Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  828/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ …

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(εκούσια δικαιοδοσία)

——————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της τριτανακόπτουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη Μ. (….. , … ήδη …. 8, St. …), με ΑΦΜ Μ.ς Μ-Τ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Πέππα του Μιχάλη (ΑΜ/ΔΣΠ …) και Χαρίκλεια Πέππα του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΠ …), κατοίκους Πειραιά, οδός Κολοκοτρώνη αριθ. 108, που υπέβαλαν προτάσεις και προσκόμισαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. Α225214 και Α225216/21.9.2018 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Της καθ’ ης η τριτανακοπή: Της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής αριθ. 4), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πράσσο του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΠ 3014), κάτοικο Πειραιά, Ακτή Μιαούλη αριθ. 53-55, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.

Η τριτανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 2.7.2018 τριτανακοπή της για την ακύρωση της υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία – τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθ. κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για την παραπάνω δικάσιμο και ενεγράφη στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 583, 586, 588 και 590 ΚΠολΔ, αν κάποιος δεν έλαβε μέρος, ως διάδικος, στη μεταξύ άλλων διεξαχθείσα δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε απόφαση που του προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο το έννομο συμφέρον του, μπορεί να ασκήσει κατά της απόφασης εκείνης τριτανακοπή, η οποία έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση της προσβαλλόμενης απόφασης ως ανενεργού έναντι αυτού. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741, 773 ΚΠολΔ). Συνεπώς, και επί των εν λόγω υποθέσεων, ο τρίτος, που δεν συμμετείχε στη δίκη, γιατί ή δεν ήταν αιτών ή δεν κλητεύθηκε μετά από διαταγή του Δικαστηρίου ή δεν προσεπικλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση κατά την εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης, είναι μεν υποχρεωμένος να δεχθεί τη διάπλαση της έννομης σχέσης που έγινε με την εκδοθείσα απόφαση, πλην όμως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ασκήσει κατ’ αυτής τριτανακοπή και να ζητήσει την ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης, επικαλούμενος ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοσή της ή ότι, εάν οι απόψεις του ετίθεντο ενώπιον του εκδώσαντος την τριτανακοπτόμενη απόφαση Δικαστηρίου, το τελευταίο θα έκρινε διαφορετικά, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας (ΠΠρΘεσ 3167/2011 ΕφΑΔ 2011.217). Επιπλέον, η βλάβη, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση ή και ενδεχόμενη (ΑΠ 446/2016 ΧρΙΔ 2016.615, ΑΠ 1490/2014, ΑΠ 1345/2010, ΑΠ 1040/2009, ΑΠ 41/2003 όλες δημ. στην επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ), αλλά το βλαπτόμενο ή σε κίνδυνο τιθέμενο δικαίωμά του πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτόμενης απόφασης (ΑΠ 446/2016 ο.π., ΕφΘεσ 16/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την άσκηση τριτανακοπής κατά απόφασης της εκούσιας δικαιοδοσίας αρκεί η εκ μέρους του τριτανακόπτοντος επίκληση υφιστάμενης βλάβης ή κινδύνου των συμφερόντων του από την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται η από αυτόν επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας των αρχικών διαδίκων, αφού οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρου 321 ΚΠολΔ, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 586 ΚΠολΔ, αλλά η κατά τα ανωτέρω δέσμευση του τριτανακόπτοντος είναι απόρροια της διαπλαστικής ενέργειας της πιο πάνω απόφασης (ΑΠ 446/2016, ΑΠ 1040/2009 ο.π., ΕφΑθ 2961/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η τριτανακοπή δεν υπόκειται, καταρχήν, σε προθεσμία ή παραγραφή, εκτός των εξαιρέσεων που εισάγονται με τα άρθρα 800 παρ. 4 (επί υιοθεσίας), 824 παρ. 2 (επί αφαίρεσης κλπ. κληρονομητηρίου) και 849 (επί απόφασης αποκλεισμού μη αναγγελθέντος δικαιώματος). Λόγος τριτανακοπής είναι κάθε ισχυρισμός που βάλλει κατά της ουσιαστικής ή της τυπικής ορθότητας της απόφασης. Για να είναι δε ορισμένος, θα πρέπει να προκύπτει σαφώς και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της δικαστικής κρίσης που προσβάλλεται και της βλάβης ή του κινδύνου βλάβης των εννόμων συμφερόντων του τριτανακόπτοντος. Η αοριστία των λόγων της τριτανακοπής δημιουργεί απαράδεκτο που ερευνάται και αυτεπάγγελτα, καθόσον τούτο ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη και γι’ αυτό η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Οι λόγοι τριτανακοπής δεν ταυτίζονται αναγκαία με τις προϋποθέσεις ασκήσεώς της, αλλά αποτελούν οιονεί αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλονται νομικοί λόγοι ή πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν ότι η δικαστική κρίση που προσβάλλεται με την τριτανακοπή βλάπτει τα συμφέροντα του τριτανακόπτοντα και δικαιολογεί την ύπαρξη σ’ αυτόν έννομου συμφέροντος για την άσκηση της τριτανακοπής (βλ. Νικ. Λεοντή, Εκούσια Δικαιοδοσία, σελ. 98, §§ 52-53). Με την άσκηση τριτανακοπής, ο τριτανακόπτων καθίσταται διάδικος στην αρχική δίκη. Σε περίπτωση παραδοχής της τριτανακοπής, η απόφαση θα ακυρωθεί για το μέλλον (ex nunc), ενώ τα αποτελέσματα που είχαν επέλθει εν τω μεταξύ δεν ανατρέπονται. Τέλος, η απόφαση που δέχεται την τριτανακοπή σημειώνεται με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στο περιθώριο της ακυρωμένης απόφασης καθώς και στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο δικαστήριο κατ’ άρθρο 776 του ΚΠολΔ (βλ. ΜΠρΠειρ 4005/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση τριτανακοπή της, η τριτανακόπτουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της προς τούτο, ζητά για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής (τριτανακοπής), την ακύρωση της υπ’ αριθ. 1981/2018 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου δικάζοντος κατά την αυτή διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία (απόφαση) εξεδόθη σε δίκη, διεξαχθείσα κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η τριτανακοπή ως διαδίκου – αιτούσας, επειδή αυτή (τριτανακόπτουσα) δεν προσκλήθηκε και δεν μετέσχε στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω βλαπτική για αυτήν απόφαση. Ζητά, επίσης, να καταδικαστεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση τριτανακοπή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 587, 739, 740 παρ. 1, 773 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ.), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης, τυγχάνει δε ορισμένη και νόμω βάσιμη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 583-588, 741 και 773 ΚΠολΔ. Το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι νόμιμο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της καθ’ ης, καθόσον η απόφαση που δέχεται την τριτανακοπή είναι διαπλαστική και όχι αναγνωριστική [ΑΠ 681/1990 ΕλλΔνη 1991.319· βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι (2012), 590 αριθ. 1]. Το υφιστάμενο δε έννομο συμφέρον για την άσκηση  τριτανακοπής  δεν  αναιρείται  από  το γεγονός  ότι η άρση της βλάβης που επήλθε ή η ανατροπή της επικείμενης μπορεί να επιτευχθεί με την άσκηση άλλου βοηθήματος (ΕφΑθ 4888/1995 Αρμ 1996.620). Επομένως, θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Σύμφωνα με το άρθρο 288 της ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην άρθρο 249 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και παλαιότερα ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), ο Κανονισμός που εκδίδεται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχει γενική ισχύ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Κανονισμός αποτελεί πηγή παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ότι έχει άμεση εφαρμογή, τιθέμενος σε ισχύ από την έκδοση και δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελώντας πλέον μέρος του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους μέλους, χωρίς να απαιτείται, καταρχήν, για την εφαρμογή του η λήψη μέτρων από τις εθνικές αρχές (ΑΠ 7/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από 1.3.2002, σύμφωνα με το άρθρο 76 αυτού, τέθηκε σε εφαρμογή ο 44/2001 Κανονισμός του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αριθμ. L012, της 16.1.2001. Ο εν λόγω Κανονισμός αντικατέστησε την από 27.9.1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της από τη Σύμβαση του Σαν Σεμπάστιαν της 26ης Μαΐου 1989, που κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τους νόμους 1814/1988 και 2004/1992, αντίστοιχα (ΑΠ 1028/2009 ΕΠολΔ 2010.51) και έχει, όπως προαναφέρθηκε, αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1027/2011 ΕΠολΔ 2011.606, ΜΠρΗρακλ 387/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, ο Κανονισμός αυτός, που εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, πριν αντικατασταθεί (στην πραγματικότητα «αναδιατυπωθεί») με τον νέο Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 10.1.2015, υπερισχύει κάθε διάταξης του εσωτερικού δικαίου, που περιέχει ρυθμίσεις της ίδιας ύλης, όχι μόνον αντίθετες, αλλά και σύμφωνες προς το περιεχόμενό του, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, που ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 28 του Συντάγματος. Συνεπώς, η διαδικασία του Κανονισμού 44/2001 είναι αποκλειστική και δεν υπάρχει δυνατότητα εκκίνησης άλλης διαδικασίας του εσωτερικού δικαίου του τόπου εκτέλεσης για την έκδοση εκτελεστού τίτλου [βλ. ΕφΝαυπλ 292/2006 προσκομιζ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ (2012), 905 αριθ. 43]. Στο θέμα, ειδικότερα,της αναγνωρίσεως και της κηρύξεως εκτελεστότητας θέτει στο περιθώριο τα άρθρα 323 και 905 ΚΠολΔ, τα οποία και υποκαθιστά (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως III, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2006, § 77, αριθ. 6). Σύμφωνα, δε, με τη νομολογία του ΔΕΚ, η κοινοτική διαδικασία κηρύξεως εκτελεστότητας (άρθρα 38-59 του Κανονισμού) έχει το προβάδισμα απέναντι στις εθνικές διαδικασίες, ενώ η εφαρμογή των εθνικών ρυθμίσεων μπορεί να είναι επιτρεπτή μόνο στο μέτρο που ο Κανονισμός 44/2001 περιέχει ρητή παραπομπή σε αυτές [ΔΕΚ απόφαση της 29ης Απριλίου 1999, υπόθεση C-267/97, EricCoursier ν. Fortis Bank SA MartineBellani, ΣυλλΝομ I, 1999, σελ. 2543 (2571), σκέψεις 25 επ., ΜΠρΑθ 420/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Π. Γέσιου-Φαλτσή, Γνωμοδότηση, ΕΠολΔ 2011.176 επ. (178)]. Εξάλλου, η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας που προβλέπεται στον Κανονισμό περιλαμβάνει δύο στάδια, κατά το πρότυπο της προϊσχύσασας κοινοτικής σύμβασης των Βρυξελών. Το πρώτο στάδιο αφορά την κήρυξη αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού και ρυθμίζεται από τα άρθρα 38 έως 42 του Κανονισμού. Ενώ οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις είναι τα πιο τυπικά παραδείγματα εκτελεστού τίτλου που αναγνωρίζονται από όλα τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, υφίσταται σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά τα δημόσια έγγραφα, για τα οποία προβλέπεται στο άρθρο 57 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 ότι «Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος, περιβάλλονται, κατόπιν αιτήσεως, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διαδικασία των άρθρων 38 και επόμενα. Το Δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η προσφυγή δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή προφανώς να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνον αν η εκτέλεση του δημόσιου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκελέσεως». Ο προσδιορισμός της έννοιας του δημόσιου εγγράφου υπό τον Καν 44/2001 αποτελεί, συνεπώς, θέμα κρίσιμο, ενόψει του ότι ο Κανονισμός αυτός δεν περιέχει ορισμό του, εν αντιθέσει με τον επιγενόμενο Κανονισμό 1215/2012 που ορίζει ρητώς στο άρθρο 2 περ. γ΄ τι νοείται ως δημόσιο έγγραφο. Το άρθρο 57 παρ. 3 κάνει απλώς λόγο για την ανάγκη «το προσκομιζόμενο έγγραφο … να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας στο κράτος μέλος προελεύσεως». Σχετικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ), στην υπ’ αριθ. C-260/97 υπόθεση (Unibank), με την από 17.6.1999 απόφασή του (Συλλ 1999.Ι-3715, σκέψη 18, ΕλλΔνη 2000.1491), αφομοιώνοντας σε γενικές γραμμές τις διευκρινίσεις της αιτιολογικής έκθεσης Jenard/Möller (άρθρο 50) για την, ομότιτλη με τη ΣυμβΒρυξ, Σύμβαση του Λουγκάνο (βλ. σχετ. σε Νίκα-Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία 2016, άρθρο 2 αριθ. 27), προσδιόρισε ως δημόσιο το έγγραφο που έχει καταρτιστεί με τη συμμετοχή δημόσιας αρχής, η οποία ακριβώς καλείται να θεωρήσει τη γνησιότητα του εγγράφου, δηλαδή να του προσδώσει τα χαρακτηριστικά της βεβαιότητας και γνησιότητας όχι μόνο σε σχέση με τα εξωτερικά στοιχεία του, όπως είναι π.χ. η ημερομηνία ή η υπογραφή, αλλά και σε σχέση με τα στοιχεία του περιεχομένου του. Η έννοια του δημόσιου εγγράφου κατά τους όρους του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά και να περιλαμβάνει όχι μόνο τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί από δημόσια αρχή, αλλά και εκείνα τα έγγραφα, εκτελεστά κατά το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, που έχουν συνταχθεί από ιδιώτες και εν συνεχεία έχουν καταχωριστεί στα βιβλία δημόσιας αρχής, αφού με τον τρόπο αυτό διευρύνεται ο κύκλος των εκτελεστών εγγράφων, τα οποία υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, με συνέπεια να διευκολύνεται η διασυνοριακή τους εκτέλεση (βλ. την προσαγόμενη από την τριτανακόπτουσα από 16.7.2018 γνωμοδότηση του Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριου Τσικρικά με παραπομπή στην Έκθεση Schlosset, EEC 59/5.3.1979, σε Νίκα, Ευρωπαϊκό Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο 2008, αριθ. 226, σε Νίκα-Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 2 αριθ. 28). Σχετικά αναφέρεται η περίπτωση της Σκωτίας, όπου προβλέπεται η καταχώριση εγγράφων με αντικείμενο ορισμένη παροχή σε δημόσιο βιβλίο (public register of deeds), απόσπασμα του οποίου μπορεί να εκτελείται όπως και η δικαστική απόφαση, τα αποσπάσματα δε αυτά μπορούν να υπαχθούν στο άρθρο 57 Καν 44/2001 (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, § 82, αριθ. 4). Εξάλλου, ενισχυτικό της διασταλτικής αυτής ερμηνείας αποτελεί το γεγονός ότι στην έννοια του δημόσιου εγγράφου, όπως αυτή οριοθετείται από το νεότερο Κανονισμό 1215/2012 (άρθρο 2 περ. γ΄) υπάγεται όχι μόνο αυτό που έχει συνταχθεί, αλλά και αυτό που έχει καταχωρισθεί επισήμως ως δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσής του, υπό την προϋπόθεση ότι η γνησιότητά του αφενός συνδέεται (όχι μόνον) με την υπογραφή (αλλά) και με το περιεχόμενό του και αφετέρου έχει πιστοποιηθεί από δημόσια ή άλλη αρμόδια προς τούτο αρχή, υπό την ανωτέρω δε έννοια πρόκειται για δημόσια έγγραφα, τα οποία, χωρίς να περιέχουν δήλωση βουλήσεως του συμπράττοντος δημόσιου λειτουργού, διαπιστώνουν και καταγράφουν ορισμένη πράξη δικαίου, ιδίως δικαιοπραξία (βλ. σχετ. σε Νίκα-Σαχπεκίδου, ο.π., άρθρο 2 αριθ. 27-29). Περαιτέρω, το πρώτο στάδιο κηρύξεως εκτελεστότητας ενός δημοσίου εγγράφου, που ρυθμίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 42 του Κανονισμού, διαμορφώνεται ως μία ex parte διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται από την παντελή έλλειψη αντιδικίας, καθώς δεν υφίσταται οιαδήποτε δυνατότητα προβολής ισχυρισμών και αντιρρήσεων κατά της αίτησης εκ μέρους του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση (άρθρο 41 εδ. β΄ Κανονισμού). Ειδικότερα, για την κήρυξη της εκτελεστότητας στην Ελλάδα απαιτείται η υποβολή από τον ενδιαφερόμενο σχετικής αίτησης (άρθρο 38 παρ. 1 Κανονισμού) στο Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 39 παρ. 1 σε συνδυασμό με Παράρτημα ΙΙ Κανονισμού). Η κατά τόπο δε αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται να γίνει η εκτέλεση ή από τον τόπο της εκτελέσεως (άρθρο 39 παρ. 2 Κανονισμού). Τηρείται δε η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με τις αναγκαίες στο επίπεδο του Κανονισμού προσαρμογές (άρθρα 40 παρ. 1 Κανονισμού και 741 επ. ΚΠολΔ). Εκείνος δε που υποβάλλει την αίτηση, έχει υποχρέωση να διορίσει αντίκλητό του στην Ελλάδα [άρθρο 40 παρ. 2 εδ. β΄ Κανονισμού (ΕφΑθ 7701/2004 ΔΕΕ 2005.441)]. Ύστατο χρονικό σημείο διορισμού αντικλήτου είναι αυτό της επιδόσεως της αποφάσεως που κηρύσσει την αλλοδαπή απόφαση εκτελεστή, εφόσον το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει έτερο συγκεκριμένο χρόνο (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 10ης Ιουλίου 1986, C-198/85, FernandCarron κατά Ο.Δ.Γ., σκέψεις 10-11). Για την υποβολή της αίτησης και της ορισθείσης δικασίμου δεν ειδοποιείται ο καθ’ ου  η εκτέλεση, ο οποίος, ακόμη και αν λάβει γνώση με άλλο τρόπο, δεν έχει δικαίωμα, κατά το άρθρο 41 εδ. β΄ του Κανονισμού, να παραστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης και να υποβάλει προτάσεις, με τυχόν ενστάσεις του (ΕφΠειρ 71/2005 ΧρΙΔ 2006.807, με παρατ. Γιαννόπουλου, ΜΠρΠρεβ 93/2007 Αρμ 2008.1390, 2009.572· Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, τ. Ι, 2010, § 14, αριθ. 13, σ. 309 επ.). Το δε Δικαστήριο περιορίζεται σε έναν τυπικό απλώς έλεγχο των εγγράφων, που προβλέπονται στον Κανονισμό και πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση (άρθρα 40 παρ. 3, 53 και 54 Κανονισμού), χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτεπάγγελτα την ύπαρξη τυχόν λόγων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 35 του Κανονισμού και κωλύουν την αναγνώριση και την κήρυξη της εκτελεστότητας της αλλοδαπής αποφάσεως (άρθρο 41 εδ. α΄ Κανονισμού), ή να προβεί σε αναθεώρησή της (άρθρο 36 Κανονισμού). Η ex parte αυτή διαδικασία ολοκληρώνεται με την έκδοση μίας μη προσωρινά εκτελεστής απόφασης (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, § 81, αριθ. 22). Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο, υφίσταται από τον κανονισμό η άμεση δυνατότητα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 47 παρ. 2 και παρ. 3), χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια για τη λήψη αυτών ή μεταγενέστερη απόφαση ημεδαπού δικαστηρίου για την επικύρωσή τους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του Κανονισμού, εάν δεν προσαχθεί η βεβαίωση του δικαστηρίου του κράτους μέλους έκδοσης της αποφάσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 54 του Κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον κρίνει ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς, να απαλλάξει τον αιτούντα από το βάρος αυτό. Το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση και κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση, αν βεβαιωθεί ότι συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις, που προβλέπονται στον Κανονισμό. Ο αποκλεισμός, δε, του καθ’ ου η εκτέλεση κατά το πρώτο στάδιο αποβλέπει στον αιφνιδιασμό του, για να μην αποκρύψει τυχόν περιουσιακά του στοιχεία στο κράτος της εκτέλεσης. Η απόφαση, όμως, που κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση, γνωστοποιείται στον καθ’ ου η εκτέλεση, ο οποίος μπορεί να αμφισβητήσει τη διαδικασία και το κύρος της κατά το δεύτερο στάδιο, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 43 έως 47 του Κανονισμού, αν θεωρεί ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους περί μη αναγνωρίσεως και κηρύξεως εκτελεστής της αλλοδαπής αποφάσεως, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 34 και 35 του Κανονισμού. Έτσι θεραπεύεται ο αποκλεισμός του καθ’ ου η εκτέλεση κατά το πρώτο στάδιο, αφού μπορεί, κατά το δεύτερο αυτό στάδιο, να ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπον Εφετείου το «ένδικο μέσο» (ορθότερα προσφυγή, που ομοιάζει σε ανακοπή ή σε τριτανακοπή), που του παρέχεται και το οποίο εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας [άρθρο 43 παρ. 1, 2 και 3 σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ του Κανονισμού – ΑΠ 1028/2009, ΑΠ 608/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1024/2001 ΕλλΔνη 2002.402, ΕφΘεσ 434/2010 ΕΠολΔ 2011.199, ΕφΑθ 7701/2004 ο.π.]. Το ένδικο αυτό μέσο, που παρέχεται στον καθ’ ου η εκτέλεση, δεν αποτελεί έφεση με την τεχνική έννοια του όρου. Ειδικότερα, η απόφαση που εκδίδεται κατά το πρώτο στάδιο και δέχεται κατ’ ουσία την αίτηση, δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική διαταγή, που υπόκειται από τον καθ’ ου η εκτέλεση σε προσφυγή. Αυτό είναι γνωστό στους συντάκτες του Κανονισμού και γι’ αυτό αποφεύγουν να ονομάσουν το εν λόγω ένδικο μέσο ως έφεση. Άλλωστε, αν έκαναν κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν δογματικά ανεκτό, αφού η μεν διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου εκδίδεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, το δε ένδικο μέσο (προσφυγή) εισάγει στο Εφετείο γνήσια ιδιωτική διαφορά, που δικάζεται, όπως προαναφέρθηκε, κατά τους κανόνες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 5 του Κανονισμού το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή την κοινοποίησή της, ενώ σύμφωνα με το άρθρο  47 παρ. 3 του Κανονισμού κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της ανωτέρω προσφυγής κατά της κήρυξης της εκτελεστότητας και έως ότου εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή αυτή, μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα επί της περιουσίας του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, απαγορευομένης προφανώς της αναγκαστικής εκτελέσεως έως τότε (ΜΠρΑθ 6793/2002 σε ΤΝΠ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Τέλος, οι λόγοι που μπορεί να προβάλει ο οφειλέτης κατά της μονομερούς κηρύξεως της εκτελεστότητας του αλλοδαπού δημοσίου εγγράφου στο δικαστήριο όπου κατατίθεται η προσφυγή του δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δεν περιορίζονται μόνο στην επίκληση της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη. Παρά την περιοριστική διατύπωση του άρθρου 57 παρ. 1, ο οφειλέτης μπορεί ευνόητα να προβάλει έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων κηρύξεως της εκτελεστότητας, π.χ. ότι λείπει η ιδιότητα του δημόσιου εγγράφου ή τα τυπικά στοιχεία του κύρους του στο κράτος εκδόσεως, όπως επίσης και ότι δεν κατατέθηκαν τα έγγραφα που απαιτεί το άρθρο 57 παρ. 4 του Καν 44/2001. Μπορεί, επίσης, ο οφειλέτης να αμφισβητήσει την εκτελεστότητα του εγγράφου στο κράτος εκδόσεως. Γίνεται ακόμη δεκτό ότι, κατά τη διαδικασία του ενδίκου βοηθήματος ή του ενδίκου μέσου των άρθρων 43 και 44, μπορεί ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης να προβάλει και ενστάσεις κατά της απαιτήσεως, που απορρέει από το δημόσιο έγγραφο. Είναι, επομένως, παραδεκτή και η αμφισβήτηση του κύρους της δικαιοπραξίας, η οποία πιστοποιείται με το εκτελούμενο δημόσιο έγγραφο (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως III, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, 2006, § 82, αριθ. 12). Στην προκειμένη περίπτωση, η τριτανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της τριτανακοπής της εκθέτει ότι η με αριθμό 1981/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκούσια δικαιοδοσία – τμήμα ναυτικών διαφορών), με την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα η από 22.2.2011 σύμβαση υποθήκης που συστάθηκε και ενεγράφη στα νηολόγια Μ.ς, δυνάμει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, πάσχει ακυρότητας, δεδομένου ότι για την κήρυξη της εκτελεστότητας του ως άνω αλλοδαπού τίτλου εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 905 ΚΠολΔ και όχι τον Κανονισμό 44/2001, ο οποίος ήταν αποκλειστικά και μόνο εφαρμοστέος. Με βάση το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 773 ΚΠολΔ και 57 παρ. 1, σε συνδυασμό με 38 επ. του Κανονισμού 44/2001, που εφαρμόζεται εν προκειμένω δεδομένου ότι η σύμβαση υποθήκης καταχωρίστηκε στα νηολόγια Μ.ς πριν την 10η Ιανουαρίου 2015 (άρθρο 66 παρ. 1 του νεότερου συναφούς Κανονισμού 1215/2015).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Ι. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας Καλλίτση – Παναγοπούλου, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της καθ’ ης για να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια της παρούσας δίκης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Ξ. Κ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας – τμήμα ναυτικών διαφορών) κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα η από 22.2.2011 σύμβαση υποθήκης, με την οποία παραχωρήθηκε υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση η καθ’ ης η τριτανακοπή Τράπεζα, προς εξασφάλιση δανείου ποσού 11.900.000 ευρώ, δεύτερη (β΄) ναυτική υποθήκη επί του υπό σημαία Μ.ς και νηολογίου λιμένος Valetta Μ.ς πλοίου …», πλέον μετονομασθέντος σε «… πλοιοκτησίας της τριτανακόπτουσας, με ΙΜΟ 9127643, ΔΔΣ 9HSR9, αριθμό νηολογίου 126, κόρων ολικής χωρητικότητας 4.934 και κόρων καθαρής χωρητικότητας 1.480, η οποία καταχωρίστηκε νομίμως στο Νηολόγιο Πλοίων του λιμένος Valetta Μ.ς στις 22.2.2011 (12:52). Η ως άνω απόφαση έκρινε ότι η αίτηση της καθ’ ης για την κήρυξη εκτελεστού του ως άνω αλλοδαπού τίτλου είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 905 ΚΠολΔ, ενώ περαιτέρω επί της ουσίας απεφάνθη ότι η εν λόγω σύμβαση ναυτικής υποθήκης, η οποία περιήφθη τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, είναι, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της Μ.ς, εκτελεστός τίτλος και ότι η κήρυξη αυτής ως εκτελεστής στην Ελλάδα δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ή στην ελληνική δημόσια τάξη. Ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο α΄ εκτελεστού απογράφου της από 22.2.2011 δεύτερης ναυτικής υποθήκης, όπως και ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε αυτή κατά τα άνω εκτελεστή στην Ελλάδα, μετά της από 12.6.2018 επιταγής προς εκτέλεση, επιδόθηκε στις 19.6.2018 στην τριτανακόπτουσα, ακολούθως δε δυνάμει της με αριθμό 305/20.6.2018 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Η. Ν. επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του προαναφερθέντος υπό σημαία Μ.ς και νηολογίου Valetta Μ.ς ταχύπλοου επιβατικού πλοίου …», πλέον μετονομασθέντος σε «… πλοιοκτησίας της τριτανακόπτουσας, ο πλειστηριασμός του οποίου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) την 1η Αυγούστου 2018. Ακολούθως η ήδη τριτανακόπτουσα άσκησε κατά της ήδη καθ’ ης την από 10.7.2018 υπ’ αριθ. καταθ. … ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ), καθώς και τους από 14.9.2018 υπ’ αριθ. καταθ. δικογράφου … πρόσθετους λόγους αυτής, με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, ήτοι της ως άνω επιταγής προς εκτέλεση και της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, δικάσιμος δε για τη συζήτησή τους ορίστηκε η 25η.9.2018. Παράλληλα άσκησε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την από 10.7.2018 υπ’ αριθ. καταθ. … αίτηση αναστολής, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 1333/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ανεστάλη η επισπευδόμενη σε βάρος της από την καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση, δυνάμει των ανωτέρω πράξεων, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προαναφερθείσας ανακοπής κατά της εκτέλεσης. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η τριτανακοπτόμενη απόφαση έσφαλε εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 905 ΚΠολΔ για την κήρυξη εκτελεστού του ως άνω αλλοδαπού τίτλου και όχι τις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση της παρούσας διατάξεις των άρθρων 38 επ. του Κανονισμού 44/2001, ο οποίος συνιστά παράγωγο ενωσιακό – κοινοτικό δίκαιο, δεσμεύει και είναι άμεσα εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επομένως και στην Ελλάδα και τη Μ., υποκαθιστώντας τις αντίστοιχες διατάξεις των εθνικών τους δικαίων. Και τούτο διότι η από 22.2.2011 σύμβαση ναυτικής υποθήκης συνιστά «δημόσιο έγγραφο» κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ. 1 του Κανονισμού αυτού, όπως και του μεταγενέστερου Κανονισμού 1215/2012 (άρθρο 2 περ. γ΄), σύμφωνα με τα κριτήρια της αυτόνομης ερμηνείας τους, καθόσον ναι μεν καταρτίστηκε νόμιμα [βλ. §38(1) του Νόμου Εμπορικής Ναυτιλίας Μ.ς (κεφ. 234)] από ιδιώτες, ήτοι τα αντισυμβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, και συγκεκριμένα από τη M. C. ενεργούσα στο όνομα και για λογαριασμό της ενυπόθηκης οφειλέτριας τριτανακόπτουσας υπέρ της ενυπόθηκης δανείστριας Τράπεζας, ενώπιον και με τη βεβαίωση της μάρτυρος …, πλην όμως καταχωρίστηκε αυθημερόν και περί ώρα 12:52 σε βιβλία δημόσιας αρχής, δηλαδή στα Νηολόγια Πλοίων της Valetta στη Μ. (Διεύθυνση Εμπορικής Ναυτιλίας, Κέντρο Μεταφορών Μ.ς). Περαιτέρω, η εν λόγω ναυτική υποθήκη συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας στο κράτος μέλος προέλευσης, τόσο ως προς τις υπογραφές που έχουν τεθεί επ’ αυτού όσο και ως προς το περιεχόμενό του. Εν προκειμένω δεν πρόκειται για επικύρωση από δημόσια αρχή της υπογραφής επί ενός ιδιωτικού εγγράφου, περιέχοντος αναγνώριση ιδιωτικής υποχρέωσης, που δεν θα αρκούσε, αλλά για συμμετοχή της δημόσιας αρχής κατά τέτοιο τρόπο που να προσδίδει στο επίδικο έγγραφο χαρακτήρα δημόσιου εγγράφου. Τα ανωτέρω συνάδουν με τον ορισμό του «δημόσιου εγγράφου» στον Αστικό Κώδικα (κεφάλαιο 16) του δικαίου της Μ.ς, ως «ενός εγγράφου που συνετάγη ή παραλήφθηκε με τις δέουσες διαδικασίες από ένα συμβολαιογράφο ή άλλο δημόσιο αξιωματούχο εξουσιοδοτημένο να αποδίδει πίστη σε αυτό», αφού η καταχωρισθείσα ναυτική υποθήκη, από τον αρμόδιο δημόσιο αξιωματούχο, δίνει εκ πρώτης όψεως πίστη για την αυθεντικότητά του προς όλους, η δε παραλαβή και νομότυπη καταχώρισή του αποτελεί μια εγγύηση έναντι πάντων (βλ. για τον ορισμό του «δημόσιου εγγράφου» κατά το δίκαιο της Μ.ς, σε συνδυασμό με αποφάσεις των δικαστηρίων της, την από 17.7.2018 γνωμοδότηση του δικηγόρου Μ.ς Jean-Pie Gauci-Maistre, ο οποίος, ωστόσο, διατυπώνει τη γνώμη ότι η ναυτική υποθήκη συνετάγη και καταχωρήθηκε στο Νηολόγιο Πλοίων «χωρίς τις τυπικές προϋποθέσεις οι οποίες αποδίδουν δημόσια πίστη σε ένα έγγραφο»). Σημειώνεται ότι στο πιστοποιητικό επισημείωσης (apostille) κατά τη Σύμβαση της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 που φέρει η ναυτική υποθήκη, προς επικύρωση της υπογραφής του Νηολόγου Peter Buhagiar, αυτή αναφέρεται ως «public document», ήτοι ως δημόσιο έγγραφο. Επομένως, πρόκειται για δημόσιο έγγραφο, καθόσον, χωρίς να περιέχει δήλωση βουλήσεως του συμπράττοντος δημόσιου λειτουργού (Νηολόγου Μ.ς), ο τελευταίος διαπιστώνει και καταγράφει τη συγκεκριμένη πράξη δικαίου, είναι δε εξουσιοδοτημένος να εκδίδει το εν λόγω εκτελεστό έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσής του, τη Μ.. Τέλος, η προαναφερόμενη σύμβαση ναυτικής υποθήκης είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Μ.ς εκτελεστός τίτλος, όπως άλλωστε έγινε δεκτό και με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, σύμφωνα με τη σχετική γνωμοδότηση του δικηγόρου Μ.ς Jean-Pie Gauci-Maistre, αφορά δε σε θέμα που εμπίπτει στο κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικονομικού μας δικαίου (άρθρο 905 ΚΠολΔ) αντί των διατάξεων του Καν 44/2001 από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ άλλων, χωρίς αυτή (τριτανακόπτουσα) να έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου ή να έχει κληθεί γι’ αυτό τον σκοπό, θέτει σε κίνδυνο βλάβης τα έννομα συμφέροντα της τριτανακόπτουσας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση παρήγαγε τις έννομες συνέπειες από τη δημοσίευσή της, με αποτέλεσμα τη με βάση αυτήν επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της τριτανακόπτουσας. Σχετικά επισημαίνεται ότι τόσο η άσκηση εφέσεως όσο και η άσκηση τριτανακοπής κατά της αποφάσεως, η οποία κηρύσσει εκτελεστό στην Ελλάδα αλλοδαπό τίτλο, δεν αναστέλλουν την επέλευση των εννόμων συνεπειών της εν λόγω αποφάσεως (άρθρα 763 παρ. 1, 774 ΚΠολΔ), ειδικότερα δε τη διαπλαστική της ενέργεια, η οποία καθιστά εκτελεστό στην ημεδαπή έννομη τάξη τον αλλοδαπό εκτελεστό τίτλο, με συνέπεια να πρέπει ο οφειλέτης να ζητήσει κατά τα άρθρα 763 παρ. 3 και 774 ΚΠολΔ την αναστολή της ισχύος της απόφασης και ειδικότερα της διαπλαστικής της ενέργειας, οπότε, σε περίπτωση παραδοχής της, ο τίτλος καθίσταται αδρανής και δεν επιτρέπεται η έναρξη και η συνέχιση οποιασδήποτε διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως στην Ελλάδα. Αντίθετα, η απόφαση η οποία κάνει δεκτή την αίτηση κηρύξεως εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 38 επ. του Κανονισμού 44/2001, δεν επιφέρει αμέσως με την έκδοσή της έννομες συνέπειες, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, καθόσον προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατ’ αυτής, και μάλιστα κατά τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, όσο δε διαρκεί η προθεσμία άσκησης είναι δυνατή μόνο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή. Συνεπώς, εφόσον είχε εφαρμοστεί ο Κανονισμός η καθ’ ης η τριτανακοπή θα είχε τη δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της τριτανακόπτουσας μόνο εφόσον είχε προβεί σε έγκυρη και πραγματική επίδοση της απόφασης κήρυξης εκτελεστής της ναυτικής υποθήκης, μαζί με την τελευταία, στην τριτανακόπτουσα και αυτή προέβαλε ανεπιτυχώς τις αντιρρήσεις της κατά της κηρύξεως του αλλοδαπού τίτλου ως εκτελεστού με την άσκηση του προβλεπόμενου ένδικου μέσου, άλλως άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησής του. Αντίθετα, στην προκειμένη περίπτωση, η τριτανακόπτουσα στερήθηκε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων κηρύξεως εκτελεστού του αλλοδαπού τίτλου, λαμβάνοντας γνώση το πρώτον με την επίδοση σε αυτήν επιταγής προς εκτέλεση, βρέθηκε δε αμέσως αντιμέτωπη με την επισπευδόμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, οι διατάξεις των άρθρων 38 επ. Κανονισμού 44/2001 κατοχυρώνουν πολύ πιο αποτελεσματικά σε σύγκριση με το άρθρο 905 ΚΠολΔ το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του οφειλέτη κατά την περίπτωση κηρύξεως αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού στην Ελλάδα (βλ. την προσαγόμενη από την τριτανακόπτουσα από 16.7.2018 γνωμοδότηση του Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριου Τσικρικά). Άλλωστε, το γεγονός ότι η επισπευδόμενη σε βάρος της τριτανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση ανεστάλη κατόπιν εκδόσεως της με αριθμό 1333/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως προεκτέθηκε, δεν αναιρεί το έννομο συμφέρον της τριτανακόπτουσας προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η καθ’ ης (βλ. σχετ. και την προσαγόμενη από την τελευταία από 12.9.2018 γνωμοδότηση του Καθηγητή της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. Πάρι Αρβανιτάκη). Και τούτο διότι η δυνάμει της ανωτέρω απόφασης αναστολή εκτέλεσης ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και των πρόσθετων λόγων αυτής, χωρίς ουδόλως να επιδρά επί του χαρακτήρα της προσβαλλόμενης 1981/2018 απόφασης ως άμεσα εκτελεστής· αντίθετα, η εφαρμογή της διαδικασίας του Καν 44/2001 θα κατέληγε στην έκδοση μίας προσωρινά μη εκτελεστής απόφασης, η εκτελεστότητα δε αυτής θα εξαρτιόταν τόσο από τη νόμιμη επίδοσή της στην οφειλέτρια εταιρεία όσο και από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής, άλλως την απόρριψη των προβληθεισών αιτιάσεων, όπως οι δυνάμενοι να προβληθούν λόγοι -που δεν περιορίζονται μόνο στην επίκληση της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη- αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω. Η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και τα μέσα άμυνας που θα μπορούσε να προβάλλει η καθ’ ης οφειλέτρια προς απόκρουσή της θα ακολουθούσαν.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση τριτανακοπής, παρελκούσης δε της εξετάσεως των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση τριτανακοπή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ής η τριτανακοπή, λόγω της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της τριτανακόπτουσας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την τριτανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 1981/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η τριτανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της τριτανακόπτουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροοι τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ