοο σκάφος αναψυχής με την ονομασία …» για το από 9.8.2016 έως 9.8.2017 χρονικό διάστημα, για την προς τρίτους αστική του ευθύνη που θα προέκυπτε από ναυτικό ατύχημα και ειδικότερα για σωματικές βλάβες και θάνατο από ατύχημα μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ (50.000 ανά πρόσωπο), για υλικές ζημίες μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ και για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ. Το ως άνω συμβόλαιο την 3η.8.2017 με το υπ’ αριθ. … ανανεωτήριο σκάφους ανανεώθηκε για το από 9.8.2017 έως 9.8.2018 χρονικό διάστημα. Με την ως άνω σύμβαση η εναγόμενη παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στον ενάγοντα, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει κάθε ποσό που αυτός θα υποχρεωνόταν να καταβάλει, ως αποζημίωση, στους ζημιωθέντες τρίτους, συμπεριλαμβανομένων νομίμων τόκων και εξόδων, σε περίπτωση επέλευσης, εντός του χρόνου ασφάλισης του ως άνω ταχύπλοου σκάφους, κάποιας από τις παραπάνω ασφαλιστικές περιπτώσεις και μέχρι το ασφαλιζόμενο ποσό. Το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο, άλλωστε, συμφωνήθηκε να διέπεται και από τους προσαρτημένους σε αυτό Γενικούς και Ειδικούς Όρους Ασφάλισης, αποτελούντων το ενιαίο σύνολο της ασφαλιστικής σύμβασης. Σύμφωνα με τον 2ο ειδικό όρο της σύμβασης, «σε περίπτωση ζημίας, ο ασφαλιζόμενος πρέπει να ενημερώσει τον ασφαλιστή με ενυπόγραφη γραπτή δήλωση εντός 3 ημερών, αναφέροντας τον τόπο, τον χρόνο και την αιτία του συμβάντος. Δεν πρέπει να αποδέχεται και να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο, που τον καθιστά υπεύθυνο για οποιοδήποτε ατύχημα ή ζημία, χωρίς την έγγραφη άδεια του Ασφαλιστή και να διαβιβάζει κάθε δικαστική κλήση, αγωγή ή κάθε άλλη ειδοποίηση, που σχετίζεται με το ασφαλιζόμενο σκάφος». Εξάλλου, σύμφωνα με τον 7ο ειδικό όρο της σύμβασης, σχετικά με την ενημέρωση καιρικών συνθηκών, «ο Ασφαλιζόμενος ή οι χειριστές του σκάφους υποχρεούνται πριν από τον απόπλου από ασφαλές λιμάνι ή μαρίνα ή τόπο καταφυγής ή προσεγγίσεως να ενημερώνονται για το δελτίο πρόγνωσης καιρού και για το εάν έχει εκδοθεί απαγόρευση απόπλου για τα σκάφη της κατηγορίας του από τα κατά τόπους Λιμεναρχεία ή αρμόδιες αρχές. Παράβαση του όρου αυτού, συνεπάγεται την ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και απώλεια οποιουδήποτε δικαιώματος για αποζημίωση». Η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία προβάλλει με τις προτάσεις της παραδεκτά ενστάσεις απαλλαγής της, αναφερόμενη κυρίως στους προαναφερθέντες Ειδικούς Όρους και επικαλούμενη παραβίασή τους από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα, οι οποίες είναι νόμιμες (άρθρα 361 ΑΚ, 1, 25 εδ. α Ν. 2496/1997). Είναι δε και ουσιαστικά βάσιμες, καθόσον αφενός μεν η εναγόμενη ειδοποιήθηκε το πρώτον για το ένδικο συμβάν με την επίδοση σε αυτήν της υπό κρίση προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής στις 30.7.2018, αφετέρου δε, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτεθέντα, ο χειριστής του σκάφους και ασφαλιζόμενος Γεώργιος Αλεξίου δεν ενημερώθηκε για το δελτίο πρόγνωσης καιρού πριν τον απόπλου του από τον λιμένα της Αναβύσσου. Ο τελευταίος δεν αμφισβητεί την ισχύ και δεσμευτικότητα των εν λόγω Όρων, ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι δεν θεώρησε πως το εν λόγω συμβάν έπρεπε ν’ αναφερθεί στην ασφαλιστική εταιρεία, πράγμα που έπραξε μόλις του επιδόθηκε η κύρια αγωγή, με την άσκηση της παρεμπίπτουσας. Ο ισχυρισμός αυτός του ασφαλιζόμενου δεν μπορεί να γίνει δεκτός από το Δικαστήριο, αφού ο τελευταίος εξαρχής έλαβε γνώση της σοβαρότητας της κατάστασης της ενάγουσας λόγω των σωματικών βλαβών που υπέστη, για τις οποίες η ασφαλιστική εταιρεία ήταν πολύ πιθανό να κληθεί να την αποζημιώσει. Επομένως, επειδή, γενομένων δεκτών κατ’ ουσία των ως άνω προταθεισών ενστάσεων απαλλαγής της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία δεν οφείλει οποιαδήποτε αποζημίωση παρά την επέλευση της επίδικης ασφαλιστικής περίπτωσης, η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος, σε βάρος του παρεμπιπτόντως ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Όσον δε αφορά στην κύρια αγωγή, θα πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το οφειλόμενο για μισθούς και δαπάνες συνολικό ποσό των (10.270,08 + 1.998,87 =) 12.268,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας, καθόσον ο εναγόμενος δεν αντιδικεί ευλόγως ως προς αυτά) από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης κατά τα λοιπά, και δη ως προς τα κονδύλια ηθικής βλάβης και αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης, γενομένου δεκτού κατ’ ουσίαν του σχετικού αιτήματος του εναγόμενου, προκειμένου να διεξαχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, στην οποία (πραγματογνωμοσύνη) οι διορισθέντες πραγματογνώμονες θα πρέπει ν’ απαντήσουν αιτιολογημένα επί των ερωτημάτων, που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την υπ’ αριθ. κατάθεσης … αγωγή, Β) την υπ’ αριθ. κατάθεσης … ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
Α. ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, ως προς τα κονδύλια μισθών και δαπανών.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων εξήντα οχτώ ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (12.268,95 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, να διεξαχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον Π. … του Γ., χειρουργό ορθοπεδικό, κάτοικο Ε., Π………………, e-mail: ….., καθώς και τον Ι. … του Α., πλαστικό χειρουργό, κάτοικο Αθήνας, Λ. 17Α – Βοτανικός, Τ.Κ. …, που περιέχονται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και οι οποίοι, αφού δώσουν τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σε δημόσια συνεδρίασή του και σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την προς αυτούς νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, οφείλουν να καταθέσουν τις εκθέσεις τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού σε προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών από την όρκισή τους. Οι εν λόγω πραγματογνώμονες, περαιτέρω, αφού λάβουν γνώση των αναγκαίων στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας, εξετάσουν την ενάγουσα και όλα τα έγγραφα του ιατρικού φακέλου της, τα οποία οφείλουν να αναζητήσουν αρμοδίως και παραδώσουν σε αυτούς οι διάδικοι, ιδίως δε την από 30.5.2018 υπ’ αριθ. Πρωτ. 1511 ιατρική γνωμάτευση του Επιμελητή Α΄ Φίλιππου Γιαννούλη, ιατρού της Κλινικής Χ.Μ.Χ.Χ. του ΓΝΑ «ΚΑΤ», όσα έγγραφα σχετίζονται με τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υπεβλήθη η ενάγουσα και τη νοσηλεία της έως τις 23.8.2017, τις ιατρικές γνωματεύσεις και τη φαρμακευτική αγωγή που έλαβε, θα πρέπει στην εν λόγω έκθεση που θα συντάξουν να απαντήσουν αιτιολογημένα:
– Ο χειρουργός ορθοπεδικός: α) Ποια είναι η σημερινή κατάσταση της ενάγουσας και συγκεκριμένα αν και σε ποιο βαθμό έχει βελτιωθεί η λειτουργικότητα του (ΔΕ) και του (ΑΡ) ώμου, η κινητικότητα και μυική ισχύς τους, σε αρνητική δε περίπτωση να αποφανθεί β) αν προκλήθηκε αναπηρία στην ενάγουσα και σε καταφατική περίπτωση να προσδιορίσει σε ποιο ποσοστό ανέρχεται και σε τι συνίσταται αυτή, δηλ. αν αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και να πραγματοποιήσει τις απλές καθημερινές εργασίες (όπως σχετικά με την ατομική της υγιεινή, την παρασκευή και λήψη τροφής), προσδιορίζοντας και τον χρόνο της τυχόν ανικανότητάς της από τον τραυματισμό της και μετά, καθώς και να αποφανθεί αν η πρόκληση βλάβης της υγείας της έχει ως συνέπεια την πρόκληση ανικανότητάς της προς εργασία, και δη ως εργαλειοδότρια σε νοσοκομείο, προσδιορίζοντας συγχρόνως το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς της αυτής και αν μπορεί να ασχοληθεί στο μέλλον με οποιαδήποτε εργασία προσδιορίζοντας το είδος αυτής με γενικά χαρακτηριστικά, γ) αν η κατάστασή της αυτή είναι μόνιμη ή αν μπορεί να αντιμετωπιστεί μελλοντικά με χειρουργική επέμβαση, προσδιορίζοντας το είδος της επέμβασης και το ποσοστό της πιθανής επιτυχίας αυτής, καθώς και σε τι συνίσταται η βελτίωση που ενδεχόμενα θα επιτευχθεί.
-Ο πλαστικός χειρουργός: α) Αν η ενάγουσα φέρει επιμήκεις ουλές και στα δύο χέρια και σε καταφατική περίπτωση ποια είναι η έκταση, η μορφή και το είδος αυτών, β) αν η αλλοίωση αυτή της εξωτερικής της εικόνας είναι μόνιμη ή αν μπορεί να αντιμετωπιστεί μελλοντικά με χειρουργική επέμβαση, προσδιορίζοντας το είδος της επέμβασης και το ποσοστό της πιθανής επιτυχίας αυτής, καθώς και σε τι συνίσταται η βελτίωση που ενδεχόμενα θα επιτευχθεί.
Οι διάδικοι οφείλουν να παράσχουν κάθε συνδρομή που θα τους ζητηθεί από τους πραγματογνώμονες και ιδίως να υποβληθούν σε ιατρικές εξετάσεις (όσον αφορά την ενάγουσα), καθώς και να θέσουν υπόψη τους όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν στην παρούσα υπόθεση, καθώς και όσα άλλα βρίσκονται εις χείρας τους και θα είναι, κατά τη γνώμη των πραγματογνωμόνων, χρήσιμα για τη σύνταξη των εκθέσεών τους. Ο πραγματογνώμονες διατηρούν τη δυνατότητα, αφού λάβουν υπόψη τους το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, να διατυπώσουν πλην των απαντήσεων επί των ανωτέρω ερωτημάτων, αιτιολογημένη άποψη επί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος κρίνουν χρήσιμο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης.
Β. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 30 Ιουλίου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις …
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ