ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 587/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π……. (οδός Α. Δ. 31) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Χριστίνα Σφαέλου του Φιλίππου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Πειραιά, οδός …, που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π……. (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. … του …, κατοίκου Π. Π. Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Ελένη Σωτήραλη του Αναστασίου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Πειραιά, οδός …, που προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.12.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 23.5.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα και ο δεύτερος των εναγομένων έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28.12.2017 και η μεν ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 5.4.2018, ο δε δεύτερος των εναγομένων στις 4.4.2018, νομίμως υπογεγραμμένες από τις πληρεξούσιες δικηγόρους τους, δυνάμει αντίστοιχα α) του από 31.3.2018 πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας … (βλ. σχετ. την υπ’ Αριθ. Πρωτ. … Βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) και β) του από 2.4.2018 πληρεξουσίου του δεύτερου εναγόμενου, νομίμως συνταγέντων κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ. Αντίθετα, η πρώτη εναγόμενη δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Α. Α., με την κάτωθι αυτής από 29.12.2017 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την ταυθήμερη βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών, επιδόθηκε στην απολιπόμενη πρώτη εναγόμενη νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 γ΄, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Πρέπει, ωστόσο, να διερευνηθεί η σχέση της με τον παριστάμενο ομόδικό της, όπως κατωτέρω αναλύεται, προκειμένου να κριθεί η συμμετοχή της ή μη στην παρούσα δίκη.
(Β) Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου (barebοat charter party, affretement cοque nue), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου έxει υποχρέωση να παραδώσει στον αντισυμβαλλόμενό του αντί συμφωνημένου κατά xρόνο ναύλου το πλοίο για ορισμένο χρονικό διάστημα, κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς πλοίαρχο και πλήρωμα, τους τελευταίους δε προσλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου. Στην έννοια της χρήσης τούτου περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσής του από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική. Το είδος αυτό της χρονοναύλωσης προσομοιάζει με την απλή μίσθωση πράγματος και οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που τη διέπουν δεν μπορούν να τεθούν εκποδών (ΕφΠειρ 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121). Άλλωστε, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δε γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΕφΠειρ 82/2006 ΕΝαυτΔ 2006.290, ΕφΠειρ 901/2005 ΕΝαυτΔ 2005.265, ΠΠρΠειρ 3105/2007 ΕφΑΔ 2008.521). Περαιτέρω, από το άρθρο 871 ΑΚ προκύπτει ότι για τη νόμιμη κατάρτιση του συμβιβασμού αρκεί να υπάρχει σε όλους τους συμβαλλομένους έριδα ή αβεβαιότητα ως προς τη γέννηση, την ύπαρξη, την έκταση ή τις συνέπειες κάποιας έννομης σχέσεως, αδιαφόρως αν αυτή είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και των λόγων από τους οποίους αυτή προέρχεται και η έριδα ή αβεβαιότητα αυτή να αίρεται με αμοιβαίες υποχωρήσεις που δεν είναι απαραίτητο να είναι της αυτής αξίας ή σημασίας ή απολύτως ανάλογες και οι οποίες μπορεί να είναι ποικίλης φύσεως νομικής ή πραγματικής με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο συμβιβασμός, που αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση στην οποία εφαρμόζονται ως προς τις συνέπειες της αδυναμίας παροχής, υπερημερίας εκπληρώσεως, υπαναχωρήσεως κ.λπ. οι γενικά ισχύοντες γι’ αυτούς κανόνες, δεν υπόκειται καταρχήν σε ορισμένο τύπο και μπορεί να συμφωνηθεί υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική. Ειδικότερα, μπορεί να ορισθεί ότι η με τον συμβιβασμό γενόμενη παραίτηση από αξίωση ή αναγνώριση αυτής γίνεται υπό την αναβλητική αίρεση της εκ μέρους του ετέρου των συμβαλλομένων εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του ή ισχύει υπό την ομοία διαλυτική αίρεση. Οι συνέπειες της πληρώσεως ή ατονίας της αιρέσεως κρίνονται κατά το κοινό δίκαιο (ΑΚ 201 επ.). Σε περίπτωση δε παραιτήσεως από αξίωση, η απόσβεση δεν επέρχεται ή η αποσβεσθείσα απαίτηση αναβιώνει αναλόγως εφόσον δεν πληρώνεται ή άμα πληρωθεί η αίρεση (βλ. ΕφΑθ 3791/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Παπαδημητρόπουλο σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 871 αρ. 2). Η αίρεση, αναβλητική ή διαλυτική, συνήθως διατυπώνεται ρητά στη δικαιοπραξία, εκφραζόμενη άλλοτε μεν το «εάν», άλλοτε δε με τη φράση «υπό τον όρο» ή με άλλη παρόμοια φράση. Δεν αποκλείεται όμως να συνάγεται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας κατά τους κανόνες περί ερμηνείας των δικαιοπραξιών. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 202 ΑΚ, αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (διαλυτική αίρεση), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό, παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγουμένη κατάσταση, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια και μάλιστα δήλωση υπαναχώρησης, η οποία άλλωστε, εφόσον κατά τη βούληση των συμβαλλομένων αυτοδικαίως ατονεί η σύμβαση μόλις πληρωθεί η αίρεση, στερείται κάθε έννοιας και αντικειμένου (ΑΠ 848/2008 ΧρΙΔ 2009.28). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 210 του ίδιου Κώδικα, αν με τη δικαιοπραξία έχει οριστεί ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από ορισμένο χρονικό σημείο (αναβλητική προθεσμία) ή παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο (διαλυτική προθεσμία), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις αναβλητικές και τις διαλυτικές αιρέσεις. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων (άρθρα 202, 210 ΑΚ) προκύπτει ότι, αν η ανατροπή των αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτήθηκε από την επέλευση γεγονότος μέλλοντος και αβέβαιου εντός ορισμένης προθεσμίας, όταν επέλθει το γεγονός εντός της προθεσμίας αυτής ανατρέπονται τα ήδη επελθόντα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προ της δικαιοπραξίας κατάσταση (ΑΠ 348/1976 ΝοΒ 1976.867, ΕφΑθ 5983/1987 ΕλλΔνη 1989.1359). Η διαπίστωση δε της περί τούτου βουλήσεως των μερών, κατά πόσο ήθελαν να εξαρτήσουν από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας την ανατροπή των αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας ή απέβλεψαν σε κάτι άλλο, αποτελεί ζήτημα πραγματικό (ΠΠρΘεσ 9503/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι, δυνάμει του καταρτισθέντος στον Πειραιά, στις 12.2.2015, ιδιωτικού συμφωνητικού ναυλώσεως ορισμένου χρόνου μεταξύ αυτής και της α΄ εναγόμενης εταιρείας, εκναυλώθηκε στην τελευταία «γυμνό» το ανήκον στην πλοιοκτησία της ίδιας (ενάγουσας) δεξαμενόπλοιο εφοδιαστικό πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, προκειμένου να εφοδιάζει πλοία με ναυτιλιακά καύσιμα στην ευρύτερη περιοχή Καλών Λιμένων Κρήτης και των διεθνών υδάτων, εξαιρουμένου του λιμένα Πειραιά. Ότι η ένδικη χρονοναύλωση συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια διετή, ήτοι από τις 12.2.2015 έως την 1.2.2017, έναντι μισθώματος που ορίσθηκε στο ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως, πλέον αναλογούντος ΦΠΑ και άλλων εισφορών και κρατήσεων, η πληρωμή του οποίου συμφωνήθηκε να γίνεται εντός των τριών (3) πρώτων εργασίμων ημερών εκάστου μηνός, σε περίπτωση δε καθυστέρησης της πληρωμής του ναύλου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) εργασίμων ημερών από την άνω τακτή ημερομηνία, η ενάγουσα θα είχε το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης. Ότι περαιτέρω ρητά συμφωνήθηκε ότι η παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη, η λύση και θέση του σε εκκαθάριση και η παύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας / αφερεγγυότητά του θα παρείχε το δικαίωμα στο έτερο να καταγγείλει τη σύμβαση. Ότι εν συνεχεία, δυνάμει του από 15.4.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού ανάληψης εφοπλισμού, που κατατέθηκε στα νηολόγια Πειραιά, η ενάγουσα ανέθεσε τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου της στην α΄ εναγόμενη εταιρεία, για τη χρονική περίοδο 15.4.2015-1.2.2017. Ότι η ενάγουσα υπήρξε συνεπής στην τήρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η α΄ εναγόμενη, όμως, αναίτια και αντισυμβατικά δεν κατέβαλε τους ναύλους Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2015, από τον Ιανουάριο δε του 2016 και εντεύθεν σταμάτησε να καταβάλλει τον συμφωνηθέντα ναύλο. Ότι, κατόπιν των επανειλημμένων οχλήσεων της ενάγουσας, η α΄ εναγόμενη της κοινοποίησε στις 22.11.2016 εξώδικη δήλωση καταγγελίας της από 12.2.2015 σύμβασης ναύλωσης, επικαλούμενη ότι η εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου είχε καταστεί ασύμφορη λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών και ότι είχαν δημιουργηθεί δυσχέρειες στην ασφαλή διαχείριση του πλοίου από τη λήξη του Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης αυτού στις 17.5.2016. Ότι η ενάγουσα απάντησε με την από 22.12.2016 εξώδικη δήλωσή της και κάλεσε την α΄ εναγόμενη να καταβάλει έως τις 31.12.2016 το ποσό των 111.919,58 ευρώ, άλλως των 117.919,58 ευρώ, ήτοι 86.450 ευρώ για οφειλόμενους ναύλους, 25.469,58 ευρώ γι’ ασφάλιστρα, πλέον 6.000 ευρώ για καύσιμα. Ότι η ενάγουσα αποδέχθηκε την πρόταση των εναγομένων και καταρτίσθηκε η από 28.12.2016 έγγραφη σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού, με την οποία συμφωνήθηκε ότι δεν ετίθετο θέμα καταγγελίας των ως άνω συμβάσεων, οι οποίες τελούσαν εν ισχύ με ημερομηνία λήξης την 1.2.2017, περαιτέρω αναγνωρίστηκαν οι προαναφερθείσες οφειλές της α΄ εναγόμενης προς την ενάγουσα και συμφωνήθηκε η μερική άφεση του χρέους ως προς τους οφειλόμενους ναύλους στο ύψος των 15.000 ευρώ, υπό τον όρο ότι θα τηρούνταν όλοι οι υπόλοιποι όροι της σύμβασης εφοπλισμού και της προκείμενης (από 28.12.2016) σύμβασης, ενώ διακανονίστηκε η καταβολή του σε δύο δόσεις των 7.500 ευρώ εκάστη, η πρώτη με την υπογραφή του συμφωνητικού και η δεύτερη εντός του μήνα Ιανουαρίου 2017. Ότι ο β΄ εναγόμενος, που παρουσιαζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της επίδικης συνεργασίας ως πραγματικός «εφοπλιστής» και διαχειριστής της α΄ εναγόμενης εταιρείας, συνεβλήθη ως εγγυητής υπέρ της α΄ εναγόμενης για την καλή εκτέλεση του από 28.12.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, την πληρωμή των ναύλων και την τήρηση των λοιπών υποχρεώσεων, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτήν στην περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων. Ότι έκτοτε οι εναγόμενοι δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, καθόσον οδήγησαν το πλοίο στη Σαλαμίνα στις 20.2.2017, ενώ η σύμβαση ναύλωσης είχε ήδη λήξει την 1.2.2017, και μάλιστα το εγκατέλειψαν χωρίς πλήρωμα και φύλαξη, σε κακή κατάσταση, δεν πλήρωσαν τον αναλογούντα στο εικοσαήμερο αυτό ναύλο, δεν προέβησαν σε πρωτόκολλο επαναπαράδοσης του πλοίου, το οποίο τελικά παραδόθηκε στις 12.5.2017 και, ενώ μετά την άφιξη του πλοίου στη Σαλαμίνα τα πιστοποιητικά του έληξαν, ουδέν έπραξαν για την ανανέωσή τους. Ότι η ενάγουσα με το από 28.3.2017 εξώδικό της, στο οποίο περιέλαβε τις ανωτέρω συμβατικές παραβάσεις, τούς γνωστοποίησε την ανατροπή των αποτελεσμάτων της σύμβασης εξώδικου συμβιβασμού, λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης, με συνέπεια να έχει επανέλθει αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση και να έχουν αναβιώσει οι οφειλές της α΄ εναγόμενης από την επίδικη σύμβαση ναύλωσης, για την πληρωμή των οποίων ήταν αλληλεγγύως υπόχρεος μ’ εκείνη ο β΄ εναγόμενος, και ζήτησε την άμεση καταβολή ποσού 90.050 ευρώ, που οφειλόταν για ναύλους έως την 30ή.3.2017. Ότι, πέραν των οφειλών που περιγράφονται στο από 22.12.2016 εξώδικο της ενάγουσας για ναύλους και ασφάλιστρα, οι εναγόμενοι έπρεπε να καταβάλουν τον συμφωνηθέντα ναύλο και για την περίοδο από τον Ιανουάριο 2017 έως και τις 12.5.2017, ποσού 27.200 ευρώ, πλέον της αξίας 7 μ.τ. καυσίμων, ανερχόμενης στο ποσό των 2.989 ευρώ. Ενόψει τούτων, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το συνολικό ποσό των 134.760,64 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόµενο και αίτημα η κρινόµενη αγωγή, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά Α. Α., κατά τα προαναφερθέντα υπό (Α), ως προς την πρώτη εναγόμενη, και από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας Α. Α., με την κάτωθι αυτής από 29.12.2017 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Ελληνικού, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την ταυθήμερη βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, αρµοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1α, 2 και 3Α – Βε του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 105, 107, 108, 149 του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), 361, 574 επ., 601, 608, 201 επ., 454, 481, 847, 850, 851, 871, 873, 340, 345 εδ. α΄ και 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προσκομίζονται τα κατ’ άρθρ. 61 ν. 4194/2013 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. προσκομιζόμενα γραμμάτια ΔΣΠ), έχει δε καταβληθεί και το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις [βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα e-παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων με κωδικό …, σε συνδυασμό με την από 19.4.2018 βεβαίωση εξόφλησης της “Τράπεζας Π…………” (μέσω winbank)].
(Γ) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Από αυτήν την περιορισμένη και συγκυριακή καθ’ υποκείμενο επέκταση του ευμενούς μόνο δεδικασμένου, δεν έπεται ότι μεταξύ τους, δηλαδή μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή υπάρχει γενικά και εκ προοιμίου δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 περίπτ. β΄ ΚΠολΔ (επέκταση της ισχύος της εκδιδόμενης απόφασης και στους δύο). Αντίθετη εκδοχή, θα διεύρυνε κατ’ αποτέλεσμα το άρθρο 328 ΚΠολΔ και θα υπερέτεινε αδικαιολογήτως το γράμμα και τον σκοπό της διάταξης του άρθρου 76 παρ. 1 περίπτ. β΄ ΚΠολΔ, θα ήταν δε και ασυμβίβαστη προς την κατά το ουσιαστικό δίκαιο αυτοτέλεια της άμυνας του καθενός (ΑΚ 853). Επιπλέον η απόλυτη αυτή άποψη θα κατέληγε συχνά σε διαδικαστικές δυσχέρειες και θα επέφερε εκ προοιμίου και γενικώς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και απαράδεκτα. Επομένως, επιβάλλεται η εφαρμογή των αρχών της αναγκαίας ομοδικίας μόνο στις περιπτώσεις όπου το ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί, αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση πρωτοφειλέτη και εγγυητή ως προς την ύπαρξη του χρέους, ενώ, αντίθετα, επιβάλλεται η εφαρμογή των κανόνων της απλής ομοδικίας όταν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, όπως στην περίπτωση που ο εγγυητής προβάλλει προσωπικές ενστάσεις (ΑΠ 338/2017, ΑΠ 1279/2017, ΑΠ 1598/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1917/2002 ΕλλΔνη 2004.1070). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Ειδικότερα, η ένσταση παραγραφής πρέπει να περιέχει τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και κυρίως τον χρόνο έναρξης και λήξης αυτής, για να κριθεί αν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος από το νόμο χρόνος της, τις προϋποθέσεις, σε περίπτωση βραχυχρόνιας παραγραφής, που συνιστούν απόκλιση από τον γενικό κανόνα της παραγραφής και σχετικό αίτημα (ΑΠ 1139/2002 ΕλλΔνη 2004.473, ΑΠ 1160/1991 Δ 1992.666, ΕφΠειρ 32/2008 ΕΝαυτΔ 2008.128). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αντικειμενική καλή πίστη είναι η ευθύτητα και εντιμότητα που υπαγορεύεται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης, χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που συνυπάρχει στο δικαίωμα από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλ. έκδηλη αντίθεση προς αυτά (ΑΠ 615/1994 ΕλλΔνη 1995.340), είναι δε προφανής η υπέρβαση των ορίων αυτών, όταν προκαλείται έντονα η εντύπωση της αδικίας (ΑΠ 599/1995 ΕλλΔνη 1996.347, ΕφΑθ 1426/2005 ΕΔΠολ 2005.334).
Ο β΄εναγόμενος με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, υποστηρίζοντας ότι η α΄ εναγόμενη εταιρεία υπήρξε συνεπής στην τήρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων εκ του από 28.12.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, με συνέπεια να μην έχει ενεργοποιηθεί ούτε η δική του ευθύνη ως εγγυητή. Περαιτέρω, προβάλλει ένσταση ενιαύσιας παραγραφής, κατ’ άρθρο 289 ΚΙΝΔ, όσον αφορά στις ένδικες αξιώσεις που ανέρχονται στο έτος 2015, ήτοι σε ναύλους συνολικού ποσού 12.300 ευρώ και σε ασφάλιστρα συνολικού ποσού 25.469,48 ευρώ. Η ένσταση αυτή κρίνεται αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη καθόσον δεν παρατίθενται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα και με τ’ ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, τα γεγονότα που θεμελιώνουν αυτήν (ένσταση), δηλαδή η έναρξη του χρόνου παραγραφής, η αδράνεια της ενάγουσας και η παρέλευση του απαιτούμενου χρόνου για τη λήξη της παραγραφής. Ο β΄ εναγόμενος υποστηρίζει, επίσης, καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας προς καταβολή των οφειλομένων ναύλων και ασφαλίστρων λόγω μη τήρησης των όρων της από 28.12.2016 σύμβασης συμβιβασμού με την οποία είχαν περιοριστεί οι απαιτήσεις της, καθόσον ουδεμία παράβαση των συμβατικών όρων υπήρξε, και συγκεκριμένα οι ναύλοι καταβλήθηκαν στις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, το πλοίο παραδόθηκε εγκαίρως και σε άριστη κατάσταση, με τα πιστοποιητικά του, η μη καταβολή των ασφαλίστρων οφειλόταν στη μη σύμπραξη της ενάγουσας με την επίδειξη των σχετικών παραστατικών, ενώ η τελευταία καθυστέρησε στην παραλαβή του πλοίου, ζητεί δε την απόρριψη της αγωγής και ως προς την εγγυητική του ευθύνη. Διατυπούμενος ως άνω ο ισχυρισμός αυτός του β΄ εναγόμενου προς θεμελίωση της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως είναι ορισμένος και νόμω βάσιμος, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Τέλος, ο β΄ εναγόμενος προβάλλει επικουρικώς τον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, άλλως συνυπαιτιότητας της ενάγουσας εταιρείας σε ποσοστό 95% στην πρόκληση της ζημίας της, καθόσον η ίδια κατ’ ουσίαν επεδίωξε με κάθε τρόπο τη μη τήρηση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός περί αποκλειστικού πταίσματος της ενάγουσας συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΟλΑΠ 1115/1986 ΝοΒ 1987.769, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 2001.75), ενώ ο ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος αποτελεί νόμιμη ένσταση κατ’ άρθρο 300 ΑΚ (ΑΠ 485/2001 ΕλλΔνη 2002.384, ΑΠ 763/2000 ό.π.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τα εκτεθέντα και συμφώνως προς τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις προκύπτει ότι μεταξύ του β΄ των εναγομένων, ως εγγυητή, και της συνεναγόμενής του απολιπόμενης, κατά τα ανωτέρω υπό (Α), ναυτικής εταιρείας, ως πρωτοφειλέτριας, δημιουργήθηκε με την κοινή παθητική εναγωγή τους αναγκαστική ομοδικία, και τούτο (δημιουργία αναγκαστικής μεταξύ τους ομοδικίας) εκ του ότι ο β΄ εναγόμενος προβάλλει κοινή υπεράσπιση ως προς την ύπαρξη και την έκταση της αγωγικής κυρίας οφειλής αμφοτέρων των εναγομένων προς την αντίδικό τους (πρβλ. ΑΠ 1279/2017 ό.π.). Επομένως, η πρώτη εναγόμενη πρέπει να θεωρηθεί αντιπροσωπευόμενη από τον παριστάμενο αναγκαίο ομόδικό της β΄ εναγόμενο και να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης και ως προς αυτή χωρίς τη συναγωγή σε βάρος της του εκ του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ τεκμηρίου ομολογίας. Ακολούθως, ενόψει του ότι η απολιπόμενη εναγόμενη αντιπροσωπεύεται στην προκειμένη δίκη από τον παριστάμενο β΄ εναγόμενο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, αφού η απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατ’ αντιμωλίαν και ως προς αυτήν, μη υποκείμενη, συνεπώς, σε ανακοπή ερημοδικίας (βλ. ΕφΙωαν 75/2005 ΕλλΔνη 2006.859, ΠΠρΑθ 866/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
(Δ) Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς Ιωάννας Κορδαλή, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά Α. Α.), η οποία λαμβάνεται υπόψη καθόσον από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ Αριθ. Πρωτ. … Βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής προκύπτει ότι ο ανωτέρω μάρτυρας δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπος ούτε μέλος της διοίκησης της ενάγουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο εξέτασής του, συνεκτιμάται δε αυτή ελεύθερα, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ανάλογα με την αξιοπιστία του, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 12.2.2015 ναυλοσυμφώνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας και της α΄ εναγόμενης, συμφερόντων του β΄ εναγόμενου, συμφωνήθηκε η ναύλωση «γυμνού» του ανήκοντος στην πλοιοκτησία της ενάγουσας – εκναυλώτριας δεξαμενόπλοιου «….», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, ολικής χωρητικότητας 236 μ.τ. και καθαρής χωρητικότητας 159 μ.τ., προκειμένου η ναυλώτρια να εφοδιάζει πλοία με ναυτιλιακά καύσιμα στην ευρύτερη περιοχή Καλών Λιμένων Κρήτης και των διεθνών υδάτων, ρητά εξαιρουμένου του λιμένα Πειραιά. Η ναύλωση αυτή συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι από τις 12.2.2015 έως την 1.2.2017, δυνάμενη να παραταθεί για έναν (1) επιπλέον χρόνο ή να καταγγελθεί, εφόσον η ναυλώτρια ειδοποιούσε προς τούτο εγγράφως την εκναυλώτρια τουλάχιστον εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες πριν την ημεροχρονολογία λήξης της συμφωνηθείσας περιόδου ναύλωσης. Το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας συμφωνήθηκε, τόσο για την εκναυλώτρια όσο και τη ναυλώτρια, εάν: i) το αντισυμβαλλόμενο μέρος δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και, ειδικά για την εκναυλώτρια, εάν η ναυλώτρια δεν κατέβαλλε τον συμφωνημένο ναύλο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του ναυλοσυμφώνου, ii) εάν το αντισυμβαλλόμενο μέρος λυόταν και ετίθετο σε εκκαθάριση, και iiii) εάν το αντισυμβαλλόμενο μέρος έπαυε την επιχειρηματική του δραστηριότητα ή καθίστατο αφερέγγυο προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που το χρηματοδοτούσαν. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας, συμφωνήθηκε η μη ευθύνη των αντισυμβαλλόμενων μερών για τυχόν υπερημερία τους κατά την εκτέλεση της συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ως καθαρός μηνιαίος ναύλος ορίστηκε το ποσό των 5.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ή άλλων εισφορών και κρατήσεων που θα βάρυναν την α΄ εναγόμενη (ναυλώτρια), ενώ η πληρωμή της ενάγουσας συμφωνήθηκε να γίνεται τις πρώτες τρεις (3) εργάσιμες ημέρες κάθε ημερολογιακού μήνα, σε περίπτωση δε καθυστέρησης της πληρωμής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών, η εκναυλώτρια είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση. Η ναυλώτρια (α΄ εναγόμενη) ήταν υποχρεωμένη, μεταξύ άλλων, να καταβάλλει, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναύλωσης, τα έξοδα ασφάλισης σκάφους – μηχανής (hull & machinery) και αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, καθώς και να διατηρεί το δεξαμενόπλοιο στην ίδια κατάσταση που το παρέλαβε, καταβάλλοντας οποιοδήποτε ποσό τυχόν απαιτείτο για τη συντήρησή του και την επισκευή οποιασδήποτε ζημιάς. Άλλωστε, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 2 όρο του συμφωνητικού, η ναυλώτρια παρέλαβε το πλοίο έχοντας ελέγξει αυτό και τα ναυτιλιακά του έγγραφα και αποδεχόμενη την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ως σύμφωνη για τη χρήση που το προόριζε, ανέλαβε δε την υποχρέωση να παραδώσει το πλοίο στην εκναυλώτρια, μετά τη λήξη του χρόνου της ναύλωσης, στον λιμένα Περάματος Πειραιώς στην ίδια καλή τάξη και κατάσταση που το παρέλαβε (όρος υπ’ αριθ. 3). Στη συνέχεια, στις 15.4.2015 συνήφθη μεταξύ των αντιδίκων ναυτικών εταιρειών, νομίμως εκπροσωπουμένων, σύμβαση, δυνάμει της οποίας η α΄ εναγόμενη ανέλαβε τον εφοπλισμό του ως άνω πλοίου της ενάγουσας. Δεν υπήρξε συνεπής, ωστόσο, στην τήρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, καθόσον από τον Ιανουάριο 2016 σταμάτησε να καταβάλλει τους οφειλόμενους ναύλους, ενώ εξακολουθούσε να οφείλει και τους ναύλους Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 2015. Τον Μάιο του 2016 η α΄ εναγόμενη εταιρεία εκδήλωσε την επιθυμία καταγγελίας της επίδικης σύμβασης ναύλωσης, επικαλούμενη αφενός μεν τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, που κατέστησαν ασύμφορη την εμπορική εκμετάλλευση του δεξαμενόπλοιου, αφετέρου δε τη λήξη ισχύος του Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης αυτού στις 17.5.2016, που είχε ως συνέπεια δυσχέρειες στην ασφαλή διαχείριση του πλοίου. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. Πρωτ. … επιστολή του Λιμενοσταθμάρχη Καλών Λιμένων Ηρακλείου για την απομάκρυνση του εν λόγω πλοίου, αυτό βρισκόταν παραβεβλημένο σε προβλήτα της εγκατάστασης …., στη νησίδα Αγ. Παύλος των Καλών Λιμένων, τελώντας ήδη από την 1.10.2015 σε αργία και χωρίς πλήρωμα, ενώ την 1.10.2016 έκλεισε το ναυτολόγιό του με την απόλυση του Πλοιάρχου του, υπήρχε, συνεπώς, κίνδυνος για την ασφάλεια του πλοίου, της εγκατάστασης στην οποία βρισκόταν και της περιοχής γενικότερα. Τελικά, με την από 22.11.2016 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην ενάγουσα, η α΄ εναγόμενη κάλεσε την ενάγουσα να παραλάβει το δεξαμενόπλοιο «….» δηλώνοντας ότι έχει καταγγείλει τη σύμβαση ήδη από τις 31.5.2016, για τους προαναφερθέντες λόγους, άλλως και επικουρικά ότι προβαίνει στην καταγγελία της με το εν λόγω εξώδικο. Η ενάγουσα αντέδρασε στην ανωτέρω εξώδικη καταγγελία της σύμβασης με την από 22.12.2016 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στην α΄ εναγόμενη στις 22.12.2016 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά Α. Α.) και, εν συνέχεια, κοινοποιήθηκε στη «….», στην οποία η α΄ εναγόμενη είχε υπεκναυλώσει το ανωτέρω δεξαμενόπλοιο, και στο Κεντρικό Λιμεναρχείου Ηρακλείου Κρήτης. Με την από 22.12.2016 εξώδικη δήλωσή της η ενάγουσα αμφισβήτησε τη βασιμότητα των λόγων της καταγγελίας της από 12.2.2015 σύμβασης ναύλωσης και κάλεσε την α΄ εναγόμενη, το αργότερο έως τις 31.12.2016, αφενός μεν να παραδώσει το πλοίο στον Πειραιά, αφετέρου δε να τής καταβάλει το ποσό που τής όφειλε δυνάμει της σύμβασης ναύλωσης, και συγκεκριμένα: α) 86.450 ευρώ για τους ναύλους, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ 23% για τους μήνες Ιούνιο 2015, Σεπτέμβριο 2015 και Ιανουάριο έως Μάιο 2016, καθώς και του αναλογούντος ΦΠΑ 24% για τους μήνες Ιούνιο έως και Δεκέμβριο 2016, β) 25.469,58 ευρώ για την ασφαλιστική κάλυψη του δεξαμενόπλοιου, ποσό που η ίδια είχε καταβάλει, αν και ήταν υποχρέωση της ναυλώτριας, αναλυτικά δε ποσό 18.121,64 ευρώ για την ασφαλιστική κάλυψη …, ποσό 6.694,52 για την ασφαλιστική κάλυψη … και ποσό 653,42 ευρώ για την ασφαλιστική κάλυψη …, ήτοι συνολικά για τις ως άνω (α και β) αιτίες ποσό (86.450 + 25.469,58 =) 111.919,58 ευρώ, καθώς και γ) 6.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε 12 μ.τ. gas oil, με τιμή παράδοσης στον Πειραιά, όση ήταν και η ποσότητα καυσίμων εντός του δεξαμενόπλοιου όταν το παρέλαβε η α΄ εναγόμενη, οπότε το τελικό οφειλόμενο και αιτούμενο ποσό αναδιαμορφώνεται σε (111.919,58 + 6.000 =) 117.919,58 ευρώ. Τέλος, στο ως άνω από 22.12.2016 εξώδικό της η ενάγουσα επεσήμαινε τη διατήρηση της ιδιότητας της εφοπλίστριας από την α΄ εναγόμενη, καθόσον η τελευταία είχε καταγγείλει μόνο τη σύμβαση ναυλώσεως. Σε συνέχεια των ανταλλαγέντων εξωδίκων και προς επίλυση της μεταξύ τους υπάρχουσας φιλονικίας, οι αντίδικες εταιρείες κατήρτισαν στον Πειραιά το από 28.12.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο συνεβλήθη εκ τρίτου ο β΄ εναγόμενος, αναλαμβάνοντας ως εγγυητής την ευθύνη καλής εκτέλεσής του, πληρωμής των ναύλων και εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων της α΄ εναγόμενης. Με το συμφωνητικό αυτό, η τελευταία αναγνώρισε το χρέος της από την ως άνω σύμβαση ναύλωσης, όπως η συνολική οφειλή της περιελήφθη στο από 22.12.2016 εξώδικο της ενάγουσας, την οποία και επιβεβαίωσε, περαιτέρω δε, κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων, τα μέρη προέβησαν σε συμβιβασμό της μεταξύ τους έννομης σχέσης, υπό την κατωτέρω εκτιθέμενη διαλυτική αίρεση. Ειδικότερα, η ενάγουσα εταιρεία περιόρισε την προαναφερθείσα εκ των οφειλόμενων ναύλων απαίτησή της στο ύψος των 15.000 ευρώ, καταβλητέο σε δύο (2) ισόποσες δόσεις, ποσού εκάστης 7.500 ευρώ, της πρώτης δόσης καταβαλλόμενης με την υπογραφή του εν λόγω συμφωνητικού και της δεύτερης εντός του Ιανουαρίου 2017, υπό τον όρο εκπλήρωσης εκ μέρους της α΄ εναγόμενης των υποχρεώσεών της εκ της σύμβασης εφοπλισμού και εκ του συμφωνητικού. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι η ισχύς της σύμβασης εφοπλισμού λήγει την 1η.2.2017, έως τότε δε η εφοπλίστρια θα συνεχίσει να καταβάλλει κανονικά όλα τα έξοδα του πλοίου [ενδεικτικά μισθούς ναυτικών και τροφοδοσία, ασφαλιστικές εισφορές, ασφάλιστρα πλοίου (…, …, …), έξοδα λιμένων, έκδοσης πιστοποιητικών, ανταλλακτικά, επισκευές]. Σε σχέση με τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, που αντ’ αυτής είχε καταβάλει η ενάγουσα εταιρεία, η εναγόμενη συμφώνησε να τα καταβάλει στην κυρία του πλοίου εταιρεία κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών, την 1η.2.2017, με την προσκομιδή των αποδείξεων πληρωμής τους. Άλλωστε, συμφωνήθηκε ότι η εφοπλίστρια είχε τη δυνατότητα να παραδώσει το δεξαμενόπλοιο στην ενάγουσα στο Πέραμα πριν τη συμβατική ημερομηνία λήξης του εφοπλισμού, και συγκεκριμένα εντός του Ιανουαρίου 2017, οι εκ του εφοπλισμού, όμως, υποχρεώσεις της θα εξακολουθούσαν να ισχύουν έως την 1η.2.2017. Η εφοπλίστρια συμφωνήθηκε να βαρύνεται με όλα τα έξοδα εκτέλεσης του ταξιδιού (έξοδα πληρώματος, ασφάλιστρα) προκειμένου να παραδώσει το πλοίο, και μάλιστα στην ίδια καλή κατάσταση στην οποία το είχε παραλάβει, με τα πιστοποιητικά του εν ισχύ και με 12 μ.τ. gas oil, όπως τής είχε παραδοθεί. Το από 28.12.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση μη τήρησης των προαναφερθεισών ειδικότερων συμφωνιών, οπότε η συμφωνία περιορισμού της απαίτησης της ενάγουσας θα ανατρεπόταν και θα αναβίωναν οι απαιτήσεις της που αναφέρονταν στην από 22.12.2016 εξώδικη δήλωσή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, σε εκτέλεση του από 28.12.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, η α΄ εναγόμενη κατέβαλε το ποσό των 15.000 ευρώ, στο οποίο είχε περιοριστεί η αξίωση της ενάγουσας για τους οφειλόμενους ναύλους, όπως προεκτέθηκε, και συγκεκριμένα την 1η δόση με την υπογραφή του συμφωνητικού και τη 2η στις 30.1.2017, δεν εκπλήρωσε, ωστόσο, τις λοιπές συμβατικές της υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, οδήγησε το δεξαμενόπλοιο στο ναυπηγείο … στη Σαλαμίνα (Αμπελάκια) στις 20.2.2017, κατόπιν σχετικών οχλήσεων της ενάγουσας, αν και η σύμβαση εφοπλισμού είχε λήξει από την 1η.2.2017 και η α΄ εναγόμενη όφειλε την ημέρα εκείνη το αργότερο να παραδώσει το πλοίο, το παρέδωσε δε σε κακή κατάσταση, διαφορετική εκείνης που το είχε παραλάβει, χωρίς να πράξει οτιδήποτε για να τη διορθώσει, ενώ δεν κατέβαλε και την οφειλόμενη αποζημίωση για το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 20ή.2.2017, αν και παρακρατούσε το εν λόγω χρονικό διάστημα το δεξαμενόπλοιο, κάνοντας χρήση του. Ο β΄ εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η εφοπλίστρια εταιρεία είχε εξαρχής παραλάβει το δεξαμενόπλοιο σε κακή κατάσταση και η ίδια είχε μεριμνήσει για τη βαφή και καθαριότητά του, μεταφέροντάς το στο ναυπηγείο … για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών επισκευής και συντήρησης. Ωστόσο, πέραν της σχετικής περί τούτου ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρά του …, δεν προσκομίζει άλλα αποδεικτικά στοιχεία (λ.χ. τιμολόγια και λοιπά παραστατικά έγγραφα για τις εκτελεσθείσες εργασίες του κατονομαζόμενου ναυπηγείου) προκειμένου ν’ αποδείξει τον ισχυρισμό του, ο οποίος, άλλωστε, αντιφάσκει και προς τα συνομολογηθέντα από την α΄ εναγόμενη με το από 2.12.2015 ναυλοσύμφωνο, στο οποίο γίνεται λόγος επί λέξει ότι «η ναυλώτρια έχει ελέγξει το πλοίο και τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και δηλώνει ότι αποδέχεται την παρούσα ναύλωση και την κατάσταση του πλοίου, το οποίο είναι της απολύτου αποδοχής της για τη χρήση που το προορίζει» (όρος 2), καθώς και ότι «η ναυλώτρια υποχρεούται να παραδώσει το πλοίο στην εκναυλώτρια στην ίδια καλή τάξη και κατάσταση που το παρέλαβε μετά τη λήξη του χρόνου της ναύλωσης στον λιμένα Περάματος […]». Άλλωστε, ενώ το πλοίο οδηγήθηκε στη Σαλαμίνα στις 20.2.2017, τελικά παραδόθηκε στην ενάγουσα περίπου τρεις (3) μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 12.5.2017, οπότε συνετάγη το αντίστοιχο Πρωτόκολλο Επαναπαράδοσης – Παραλαβής πλοίου. Ο β΄ εναγόμενος ισχυρίζεται σχετικά ότι η καθυστέρηση παράδοσης του δεξαμενόπλοιου οφειλόταν σε άρνηση της ενάγουσας να συμπράξει προσερχόμενη να το παραλάβει, προκειμένου να διεκδικήσει κατά το δυνατόν περισσότερους ναύλους. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, βάσιμα η ενάγουσα αξίωνε την καταβολή του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα 1-20.2.2017 ναύλου, ως αποζημίωση, παρά τη λήξη της σύμβασης εφοπλισμού την 1η.2.2017, αφού η α΄ εναγόμενη εξακολουθούσε να έχει στη διάθεσή της το δεξαμενόπλοιο, δυνάμενη να το εκμεταλλευθεί. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το από 12.5.2017 Πρωτόκολλο, πέραν των πιστοποιητικών των οποίων η ισχύς έληξε κατά το εριζόμενο διάστημα 20.2.2017 – 12.5.2017 (Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης Φ/Γ πλοίου, Epirb Hdr release, απαλλαγής μυοκτονίας, Απόφασης αναγνώρισης Δ/Ξ ως εφοδιαστικού – μεταφορικού), ήδη κατά τον χρόνο που η σύμβαση εφοπλισμού ήταν σε ισχύ είχαν λήξει τα εξής πιστοποιητικά, για την ανανέωση των οποίων η α΄ εναγόμενη δε μερίμνησε, ως όφειλε: Blue Card (Oil Pollution 1992) και Bunker Blue Card (ημερομηνία λήξης 26.2.2016), Εκκαθάριση Ραδιοεπικοιν. GR11 (ημερομηνία λήξης 16.3.2016), SART MC MURDO RT9-3 annual (ημερομηνία λήξης 13.3.2016) και Test Hydrostatic Release Unit (ημερομηνία λήξης 11.3.2016). Για τους λόγους αυτούς, με την από 28.3.2017 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στις 30.3.2017, η ενάγουσα γνωστοποίησε στους εναγόμενους την ανατροπή των αποτελεσμάτων της ως άνω από 28.12.2016 σύμβασης συμβιβασμού και την αναβίωση των απαιτήσεών της, όπως είχαν συμπεριληφθεί στην από 22.12.2016 εξώδικη απάντησή της. Συνακόλουθα, οι εναγόμενοι οφείλουν, ο β΄ ως εγγυητής ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την α΄ εναγόμενη, να καταβάλουν στην ενάγουσα τα ποσά των ναύλων που είχαν περιληφθεί στο από 22.12.2016 εξώδικό της και των οποίων την οφειλή αναγνώρισε η α΄ εναγόμενη με το από 28.12.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεσμευόμενη πλέον από αυτό. Σε σχέση με τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, ωστόσο, επειδή η α΄ εναγόμενη συνομολόγησε μεν την καταβολή ασφαλίστρων από την ενάγουσα, το ακριβές ποσό, ωστόσο, θα προέκυπτε από τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής που η τελευταία θα τής επεδείκνυε κατά την εκκαθάριση λογαριασμών και επειδή από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα κατέβαλε τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά, αφού δεν προσκομίζει αποδείξεις πληρωμής παρά μόνο τα σχετικά ειδοποιητήρια σημειώματα της ασφαλιστικής εταιρείας, το εν λόγω κονδύλι τυγχάνει κατ’ ουσίαν αβάσιμο και απορριπτέο. Περαιτέρω, υποχρεούνται να καταβάλουν, κατά τ’ ανωτέρω, το ποσό των ναύλων για τον Ιανουάριο 2017 και της ισόποσης αποζημίωσης χρήσης που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από την 1η έως την 20ή.2.2017, ήτοι ποσό [5.000 + (5.000 × 24%) =] 6.200 ευρώ για τον Ιανουάριο και [5.000 × 20/28 = 3.571 + (3.571 × 24%) ] = 4.428 ευρώ για το χρονικό διάστημα 1-20.2.2017, απορριπτομένου κατά τα λοιπά του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, καθόσον η α΄ εναγόμενη από το χρονικό εκείνο σημείο και εντεύθεν δεν αρνιόταν την απόδοση του δεξαμενόπλοιου. Σημειώνεται ότι από το συνολικά οφειλόμενο ποσό ναύλων πρέπει ν’ αφαιρεθεί το ποσό των 15.000 ευρώ που η α΄ εναγόμενη κατέβαλε στα πλαίσια του συμβιβασμού για την αιτία αυτή και το οποίο η ενάγουσα δεν αιτείται με την υπό κρίση αγωγή της. Τέλος, επειδή το δεξαμενόπλοιο (επανα)παραδόθηκε στην ενάγουσα με 5 μ.τ. καυσίμων αντί για 12 μ.τ., όπως είχε αρχικά παραδοθεί και όπως είχε αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση να επαναπαραδώσει το πλοίο, οφείλει για την αιτία αυτή ποσό 2.898 ευρώ, που αποδεικνύεται ότι ήταν η αξία των 7 μ.τ. καυσίμου, με τιμή μονάδος 0,414 ευρώ (7 × 0,414 = 2.898), κατά την ημερομηνία παράδοσης του πλοίου [βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα τιμολόγιο πώλησης … της εταιρείας εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων “C. P. T. A.E.”, για πετρέλαιο ναυτιλίας (marine gasoil) παραδοθέν στις 12.5.2017], του επιπλέον αιτούμενου ποσού απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, αφού απορριφθούν ως κατ’ ουσία αβάσιμες οι ενστάσεις καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και συντρέχοντος πταίσματος, που προέβαλε ο β΄ εναγόμενος, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα σκόπιμα δεν συνέπραττε στην παράδοση του πλοίου προσερχόμενη να το παραλάβει, αλλά αντίθετα ότι διατηρούσε βάσιμες αξιώσεις συνεπεία των συμβατικών παραβάσεων της α΄ εναγόμενης, υπέρ της οποίας είχε εγγυηθεί ο β΄, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην ενάγουσα: α) για οφειλόμενους ναύλους το ποσό των (86.450 + 6.200 + 4.428 – 15.000 =) 82.078 ευρώ, β) για ναυτιλιακά καύσιμα το ποσό των 2.898 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 84.976 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Η εντεύθεν καθυστέρηση στην εκτέλεση κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον διάδικο που νίκησε και συνεπώς η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Τέλος πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ανάλογο με την έκταση της νίκης αυτής [άρθρα 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1 και 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους, εις ολόκληρον έκαστον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα έξι (84.976) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ