Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ  

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης         641 /2019

(Αριθ. καταθ. αγωγής …)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

————————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Δ. Σερετίδη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Απριλίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στον …….. Α.ς (οδός Μ. Σ. . 3) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σπύρος Κατηνιώτης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …….. (οδός Α. . …..και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Χρυσούλα Τήρλα και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-11-2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 10-11-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 15-3-2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με την προβλεπόμενη σειρά από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  1. I. H δημιουργούμενη με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής τριμερής σχέση μεταξύ του οφειλέτη, του εγγυητή και του δανειστή αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση, που καταρτίζεται στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ περί εγγύησης, εφόσον οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με την εν λόγω σχέση. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές, που εκδίδονται από τράπεζες, αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (ΑΚ 361) που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕμπΝ και εντολής του ΑΚ (βλ. ΑΠ 1884/2013) χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους. Η εγγυητική επιστολή είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσεως που συνδέει τον οφειλέτη και το δανειστή και, συνεπώς, όταν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί, ελευθερώνεται και ο εγγυητής, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα (ΑΚ 864 – ΑΠ 983/1999). Περαιτέρω, η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής σε πρώτη ζήτηση, έχει την έννοια ότι η τράπεζα εγγυάται προς το δανειστή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη με την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, χωρίς δυνατότητα ελέγχου του υπαρκτού έγκυρης οφειλής και του λόγου κατάπτωσης της εγγύησης, καθώς και της προβολής ένστασης διζήσεως. Έτσι, επί εγγυητικής επιστολής, όπως και επί εγγύησης του ΑΚ, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 361 ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι η παρέχουσα την εγγυητική επιστολή τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει το αναγραφόμενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς το δικαίωμα προβολής της ένστασης διζήσεως, καθώς και κάθε άλλης μη προσωποπαγούς ένστασης του πρωτοφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται ευρεία αποσύνδεση της εγγυητικής επιστολής και της εξ αυτής υποχρέωσης από τη βασική σχέση. Η δικαστική δε ή εξώδικη επιδίωξη του δανειστή (ή του προσώπου που υποκαθίσταται νομίμως στη θέση αυτού, όπως π.χ. κατόπιν εκχώρησης) να εισπράξει το ποσό της εγγύησης – εγγυητικής επιστολής έχει ενιαία ιστορική και νομική βάση με αντίστοιχη απαίτηση αυτού κατά του οφειλέτη από τη μεταξύ τους έννομη σχέση (ΑΠ 16/2008, ΑΠ 1667/1995). Έτσι εξασφαλίζεται ο δανειστής εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η εγγυητική επιστολή, με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» ή «απλή ειδοποίηση» – που συνήθως εκδίδεται με τη μεσολάβηση Τράπεζας – στην άμεση απόλαυση του ποσού αυτής, αφού η Τράπεζα, που ανέλαβε πλέον την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση ή με απλή ειδοποίηση ή δήλωση, δε μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής προς το δανειστή, επικαλούμενη ανυπαρξία ή πλημμέλεια της βασικής σχέσης ή ακόμη και να αμφισβητήσει τον λόγο κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, πολύ δε περισσότερο να αντιτάξει από τη σχέση κάλυψης ενστάσεις του εντολέα της πρωτοφειλέτη. Δεν καθίσταται όμως η εγγυητική επιστολή αφηρημένη υπόσχεση χρέους ούτε αποβάλλει το χαρακτήρα της ως σύμβασης εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του οφειλέτη από τη βασική σχέση και με την έννοια αυτή η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή για αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή (ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 1793/2008, ΑΠ 16/2008, ΕφΘεσ 2516/2001 ΔΕΕ 2001, 1253, Θ. Λιακόπουλου, Εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση» και κατάχρηση δικαιώματος, ΝοΒ 35, 283 επ.).
  2. II. Περαιτέρω, η τραπεζική εγγυητική επιστολή, λόγω της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας της από τη βασική σχέση, τη συνδέουσα τον οφειλέτη με το δανειστή, σε περίπτωση μεταβιβάσεως των από τη βασική σχέση δικαιωμάτων εκ μέρους του λήπτη – δανειστή σε τρίτο πρόσωπο, δεν θα ισχύσουν οι περί εκχωρήσεως προβλέψεις του νόμου για συμμεταβίβαση και της εγγυητικής επιστολής. Έτσι, παρά την εκχώρηση της απαιτήσεως από τη βασική σχέση σε τρίτο πρόσωπο, η αποτελεσματικότητα της εγγυητικής επιστολής δεν πλήττεται. Δηλαδή, ο δέκτης της εγγυητικής επιστολής (εκχωρητής), στην περίπτωση που ο εκδοχέας δεν ικανοποιηθεί τελικά από τον οφειλέτη, θα εξακολουθεί να ασφαλίζεται από την εγγυητική επιστολή και, αν καταστεί αναγκαίο, να στραφεί εναντίον του οφειλέτη (άρθρο 467 ΑΚ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη στη θεωρία κρατούσα γνώμη (Ψυχομάνης Σ., Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, δ’ έκδοση), η απαίτηση του λήπτη κατά του εκδότη είναι δυνατό να εκχωρηθεί ξεχωριστά, ανεξάρτητα δηλαδή από την ασφαλιζόμενη απαίτηση, λόγω του αυτόνομου και μη παρεπόμενου χαρακτήρα της ευθύνης του εκδότη. Ενόψει, όμως των ανωτέρω παραδοχών, γεννάται το ερώτημα κατά πόσο η μεταβίβαση της απαιτήσεως του λήπτη της εγγυητικής επιστολής δύναται να λάβει χώρα νομίμως με απλή συμφωνία μεταξύ λήπτη και εκδοχέα ή αν προϋποτίθεται η συμφωνία και του τρίτου οφειλέτη της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα διαφοροποιείται ανάλογα με το χρονικό σημείο μεταβιβάσεως της εγγυητικής επιστολής αν, δηλαδή, αυτή (μεταβίβαση) λαμβάνει χώρα πριν από την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής ή μετά από αυτή (κατάπτωση). Έτσι, στην περίπτωση που η μεταβίβαση της απαιτήσεως από την εγγυητική επιστολή λαμβάνει χώρα μετά την κατάπτωσή της δεν φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα καθώς στο χρονικό αυτό σημείο υπάρχει συγκεκριμένη και απαιτητή οφειλή του εκδότη. Αντιθέτως, αν χωρήσει μεταβίβαση της απαιτήσεώς του από τον λήπτη πριν από την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, προτού, δηλαδή, η σχετική απαίτηση συγκεκριμενοποιηθεί και γίνει απαιτητή, αυτομάτως συμμεταβιβάζεται στον εκδοχέα και το δικαίωμα να επιφέρει αυτός με ενέργειές του την κατάπτωση (Ψυχομάνης Σ., οπ. π., σ. 354). Όμως, μια τέτοια μεταβολή στο πρόσωπο εκείνου που δικαιούται να προκαλέσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής επηρεάζει άμεσα τη θέση του τρίτου οφειλέτη (Γεωργιάδης Απ., Ζητήματα από την εφαρμογή του ν. 1386/1983 για τις προβληματικές επιχειρήσεις, ΝοΒ 1986.188) και τούτο διότι ο οφειλέτης συνδέεται με τον λήπτη με συμβατικούς δεσμούς βάσει των οποίων θα μπορούσε να αναζητήσει από τον τελευταίο ό,τι, τυχόν, αδικαιολογήτως ζήτησε και έλαβε από τον εκδότη. Αν, όμως, ο λήπτης εκχωρήσει την απαίτησή του κατά του εκδότη σε τρίτον και αυτός (τρίτος) κάνει κακή χρήση των δικαιωμάτων του, ο οφειλέτης μπορεί να βρεθεί σε αδυναμία να αναζητήσει από αυτόν ό,τι θα λάβει αδικαιολογήτως από τον εκδότη της εγγυητικής επιστολής. Επομένως, εφόσον δεν είναι αποδεκτό ο λήπτης, με μονομερείς του ενέργειες, να αλλοιώνει τα δικαιώματα του οφειλέτη έναντι του, γίνεται δεκτό ότι η εκχώρηση της απαιτήσεως του λήπτη κατά του εκδότη της εγγυητικής επιστολής σε χρονικό σημείο, προηγούμενο της καταπτώσεώς της, προϋποθέτει συμφωνία και του οφειλέτη (Γκούσκος Α., Η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής «σε πρώτη ζήτηση», 1995, σ. 91 – 92) απαιτείται δηλαδή τριμερής συμφωνία και συγκεκριμένα συμφωνία λήπτη, εκδοχέα και οφειλέτη (ΕφΠειρ 238/2015 ΤΝΠ NOMOS, ΣΧΕΤ. 16, σ. 353, Ρόκας-Εκόρτσος-Μικρουλέα-Λιβαδά – Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, γ’ έκδοση, σ. 627).

III. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής: η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψή της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επιπλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της. Συνεπώς, αν η αγωγή δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, απορρίπτεται ως αόριστη μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με άλλο έγγραφο ή με παραπομπή σε όσα περιέχονται σ’ αυτό. Εξάλλου, η, εξ απόψεως ιστορικής βάσεως, πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Αν όμως τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στην αγωγή και των γεγονότων αυτών. Διαφορετικά αυτή καθίσταται αόριστη ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων. Έτσι, αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως, η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 7138/2003, δημ. ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου και του αιτήματος της, εκθέτει ότι την 29-12-2006 μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, με το με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, το περιεχόμενο του οποίου ενσωματώνεται στην κρινόμενη αγωγή, προς εκκαθάριση του συνόλου των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων από εμπορική μεταξύ τους συνεργασία, συμφωνήθηκε, η εκχώρηση της αξίωσης, της εταιρείας «….», που ασκήθηκε με την από 29-10-2004 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή της, κατά των εταιρειών με την επωνυμία «…», ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και παράλληλα χορήγησε της ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα στον πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο της να παραδώσει απευθείας στην ενάγουσα το ποσόν που θα εισπράξει ως πληρεξούσιος αντίκλητος και δετικό καταβολής σε σχέση με την ανωτέρω αγωγή· ότι η ανωτέρω εκχωρήτρια εταιρεία άσκησε την από 16-6-2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των ανωτέρω εναγομένων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6656/2004 απόφαση του, η οποία αφού έκανε δεκτή τη ανωτέρω αίτηση, διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας των καθ’ ων μέχρι του ποσού των 50.000,00 ευρώ, ενώ παράλληλα παρασχέθηκε η δυνατότητα αντικατάστασης της συντηρητικής κατάσχεσης με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας· ότι, πράγματι σε εκτέλεση της προαναφερόμενης απόφασης κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου η υπ’ αριθ. … εγγυητική επιστολή της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ποσού 50.000,00 ευρώ· ότι επειδή η ανωτέρω αγωγή έγινε τελεσιδίκως δεκτή ως προς την πρώτη εκ των ανωτέρω εναγομένων, διατάχθηκε με την υπ’ αριθ. 3789/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η κατάπτωση και απόδοση της στην αιτούσα εταιρία με την επωνυμία «….» της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής· ότι την ως άνω εγγυητική επιστολή, σε εκτέλεση του ως άνω από 29-12-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, παρέδωσε στην ενάγουσα ο δικηγόρος της ανωτέρω εκχωρήτριας· ότι τέλος παρά τις οχλήσεις της η εναγομένη αρνείται την απόδοση στην ενάγουσα του ποσού της ως άνω εγγυητικής επιστολής (50.000,00 ευρώ), της οποίας τυγχάνει νόμιμη δικαιούχος ως εκδοχέας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ, εντόκως από την εξώδικη όχλησή της από αυτή άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, η ενάγουσα αιτείται το ανωτέρω ποσό λόγω σύβαση πληρεξουσιότητας προς είσπραξη του ανωτέρω ποσού, η οποία πληρεξουσιότητα χορηγήθηκε με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, επικουρικότερα δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που συνίσταται στην ωφέλεια που η εναγομένη αποκόμισε σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Τέλος, ζητεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη.
  2. V. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 του ΚΠολΔ και 51 παρ.1, 3Α και 3 B εδ.α΄ του ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία. Ωστόσο, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως τέτοια απορριπτέα, δεδομένου ότι δεν εκτίθεται σε αυτή αφενός ότι υφίσταται συμφωνία και του οφειλέτη σε χρονικό σημείο προγενέστερο της κατάπτωσης της επίδικης εγγυητικής επιστολής, καθώς, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε δεν είναι αποδεκτό ο λήπτης εγγυητικής επιστολής, με μονομερείς του ενέργειες, να αλλοιώνει τα δικαιώματα του οφειλέτη έναντι του και για το λόγο αυτό, γίνεται δεκτό ότι η εκχώρηση της απαιτήσεως του λήπτη κατά του εκδότη της εγγυητικής επιστολής σε χρονικό σημείο, προηγούμενο της καταπτώσεώς της, προϋποθέτει συμφωνία και του οφειλέτη, αφετέρου ότι έλαβε χώρα αναγγελία της επικαλούμενης εκχώρησης, κατ’ άρθρο 460 του ΑΚ. Περαιτέρω, απαράδεκτη έλλειψη νομιμοποιήσεως, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τυγχάνει η αγωγή και ως προς την έτερη βάση της, που αναφέρεται στην εξουσιοδότηση προς είσπραξη του ποσού της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής, που χορηγήθηκε με το προαναφερόμενο από 29-12-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι η ενάγουσα ενεργεί ως εντολοδόχος και για λογαριασμό του εντολέα της, στον οποίο και αφορά η δικαιολογική σχέση, για την οποία διεξάγεται η δίκη και ότι οι συνέπειες της δίκης θα καταλαμβάνουν αυτήν (ΑΠ 439/1979 ΝοΒ 28 1912, ΕφΠειρ 693/1982 ΝοΒ 32 696, Μπέης, σ. 350-351, ο ίδιος Δ 5 493 επ., Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις, σ. 99). Τέλος, απορριπτέα τυγχάνει και η έτερη επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεδομένου ότι για την ύπαρξη αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ, θα πρέπει ο πλουτισμός να επέλθει απευθείας από την περιουσία του βλαβέντος χωρίς παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό, όπως εν προκειμένω του λήπτη της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής (ΑΠ 1678/2001 και 829/2003 ΕλλΔνη 45,169/70).

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολο της και τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων να συμψηφισθούν, κατ’ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμοσθήκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις   -2-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ