Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης :         1021/2019

Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 8007-3524/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΕΣ : 1) Η εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στις Νήσους Μ., νομίμως εκπροσωπούμενη,

2) Η εταιρία με την επωνυμία «….» που εδρεύει στον … διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου …, πρώην N., νομίμως εγκαταστημένη στην Ελλάδα με το ν. 89/67 και με διεύθυνση γραφείου στην … Π……., νομίμως εκπροσωπούμενη, οι οποίες αμφότερες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίνας ΛΙΟΥΤΑ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ, δυνάμει του από 10-12-2018 έγγραφου πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου τους, Α. Μ..

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1) … του Σ. Ν., Πλοίαρχος Α’ , κάτοικος Ε., και

2) … του Δ., Μηχανικός Γ’, κάτοικος Ι., οι οποίοι παραστάθηκαν αμφότεροι στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου ΤΖΑΝΟΥ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ, ο οποίος τους είχε εκπροσωπήσει και στην πρωτοβάθμια δίκη (άρθρο 97 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 13-7-2018 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ Ειρηνοδικείου Πειραιώς: …) κατά της υπ’ αριθμ. 28/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε (ΓΑΚ – ΕΑΚ 8007-3524/2018) για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται  στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Κατά τα άρθρα 3 έως 6 της Διεθνούς σύμβασης της Ρώμης που κυρώθηκε με το νόμο 1472/1988 και ισχύει από 1.4.1991, η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (αρθρ. 3 παρ. 1-4). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν έχει επιλεγεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5). Τέλος, με το άρθρο 6 της ως άνω σύμβασης ορίστηκε, στην παρ. 1, ότι “παρά τις διατάξεις του άρθρου 3 στη σύμβαση εργασίας η επιλογή από τους συμβαλλόμενους του εφαρμοστέου δικαίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρμοστέο σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου σε περίπτωση που δεν είχε γίνει επιλογή” και στην παρ. 2 ότι παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 και εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή σύμφωνα με το άρθρο 3, η σύμβαση εργασίας διέπεται: α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ακόμη και αν έχει εγκατασταθεί προσωρινά σε άλλη χώρα ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα από το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. Η τελευταία επιφύλαξη αφορά τόσο στην περίπτωση β΄ όσο και στην περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 6. Διότι ο σκοπός των διατάξεων αυτών δεν ήταν ο αποκλεισμός της εφαρμογής του άρθρου 4 ολοσχερώς αλλά μόνο η απόκλιση από τα προβλεπόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου αυτού τεκμήρια ως προς την ύπαρξη του στενότερου συνδέσμου της σύμβασης ορισμένης χώρας, με τον διαφορετικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση που δεν συνάγεται στενότερος σύνδεσμος της εργασιακής σύμβασης με άλλη χώρα (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ 27.355, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25.372). Σημειωτέον ότι μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες μπορεί να περιλαμβάνεται, προκειμένου για νομικά πρόσωπα, και η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διαφορετική από την καταστατική έδρα, τούτο δε σύμφωνα με την από το άρθρο 10 του ΑΚ σχετική ρύθμιση, η οποία σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραμερίζει την από το άρθρο 64 του ΑΚ αντίστοιχη ρύθμιση, αφού η τελευταία αφορά έδρες εντός της επικράτειας (ΕφΠειρ 266/2014, Νομος, ΕφΠειρ 97/2007 ΕΝΔ 35.34, Κοροτζής, ΝαυτΔ Ι, σελ. 250 επ.). Περαιτέρω, με το άρθρο 68 γ΄ του ΚΙΝΔ προβλεπόταν η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων ναυτολόγησης, μεταξύ άλλων και επί εκποίησης του πλοίου σε δημόσιο πλειστηριασμό (ΕφΠειρ 384/2006 ΕΝαυτΔ 2006.374), ήτοι με τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης και όχι από της κατασχέσεως (ΕφΠειρ 1166/1997, ΕΝαυτΔ 1997.464). Σε περίπτωση δε λύσης της συμβάσεως ναυτολογήσεως του πληρώματος και δη του πλοιάρχου εκ του νόμου σύμφωνα με κάποιο από τις εκεί προβλεπόμενα γεγονότα (απώλεια πλοίου, αποβολή ελληνικής σημαίας, πλειστηριασμού) συνεπεία του γεγονότος τούτου, ο τελευταίος δεν δικαιούται αποδοχών περαιτέρω χρόνου, έστω και εάν ακολούθησε να παρέχει τυπικές υπηρεσίες επί του πλοίου, ως κατά νόμο υπεύθυνου για το τελευταίο (ΕφΠειρ 433/2003, ΕΝαυτΔ 2003.444), διάταξη που ως ειδική υπερισχύει και αναπτύσσει ισχύ σε κάθε περίπτωση, που τελεολογικώς ερμηνευόμενη εξηγείται από την αποξένωση του πλοιοκτήτη από το πλοίο που επέρχεται από της κατακύρωσης του πλοίου στον υπερθεματιστή και αναγκαστικώς (και) από το προσωπικό εκμετάλλευσης του, αλλά και από την ανάγκη προστασίας του εργαζόμενου που λόγω της αλλαγής πλοιοκτήτη, μεταβάλλονται εκ βάθρων τα δεδομένα της εργασιακής του σύμβασης που καθορίζουν το προστατευτικό για τον τελευταίο εφαρμοστέο δίκαιο (βλ. επί αλλαγής σημαίας κατ’ άρθρο 68 ΚΙΝΔ Αλαπάντα, Η αλλαγή της σημαίας του πλοίου και η επίδρασή της στη σχέση ναυτικής εργασίας, ΠειρΝ 2015, σελ. 4 επ.). Όμοια, με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, 2006, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που κυρώθηκε με το ν.4078/2012 και ισχύει πλέον μετά και την έκδοση του Κανονισμού για την εφαρμογή απαιτήσεων της ανωτέρω Σύμβασης, που εγκρίθηκε με την ΥΑ Υγείας – Ναυτιλίας και Αιγαίου 3522.2/08/2013-ΦΕΚ Β΄1671/2013 και αναπτύσσει ισχύ από τις 4-1-2014 (βλ. άρθρο 2§1α προαναφερθείσας ΥΑ), προβλέπεται, στο άρθρο 6§8 του εν λόγω Κανονισμού, ότι η απώλεια του πλοίου, η αλλαγή σημαίας του και η εκπλειστηρίαση του συνεπάγονται «αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης». Τέλος, η εκπλειστηρίαση του πλοίου δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του ΠΔ 178/2002 και του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή του άρθρου 479 ΑΚ, διότι η συνέχιση της επιχείρησης στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης προβλέπεται ειδικώς και μόνο στον θεσμό της αναγκαστικής διαχείρισης, αποσκοπούσας της τελευταίας στην ικανοποίηση του δανειστή από τα εισοδήματα της περιουσίας του οφειλέτη, ώστε να αποφεύγεται ο πλειστηριασμός (άρθρο 1034§1 ΚΠολΔ – βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, V, § 709, αριθμ. ΙΙ, Γεσίου – Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ, ΙΙβ, β΄ έκδ., § 66 Ι, αριθμ. 1 – ΙΙ, 2, αριθμ. 5). Ο δε πλειστηριασμός είναι ιδιόρρυθμη πώληση του πράγματος (πλοίου) υπό το κράτος της αρχής (ΟλΑΠ 12/2008, ΕΠολΔ 2008.646) ή, κατ’ άλλη άποψη, πρόκειται για σύμβαση δημοσίου δικαίου (ΑΠ 235/2009, ΝοΒ 2010.1729, βλ. για το ζήτημα Γεσίου – Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ, ΙΙα, β΄ έκδ. § 59 ΙΙ με περαιτέρω παραπομπές), ο οποίος ομοιάζει μεν με την πώληση ως προς το ότι συνιστά τίτλο κτήσης κυριότητας του πράγματος κατά παράγωγο τρόπο (Γεωργιάδης, ΕμπρΔ , 2η έκδ. §6, αριθμ.1, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, ΙV, § 577, Γεσίου – Φαλτσή, ο.π., § 61, ΙΙ, αριθμ. 44), αλλά διακρίνεται της συμβατικής πώλησης του ιδιωτικού δικαίου, καθώς ολοκληρώνεται όχι δια της αποδοχής της πρότασης που περιέχεται στην πλειοδοσία κατά την ΑΚ 199, αλλά δια της κατακύρωσης, ήτοι με πράξη δημοσίου δικαίου, με φορέα αυτής τον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. Γεσίου – Φαλτσή, ο.π., § 61, Ι, αριθμ. 1), ερείδεται, δηλαδή, η ειδική διαδοχή κατ’ ορθή διατύπωση σε πολιτειακή πράξη (Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ., σελ. 514).

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 13-7-2018 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 28/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως ίσχυαν οι σχετικές διατάξεις (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ) προ του Ν. 4335/2015, ερήμην των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, οι οποίες ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους (καθώς και αρχικά ασκηθείσας εναντίον της εδρεύουσας στις Νήσους Μ. “…”, καθώς και εναντίον της τραπεζικής εταιρίας με υποκατάστημα στην Ελλάδα  “…”, ως προς τις οποίες οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι παραιτήθηκαν κατά τη συζήτηση του δικογράφου της αγωγής τους, με αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης ως προς αυτές) από 27.11.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, η οποία έγινε δεκτή στην ουσία της. Με την προειρημένη αγωγή οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι ο πρώτος εφεσίβλητος προσλήφθηκε ως Α΄ Πλοίαρχος με σύμβαση ναυτολόγησης που συνήφθη στον Πειραιά στις 1/9/2014 και ο δεύτερος εφεσίβλητος με όμοια σύμβαση ως Γ΄ Μηχανικός στις 3/10/2014 στο πλοίο “N.” από την τότε πλοιοκτήτρια αυτού, εδρεύουσα στις Νήσους Μ. “…”, για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε η Π. Σ., με την ιδιότητα της ναυτικής πράκτορα της τελευταίας, με μηνιαίο μισθό ο πρώτος ποσού 6.692,04 ευρώ, πλέον ποσού σίτισης 450 ευρώ και ο δεύτερος με μηνιαίο μισθό 2.509,60 ευρώ, πλέον ποσού σίτισης 450 ευρώ. Ότι το πλοίο είχε κατασχεθεί από την δανείστρια της τότε πλοιοκτήτριας τραπεζική εταιρία με υποκατάστημα στην Ελλάδα  “…”, που, ακολούθως, εκπλειστηρίασε το ανωτέρω πλοίο στις 29/10/2014, το οποίο και κατακυρώθηκε στην πρώτη εκκαλούσα που είναι η νυν πλοιοκτήτρια του ίδιου πλοίου, μετονομασθέν σε “…” και του οποίου η δεύτερη εκκαλούσα είναι διαχειρίστρια, με νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατά τον ΑΝ 89/67 με έδρα στον Πειραιά. Επικαλούμενοι δε έκαστος την ως άνω σύμβαση ναυτολόγησης και την εν γένει προσφορά των υπηρεσιών τους μέχρι τις 30/11/2014 στο άνω πλοίο, το οποίο ελλιμενίζετο στην θαλάσσια περιοχή του Περάματος έμπροσθεν του Ναυπηγείου “…”, χωρίς να εκτελεί πλόες, ζήτησαν να υποχρεωθούν ο εναγόμενες-εκκαλούσες να καταβάλουν στον πρώτο εφεσίβλητο το ποσό των 7.142,04 ευρώ και στον δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των 2.959,60 ευρώ, που αντιστοιχούν στις τακτικές αποδοχές Νοεμβρίου 2014, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο της δήλης ημέρας καταβολής του μισθού τους (1/12/2014), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και την επιδίκαση του ποσού των 4.500 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως από την επίδοση της αγωγής ένεκα της επικαλούμενης αδικοπραξίας (μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών – παράβαση ποινικής διάταξης προστεύουσας ιδιωτικά συμφέροντα άρθρου 28 Ν.3996/2011). Κατά της απόφασης αυτής, oι δύο εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση τους και τους λόγους εφέσεως, κατ’ εκτίμηση αυτών, με τον πρώτο λόγο περί παραγραφής της αξίωσης των εφεσιβλήτων από της λύσεως της συμβάσεως ναυτολόγησης με την εκπλειστηρίαση του πλοίου κατ’ άρθρο 1§3 του Ν. 762/78 σε συνδυασμό με το άρθρο 68γ ΚΙΝΔ, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως περί αοριστίας της αγωγής, καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή ο τρόπος που συνήφθη η σύμβαση εργασίας με τις εκκαλούσες και ο τρόπος που ασκούσαν τις υπηρεσίες τους, οι μέρες που ευρίσκοντο επί του πλοίου, ως και το είδος της εργασίας που παρείχαν και με τον τρίτο λόγο αυτής, περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 68 ΚΙΝΔ ως προς την πρώτη εκκαλούσα και εντεύθεν των άρθρων 713 επ., 216, 211 ΑΚ ως προς την δεύτερη εκκαλούσα – διαχειρίστρια του πλοίου υπό τη νέα του ονομασία μετά την εκπλειστηρίαση του  και ο τέταρτος, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ιστορικό της εφέσεως τους – άρνησης της αγωγής περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα, κατά τα ως άνω καθοριζόμενα από την κρινόμενη έφεση, όρια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, καθώς αυτή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (μη πάροδος καταχρηστικής προθεσμίας οριζόμενης στο άρθρο 518§2 ΚΠολΔ – οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλουμένης), για την άσκηση της οποίας ως αφορώσας εργατική διαφορά δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, το οποίο όμως, παρά ταύτα, κατατέθηκε – βλ. ηλεκτρονικό παράβολο υπ’ αριθμ. … ποσού 75 ευρώ)  χωρίς να ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης (ΑΠ 1015/2005, Νομος, ΑΠ 546/2014, Νομος, ΑΠ 828/2008, ΝοΒ 2008.2457, Στ.Πανταζόπουλος, Ο νέος Ν. 2915/2001 και ο τροποποιητικός νόμος αυτού, ΕλλΔνη 2003, σελ. 92, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, σελ. 265, Αθ.Πανταζόπουλος σε Οικονόμου, Η έφεση, 2017, άρθρο 528, αριθμ. 3 – 6, όπου περαιτέρω παραπομπές), να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την βασιμότητα της, καθώς οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες αρνούνται τους λόγους της έφεσης. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο, κατά το μέρος που οι ενάγοντες επικαλούνται – και έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη – συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης μετά την εκπλειστηρίαση του πλοίου με την υπερθεματιστή – πρώτη εκκαλούσα και ευθύνη της νέας διαχειρίστριας του πλοίου μετά την εκπλειστηρίαση του πλοίου – δεύτερης εκκαλούσας είναι μη νόμιμη κατά το εφαρμοζόμενο στην εν λόγω περίπτωση ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται η σύμβαση εργασίας στενότερα (άρθρο 4 παρ. 1-5 Σύμβαση «Ρώμη Ι» κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην μείζονα πρόταση του υπαγωγικού συλλογισμού), διότι με την εκπλειστηρίαση του πλοίου επέρχεται αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής σύμβασης με την ειδική και αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6§8 του Κανονισμού για την εφαρμογή απαιτήσεων της «Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, 2006» (ΥΑ Υγείας – Ναυτιλίας και Αιγαίου 3522.2/08/2013-ΦΕΚ Β΄1671/2013 σε συνδυασμό με Ν. 4078/2012 κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην μείζονα πρόταση του υπαγωγικού συλλογισμού), χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠΔ 178/2002, διότι δεν συνιστά «μεταβίβαση επιχείρησης» κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης ή του άρθρου 479 ΑΚ η εκπλειστηρίαση του πλοίου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας και επομένως δεν τίθεται ζήτημα ευθύνης και της διαχειρίστριας του πλοίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ., 216, 211 ΑΚ ως προς την δεύτερη εκκαλούσα – διαχειρίστρια του πλοίου. Κατά το σκέλος που οι ενάγοντες επικαλούνται παροχή εργασίας κατά το χρονικό διάστημα του Νοεμβρίου 2014 στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο ιστορείται ότι ελλιμενίζετο στο Πέραμα, χωρίς να εκτελεί πλόες το επίδικο χρονικό διάστημα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού ουδόλως εκτίθενται στην τελευταία περιστατικά ρητής ή σιωπηρής σύναψης της επικαλούμενης σύμβασης εργασίας, το είδος της εργασίας που οι ενάγοντες παρείχαν, οι μέρες που επέβαιναν επί του πλοίου και οι ώρες απασχόλησης τους επί του αγκυροβολημένου πλοίου (ΑΠ 548/2000 ΕΕΔ 2001.803, ΕφΠειρ 661/2014, ΕλλΔνη 2015.778), μετά και την εκ του νόμου αυτοδίκαιη λύση της εργασιακής σύμβασης ως προς τον υπερθεματιστή, κατά τα προεκτεθέντα. Ας σημειωθεί ότι οι ενάγοντες στην αγωγή τους αναφέρονται μόνο σε συνομιλίες με την προ της κατακύρωσης στον πλειστηριασμό ναυτική πράκτορα του πλοίου. Εντεύθεν, μετά την απόρριψη του κονδυλίου περί μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών ως αόριστο απορριπτέα για τον ίδιο λόγο κρίνεται η αγωγή και ως προς το περί καταβολής ηθικής βλάβης, ένεκα αδικοπραξίας εκ της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών κατά την ποινική διάταξη του άρθρου 28 Ν. 3996/2011 (παλαιότερα μόνου άρθρου 690/1945). Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η υπ΄ αριθμ. 28/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να κρατηθεί η από 27.11.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων και να απορριφθεί αυτή ως άνω. Τέλος, πρέπει, δεδομένου ότι εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη (ΑΠ 521/2002, Δίκη 2003, 506, 625), να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους, αφού απορρίφθηκε η αγωγή μετά την εκ του νόμου εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και κατ’ ουσίαν.-

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 28/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.-

ΚΡΑΤΑ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση.-

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.11.2015 και με αριθμό εκθ. καταθ. … αγωγή.-

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εφεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.-

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου δημοσίου (ηλεκτρονικό παράβολο υπ’ αριθμ. …) ποσού 75 ευρώ που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά την άσκηση της έφεσης στον εκκαλούντα.-

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 20-3-2019.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ