ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης : 1022/2019
Αριθμός κατάθεσης έφεσης: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΕΣ : 1) Η εταιρία με την επωνυμία …, που εδρεύει στις Ν. Μ., νομίμως εκπροσωπούμενη,
2) Η εταιρία με την επωνυμία … που εδρεύει στον Π. διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου …, πρώην … νομίμως εγκαταστημένη στην Ελλάδα με το ν. 89/67 και με διεύθυνση γραφείου στην Α. Μ. 53-55….., νομίμως εκπροσωπουμένη, οι οποίες αμφότερες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίνας ΛΙΟΥΤΑ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ, δυνάμει του από 10-12-2018 έγγραφου πληρεξουσίου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου τους, Ανδρέα Μπαρδάκου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤH: Π. Σ., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Γεωργακοπούλου με Α.Μ. … του Δ.Σ. Πειραιώς.
Οι εκκαλούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 13-7-2018 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ Ειρηνοδικείου Πειραιώς: …) κατά της υπ’ αριθμ. 27/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε (ΓΑΚ – ΕΑΚ … για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 68 γ΄ του ΚΙΝΔ προβλεπόταν η αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων ναυτολόγησης, μεταξύ άλλων και επί εκποίησης του πλοίου σε δημόσιο πλειστηριασμό (ΕφΠειρ 384/2006 ΕΝαυτΔ 2006.374), ήτοι με τη σύνταξη της κατακυρωτικής έκθεσης και όχι από της κατασχέσεως (ΕφΠειρ 1166/1997, ΕΝαυτΔ 1997.464). Όμοια δε ρύθμιση περιέχεται στην Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, 2006, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που κυρώθηκε με το ν.4078/2012 και ισχύει πλέον μετά και την έκδοση του Κανονισμού για την εφαρμογή απαιτήσεων της ανωτέρω Σύμβασης που εγκρίθηκε με την ΥΑ Υγείας – Ναυτιλίας και Αιγαίου 3522.2/08/2013-ΦΕΚ Β΄1671/2013 και αναπτύσσει ισχύ από τις 4-1-2014 (βλ. άρθρο 2§1α προαναφερθείσας ΥΑ), καθώς στο άρθρο 6§8 του εν λόγω Κανονισμού προβλέπεται ότι η απώλεια του πλοίου, η αλλαγή σημαίας του και η εκπλειστηρίαση του συνεπάγονται «αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης». Η διάταξη αυτή όμως αφορά το πλήρωμα του πλοίου και δεν αναπτύσσει ισχύ στα βοηθητικά περί τη ναυτιλία πρόσωπα, όπως ο ναυτικός πράκτορας. Εντούτοις, εξαιτίας της έλλειψης νομοθετικής πρόβλεψης, γίνεται δεκτό ότι ναυτικός πράκτορας είναι αυτός που με σύμβαση με τον πλοιοκτήτη ή το διαχειριστή του πλοίου αναλαμβάνει τη διεξαγωγή ναυτικών υποθέσεων για λογαριασμό του τελευταίου με αμοιβή (πράκτορας πλοίου). Η σχέση που συνδέει τον πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον διαχειριστή του πλοίου είναι σχέση του καθολικού εντολοδόχου (ΑΚ 713 επ.), όσον αφορά στην διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. και του εκμισθωτή ανεξάρτητων υπηρεσιών, όσο αφορά στην αμοιβή του, την οποία μπορεί να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 ΑΚ, που εφαρμόζονται αναλογικώς στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς στον ΑΚ. Η μικτή αυτή σύμβαση δεν ενέχει κύρια και δευτερεύουσα παροχή, ώστε να απορροφάται η τελευταία από την πρώτη, αλλά κάθε μία από τις επί μέρους συμβάσεις διατηρεί την αυτοτέλεια της (ΑΠ 1566/1979 ΝοΒ 28. 1102, ΑΠ 3/1979, ΕΕμπΔ Λ.616, Εφ Πειρ. 1059/1995 ΔΕΕ 1996. 41.ΕΝΔ 1997.87, ΕφΠειρ 157/2009, Νομος). Σύμφωνα δε με την αναλογικώς εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 726 ΑΚ επί ναυτικού πράκτορα κατά τα προεκτεθέντα, η εντολή λύνεται, αν δεν ορίστηκε το αντίθετο, με το θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου, καθώς επίσης με την υποβολή τους σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευση τους. Το ίδιο αποτέλεσμα επιφέρει, σε περίπτωση νομικού προσώπου, η διάλυσή του, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 724 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολέας έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε χωρίς χρονικούς περιορισμούς (ΕφΠειρ 157/2009, Νομος). Τέλος, η εκπλειστηρίαση του πλοίου δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του ΠΔ 178/2002 και του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή του άρθρου 479 ΑΚ, διότι η συνέχιση της επιχείρησης στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης προβλέπεται ειδικώς και μόνο στον θεσμό της αναγκαστικής διαχείρισης, αποσκοπούσας της τελευταίας στην ικανοποίηση του δανειστή από τα εισοδήματα της περιουσίας του οφειλέτη, ώστε να αποφεύγεται ο πλειστηριασμός (άρθρο 1034§1 ΚΠολΔ – βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, V, § 709, αριθμ. ΙΙ, Γεσίου – Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ, ΙΙβ, β΄ έκδ., § 66 Ι, αριθμ. 1 – ΙΙ, 2, αριθμ. 5). Ο δε πλειστηριασμός είναι ιδιόρρυθμη πώληση του πράγματος (πλοίου) υπό το κράτος της αρχής (ΟλΑΠ 12/2008, ΕΠολΔ 2008.646) ή, κατ’ άλλη άποψη, πρόκειται για σύμβαση δημοσίου δικαίου (ΑΠ 235/2009, ΝοΒ 2010.1729, βλ. για το ζήτημα Γεσίου – Φαλτσή, ΔικΑνΕκτ, ΙΙα, β΄ έκδ. § 59 ΙΙ με περαιτέρω παραπομπές), ο οποίος ομοιάζει μεν με την πώληση ως προς το ότι συνιστά τίτλο κτήσης κυριότητας του πράγματος κατά παράγωγο τρόπο (Γεωργιάδης, ΕμπρΔ , 2η έκδ. §6, αριθμ.1, Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, ΙV, § 577, Γεσίου – Φαλτσή, ο.π., § 61, ΙΙ, αριθμ. 44), αλλά διακρίνεται της συμβατικής πώλησης του ιδιωτικού δικαίου, καθώς ολοκληρώνεται όχι δια της αποδοχής της πρότασης που περιέχεται στην πλειοδοσία κατά την ΑΚ 199, αλλά δια της κατακύρωσης, ήτοι με πράξη δημοσίου δικαίου, με φορέα αυτής τον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. Γεσίου – Φαλτσή, ο.π., § 61, Ι, αριθμ. 1), ερείδεται, δηλαδή, η ειδική διαδοχή κατ’ ορθή διατύπωση σε πολιτειακή πράξη (Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ., σελ. 514).
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 13-7-2018 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 27/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την διαδικασία διαφορών από αμοιβές (άρθρα 677 επ. ως ίσχυαν πρό του Ν. 4335/2015), ερήμην των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, οι οποίες ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους (καθώς και αρχικά ασκηθείσας εναντίον της εδρεύουσας στις Ν. Μ. “…”, καθώς και εναντίον της τραπεζικής εταιρίας με υποκατάστημα στην Ελλάδα “…, ως προς τις οποίες η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη παραιτήθηκε κατά τη συζήτηση του δικογράφου της αγωγής της, με αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης ως προς αυτές) από 9.7.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Με την προειρημένη αγωγή η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι στις 26/8/2014 της ανατέθηκε η πρακτόρευση του πλοίου “…” από την τότε πλοιοκτήτρια αυτού και αρχικώς εναγόμενη, εδρεύουσα στις Ν. Μ. “…”, με ημερήσια αμοιβή 200 ευρώ, τα οποία και της κατέβαλε έκτοτε. Ότι το πλοίο είχε κατασχεθεί από την δανείστρια της τότε πλοιοκτήτριας τραπεζική εταιρία με υποκατάστημα στην Ελλάδα “… (επίσης αρχικώς εναγόμενη), που, ακολούθως, εκπλειστηρίασε το ανωτέρω πλοίο στις 29/10/2014, το οποίο και κατακυρώθηκε στην πρώτη εκκαλούσα που είναι η νυν πλοιοκτήτρια του ίδιου πλοίου, μετονομασθέν σε “…” και του οποίου είναι διαχειρίστρια η δεύτερη εκκαλούσα, με νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατά τον ΑΝ 89/67 με έδρα στον Πειραιά. Επικαλούμενη δε ότι μετά την κατακύρωση η νέα πλοιοκτήτρια «αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τη συνέχιση των υπηρεσιών της μέχρι την λήξη της συμβάσεως πρακτόρευσης, η οποία έγινε στις 30 Νοεμβρίου 2014», ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε τέλη αγκυροβολίας στον ΟΛΠ ποσού 2.475 ευρώ, 260 ευρώ για διάφορα έξοδα κι ότι της οφείλεται, επιπλέον πρακτοριακή αμοιβή 30 ημερών ποσού (30 ημέρες Χ 200 ευρώ=) 6.000 ευρώ. Ότι το εξαμελές πλήρωμα συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του κι ότι δεν εξοφλήθηκε από τις εναγόμενες κι ότι κατέβαλε ποσό 10.377,92 ευρώ για τις αμοιβές του Α΄Μηχανικού, του Ανθυποπλοίαρχου, του Γ΄Μηχανικού και του Ναύτη και την εν γένει προσφορά των υπηρεσιών τους μέχρι τις 30/11/2014 στο άνω πλοίο, το οποίο ελλιμενίζετο στην θαλάσσια περιοχή του Περάματος έμπροσθεν του Ναυπηγείου “MED SHIPPYARD”, χωρίς να εκτελεί πλόες. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθούν ο εναγόμενες-εκκαλούσες να της καταβάλουν το ποσό των (260 + 2.475 + 6.000 + 10.377,92=) 19.112,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο «από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητή», άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η εκκαλούμενη δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, δεχόμενη ότι με τον ως άνω πλειστηριασμό επήλθε μεταβίβαση της επιχείρησης κι ότι η πρωτη εκκαλούσα – υπερθεματίστρια είναι διάδοχος της οφειλέτη – παλαιάς εντολέως και υποχρέωσε τις εκκαλούσες να καταβάλουν το ποσό των 6.000 ευρώ, εντόκως από 1-12-2014 για αμοιβή της ενάγουσας από 1-11-2014 έως 30-11-2014 και το ποσό των 1.175 ευρώ για έξοδα που κατέβαλε για λογαριασμό των εκκαλουσών (τέλη αγκυροβολίας), εντόκως από τις 5-12-2014, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατά της απόφασης αυτής, oι δύο εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση τους και τους λόγους εφέσεως, κατ’ εκτίμηση αυτών, με τον πρώτο λόγο περί αοριστίας της αγωγής, καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή ο τρόπος που δόθηκε η εντολή πρακτόρευσης από την α΄εκκαλούσα και το εάν την ενημέρωσε πριν προβεί στις επικαλούμενες καταβολές, μη προσκομίζοντας αποδεικτικά καταβολής, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας του άρθρου 68 ΚΙΝΔ ως προς την πρώτη εκκαλούσα και εντεύθεν των άρθρων 713 επ., 216, 211 ΑΚ ως προς την δεύτερη εκκαλούσα – διαχειρίστρια του πλοίου υπό τη νέα του ονομασία μετά την εκπλειστηρίαση του, ισχυριζόμενη ότι με το άρθρο 68 ΚΙΝΔ επήλθε λύση της σύμβασης πρακτόρευσης και ο τρίτος λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ιστορικό της εφέσεως τους – άρνησης της αγωγής. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα, κατά τα ως άνω καθοριζόμενα από την κρινόμενη έφεση, όρια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, καθώς αυτή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (μη πάροδος καταχρηστικής προθεσμίας οριζόμενης στο άρθρο 518§2 ΚΠολΔ – οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλουμένης), για την άσκηση της οποίας ως αφορώσας διαφορά από αμοιβές δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ, το οποίο όμως, παρά ταύτα, κατατέθηκε – βλ. ηλεκτρονικό παράβολο υπ’ αριθμ. 22447188095809110020/2018 ποσού 75 ευρώ), χωρίς να ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης (ΑΠ 1015/2005, Νομος, ΑΠ 546/2014, Νομος, ΑΠ 828/2008, ΝοΒ 2008.2457, Στ.Πανταζόπουλος, Ο νέος Ν. 2915/2001 και ο τροποποιητικός νόμος αυτού, ΕλλΔνη 2003, σελ. 92, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, σελ. 265, Αθ.Πανταζόπουλος σε Οικονόμου, Η έφεση, 2017, άρθρο 528, αριθμ. 3 – 6, όπου περαιτέρω παραπομπές), να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την βασιμότητα της, καθώς η εφεσίβλητη – ενάγουσα αρνείται τους λόγους της έφεσης. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 713 επ., 648, 649, 361, 341, 345, 346, 480 επ. ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, κατά το εφαρμοζόμενο στην εν λόγω περίπτωση ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται η σύμβαση πρακτορίας στενότερα (αρθρ. 4 παρ. 1-5 Σύμβαση «Ρώμη Ι»), απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί αοριστίας κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, αφού η ενάγουσα επικαλείται σιωπηρή χορήγηση εντολής για πρακτόρευση του πλοίου μετά την κατακύρωση του πλοίου, οι δε λοιποί περί αοριστίας ισχυρισμοί των εναγουσών αφορούν την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε, για το παραδεκτό της συζήτησής της, το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, όπως βεβαιώνεται στην εκκαλουμένη.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα Σαλίμ Ράζα, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, από την υπ’ αριθμ. 1801/30-11-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ευάγγελου Μαυροβίτη, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του αντιδίκου του επιμεληθέντος τη λήψη αυτών διαδίκου (υπ’ αρίθμ. 8714Γ΄/26-11-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, Βασιλείου Χρήστου) και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 26/8/2014 ανατέθηκε στην ενάγουσα, η οποία δραστηριοποιείται ως ναυτικός πράκτορας μέσω του πρακτορείου Πρόοδος ΕΠΕ – Π. Σ., με γραφείο στον Πειραιά, η πρακτόρευση του πλοίου “…” από την τότε πλοιοκτήτρια αυτού (και αρχικώς επίσης εναχθείσα), εδρεύουσα στις Ν. Μ. “…”. Το εν λόγω πλοίο είχε κατασχεθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. … Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης του Δικ. Επιμελητή Πειραιώς Σ. Α. από την δανείστρια της τότε πλοιοκτήτριας (επίσης αρχικώς εναχθείσα) τραπεζική εταιρία με υποκατάστημα στην Ελλάδα “…, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … Διαταγής Πληρωμής του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στις 29/10/2014 η ανωτέρω επισπεύδουσα εκπλειστηρίασε το ανωτέρω πλοίο, το οποίο και κατακυρώθηκε στην πρώτη εκκαλούσα, αντί τιμήματος 4.580.000 δολαρίων ΗΠΑ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … Έκθεσης Αναγκαστικού Πλειστηριασμού του Συμβολαιογράφου Πειραιά Χρήστου Γκορίτσα, το δε εκπλειστηρίασμα καταβλήθηκε αυθημερόν από την τελευταία (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. … Περίληψη Κατακυρωτικής Έκθεσης ίδιου Συμβολαιογράφου) που έτσι κατέστη εκείνη νέα πλοιοκτήτρια του ίδιου πλοίου, κατόπιν μετονομασθέντος σε “…”. Κατ’ αποτέλεσμα, η σύμβαση πρακτορίας μεταξύ του παλαιού πλοιοκτήτη – οφειλέτη λύθηκε εκ των πραγμάτων, ενώ το πλοίο ευρίσκετο αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο του ναυπηγείου MED στο Πέραμα Αττικής, σε χώρο που ορίζεται από τις λιμενικές αρχές για πλοία προς επισκευή, ενώ αυτό ήταν παροπλισμένο, καθώς λόγω της εξελισσόμενης διαδικασίας εκπλειστηρίασης του πλοίου ουδεμία εντολή επισκευής είχε δοθεί από την οφειλέτη, ούτε ήταν λογικό να δοθεί τέτοια. Την ίδια ημέρα της κατακύρωσης ανατέθηκε η πρακτορία του πλοίου στον Ευάγγελο Μαυροβίτη, ναυτικό πράκτορα που δραστηριοποιείται ως ναυτικός πράκτορας επίσης στον Πειραιά μέσω του πρακτορείου «ΓΚΛΟΜΠΑΛ ΜΑΡΙΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΕΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», γεγονός που γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη. Την επόμενη ημέρα ο τελευταίος επισκέφθηκε το Λιμεναρχείο Πειραιώς, προκειμένου να δηλωθεί ως νέος πράκτορας του πλοίου, πλην όμως δεν ήταν αυτό δυνατό ελλείψει πιστοποιητικών σε ισχύ και νέου εγγράφου εθνικότητας αυτού, με αποτέλεσμα να δηλωθεί η αλλαγή πράκτορα εν τέλει στις 1/12/2014. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε στην εφεσίβλητη αμοιβή πράκτορα ποσού 6.000 ευρώ για αμοιβή της, δεχόμενη ότι δια της ανωτέρω διαδικασίας πλειστηριασμού, αφενός επήλθε διαδοχή της πρώτης εκκαλούσας στην σύμβαση πρακτορίας λόγω «μεταβίβασης της επιχείρησης» και, αφετέρου, ότι πράγματι η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες αυτές μετά την εκπλειστηρίαση του πλοίου και μέχρι τις 30-11-2014, το μεν εσφαλμένως ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, το δε εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε χορήγηση εντολής πρακτορίας του ανωτέρω πλοίου προς την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ούτε σιωπηρή αποδοχή συνέχισης των υπηρεσιών της ως πράκτορα του πλοίου. Η κατάθεση του μάρτυρος, φερόμενου ως πλοιάρχου του πλοίου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν κρίνεται πειστική, καθώς άμεση γνώση του για την υπόθεση κατά τον επίδικο μήνα δεν επιβεβαιώνεται από τα παρουσιολόγια του πλοίου, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν εμφανίζεται σε κανένα από αυτά, καίτοι πλοίαρχος του πλοίου (σε αντίθεση με τον ανθυποπλοίαρχο Στυλιανό Κατάγα). Περαιτέρω, η πρώτη εκκαλούσα με απόφαση της όρισε την δεύτερη εκκαλούσα, αλλοδαπή εταιρία με νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατά τον ΑΝ 89/67 με έδρα στον Πειραιά ως διαχειρίστρια του πλοίου, της οποίας η εγκατάσταση στην Ελλάδα εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3122.1/4829/01 ΥΑ δημοσιευθείσα στο υπ’ αριθμ. 3509/29-12-2014 ΦΕΚ, τεύχος Β΄, επομένως σε χρόνο μεταγενέστερο του επίδικου. Συνεπώς, η αγωγή είναι απορριπτέα ως προς αυτή, αφού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν ήταν διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου. Ενόψει και της ως άνω εκκρεμότητας στα έγγραφα του πλοίου, με συνέπεια την εμφάνιση της εφεσίβλητης ως ναυτικής πράκτορα του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στα λιμενικά έγγραφα, η εφεσίβλητη εξόφλησε το με αριθμό … τιμολόγιο του ΟΛΠ με καταβολή στις 4.12.2014 του ποσού των 1.716,75 ευρώ, ενώ της επεστράφη ποσό 600 ευρώ με το πιστωτικό τιμολόγιο υπ’ αριθμ. … του ΟΛΠ, ήτοι κατέβαλε εν τέλει για το βαρυνόμενο πλοίο ποσό (1.716,75 – 600=) 1.116,75 €, ευθυνόμενη εξάλλου εις ολόκληρον ως προς αυτά μετά του πλοιοκτήτη κατά το άρθρο 8 του Κανονισμού του ΟΛΠ έναντι του τελευταίου. Συνεπώς, το ποσό αυτό θα πρέπει να της επιδικαστεί κατά την διάταξη του άρθρου 1017§4 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 965 ΑΚ, διότι πρόκειται για βάρος του πλοίου που προέκυψε μετά την κατακύρωση (ΜΠρΠειρ 8605/2004, Δίκη 2005.358), εντόκως από την επομένη της καταβολής αυτών (5.12.2014), δεδομένου ότι η εξόφληση του ανωτέρω τιμολογίου έπρεπε να γίνει εντός δεκαημέρου από την έκδοση του, όπως ρητώς αναγράφεται επ’ αυτού (341 ΑΚ). Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η υπ΄ αριθμ. 27/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να κρατηθεί η από 9.7.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά τα μεταβιβασθέντα κεφάλαια αυτής, να απορριφθεί η αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων εκατόν δέκα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (1.116,75 €), εντόκως από την επομένη της καταβολής αυτών (5.12.2014). Τέλος, πρέπει, δεδομένου ότι εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη (ΑΠ 521/2002, Δίκη 2003, 506, 625), να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και κατ’ ουσίαν.-
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 27/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.-
ΚΡΑΤΑ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 9.7.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγή.-
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.-
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.-
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων εκατόν δέκα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (1.116,75 €) εντόκως από τις 5.12.2014.-
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου δημοσίου (ηλεκτρονικό παράβολο υπ’ αριθμ. … ποσού 75 ευρώ που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά την άσκηση της έφεσης στις εκκαλούσες.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 20-3-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ