ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 101/2016
(Αριθ. καταθ. …)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Δόγια.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Μαΐου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΑ : Δ. Κ. του Σπυρίδωνος, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Δέσποινας Σακκαλή.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Δ. Β. του Κ., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απών.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η υπό γενικό αριθμό κατάθεσης … και υπό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16.10.2014, οπότε συζητήθηκε. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 5.217/18.12.2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε η συζήτηση της υπό κρίση αγωγής στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου. Ήδη, με την υπό γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, ορίστηκε δικάσιμος η σημερινή και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Δυνάμει της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήσης του ενάγοντα, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στο δικαστήριο τούτο η από 4.8.2011, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα, απευθυνόμενη αρχικά προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, μετά την έκδοση της με αριθμό 5.217/2014 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η αγωγή παραπέμφθηκε για να εκδικασθεί στο δικαστήριο τούτο, ειδικά δε, στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών, λόγω της φύσης της διαφοράς, της οποίας η αιτία ανάγεται στην εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία (αρθρ. 51 Ν. 2172/1993, σε συνδυασμό με άρθρο 46 ΚΠολΔ). Σε συνέχεια της ως άνω απόφασης, η υπόθεση νόμιμα τίθεται προς κρίση του Δικαστηρίου τούτου, με πρωτοβουλία (κλήση) του ενάγοντα, χωρίς αντίρρηση εκ μέρους του εναγομένου, ο οποίος είναι απών, ενώ από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει η άσκηση έφεσης από μέρους του, εντός της προβλεπομένης από το νόμο προθεσμίας, μετά την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης, δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, Δ. Γ. Β. (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 46, αριθμ. 10, 11 και 12, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 46, αριθμ.27).
Από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, Δ. Γ. Β., προκύπτει ότι νόμιμα και εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο, αντίγραφο της κρινόμενης, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής, απευθυνόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 16.10.2014, οπότε εκδόθηκε η με αριθμό 5.217/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς. Ακολούθως, από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, Δ. Γ. Β., προκύπτει ότι νόμιμα και εμπρόθεσμα κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο αντίγραφο της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (αρθρ. 126, 129, 229 ΚΠολΔ). Κατά τη δικάσιμο, όμως, αυτή, ο εναγόμενος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, (αρθρ. 270 παρ.1 τελ. εδάφιο και 271 παρ.1 και 2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011).
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΙΝΔ η συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητος πλοίου γίνεται εγγράφως. Είναι δηλ. το έγγραφο συστατικό στοιχείο της συμβάσεως όχι μόνο της εμπράγματης, αλλά και της ενοχικής. Το έγγραφο μπορεί να είναι ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό. Συνεπώς για να υπάρχει έγκυρη σύμβαση πωλήσεως του πλοίου πρέπει να καταρτισθεί εγγράφως, διαφορετικά είναι άκυρη. Το έγγραφο απαιτείται τόσον δια την κυρία σύμβαση του πλοίου, όσον και δι’ οιονδήποτε τροποποιητική της κυρίας και διά το προσύμφωνο μεταβιβάσεως πλοίου αναλόγως εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 164, 166 ΑΚ. Εξάλλου, η εμπράγματη δικαιοπραξία συντελείται με την πράξη νηολόγησης, δηλαδή της καταχώρησης της περί μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου, σύμβασης στο νηολόγιο. Χωρίς την εγγραφή της συμφωνίας περί μεταβιβάσεως στο νηολόγιο, δεν επέρχεται μεταβίβαση ούτε μεταξύ των συμβαλλομένων (ΕφΠειρ 74/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.203, ΕφΠειρ 1131/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2003, σ.95, ΕφΠειρ 539/2000, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2000, σ.343, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Το έγγραφο (ιδιωτικό ή συμβολαιογραφικό) είναι συστατικό και επομένως έχουν σ’ αυτό εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 160 και 161 ΑΚ (βλ. Ι. Κοροτζή, «ναυτικό δίκαιο», εκδ. 2004, υπό αρθρ. 6, αριθμ. 3, 4). Περαιτέρω, απαραίτητο στοιχείο του εγγράφου, είτε ιδιωτικού είτε δημοσίου, της εγγράφως καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας, είναι η ιδιόχειρη υπογραφή εκείνου ο οποίος ενεργεί τη στο έγγραφο περιλαμβανόμενη δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, κατ` άρθρο 160 ΑΚ, ενώ αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο, διαφορετικά είναι άκυρο, όπως και η σ’ αυτό δήλωση βούλησης. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για τον λόγο αυτόν η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτήν υποχρέωση, τείνουσα στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης, έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ όταν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή πλαστότητας, που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο και δεν φέρει χαρακτήρα παρεμπίπτουσας αγωγής, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική και περιοριστική ρύθμιση του άρθρου 463 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες των άρθρων 216, 270, 341 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 23/1999, ΑΠ 738/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 922/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 291/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 1058/2011, ΕΠΟΛΔ 2012, σ.54, ΕφΠατρ 1263/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008, σ.472, ΠΠρΑθ 2.248/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο ισχυρισμός για την πλαστότητα είναι απαράδεκτος, όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος που τον προτείνει, δεν έχει ειδική πληρεξουσιότητα, εκτός εάν έχει υποβληθεί σχετική μήνυση εναντίον του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία, οπότε δεν απαιτείται η παραπάνω ειδική πληρεξουσιότητα (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 460, αριθμ.7, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ.2000, υπό αρθρ. 460, αριθμ.6, ΑΠ 291/2002, ο.π., ΕφΑθ 7048/1996, ΕλΔη 1997, σ.1669, ΠΠρΑθ 2.248/2010, ο.π.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, «όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη αυτήν προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει γι’ αυτό έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο και περιέχει ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μια υποχρέωση (βλ. ΑΠ 155/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/1999, ΑΠ 1598/1999 ΕλΔνη 41, σ.896 και 128, ΠΠρΘεσσαλ 22639/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση (ΕφΑθ 7574/1998 ΕλΔνη 40.1103 επ.), υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει ν’ αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας (ΑΠ 640/2003 ΕλΔνη 45.1347). Έτσι, έννομο συμφέρον συντρέχει όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι το κατάλληλο μέσο άρσεως της υφισταμένης αβεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων και αποτροπής της βλάβης που απειλείται κατά του ενάγοντος απ’ αυτήν. Μόνη, όμως, η αμφισβήτηση δεν αρκεί, αλλά θα πρέπει αυτή να απειλεί βλάβη υπό την εκτεθείσα έννοια, η δε επιδιωκόμενη απόφαση να είναι πρόσφορο μέσο αποτροπής της βλάβης (ΕφΠειρ 1197/1996, ΕλΔνη 1998, σ.171). Όσον, δε, αφορά στην παθητική νομιμοποίηση στην αναγνωριστική αγωγή, αυτή προσδιορίζεται από το έννομο συμφέρον του ενάγοντα για την απεύθυνση της αγωγής κατά συγκεκριμένου προσώπου ως εναγομένου. Δεν είναι απαραίτητη η ταύτιση του προσώπου του εναγομένου προς το πρόσωπο αυτού που προκάλεσε την αμφισβήτηση. Δυνατόν, μάλιστα, είναι να μην υπάρχει αμφισβήτηση από κάποιο πρόσωπο αλλά η αμφιβολία για την έννομη σχέση να είναι αντικειμενική από τις συνθήκες που συνοδεύουν τη γέννησή της, οπότε και υφίσταται εύλογη γενική αμφιβολία γι’ αυτήν (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 70, αριθμ.70).
Με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων εκθέτει ότι, σε συνέχεια σύμβασης δανείου που είχε καταρτίσει με τον εναγόμενο κατά το έτος 2008, ύψους 340.000 Ευρώ, υφίσταται οφειλή του τελευταίου προς τον ενάγοντα, ύψους 179.500 Ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό του ληφθέντος δανείου, το οποίο δεν απέδωσε ο εναγόμενος εμπροθέσμως σε αυτόν. Ότι, μολονότι ο εναγόμενος γνώριζε την ως άνω οφειλή του προς τον ενάγοντα, προέβη σε απαλλοτρίωση όλων των περιουσιακών του στοιχείων – ακινήτων, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή, από 10.10.2008 συμβολαίων γονικής παροχής προς τους δύο υιούς του, για τα οποία ο ενάγων έχει ασκήσει αγωγή διάρρηξης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Ότι, περαιτέρω, την 18.10.2010, (ο ενάγων) έλαβε από τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά, την από … ατομική ειδοποίηση χρεών που αφορούσε φόρο μεταβίβασης πλοίου ύψους 119,94 Ευρώ, οπότε, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης από την αρμόδια υπάλληλο της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. περιήλθε σε γνώση του η με αριθμό … δήλωση φόρου μεταβίβασης πλοίου και το συνημμένο επ’ αυτής ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης θαλαμηγού, έγγραφα επί των οποίων εφέρετο αυτός ως αγοραστής ενός σκάφους τύπου Possillipo Tobago 47΄, με το όνομα «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, πρώην ιδιοκτησίας του εναγομένου, με ημερομηνία υπογραφής του συμφωνητικού στις …, ήτοι ένα μήνα περίπου μετά την καταδολιευτική ολική μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του εναγομένου. Ότι στο ως άνω από … ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης της ανωτέρω θαλαμηγού φέρεται αυτός (ενάγων) ως αγοραστής κατά πλήρη άγνοιά του και αντίθετα στη δικαιοπρακτική του βούληση, ενώ η πλαστογράφηση της υπογραφής του στο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης του σκάφους, για την οποίαν έχει ήδη καταθέσει μήνυση ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά, εναντίον του εναγομένου και του αναφερομένου στην αγωγή ανθυπασπιστή του Λιμενικού Σώματος ο οποίος βεβαίωσε το «γνήσιο» της υπογραφής του, πλήττει το κύρος της ως άνω δικαιοπραξίας. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος, πέραν της εν γένει εξαπάτησης στο πρόσωπό του, την ύπαρξη φορολογικών σε βάρος του συνεπειών από τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων, από τη «φερόμενη» μεταβίβαση, ζητεί να αναγνωριστεί η ακυρότητα της μεταβίβασης του ανωτέρω αναφερομένου σκάφους, η οποία βασίστηκε στο από … πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης αυτού. Ζητεί, τέλος, να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 18 ΚΠολΔ και 51 παρ.1, 3Α και 3 B εδ.α΄ του ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία. Είναι ορισμένη και νόμιμη, καθόσον στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων διατάξεις των άρθρων 6 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με 158, 159, 160, 180, 185, 189, 192, 361, ΑΚ, 70, 176, 460 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, με την επισήμανση ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής), β) ο ενάγων και ήδη καλών προσκομίζει νόμιμα με επίκληση την από 3.12.2010 μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά (ABM …), από την οποία αποδεικνύεται ότι έχει υποβάλει ήδη σχετική μήνυση εναντίον του εδώ εναγομένου – καθ’ ου η κλήση, στον οποίον αποδίδει την πλαστογραφία του επίδικού ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης πλοίου, ενώ περαιτέρω, δεν τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 463 ΚΠολΔ, κατά την οποία απαιτείται αυτός που προβάλλει ισχυρισμό περί πλαστότητας να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, καθόσον ο ισχυρισμός περί πλαστότητας εισάγεται στην παρούσα δίκη με αυτοτελές δικόγραφο αγωγής, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, γ) ως εκ περισσού προσκομίζεται από τον ενάγοντα το με αριθμό … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΓ΄ Αθηνών, με τα επικολλημένα επ’ αυτού ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Τ.Π.Δ.Α., καθόσον δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του χαρακτήρα της ως μη επιδεκτικού χρηματικής αποτίμησης (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 18, αριθμ.1 και υπό αρθρ. 173, αριθμ.8, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2001, υπό αρθρ. 138, αριθμ.27, ΠΠρΠατρ 540/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠρΘεσσαλ 624/2009, ΕΠΟΛΔ 2009, σ.229) και δ) το Δικαστήριο παραδεκτά προχωρεί στην έκδοση απόφασης, παρά τη σύνταξη, μεταξύ των διαδίκων, του με αριθμό … πρακτικό συμβιβασμού, κατ’ άρθρο 209 παρ.2 εδ.2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα από τον ενάγοντα στις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σελ. 3 προτάσεων), δεν πληρώθηκε η αίρεση της επαναμεταβίβασης του σκάφους με πρωτοβουλία και έξοδα του εναγομένου (βλ. όρο 2παρ.β του εν λόγω, από … πρακτικού συμβιβασμού, σύμφωνα με τον οποίον «σε περίπτωση μη αναδρομικής επαναμεταβιβάσεως του σκάφους … και εκ του λόγου τούτου προκύψεως οιασδήποτε θετικής ή αποθετικής του αφενός ζημίας, θα επέρχονται οι συνέπειες των παρ.2β και 3 του από 16.6.2014 Συμφωνητικού, οι οποίες θα υλοποιούνται δια του κατωτέρω οριζομένου τρόπου της παρ.4. Παράλληλα θα ισχύει σωρευτικώς η κατ’ άρθρα 352 και 353 ΚΠολΔ ομολογία του αφετέρου δια την εκκρεμοδικία της παρ.Α1», σε συνδυασμό με το από 16.6.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό επίλυσης της διαφοράς, επί του οποίου στον όρο υπ’ αριθμ.3 αναγράφεται «σε περίπτωση μη αναδρομικής επαναμεταβιβάσεως του σκάφους και εκ του λόγου αυτού ανυπαρξίας καταλογισμού, φόρων, τελώ και προσαυξήσεων εις βάρος του αφενός ως και σε περίπτωση μη υπογραφής των άνω δόσεων του συμπληρωματικού συμφωνητικού εάν χρειαστεί μέχρι τις 30.9.2014 θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και έντοκο όλο το άνω ποσό και θα δύναται κατ’ επιλογήν του αφενός είτε να χαρτοσημαίνεται το παρόν ομόλογο με έξοδα του αφετέρου και να εκδίδεται Διαταγή Πληρωμής εις βάρος του αφετέρου είτε να συνεχίζεται η ήδη αρξάμενη δικαστική διαδικασία») που είχε περιληφθεί στο εν λόγω συμφωνητικό (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 212 ΚΠολΔ και υπό αρθρ. 293 ΚΠολΔ, αριθμ. 1, 2, ΠΠρΠρεβ 29/1997, Αρμ 1998, σ.919).
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη καθόσον, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντα αποδεικνύονται πλήρως αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την εναγόμενη [αρθρ. 352§1 σε συνδ. με 271§3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011), το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, η ισχύς δε των διατάξεων του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (25.7.2011), όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 77 του ιδίου νόμου], και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της μεταβίβασης από τον εναγόμενο στον ενάγοντα του σκάφους τύπου … , με το όνομα «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, λόγω πλαστότητας του από … ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης αυτού. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, με βάση και το σχετικό αίτημά του, πρέπει να βαρύνουν τον εναγόμενη (άρθρα 176, 191§2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, επίσης, να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εναγομένου.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει την ακυρότητα της μεταβίβασης από τον εναγόμενο στον ενάγοντα του σκάφους τύπου … , με το όνομα «…» και αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, λόγω πλαστότητας του από … ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης αυτού.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5.1.2016 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 11.1.2016, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος του ενάγοντα.