Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   586/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον αγγλικό διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο Π. Αττικής (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Πάρις Καραμήτσιος του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος Π……, οδός …, που προσκόμισε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μ.  Λ. (….), στην πραγματικότητα, όμως, στον Πειραιά (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος Πειραιά, …, που προσκόμισε το … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13.12.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.5.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Α) Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι αυτοί έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.12.2017 και αμφότεροι οι διάδικοι κατέθεσαν προτάσεις στις 23.3.2018, νομίμως υπογεγραμμένες από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους δυνάμει αντίστοιχα του από 20.3.2018 πληρεξουσίου των συνδιαχειριστών της ενάγουσας α) Σ. Ε. Ε. και β) Θ. Π. (βλ. ΦΕΚ τ.ΑΕ-ΕΠΕ & Γ.Ε.ΜΗ. …/19.7.2012) και του από 1.3.2018 πληρεξουσίου σε συνδυασμό με το από 1.3.2018 Πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης εταιρείας, νομίμως συνταγέντων κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη.

(Β) Κατά το άρθρο 681 του ΑΚ, με τη σύμβαση μισθώσεως έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο έτερος, αποκαλούμενος εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Κατά την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως από δικονομική άποψη, με την έννοια του ορισμένου κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ της σχετικής αγωγής, ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεστεί στο δικόγραφο αυτής την καταρτισθείσα σύμβαση, πλήρη περιγραφή του έργου που συμφωνήθηκε, το είδος και το ύψος της αμοιβής και ότι εκτέλεσε προσηκόντως την υποχρέωση που ανέλαβε με την παράδοση του έργου. Σημειωτέον ότι δεν αποτελεί στοιχείο της σχετικής αγωγής η έγγραφη ή προφορική κατάρτιση της συμβάσεως έργου, εφόσον για την εν λόγω σύμβαση δεν απαιτείται η τήρηση του έγγραφου τύπου. Επίσης, ως έργο, του οποίου την εκτέλεση ανέλαβε με αμοιβή ο εργολάβος, νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας αυτού, στην εκτέλεση του οποίου απέβλεψαν τα μέρη. Εξάλλου, η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε τεχνικό ή σε εταιρία τεχνικών μελετών η εκπόνηση μελέτης συγκεκριμένου έργου, φέρει τον χαρακτήρα συμβάσεως μισθώσεως έργου. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 682 του ΑΚ αμοιβή λογίζεται πως έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή, ενώ η διάταξη του άρθρου 650 του ΑΚ εφαρμόζεται αναλόγως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την εκτέλεση του έργου, η δε αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη ή να παραμένει ακαθόριστη, οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, μάλιστα, στην περίπτωση κατά την οποία στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή κατά τεκμήριο σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή [ΕφΠειρ (Μον) 618/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία]. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 374, 681, 687 έως 690 και 694 ΑΚ, συνάγεται ότι αν το έργο που εκτελέσθηκε βάσει συμβάσεως μισθώσεως έργου έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, έστω και επουσιώδη, που το καθιστούν άχρηστο, ο κύριος του έργου έχει, υπό προϋποθέσεις, ορισμένα δικαιώματα, όπως εκείνο της υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή της μειώσεως της αμοιβής ή εκείνο της αποζημιώσεως, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται στις διατάξεις των άρθρων 688-690 του ΑΚ, οι οποίες είναι αποκλειστικά εφαρμοστέες, ενώ δεν έχει τις κατά τις γενικές διατάξεις (άρθρα 374 επ. ΑΚ) ενστάσεις της μη εκπληρώσεως ή της μη προσήκουσας εκπληρώσεως της συμβάσεως και γενικότερα δεν μπορεί να αποποιηθεί το προσφερόμενο από τον εργολάβο έργο, ώστε να τον καταστήσει υπερήμερο οφειλέτη σχετικά με την παράδοση του έργου, ή, αν έχει επέλθει τέτοια υπερημερία του, να παρεμποδίσει την, με την προσφορά του έργου, άρση της υπερημερίας του και να καταστήσει ανενεργό τη δική του υποχρέωση προς καταβολή της αμοιβής κατά το άρθρο 694 ΑΚ, εκτός αν εξαιτίας της ελλείψεως ιδιοτήτων ή των ελαττωμάτων, το έργο που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε ως εκτελεστέο ή έχει συμφωνηθεί μεταξύ κυρίου του έργου και εργολάβου αντίθετη της πιο πάνω ρύθμιση και τούτο διότι οι διατάξεις για την έλλειψη ιδιοτήτων ή ελαττωμάτων του έργου και οι σχετικές από αυτές ρυθμίσεις έχουν χαρακτήρα διατάξεων ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 529/2011 ΕΠολΔ 2011.649). Εντελώς διαφορετικό είναι το έργο όταν εμφανίζει διαφορετική μορφολογική ταυτότητα από εκείνη του συμφωνημένου και φέρει πολύ σημαντικές ελλείψεις, ποιοτικές ή ποσοτικές, σε βαθμό που να καθιστούν την παροχή του εργολάβου εντελώς διαφορετική από τη συμφωνημένη και άχρηστη για τον σκοπό που συνομολογήθηκε. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει ούτε μερική εκπλήρωση της εργολαβικής παροχής (αναγκαία προϋπόθεση για το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της συμφωνημένης αμοιβής) και παρέχεται στον εργοδότη η γενική προστασία των άρθρων 374 και 376 ΑΚ (ΑΠ 723/2015, ΑΠ 597/2015, ΑΠ 1474/2013, ΑΠ 1617/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 233/2006 ΧρΙΔ 2006.599, ΕφΠειρ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ ακολουθεί την αρχή της εδαφικότητας, υπάγοντας στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων Έλληνες και αλλοδαπούς και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα (γενική ή ειδική) ελληνικού δικαστηρίου, από τις αναφερόμενες στα άρθρα 22 – 40 [ΑΠ 803/2000 NoB 2001.1312, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 1988.1392, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004.1466, ΕφΑθ 6073/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ (2012) τόμος Ι, 3 αριθ. 2]. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΕφΑθ 4467/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά τα άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ’ άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγομένου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων, τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού ή, αναφορικώς με δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος καταρτίσεώς της (ΕφΠειρ 266/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, η αλλοδαπή τυπικά εταιρεία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 1992.1181, ΕφΑθ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝαυτΔ 1999.81). Τον ως άνω καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δε μετέβαλε ο νόμος 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο 1 ορίζει ότι «…ναυτιλιακαί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφ’ όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των αν.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικώ έδρας των, αδιαφόρως του πόθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει αι υποθέσεις των…». Διότι η διάταξη αυτή εισάγει, κατ’ απόκλιση από τον γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ, διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρείες και μόνον ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών, ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το Δίκαιο της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (ΟλΑΠ 2/1999 ό.π., ΕφΠειρ 266/2014 ό.π.). Περαιτέρω, για τον καθορισμό του τόπου καταρτίσεως της δικαιοπραξίας εφαρμόζεται η θεωρία της λήψεως (άρθρα 167 και 192 ΑΚ), που εντοπίζει τον τόπο καταρτίσεως των απευθυντέων δηλώσεων και των συμβάσεων εκεί όπου περιήλθε η βούληση στο πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται ή, επί συμβάσεων, εκεί όπου περιήλθε στον προτείναντα τη σύναψη της συμβάσεως η δήλωση περί της αποδοχής της προτάσεώς του (ΑΠ 948/1992 ΕλλΔνη 1994.1040, ΑΠ 1901/1988 ΝοΒ 1989.731, ΑΠ 1597/1988 ΕλλΔνη 1990.106). Στις συμβάσεις που καταρτίζονται τηλεφωνικώς ως τόπος κατάρτισης θεωρείται είτε ο τόπος στον οποίο εκδηλώθηκε η βούληση αποδοχής της πρότασης εκείνου που έλαβε την πρόταση, όταν η σύμβαση καταρτίζεται με μόνη την αποδοχή κατά το άρθρο 193 εδ. α΄ ΑΚ, είτε ο τόπος όπου περιήλθε στον προτείνοντα η αποδοχή της πρότασης, δηλαδή πρακτικώς ο τόπος όπου ευρίσκεται ο προτείνων (ΕφΑθ 9630/2001 ΕλλΔνη 2003.814, ΕφΘεσ 1686/1998 Αρμ 1998.971, ΕφΘεσ 1357/1997 Αρμ 1997.786, ΕφΑθ 8144/1985 ΕλλΔνη 1985.1385 κατά τις οποίες, σε περίπτωση τηλεφωνικής παραγγελίας εμπορευμάτων, η σύμβαση θεωρείται ότι καταρτίστηκε στον τόπο όπου έχει την έδρα του ο πωλητής κατά τον χρόνο λήψης της παραγγελίας). Κατ’ εξαίρεση δε αυτού του κανόνα η σύμβαση συντελείται, κατά το άρθρο 193 ΑΚ, με μόνη την αποδοχή αν από το περιεχόμενο της προτάσεως ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν πρέπει να αναμένεται η περιέλευση της αποδοχής σε εκείνον που έκανε την πρόταση (ΑΠ 948/1992 ό.π.). Για την έγκυρη σύναψη συμβάσεων μέσω του διαδικτύου (internet), η δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να διαβιβαστεί στον αποδέκτη της. Και τούτο διότι η ηλεκτρονική δήλωση βουλήσεως χαρακτηρίζεται ως δήλωση μεταξύ απόντων, καθόσον οι συμβαλλόμενοι δεν επικοινωνούν ταυτοχρόνως ώστε να θεωρηθούν παρόντες, όπως συμβαίνει λ.χ. στην τηλεφωνική κατάρτιση της συμβάσεως. Συνεπώς, για να επιφέρει νομική ενέργεια η δήλωση βουλήσεως θα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 192 ΑΚ, να περιέλθει στον αποδέκτη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η περάτωση της συμβάσεως συντελείται με την περιέλευση στον προτείνοντα την κατάρτιση της συμβάσεως της, περί της αποδοχής της προτάσεώς του, δηλώσεως βουλήσεως του αντισυμβαλλομένου του (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, 192 αρ. 3 σελ. 309). Σύμφωνα δε με τη θεωρία της λήψεως, την οποία όπως προαναφέρθηκε ακολουθεί ο ΑΚ στην ανωτέρω διάταξη, η περιέλευση της δηλώσεως βουλήσεως στον λήπτη θεωρείται ότι συντελέστηκε από τότε που αυτή εισήλθε, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στη σφαίρα επιρροής του, ούτως ώστε αυτός (λήπτης) να μπορεί, σύμφωνα με την κανονική πορεία των πραγμάτων, να λάβει γνώση του περιεχομένου της (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ό.π., 167 αρ. 8 σελ. 260). Εδώ τίθεται το ζήτημα του τρόπου προσδιορισμού της σφαίρας του παραλήπτη της δηλώσεως όταν η σύμβαση καταρτίζεται μέσω του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση επικοινωνίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), για να λειτουργήσει η αποστολή μηνυμάτων απαιτείται ο παραλήπτης να έχει εγκαταστήσει σύστημα λήψεως μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ήτοι να διαθέτει το κατάλληλο λογισμικό και να έχει μια ηλεκτρονική διεύθυνση. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποστέλλονται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του αποστολέα, μέσω ενός διακομιστή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (mail server) στον αντίστοιχο διακομιστή του παραλήπτη, από τον οποίο τα μηνύματα μεταφέρονται στο ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο (την ηλεκτρονική «θυρίδα») του παραλήπτη (στα εισερχόμενα, Inbox). Στην περίπτωση αυτή, η περιέλευση της δηλώσεως βουλήσεως πραγματοποιείται με την είσοδο του μηνύματος στο ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο τελευταίος έχει καταστήσει γνωστή τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου στις συναλλαγές. Ως προς τον χρόνο, τέλος, περιελεύσεως της δηλώσεως βουλήσεως στον παραλήπτη, σημειώνεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο χρησιμοποιείται από έναν συμβαλλόμενο στο πλαίσιο εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, η περιέλευση σ’ αυτόν της δηλώσεως βουλήσεως του αντισυμβαλλομένου του πραγματοποιείται με την είσοδο του μηνύματος στην ηλεκτρονική θυρίδα του σε ώρες λειτουργίας, ανεξαρτήτως αν έγινε έλεγχος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και λήψη του μηνύματος, ενώ, όταν η είσοδος του μηνύματος στην ηλεκτρονική θυρίδα πραγματοποιηθεί εκτός ωρών λειτουργίας, τότε η περιέλευση λογίζεται ότι γίνεται το πρωί της επόμενης (εργάσιμης) ημέρας (Ι. Ιγγλεζάκη, Το νομικό πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου, σελ. 134 -136). Επίσης, ως τόπος εκπλήρωσης της παροχής, προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, νοείται ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του εναγομένου κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δηλ., κατά σειρά, εκείνος που προκύπτει ρητώς ή σιωπηρώς από τη σύμβαση, αλλιώς εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, αλλιώς εκείνος που καθορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 320-322 ΑΚ. Ωστόσο, κρίσιμος δεν είναι ο τόπος εκπλήρωσης της σύμβασης εν γένει, αλλά της επίδικης υποχρέωσης (ΠΠρΘεσ 2512/1990 Αρμ 1991.163), στις δε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του εκάστοτε υπόχρεου (ΕφΑθ 9078/1995 ΕλλΔνη 1996.1386). Έτσι, αν πρόκειται για χρηματική αξίωση από σύμβαση, ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης του οφειλέτη-εναγομένου, με βάση την οποία προσδιορίζεται η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, είναι εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής ή, αν είναι νομικό πρόσωπο, την έδρα του κατά το χρόνο της καταβολής, εφ’ όσον η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή (ΑΠ 786/2000 ΕλλΔνη 2001.155, ΕφΑθ 2371/2006 ΕλλΔνη 2007.1123, ΕφΑθ 1985/2001 ΕλλΔνη 2001.1361, ΕφΑθ 579/2000 ΕλλΔνη 2000.809, ΕφΑθ 3844/1999 ΕλλΔνη 2000.1381, ΕφΑθ 1083/1990 ΕλλΔνη 1992.607, ΕφΑθ 9135/1986 Δ 1987.76· Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Β΄, 2003, σελ. 157 επ.). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4, 8 παρ. 1, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1 και 2, 19 παρ. 1, 21, 35 παρ. 1 και 36 του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Α΄ 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τον ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α΄ 125), που εισήγαγε στη χώρα τον ανωτέρω φόρο (ΦΠΑ), όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και, ως ειδικές, υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου, σαφώς προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α. (ο οποίος, σημειωτέον, επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εργολάβος προβεί, μέσα στα χρονικά όρια που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον αναζητήσει απ’ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικά, κατ’ εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεστεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 1598/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση όμως που κατά τον χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο φόρος γίνεται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημοσίας αρχής, όπως δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά (ΑΠ 80/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του ΦΠΑ μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ. Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του ΦΠΑ δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά τον χρόνο της εξόφλησης (βλ. ΑΠ 535/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1113/2017 ό.π.).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι αυτή, η οποία δραστηριοποιείται στην εκπόνηση μελετών και στην επίβλεψη έργων στον χώρο της ναυτιλίας και των ναυπηγικών εγκαταστάσεων, διαθέτοντας για τον σκοπό αυτό εξειδικευμένο προσωπικό και συνεργαζόμενη με ελληνικές και αλλοδαπές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της παροχής υπηρεσιών και της πώλησης υλικών σε σκάφη, τις οποίες χρησιμοποιεί ως υπεργολάβους, συνήψε στις 2.2.2016 με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια της υπό σημαία Λιβερίας θαλαμηγού «…», κατόπιν της από 30.1.2016 σχετικής προσφοράς της προς την εταιρεία «….», η οποία είχε αναλάβει άτυπα τη διαχείριση της ως άνω θαλαμηγού, σύμβαση μίσθωσης έργου, στο πλαίσιο της οποίας ανέλαβε την εκπόνηση ναυπηγικής και μηχανολογικής μελέτης σε σχέση με το έργο της ανακαίνισης του καταστρώματος, ήτοι τη μελέτη της κατασκευής και την προμήθεια και τοποθέτηση των εντοιχισμένων επιπλώσεων του καταστρώματος, μαζί με τα βοηθητικά εξαρτήματα και τον εξοπλισμό τους. Ότι, κατά τη σχετική συμφωνία, η αμοιβή της (ενάγουσας) καθορίσθηκε στο ποσό των 123.000 ευρώ, πλέον 400 ευρώ ανά τ.μ. για βαφή τμήματος του καταστρώματος, εξαιρουμένου του αναλογούντος ΦΠΑ. Επίσης, ότι κατά την πορεία των παραπάνω εργασιών η εναγόμενη ανέθεσε στην ενάγουσα συμπληρωματικές εργασίες, και συγκεκριμένα εργασίες βαφής έναντι προσυμφωνημένης αμοιβής 400 ευρώ ανά τ.μ., ήτοι συνολικά 30.300 ευρώ, την κατασκευή τραπεζιών, πιο σύνθετη σε σχέση με αυτήν για την οποία είχε υποβάλει προσφορά, με αποτέλεσμα να δικαιούται, λόγω του αυξημένου κόστους, πρόσθετης αμοιβής 16.300 ευρώ, την προμήθεια και τοποθέτηση δύο πλαισίων επέκτασης πρυμναίων τραπεζιών, κόστους 5.000 ευρώ, την προμήθεια και τοποθέτηση δύο πρόσθετων ντουλαπιών, κόστους 1.600 ευρώ, την προμήθεια και εγκατάσταση οκτώ ηχείων ναυτικού τύπου, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής 1.352,85 ευρώ, καθώς και την κοπή επίπλων και εγκατάσταση ηχείων, κόστους 800 ευρώ, την προμήθεια και τοποθέτηση τεσσάρων ξύλινων πλαισίων βάσεων τραπεζιών, κόστους 1.800 ευρώ, καθώς και τη μελέτη και εγκατάσταση συστήματος τέντας στο κατάστρωμα της θαλαμηγού, έναντι συνολικού κόστους 16.200 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά συνιστούν την εύλογη και ειθισμένη αμοιβή της. Ότι αυτή εκτέλεσε και παρέδωσε το σύνολο του έργου στην εναγόμενη στις 4.7.2016. Ότι στα πλαίσια αυτού είχε αναθέσει στην εταιρεία «….», ως υπεργολάβο, την κατασκευή δύο καναπέδων ειδικού τύπου, έναντι συνολικού κόστους 61.250 ευρώ, εξαιρουμένου ΦΠΑ, οι οποίοι, ωστόσο, διαπιστώθηκε κατά την παράδοσή τους ότι έφεραν μικρής έκτασης ελαττώματα, πλην όμως, λόγω σχετικής επιθυμίας της εναγόμενης, οι καναπέδες δε διορθώθηκαν από την υπεργολάβο αλλά παραδόθηκαν στην ενάγουσα με την ειδικότερη συμφωνία μείωσης της αμοιβής της (υπεργολάβου) στο ποσό των 49.400 ευρώ. Ότι η εναγόμενη προέβη η ίδια στην επιδιόρθωση των καναπέδων καταβάλλοντας για τις συναφείς εργασίες το ποσό των 70.000 ευρώ στην εταιρεία «…». Ότι περαιτέρω, κατόπιν επιμέρους καταβολών από την εναγόμενη, η ενάγουσα τής απέστειλε τον από 11.11.2016 αναλυτικό λογαριασμό, σύμφωνα με τον οποίο απέμενε υπόλοιπο αμοιβής ποσού 73.352,85 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικά 90.957,53 ευρώ, η δε εναγόμενη δεν αμφισβήτησε τα ειδικότερα κονδύλια, αλλά αντέτεινε ότι πρότεινε σε συμψηφισμό την οφειλή της ενάγουσας προς την ίδια, ποσού 70.000 ευρώ, σχετικά με το κόστος στοκαρίσματος των καναπέδων, κατά τ’ ανωτέρω. Ότι η ενάγουσα, ενόψει του επουσιώδους ελαττώματος, μειώνει την αμοιβή της κατά το ποσό των 14.694 ευρώ, που αποτελεί το εύλογο κόστος επιδιόρθωσής του. Με βάση τ’ ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 76.263,53 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 19.7.2016, οπότε την όχλησε για πρώτη φορά, άλλως από τις 11.11.2016, οπότε την όχλησε για δεύτερη φορά με την εκ νέου αποστολή αναλυτικού λογαριασμού, που περιείχε όπως και την πρώτη φορά αίτημα πληρωμής, άλλως και επικουρικότερα από τις 21.2.2017, οπότε την όχλησε για τρίτη φορά με την επίδοση εξώδικης δήλωσής της, άλλως και επικουρικότερα από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, που έχει ως βάση τη σύμβαση έργου μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας, ως εργολάβου, και της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας ως εργοδότριας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκειμένης υπόθεσης, προέκυψαν τα εξής: Αν και η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία εδρεύει στη Μ.  Λ. και επί της οδού …, όπως προκύπτει και από το από 16.3.2018 πιστοποιητικό “του καλώς έχειν” του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Λιβερίας, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη, ωστόσο συνιστά μια εξωχώρια -κατά την Πράξη Σύστασής της- λιβεριανή εταιρεία η διοίκηση της οποίας ασκείται από τον Π……. και συγκεκριμένα από τα γραφεία της «….», επί της …, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις και γίνεται η πραγματική διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και λειτουργιών της εταιρείας. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η επικοινωνία σχετικά με την κατάρτιση και την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης έγινε για λογαριασμό της εναγόμενης μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εν λόγω εταιρείας [Θαλάσσιες Επιχειρήσεις – …] και συγκεκριμένα mailto: marine@chandris-group.gr, ενώ και ο …, μηχανολόγος μηχανικός που χειριζόταν το θέμα αυτό χρησιμοποιούσε ως διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την εξής: alex.xenakis@chandris.com και συνεργαζόταν άμεσα με το Ναυτικό Τμήμα (marinedept.) της «….» για την ανακαίνιση του άνω καταστρώματος της θαλαμηγού “…”, η οποία, σημειωτέον, βρισκόταν ελλιμενισμένη στην Ελλάδα και χρησιμοποιούνταν για λόγους αναψυχής στις ελληνικές θάλασσες, όπως προκύπτει από σχετικά δημοσιεύματα του τύπου. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων ανταλλαγέντων μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας, που εδρεύει στο Π., και της λιβεριανής εταιρείας «….», που διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/75, γραφεία στον Πειραιά, αλλά και ενόψει του τόπου εκπλήρωσης της σύμβασης στην έδρα της ενάγουσας στο Π., με την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής κατ’ εφαρμογή των ερμηνευτικών διατάξεων των άρθρων 320-322 ΑΚ, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη και κατά το άρθρο 33 ΚΠολΔ. Άλλωστε, τα ανωτέρω θεμελιωτικά της τοπικής αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά, που δημιουργούν βάση διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού, επαρκώς εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο (πρβλ. ΑΠ 1654/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της ένδικης διαφοράς, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε νόμιμα στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, κατ’ άρθρο 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον στην έννοια του «συνεργάτη» της εν λόγω διάταξης περιλαμβάνεται και ο δικηγόρος με έμμισθη εντολή στον αποδέκτη της επίδοσης (ΟλΑΠ 31/1995 ΕλλΔνη 1996.580), όπως στο ως άνω δημόσιο έγγραφο βεβαιώνεται ότι ήταν η Ηρώ Μπέη, στα χέρια της οποίας παραδόθηκε το υπό κρίση δικόγραφο. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι δε χώρησε νόμιμη επίδοση στην εναγόμενη, καθόσον αυτή εδρεύει στο εξωτερικό (Λιβερία), έπρεπε, επομένως, να επιδοθεί το αγωγικό δικόγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, αφού για την εφαρμογή της διάταξης αυτής ενδιαφέρει η πραγματική έδρα, όπου δηλαδή ασκείται η διοίκηση του νομικού προσώπου (βλ. Μαργαρίτη, ό.π., 134 αριθ. 3), εν προκειμένω δε, όπως έγινε δεκτό αμέσως ανωτέρω, η εναγόμενη εταιρεία εδρεύει πραγματικά επί της … στον Πειραιά, τούτου μη αναιρούμενου από το γεγονός ότι η παραλαβούσα το αγωγικό δικόγραφο δικηγόρος Ηρώ Μπέη επιφυλάχθηκε, κατά την παραλαβή, παντός νομίμου δικαιώματός της. Σημειώνεται ότι απαραδέκτως προσκομίζεται με την προσθήκη στις προτάσεις της εναγόμενης εταιρείας η από 2.4.2018 βεβαίωση της εν λόγω δικηγόρου, προς αντίκρουση των διαλαμβανόμενων επί του εν λόγω ζητήματος με τις προτάσεις της ενάγουσας, και δε λαμβάνεται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον έγινε επίτηδες, για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη πολιτική δίκη, χωρίς να δοθεί κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, με συνέπεια ν’ αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 743/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2004 ΕλλΔνη 2005.1408). Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3Α – Β περ. β΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Εξάλλου, η αγωγή, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο, καθόσον οι συμβαλλόμενοι και ήδη διάδικοι τις διατάξεις του επικαλούνται με τις προτάσεις τους

(μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, βλ. ΠΠρΑθ 697/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 25 αριθ. 17), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του  Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι). Με βάση το δίκαιο αυτό κρίνεται ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης, αφού ευχερώς προκύπτει με απλό μαθηματικό υπολογισμό ποιο ποσό εκ του συνολικού αιτήματος αντιστοιχεί στην αμοιβή της ενάγουσας και ποιο στον αναλογούντα Φ.Π.Α., όπως σε κάθε περίπτωση διευκρινίζεται με την προσθήκη στις προτάσεις της ενάγουσας, και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. ε, 907, 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με κωδικό … της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, σε συνδυασμό με την από 4.4.2018 βεβαίωση πληρωμής μέσω web banking της «… Τράπεζας»).

(Γ) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 688-690 ΑΚ, οι οποίες καθορίζουν λεπτομερώς και σε λογική αλληλουχία και ενότητα την ευθύνη του εργολάβου ανάλογα με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέστηκε απ’ αυτόν, σαφώς προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει α) σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων είτε τη διόρθωση αυτών είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής (688 ΑΚ), β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής είτε αντί αυτών την αναστροφή της σύμβασης (689 ΑΚ) και γ) σε περίπτωση κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται τόσο σε ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα, όσο και σε συμφωνηθείσες ιδιότητες, οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί αναστροφής ή μείωσης της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος υπαίτια δεν ανταποκρίθηκε στις από τη σύμβαση υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα. Διαγράφεται, δηλαδή, από τα άρθρα αυτά διαζευκτική συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έτσι έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παρεχόμενα σ’ αυτόν δικαιώματα, αλλά όταν κάνει την επιλογή του, ασκώντας το ένα απ’ αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτό και να ασκήσει άλλο, με την έννοια ότι η επιλογή του ενός αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή είτε κυρίως είτε επικουρικώς (ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 2006.84, ΑΠ 28/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 774/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε με τον κανόνα του άρθρου 306 ΑΚ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να γίνει με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα (ΑΠ 1229/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η εναγόμενη με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθειμένες προτάσεις της συνομολογεί τη σύναψη της ως άνω σύμβασης έργου μεταξύ αυτής και της ενάγουσας, καθώς και την αμοιβή της τελευταίας. Κατά τα λοιπά, όμως, αρνείται την αγωγή και ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα τής παρέδωσε τα περιγραφόμενα έπιπλα (καναπέδες) ειδικού τύπου με πραγματικά ουσιώδη ελαττώματα και χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, προβάλλει δε ένσταση μείωσης του τιμήματος κατά το ποσό των 73.160 ευρώ πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 90.718,40 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στη (μη διάδικο) εταιρεία «…» για τη διόρθωση των ελαττωμάτων. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 688-690 ΑΚ, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Επικουρικά, η εναγόμενη προβάλλει ένσταση συμψηφισμού της επίδικης αξίωσης της ενάγουσας με την αξίωση αποζημίωσης που η ίδια δικαιούται από την ενάγουσα, ισόποση με το προαναφερθέν ποσό που κατέβαλε προς αποκατάσταση των πραγματικών ελαττωμάτων, από υπαιτιότητα της ενάγουσας εργολάβου. Σύμφωνα όμως και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, από τα άρθρα 688-690 ΑΚ διαγράφεται διαζευκτική συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, ο οποίος έτσι έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα παρεχόμενα σ’ αυτόν δικαιώματα, αλλά όταν κάνει την επιλογή του, ασκώντας το ένα απ’ αυτά (όπως εν προκειμένω εκείνο της μειώσεως αμοιβής), δεν μπορεί να παραιτηθεί απ’ αυτό και να ασκήσει άλλο, διότι η επιλογή του ενός αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή είτε κυρίως (σωρευτικά) είτε επικουρικώς και δεν μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούληση του εργοδότη. Σύμφωνα δε με τον κανόνα του άρθρου 306 ΑΚ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω πρώτη επιλογή για μείωση αμοιβής είναι αμετάκλητη, ενώ η επικουρική διατύπωση δεύτερης επιλογής (αποζημίωση) δεν λαμβάνεται υπόψη διότι το δικαίωμα επιλογής ήδη αναλώθηκε. Συνακόλουθα, απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη είναι και η προβαλλόμενη κατ’ άρθρο 440 ΑΚ ένσταση συμψηφισμού, ελλείψει ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό. Περαιτέρω, η εναγόμενη αντιτάσσει επικουρικά στην επίδικη αξίωση της ενάγουσας το δικαίωμα επίσχεσης για το ποσό των 90.718,40 ευρώ, που η ίδια κατέβαλε για τη διόρθωση των ελαττωμάτων, κατά τ’ ανωτέρω, και ζητεί όπως, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή, καταδικαστεί στην καταβολή του επιδικασθέντος ποσού υπό τον όρο της ταυτόχρονης εξόφλησης του ως άνω ποσού από την ενάγουσα, νομιμοτόκως. Τέλος, προβάλλει επικουρικά την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, υποστηρίζοντας ότι αρνείται την καταβολή της αμοιβής της ενάγουσας για όσο χρόνο η τελευταία δεν εκπληρώνει την ανωτέρω παροχή που τη βαρύνει. Οι τελευταίοι ισχυρισμοί πρέπει να απoρριφθούν ως νόμω αβάσιμοι διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη (Β), εφόσον η εναγόμενη δεν επικαλείται ότι το εκτελεσθέν έργο είναι τελείως διάφορο του συμφωνηθέντος, δεν μπορεί κατά της αγωγής του εργολάβου για καταβολή της αμοιβής του να αντιτάξει την ένσταση επισχέσεως (άρθρα 325, 329 ΑΚ) ή την ένσταση μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης (άρθρο 374 ΑΚ). (Δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 340 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και στην οποία επαναδιατυπώθηκε η παρ. 2 του ήδη καταργηθέντος άρθρου 270 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, τα οποία εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά σωρευτικά και παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ – ερμηνευτικό συμπλήρωμα (μετά τον ν. 4335/2015), υπό το άρθρο 340]. Έτσι, στην πρωτοβάθμια τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δε λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δε συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νομική διαδικασία (σχετ. ΑΠ 1707/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠολΔ), και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 433 ΚΠολΔ, πρβλ. και άρθρο 160 ΑΚ) ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Επομένως, ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες «ιδιόγραφες σημειώσεις» χωρίς καμιά υπογραφή δεν έχει, καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 ΚΠολΔ. Δεν παύει όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. β΄ ΚΠολΔ -ήδη 340 παρ. 1 ΚΠολΔ- και συνεπώς λαμβάνεται υπόψη στην τακτική διαδικασία (πρβλ. ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003.937). Από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Τ. και Π. Χ. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, με την κάτωθι αυτής από 19.3.2018 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 19.3.2018 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου), σύμφωνα και με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στο υπό στοιχ. (Β) μέρος της παρούσας, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Ξ., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Σωτηρίας Κουλούρη, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Φ.), σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως (τα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα σε επίσημη μετάφραση), άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη απόσπασμα του από 2.7.2016 Pro Forma Invoice / Ανάλυση Εργασιών, που εξέδωσε η «…», το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο και εκτιμάται ελεύθερα, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη νομική σκέψη, χωρίς ωστόσο να λαμβάνονται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων τα κάτωθι έγγραφα που προσκομίζει η εναγόμενη: α) η επικαλούμενη «έκθεση …», καθόσον συνιστά δήλωση – μαρτυρία τρίτου και συγκεκριμένα του Κωνσταντίνου Τσαούση που κατά την κρίση του Δικαστηρίου έγινε επίτηδες, για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη πολιτική δίκη, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι δε φέρει ημερομηνία ούτε προκύπτει ο λόγος για τον οποίο συντάχθηκε, χωρίς να δοθεί κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, με συνέπεια ν’ αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 743/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2004 ΕλλΔνη 2005.1408) και β) η από 2.4.2018 βεβαίωση της δικηγόρου Ηρούς Μπέη, για τους προαναφερθέντες λόγους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 30.1.2016 έγγραφης προσφοράς της ενάγουσας εταιρείας σχετικά με την ανακατασκευή του άνω καταστρώματος του υπό σημαία Λιβερίας σκάφους αναψυχής – Θ/Γ “…” (ΙΜΟ …), με Δ.Δ.Σ. ELXW8, κ.ο.χ. 826, πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, την οποία η τελευταία αποδέχθηκε με το από 1.2.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) του Α. Ξ., στα πλαίσια της άτυπης διαχείρισης του σκάφους αυτού από τη διατηρούσα νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία στον Πειραιά λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία «…», συνήφθη σύμβαση έργου μεταξύ των αντιδίκων εταιρειών, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ανέλαβε να προβεί στα απαιτούμενα ναυπηγικά και μηχανολογικά σχέδια, να υποβάλει αυτά στον νηογνώμονα προς έγκριση για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, εφόσον απαιτηθεί, καθώς και να κατασκευάσει, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του κατασκευαστή, και εγκαταστήσει σταθερά έπιπλα στο σκάφος, μαζί με τα εξαρτήματά τους. Σχετικά συμφωνήθηκε ειδικά ότι «τα έπιπλα θα έχουν επιφάνεια λεία και θα είναι έτοιμα για την εφαρμογή της τελικής βαφής». Τέλος, συμφωνήθηκε ότι τα παραδομένα έπιπλα θα βάφονταν εξωτερικά με την εφαρμογή τελικού χρώματος, σύμφωνα με τις προδιαγραφές και το χρώμα των υφιστάμενων χρωμάτων του σκάφους. Η αμοιβή της εργολήπτριας ενάγουσας για την εκπόνηση της ναυπηγικής και τεχνικής μελέτης, καθώς και την κατασκευή, προμήθεια και τοποθέτηση των επιπλώσεων του καταστρώματος, μαζί με τα βοηθητικά εξαρτήματα και τον εξοπλισμό τους, ορίστηκε στο ποσό των 123.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ενώ η αμοιβή για τη βαφή των νέων επίπλων εξωτερικού χώρου ορίστηκε στο ποσό των 400 ευρώ ανά τ.μ., πλέον ΦΠΑ, προβλέφθηκε δε η παράδοση του έργου τρεις (3) μήνες μετά την επιβεβαίωση της παραγγελίας και την έγκριση του τρισδιάστατου μοντέλου των επίπλων από τον σχεδιαστή. Περαιτέρω, η εναγόμενη εταιρεία ανέθεσε στην ενάγουσα πρόσθετες εργασίες, μεταξύ των οποίων την κατασκευή τραπεζιών με ανοξείδωτα στοιχεία και αφαιρούμενες όψεις από ενισχυμένο πλαστικό για τα πρυμναία τραπέζια, την προμήθεια και τοποθέτηση πρόσθετων ντουλαπιών, συμπεριλαμβανομένων κλείστρων, μεντεσέδων και θυρών, την προμήθεια και εγκατάσταση οκτώ ηχείων ναυτικού τύπου, τη μελέτη και εγκατάσταση συστήματος τέντας στο κατάστρωμα της θαλαμηγού, η εκτέλεση και το κόστος των οποίων δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη εταιρεία, συναγόμενης ως προς αυτά σιωπηρής ομολογίας της (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Η εκτέλεση των προαναφερθεισών εργασιών ξεκίνησε την 1η.2.2016 και ολοκληρώθηκε στις 4.7.2016, λόγω καθυστερήσεων που σημειώθηκαν στην εγκατάσταση του συστήματος τέντας, ενώ οι εργασίες που είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική προσφορά της ενάγουσας εργολήπτριας είχαν ολοκληρωθεί από τις αρχές Ιουνίου 2016. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της σύμβασης έργου, η ενάγουσα ανέθεσε στην εταιρεία με την επωνυμία «….», κατόπιν της από 22.2.2016 έγγραφης προσφοράς της τελευταίας, ως υπεργολάβου, έναντι αμοιβής της 61.250 ευρώ πλέον ΦΠΑ, την κατασκευή καναπέδων ειδικού τύπου (AFT SD Sofa with BRD R4 και FORE SD Sofa with BRD R4) από ενισχυμένα πολυμερή, τα καλούπια των οποίων θα κατασκευάζονταν σε τεμάχια που εν συνεχεία θα συναρμολογούνταν και θα καταστρέφονταν κατά το ξεκαλούπωμα. Κατά την παράδοση των καναπέδων αυτών, η ενάγουσα εταιρεία διαπίστωσε, πράγμα που αποδέχθηκε η προμηθεύτρια εταιρεία («….»), ότι τα έπιπλα παρουσίαζαν ελαττώματα τέτοια που δεν επέτρεπαν την άμεση βαφή τους, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των αντιδίκων εταιρειών, αλλά έχρηζαν τοπικής επισκευής. Κατόπιν σχετικής απαίτησης της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρείας, που επιθυμούσε την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισης προκειμένου η θαλαμηγός να αποπλεύσει κατά τη θερινή περίοδο, η ενάγουσα παρέλαβε το έργο που της παρέδωσε η υπεργολάβος, συντάχθηκε δε σχετικά το από 16.5.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο συμφωνήθηκε η αναπροσαρμογή του τιμήματος της σύμβασης σε 47.400 ευρώ, αντί για το αρχικά συμφωνηθέν ποσό των 61.250 ευρώ, υπό τον όρο μη διόρθωσης των ελαττωμάτων και μη κατασκευής των θυρών των ντουλαπιών των εν λόγω επίπλων, το οποίο καταβλήθηκε πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ (βλ. σχετ. το υπό στοιχεία … τιμολόγιο πώλησης της «….» συνολικού ποσού 58.302 ευρώ). Ο αναλυτικός λογαριασμός του επίδικου έργου αποτυπώνεται στα με ημερομηνία 19.7.2016 και 11.11.2016 έγγραφα της ενάγουσας, σύμφωνα δε με το τελευταίο, προκύπτει το ακόλουθο κόστος των επιμέρους εργασιών: 1. Εργασίες ανακατασκευής του άνω καταστρώματος βάσει της από 30.1.2016 (Q1601) προσφοράς της ενάγουσας, 123.000 ευρώ. 2. Εργασίες βαφής βάσει της ανωτέρω προσφοράς συνολικής επιφάνειας 75,75 τ.μ., με τιμή 400 ευρώ/ τ.μ., 30.300 ευρώ. 3. Κόστος υλικών που υπερβαίνουν τον προϋπολογισμό όπως είχε συμφωνηθεί με την αρχική προσφορά, (6.400 + 9.900 =) 16.300 ευρώ. 4. Εγκατάσταση συστήματος τέντας (μελέτη και εγκατάσταση), (3.200 + 2.800 + 1.400 + 2.000 + 600 + 400 + 2.600 + 2.400 + 800 ευρώ). 5. Ηχεία (1.352,85 + 800 + 5.000 + 1.800 + 1.600 ευρώ), και συνολικά το ποσό των 196.352,85 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% 47.124,68 ευρώ, ήτοι 243.477,53 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία κατέβαλε στις 8.2.2016 το ποσό των 24.600 ευρώ, στις 3.7.2016 το ποσό των 24.600 ευρώ, στις 23.5.2016 το ποσό των 49.200 ευρώ, στις 16.8.2016 το ποσό των 24.600 ευρώ και στις 16.8.2016 το ποσό των 29.520 ευρώ (ΦΠΑ 24% επί του ποσού των 123.000 ευρώ), με συνέπεια ν’ απομένει υπόλοιπο προς πληρωμή το ποσό των 73.352,85 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου δε ΦΠΑ το ποσό των 90.957,53 ευρώ. Η εναγόμενη δεν αρνείται την εκτέλεση του έργου από την ενάγουσα ούτε αμφισβητεί τις επιμέρους χρεώσεις των εκτελεσθεισών εργασιών, προβάλλει, όμως, κατά τα προαναφερθέντα, ένσταση μείωσης της αμοιβής της εργολήπτριας ενάγουσας, λόγω των ελαττωμάτων που παρουσίασαν οι καναπέδες. Σχετικά γίνεται δεκτό ότι τα ελαττώματα των καναπέδων χαρακτηρίζονται ουσιώδη, αν και δεν κατέστησαν άχρηστους τους καναπέδες, διότι αποτελούσε συνομολογημένη ιδιότητα αυτών η παράδοση και εγκατάστασή τους επί του πλοίου με λεία επιφάνεια, ώστε να είναι έτοιμοι για την εφαρμογή της τελικής βαφής. Η άσκηση από την εναγόμενη του εκλεκτικού δικαιώματός της μείωσης της εργολαβικής αμοιβής, κατ’ άρθρα 689 – 688 ΑΚ, πρέπει να υπολογιστεί βάσει της αναλογίας που υπήρχε, κατά τον χρόνο μεταστάσεως του κινδύνου, μεταξύ της (αντικειμενικής) αξίας του έργου χωρίς την έλλειψη και στην αξία του με την έλλειψη, οπότε το αντίστοιχο προς αυτήν ποσοστό ν’ αφαιρεθεί από τη συμφωνηθείσα αμοιβή (βλ. Ι. Δεληγιάννη, εις Δεληγιάνη – Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τ. II, έκδ. 1992, σελ. 243 επ.). Εν προκειμένω η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι προς αποκατάσταση των ελλείψεων, και συγκεκριμένα για την προετοιμασία και το «γέμισμα» της επιφάνειας των επίπλων προκειμένου να ευθυγραμμιστούν και εν συνεχεία να βαφούν, ενόψει του πιεστικού χρονοδιαγράμματος και των ωρών υπερωριακής απασχόλησης που απαιτήθηκαν, κατέβαλε ως αμοιβή προς την τρίτη εργολήπτρια εταιρεία «…» το ποσό των 1.200 ευρώ/τ.μ., και συνολικά για τα 60 τ.μ. επιφάνειας των επίπλων το ποσό των 72.000 ευρώ, σχετικά δε προσκομίζει και επικαλείται απόσπασμα του από 2.7.2016 τελικού προτιμολογίου, καθώς και δύο τιμολόγια της εταιρείας αυτής, υπ’ αριθ. 13/27.5.2016 και 15/2.8.2016, ποσού αντίστοιχα (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) 430.500 και 179.800 ευρώ, στα οποία ισχυρίζεται ότι συμπεριλαμβάνεται η αμοιβή της «…» και για τις εργασίες διόρθωσης των ελαττωμάτων των καναπέδων. Επομένως, προβάλλει με τις προτάσεις της ένσταση μείωσης της εργολαβικής αμοιβής κατά το ποσό των 90.718,40 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Ωστόσο, κρίσιμη εν προκειμένω είναι μόνο η αναλογία της αξίας του έργου, με και χωρίς το ελάττωμα, κατά τον χρόνο παραλαβής αυτού, και όχι το ποσό που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι κατέβαλε για τη διόρθωση (λείανση – στοκάρισμα) των επιφανειών των καναπέδων, το οποίο, σημειωτέον, υπερβαίνει το κόστος κατασκευής τους και το οποίο θα ενδιέφερε εάν η εναγόμενη αξίωνε αποζημίωση για τυχόν δαπάνες στις οποίες αυτή υποβλήθηκε λόγω των ελαττωμάτων (πρβλ. ΠΠρΘεσ 122/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να επιλέξει τη διόρθωσή τους από την κατασκευάστρια εργολήπτρια εταιρεία, μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνσή της, όπως καταθέτει μετά λόγου γνώσεως ο διαχειριστής της εταιρείας «….» Π. Χ. στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή του, η δε κατάθεσή του δεν αντικρούεται με αντίστοιχη ένορκη βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου της «…». Βάσει των ανωτέρω, η μείωση της αμοιβής της εργολήπτριας ενάγουσας εταιρείας πρέπει να υπολογισθεί στο ποσό των 11.850 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στη μειωμένη αξία του έργου λόγω των ελαττωμάτων κατά τον χρόνο παραλαβής του και αποτυπώνει το εύλογο κόστος αποκατάστασής τους. Συνακόλουθα, κατ’ αποδοχήν εν μέρει ως και κατ’ ουσία βάσιμης της ενστάσεως της εναγομένης περί μειώσεως της εργολαβικής αμοιβής, η οποία (μείωση) καθ’ υποφοράν γίνεται δεκτή με την υπό κρίση αγωγή, το υπόλοιπο της αμοιβής που δικαιούται να λάβει η ενάγουσα για το εκτελεσθέν έργο ανέρχεται στο ποσό των (73.352,85 – 11.850 = ) 61.502,85 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 61.502,85 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της 21ης.2.2017, οπότε αποδεικνύεται ότι οχλήθηκε για την καταβολή των οφειλομένων με την επίδοση της από 20.2.2017 εξώδικης δήλωσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), πλέον του ποσού του ΦΠΑ που αναλογεί σ’ αυτό, υπολογιζόμενο με βάση το ποσοστό του φόρου αυτού που θα ισχύει κατά τον χρόνο της καταβολής και έκδοσης των οικείων παραστατικών (βλ. ΑΠ 535/2018 ό.π.) και με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του πιο πάνω ποσού των 61.502,85 ευρώ (βλ. ΕφΠειρ 724/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εντεύθεν καθυστέρηση στην εκτέλεση κατά την κρίση του δικαστηρίου μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον διάδικο που νίκησε και συνεπώς η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη (άρθρα 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Το παραδεκτά υποβληθέν κατ’ άρθρο 686 παρ. 5 ΚΠολΔ με τις προτάσεις της ενάγουσας αίτημα λήψης ασφαλιστικών μέτρων και συγκεκριμένα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης επί της θαλαμηγού (άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ) πρέπει ν’ απορριφθεί κατ’ ουσίαν, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε επικείμενος κίνδυνος / επείγουσα περίπτωση, συνιστάμενος στην πρόθεση της εναγόμενης ν’ αποξενωθεί από το εν λόγω -μοναδικό, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας- περιουσιακό στοιχείο, ούτε πιθανολογήθηκε ότι η εναγόμενη είναι αφερέγγυα, καθώς δεν προέκυψε η ύπαρξη οφει­λών της προς τρίτους, τις οποίες η ίδια αδυνατεί να καλύψει. Τέλος πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ανάλογο με την έκταση της νίκης αυτής [άρθρα 176, 178 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (61.502,85 €), νομιμοτόκως από την επομένη της 21ης.2.2017, πλέον του ποσού του ΦΠΑ που αναλογεί σ’ αυτό, υπολογιζόμενο με βάση το ποσοστό του φόρου αυτού που θα ισχύει κατά τον χρόνο της καταβολής και έκδοσης των οικείων παραστατικών και με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του πιο πάνω ποσού των 61.502,85 ευρώ και μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ