A.M.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΕΛΙΚΟ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ)
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 259/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία ΚΑΛΟΥΔΗ Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική ΔΑΜΑΣΙΩΤΟΥ Πρωτοδίκη, Νικόλαο ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟ Πρωτοδίκη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Ελένη ΔΟΓΙΑ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις 13/1/2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
[α]
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα.
3) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
4) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
5) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
6)Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
7) Της εταιρεία με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στην Μ. της Λ. και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα,
8) Γ. Τ., κάτοικου Γ.,
9) Β. Τ., κάτοικου Γ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Σταύρου Κοντόπουλου,
10) Β. Δ., κάτοικου Γ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, Ανδρέα Τζήμα και Γρηγορίου Τρουφάκου,
11) Π. Κ., κάτοικου Γ.,
12) Σ. Σ., κάτοικου Γ.,
13) Β. Κ., κάτοικου Γ.,
14) Μ. Κ., κάτοικου Γ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του αλληλοασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία «H. H. M. A. » (…), που εδρεύει τυπικά στην Λ. Κ. νόμιμα εκπροσωπούμενου, στην πραγματικότητα δε στον Πειραιά στα γραφεία της διαχειρίστριας του γενικής αντιπροσώπου και αντικλήτου εταιρείας «… (…) (… (…) …), νόμιμα εκπροσωπούμενης, (σύμφωνα με την αγωγή) και (σύμφωνα με τις προτάσεις) εδρεύει στην Λ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου,
2) Η. Τ., κάτοικου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-4-2011 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τις 24/1/2012 και κατόπιν αναβολών για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο .
[β]
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύεις το M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στην Μ. της Λ. και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Καρμέλας Μαυρόχη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του αλληλοασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία «H. H. M. A. » (…), που εδρεύει τυπικά στην Λ. Κ. νόμιμα εκπροσωπούμενου, στην πραγματικότητα δε στον Πειραιά στα γραφεία της διαχειρίστριας του γενικής αντιπροσώπου και αντικλήτου εταιρείας «… (…) (… (…) …), νόμιμα εκπροσωπούμενης, (σύμφωνα με την αγωγή) και (σύμφωνα με τις προτάσεις) εδρεύει στην Λ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου,
2) Η. Τ., κάτοικου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 19-1-2012 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τις 11/12/2012 και κατόπιν αναβολών για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
[γ]
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του αλληλοασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία «H. H. M. A. » (…), που εδρεύει τυπικά στην Λ. Κ. νόμιμα εκπροσωπούμενου, στην πραγματικότητα δε στον Πειραιά στα γραφεία της διαχειρίστριας του γενικής αντιπροσώπου και αντικλήτου εταιρείας «… (…) (… (…) …), νόμιμα εκπροσωπούμενης, (σύμφωνα με την αγωγή) και (σύμφωνα με τις προτάσεις) εδρεύει στην Λ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου,
2) Η. Τ., κάτοικου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα.
3) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
4) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
5) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
6)Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
7) Της εταιρεία με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στην Μ. της Λ. και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα,
8) Γ. Τ., κάτοικου Γ.,
9) Β. Τ., κάτοικου Γ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Σταύρου Κοντόπουλου,
10) Β. Δ., κάτοικου Γ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, Ανδρέα Τζήμα και Γρηγορίου Τρουφάκου,
11) Π. Κ., κάτοικου Γ.,
12) Σ. Σ., κάτοικου Γ.,
13) Β. Κ., κάτοικου Γ.,
14) Μ. Κ., κάτοικου Γ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα.
Οι καθ’ων η κλήση- ενάγοντες είχαν ασκήσει την από 20/4/2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, κατόπιν αναβολών, η 11/3/2014. Επίσης, οι ίδιοι έχουν ασκήσει συναφείς αγωγές κατά των παραπάνω εναγομένων. Στις 2/10/2013 υπεβλήθη κοινό αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές, το οποίο και έγινε δεκτό, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
΄Ηδη η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση με την από 7/10/2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση.
[δ]
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Του αλληλοασφαλιστικού συνδέσμου με την επωνυμία «H. H. M. A. » (…), που εδρεύει στη Λ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακρ5οατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου,
2) Η. Τ., κάτοικου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ελένης Ευαγγελοπούλου και Ευγενίας Σαρίδου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο M. των νήσων … και εκπροσωπείται νόμιμα,
2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που εδρεύει στην Μ. της Λ. και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Καρμέλας Μαυρόχη.
Οι καθ’ων η κλήση – ενάγουσες είχαν ασκήσει την από 19/1/2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, της οποίας ορίστηκε αρχική η 11/12/2012 και μετά από αναβολή η 11/3/2014. Επίσης, οι ίδιοι έχουν ασκήσει συναφείς αγωγές κατά των παραπάνω εναγομένων. Στις 2/10/2013 υπεβλήθη κοινό αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές, το οποίο και έγινε δεκτό, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.
΄Ηδη η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση με την από 7/10/2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων που συνεκδικάζονται λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή των 1) «…», 2) «….», 3) «…», 4) «…», 5) «…», 6) «…», 7) «…», 8) Γ. Τ., 9) Β. Τ., 10) Κ. Δ., 11) Π. Κ., 12) Σ. Σ., 13) Β. Κ. και 14) Μ. Κ. κατά των 1) «H. H. M. A. » και 2) Η. Τ. (εφεξής αποκαλούμενη «η πρώτη αγωγή»), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση και η από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή των 1) «…» και 2) «…» κατά των 1) «H. H. M. A. » και 2) Η. Τ. (εφεξής αποκαλούμενη «η δεύτερη αγωγή»), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση, αμφότερες οι οποίες υπάγονται στην ίδια, ως κατωτέρω, τακτική διαδικασία, θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συναφείας και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίσιν πρώτη, από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης …, αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν η πρώτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η δεύτερη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η τρίτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η τέταρτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η πέμπτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η έκτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…», η έβδομη εξ αυτών διαχειρίστρια όλων των ανωτέρω πλοίων, ο όγδοος εξ αυτών Πρόεδρος του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης εξ αυτών, ο ένατος εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, και τέταρτης εξ αυτών, ο δέκατος εξ αυτών Γραμματέας του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και έβδομης εξ αυτών καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενδέκατος εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πέμπτης και Γραμματέας του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών, ο δωδέκατος εξ αυτών Γραμματέας του Δ.Σ. της πέμπτης εξ αυτών και Πρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών, ο δέκατος τρίτος εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών και η δέκατη τέταρτη εξ αυτών Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έβδομης εξ αυτών. Ότι ο πρώτος των εναγομένων τυγχάνει αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος, μετέχων στην ασφάλιση του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων και ο δεύτερος των εναγομένων τυγχάνει μέλος του Δ.Σ. του πρώτου των εναγομένων, διευθυντής της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του πρώτου των εναγομένων στην Ελλάδα, εταιρείας με την επωνυμία «…», υπεύθυνος ασφαλίσεων κατά το κρίσιμο – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – χρονικό διάστημα των ετών 2006-2008 και χειριστής της ασφαλιστικής απαίτησης του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων. Ότι, δυνάμει συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκε στις 13-3-2006 μεταξύ της πρώτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως και του υπ’ αριθ. … προσθέματος αυτού, η οποία τυγχάνει σύμβαση από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίων «…», «…», «…», «…», «…» και «…» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων και ενσωματώνει (η σύμβαση) τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους και επιπρόσθετων κινδύνων του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls και Institute Additional Perils Clauses), o τελευταίος (πρώτος των εναγομένων) ασφάλισε το ανωτέρω σκάφος, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτήν (σύμβαση), για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, ήτοι από 13-3-2006 μέχρι 13-3-2007, έως το ποσό των 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, ήτοι κατά ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία του ανωτέρω πλοίου, η οποία ανερχόταν σε 32.000.000 δολ. ΗΠΑ και η οποία καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων καταρτισθεισών μεταξύ των ιδίων ως άνω ασφαλισμένων (πρώτης έως και έκτης των εναγόντων ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών «…» έως το ποσό των 24.000.000 δολ. ΗΠΑ (75% ποσοστό κάλυψης) και «…» έως το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ (10% ποσοστό κάλυψης). Ότι, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα στις 3-5-2006, κατά τη διάρκεια του πλου από Βραζιλία προς Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος, το ως άνω ασφαλισμένο πλοίο βυθίσθηκε εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής σε θαλάσσια περιοχή περί τα 300 ναυτικά μίλια ανοιχτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, δεδομένου δε ότι το ανωτέρω συμβάν συνιστούσε, σύμφωνα με την ως άνω καταρτισθείσα ασφαλιστική σύμβαση, επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου, άπαντες οι ως άνω ασφαλιστές, έκαστος κατά το ως άνω ποσοστό κάλυψής του, κατέστησαν υπόχρεοι για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη σε 32.000.000 δολ. ΗΠΑ. Ότι η πρώτη των εναγόντων υπέβαλε στις 30-5-2006 στον πρώτο των εναγομένων την απαίτησή της για καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου της, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι σε 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, ο τελευταίος ωστόσο, όπως και άπαντες οι ως άνω ασφαλιστές πριν από αυτόν, αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω καταβολή διά της από 30-10-2006 επιστολής του. Ότι κατόπιν της αρνήσεως αυτής, η πρώτη των εναγόντων προσέφυγε σε διαδικασία διαιτησίας στο Λονδίνο κατά του πρώτου των εναγομένων, ζητώντας να της καταβάλει ο τελευταίος το ως άνω ποσό, στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής δε, στις 30-10-2006, ο τελευταίος διόρισε ως διαιτητή τον J. G. και στις 10-11-2006 η πρώτη των εναγόντων διόρισε ως διαιτητή τον C. H.. Ότι προηγουμένως και κατόπιν της αντίστοιχης αρνήσεως των λοιπών ασφαλιστών στις 25-7-2006, η πρώτη των εναγόντων άσκησε στις 15-8-2006 αγωγή με αριθμό φακέλου … ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Τμήμα Queen’s Bench – Εμπορικό Δικαστήριο) κατά των ασφαλιστών «…» ζητώντας να της καταβάλουν τη σύμφωνη με τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστική αποζημίωση, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ ενώ ως προς την ασφαλίστρια «…», υπόχρεη σύμφωνα με τα ανωτέρω για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι σε 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, (η πρώτη των εναγόντων) συμφώνησε, δυνάμει της από 8-1-2007 συμφωνίας αναστολής, να αναστείλει την άσκηση σχετικής αγωγής έως την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τους υπόχρεους για το 75% αυτής στα πλαίσια της ως άνω υποθέσεως με αριθμό φακέλου …. Ότι ο πρώτος των εναγομένων, δυνάμει συμφωνητικού συμβιβασμού καταρτισθέντος μεταξύ του ιδίου και της πρώτης των εναγόντων στις 30-1-2008, συμφώνησε να καταβάλει την αιτούμενη από την τελευταία ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008, τερματισθείσης της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου στο Λονδίνο, περαιτέρω δε, δυνάμει δύο συμφωνητικών συμβιβασμού καταρτισθέντων του μεν πρώτου μεταξύ της πρώτης των εναγόντων και των ασφαλιστών «…», … και «…» στις 13-12-2007, του δε δεύτερου μεταξύ της πρώτης των εναγόντων και των ασφαλιστών «…», «…» στις 7-1-2008, αμφοτέρων δηλαδή πριν την προσδιορισθείσα για τη συζήτηση της ως άνω ασκηθείσας από την πρώτη των εναγόντων αγωγής με αριθμό φακέλου … ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δικάσιμο της 14-1-2008, οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλαν τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008, τερματισθείσας της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, ενώ σε αντίστοιχη συμφωνία προέβη και η ασφαλίστρια «…», για την καταβολή της κατά το ποσοστό κάλυψής της (10%) ασφαλιστικής αποζημίωσης, ήτοι για το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008. Ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ως άνω επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και την ως άνω υποβολή της ασφαλιστικής απαιτήσεως για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως και καλύπτουσας την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου ασφαλιστικής αποζημίωσης από την πρώτη των εναγόντων στους υπόχρεους ασφαλιστές – σε έκαστο κατά το συμφωνηθέν ποσοστό κάλυψής του επί της συνολικής ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου – και μέχρι την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού και τον τερματισμό των σχετικών δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών στο Λονδίνο, άπαντες οι ανωτέρω ασφαλιστές συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου των εναγομένων, σε συνεννόηση και συνεργασία με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με ανεξάρτητους δικηγόρους καθώς και τρίτα φυσικά πρόσωπα εμπλεκόμενα αμέσως ως διασωθέντες ή εμμέσως ως συγγενείς εκλιπόντων στο επίδικο συμβάν, έτσι όπως αυτοί κατονομάζονται στο δικόγραφο της αγωγής, προέβησαν στην ομοίως περιγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνιστάμενη στην κατάθεση προτάσεων, τροποποιημένων προτάσεων και δικογράφων άμυνας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου κατά την ανοιγείσα κατόπιν της σχετικής αγωγής με αριθμό φακέλου … ενώπιόν του διαδικασία, δια των οποίων προέβαλαν τους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς περί του ότι το βυθισθέν πλοίο πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων είχε δήθεν ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και ότι τα ελαττώματα αυτά προκάλεσαν την βύθισή του, περί του ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας πρώτης των εναγόντων και της διαχειρίστριας έβδομης των εναγόντων ήτοι οι όγδοος, ένατος, δέκατος, και δέκατη τέταρτη των εναγόντων γνώριζαν τα ελαττώματα του πλοίου που το καθιστούσαν αναξιόπλοο καθώς και περί του ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε δήθεν αναπτύξει επαγγελματική πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν ανακοίνωνε στον αρμόδιο Νηογνώμονα του πλοίου και στις Αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου τα ελαττώματα και τις ζημίες του (πλοίου) έτσι ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις αυτού και να αντικατασταθούν τα ελαττώματά του, προς το σκοπό αυτό δε, (άπαντες οι ανωτέρω ασφαλιστές συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου των εναγομένων) χρησιμοποίησαν τρεις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος από το ναυάγιο ναυτικού Α. Μ., τις οποίες προσήγαγαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου μολονότι γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς και κατασκευασμένες και οι οποίες εδόθησαν από τον ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντα μετά από δικές τους φορτικές πιέσεις και μετά από παράνομη καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος ήτοι ότι συνολικά διέπραξαν, ως άμεσοι αυτουργοί άλλως ως άμεσοι συνεργοί, τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης επί δικαστηρίω, ενώ γενικά παρέβησαν και το επιβαλλόμενο από το νόμο γενικό καθήκον του «μη ζημιούν άλλον υπαιτίως». Ότι, πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος των εναγομένων κατέθεσε προτάσεις ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, με τις οποίες ισχυρίστηκε ψευδώς και συκοφαντικά για την πλοιοκτήτρια και την διαχειρίστρια του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι τις πρώτη και έβδομη των εναγόντων, ότι η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια ήτοι η πρώτη των εναγόντων είχε παραβιάσει τους κανόνες λειτουργίας του και ότι (ο πρώτος των εναγομένων), ακολουθώντας τις υπόλοιπες ασφαλίστριες εταιρείες, αρνήθηκε παράνομα να καταβάλλει την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Ότι, περαιτέρω, στις 7-5-2007, η Α. Κ. (θυγατέρα του απωλεσθέντος υποπλοιάρχου του πλοίου), μετά από προσυνεννόηση και προσυμφωνία με τον πρώτο των εναγομένων και τους υπόλοιπους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από τον διασωθέντα ναυτικό … να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση προς όφελος των ασφαλιστών, αναιρώντας τις προηγούμενες ένορκες βεβαιώσεις του, προς τον σκοπό αυτό δε, του υποσχέθηκε ότι ο Έλληνας δικηγόρος της θα αναλάμβανε να υποβάλει αγωγή και να επιδιώξει αποζημίωσή του (…) κατά της πρώτης των εναγόντων ενώ ακόμη του ζήτησε να αποστείλει αντίγραφο του διαβατηρίου του στο γραφείο των δικηγόρων των ασφαλιστών στον Πειραιά, για να αναλάβουν οι δικηγόροι αυτοί τα έξοδα μετάβασής του στην Ελλάδα προκειμένου αυτός να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση κατά της πρώτης των εναγόντων. Ότι, στη συνέχεια, στις 2-5-2007 και 12-5-2007, ο Α. Μ. μετά από προσυνεννόηση και προσυμφωνία με τους ασφαλιστές παρότρυνε τον … να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα και τον διαβεβαίωσε ότι ο πρώτος των εναγομένων και οι λοιποί ασφαλιστές θα του πλήρωναν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών, στην οποία θα έπρεπε να αναφέρει ότι υπήρχαν ρήγματα στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη φορτίου με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος στο πλοίο και να βυθιστεί αυτό. Ότι, στη συνέχεια, κατά τις ημερομηνίες 27-4-2007, 28-4-2007, 4-5-2007 και 23-5-2007, η Α. Κ. ζήτησε από τον … να ταξιδέψει στην Ελλάδα την 4-6-2007 και του υποσχέθηκε ότι οι ασφαλιστές θα του έδιναν μεγάλη αμοιβή για την κατάθεσή του και ότι θα του πλήρωναν προκαταβολή 1.000 δολ. ΗΠΑ στον τραπεζικό του λογαριασμό καθώς και ότι ο … θα του παρέδιδε το εισιτήριο του, περαιτέρω δε, ότι η Α. Κ. του ζήτησε να μείνει στην Ελλάδα για δύο εβδομάδες ώστε να δώσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών με το αζημίωτο, έτσι όπως τα γεγονότα αυτά βεβαιώνονται στις ένορκες βεβαιώσεις του …, οι οποίες δόθηκαν στις 5-5-2007 και στις 25-5-2007 ενώπιον τού Συμβολαιογράφου των Φιλιππινών Talaguna και οι οποίες κατατέθηκαν στο Αγγλικό Δικαστήριο δια των προτάσεων των πληρεξούσιων δικηγόρων της πρώτης των εναγόντων στις 15-6-2007. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων, στις 15-6-2006, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και εκπρόσωπος του πρώτου των εναγομένων συναντήθηκε με τον διευθυντή της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου, με την επωνυμία «….» στα γραφεία του στην Ν. Φιλοθέη Αττικής και του ανέφερε ψευδώς και συκοφαντικώς για την πρώτη των εναγομένων και τους εκπροσώπους αυτής ότι δήθεν η αγοραία αξία του βυθισθέντος πλοίου ήταν 17.000.000 έως 18.000.000 δολ. ΗΠΑ ενώ το αληθές ήταν ότι η αγοραία αξία του ήταν 34.000.000 δολ. ΗΠΑ και η ασφαλιστική του αξία ήταν 32.000.000 δολ. ΗΠΑ και ότι οι ασφαλιστές του βυθισθέντος πλοίου ήταν σε επαφή με την χήρα ενός αγνοουμένου μέλους του πληρώματος, η οποία έκανε άσχημη κριτική για την κατάσταση του πλοίου. Ότι περαιτέρω, ο δεύτερος των εναγομένων ανέφερε ότι, λόγω οικονομικών δυσχερειών, ο πρώτος των εναγομένων μπορούσε να πληρώσει μόνο το 50% της ασφαλιστικής απαιτήσεως για την απώλεια του πλοίου και για το λόγο αυτό πρότεινε στην πρώτη των εναγόντων πλοιοκτήτρια του πλοίου τον εξής διακανονισμό : ότι ο πρώτος των εναγομένων προτείνει να πληρώσει στην πρώτη των εναγόντων άμεσα το ποσοστό που είχε αναλάβει σχετικά με την κάλυψη της ασφαλιστικής αποζημίωσης του πλοίου, ανερχόμενο σε 15% επί της ασφαλιστικής αξίας, ήτοι 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να αναμείνει την απόφαση της αρχιασφαλίστριας «…» σχετικά με την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, όπως ήταν υποχρεωμένη από την ασφαλιστική σύμβαση, ότι η πληρωμή αυτή θα γινόταν υπό τον όρο ότι η πρώτη των εναγόντων θα επέστρεφε στον πρώτο των εναγομένων με μεταχρονολογημένη επιταγή το 50% του ποσού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως εκ 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή θα επέστρεφε το ποσό των 2.400.000 δολ. ΗΠΑ, ότι σε αντάλλαγμα «της επιστροφής» αυτού του ποσού από την πρώτη των εναγόντων, ο πρώτος των εναγομένων θα κάλυπτε δήθεν μεγαλύτερο ποσοστό της ασφαλιστικής αξίας πλοίων της από κοινού ασφάλισης του στόλου της έβδομης των εναγόντων κατά την ανανέωση της ασφαλιστικής κάλυψης τον Μάρτιο του 2007, με ευνοϊκούς όρους ήτοι χωρίς αύξηση του ασφαλίστρου και ότι αν συμφωνούσε η πρώτη των εναγόντων με τα ανωτέρω, ο δεύτερος των εναγομένων θα έπειθε δήθεν τον Michael Mallin, πληρεξούσιο δικηγόρο των ασφαλιστών, να εισηγηθεί θετικά για την πληρωμή της απαιτήσεως της πρώτης των εναγόντων για την ασφαλιστική αποζημίωση του πλοίου. Ότι, ωστόσο, (η πρώτη των εναγόντων) απέρριψε αμέσως την ως άνω πρόταση του δευτέρου των εναγομένων, διαμαρτυρήθηκε εντόνως για τα ως άνω ψευδή και συκοφαντικά που διέδωσε για αυτήν και ζήτησε από τον πρώτο των εναγομένων την άμεση πληρωμή ολόκληρης της νόμιμης απαιτήσεώς της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης που απέρρεε ευθέως από την ασφαλιστική σύμβαση, ενώ επιπλέον, επιφυλάχθηκε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της κατά των ήδη εναγομένων για την παράνομη συναλλαγή που της πρότειναν. Ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των ασφαλιστών, συμπεριλαμβανομένων, ως ανωτέρω, των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, οι ενάγοντες υπέστησαν : Α) αποθετική ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια των εσόδων, τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων αφενός από την εκμετάλλευση κατά τα χρονικά διαστήματα από την 3-11-2006 έως τις 10-4-2008, από τις 27-9-2006 έως τις 28-4-2008 και από τις 13-9-2006 έως τις 19-5-2008, των τριών φορτηγών πλοίων, «…», «…» και «…» αντίστοιχα, τα οποία επρόκειτο να αγοράσει αυτή με την – μη τελικώς καταβληθείσα εγκαίρως και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή της ασφαλιστικής της απαίτησης, από άπαντες τους ασφαλιστές συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου των εναγομένων – ασφαλιστική αποζημίωση, έτσι όπως αυτά (έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 47.572.875 δολ. ΗΠΑ, 19.827.875 δολ. ΗΠΑ και 9.781.125 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (47.572.875 + 19.827.875 + 9.781.125 =) 77.181.875 δολ. ΗΠΑ και αφετέρου από την μεταπώληση κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2008 των τριών ως άνω αγορασθέντων με την ασφαλιστική αποζημίωση πλοίων, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε η πρώτη των εναγόντων, ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 40.000.000 δολ. ΗΠΑ, 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και 12.000.000 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (40.000.000 + 17.000.000 + 12.000.000 =) 69.000.000 δολ. ΗΠΑ, επικουρικώς δε και για την περίπτωση μη μεταπώλησης των ως άνω πλοίων και συνέχισης της εκμετάλλευσής τους έως τις 3-12-2010, 30-11-2010 και 6-10-2010 αντίστοιχα, τα συνολικά έσοδα τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων από αυτήν (εκμετάλλευση) για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, έτσι όπως αυτά (τα έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο συνολικό ποσό των 82.651.606,25 δολ. ΗΠΑ, 35.877.125 δολ. ΗΠΑ και 29.084.312,50 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (82.651.606,25 + 35.877.125 + 29.084.312,50 =) 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ, Β) θετική ζημία, συνιστάμενη αφενός στα αυξημένα, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσοστά, ασφάλιστρα, τα οποία επέβαλαν οι αναφερόμενοι στο δικόγραφο της αγωγής νέοι συνασφαλιστές των πλοίων «…», «…», «…», «…» και «…», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων αντίστοιχα και με τα οποία επιβαρύνθηκαν αυτές, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων και των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως εκπροσώπων τους, ανερχόμενα (τα επιπλέον ασφάλιστρα) σε 555.984 δολ. ΗΠΑ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 236.418 δολ. ΗΠΑ για την τρίτη των εναγόντων, σε 97.109 δολ. ΗΠΑ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 216.082 δολ. ΗΠΑ για την πέμπτη των εναγόντων και σε 290.725 δολ. ΗΠΑ για την έκτη των εναγόντων αντίστοιχα και αφετέρου στα έξοδα των πραγματογνωμόνων για τις διεξαχθείσες από αυτούς επιθεωρήσεις των πλοίων «…», «…», «…», «…» και «…», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων αντίστοιχα, τις εκθέσεις των οποίων υποχρεώθηκαν να προσκομίσουν οι τελευταίες στους νέους ως άνω ασφαλιστές των πλοίων, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων και των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως εκπροσώπων τους, ανερχόμενα (τα έξοδα) σε 10.100 ευρώ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 7.380 ευρώ για την τρίτη των εναγόντων, σε 7.340 ευρώ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 8.060 ευρώ για την πέμπτη των εναγόντων και σε 11.300 ευρώ για την έκτη των εναγόντων αντίστοιχα και Γ) ηθική βλάβη λόγω της υπαίτιας, βάναυσης, επανειλημμένης και διαρκούς κατά το έτη 2006 – 2007 προσβολής του ονόματος, της επαγγελματικής τιμής και της μελλοντικής συναλλακτικής πίστης των πρώτης έως και έβδομης των εναγόντων καθώς και της προσωπικής τιμής και υπόληψης των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων, ως εκπροσώπων τους, εκάστου υπό την επικαλούμενη από αυτόν ιδιότητα, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας απαιτείται για την πρώτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τη δεύτερη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την τρίτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την τέταρτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την πέμπτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την έκτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την έβδομη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον όγδοο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 6.000.000 ευρώ, για τον ένατο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 4.000.000 ευρώ, για τον δέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 5.000.000 ευρώ, για τον ενδέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον δωδέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον δέκατο τρίτο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ και για την δέκατη τέταρτη των εναγόντων το εύλογο ποσό των 1.000.000 ευρώ αντίστοιχα. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν, έτσι όπως το αγωγικό τους αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτώς με προφορική, καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ. α΄, 297 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, τους οφείλουν : α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 146.181.875 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, επικουρικώς δε το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) στην δεύτερη των εναγόντων το ποσό του 1.010.100 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 555.984 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.380 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 236.418 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, δ) στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.340 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 97.109 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ε) στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό του 1.008.060 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 216.082 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στ) στην έκτη των εναγόντων το ποσό του 1.011.300 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 290.725 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ζ) στην έβδομη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, η) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 6.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, θ) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 4.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ι) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 5.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ια) στον ενδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιβ) στον δωδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιγ) στον δέκατο τρίτο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και ιδ) στην δέκατη τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος του δευτέρου των εναγομένων ως μέσο εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, να απειληθεί κατά των εναγομένων χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ για εκάστη παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με την υπό κρίσιν δεύτερη, από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης …, αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι τυγχάνουν η πρώτη εξ αυτών πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και η δεύτερη εξ αυτών διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου, ενώ ο πρώτος των εναγομένων τυγχάνει αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος, μετέχων στην ασφάλιση του ανωτέρω πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων και ο δεύτερος των εναγομένων τυγχάνει μέλος του Δ.Σ. του πρώτου των εναγομένων, διευθυντής της διαχειρίστριας και αντιπροσώπου του πρώτου των εναγομένων στην Ελλάδα, «…», υπεύθυνος ασφαλίσεων κατά το κρίσιμο – σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – χρονικό διάστημα των ετών 2006-2008 και χειριστής της ασφαλιστικής απαίτησης του ανωτέρω πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης των εναγόντων. Ότι βάσει των ιδίων ακριβώς πραγματικών περιστατικών, έτσι όπως αυτά παρατίθενται, ως ανωτέρω, στο ιστορικό της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και συνεπεία της, ως ανωτέρω, ομοίως περιγραφομένης στο ιστορικό της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των ασφαλιστών, συμπεριλαμβανομένων, ως ανωτέρω, των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, οι ενάγουσες υπέστησαν : Α) η πρώτη εξ αυτών θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 127.166,74 ευρώ και 141.425,88 δολ. ΗΠΑ, συνιστάμενη στις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής προμήθειες, τις οποίες κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς έκδοση και διατήρηση σε ισχύ της εγγυητικής επιστολής, την οποία εξέδωσε η τελευταία και δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της πρώτης των εναγόντων, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου «…» έναντι της ναυλώτριας, της υποναυλώτριας και κυρίας του φορτίου και της ασφαλίστριας του φορτίου του ανωτέρω πλοίου κατά την χρονική περίοδο βυθίσεως του τελευταίου, πηγάζουσες εκ του ως άνω γεγονότος και καθιστάμενες απαιτητές λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτής (πρώτης των εναγόντων) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής και Β) η δεύτερη εξ αυτών θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 2.040 ευρώ, συνιστάμενη στα έξοδα της επιθεωρήτριας εταιρείας, για την διεξαχθείσα από αυτήν επιθεώρηση του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας της δεύτερης των εναγόντων, την οποία και απαίτησαν οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των πλοίων υπό την διαχείρισή της, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτής (δεύτερης των εναγόντων) ως διαχειρίστριας του βυθισθέντος πλοίου «…», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγουσες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να τους καταβάλουν : α) στην πρώτη των εναγουσών το ποσό των 127.166,74 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 141.425,88 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) στην δεύτερη των εναγουσών το ποσό των 2.040 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος του δευτέρου των εναγομένων ως μέσο εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου ενώπιον του οποίου ασκήθηκε κυρία παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει, ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ού η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ού ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου και εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη αφού δεν γίνεται σε αυτή διάκριση μεταξύ τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων, δεν προσήκει δε μόνον στην διαγνωστική δίκη, προκύπτει ότι : α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη, προαποδεικτικώς, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σε αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη το δικαστήριο με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία ανακαλεί την αγωγή, κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο (ΑΠ 308/2009, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010.75). Η ανάκληση, μάλιστα, αυτή θεωρείται, ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρεμβάσεως ή του ένδικου μέσου (άρθρα 171, 172 και 162 ΚΠολΔ), ε) Το βάρος αποδείξεως των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ού η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη εάν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 990/2008 ΕΠολΔ 2008.843). Ομοίως, το βάρος επικλήσεως των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν την ως άνω ένσταση (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), φέρει ο ενιστάμενος (ΠΠρΑθ 1738/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 220/1979 ΠειρΝομ 1979.441). Από τα παραπάνω και ιδίως από την προαναφερόμενη προϋπόθεση της συνδρομής προφανούς κινδύνου, ότι ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας στα έξοδα, δεν θα καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί, συνάγεται ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους, προφανής δε είναι ο κίνδυνος, όταν καθίσταται έκδηλος από τα υπάρχοντα στοιχεία, χωρίς να απαιτείται η διεξαγωγή προς τούτο απόδειξης (ΑΠ 1876/2009 ΕΦΑΔ 2010/338, ΑΠ 308/2009 Αρμ 2009.1536, ΑΠ 990/2008 ΕφΠειρ 163.2013 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, κατά τη συζήτηση αυτών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αλλά και με προφορική, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, προέβαλαν κατ’ ένσταση το αίτημα να υποχρεωθούν οι ενάγοντες αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών να παράσχουν εγγυοδοσία, ποσού 420.328,96 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης δίκης, την οποία (εγγυοδοσία) επιμερίζουν στο ποσό των 414.904,50 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της υπό κρίσιν πρώτης και στο ποσό των 5.424,46 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής, με βάση τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα για έκαστο των εναγόντων δικαστικά έξοδα, που υπολογίζονται με βάση τα αιτούμενα από έκαστο των εναγόντων στις υπό κρίσιν αγωγές ποσά, ισχυριζόμενοι (οι εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών) ότι υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα των τελευταίων (εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών) να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας δίκης, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί σχετικά με τα δικαστικά έξοδά τους (εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών), σε περίπτωση απόρριψης των υπό κρίσιν αγωγών, ενόψει του μεγάλου ύψους των εγειρόμενων με αυτές αξιώσεων, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στις προτάσεις τους λόγους.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η εν λόγω ένσταση παραδεκτώς προβάλλεται και τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προμνησθείσες στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διατάξεις, πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από την εκτίμηση των σχετικών με την εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από όλους τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τους εναγομένους προφανής οικονομική αδυναμία των εναγόντων. Συγκεκριμένα, η πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και η έβδομη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερη των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής, τυγχάνουν αλλοδαπές εταιρείες, εδρεύουσες κατά το καταστατικό τους στο M. … των Νήσων … (… …s) οι πρώτη έως και έκτη εξ αυτών και στη Μ. της Λ. η έβδομη εξ αυτών, εξ αυτού δε μόνο του γεγονότος, δεν τεκμαίρεται ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και εν γένει αφερεγγυότητά τους (πρβλ. ΕφΠειρ 397/2002 Ναυτική Δικαιοσύνη 4.266, ΠΠρΠειρ 628/2104 και 3304/2012). Αναφορικά δε με την οικονομική κατάσταση των ως άνω εναγουσών εταιρειών αλλά και των λοιπών εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής – φυσικών προσώπων, που τυγχάνουν διοικητές και μέλη των διοικητικών συμβουλίων αυτών, λεκτέα τα ακόλουθα : Μολονότι δεν προέκυψε ότι οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες διαθέτουν εμφανή ακίνητη περιουσία, ομοίως δεν προέκυψε ότι υφίσταται προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων. Συγκεκριμένα, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, η πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών έχει εισπράξει από άπαντες τους ως άνω αναφερθέντες στο ιστορικό αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών ασφαλιστές, μη συμπεριλαμβανομένου του πρώτου των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, το έτος 2008, το σύνολο της αιτούμενης από αυτήν ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του βυθισθέντος πλοίου της, «…», ανερχόμενη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια των μεταξύ τους καταρτισθεισών ασφαλιστικών συμβάσεων, σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου (ασφαλιστές «…») ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ, και σε ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου (ασφαλίστρια «…») ήτοι σε 3.200.000 δολ. ΗΠΑ. Περαιτέρω, όπως επίσης συνομολογείται από τους διαδίκους, η πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών έχει εισπράξει δυνάμει του από 30-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού, στις 20-2-2008, από τον πρώτο των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, με τραπεζική επιταγή, που εκδόθηκε εις διαταγή της (πρώτης των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών), το σύνολο της αιτούμενης από αυτήν ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του βυθισθέντος πλοίου της, ανερχόμενη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως, σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 δολ. ΗΠΑ. Επίσης, προέκυψε ότι η δεύτερη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και η έβδομη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερη των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής έλαβαν, τον Ιανουάριο του 2014, από τους ως άνω ασφαλιστές, μη συμπεριλαμβανομένου του πρώτου των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, δυνάμει του από 23-12-2013 καταρτισθέντος μεταξύ τους συμφωνητικού συμβιβασμού, το ποσό των 9.350.000 δολ. ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ποσά δεν προέκυψε (ούτε άλλωστε επικαλούνται οι εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών) ότι έχουν ολοσχερώς δαπανηθεί, διανεμηθεί ή αναλωθεί και συνεπώς, τεκμαίρεται ότι σώζονται και διατηρούνται διαθέσιμα στο ταμείο των εν λόγω εταιρειών, καθόσον προέκυψε ότι εξ αυτών μόνο το ποσό των 1.879.475 δολ. ΗΠΑ διατέθηκε τον Ιανουάριο του 2008 από την πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας» για την αποπληρωμή δανείου, που είχε χορηγηθεί από την ως άνω Τράπεζα στην πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών για το πλοίο της, «…». Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών ότι η δεύτερη έως και έκτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής έχουν πωλήσει τα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία τους ήδη πριν από την άσκηση των υπό κρίσιν αγωγών (2011-2012), με αποτέλεσμα να στερούνται πλέον άλλων περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Μόνον οι επικαλούμενες μεταβιβάσεις α) την 29-6-2007, του πλοίου «…» από τη δεύτερη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής προς την αλλοδαπή εταιρία «…», β) την 23-10-2007, του πλοίου «…» από την τρίτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής προς την αλλοδαπή εταιρία «…», γ) την 22-8-2007, του πλοίου «…» από την τέταρτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής προς την αλλοδαπή εταιρία «…», δ) την 14-5-2007, του πλοίου «…» από την πέμπτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής προς την αλλοδαπή εταιρία «…» και ε) την 16-3-2007, του πλοίου «…» από την έκτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής προς την αλλοδαπή εταιρία «…», δεν αρκούν για το σχηματισμό της αναγκαίας δικανικής πεποίθησης περί της προφανούς οικονομικής αδυναμίας των ως άνω εναγουσών εταιρειών, διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αντίγραφα πωλητηρίων εγγράφων (Bill of Sale), οι ως άνω ενάγουσες εταιρείες έχουν λάβει ως τίμημα για τις ανωτέρω μεταβιβάσεις τα ποσά των 8.100.000, 19.500.000, 10.000.000, 17.400.000 και 14.400.000 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα, περαιτέρω δε, δεν προέκυψε ούτε ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά έχουν πλήρως αναλωθεί ούτε ότι δεν απομένει πλέον κανένα ισάξιο περιουσιακό στοιχείο στην κυριότητα των ως άνω εναγουσών. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι στην πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών επιδικάσθηκε με διαιτητική απόφαση Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, το ποσό των 3.633.886 δολ. ΗΠΑ, ως οφειλόμενο σε αυτή ποσό ναύλου για τα έτη 2005-2006 από τη ναυλώτρια του πλοίου «…» εταιρεία με την επωνυμία «….», ενώ η έβδομη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερη των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής είναι μόνιμα εγκατεστημένη στην ημεδαπή, καθόσον διατηρεί γραφείο στη Γ. Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/75, όπως ισχύει, διαχειρίζεται το πλοίο με την ονομασία «…», σημαίας νήσων Μάρσαλ, το οποίο ανήκει στην εταιρεία με την επωνυμία «…», απασχολεί προσωπικό οκτώ ατόμων και δραστηριοποιείται επί πολλά έτη στην ελληνική αγορά, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι έχει χρέη προς τρίτους και ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Εξάλλου, όσον αφορά στους όγδοο έως και δέκατη τέταρτη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αφερεγγυότητά τους ως επιχειρηματιών, καθόσον οι εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, οι οποίοι έχουν το σχετικό βάρος απόδειξης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών ή χρεών των ως άνω εναγόντων – φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από μόνο το γεγονός, ότι ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων όλες οι ως άνω ενάγουσες εταιρείες δήλωσαν οικονομική αδυναμία (όπως προκύπτει αφενός από την από 27-5-2014 επιστολή της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας … η οποία ανέλαβε την εκπροσώπηση των ως άνω εναγουσών στις δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων μετά τον Απρίλιο του 2014, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγουσες εταιρείες … κλπ. παραμένουν χωρίς περαιτέρω κεφάλαια για να καταβάλουν τις ενδιάμεσες πληρωμές για τα κόστη που έχουν διαταχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και αφετέρου από την από 24-6-2014 επιστολή της ίδιας ως άνω δικηγορικής εταιρείας προς το Εφετείο του Λονδίνου, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι λαμβανομένης υπ’ όψιν και της οικονομικής αδυναμίας των εναγουσών εταιρειών … κλπ. να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τη δικαστική διαδικασία, δεν υπάρχει λόγος για νέα προφορική συζήτηση της εφέσεως), δεν τεκμαίρεται αναντίρρητα ότι υφίσταται έκδηλη και μόνιμη οικονομική αδυναμία τους, καθόσον προέκυψε ότι οι ως άνω ενάγουσες εταιρείες έχουν ήδη καταβάλει το συνολικό ποσό των 951.000 λιρών Αγγλίας για αποζημίωση και για δικαστική δαπάνη των ασφαλιστών – αντιδίκων τους για την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση των υπό αυτών ασκηθεισών αγωγών κατά των λοιπών ασφαλιστών, σε εκτέλεση της από 19-12-2011 απόφασης και της από 2-12-2012 σχετικής Διαταγής του Δικαστή κου …, του Εμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών αντίγραφα των αποδείξεων κατάθεσης των οικείων ποσών σε πίστωση του Γενικού Λογιστηρίου των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Αγγλίας. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί αδιάσειστο τεκμήριο περί της ύπαρξης οικονομικής αδυναμίας των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών από την αλλαγή νομικής εκπροσώπησής τους ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, διότι αφενός η επιλογή νομικής εκπροσώπησης από κάθε διάδικο ανάγεται σε κατοχυρωμένο από εθνικά και διεθνή κείμενα δικαίωμά του και αφετέρου η αιτία ορισμένων από τις αλλαγές αυτές συνίσταται στο γεγονός, ότι εκ μέρους των ως άνω εναγόντων διατυπώθηκε μομφή σε βάρος του Άγγλου δικηγόρου Crampton περί της διάπραξης σοβαρής παράβασης εκ μέρους του κατά την εκπροσώπησή τους στη δίκη ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου το Φεβρουάριο του 2012, οπότε εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Άγγλου Δικαστή κου …. Περαιτέρω, προέκυψε ότι στο πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας τους με τους ασφαλιστές, οι ενάγοντες αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών έχουν ήδη καταβάλει σημαντικά ποσά, υπολογιζόμενα στο ύψος του 1.000.000 ευρώ περίπου, για τη νομική εκπροσώπησή τους ενώπιον των ημεδαπών αλλά και των αλλοδαπών Δικαστηρίων, από το γεγονός δε αυτό συνάγεται ότι υφίσταται η οικονομική δυνατότητα για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση ενδεχόμενης ήττας τους στην παρούσα δίκη. Έτι περαιτέρω, στην από 26-9-2014 απόφαση του, επι της οποίας ειδικότερα ο λόγος παρακάτω ,ο Δικαστής … εκτίμησε ότι η μη συμμετοχή των εναγόντων στην ενώπιόν του διαδικασία, δεν οφείλεται σε οικονομική αδυναμία αυτών αλλά την επέβαλαν λόγοι τακτικής. Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, η ένσταση περί παροχής εγγυοδοσίας πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, υπέβαλαν προεχόντως ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, επικαλούμενοι ότι αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας και δη το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, δυνάμει ειδικής συμφωνίας παρέκτασης βάσει των διατάξεων του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία περιλαμβάνεται στο καταρτισθέν μεταξύ του πρώτου των εναγομένων και της πρώτης των εναγόντων, από 30-1-2008 συμφωνητικό συμβιβασμού, ζήτημα το οποίο έχει ήδη κριθεί με σχετικές αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων, οι οποίες παράγουν δεδικασμένο και αναγνωρίζονται από τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των διατάξεων των άρθρων 33-35 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ). Επί του ισχυρισμού αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής : Με βάση τη συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 1999, εκδόθηκε στις 22-12-2000 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστός ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Ο νέος κανονισμός υποκατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 του Κανονισμού), στις σχέσεις των κρατών μελών και άρχισε να ισχύει από 1-3-2002. Όπως ισχύει πλέον για όλους τους Κανονισμούς, έτσι και ο Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη. Υπερισχύει του Εθνικού δικαίου ακόμη και του Συντάγματος, και ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) «αν τα μέρη από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται στην συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού, το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ που ρυθμίζει την διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων καθώς και όλες οι γενικές και ειδικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου ως βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίσθηκαν αυτόματα (βλ. για την ταυτότητα του λόγου Κεραμέα: Η Σύμβαση των Βρυξελλών κ.λπ. ΝοΒ 38,1285, ΕφΑΘ 5610/1999 ΕλλΔνη 43,1455). Τέλος, μια τέτοια συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας δικαστηρίου καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (βλ. ΑΠ 755/1993, ΕΕΝ 1994.529, ΕφΑθ 2523/2005, βλ. ECJ, C-9/87, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ECR (1988) 1539, ECJ 27.9.1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis v Bankhaus Schroeder, Muenchmeyer, Hengst and Co. Andothers, [1988] ECR 5565, βλ. επίσης σχ. Και άρθρα 6.1 και 28 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΚ). Περαιτέρω, ο ως άνω Κανονισμός 44/2001 διατήρησε στο άρθρο 33 το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το κράτος αναγνωρίσεως αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του σαν να επρόκειτο για δική του απόφαση, χωρίς την παρεμβολή άλλης διαδικασίας, ενώ παράλληλα η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος. Επέμβαση δικαστικής αρχής προβλέπεται μόνον όταν η αναγνώριση της αποφάσεως αμφισβητείται. Στη περίπτωση αυτή καθιερώνεται, κατά το πρότυπο της Σύμβασης των Βρυξελλών, διαδικασία για την κύρια ή παρεμπίπτουσα αναγνώρισή της, η οποία όμως απλοποιείται σημαντικά, ώστε να θεραπεύσει τους στόχους του κανονισμού αυτού. Οταν πάντως το ζήτημα αναγνωρίσεως προκύπτει παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη, ο Κανονισμός (άρθρο 33 παρ. 3), όπως ακριβώς και η Σύμβαση των Βρυξελλών, προσδίδει στο δικαστήριο της κύριας αγωγής διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει την αναγνώριση. Το Δικαστήριο αυτό έχει παράλληλα διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ενός από τους λόγους μη αναγνωρίσεως των άρθρων 34 και 35. Ενόψει όμως της αδυναμίας αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστηρίου οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να προταθούν και να αποδειχθούν από το διάδικο που αμφισβητεί. Οι λόγοι που εμποδίζουν την αναγνώριση της αλλοδαπής αποφάσεως προβλέπονται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού. Ο Κανονισμός ως λόγο μη αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως των αποφάσεων αναγνωρίζει την επιφύλαξη της γενικής ρήτρας της δημόσιας τάξεως που ανευρίσκεται στα περισσότερα εθνικά δίκαια, αλλά και στις διμερείς συμβάσεις. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 34 σημ. 1 «απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως». Η προσθήκη του επιρρήματος «προφανώς» που δεν ανευρίσκεται στην αντίστοιχη ρύθμιση της Σύμβασης των Βρυξελλών, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να υπογραμμισθεί ακόμα περισσότερο ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρήτρας. Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξεως παραμένει λοιπόν ο κατ’ εξοχήν εξαιρετικός λόγος μη αναγνωρίσεως των κοινοτικών αποφάσεων και η σχετική διάταξη που τον καθιερώνει πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά έτσι ώστε η εφαρμογή της να εφαρμόζεται σε απολύτως ακραίες περιπτώσεις. Η νέα διατύπωση της διατάξεως αποτυπώνει το σύγχρονο πνεύμα της νομολογίας του ΔΕΚ. Ενόψει της απαγορεύσεως της κατ’ ουσίαν αναθεωρήσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, αντίθεση στη δημόσια τάξη υπάρχει μόνον όταν η αναγνώριση ή η εκτέλεση προσκρούει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους υποδοχής, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματά του. Σε αυτά, πρωτεύουσα θέση κατέχει και το κατοχυρωμένο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα υπερασπίσεως το οποίο δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση ή εκτέλεση. Είναι προφανές ότι η έννοια της «κατάφωρης προσβολής» αποδίδει την έννοια της προφανούς προσβολής της δημόσιας τάξεως κατ’ αρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού, η οποία μάλιστα πρέπει, υπό το φως της αποφάσεως αυτής, να προσεγγίζεται πλέον όχι μόνο με Εθνικά αλλά και με Κοινοτικά κριτήρια. Εξάλλου, στο άρθρο 27 του ως άνω Κανονισμού ορίζονται τα εξής: «1) Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με την ίδια αιτία μεταξύ των διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. 2) Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.» Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το Δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο, αυτό θα εκδικάσει την υπόθεση και τα δικαστήρια που έχουν τυχόν επιληφθεί μεταγενέστερα οφείλουν να διαπιστώσουν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους υπέρ του δικαστηρίου αυτού. Πρακτικώς, παρέπεται ότι θα πρέπει να απορρίψουν τις ενώπιόν τους αγωγές, ως απαράδεκτες, η δε υπόθεση θα εκδικασθεί από το πρώτο δικαστήριο (Η Σύμβαση των Βρυξελλών για την Διεθνή δικαιοδοσία των αποφάσεων εις χειρ. Κεραμέας Κρεμίλης Τάγαρης αρ. 21 σελ. τώρα 27 του διεθνούς Κανονισμού σελ. 185 επ.) (Εφ Πειρ 617/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 15, 16 και 17 του Κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής : «(2) Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό. (6) Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα. (15) Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας και για την αποφυγή προβλημάτων που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις στα κράτη μέλη ως προς την ημερομηνία κατά την οποία μια υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί. Για τους σκοπούς του ανά χείρας κανονισμού πρέπει να καθοριστεί η ημερομηνία αυτή αυτοτελώς. (16) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης. (17) Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για τον σκοπό αυτό μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό.»», ενώ το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 ορίζει τα εξής : «Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.», το άρθρο 33 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής : «1. Απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, κάθε ενδιαφερόμενος που [προβάλλει ως κύριο αίτημα] την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος τίτλου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί. 3. Αν η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.», το άρθρο 34 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής : «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται : 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως,·2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει,·3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως και 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως», το άρθρο 35 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής:«1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του τίτλου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72, 2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1» και το άρθρο 36 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής : «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.». Ειδικότερα, για το ζήτημα της αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης, ως προς το κριθέν από αυτή ζήτημα της αναγνωρίσεως ή της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το ΔΕΕ με την υπ’ αριθ. … (…) απόφασή του, απαντώντας στα ενώπιον του υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα περί του αν το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει απόφαση με την οποία δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η σχετική δικαστική απόφαση θα χαρακτηριζόταν ως «απόφαση επί του παραδεκτού» βάσει του δικαίου άλλου κράτους μέλους και αν τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 44/2001 έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, δεσμεύεται από την αφορώσα την εγκυρότητα της εν λόγω ρήτρας διαπίστωση η οποία περιέχεται στο σκεπτικό της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, έκρινε ως εξής : Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 32 του Κανονισμού 44/2001, η έννοια της «αποφάσεως» καταλαμβάνει «κάθε» απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, χωρίς καμία διάκριση λόγω του περιεχομένου της, όπερ επάγεται, κατ’ αρχήν, ότι η έννοια αυτή καταλαμβάνει και απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, …, Reisch Montage, Συλλογή 2006, σ. I-6827, σκέψη 29, της 23ης Απριλίου 2009, … Draka NK Cables κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I?3477, σκέψη 19, και της 16ης Ιουλίου 2009, … Zuid-Chemie, Συλλογή 2009, σ. I-6917, σκέψη 17). Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, ένας από τους στόχους του Κανονισμού 44/2001 είναι η «απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών» τα οποία δεσμεύονται από τον κανονισμό, όπερ συνηγορεί και υπέρ μιας ερμηνείας της εννοίας «απόφαση», χωρίς να λαμβάνεται ο αποδιδόμενος από το δίκαιο κράτους μέλους χαρακτηρισμός σε πράξη εκδοθείσα από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, είτε πρόκειται για το κράτος μέλος προελεύσεως είτε για το κράτος μέλος αναγνωρίσεως. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 6 του Κανονισμού 44/2001 γίνεται λόγος για τον στόχο «της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ένας τέτοιος στόχος καθιστά εκ φύσεως επιτακτική την ανάγκη ερμηνείας τής κατά το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 εννοίας «απόφαση», η οποία καταλαμβάνει και αποφάσεις με τις οποίες δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Πράγματι, η μη αναγνώριση τέτοιων αποφάσεων θα μπορούσε να θίξει σοβαρά την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων. Ως προς το θεσπισθέν με τον Κανονισμό 44/2001 σύστημα, με τις αιτιολογικές σκέψεις του 16 και 17 υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να εικάζεται ότι η εν λόγω έννοια δεν ερμηνεύεται συσταλτικώς προκειμένου να αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, διαφορές ως προς το αν υφίσταται «απόφαση». Θα θιγόταν η εν λόγω αμοιβαία εμπιστοσύνη αν δικαστήριο κράτους μέλους μπορούσε να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως με την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της απόψεως ότι δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να αρνείται την αναγνώριση μιας τέτοιας αποφάσεως θα προσέκρουε στο θεσπισθέν με τον Κανονισμό 44/2001 σύστημα, καθόσον παρόμοια άρνηση θα ήταν δυνατόν να θίξει την αποτελεσματική λειτουργία των εξαγγελλόμενων στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού κανόνων οι οποίοι αφορούν την κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών. Το άρθρο 33 εξαγγέλλει την αρχή ότι οι αποφάσεις πρέπει να αναγνωρίζονται, ενώ τα άρθρα 34 και 35 προβλέπουν εξαιρέσεις από την ανωτέρω αρχή, οι οποίες πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Άλλωστε, το άρθρο 35, παράγραφος 3, ορίζει ότι δεν μπορεί να ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, ενώ το κριτήριο περί δημόσιας τάξεως δεν μπορεί να εφαρμόζεται επί των σχετικών με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνων. Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει και απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην έκθεση την οποία συνέταξε ο P. Jenard αναφορικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, στο εξής: έκθεση Jenard), «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους» (… Ludwig Martin Hoffmann/Adelheid Krieg, σκέψη 10). Επομένως, αλλοδαπή απόφαση που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 33 του Κανονισμού 44/2001 πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναπτύσσει στο κράτος αναγνωρίσεως τις ίδιες έννομες συνέπειες με εκείνες που αναπτύσσει στο κράτος εκδόσεώς της (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Hoffmann, σκέψη 11). Επιπλέον, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων αποτελεί το υπόβαθρο του θεσπισθέντος με τον Κανονισμό 44/2001 συστήματος. Πράγματι, επιβάλλεται υψηλός βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης κατά μείζονα λόγο όταν τα δικαστήρια των κρατών μελών καλούνται να εφαρμόσουν κοινούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο μέτρο αυτό, οι περί τη δικαιοδοσία κανόνες καθώς και οι αφορώντες την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων κανόνες, οι οποίοι απαντούν στον Κανονισμό 44/2001, δεν συνιστούν δύο χωριστά και αυτοτελή σύνολα κανόνων, αλλά έχουν στενή σχέση μεταξύ τους (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, …, Wolf Naturprodukte, σκέψη 25). Ένας τέτοιος δεσμός είναι εκείνος ο οποίος, αφενός, δικαιολογεί τον απλοποιημένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως του άρθρου 33, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, κατά τον οποίο οι εκδοθείσες σε κράτος μέλος αποφάσεις αναγνωρίζονται, κατ’ αρχήν, στα λοιπά κράτη μέλη και ο οποίος, αφετέρου, επάγεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35, παράγραφος 3, του ιδίου Κανονισμού, την έλλειψη ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκδόσεως της αποφάσεως (βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 1/03 της 7ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-1145, σκέψη 163). Στο μέτρο κατά το οποίο δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως διαπίστωσε την εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο του ελέγχου της δικής του διεθνούς δικαιοδοσίας, θα αντέκειτο προς την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατά την απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, το να εξετάσει εκ νέου το ίδιο ζήτημα της εγκυρότητας δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 του Κανονισμού 44/2001, αποκλείεται «η επί της ουσίας αναθεώρηση» της αποφάσεως του κράτους μέλους εκδόσεως, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή περί αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πράγματι, κατά την έκθεση Jenard (σ. 74) «[η] έλλειψη [αναθεωρήσεως επί της ουσίας] επιβάλλει πλήρη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως· η εμπιστοσύνη αυτή όσον αφορά το βάσιμο της δικαστικής αποφάσεως πρέπει φυσιολογικά να επεκτείνεται και στην εφαρμογή των [εναρμονισμένων] κανόνων δικαιοδοσίας από το δικαστήριο». Το να γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο κράτους μέλους αναγνωρίσεως έχει τη δυνατότητα να κρίνει άκυρη τη ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας την οποία το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αναγνώρισε ως έγκυρη θα προσέκρουε στην εν λόγω απαγόρευση της αναθεωρήσεως της αποφάσεως επί της ουσίας, ιδίως υπό περιστάσεις υπό τις οποίες το τελευταίο αυτό δικαστήριο θα ήταν δυνατόν να κρίνει ότι είναι αρμόδιο ελλείψει της ανωτέρω ρήτρας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, μια τέτοια διαπίστωση εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως θα έθετε υπό αμφισβήτηση όχι μόνο την ενδιάμεση κρίση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας αλλά και της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία τούτο κρίνει εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί. Η απαγόρευση του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως να διαπιστώσει τη δική του δικαιοδοσία στο μέτρο κατά το οποίο το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Η υποχρέωση περί ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει ότι ο εν λόγω περιορισμός προσδιορίζεται επακριβώς σε επίπεδο της Ένωσης και ότι τούτο δεν εξαρτάται από τους αφορώντες την ισχύ του δεδικασμένου διαφορετικούς εθνικούς κανόνες. Η έννοια του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν εστιάζεται αποκλειστικώς στο διατακτικό της επίδικης δικαστικής αποφάσεως, αλλά επεκτείνεται και στο σκεπτικό της το οποίο αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού της και συνιστά ως εκ τούτου αναπόσπαστο μέρος αυτού [βλ., ιδίως, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2006, … και … P, P & O …) και … κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 44, και της 19ης Απριλίου 2012, … κατά Επιτροπής, σκέψη 87]. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι κοινοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους εφαρμόζουν τα δικαστήρια των κρατών μελών απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε από τον Κανονισμό 44/2001 και από την ανάγκη περί ομοιομορφίας, η έννοια της ισχύος του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης ασκεί επιρροή ως προς τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τα οποία παράγει απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Υπό την έννοια αυτή, απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη, δεσμεύει τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τόσο όσον αφορά την απόφαση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στο διατακτικό της αποφάσεώς του, όσο και όσον αφορά τη διαπίστωση ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας, την οποία εμπεριέχει το σκεπτικό της, το οποίο και συνιστά το αναγκαίο υπόβαθρο του συγκεκριμένου διατακτικού. Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι τα άρθρα 32 και 33 του Κανονισμού 44/2001 έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, δεσμεύεται από την αφορώσα την εγκυρότητα της εν λόγω ρήτρας διαπίστωση, η οποία απαντά στο σκεπτικό τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα για την εν λόγω υπόθεση : Λόγω της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της θεσπίσεως κοινών κανόνων δικαιοδοσίας, τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών, ο Kανονισμός 44/2001 αποκλείει, κατ’ αρχήν, τον έλεγχο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας είτε εμμέσως, μέσω της δημόσιας τάξεως, απαγορεύοντας, πάντως, στο ίδιο εδάφιο, οποιαδήποτε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως. Σύμφωνα με την έκθεση Jenard «η μη αναψηλάφηση της υποθέσεως [προϋποθέτει] πλήρη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως, η εμπιστοσύνη αυτή όσον αφορά το βάσιμο της δικαστικής αποφάσεως πρέπει φυσιολογικά να επεκτείνεται και στην εφαρμογή των κανόνων δικαιοδοσίας από το δικαστήριο». Tο δεσμευτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως περί ελλείψεως δικαιοδοσίας πρέπει κατ’ ανάγκην να επεκτείνεται στην κρίση περί του κύρους και της εκτάσεως ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του αν στην κρίση αυτή προσδίδεται ισχύς δεδικασμένου από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως ή του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. Η άποψη αυτή στηρίζεται, κατ’ αρχάς, στους σκοπούς του Κανονισμού 44/2001, ακολούθως στη γενική οικονομία των δικονομικών διατάξεων του κανονισμού αυτού περί διεθνούς δικαιοδοσίας και, τέλος, στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Είναι αντίθετη προς τους σκοπούς αυτούς η αναγνώριση στο δικαστήριο από το οποίο ζητείται η αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως της εξουσίας να επανεξετάσει την έκταση ισχύος και το κύρος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας βάσει της οποίας το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως κήρυξε εαυτό αναρμόδιο. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών, η οποία δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, τον αυτόματο χαρακτήρα της αναγνωρίσεως των αλλοδαπών αποφάσεων, τον περιορισμό των λόγων μη αναγνωρίσεως, τον αποκλεισμό του ελέγχου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προελεύσεως αλλά και την επί της ουσίας αναθεώρηση προϋποθέτει, πράγματι, ότι κάθε δικαστήριο κράτους μέλους θεωρεί τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών ισοδύναμες με τις δικές του. Εξ αυτού προκύπτει ότι, αν ένα από τα ισότιμα δικαστήρια έχει ήδη κληθεί, στο πλαίσιο του ελέγχου της δικαιοδοσίας του, να αποφανθεί προηγουμένως επί του κύρους και της εκτάσεως ισχύος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση της σχετικής αποφάσεως δεν μπορεί να κρίνει εκ νέου το ίδιο ζήτημα. Η παραδοχή ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, μπορεί να θεωρήσει άκυρη τη ρήτρα περί παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας που το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αναγνώρισε ως έγκυρη, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση προς την αρχή της απαγορεύσεως της επί της ουσίας αναθεωρήσεως αλλοδαπής αποφάσεως, η οποία απαγορεύει στο πρώτο δικαστήριο να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το δεύτερο με το σκεπτικό ότι το ίδιο θα είχε αποφανθεί διαφορετικά. Μία από τις ισχυρότερες ενδείξεις της εύνοιας του Κανονισμού 44/2001 υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων στο πλαίσιο της Ένωσης είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία η έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως δεν αποτελεί λόγο για να μην αναγνωριστεί η απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό, εκτός από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Κανονισμού. Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι μια απόφαση επί της ουσίας μπορεί να αναγνωριστεί ακόμη και αν έχει εκδοθεί κατά παράβαση των κοινών κανόνων ευθείας αρμοδιότητας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού, έστω και αν το ζήτημα της δικαιοδοσίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαραθέσεως μεταξύ των διαδίκων. Η απαγόρευση του ελέγχου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, να διαπιστώσει τη δική του δικαιοδοσία. Πράγματι, παρόλο που το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνον επί της δικής του δικαιοδοσίας, καθόσον ο Κανονισμός 44/2001 δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, εντούτοις, η απόφαση που εκδίδει το δικαστήριο αποφαινόμενο επί της δικής του δικαιοδοσίας επηρεάζει, κατ’ ανάγκην, εμμέσως τη δικαιοδοσία των λοιπών δικαστηρίων της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η άσκηση από ένα δικαστήριο της Ένωσης του καθήκοντός του να ελέγχει τη διεθνή δικαιοδοσία του συνεπάγεται περιορισμό της εξουσίας των λοιπών δικαστηρίων να διαπιστώσουν τη δική τους δικαιοδοσία. Η θεμελιώδης υποχρέωση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εν προκειμένω προϋποθέτει τον ενιαίο προσδιορισμό του περιορισμού αυτού, ο οποίος δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως των εθνικών κανόνων που προσδιορίζουν την έκταση της ισχύος του δεδικασμένου. Ένα επιχείρημα υπέρ της απόψεως αυτής παρέχει, το άρθρο 35, παράγραφος 2, του Κανονισμού 44/2001, το οποίο, στις περιπτώσεις στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, το δικαστήριο αναγνωρίσεως μπορεί να ελέγξει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, προβλέπει, πάντως, ότι το δικαστήριο αναγνωρίσεως δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στήριξε τη δικαιοδοσία του το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως. Επομένως, ο κανόνας αυτός καθορίζει εκ των προτέρων την επιβαλλόμενη εμπιστοσύνη προς τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών του αλλοδαπού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως ή του κράτος μέλους αναγνωρίσεως προσδίδουν στις διαπιστώσεις αυτές ισχύ δεδικασμένου. Η ανάλυση αυτή επιβάλλεται, επιπλέον, και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέει δε από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Η αρχή αυτή περιελήφθη και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, έχει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ΣΕΕ, «το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Η αρχή αυτή εκφράζει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου στη δίκαιη, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας εκδίκαση της υποθέσεώς του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Η άρνηση του δεσμευτικού αποτελέσματος της αποφάσεως του δικαστηρίου προελεύσεως, το οποίο, προτού εξετάσει τη δικαιοδοσία του, έκρινε το ζήτημα του κύρους και της εκτάσεως ισχύος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, θα αντέκειτο προς την εν λόγω αρχή, καθώς θα δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο αρνητικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, ο οποίος θα κατέληγε σε παντελή έλλειψη ένδικης προστασίας. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που ένα δικαστήριο κηρύξει εαυτό αναρμόδιο λόγω της υπάρξεως ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας σε άλλο δικαστήριο, το τελευταίο αυτό δικαστήριο, αν κρίνει άκυρη τη ρήτρα, θα μπορούσε επίσης να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Εν περιλήψει, οι σκοποί και η γενική οικονομία των δικονομικών διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, καθώς και το δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία, επιτάσσουν να εκτιμάται το κύρος και η έκταση ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας από ένα και μόνο δικαστήριο της Ένωσης, ενώ το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως έχει δικαίωμα να εξετάσει τη ρήτρα αυτή μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, στις οποίες του επιτρέπεται να ελέγχει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Επομένως, το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, πρέπει να δεσμεύεται από την κρίση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, ακόμη και αν αυτή περιέχεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται σε αυτήν ισχύς δεδικασμένου από τις εθνικές νομοθεσίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των σχετικών με τη εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, κατόπιν της προσφυγής της πρώτης των εναγόντων σε διαιτησία στο Λονδίνο κατά του πρώτου των εναγομένων και της άσκησης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Τμήμα Queen’s Bench – Εμπορικό Δικαστήριο) της αγωγής με αριθμό φακέλου … κατά των λοιπών ασφαλιστών του βυθισθέντος πλοίου «…», με τους τελευταίους καταρτίσθηκαν τα από 13-12-2007, και 7-1-2008 συμφωνητικά συμβιβασμού, δυνάμει των οποίων οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως, σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 24.000.000 ευρώ, ποσό το οποίο και κατέβαλαν τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008, περαιτέρω δε, ο πρώτος των εναγομένων, δυνάμει του από 30-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού, συμφώνησε να καταβάλει την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως, σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 ευρώ, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008. Ειδικότερα, το ως άνω τελευταίο συμφωνητικό, καταρτισθέν μεταξύ αφενός της πρώτης των εναγόντων ως πλοιοκτήτριας, της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας και/ή συνδεδεμένων και/ή θυγατρικών εταιρειών (ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ) και αφετέρου του πρώτου των εναγομένων (ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ) είχε ως εξής : «1. Οι Ασφαλιστές συμφωνούν να καταβάλουν στους Πλοιοκτήτες εντός 21 ημερών από την παρούσα συμφωνία, εκτός και αν εμποδισθούν από Διαταγή οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οπότε στην περίπτωση αυτή εντός 14 ημερών από την άρση ή τροποποίηση της ως άνω Διαταγής προκειμένου να επιτραπεί η πληρωμή, το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) που αποτελεί το 100% της οφειλόμενης αναλογίας τους από το ασφαλισθέν ποσόν που ανέρχεται σε 15% των 32 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τριάντα δύο εκατομμύρια) χωρίς τόκο ή έξοδα, με τραπεζική επιταγή για το ανωτέρω ποσόν, πληρωτέα στην …. Σε περίπτωση που η πληρωμή δεν γίνει εντός 21 ημερών από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας και υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή δεν θα καθυστερήσει λόγω Διαταγής οποιουδήποτε δικαστηρίου, οι Ασφαλιστές συμφωνούν ότι το ποσόν των 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ που είναι πληρωτέο βάσει της παρούσας, θα υπόκειται σε τόκο 4% ετησίως. 2. Οι Πλοιοκτήτες και ο Ασφαλισμένος συμφωνούν να δεχθούν 4,8 εκατ. Δολ. ΗΠΑ (Δολ. ΗΠΑ τέσσερα εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες) σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση οποιασδήποτε και όλων των απαιτήσεων που μπορεί να έχουν βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σε σχέση με την απώλεια του “….” κατά των Ασφαλιστών και/ή των προστηθέντων και/ή αντιπροσώπων τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαιτήσεων για τόκο και έξοδα, αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλες ασφαλιστικές συμβάσεις στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται οι Ασφαλιστές. 3. Ο Ασφαλισμένος συμφωνεί να αποζημιώσει τους Ασφαλιστές για οποιαδήποτε απαίτηση θα μπορούσε να εισαχθεί εναντίον τους και/ή κατά προστηθέντων τους και/ή κατά εκπροσώπων τους και/ή κατά των διαχειριστών τους από οποιαδήποτε από τις συνδεδεμένες εταιρείες του Ασφαλισμένου, και/ή από οργανισμούς, και/ή από τους διαχειριστές του, και/ή από τους προστηθέντες του και/ή από τους υπαλλήλους του, και/ή τους αντιπροσώπους του και/ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σχετικά με την απώλεια του “….” ή βάσει του Ασφαλιστηρίου, αλλά χωρίς επίπτωση σε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να εμπλέκεται. 4. Κατόπιν υπογραφής της συμφωνίας, και λαμβάνοντας υπόψιν τις περιεχόμενες στο παρόν υποσχέσεις, οι Ασφαλιστές θα υποβάλλουν αίτηση για αναστολή της Διαιτησίας κατά της …, η δε Διαιτησία θα ανασταλεί για όλους τους σκοπούς εκτός από τον σκοπό εκπλήρωσης των όρων που συμφωνούνται με την παρούσα, και η αναστολή θα έχει αποτελέσματα από την ημερομηνία της παρούσας. 5. Κατόπιν της εμπρόθεσμης και ολοκληρωμένης πληρωμής από τους Ασφαλιστές του ποσού που ορίζεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, οι Ασφαλιστές συμφωνούν να διακόψουν τη διαδικασία της Διαιτησίας, χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα. 6. Η παρούσα συμφωνία διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτέρου Δικαστηρίου του Λονδίνου.». Ωστόσο, μετά την – ακολουθήσασα τον τερματισμό των σχετικών δικαστικών και διαιτητικών διαδικασιών στο Λονδίνο και παρά αυτόν – άσκηση των υπό κρίσιν αγωγών καθώς και ετέρων αγωγών ταυτόσημου περιεχομένου, στρεφομένων από τους ιδίους, όπως και στις υπό κρίσιν αγωγές, ενάγοντες κατά των λοιπών ασφαλιστών καθώς και κατά φυσικών προσώπων, εκπροσώπων και υπαλλήλων των λοιπών ασφαλιστών και δικηγόρων αυτών, οι τελευταίοι ζήτησαν δικαστική προστασία ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων ζητώντας – μεταξύ άλλων – να εφαρμοστούν οι όροι των ως άνω καταρτισθέντων συμφωνητικών συμβιβασμού επί τη βάσει ότι οι ανοιγείσες με άπασες τις ως άνω αγωγές δίκες στην Ελλάδα συνιστούσαν παραβίαση των όρων αυτών (συμφωνητικών συμβιβασμού) και δη των περιεχομένων σε αυτά ρητρών αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αγγλίας, ανοιγείσας εκ νέου της μεταξύ τους υποθέσεως με αριθμό φακέλου …. Περαιτέρω, παρόμοια προστασία ζήτησε ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων και ο πρώτος των εναγομένων με την από 25-7-2011 αγωγή του κατά της πρώτης και της έβδομης των εναγόντων, ανοιγείσας της υποθέσεως με αριθμό φακέλου …, η συζήτηση της οποίας ανεστάλη εκκρεμούντος του αποτελέσματος της ως άνω ανοιγείσας εκ νέου υποθέσεως με αριθμό φακέλου … μεταξύ των ίδίων εναγόντων και των λοιπών ασφαλιστών, η οποία περατώθηκε με την από 18-7-2014 απόφαση του Εφετείου ([2014] EWCA Civ 1010), η οποία έκρινε – μεταξύ άλλων – ότι οι ως άνω ασκηθείσες στην Ελλάδα αγωγές εμπίπτουν στις διατάξεις των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού, ως εκ τούτου δε, οι απαιτήσεις στην Ελλάδα εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού και, συνεπώς, οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαν ασκηθεί στην Αγγλία. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεως του πρώτου των εναγομένων περί άρσεως της ως άνω αναστολής συζητήσεως της υποθέσεως με αριθμό φακέλου … επί της 25-7-2011 αγωγής του και τροποποιήσεώς της έτσι ώστε να συμμετάσχει στη δίκη και ο δεύτερος των εναγομένων καθώς και περί αναθεωρήσεως των προτάσεών του έτσι ώστε να είναι σύμφωνες με το αποτέλεσμα της ως άνω περατωθείσης με την από 18-7-2014 απόφαση του Εφετείου δίκης, έλαβε χώρα στις 10-9-2014, η συζήτηση της ως άνω αγωγής καθώς και συζήτηση επί της ως άνω αιτήσεως και επί λοιπών παρόμοιου περιεχομένου αιτήσεων απάντων των εμπλεκομένων στην υπόθεση με αριθμό φακέλου … διαδίκων, ήτοι απάντων των διαδίκων στις υπό κρίσιν αγωγές πλην των όγδοου έως και δέκατου τέταρτου των εναγόντων, εκδοθείσης τελικά επ’ όλων αυτών της από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) αποφάσεως του Δικαστή κου …, του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία «39. Όσον αφορά τη σύμβαση συμβιβασμού της Hellenic, η ρήτρα 2 ρητά προβλέπει ότι η καταβολή Δολ. Η.Π.Α. 4,8 εκατομμυρίων γίνεται «σε πλήρη και ολοκληρωτικό συμβιβασμό όλων και οιωνδήποτε απαιτήσεων τυχόν έχουν δυνάμει της Σύμβασης Ασφάλισης σχετικά με την απώλεια του [πλοίου] κατά των Ασφαλιστών ή/και οποιουδήποτε από τους υπηρέτες ή/και αντιπροσώπους/προστηθέντες τους…». Όπως στην περίπτωση των συμβάσεων συμβιβασμού των CMI και των LMI, η διατύπωση αυτή συμβιβάζει απαιτήσεις δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης σχετικά με την απώλεια του πλοίου. Συναφώς, εφαρμόζοντας τη λογική του Εφέτη κου Longmore στο Εφετείο, όπως εκτέθηκε στις παραγράφους [32] με [35] ανωτέρω, οι απαιτήσεις κατά της Hellenic στην Ελλάδα εμπίπτουν στις διατάξεις συμβιβασμού και αποζημίωσης στη σύμβαση συμβιβασμού της Hellenic και παραβιάζουν τη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας της σύμβασης συμβιβασμού της Hellenic και τη ρήτρα διαιτησίας στην υποκείμενη Σύμβαση Ασφάλισης. Ακόμη, καθώς η ρήτρα 2 ρητά συμβιβάζει απαιτήσεις κατά των υπηρετών ή αντιπροσώπων/προστηθέντων της Hellenic, οι απαιτήσεις στην Ελλάδα κατά οποιουδήποτε από τους κο Τσακίρη ή τους διαδίκους της HD ή τους διαδίκους της CTa, οι οποίοι ενάγονται ως υπηρέτες ή αντιπρόσωποι/προστηθέντες της Hellenic, έχουν συμβιβαστεί και η συνεχιζόμενη επιδίωξη αυτών των απαιτήσεων συνιστά παραβίαση της σύμβασης συμβιβασμού της Hellenic», έτσι όπως η ανωτέρω διάταξη επαναδιατυπώθηκε, αποσαφηνίσθηκε και εξειδικεύθηκε στην από 26-9-2014 διαταγή του Δικαστή κου …, του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου επί της ως άνω σχετικής αιτήσεως του πρώτου των εναγομένων και της παρεμβάσεως του δευτέρου εξ αυτών, σύμφωνα με την οποία «Η άσκηση και συνέχιση των Ελληνικών Αγωγών και των Δεύτερων Ελληνικών Αγωγών από τη … και την OME (και καθεμία εξ αυτών) κατά του Hellenic και του κ. Τσακίρη….αποτελεί παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του όρο 5 του Συμφωνητικού Συμβιβασμού». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ως άνω απόφαση, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, έτσι όπως αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 3-12-2014 βεβαίωση του εκδόσαντος αυτήν (απόφαση) αγγλικού δικαστηρίου και η οποία, ως ανωτέρω επισημάνθηκε, κρίνει ότι η άσκηση των εκκρεμών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπό κρίσιν αγωγών από την πρώτη των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών και από την έβδομη των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερη των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής συνιστά παραβίαση της περιλαμβανόμενης στο από 30-1-2008 συμφωνητικό συμβιβασμού ρήτρας παρεκτάσεως, η οποία εγκαθιδρύει την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των περιλαμβανομένων σε αυτές (υπό κρίσιν αγωγές) απαιτήσεων χωρίς, ωστόσο, να υποχρεώνει τις ως άνω ενάγουσες αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών να απόσχουν από τη συνέχιση των εκκρεμών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δικών επιβάλλοντας μέτρα δικονομικού καταναγκασμού προς τούτο, ήτοι αποτελεί δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 και όχι αντιαγωγική διαταγή (anti-suit injunction) έτσι ώστε να υφίσταται περίπτωση παρεμπόδισης του παρόντος Δικαστηρίου, ως δικαστηρίου κράτους μέλους κανονικώς αρμοδίου, να επιληφθεί της διαφοράς, απέκδυσής του από την εκ του Κανονισμού 44/2001 εξουσία του να αποφαίνεται επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του και αντίθεσης τόσο ως προς τη γενική αρχή, κατά την οποία τα επιλαμβανόμενα δικαστήρια καθορίζουν μόνα τους, βάσει των κανόνων που υποχρεούνται να εφαρμόζουν, αν είναι αρμόδια να επιληφθούν της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση τους όσο και ως προς την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των νομικών συστημάτων καθώς και μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, επί της οποίας στηρίζεται το σύστημα άρσεως συγκρούσεως δικαιοδοσιών που προβλέπει ο Κανονισμός 44/2001, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ή να κηρυχθεί εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος και δη στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 (ΔΕΚ C-185/2007 Allianz SpA/ West Tankers Inc. και ΔΕΚ C-152/2002 Turner/Grovit), απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, τυγχάνει αναγνωριστέα στην Ελλάδα, το παρόν Δικαστήριο δε, ως δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της (ως άνω αλλοδαπής αποφάσεως) στην έννομη τάξη του σαν να επρόκειτο για δική του απόφαση και δεσμεύεται από τη σχετική κρίση της περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του βάσει της εκτιμήσεως του εκδόσαντος αυτή δικαστηρίου επί του κύρους και της εκτάσεως της ισχύος ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, ομοίως απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών περί αμφισβήτησης της αναγνώρισης της ως άνω αλλοδαπής αποφάσεως λόγω προφανούς αντίθεσης στη δημόσια τάξη της Ελλάδας ως κράτους αναγνωρίσεως, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ο Κανονισμός 44/2001 δια των διατάξεων του άρθρου 35 παρ. 2 και 3 αυτού, κατά τις οποίες «2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1», αποκλείει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας είτε εμμέσως, μέσω της δημόσιας τάξεως απαγορεύοντας, στο ίδιο εδάφιο, οποιαδήποτε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως. Περαιτέρω, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση παράγει δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της υπάρξεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων και κατ’ επέκταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης μεταξύ των νομικών και φυσικών προσώπων που υπήρξαν διάδικοι σε αμφότερες τις ως άνω δίκες ήτοι τόσο στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου …, του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου και δη στη συνεκδικαζόμενη υπόθεση με αριθμό φακέλου …, έτσι όπως αυτή τροποποιήθηκε ως προς τα υποκειμενικά της όρια ώστε να καταστεί διάδικος και ο δεύτερος των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών όσο και στην παρούσα δίκη, ήτοι (παράγει δεδικασμένο) μεταξύ των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, της πρώτης των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών και της έβδομης των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερης των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής, συνεπεία δε των ανωτέρω, θα πρέπει, η μεν υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της, να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ενώ η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη και ως προς την έβδομη των εναγόντων.
Έτι περαιτέρω, οι εναγόμενοι της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής, με τις νόμιμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, αμυνόμενοι κατά αυτής (υπό κρίσιν πρώτης αγωγής), ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο τούτο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της μεταξύ τους διαφοράς και για το λόγο ότι, σύμφωνα με ειδική ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκε στις 13-3-2006 μεταξύ της πρώτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως και του υπ’ αριθ. … προσθέματος αυτού, η οποία τυγχάνει σύμβαση από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίων «…», «…», «…», «…», «…» και «…» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων, διέπεται από τους όρους και προϋποθέσεις που περιέχονται στους Κανονισμούς (Rules) του πρώτου των εναγομένων και ενσωματώνει τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls), οποιαδήποτε διαφορά που σχετίζεται με την ασφάλιση, θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά την ένσταση υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία και, κατά συνέπεια, έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου τούτου για την εκδίκασή της, η οποία παραδεκτώς προτείνεται κατά την παρούσα συζήτηση της αγωγής (άρθρο 263 εδ. β΄ του ΚΠολΔ), τυγχάνει δε ορισμένη και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 867 του ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Ως προς την ένσταση αυτή, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα : Το αποτέλεσμα της ένστασης για την υπαγωγή της διαφοράς στη διαιτησία επέρχεται μόνο όταν η συμφωνία της διαιτησίας είναι έγκυρη. Το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν περιέχει ειδικό κανόνα, ο οποίος να καθορίζει το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση διαιτησίας. Κατά συνέπεια, επ’ αυτής είναι εφαρμοστέο, ως προς μεν τον τύπο της, το άρθρο 11 του ΑΚ, δηλαδή θα είναι έγκυρη αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενο της είτε με το δίκαιο του τόπου που επιχειρείται είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών, ως προς δε το περιεχόμενο της, το άρθρο 25 του ΑΚ, κατά το οποίο εφαρμοστέο είναι το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη και, αν δεν υπάρχει τέτοιο, το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Το δίκαιο της διαιτησίας και το δίκαιο που διέπει την ουσία της διαφοράς συμπίπτουν κυρίως στις ενοχές από σύμβαση, γι’ αυτό και παρέπεται ότι, κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το δίκαιο που διέπει την διαιτησία είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτήν και κατά το εν λόγω δίκαιο κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας (27. Βρέλλη ΙΔΔ 1988, σελ. 141, Έλλη Κρίσπη-Νικολετοπούλου, Η διαιτησία κατά το ιδιωτικό διεθνές δίκαιον, ΕΕΝ 25, 508,ΕΠ 226/1994, ΕΝΔ 22, 119, ΠΠΠ 348/1995, ΔΕΕ 1995, σελ. 1089). Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των σχετικών με τη εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, αποδεικνύονται, σε σχέση με την παραπάνω ένσταση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκε στις 13-3-2006 μεταξύ της πρώτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού και η οποία τυγχάνει τμήμα συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίων «…», «…», «…», «…», «…» και «…» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων, o τελευταίος (πρώτος των εναγομένων) ασφάλισε το ανωτέρω πλοίο, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτήν (σύμβαση), για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών, ήτοι από 13-3-2006 μέχρι 13-3-2007, έως το ποσό των 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, ήτοι κατά ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία του ανωτέρω πλοίου, η οποία ανερχόταν σε 32.000.000 δολ. ΗΠΑ και η οποία καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων καταρτισθεισών μεταξύ των ιδίων ως άνω ασφαλισμένων (πρώτης έως και έκτης των εναγόντων ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών «…» έως το ποσό των 24.000.000 δολ. ΗΠΑ (75% ποσοστό κάλυψης) και «…» έως το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ (10% ποσοστό κάλυψης). Αντίστοιχα, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής ασφαλίσεως που καταρτίσθηκαν : α) μεταξύ της δεύτερης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού, β) μεταξύ της τρίτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού, γ) μεταξύ της τέταρτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού, δ) μεταξύ της πέμπτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ… πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού και ε) μεταξύ της έκτης των εναγόντων, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίου «…» και του πρώτου των εναγομένων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … πιστοποιητικού ασφαλίσεως – πιστοποιητικού εισόδου και του υπ’ αριθ. … παραρτήματος – προσθέματος αυτού, άπασες οι οποίες τυγχάνουν, ομοίως, τμήματα της ιδίας συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των ανωτέρω πλοίων όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας όλων των ανωτέρω πλοίων, o τελευταίος (πρώτος των εναγομένων) ασφάλισε τα ανωτέρω πλοία, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτήν (σύμβαση), ομοίως, κατά ποσοστό 15% σε σχέση με τη συνολική ασφαλιστική αξία τους (ανωτέρω πλοίων), η οποία καλύφθηκε δυνάμει αντίστοιχων συμβάσεων καταρτισθεισών μεταξύ των ιδίων ως άνω ασφαλισμένων (δεύτερης έως και έκτης των εναγόντων ως πλοιοκτητριών και έβδομης εξ αυτών ως διαχειρίστριας) και των ασφαλιστών «…». Σε όλα τα ανωτέρω πιστοποιητικά ασφαλίσεως – πιστοποιητικά εισόδου των ανωτέρω πλοίων αλλά και σε όλα τα ανωτέρω παραρτήματα – προσθέματα αυτών, ρητά αναφέρεται ότι η ασφάλιση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους Κανονισμούς (Rules) του πρώτου των εναγομένων που ενσωματώνουν τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκάφους του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute Time Clauses Hulls – 1.10.83-Cl.280). Σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 2 παρ. i και ii εκ των επικαλούμενων και προσκομιζομένων Κανονισμών, αυτοί «…περιέχουν τους όρους βάσει των οποίων ο Σύνδεσμος (πρώτος των εναγομένων) ασφαλίζει τα Μέλη. Κάθε μέλος εγγράφοντας ένα πλοίο στον Σύνδεσμο (πρώτο των εναγομένων) συμφωνεί να δεσμεύεται από τους παρόντες Κανονισμούς. Οι παρόντες Κανονισμοί και η Σύμβαση Ασφάλισης μεταξύ ενός Μέλους και του Συνδέσμου (πρώτου των εναγομένων) θα διέπονται και ερμηνεύονται από το Αγγλικό Δίκαιο και…τα Αγγλικά Δικαστήρια θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία», ενώ σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 31 εκ των Κανονισμών αυτών «Εάν προκύψει οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφορά μεταξύ ενός Μέλους και του Συνδέσμου (πρώτου των εναγομένων) αναφορικά με την ερμηνεία των παρόντων Κανονισμών ή της ασφάλισης που παρέχεται από τον Σύνδεσμο (πρώτο των εναγομένων) βάσει των παρόντων Κανονισμών (εφόσον δεν σχετίζεται με την διεκδίκηση χρηματικών ποσών εκ μέρους του Συνδέσμου από ένα Μέλος) η τοιαύτη διαφωνία ή διαφορά, σε πρώτο βαθμό, θα παραπέμπεται και θα ρυθμίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εάν η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου δεν γίνει αποδεκτή από το Μέλος, η διαφωνία ή διαφορά θα παραπέμπεται σε διαιτησία στο Λονδίνο με δύο Διαιτητές (ο ένας θα διορίζεται από τον Σύνδεσμο και ο άλλος από το ανωτέρω Μέλος) και έναν επιδιαιτητή ο οποίος θα διορίζεται από τους Διαιτητές, η δε υπαγωγή στη διαιτησία θα υπόκειται στις διατάξεις των αγγλικών νόμων περί Διαιτησίας του 1950 έως 1979 καθώς επίσης και στις διατάξεις οποιασδήποτε νομοθετικής τροποποίησης ή επαναθέσπισης αυτών. Κανένα Μέλος ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που υποβάλλει αιτήσεις βάσει των παρόντων Κανονισμών δεν θα δικαιούται να ασκήσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη δικαστική διαδικασία κατά του Συνδέσμου (πρώτου των εναγομένων) εάν τούτο δεν γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού…». Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι μεταξύ της πρώτης των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων ρητά συμφωνήθηκε με την ως άνω ρήτρα, η παραπομπή οποιασδήποτε διαφωνίας ή διαφοράς ήθελε προκύψει μεταξύ τους από την συναφθείσα σύμβαση ασφάλισης, σε διαιτησία στο Λονδίνο, η οποία θα υπόκειται στους αγγλικούς νόμους περί διαιτησίας, στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής δε, περιλαμβάνονται, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω σύμφωνα με τον Κανονισμό υπ’ αριθ. 31, και αιτήσεις υποβαλλόμενες βάσει των ως άνω Κανονισμών από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του μέλους – πρώτης των εναγόντων, ως εν προκειμένω συμβαίνει με τις δεύτερη έως και έκτη των εναγόντων, ενώ περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση, όμοια ρήτρα περί παραπομπής σε υποκείμενη στους αγγλικούς νόμους διαιτησία στο Λονδίνο περιλήφθηκε, ως ανωτέρω, σε όλες τις ως άνω καταρτισθείσες μεταξύ εκάστης εκ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων συμβάσεις ασφαλίσεως, ήτοι μια τέτοια παραπομπή σε διαιτησία συμφωνήθηκε και αυτοτελώς μεταξύ των διαδίκων αυτών, μέσα στα πλαίσια της ως άνω συνολικής συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες τόσο τις έξι πρώτες των εναγόντων ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων πλοίων «…», «…», «…», «…», «…» και «…» όσο και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας. Κατά συνέπεια και με βάση το άρθρο 11 του ΑΚ, το αγγλικό δίκαιο ρυθμίζει τον τύπο και το περιεχόμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας αφού αυτό είναι το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη. Εξάλλου, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο και συγκεκριμένα με το άρθρο 6 της – εφαρμοζομένης για διαιτησίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα μετά τον Ιανουάριο του 1997, ως εν προκειμένω – Arbitration Act 1996, ως συμφωνία περί διαιτησίας εννοείται η συμφωνία να υπαχθούν σε διαιτησία παρούσες ή μέλλουσες διαφορές. Περαιτέρω το άρθρο 5 παρ. 2 και 3 της Arbitration Act 1996 προβλέπει «… 2. Υφίσταται έγγραφη συμφωνία : α. εάν η συμφωνία συνάπτεται εγγράφως (είτε υπογράφεται είτε όχι από τα συμβαλλόμενα μέρη), β. εάν η συμφωνία συνάπτεται με ανταλλαγή εγγράφων ή γ. εάν η συμφωνία αποδεικνύεται εγγράφως. 3. Εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν άλλως πως παρά εγγράφως, με παραπομπή σε όρους οι οποίοι είναι έγγραφοι, τότε καθιστούν τη συμφωνία έγγραφη». Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η συμφωνία διαιτησίας μεταξύ εκάστης εκ των πρώτης δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων είναι έγκυρη και ισχυρή, κατά το εφαρμοστέο στην προκειμένη περίπτωση αγγλικό δίκαιο, το οποίο επέλεξαν τα μέρη, αφού άπασες οι ως άνω ενάγουσες – ασφαλισμένες συμμετείχαν στην έγγραφη κατάρτιση των συμβάσεων ασφαλίσεώς τους με την προσχώρηση στους Κανόνες του πρώτου των εναγόμενων – ασφαλιστή, οι οποίοι ρυθμίζουν εκάστη εκ των μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων ασφαλίσεως, καταρτισθείσα μέσα στα πλαίσια της ως άνω συνολικής συμβάσεως από κοινού ασφαλίσεως με ασφαλισμένες εταιρείες άπασες αυτές ως πλοιοκτήτριες αντίστοιχα των πλοίων «…», «…», «…», «…», «…» και «…» καθώς και την έβδομη εξ αυτών με την ιδιότητα της διαχειρίστριας τους (πλοίων), εφόσον όλα τα ανωτέρω πιστοποιητικά ασφαλίσεως – πιστοποιητικά εισόδου αλλά και όλα τα ανωτέρω παραρτήματα – προσθέματα αυτών, ρητά παραπέμπουν στους Κανονισμούς του πρώτου των εναγομένων, οι οποίοι είναι έγγραφοι και ρητά ορίζουν την παραπομπή κάθε διαφωνίας η διαφοράς που θα προκύψει μεταξύ των μελών, σε διαιτησία στο Λονδίνο. Σχετικά δε με την υπαγωγή της ένδικης διαφοράς στην εν λόγω ρήτρα εκάστης εκ των ως άνω συμβάσεων ασφαλίσεως, επισημαίνεται ότι στη συναφή περίπτωση της ρήτρας δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων, που περιλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο των ασφαλιστών LMI (… κλπ, υπόθεση με αριθμό φακέλου …), έχει γίνει δεκτό τόσο από την ως άνω εκδοθείσα επί της αγωγής με αριθμό φακέλου … και …, από 19-12-2011 και με αριθ. [2011] EWHC 3381 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου …, του Εμπορικού Δικαστηρίου του Λονδίνου όσο και από την ομοίως ως άνω αναφερθείσα από 18-7-2014 απόφαση του Εφετείου ([2014] EWCA Civ 1010), που την επικύρωσε, ότι οι ελληνικές αγωγές, ως εν προκειμένω η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, ανεξαρτήτως της αδικοπρακτικής φύσεως των απαιτήσεων που ενσωματώνουν και τις οποίες άσκησαν οι συνασφαλιζόμενες με την πρώτη των εναγόντων εταιρείες, ήτοι εν προκειμένω οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη εξ αυτών, εμπίπτουν σε αυτή (ρήτρα δικαιοδοσίας των ως άνω ασφαλιστηρίων συμβολαίων) και, συνεπώς, οι εν λόγω αξιώσεις των ως άνω εναγουσών μπορούν να προβληθούν μόνο στην Αγγλία. Κατα λογική ακολουθία, τα ίδια πρέπει να ισχύσουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και στην υπο κρίσιν πρώτη αγωγή. Κατόπιν αυτών και όσον αφορά στο σκέλος της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής που στηρίζεται στη διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων και του πρώτου των εναγομένων αυτής (υπό κρίσιν πρώτης αγωγής) και η οποία απορρέει τόσο από τη σύμβαση ασφάλισης όσο και από την εκ της αδικοπραξίας ευθύνη του τελευταίου έναντι των ως άνω εναγουσών ασφαλισμένων του, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκασή της αφού αυτή υπάγεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στη διαιτησία. Πρέπει, λοιπόν, κατ’ αποδοχή της σχετικής ενστάσεως, να παραπεμφθεί ως προς τους ανωτέρω διαδίκους η υπόθεση στη διαιτησία, σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για αλλοδαπή διαιτησία (Μπέη Πολ. Δικ. κάτω από το άρθρο 264 σελ. 1137, Δεληκωστόπουλου-Σινανιώτη Πολ. Δικ. σελ. 276).
Εξάλλου, όσον αφορά στο σκέλος της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής που στηρίζεται στη διαφορά που έχει προκύψει αφενός μεταξύ των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων και του δευτέρου των εναγομένων αυτής (υπό κρίσιν πρώτης αγωγής) και αφετέρου μεταξύ των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων και αμφοτέρων των εναγομένων αυτής (υπό κρίσιν πρώτης αγωγής) και ειδικότερα στην αδικοπραξία που φέρονται ότι τέλεσαν οι ανωτέρω εναγόμενοι με την επικαλούμενη συμπεριφορά τους σε βάρος των ανωτέρω εναγόντων, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα : Κατά την διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, για την παροχή εννόμου προστασίας απαιτείται από τον νόμο η συνδρομή δύο διαδικαστικών προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Η νομιμοποίηση, δηλαδή η ύπαρξη του δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων ή εναγόμενος ή της εξουσίας διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της εννόμου σχέσεως. Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποιήσεως, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση ενώ πρέπει να υφίστανται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και σε ολόκληρη τη διάρκεια της δίκης, έτσι ώστε να είναι δυνατή η έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο και για να μπορεί να ικανοποιηθεί το δικαίωμα, του οποίου φέρεται δικαιούχος ο διάδικος. Η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεώς της, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, κρίνεται από την lex fori, ήτοι από το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (βλ. Κρίσπη Γνωμ. ΝοΒ 21 σελ. 1290, ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130, ΠΠρωτΑθ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598) ενώ η έλλειψή της (νομιμοποίησης), η έλλειψη δηλαδή των θεμελιωτικών περιστατικών που συνδέουν τον διάδικο με το επικαλούμενο δικαίωμα ή έννομη σχέση, αφενός μεν προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αφετέρου δε, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (ΕφΚερκ 1.1999 ΔΕΕ 1999.1036, ΕφΑθ 9544/1998 ΕΕμπΔ 1999.773), ειδικότερα δε έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας του συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλουμένης εννόμου σχέσεως, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και όχι ως αβάσιμης (Β. Βαθρακοκοίλη, «Ερμ.ΚΠολΔ», άρθρο 68 ΚΠολΔ, παρ. 1-3, 8, 10, 20, 96, 134, 141, σελ. 393-395, 397-398, 418, 424-425). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Η εξ απόψεως ιστορικής βάσεως, πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Για την νομιμοποίηση προς διεξαγωγή της δίκης, κατ’ αρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως (κατά κανόνα νομιμοποίηση) και συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ώστε ο ενάγων φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος της αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ΑΠ 1272/1999 Δ/νη 2001.430, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ. 2005.372, ΕφΑθ 5685/1999 Δ/νη 2000.528).
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, όσον αφορά στο ως άνω αναφερθέν σκέλος της και με τα ως άνω αναφερθέντα περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 18, 22, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως απαιτουμένων διαδικαστικών προϋποθέσεων και ειδικότερα λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως προς αμφότερους τους εναγομένους και λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δευτέρου των εναγομένων ως προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αρνούνται την υπό κρίσιν πρώτη αγωγή και προτείνουν την ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων, ισχυριζόμενοι ότι οι ως άνω ενάγοντες ουδέν αναφέρουν στο δικόγραφο της αγωγής τους προς στήριξη της αγωγικής αξιώσεώς τους προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, την οποία φέρονται να υπέστησαν. Σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η έλλειψη της νομιμοποιήσεως, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (βλ. ΕφΑθ 10832/1986 Αρχ.Νομ. 38.781, ΕφΑθ 990/1980 ΕλΔνη 19.1977) ενώ η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεώς της, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, κρίνεται από την lex fori, ήτοι από το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (βλ. Κρίσπη Γνωμ. ΝοΒ 21 σελ. 1290, ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130, ΠΠρωτΑθ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598). Ενόψει των προαναφερθέντων, ο ισχυρισμός των εναγομένων, ερευνώμενος κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, περαιτέρω δε, θα πρέπει να γίνει δεκτός και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής, δεν προκύπτει κάποια αναφορά σε συκοφαντικά δυσφημιστική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος των ενδέκατου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου των εναγόντων (μελών του Δ.Σ. μόνο των δεύτερης έως και έκτης των εναγόντων) προσωπικά (αλλά και των ιδίων των ως άνω νομικών προσώπων), τα σημεία δε του δικογράφου της αγωγής από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί, κατ’ εκτίμηση αυτού, συκοφαντικά δυσφημιστική συμπεριφορά σε βάρος των όγδοου, ένατου, δέκατου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων (εκπροσώπων και μελών του Δ.Σ. της πρώτης και της έβδομης των εναγόντων) προσωπικά (αλλά και των ιδίων των ως άνω νομικών προσώπων), αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα κατά την διαδικασία ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, στην οποία οι εναγόμενοι της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής δεν συμμετείχαν, γενομένου δεκτού και ως κατ’ ουσίαν βασίμου του σχετικού περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ισχυρισμού των εναγομένων, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41.43). Αντίστοιχα, ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης διαδικαστικής προϋποθέσεως της παθητικής νομιμοποιήσεως του δευτέρου των εναγομένων ως προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων, η συνδρομή της οποίας εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και κρίνεται από την lex fori, ήτοι από το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (βλ. Κρίσπη Γνωμ. ΝοΒ 21 σελ. 1290, ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130, ΠΠρωτΑθ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598), θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή και ως προς το σκέλος της που στηρίζεται στη διαφορά που έχει προκύψει μεταξύ των ως άνω διαδίκων δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αναφερθέντα στο ιστορικό της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δη από το τμήμα αυτού που αφορά συγκεκριμένα στον δεύτερο των εναγομένων, τα επικαλούμενα προς θεμελίωση του αγωγικού ισχυρισμού περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του τελευταίου (δευτέρου των εναγομένων) πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στη συνάντησή του με τον διευθυντή της ασφαλειομεσιτικής εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου, στην αναφορά του περί μικρότερης αγοραίας αξίας αυτού και περί επαφής των ασφαλιστών με την χήρα ενός αγνοουμένου μέλους του πληρώματος, η οποία έκανε άσχημη κριτική για την κατάστασή του (πλοίου) καθώς και στην πρότασή του περί διακανονισμού της ασφαλιστικής απαιτήσεως λόγω οικονομικών δυσχερειών του πρώτου των εναγομένων, και αληθή υποτιθέμενα, αφενός δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αδικοπρακτική και δη συκοφαντικά δυσφημιστική συμπεριφορά του (δευτέρου των εναγομένων) αφετέρου δεν συνδέονται σε καμία περίπτωση αιτιωδώς με το αντικείμενο της επίδικης αξιώσεως των ως άνω εναγουσών, το οποίο συνίσταται στη θετική ζημία την οποία έχουν υποστεί από την αύξηση των ασφαλίστρων και τις δαπάνες επιθεωρήσεως των πλοίων τους και στην ηθική βλάβη τη οποία έχουν υποστεί από την προσβολή του ονόματος, της επαγγελματικής τιμής και της μελλοντικής συναλλακτικής πίστης τους, ώστε να νομιμοποιείται αυτός (δεύτερος των εναγομένων) παθητικά προς ικανοποίησή τους.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκασή της και η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκασή της ως προς τις πρώτη και έβδομη των εναγόντων, ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων και λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δευτέρου των εναγομένων ως προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων, ενώ κατά το σκέλος της που αφορά τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων και τον πρώτο των εναγομένων θα πρέπει να παραπεμφθεί στη συμφωνηθείσα από τους διαδίκους αυτούς διαιτησία, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Εξάλλου, όσον αφορά στα δικαστικά έξοδα, αυτά θα πρέπει, λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ενώνει και συνεκδικάζει την από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή και την από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, οι οποίες εισάγονται προς συζήτηση με τις από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … και από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήσεις αντίστοιχα.
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Απορρίπτει την από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή ως προς τους πρώτη, έβδομη, όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατη τέταρτη των εναγόντων.
Απορρίπτει την από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή ως προς τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων κατά του δευτέρου των εναγομένων.
Παραπέμπει την από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή ως προς το σκέλος της που αφορά τις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη των εναγόντων κατά του πρώτου των εναγομένων στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας διαιτησία.
Απορρίπτει την από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις
και δημοσιεύθηκε στις 20-1-2016, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ