ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1048 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του τη 14η Νοεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή αποζημίωσης από θαλάσσια ασφάλιση πλοίου, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…» και με τον διακριτικό τίτλο «…», εδρεύουσας στην Ε. Α. Ν., στην Κ. Δ., νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ Κ. Δ., η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 20-8-2017 ειδικής πληρεξουσιότητας του Προέδρου του Δ.Σ. και νομίμου εκπροσώπου της Ι. Δ. του …, κατοίκου Α. Κ., με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από την αρμόδια υπάλληλο του ΚΕΠ Δ. Κ., κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της … Νταλάκου του Λεωνίδα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Π……., επί της οδού …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», με αριθ. ΜΑΕ …, ΑΦΜ … της ΔΥΟ ΦΑΕ Π……., αριθ.ΓΕΜΗ …, εδρεύουσας στη Λ. Σ., αριθ…., στη Ν. Σ., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του υπ αριθ. …/14-7-2017 πράξης συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου και γενικού διευθυντή της εναγομένης, Χ. Κ. του Κ. και της Μ., κατοίκου Β. Αττικής, επί της οδού Α., . ( Μ.), με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. 2987/8-5-2007 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, αριθ.11, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αργύριου Κουτσούκου του Κ. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Π……, επί της οδού …, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 25-4-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 28-4-2017 και επιδόθηκε στις 24-5-2017 στην εναγομένη, και συγκεκριμένα στον εντεταλμένο για την παραλαβή του δικογράφου αυτού υπάλληλό της, Δ. Γ., λόγω απουσίας του νομίμου εκπροσώπου της από την έδρα της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 11-10-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της …2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε ως άνω εναγομένη ζητεί την απόρριψή της, για όσους λόγους αναφέρει στις προτάσεις της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ1998.9, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 216, αριθ.2-3). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο το ζήτημα ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111,159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1…, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161, ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Επιπλέον, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση του διαδίκου, που αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ Nόμος, ΜονΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).
ΙΙ. Περαιτέρω δε, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί Θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 «Marine Insurance Act 1906» οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων (Case Law) και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου («Μ.Ι.Α. 1906») έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα υπό του συλλογικού φορέως των Άγγλων Ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute of London Underwriters). Σχετικά με το εφαρμοζόμενο στην ένδικη περίπτωση δίκαιο, επισημαίνεται ότι συνομολογείται από τα διάδικα μέρη η ρητή υπαγωγή, κατά σαφή συμβατική πρόβλεψη (άρθρο 25 εδ.α΄ AK, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 AK, δεδομένου ότι επί συμβάσεων ασφαλίσεως δεν εφαρμόζεται η Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν.1792/1988 – ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΠολΠρΑθ 1039/1993 ΕΕμπΔ 1994.76), της επιδίκου ασφαλιστικής συμβάσεως στις ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, και δη σ’ αυτές που προσήκουν στη θαλάσσια (ναυτική) ασφάλιση και, πλέον συγκεκριμένα, των επισυναπτομένων στο ασφαλιστήριο Ρητρών Θαλαμηγών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση μεταφοράς σκάφους αναψυχής της 1.2.1980, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ενδίκου ασφαλιστηρίου. Συνεπώς σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλουν οι εναγόμενοι (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές – ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.255, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΕφΔωδ 10257/1995 ΕΕμπΔ 46.262, ΕφΑθ 1545/1994 ΕΕμπΔ 46.262, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΕφΠειρ 624/1997 ΕΝΔ 25.392, ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, ΠολΠρΑθ 8277/1988 ΕΝΔ 19.13), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο “περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906”, γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου, και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις ανωτέρω ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses 1.11.1985” (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman on marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σελ.190-191, ΑΠ 1650/2001 ΕλλΔνη 43.1039, ΕφΠειρ 566/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠολΠρΠειρ 3522/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από τον νόμο. Ενόψει του ότι προσκομίζεται από τους διαδίκους προαποδεικτικώς κατά τις κρίσιμες διατάξεις του (σε νόμιμη μετάφραση – άρθρο 53 του Ν.Δ. 3026/1954) το περιεχόμενο των διατάξεων και των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αλλοδαπού δικαίου, οι οποίοι έχουν εφαρμογή στην επίδικη διαφορά και θεμελιώνουν τους εκατέρωθεν προβαλλόμενους ισχυρισμούς τους, σε σχέση με το ένδικο ασφαλιστήριο, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610, ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 4645/1998, ΠολΠρΠειρ 2559/1998 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΠολΠρΘεσ 674/1977 Αρμ 31.547, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30). Ειδικότερα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω άρθρων Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευση του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 §§ 1, 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευση του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπο του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 του Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 του Μ.Ι.Α. 1906). Το ασφαλιστήριο πρέπει να προσδιορίζει: α) το όνομα του ασφαλιζομένου ή κάποιου προσώπου, το οποίο πραγματοποιεί την ασφάλιση για λογαριασμό του, β) το αντικείμενο της ασφαλίσεως και τον καλυπτόμενο κίνδυνο, γ) το ταξίδι ή τη χρονική περίοδο ή και αμφότερα, αναλόγως της περιπτώσεως, που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, δ) το ασφαλιζόμενο ή τα ασφαλιζόμενα ποσά και ε) το όνομα ή τα ονόματα των ασφαλιστών (τι πρέπει να προσδιορίζει το ασφαλιστήριο – άρθρο 23 του Μ.Ι.Α. 1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δόλιας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 § 1 του Μ.Ι.Α. 1906). Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatοr». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: βλ. σχετ. Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ.190-191). Πολλές φορές συμβαίνει, συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται από τον νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεται η κρίση περί την αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (βλ. σχετ. Chopley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σελ.303επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτιών η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (βλ. σχετ. Arnould’ s, Law of Maritime Insurance and Average, Vol.II, 16th edition, 1981, σελ.761-763). To βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος (ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337), 6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια. Εκτός εάν από τους όρους του ασφαλιστηρίου προκύπτει διαφορετική πρόθεση η ασφάλιση κατά ολικής απώλειας περιλαμβάνει πραγματική και τεκμαρτή απώλεια. Όταν ο ασφαλισμένος εγείρει αγωγή για ολική απώλεια και τα στοιχεία αποδεικνύουν μερική μόνο απώλεια, αυτός μπορεί, εκτός εάν διαφορετικά προβλέπεται στο ασφαλιστήριο, να αποζημιωθεί για μερική απώλεια (μερική και ολική απώλεια – άρθρο 56 §§1-4 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 7) Όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος υφίσταται πραγματική ολική απώλεια. Στην περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας δεν απαιτείται δήλωση εγκαταλείψεως (πραγματική ολική απώλεια – άρθρο 57 §§ 1 και 2 του Μ.Ι.Α. 1906). 8) Όταν το ενεχόμενο στην περιπέτεια πλοίο τυγχάνει αγνοούμενο και, μετά την πάροδο ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεν ελήφθησαν νέα περί αυτού, συμπεραίνεται ολική απώλεια (αγνοούμενο πλοίο – άρθρο 58 του Μ.Ι.Α. 1906). 9) Με την επιφύλαξη τυχόν όρων του ασφαλιστηρίου, υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια, όταν το ασφαλισμένο πράγμα ευλόγως εγκαταλείπεται εξαιτίας εμφανίσεως της πραγματικής ολικής απώλειας του ως αναπόφευκτου ή διότι δεν μπορούσε να σωθεί από πραγματική ολική απώλεια άνευ δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία του κατά τον χρόνο που αυτό θα πραγματοποιείτο. Ειδικότερα, τεκμαρτή ολική απώλεια υφίσταται: Ι) όταν ο ασφαλισμένος στερείται την κατοχή του πλοίου ή των πραγμάτων από ασφαλισμένο κίνδυνο και α) είναι απίθανο ότι δύναται να επανακτήσει το πλοίο ή τα πράγματα ή β) το κόστος επανακτήσεως πλοίου ή αγαθών θα υπερέβαινε την αξία τους κατά το χρόνο επανακτήσεως ή II) στην περίπτωση ζημίας σε πλοίο, όταν έχει υποστεί τέτοιες ζημιές από ασφαλισμένο κίνδυνο, που το κόστος αποκαταστάσεως τους θα υπερέβαινε την αξία του πλοίου ως επισκευάσιμου (ορισμός τεκμαρτής ολικής απώλειας – άρθρο 60 §§1,2 υποπαρ.α’ του Μ.Ι.Α. 1906). 10) Όπου υφίσταται τεκμαρτή ολική απώλεια ο ασφαλισμένος δύναται είτε να εκλάβει την απώλεια ως μερική απώλεια είτε να εκλάβει την απώλεια ως εάν αυτή είχε υπάρξει πραγματική ολική απώλεια (συνέπειες τεκμαρτής ολικής – άρθρο 61 του Μ.Ι.Α. 1906). 11) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όταν ασφαλισμένος επιλέγει να εγκαταλείψει το ασφαλισμένο πράγμα στον ασφαλιστή, οφείλει να δώσει δήλωση εγκαταλείψεως. Εάν παραλείψει να το πράξει, η απώλεια δύναται να εκληφθεί μόνο ως μερική απώλεια. 12) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για την απώλεια – άρθρο 67 § 1 του Μ.Ι.Α. 1906) (ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6). Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει καταρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σ’ αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Γενικά ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε αμέσως από τον ασφαλισθέντα κίνδυνο τον οποίον καθορίζει το ασφαλιστήριο. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου (βλ. σχετ. Lord Chorley O.C. Giles, Ναυτικόν Δίκαιον, μετάφρ.Ιασ.Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σελ.302, ΠολΠρΠειρ 1761/2005 ΕΕμπΔ 2005.610). Το Αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφάλισης και διακρίνονται ειδικότερα: 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 του Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (“to avoid the contract”) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί “WARRANTIES” των άρθρων 33επ. του Μ.Ι.Α., των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή (ΜονΠρΠειρ 4022/2004, ΜονΠρΠειρ 4672/2003 αδημ. στον νομικό Τύπο). Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Μ.Ι.Α. 1906, η αθέτηση όρων της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να τη θεωρήσει εξαρχής άκυρη. Και τούτο, διότι ο Μ.Ι.Α. 1906 με ρητή διάταξη (παράγραφος 17) καθόρισε ότι, η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη (“uberrima fides/utmost good faith”) και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί (“may be avoided”) από το άλλο μέρος (ΕφΠειρ 480/2014 αδημ. στον νομικό Τύπο). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός, δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και τον χαρακτήρα του κινδύνου που αναλαμβάνει, για να κρίνει, αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Η έννοια δε της «απόλυτης καλής πίστης» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου (fraud) και δη έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή την απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλιζομένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι παραλείψεις ή οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. σχετ. Γερ.Βλάχου, Η θαλάσσια ασφάλιση, σελ.36-37). Εξάλλου, αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε, είναι ουσιώδες (ήτοι μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφαση του να αναλάβει τον κίνδυνο) ή όχι, είναι ζήτημα πραγματικό (άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906). Το βάρος απόδειξης βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη (ΑΠ 1651/2005 ΕΝΔ 2005.241, ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 27.72, ΜονΠρΠειρ 5046/2012 ΕΝΔ 2012.289). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 18 του “ΜΙΑ 1906″ ορίζεται ότι: 1. Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό (material circumstance) που είναι γνωστό στον ασφαλιζόμενο και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του είναι γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο. 4. Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 του ΜΙΑ 1906: 1. Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2. Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου, όπως π.χ. σε περίπτωση δήλωσης από τον ασφαλιζόμενο αξίας μεγαλύτερης από την πραγματική αναφορικά με θαλαμηγό σκάφος (βλ. σχετ. Slattery vs Mance (1962) 61 L1.Rep. 60, Piper vs Royal Excange Assurance (1932) 44 L1.Rep. 103, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31, με σημείωση Αθ.Μαρκάκη, Arnould’s, Law οf Marine Insurance & Average, Vol. II, 16th ed. 1981, παρ.643). Η υποχρέωση του ασφαλιζόμενου συνεχίζεται και για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση ήδη συναφθείσας ασφάλισης (βλ. σχετ. Pacific Queen Fisheries vs Symes U.S., U.S. Court of Appeal 1963, A.M.C. 1647, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31). Τόσο δε η παράλειψη ανακοίνωσης (“non disclosure”) που αναφέρεται στο άρθρο 18 του ΜΙΑ 1906, όσο και η εσφαλμένη ή πεπλανημένη απεικόνιση (“misrepresentation”) του άρθρου 20 του ΜΙΑ 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην απόλυτη καλή πίστη, έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεώς τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτομένου μέρους (κατά λεκτική δε κυριολεξία να αποφύγει το ασφαλιστήριο – “to avoid the contract”) (ΕφΠειρ 890/2003 ό.π., ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, Arnould’ s,Law of Marine Insurance and Average, ό.α., παρ.581, και Chalmer’ s, Marine Insurance Act 1906, ed. 1976, σελ.26). Ο ασφαλισμένος ζητώντας αποζημίωση ίση με τη στο ασφαλιστήριο αναγραφόμενη αξία του ασφαλισμένου κατά των θαλασσίων κινδύνων πλοίου πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, πέρα από τη σύμβαση ασφαλίσεως και το περιεχόμενο της, τα περιστατικά εκείνα που συγκροτούν τη βάση του πιο πάνω τεκμηρίου, υπό τα οποία υπάρχει και επίκληση τους ασφαλισθέντος κινδύνου (ΕφΠειρ 1592/1989, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6). Εξάλλου, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που διέπει και τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, είναι δυνατή η ενσωμάτωση στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο δηλώσεων – εγγυήσεων του ασφαλισμένου, οι οποίες αφορούν το αντικείμενο της ασφάλισης, οπότε αυτές καθίστανται περιεχόμενο του συμβολαίου, χαρακτηριζόμενες, μάλιστα, και ως πρόσθετοι όροι. Στην πρακτική, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο τέτοιοι όροι ενσωματώνονται, με τον τύπο των ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου, μεταξύ των οποίων και οι καλούμενες “Institute Yacht Clauses”. Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την δυνατότητα να προσδίδουν ιδιαίτερη έμφαση και σπουδαιότητα σε ορισμένες δηλώσεις – εγγυήσεις, έτσι ώστε να ανάγουν αυτές σε ουσιώδεις όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και, μάλιστα, κατά τρόπο, που η παράβαση κάποιας από αυτές να επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης αυτής και, συνακόλουθα, απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του έναντι του ασφαλισμένου. Οι ουσιώδεις αυτοί όροι (warranties) μπορεί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαιοπρακτικής ρύθμισης, οπότε είναι ρητοί (express warranties) ή, απλά, να εξυπακούονται (implied warranties). Αποτελούν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή για την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων είτε σε σχέση με την κατάσταση του πλοίου είτε σε σχέση με τις συνθήκες ελλιμενισμού ή παροπλισμού αυτού. Τέτοιοι επιτρεπόμενοι ουσιώδεις όροι (WARRANTY) είναι και: α) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να φροντίζει να κυβερνάται το πλοίο πάντοτε από διπλωματούχο ιστιοπλόο και β) ο όρος κατά τον οποίο ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της ευθύνης αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι αποτέλεσμα της ελλείψεως επαρκούς επιμέλειας από μέρους του ασφαλισμένου-πλοιοκτήτη σχετικά με την αποτροπή της (ρήτρα 16 των “INSTITUTE YACHT CLAUSES”). Kαι στις δύο περιπτώσεις παράβαση των όρων αυτών από τον ασφαλισμένο συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως και απαλλαγή του ασφαλιστή από τις έναντι του ασφαλισμένου υποχρεώσεις του, ενώ επιπλέον στην πρώτη περίπτωση παρέχεται στον ασφαλιστή και δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφαλίσεως (βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Φ.Χριστοδούλου και Χρ.Στυλιανέα “Αι δηλώσεις-εγγυήσεις (WARRRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν”, ΕΝΔ4.55, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 1991.6). Η κύρωση από τη μη συμμόρφωση, κατά τα παραπάνω, δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση καθεαυτή συνετέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο, στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση άρθηκε, ενδεχόμενα, πριν από κάθε ζημία. Μόνη, δε, η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παράβασης του όρου. Την παράβαση αυτή πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο ασφαλιστής (βλ. σχετ. Arnould’ s, Law of Marine Insurance and Average, Volume II,16th ed., 1981, σελ.579επ., Φ.Χριστοδούλου, Γνωμοδότηση σε ΕΕμπΔ 1998, σελ.154επ., Χρ.Στυλιανέα, Αι δηλώσεις – εγγυήσεις – warranties εις την ναυτικήν ασφάλισιν, ΕΝΔ 4.55, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Έτσι, απαιτείται ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση (Υπόθεση Overseas Commodities vs Style (1958) Lloyd’ s Rep. 546). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906, η μη συμμόρφωση σε μία εγγύηση επιτρέπεται, όταν, εξαιτίας αλλαγής των περιστάσεων, η εγγύηση παύει να ισχύει, υπό τους όρους της σύμβασης ή όταν η συμμόρφωση με την εγγύηση είναι παράνομη, εξαιτίας ισχύος μετέπειτα νόμου, ενώ, με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα, που του χορηγεί η παράβαση μιας εγγύησης. Η ερμηνεία τέτοιων, όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με όσα κρατούν στη Μ.Βρεττανία και τους κανόνες (ερμηνευτικούς), που ισχύουν εκεί (ΑΠ 87/1993 ΝοΒ 42.1142). Σε περίπτωση ύπαρξης αβεβαιότητας ή ασάφειας ως προς το νόημα ή το σκοπό όρου σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που εκπονήθηκε για να εξαιρεί ή να περιορίζει την ευθύνη του ασφαλιστή, (η οποία, χωρίς τον αμφισβητούμενο όρο θα γεννιόταν κάτω από τους όρους του ασφαλιστηρίου), η προσέγγιση της αληθούς έννοιας του όρου, παραδεκτά, γίνεται με την εφαρμογή του κανόνα “contra proferentum”, ήτοι, σε περίπτωση αμφιβολίας, η διατύπωση στο συμβόλαιο πρέπει να ερμηνεύεται εναντίον του μέρους εκείνου, το οποίο επιδιώκει να επιστηριχθεί σε αυτήν, προκειμένου να μειώσει ή να αποκλείσει τη βασική υποχρέωσή του (ΕφΛονδίνου, υπόθεση “Zeus Tradition Marine Ltd vs Bell” (The “Zeus”), Τόμος Β των Lloyd’ s Law Reports 2000, σελ.587). Οι δηλώσεις – εγγυήσεις (“warranties”) διαφέρουν ουσιωδώς από τα καλούμενα καθήκοντα του ασφαλισμένου (“duties of assured”), με τα οποία νοούνται οι υποχρεώσεις, που φέρει ο ασφαλισμένος, χρονικά, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και προβλέπονται είτε στον νόμο είτε στο ασφαλιστήριο, αποσκοπούν, δε, στον περιορισμό της ζημίας και στην προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλιστή και ασφαλισμένου κατά τρίτων προσώπων, που ευθύνονται για τη ζημία. Κύριο διακριτικό γνώρισμα της δήλωσης – εγγύησης από το καθήκον του ασφαλισμένου είναι η υποχρέωση του ασφαλισμένου να παραλείπει, καθόλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, όλες εκείνες τις ενέργειες, που μπορεί να συμβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, στην επέλευση του κινδύνου και αντίκεινται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Έτσι, στην περίπτωση που έχει καλυφθεί ασφαλιστικά, ο κίνδυνος, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει εγγυηθεί το ασφαλές του ελλιμενισμού ή του παροπλισμού δεν πρέπει να μεταβάλει, μονομερώς, το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης, χωρίς να δηλώσει τούτο στον ασφαλιστή. Σε περίπτωση παράβασης του όρου αυτού, ως κύρωση προβλέπεται η απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τη σύμβαση, σε αντίθεση με την περίπτωση παράβασης του καθήκοντος του ασφαλισμένου για άμεση ενημέρωση του ασφαλιστή και της διωκτικής αρχής, οπότε εγείρεται αξίωση αποζημίωσης υπέρ του τελευταίου (ΜονΠρΠειρ 5415/2003 ΕΕμπΔ 2004.340). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 35Α του “Νόμου Supreme Court Act” του 1981, το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές εκδόσεις από την έκδοσή τους (ΠολΠρΠειρ 2033/2004, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, ΠολΠρΠειρ 4654/1998 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6, ΠολΠρΠειρ 1545/1980 ΕΝΔ 9.124). Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ-ΠολΠρΠειρ 626/2004 ΕΕμπΔ 2005.337, ΠολΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 1999.370, ΠολΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6, ΜονΠρΠειρ 5794/2005 ΕΝΔ 2006.30).
Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία λαϊκής βάσης δραστηριοποιούμενη στον κλάδο της ακτοπλοϊας και πλοιοκτήτρια μεταξύ άλλων του επίδικου επιβατηγού πλοίου με όνομα “K. D.”, με αριθμό νηολογίου …, που εκτελεί τακτικά δρομολόγια στη γραμμή Καλύμνου, Κω, Ψερίμου και Λέρου και ότι η εναγομένη είναι ασφαλιστική εταιρεία που καλύπτει ασφαλιστικά και κινδύνους σχετικούς με την ασφάλιση τέτοιων πλοίων και την αστική ευθύνη του πλοιοκτήτη προς τρίτους. Ότι την 30-4-2013 καταρτίστηκε μεταξύ τους το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο του ως άνω πλοίου της ενάγουσας και η σύμβαση αυτή, 12μηνης διάρκειας, συμφωνήθηκε ότι θα υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο και την πρακτική με εφαρμογή και των ρητρών-όρους του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου “Intsitute Time Clauses-Hulls” της 1-11-1995, με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Ότι στους ασφαλισμένους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 6 περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αμέλεια πλοιάρχου, αξιωματικών πληρώματος και πλοηγών, καθώς και η αμέλεια των επισκευαστών ή ναυλωτών εφόσον δεν είναι ασφαλισμένοι (όροι 6.2.2. και 6.2.3). Ότι στις 7-8-2013 η ενάγουσα προέβη σε ενδεδειγμένες ενέργειες συντήρησης των μηχανών του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή και σε αλλαγή λιπαντικών και αντικατάσταση φίλτρου μηχανών, όπως ενδείκνυτο. Ότι στις 15-8-2013 το πλοίο της κατέπλευσε στο λιμένα της Καλύμνου μετά την ολοκλήρωση των ημερησίων δρομολογίων του και ότι στις 16-8-2013 κατά την προετοιμασία του προς απόπλου από τον λιμένα Καλύμνου με προορισμό το Μαστιχάρι της Κω, ο πλοίαρχος διαπίστωσε δυσλειτουργία της δεξιάς προστήριας μηχανής και διαφορές στις πιέσεις ελαίου και προέβη άμεσα σε απενεργοποίηση των μηχανών του πλοίου και ματαίωση του προγραμματισμένου δρομολογίου, αναφέροντας σχετικά στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια. Ότι κατ’ αίτησή της η κατασκευάστρια έστειλε μηχανικό για να διερευνήσει τα αίτια δυσλειτουργίας της μηχανής και στις 21-8-2013 διαπίστωσε πολλά ρινίσματα μετάλλου στο λάδι της ελαιολεκάνης και ότι έκανε ασυνήθη θόρυβο. Ότι στις 22-8-2013 ανήγγειλε στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία το συμβάν (ασφαλιστική περίπτωση) και προέβη σε εξάρμωση της δεξιάς προστήριας μηχανής του πλοίου, για να μην καθυστερήσει άλλο με τα δρομολόγια και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πλοίου, την οποία απέστειλε σε εξουσιοδοτημένο συνεργείο της κατασκευάστριας στον Άλιμο Αττικής, γεγονός που γνωστοποίησε στην εναγομένη για την αποστολή τεχνικού συμβούλου της εκεί. Ότι η έντονη δυσλειτουργία της μηχανής δεν επήλθε αιφνιδίως, καθώς θα έπρεπε να είχαν παρουσιαστεί ενδείξεις και απλές δυσλειτουργίες της σε προηγούμενο χρονικό διάστημα, τις οποίες ο πλοίαρχος δεν αξιολόγησε προσηκόντως και δεν τις γνωστοποίησε στην ενάγουσα, ώστε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εγκαίρως και αποτελεσματικά πριν την επέλευση της ανεπανόρθωτης ζημίας. Ότι με την παράλειψή του αυτή ο πλοίαρχος κατέστησε αδύνατη τη λήψη μέτρων εκ μέρους της για τη διάγνωση, πρόληψη και αποφυγή της τελικής ζημίας του πλοίου. Ότι με βάση το άρθρο 55 παρ.1 του Μ.Ι.Α. 1906 περί θαλάσσιας ασφάλισης του εν λόγω σκάφους σε συνδυασμό με το άρθρο 55 (2) (α) αυτού, η εναγόμενη ασφαλίστρια εταιρεία ευθύνεται για τη ζημία που αιτιωδώς προκλήθηκε από τον ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη κι αν η ζημία δεν θα είχε προκληθεί δίχως την εσφαλμένη ενέργεια ή αμέλεια του πλοιάρχου ή του πληρώματος ή τρίτου, συντρέχοντος αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος (ήτοι του επελθόντος ασφαλισμένου κινδύνου) και της προξενηθείσας ζημίας κατά τον κανόνα “causa proxima non remota spectator” και ότι η ζημία που προκλήθηκε από την αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου εκ του πληρώματος και ο κίνδυνος από την επέλευσή του οποίου επήλθε το ζημιογόνο γεγονός συμπεριλαμβάνεται στους ασφαλισμένους με το ασφαλιστήριο κινδύνους και δη στον όρο 6.2.2. του “Institute Time Clauses Hulls”. Ότι η ζημία στην προστήρια μηχανή του πλοίου ήταν εκτεταμένη και η επισκευή της ανέφικτη και γι’ αυτό η ενάγουσα προέβη σε αντικατάστασή της με νέα ανακατασκευασμένη μηχανή, για την αποκατάσταση της οποίας δαπάνησε τα επιμέρους ποσά που αναγράφονται σε σχετικό πίνακα που περιλαμβάνεται στην αγωγή της με αναγραφή έκαστης επιμέρους αιτίας, εκάστου ποσού αντιστοίχως και της ημερομηνίας που έλαβε χώρα κάθε εργασία και συναφής δαπάνη για την αποκατάσταση της ζημίας της, συνολικού ποσού 143.182,53 ευρώ. Ότι η εναγομένη της οφείλει, αφαιρουμένου του ποσού των 20.000 ευρώ ως εκπιπτόμενο ή αφαιρετέο με βάση την πρόβλεψη του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, το συνολικό ποσό των 123.182,53 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση, για την επίδικη περίπτωση επέλευσης της ζημίας της από τον ασφαλιστικό κίνδυνο (ασφαλιστική περίπτωση) που πραγματοποιήθηκε στο ασφαλισμένο σκάφος της. Ότι παρά την έγκαιρη εκ μέρους της ενάγουσας καταβολή των ασφαλίστρων και την άμεση ειδοποίηση της εναγομένης περί του ως άνω συμβάντος, καθώς και την άμεση παροχή των αναγκαίων εγγράφων, πληροφοριών και στοιχείων για την ενημέρωσή της, επιδεικνύοντας τη δέουσα συνεργασία, εντούτοις, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε μέχρι σήμερα να της καταβάλει τη συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση, που η ενάγουσα δικαιούται από την επέλευση της προβλεπόμενη συμβατικά μεταξύ τους ασφαλιστικής περίπτωσης, η οποία καλύπτεται από το ισχύον ασφαλιστήριο συμβόλαιό τους. Με βάση αυτό το ιστορικό της αγωγής, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως ασφαλιστική αποζημίωση το συνολικό ποσό των 123.182,53 ευρώ για την προαναφερόμενη νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από την επομένη της γνωστοποίησης της επέλευσης της ζημίας της, άλλως από την όχληση της εναγομένης εκ μέρους της και την άρνησή της να συμμορφωθεί, άλλως από την επίδοσης της κρινόμενης αγωγής της και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεώς της, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 24-5-2017 στην εναγομένη εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της στις 28-4-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Α. Α., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, παρ.2 εδ.α΄, παρ.3 περ.Α και Β στοιχ.θ΄, παρ.4, παρ.5 του Ν.2172/1993,ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), με την τακτική διαδικασία, ενώ δεν εισάγεται εν προκειμένω προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), το δε εφαρμοστέο δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά μεταξύ τους, τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, κατόπιν ρητής συμφωνίας των διαδίκων ως συμβαλλομένων στην ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 και 361 ΑΚ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο ιστορικό της κρινόμενης αγωγής, καθόσον πρόκειται για διαφορά από ενοχική σχέση και στο αγγλικό δίκαιο είναι αυτό στο οποίο έχουν υποβληθεί εκ των προτέρων ρητώς και σαφώς τα συμβαλλόμενα μέρη, δυνάμει του ισχύοντος μεταξύ τους υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους (βλ. σχετ. Marine – Hull Insurance Policy no….). Πλην όμως, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτή λόγω αοριστίας, που είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, διότι με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον επικαλούμενο εκ μέρους της ενάγουσας και εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906, προκειμένου εντεύθεν να ελεγχθεί το νόμω βάσιμο και το ουσία βάσιμο της ένδικης αξίωσής της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Η παράλειψη κάθε τέτοιας αναφοράς, καθόσον είναι παντελώς ελλιπής και ασαφής ελλείψει της αναγκαίας εξειδίκευσης η έκθεση των πραγματικών περιστατικών για το ορισμένο της συνδρομής της ασφαλιστικής περίπτωσης, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου που εμπίπτει στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλίσεως, με βάση τη συμβατική συμφωνία και πρόβλεψή τους, ώστε να πληρούται το πραγματικό του ανωτέρω κανόνα δικαίου και να επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και η εξ αυτής αιτιωδώς προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο πλοίο της ενάγουσας για την κάλυψη της ζημίας της κατά τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου τους και την επιδίκαση της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συμφώνησαν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 361), λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 25). Η τοιαύτη έλλειψη προκαλεί αοριστία, αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη, η οποία είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις της ενάγουσας και με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (ΚΠολΔ 111, 118, 216, 904επ.), διότι δεν εκτίθενται τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να ελεγχθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του επικαλούμενου αγωγικού δικαιώματος υπό τη νομική βάση της συνδρομής του ασφαλιστικού κινδύνου (ασφαλιστικής περίπτωσης) για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την προξενηθείσα περιουσιακή ζημία της, λόγω των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την αποκατάσταση της βλάβης στο πλοίο της, σχετικά με την αντικατάσταση της δεξιάς προστήριας μηχανής με νέα ανακατασκευασμένη μηχανή, όπως εκθέτει στην αγωγή της. Λόγω δε της εντελώς λιτής, ασαφούς και τυπικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία περιορίζεται στην αναφορά ότι η μηχανή του πλοίου εμφάνισε βλάβη και ότι προς συνέχιση των προγραμματισμένων δρομολογίων του προέβη σε αντικατάστασή της, ενημερώνοντας την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, χωρίς ωστόσο να ιστορεί τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν της εμφάνισης της βλάβης αυτής, και ενώ ισχυρίζεται ευθαρσώς στο ιστορικό της αγωγής της ότι η έντονη δυσλειτουργία της μηχανής αυτής που οδήγησε στην ακινητοποίηση του πλοίου της δεν επήλθε αιφνιδίως αλλά είχαν προηγηθεί και άλλα περιστατικά που αιτιωδώς συνδέονται με την πρόκλησή της, ότι υπήρχαν ενδείξεις και απλές δυσλειτουργίες της για ορισμένο προηγηθέν χρονικό διάστημα, τα οποία γνώριζε ο πλοίαρχος του πλοίου της και δεν τα αξιολόγησε δεόντως, ότι έτσι επέδειξε αμέλεια και παρέλειψε να πράξει τα προσήκοντα καθιστώντας αδύνατη τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων για τη διάγνωση, την πρόληψη και την αποτροπή της ζημίας της, αρκείται σε αυτή την παντελώς αόριστη και γενικόλογη μνεία, χωρίς να εκθέτει ποια πραγματικά περιστατικά είχαν λάβει χώρα, τον χρόνο και πώς συνδέονται (την αιτιώδη σύνδεσή τους κατά τον κανόνα “causa proxima non remota spectator”) με την εμφανισθείσα μεταγενέστερα βλάβη στην εν λόγω μηχανή του πλοίου της, περιορίζεται σε μία εντελώς ασαφή και αόριστη αναφορά ότι οι δυσλειτουργίες αφορούσαν ενδεικτικά εκπομπή μαύρων καυσαερίων, δυσκολία στο ξεκίνημα και στην αύξηση στροφών, αυξημένη θερμοκρασία καυσαερίων, ατελή παρακολούθηση και διενέργεια εξυδάτωσής της κλπ., η οποία ουδόλως συνδράμει από μόνη της στην κατανόηση του προβλήματος και της εμφανισθείσας κρίσιμης ζημίας της μηχανής του σκάφους. Ουδέν έτερον ουσιώδες εκθέτει στην αγωγή της για το κρίσιμο ασφαλιστικό περιστατικό, ως προς την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού ινδύνου που εγείρει αξίωσή της για την κάλυψή της από την ασφαλιστική σύμβαση και τη λήψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης από την εναγομένη. Έτσι όμως η ενάγουσα παραλείπει να εκθέσει οτιδήποτε άλλο κρίσιμο για τη στήριξη της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αξίωσής της στην υπό κρίση αγωγή της, καθόσον πέραν τα παράλειψης να ορίσει συγκεκριμένα την αιτία της βλάβης, πολύ περισσότερο δεν εκθέτει ορισμένα, με σαφή και ειδικό τρόπο ποια είναι η ευθύνη και δη αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου προσώπου εκ του πληρώματος του ασφαλισμένου σκάφους της αιτιωδώς σε σχέση με τη συντήρηση της μηχανής αυτής και του προβλήματος που εμφάνισε, διότι δεν συντρέχει περίπτωση τεκμηρίου ως προς αυτό το κρίσιμο ασφαλιστικό συμβάν ότι στοιχειοθετείται και ευθύνη τους, καθόσον θα μπορούσε να προέρχεται από κατασκευαστικό σφάλμα ή ελάττωμα. Τούτο είναι κρίσιμο κατά τον όρο 6.2.2. της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης για τη στοιχειοθέτηση και εν τέλει επιδίκαση της ασφαλιστικής αξίωσης της ενάγουσας προς αποζημίωσή της από την εναγομένη. Εφόσον όμως δεν εκθέτει τα προηγούμενα περιστατικά που δήθεν επικαλείται ενδεικτικά δεν μπορεί να διαγνωστεί κάτι τέτοιο και να γίνει ο σχετικός έλεγχος της ένδικης αξίωσής της από απόψεως νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, αφού ούτε τεχνικά μπορεί να ελεγχθεί και διαπιστωθεί το κρίσιμο αυτό γεγονός αιτιωδώς προς την αμέλεια του πλοιάρχου ή του πληρώματος του ασφαλισμένου πλοίου. Μάλιστα, η ενάγουσα στις προτάσεις της επιχειρεί απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να εγείρει και δεύτερη διαφορετική νομική βάση της αγωγής της, εκθέτοντας ότι το ελάττωμα και η επελθούσα ζημία στη μηχανή του πλοίου μπορεί να προήλθε από κατασκευαστικό σφάλμα, από αμέλεια των επισκευαστών, για το οποίο ουδεμία μνεία είχε κάνει στην αγωγή της, αλλά και ουδόλως ορισμένα και ειδικά και σαφώς εκθέτει και πάλι τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά προς τούτο, για να διαφωτίσει το Δικαστήριο και να ενισχύει την ένδικη αξίωσή του, η οποία παραμένει κατά το ιστορικό της παντελώς αόριστη και ασαφής κατά την επέλευση της τεχνικής ζημίας και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της επικαλούμενης αμέλειας του πλοιάρχου ή του πληρώματος ή του επισκευαστή ή του ναυλωτή και εν τέλει της βλάβης της μηχανής που προκάλεσε την περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα, για την οποία εγείρει την κρινόμενη αγωγή της, πέραν του ότι δεν δύναται να θεραπεύσει την αοριστία της αγωγής της με τις προτάσεις της, καθόσον εν προκειμένω με αυτές εγείρει ανεπίτρεπτα μία επιπλέον νομική βάση αυτής και όχι απλώς διορθώνει ή συμπληρώνει την εγερθείσα υφιστάμενη νομική βάση της αγωγής της. Παρά δε την εξ αρχής απαράδεκτη απόπειρα της ενάγουσας να επιστηρίξει την αξίωσή της για ασφαλιστική της αποζημίωση στον όρο 6.2.3. της ένδικης ασφαλιστήριας σύμβασης του πλοίου της έναντι της εναγομένης, δεν ανταποκρίνεται εκ νέου στις υποχρεώσεις της για την έκθεση της αξίωσής της με ορισμένο τρόπο κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, αφού ούτε εκθέτει με σαφή τρόπο τα γεγονότα που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο (ΜΙΑ 1906) την αγωγή της και δικαιολογούν της άσκησή της εκ μέρους της κατά της εναγομένης ούτε και την ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Πρόκειται δε σε κάθε περίπτωση για αθεράπευτη νομική αοριστία της αγωγής της. Ειδικότερα δε, από την απλή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής της τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ενάγουσα ως παραγωγικά του δικαιώματός της κατ’ άρθρο 55 του ΜΙΑ 1906, για το οποίο αιτείται δικαστικής προστασίας έναντι της εναγομένης, δεν είναι επαρκή σε βαθμό, που, υπαγόμενα στον προσήκοντα ως άνω αφηρημένο κανόνα δικαίου, να μπορούν να οδηγήσουν στη γέννηση του επίδικου δικαιώματός της, αφού δεν μπορεί να γίνει υπαγωγή σε αυτόν λόγω της προφανούς ελλείψεως των προσηκόντως και αναγκαίως εκτιθέμενων στην αγωγή, όπως από τα ίδια τα λεγόμενα της ενάγουσας αναδεικνύονται κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ως εκ τούτου, παραβιάζεται διά της πλαγίας οδού η υποχρέωσή της κατά τον κανόνα του άρθρου 216 ΠολΔ που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αντιστοιχεί σε υποχρέωσή της που ανάγεται στη νόμιμη προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης. Η έλλειψη των αναγκαίων αυτών ειδικών δικαιοπαραγωγικών νομικών και πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον επικαλούμενο εκ μέρους της ενάγουσας και εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. καθιστά αδύνατον τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής της, και στο στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά προκαλεί και αδυναμία στην εναγομένη να αντιτάξει τους αμυντικούς και υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της κατά την αντίκρουση της αγωγή που έχει εγερθεί εκ μέρους της ενάγουσας σε βάρος της, ακριβώς λόγω της πρόδηλης αοριστίας της. Μάλιστα, κι η προβολή εκ μέρους της ενάγουσας των προαναφερόμενων αντιφατικών ισχυρισμών της ως προς την αιτία από την οποία προήλθε η ζημία στη μηχανή του πλοίου και ιδίως την ευθύνη (αμέλεια) που συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευσή της και εντεύθεν την πραγμάτωση του ασφαλιστικού κινδύνου (περίπτωσης) και τη στοιχειοθέτηση της ένδικη αξίωσής της για την ασφαλιστική αποζημίωση, λόγω της περιουσιακής της ζημίας, υποπίπτει σε εμφανείς αντιφατικούς ισχυρισμούς μεταξύ των δικογράφων της αγωγής και των προτάσεών της, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση, την ασάφεια και την αοριστία. Η ενάγουσα παραβίασε εκ του πλαγίου τον κανόνα του άρθρου 216 ΚΠολΔ και επέλεξε να μην εκθέσει τα αναγκαία κρίσιμα δικαιοπαραγωγικά της ένδικης αξίωσής της πραγματικά περιστατικά, τα δε επικαλούμενα εκ μέρους της πραγματικά γεγονότα, ακόμη και αληθή εκλαμβανόμενα, δεν συμπίπτουν με το πραγματικό του επιλεγέντος κανόνα δικαίου, δηλαδή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για τη γέννηση του επίδικου δικαιώματος, είναι ελλιπή και προκαλούν ασάφεια και αοριστία στην αγωγή της, διότι δεν είναι επαρκώς σαφή, ειδικά και ορισμένα, όπως είναι αναγκαίο για να πληρωθούν οι προϋποθέσεις του επικαλούμενου από αυτήν κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Αγγλικού Νόμου Θαλάσσιας Ασφάλισης (ΜΙΑ) του 1906 κατά τρόπο που να μην είναι δυνατή η σύγκριση του περιεχομένου της αγωγής με το πραγματικό αυτού, συνακόλουθα, καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η διάταξη αποδείξεων από το δικαστήριο και η άμυνα των εναγομένων. Όσα εκθέτει η ίδια στην αγωγή της προκαλούν ήδη αμφιβολίες για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής της, είναι «θολά», ασαφή και γενικόλογα, καθόσον πέραν το σύντομου της σχετικής αναφοράς της στα κρίσιμα -περιοριζόμενη μόνο σε αναλυτική καταγραφή των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την αντικατάσταση της εν λόγω μηχανής του πλοίου της- δεν εμβαθύνει στο ζήτημα της αμέλειας του πλοιάρχου ή του πληρώματος ή του επισκευαστή ή του ναυλωτή, θεωρώντας δεομένη την ευθύνη τους και μόνο από το γεγονός ότι εμφανίστηκε η συγκεκριμένη βλάβη στη μηχανή, χωρίς να προκύπτει πότε αυτή αγοράστηκε ή τοποθετήθηκε ή επισκευάστηκε στο πλοίο, από ποιόν, με ποιές προδιαγραφές, εάν είχε εμφανίσεις προηγούμενα ελαττώματα ή αστοχίες ή δυσλειτουργίες, εάν είχαν γίνει προηγούμενες επισκευές της κλπ., οπότε δεν είναι σαφές πώς επήλθε η κρίσιμη ένδικη βλάβη της και πώς αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τα ανωτέρω πρόσωπα ευθύνης, προκειμένου να πληρούνται οι επικαλούμενοι όροι 6.2.2 και 6.2.3 της ασφαλιστικής σύμβασης, ήτοι να επέρχονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι (ασφαλιστικές περιπτώσεις) που είχαν συμφωνήσει τα διάδικα μέρη ως μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης που συνήψαν μεταξύ τους και εντεύθεν να στοιχειοθετείται έτσι η ένδικη αξίωση της ενάγουσας για ασφαλιστική της κάλυψη και λήψη της ασφαλιστικής της αποζημίωσης, λόγω της περιουσιακής της ζημίας, εκ μέρους της εναγομένης αντισυμβαλλομένης της ασφαλιστικής εταιρείας, προκειμένου για τη στοιχειοθέτηση του κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του ΜΙΑ 1906 και την επέλευση των επιδιωκόμενων από την ενάγουσα έννομων συνεπειών του προς όφελός της, όπως οι όροι αυτοί διαλαμβάνονται ειδικότερα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Η εναγομένη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της βασίμως, κατόπιν των εκτιθέμενων στην αγωγή, αμφισβητεί έντονα την ασφαλιστική ευθύνη της, καθόσον ισχυρίζεται ότι η ζημιά στη δεξιά μηχανή του επίδικου σκάφους δεν συνέβη κατά τον χρόνο που υποστηρίζει η ενάγουσα, αλλά σε πολύ προγενέστερο χρόνο (πριν από τη σύναψη της σύμβασης) και υπέβοσκε στο εσωτερικό αυτής με τη μορφή συμφυούς σφάλματος (Inherent Vice), το οποίο κατέστη έκδηλο κατά την περίοδο της επίδικης σύμβασης. Η ίδια η ενάγουσα στην αγωγή της αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο, όταν εκθέτει ότι δεν ήταν αιφνίδια η εμφάνιση της βλάβης αυτής, αλλά πρέπει να είχαν προηγηθεί ενδείξεις και δυσλειτουργίες της εν λόγω μηχανής σε προγενέστερο χρόνο και δη περισσότερες από μία φορές, για τις οποίες δεν ενημερώθηκε και δεν αξιολογήθηκαν τυχόν δεόντως, παραθέτοντας μία ενδεικτική σειρά από πιθανές περιπτώσεις εντελώς ασαφώς και αορίστως, γεγονός που εγείρει βάσιμες αμφιβολίες στο Δικαστήριο για την νομιμότητα και ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αξίωσής της και ευλόγως παρέχει το δικαίωμα στην εναγομένη να αμφισβητεί επίσης την ουσιαστική βασιμότητά της, ισχυριζόμενη ότι η μηχανική αυτή ζημιά δεν οφειλόταν στην αιτία, την οποία αβασίμως επικαλείται στην αγωγή της («αμέλεια πλοιάρχου»), αλλά σε άλλη, προφανώς μη καλυπτόμενη αιτία από την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ τους, λ.χ. στην επί μακρό χρονικό διάστημα συστηματική χρήση στην επίδικη μηχανή ακατάλληλου καυσίμου με επικίνδυνα χαρακτηριστικά, γεγονός που αναπόφευκτα οδήγησε στη φθορά και ακολούθως στην αστοχία αριθμού στοιχείων αυτής, περίπτωση που συνάδει ενδεχομένως και με τις επικαλούμενες εκ μέρους της ενάγουσας ενδεικτικές περιπτώσεις δυσλειτουργιών της ελαττωματικής μηχανής του σκάφους, ήτοι: εκπομπή μαύρων καυσαερίων, δυσκολία στο ξεκίνημα και στην αύξηση στροφών, αυξημένη θερμοκρασία καυσαερίων, ατελή παρακολούθηση και διενέργεια εξυδάτωσής της κλπ., ενώ σύγχυση προκαλείται και από το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν αποσαφηνίζει με τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο εάν η ευθύνη (αμέλεια) του πλοιάρχου ή του προσωπικού του επίδικου πλοίου συναρτάται με πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου που προκάλεσαν τη ζημιά στο δεξιό κινητήρα του πλοίου της ή σε παράλειψη τους να την ενημερώσουν εγκαίρως για τα ασυνήθιστα συμπτώματα αστοχίας και δυσλειτουργίας της εν λόγω μηχανής του, γεγονός που ευλόγως επιτείνει την ασάφεια και την αοριστία στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών του ιστορικού της ένδικης αγωγής της, με δεδομένο δε ότι, όπως και η εναγομένη ισχυρίζεται στις προτάσεις της, η μηχανική ζημιά από ακατάλληλο καύσιμο που τυχόν γινόταν χρήση του στις μηχανές του πλοίου της δεν αποτελούσε ζημιά από ασφαλιζόμενο κίνδυνο, ήτοι ασφαλιστική περίπτωση που να δικαιολογεί στην προκείμενη περίπτωση την ασφαλιστική της κάλυψη από τη ασφαλιστήρια σύμβασή τους και την υποχρέωσή της για καταβολή της αξιούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσής της για την περιουσιακή της ζημία αναφορικά με τη βλάβη και τη δαπάνη της αντικατάστασης της εν λόγω μηχανής του πλοίου της. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου εκτιμάται ότι δεν επαρκεί για το ορισμένο της αγωγής η τόσο αφαιρετική και γενικόλογη έκθεση της ιστορικής βάσης της αγωγής, διότι δεν πληροί τους όρους του άρθρου 216 ΚΠολΔ, αφού δεν συνιστά σαφή, ειδική και ορισμένη έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν το ιστορικό της αγωγής ούτε και για τη νομική της βάση (ποιοτική και ποσοτική αοριστία) και το αίτημά της ούτε προκύπτουν εκ του περιεχομένου αυτών τα ανωτέρω αναγκαία νομικά και πραγματικά (δικαιοπαραγωγικά) περιστατικά για τη θεμελίωση της αξίωσης της αγωγής της. Ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή και προβάλλει αλλεπάλληλες σειρές πολλαπλών και πολυσχιδών ισχυρισμών, αρνητικών της αγωγής, αιτιολογημένων και κατ’ ένσταση, ο δε τρόπος που εκτίθενται στην αγωγή τα αναγκαία κατά νόμο πραγματικά περιστατικά είναι τόσο ελλιπής, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους ούτε το αγωγικό δικαίωμα υπό τη συμβατική βάση ούτε οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγομένου και οι ενστάσεις του για τη δυνατότητα ανταπόδειξης. Η παράλειψη δε τούτων, προκαλεί εμφανή αοριστία, ασάφεια και σύγχυση στην ιστορική και νομική βάση της κρινόμενης αγωγής, το δικόγραφο της οποίας καθίσταται παντελώς ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθώς τα θεμελιωτικά της ένδικης αξίωσής της περιστατικά έπρεπε να εκτίθενται κατά την επιταγή του νόμου με τρόπο σαφή και ορισμένο και όχι απλώς να επιτρέπεται στο Δικαστήριο, αλλά και στον εναγόμενο, ο οποίος καλείται να αντικρούσει την αγωγή, να συνάγει τα στοιχεία αυτά από μία πληθώρα αποδεικτικών εγγράφων, διότι τούτο θα συνιστούσε καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δηλαδή της αρχής ότι η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν θεραπεύεται με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η παράλειψη αυτή συνιστά, κατά πάγια θέση της νομολογίας, επιλήψιμη αοριστία της αγωγής που δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της ενάγουσας ούτε με την αποδεικτική διαδικασία (έγγραφα, μάρτυρες κλπ.). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (ΚΠολΔ 216,111, 118), αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενης υπό του Δικαστηρίου, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, κατά παραδοχή και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, διότι δεν εκτίθενται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, προκειμένου να καταστεί δυνατόν αφενός για το Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της επίδικης αγωγικής αξίωσης και αφετέρου για την εναγομένη να αντιτάξει τους ανταποδεικτικούς της ισχυρισμούς (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 216/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 29/2013 Δικ/φια 2013.83, ΕφΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008.933, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη, ως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης (ΚΠολΔ 179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 22-3-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ