Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΧΡΟΝΟΝΑΥΛΩΣΗΣ, ΑΠΑΙΤΗΤΟ ΦΠΑ)

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    435/2016

[…]

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δωροθέα Νικάνδρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Πολλάκη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29-9-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αναστασίου Βέργου, συμπαρισταμένου και του ασκούμενου δικηγόρου, Φωτίου Βέργου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Ιωάννη Μαδημένου και 2) ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Καλλιόπης Μυτάρου.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-1-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθ. Κατ. … και με Αριθ. Κατ. …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 17ης Μαρτίου 2015, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ναύλωση κατά το άρθρο 107 του Κ.Ι.Ν.Δ., είδος της οποίας αποτελεί και η χρονοναύλωση, κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σ’ εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος προς μεταφορά (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτ. Δικ., τομ. II, εκδ. 2003, παρ. 117, σελ. 28 – 29), είναι η αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση, με την οποία το ένα μέρος (εκναυλωτής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταφέρει διά θαλάσσης με πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα πράγματα (φορτίο) από τόπο σε τόπο έναντι ανταλλάγματος «ναύλου» (ΕφΠειρ 340/2009 ΕΝΔ 2009. 412, Γεωργακόπουλος, Ναυτ. Δικ., έκδ. 2006, σελ. 212). Ειδικότερα, η σύμβαση ναύλωσης έχει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης, μίσθωσης πράγματος και συνάμα παροχής υπηρεσιών ή σύμβασης έργου (με προέχοντα χαρακτήρα, κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη, ειδικώς ρυθμισμένης συμβάσεως έργου – βλ. και ΕφΠειρ 300/2004 ΕΝΔ 2004. 126, Α. Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., παρ. 118, σελ. 36, Δελούκας, Ναυτ. Δικ., έκδ. 2η, παρ. 169 επ., σελ. 259 επ.), εφαρμοζόμενων αναλογικώς των σχετικών διατάξεων του ΑΚ προς συμπλήρωση των ελλιπών περί ναυλώσεως διατάξεων του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 662/2012 ΕΝΔ 2012. 413, 300/2004 ό.π.). Κατά τη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο πρώτος (ενάγων) στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του δεύτερου (εναγομένου), β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής [βλ. και ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 53 (2005). 1075]. Η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει, κατά κανόνα, αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή και του δικονομικού δικαίου και εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται καταρχήν, ως ενάγων ή εναγόμενος αντίστοιχα [ΑΠ 26/2005 ΕλλΔνη 46 (2005). 1462]. Για τη νομιμοποίηση, συνεπώς, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΕφΙωαν 21/2005 ΕΕΝ 2005. 574). Τα θεμελιωτικά, εξάλλου, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής [βλ. και ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 41 (2000). 526]. Τέλος, κατά το άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ, επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 1επ., 8, 16, 35 και 36 του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Α΄ 248/7-11-2000), συνάγεται ότι ο ΦΠΑ αποτελεί γενικά έμμεσο φόρο κύκλου εργασιών και εισπράττεται ακόμη και χωρίς την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας. Ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός, σε περίπτωση που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημόσιας αρχής (όπως δικαστικής αποφάσεως), κατά το χρόνο εισπράξεως της αμοιβής αυτής και, επομένως, κατά το χρόνο αυτό που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά, το δε τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο που εξομοιώνεται με τιμολόγιο για το ποσό αυτό του φόρου θα εκδοθεί κατά την είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού (ΑΠ 80/1999 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 8884/2003 ΕλλΔνη 2004. 1104). Η απαίτηση δηλαδή για ΦΠΑ ζητείται, κατ’ άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ, από της επελεύσεως του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής, ήτοι από την επέλευση του γεγονότος (ΕφΘεσ 802/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 8884/2003 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι, δυνάμει του καταρτισθέντος στον Πειραιά, στις 24-7-2014, ιδιωτικού συμφωνητικού ναυλώσεως ορισμένου χρόνου μεταξύ αυτής και της α΄ εναγόμενης εταιρείας, εκναυλώθηκε στην τελευταία, η οποία είχε αναλάβει, ως υπεργολάβος της β΄ εναγόμενης εταιρείας, το έργο της εκβάθυνσης – διαπλάτυνσης του διαύλου της Λ.ς,  το ανήκον στην πλοιοκτησία της ίδιας (ενάγουσας) ρυμουλκό πλοίο (Ρ/Κ) «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, εξοπλισμένο και επανδρωμένο, με αντικείμενο εργασιών του τις ρυμουλκήσεις πλωτών μηχανημάτων που είχε μισθώσει η α΄ εναγομένη από την εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρεία «…», για τις ανάγκες του ως άνω αναληφθέντος έργου· ότι η ένδικη χρονοναύλωση συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια έξι μηνών, ήτοι από τις 20-7-2014 έως και τις 20-1-2015, έναντι μισθώματος που ορίσθηκε στο ποσό των 38.000,00 ευρώ μηνιαίως, πλέον αναλογούντος ΦΠΑ και 2,22% υπέρ ΝΑΤ, η πληρωμή του οποίου συμφωνήθηκε να γίνεται στο τέλος εκάστου μηνός μετά την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου· ότι, κατά τον επιμέρους όρο 11 του συμφωνητικού, ρητά συμφωνήθηκε ότι η επίδικη σύμβαση μπορεί να λυθεί μονομερώς και αζημίως από τα συμβαλλόμενα μέρη μετά τους τρεις μήνες πριν την λήξη της, μετά από έγγραφη μηνιαία προειδοποίηση του ενός απευθυνόμενη προς τον έτερο συμβαλλόμενο, ενώ, στις τελικές διατάξεις του εν λόγω συμφωνητικού, ορίσθηκε ότι αμφότεροι η ναυλώτρια και η εκναυλώτρια θα πράξουν οτιδήποτε δυνατό για να επιλύσουν φιλικά οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφορά που δύναται να ανακύψει μεταξύ τους σε σχέση με την εκτέλεση της σύμβασης, εάν δε μετά την πάροδο 15 ημερών από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ναυλώτριας και της εκναυλώτριας, τα μέρη δεν κατορθώσουν να επιλύσουν φιλικά μια συμβατική διαφωνία τους, αυτή θα επιλύεται από τα αρμόδια δικαστήρια του Πειραιά· ότι, κατά τον όρο 8 του ως άνω συμφωνητικού, η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθώματος, καθώς και η παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού αυτού από την ναυλώτρια, συμφωνουμένων όλων των όρων ως ουσιωδών, παρέχει το δικαίωμα στην εκναυλώτρια να καταγγείλει και να λύσει μονομερώς την ναύλωση και να απομακρύνει το ρυμουλκό με ίδια μέσα, διεκδικώντας με οιοδήποτε νόμιμο μέσο τα δικαιώματά της που απορρέουν από το συμφωνητικό· ότι η πρώτη εναγομένη, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, κατά παράβαση των όρων της ένδικης σύμβασης, της κοινοποίησε στις 11-9-2014 την από την ίδια ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους συναφθείσας συμβάσεως, επικαλούμενη αβασίμως ότι, συνεπεία παραβάσεων του Κυβερνήτη και του πληρώματος του ναυλωθέντος ως άνω ρυμουλκού πλοίου, η ίδια (ενάγουσα) αθέτησε υπαιτίως, κατ’ επανάληψη, τις έναντι αυτής συμβατικές της υποχρεώσεις. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη το συνολικό ποσό των 258.843,30 ευρώ, που αφορά σε οφειλόμενα μισθώματα και λοιπά έξοδα σε σχέση προς τις εκτελεσθείσες από την ίδια εργασίες, πλέον αναλογούντος ΦΠΑ και 2,22% υπέρ ΝΑΤ, όπως και στα μισθώματα που θα εισέπραττε αυτή από την ένδικη σύμβαση χρονοναυλώσεως έως και τη συμφωνηθείσα λήξη αυτής, καθώς και το ποσό των 20.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τα προπεριγραφόμενα περιστατικά,  με το νόμιμο τόκο από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον, ως εκ της διαλαμβανόμενης στην ένδικη σύμβαση έγγραφης συμφωνίας παρέκτασης αναφορικά με την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από αυτή (ένδικη σύμβαση), δυνάμει της οποίας ορίζονται αρμόδια τα Δικαστήρια του Πειραιά (άρθρα 42 παρ. 1 εδ. α΄ και 43 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Εντούτοις, αυτή (αγωγή) κρίνεται, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, διότι ουδόλως αναφέρονται στο δικόγραφο θεμελιωτικά στοιχεία της παθητικής της νομιμοποίησης, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμός της (β΄ εναγομένης) προς την επίδικη έννομη σχέση και συνακολούθως το δικαίωμα της ενάγουσας να προτείνει τις αγωγικές της αξιώσεις και κατά αυτής, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της (β’ εναγομένης). Τα δε δικαστικά έξοδά της (β΄ εναγομένης) πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης. Περαιτέρω, ως προς την πρώτη εναγομένη, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 107, 108, 111, 112, 149 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346, 361, 574, 681, 694, 700 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. α΄ και ε΄, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, πλην αφενός του αιτήματος περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, αφού μόνη η επικαλούμενη από την ενάγουσα αθέτηση της προϋφιστάμενης ενοχής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ (βλ. και ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1120/2005 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 589/2011 ΕφΑΔ 2012. 137), και αφετέρου του αιτήματος καταβολής τόκων από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής, άλλως από την επίδοση της αγωγής, για το επιμέρους ποσό των 5.353,00 ευρώ, που αφορά το αναλογούν ποσοστό 23% για ΦΠΑ επί του εκδοθησομένου για τις 11 πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου 2014 τιμολογίου της ενάγουσας, το οποίο επίσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού, με βάση τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η αξίωση για καταβολή του αναλογούντος ΦΠΑ καθίσταται απαιτητή από την είσπραξη του τυχόν επιδικαζόμενου ποσού και την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, οπότε από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινάει και η τοκοφορία. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, προσκομίζονται τα κατ’ άρθρ. 61 ν. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. προσκομιζόμενα γραμμάτια ΔΣΠ), έχει δε καταβληθεί και το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … σειρά VI διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της ΔΟΥ Γ΄ Πειραιά, καθώς και τις υπ’ αριθ. … και … αποδείξεις είσπραξης του Ε.Τ.Α.Α. και της Εθνικής Τράπεζας υπέρ του Τ.Ν.).

Η σύμβαση ναύλωσης δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά στον ΚΙΝΔ, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από τη σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (ΕφΠειρ 102/1991 ΠειρΝομ 1991. 320). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, ως ειδικές, αναλογικά και επί συμβάσεως ναυλώσεως, όπως προαναφέρθηκε, συνάγεται ότι, αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση ή εάν δεν παραχωρήθηκε στο μισθωτή, ολικά ή μερικά, ανεμπόδιστη η συμφωνημένη χρήση ή του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός άλλων, να τάξει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και, αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, να καταγγείλει τη μίσθωση, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε κατ’ άρθρο 587 ΑΚ αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία, αν, εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Το προς καταγγελία της μίσθωσης ως άνω δικαίωμα του μισθωτή θεμελιώνεται με μόνη την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα ως προς αυτό. Τέλος, αν δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι λόγοι της καταγγελίας, αυτή είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 174, 180 ΑΚ) και δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα (ΑΠ 1290/2012, ΕφΠειρ 20/2014 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 662/2012 ΕΝΔ 2012. 413). Στην προκείμενη περίπτωση, η πρώτη εναγομένη, αφού αρνείται την κρινόμενη αγωγή, ισχυρίζεται στη συνέχεια παραδεκτώς με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της {άρθρα 237 παρ. 1, 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 237 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011)}, αντικρούοντας αυτή (αγωγή), α) ότι εξαιτίας της επαγγελματικής ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας του πλοιάρχου και του πληρώματος του ναυλωθέντος από την ίδια επίδικου ρυμουλκού, που είχε επανδρώσει η ενάγουσα, και την εξ αυτού του λόγου πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους, λόγω της οποίας προκλήθηκαν οι αναφερόμενες από την ίδια (α΄ εναγομένη) ζημίες κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών του ρυμουλκού, εμποδίστηκε η συμφωνημένη χρήση αυτού (ρυμουλκού) και δημιουργήθηκαν πλείστα προβλήματα στη διεκπεραίωση του αναληφθέντος έργου και στη συνεργασία της ίδιας (α΄ εναγομένης) με την ανάδοχο εταιρεία, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της λειτουργίας της ένδικης σύμβασης χρονοναυλώσεως να αποβαίνει αδύνατη. με αποτέλεσμα νομίμως να τη καταγγείλει άμεσα κατ’ άρθρο 585 ΑΚ, και, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, να αρθεί για το μέλλον η επίδικη συμβατική σχέση και να μην υποχρεούται πλέον αυτή (α΄ εναγομένη) σε καταβολή ναύλων για το χρόνο μετά την καταγγελία, και β) ότι στην ενάγουσα έχει καταβληθεί έναντι των αγωγικών της αξιώσεων, πέραν των ποσών που συνυπολογίζει η τελευταία στην αγωγή της, και το ποσό των 10.000,00 ευρώ στις 20-7-2014. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αποτελούν καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, οι οποίες είναι νόμω βάσιμες, η μεν πρώτη εξ αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη {(υπό τις εκτιθέμενες ως άνω περιστάσεις η πρώτη εναγομένη είχε δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία την ένδικη σύμβαση, εφόσον, εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί αυτή (καταγγελία), δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεσή της (σύμβασης)}, η δε δεύτερη ως στηριζόμενη στο άρθρο 416 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 24-7-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού ναυλώσεως ορισμένου χρόνου (χρονοναυλώσεως), που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του ρυμουλκού πλοίου (Ρ/Κ) «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, εκναυλώθηκε σ’ αυτή (α΄ εναγομένη) το ως άνω ρυμουλκό, εξοπλισμένο και επανδρωμένο, προκειμένου, ως υπεργολάβος της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, η οποία είχε αναλάβει το έργο της εκβαθύνσεως – διαπλατύνσεως του διαύλου της Λ.ς, να το χρησιμοποιήσει για τις ρυμουλκήσεις των μισθωμένων απ’ αυτή (α΄ εναγομένη) για την εκτέλεση των ανατεθειμένων στην ίδια επιμέρους εργασιών πλωτών μηχανημάτων. Ειδικότερα, με το από Ιουλίου 2014 υπεργολαβικό συμφωνητικό, το οποίο υπεγράφη μεταξύ της δεύτερης των εναγομένων εταιρείας …, ως εργολάβου, και της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) εταιρείας …., ως υπεργολάβου, αυτή (α΄ εναγομένη) ανέλαβε την εκτέλεση εργασιών κατασκευής του δυτικού αντιπροσσαμμωτικού προβόλου στη βόρεια είσοδο του διαύλου και την εκτέλεση των εκσκαφών για την εκβάθυνση και διαπλάτυνση του διαύλου Λ.ς από Διατομή 139 μέχρι Διατομή 159, που αποτελούσαν μέρος του έργου της «Διαπλάτυνσης Διαύλου Λ.ς», με κύριο αυτού (έργου) την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων της Περιφερειακής Ενότητας Λ.ς, ανάδοχος του οποίου ανακηρύχθηκε η ανωτέρω εταιρεία …, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. … αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, δυνάμει της οποίας υπεγράφη μεταξύ της ως άνω Περιφέρειας και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας η από 6-9-2013 Σύμβαση Κατασκευής Έργου. Εν τω μεταξύ, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, μη διαθέτουσα όλα τα απαραίτητα μηχανικά μέσα προς εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, με το από 23-7-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο συνήφθη μεταξύ αυτής και της εταιρείας …, προέβη στη χρονοναύλωση ενός ρυμουλκού με το όνομα … Ν, νηολογημένου στο νηολόγιο Πειραιώς με αριθμό … μίας φορτηγίδας με το όνομα … νηολογίου Χαλκίδας με αριθ. …, ενός πλωτού εκσκαφέα με το όνομα …, νηολογίου Χαλκίδας με αριθ. 76, ενώ με το από 19-8-2014 συμφωνητικό, μίσθωσε από την ίδια ως άνω εταιρεία το πλωτό διαιρούμενο υδραυλικό κλαπέ …, νηολογίου Χαλκίδας με αριθ. … και με το από 26-7-2014 έτερο συμφωνητικό, που συνήφθη μεταξύ αυτής (α΄ εναγομένης) και της εταιρείας …., προέβη στη χρονοναύλωση του πλωτού ναυπηγήματος (Φ/Γ) …, νηολογίου Χαλκίδας με αριθ. … Το δε εκναυλωθέν από την ενάγουσα επίδικο ρυμουλκό θα χρησιμοποιούνταν από την πρώτη εναγομένη για τη ρυμούλκηση των ανωτέρω πλωτών ναυπηγημάτων στα πλαίσια διενέργειας των ανωτέρω εργασιών. Η ένδικη αυτή ναύλωση συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα έξι μηνών, ήτοι από τις 20-07-2014 έως και τις 20-01-2015, έναντι συνομολογηθέντος μισθώματος ύψους 38.000,00 ευρώ μηνιαίως, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ και 2,22% υπέρ ΝΑΤ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονταν τα έξοδα καυσίμων και λιπαντικών για την εργασία του ρυμουλκού, που θα βάρυναν την α΄ εναγομένη μετά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, από τον απόπλου του ρυμουλκού από το λιμένα που θα βρίσκεται, έως τη λήξη της ναύλωσης και την επιστροφή του ρυμουλκού στον Πειραιά (όρος υπ’ αριθ. 3 του συμφωνητικού), ενώ η πληρωμή της ενάγουσας συνεφωνήθη να γίνεται κάθε τέλος του μηνός με την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου (όρος υπ’ αριθ. 10 του συμφωνητικού). Η εκναυλώτρια (ενάγουσα) ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί το ρυμουλκό καθ’ όλη τη διάρκεια της ναύλωσης καθ’ όλα εξοπλισμένο, αξιόπλοο και με όλα τα ναυτιλιακά του έγγραφα πάντοτε σε ισχύ (όρος 3 των επιμέρους όρων). Σύμφωνα δε με τον οικονομικό όρο υπ’ αριθ. 6 του συμφωνητικού “Δεν θα καταβάλεται μίσθωμα σε περίπτωση που το ρυμουλκό δεν εργαστεί λόγω υπαιτιότητάς του και αποκλειστικής ευθύνης αυτού με υποχρέωση της εκναυλώτριας για χρονικό διάστημα εντός του δεκαημέρου να επισκευαστεί”, ενώ με τον επιμέρους όρο υπ’ αριθμ. 6 του αυτού συμφωνητικού, «Η ναυλώτρια εξήτασε επισταμένως και επιμελώς το ρυμουλκό και δηλώνει ότι το βρήκε σε καλή κατάσταση και κατάλληλο για την χρήση που το προορίζει». Κατά τον επιμέρους όρο 8, «Ρητά συμφωνείται ότι το ρυμουλκό θα χρησιμοποιείται κατόπιν εντολών – οδηγιών του επιβλέποντα επόπτη – αντιπροσώπου της ναυλώτριας και με την σύμφωνη γνώμη του πλοιάρχου του ρυμουλκού, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς και κανόνες της ναυτικής τέχνης, την άδεια της λιμενικής αρχής και με κατάλληλες καιρικές συνθήκες (άνεμος μέχρι και 6 Beaufort) για τις αναφερόμενες και μόνο ρυμουλκήσεις που είναι στα πλαίσια των προδιαγραφών και των ορίων πλεύσης του και της δυναμικότητας/ δυνατοτήτων του σε έργο που έχει αναλάβει η ναυλώτρια μόνη της ή σε συνεργασία με άλλες εταιρείες, ενώ για οιαδήποτε άλλη ρυμούλκηση άλλου πλωτού μέσου ή πλοίου μη εργαζομένου στα έργα της θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εκναυλωτή». Κατά τον επιμέρους όρο 10 του συμφωνητικού, «Η ναυλώτρια δεσμεύεται και αναλαμβάνει να χορηγήσει στην εκναυλώτρια, ιδίοις εξόδοις, κάθε άδεια που απαιτηθεί από τις αρχές, εφόσον ζητηθούν και αφορούν τις εργασίες που θα εκτελέσει, καθώς και ενδεχόμενα πρόστιμα των λιμενικών αρχών που επιβλήθηκαν στο ρυμουλκό λόγω των εργασιών αυτών». Κατά τον επιμέρους όρο 11 του συμφωνητικού, «Ρητά συμφωνείται ότι η παρούσα μίσθωση μπορεί να λυθεί μονομερώς και αζημίως από τα συμβαλλόμενα μέρη μετά τους τρεις μήνες πριν τη λήξη της, μετά από έγγραφη μηνιαία προειδοποίηση του ενός απευθυνομένη προς τον έτερο συμβαλλόμενο». Στις τελικές, άλλωστε, διατάξεις του συμφωνητικού συνεφωνήθη ότι «αμφότεροι η ναυλώτρια και η εκναυλώτρια θα πράξουν οτιδήποτε δυνατό για να επιλύσουν φιλικά οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφορά που δύναται να ανακύψει μεταξύ τους σε σχέση με την εκτέλεση της Σύμβασης. Εάν μετά την πάροδο 15 ημερών από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της ναυλώτριας και της εκναυλώτριας, τα μέρη δεν κατορθώσουν να επιλύσουν φιλικά μια συμβατική διαφωνία τους, αυτή θα επιλύεται από τα αρμόδια δικαστήρια του Πειραιά.». Τέλος, όπως ορίσθηκε με τον οικονομικό όρο υπ’ αριθ. 8 του συμφωνητικού, «Η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθώματος, καθώς και η παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του συμφωνητικού αυτού από τη ναυλώτρια, συμφωνουμένων όλων των όρων ως ουσιωδών, παρέχει το δικαίωμα στην εκναυλώτρια να καταγγείλει και να λύσει μονομερώς τη ναύλωση και να απομακρύνει το ρυμουλκό με ίδια μέσα, διεκδικώντας με οιοδήποτε νόμιμο μέσο τα δικαιώματά της που απορρέουν από το συμφωνητικό αυτό». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, χωρίς να προηγηθεί κάποια  σχετική όχληση της ενάγουσας, κατά παράβαση των προεκτιθέμενων τελικών διατάξεων του ανωτέρω συμφωνητικού (περί απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς), της κοινοποίησε, στις 11-9-2014, την από την ίδια ημερομηνία καταγγελία της μεταξύ τους ένδικης σύμβασης, επικαλούμενη ότι, συνεπεία της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του Κυβερνήτη και του πληρώματος, που ναυτολογήθηκαν από την ενάγουσα στο επίδικο ρυμουλκό, λόγω της οποίας προκλήθηκαν οι αναφερόμενες από την ίδια (α΄ εναγομένη) ζημίες κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών του ρυμουλκού και δημιουργήθηκαν πλείστα προβλήματα στη διεκπεραίωση του αναληφθέντος έργου και στη συνεργασία της (α΄ εναγομένης) με την ανάδοχο του έργου δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, η ενάγουσα αθέτησε υπαιτίως τις έναντι αυτής (α΄ εναγομένης) συμβατικές της υποχρεώσεις. Εντούτοις, από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτουν τα επικαλούμενα από την πρώτη εναγομένη ως άνω πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά περιγράφονται στην υπό κρίση αγωγή και στην από 11-9-2014 καταγγελία της ένδικης σύμβασης, πλην των λαβόντων χώρα στις 3-9-2014 και ώρα 17:30, και στις 8-9-2014 και ώρα 15:30 γεγονότων, αφορώντων αφενός μεν σε απόρριψη των βυθοκορημάτων που μετέφερε η φορτηγίδα «…» εκτός της οριοθετημένης από το Λιμεναρχείο Λ.ς περιοχής, για το οποίο σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος του πλοιάρχου του επίδικου ρυμουλκού «…» για παράβαση των διατάξεων των άρθρων του ν. 1650/1986 {ο ίδιος επικαλέστηκε ενώπιον της λιμενικής αρχής Λ.ς (βλ. τις σχετικώς προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα έγγραφες εξηγήσεις του ενώπιον των ως άνω αρχών) λόγους ανωτέρας βίας για την επιλογή του να προβεί στην απόρριψη των βυθοκορημάτων στο εν λόγω σημείο και δη τις επικρατούσες δυσμενείς και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, που έθεταν σε κίνδυνο το πλήρωμα του ρυμουλκού και το ίδιο το σκάφος αν δεν ελάμβανε χώρα η ως άνω απόρριψη} και επιβλήθηκαν οι σχετικές διοικητικές κυρώσεις, αφετέρου δε στην πρόκληση περιορισμένων ζημιών στα μπαλόνια δύο πλαγιοδετημένων μικρών βοηθητικών φουσκωτών σκαφών, που χρησιμοποιούνταν από την ανάδοχο εταιρεία για τις ανάγκες του έργου (και όχι στη βύθισή τους όπως αβασίμως ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη), κατά τη διαδικασία πρόσδεσης του ως άνω ρυμουλκού στο κρηπίδωμα του λιμένα Λευκάδος (βλ. και τα προσκομιζόμενα από την α΄ εναγομένη από 16-9-2014 αποσπάσματα του ημερολογίου συμβάντων του Λιμεναρχείου Λ.ς). Από μόνα δε τα προπεριγραφόμενα πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως αν τυχόν θεμελιώνουν αποζημιωτικές αξιώσεις της πρώτης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας ή και του ανωτέρω πλοιάρχου, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη απ’ αυτή (α΄ εναγομένη) επαγγελματική ανεπάρκεια και ακαταλληλότητα του πλοιάρχου και του πληρώματος του ναυλωθέντος από την ίδια επίδικου ρυμουλκού και η εξ αυτού του λόγου παρεμπόδιση της συμφωνημένης χρήσης του (ρυμουλκού), ώστε να δικαιολογείται η καταγγελία της ένδικης σύμβασης χρονοναυλώσεως εκ μέρους της κατ’ άρθρο 585 ΑΚ, αν ληφθεί υπόψη ότι το ως άνω ρυμουλκό χρησιμοποιήθηκε κατά τα συμφωνηθέντα από την πρώτη εναγομένη από τις 20-7-2014, οπότε ξεκίνησε μεταφέροντας από την Σέριφο, καθώς και από Πειραιά και Κέρκυρα, πλωτά ναυπηγήματα της εταιρείας «…» προς Λ., όπου παρέμεινε, διενεργώντας τη μεταφορά των φορτηγίδων της «…» για το άδειασμα (εναπόθεση) του φορτίου τους κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του ανατεθέντος έργου, έως τις 20-9-2014, οπότε μετά από δύο περίπου μήνες απέπλευσε, λόγω της προδιαληφθείσας καταγγελίας της σύμβασης, από την Λ. για τον Πειραιά. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι, όπως προκύπτει από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα αντίγραφο του ημερολογίου του επίδικου ρυμουλκού «…», στις 31-8-2014 και περί ώρα 10:45΄, δεν έλαβε χώρα, όπως αβασίμως αιτιάται η πρώτη εναγομένη, κακός χειρισμός του πλοιάρχου του ως άνω ρυμουλκού με αποτέλεσμα να φράξει αυτό το νότιο τμήμα του διαύλου με τη ρυμουλκούμενη φορτηγίδα «…», αλλά η με συντονισμένες προσπάθειες του πλοιάρχου και του πληρώματος του εν λόγω ρυμουλκού αποκατάσταση του κλεισίματος του νοτίου μέρους του διαύλου, που είχε προκληθεί με τη φορτηγίδα «…» μετά από κακούς χειρισμούς του έτερου ρυμουλκού «…». Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι η προεκτιθέμενη κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα της πρώτης εναγόμενης εταιρείας στο ακροατήριο, καθόσον αυτή, ως μη ενισχυόμενη από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν κρίνεται αξιόπιστη, διότι, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε, έχει την ιδιότητα του μετόχου και μέλους του Δ.Σ. της ως άνω εταιρείας (α΄ εναγομένης), που αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η ερειδόμενη στα άρθρα 576, 585 και 587 ΑΚ, ένσταση της πρώτης εναγομένης περί νόμιμης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και μη υποχρέωσης αυτής (α΄ εναγομένης) σε καταβολή ναύλων για το χρόνο μετά την καταγγελία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, για τις εκτελεσθείσες εργασίες από το ρυμουλκό «…» της ενάγουσας, πλέον εξόδων της, στα πλαίσια της συναφθείσας σύμβασης χρονοναυλώσεως, καθώς και για τους συμφωνηθέντες ναύλους για το χρόνο μετά την ως άνω καταγγελία, σύμφωνα και με τον προμνημονευόμενο υπ’ αριθ. 8 όρο του συμφωνητικού, οφείλονται στην πρώτη (ενάγουσα) τα εξής ποσά: α) για τη ναύλωση του ρυμουλκού από 20-7-2014 έως και 31-7-2014 το συνολικό ποσό των (38.000 € ανά μήνα = 1.266,67 € ανά ημέρα Χ 12 ημέρες=) 15.200,04 ευρώ, β) για τη ναύλωση του ρυμουλκού από 1-8-2014 έως και 5-8-2014 και από 19-8-2014 έως και 31-8-2014 το συνολικό ποσό των (1.266,67 € ανά ημέρα Χ 18 ημέρες=) 22.800,06 ευρώ, καθώς δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από την ενάγουσα διακοπή των εργασιών του εργοταξίου λόγω εορτών για το διάστημα από 7-8-14 έως 17-8-14, για το οποίο δικαιούται αυτή το ποσό των 200 ευρώ ημερησίως κατά τον όρο υπ’ αριθ. 7 του επίδικου συμφωνητικού, αλλά, αντιθέτως, προέκυψε ότι το ρυμουλκό της ενάγουσας δεν παρέσχε εργασία, λόγω απαγόρευσης του απόπλου συνεπεία ελλιπούς οργανικής σύνθεσης του πληρώματός του, κατά το χρονικό διάστημα από 6-8-2014 έως 18-8-2014 (βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την πρώτη εναγομένη, υπ’ αριθ. … από 25-9-2014 βεβαίωση του Λιμεναρχείου Λ.ς), οπότε, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 6 όρο του συμφωνητικού, -κατά τον οποίο δεν θα καταβάλλεται μίσθωμα σε περίπτωση που το ρυμουλκό δεν εργασθεί λόγω υπαιτιότητάς του και αποκλειστικής ευθύνης του-, οφείλεται μόνο το προεκτιθέμενο ποσό, γ) για τα πετρέλαια του ρυμουλκού μηνός Αυγούστου το ποσό των 9.975,00 ευρώ (υπ’ αριθ. … τιμολόγιο της εταιρείας …), απορριπτομένων των αιτούμενων ποσών για πετρέλαια μηνών Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, καθώς τα σχετικώς προσκομιζόμενα από την ενάγουσα τιμολόγια αφορούν τους μήνες Μάρτιο και Ιούνιο του 2014, δ) για τα λιπαντικά – λάδια του ρυμουλκού μηνός Ιουλίου το ποσό των 481 ευρώ (τιμολόγιο με αριθ. … της εταιρείας …), ε) για τα λιπαντικά – λάδια του ρυμουλκού μηνός Αυγούστου το ποσό των 1.080 ευρώ (τιμολόγιο με αριθ. … της εταιρείας …), ζ) για έξοδα ΟΛΠ το ποσό των 327,39 ευρώ (βλ. και τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα από 31-8-2014 τιμολόγια του Ο.Λ.Π., που αφορούν σε δικαιώματα προσορμίσεως πλωτών ναυπηγημάτων σε ιδιωτικά ναυπηγεία, παροχή ευκολιών υποδοχής στερεών και υγρών αποβλήτων πλοίων εκτάκτων πλόων), η) για πρόστιμο Λιμεναρχείου το ποσό των 500 ευρώ, που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την πρώτη εναγομένη, συναγομένης τοιουτοτρόπως σιωπηρής ομολογίας της ως προς τούτο, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ, θ) για τα 18.000 λίτρα πετρελαίου, τα οποία είχε το ρυμουλκό στις δεξαμενές του κατά την υπογραφή του χρονοναυλοσυμφώνου (όρος 3 αυτού), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν πλήρως κατά τις ανωτέρω εργασίες, το συνολικό ποσό των (18.000 lt X 0,8062 €/λίτρο=) 14.511,60 ευρώ, όπως ρητώς συνομολογείται και από την πρώτη εναγομένη, ι) για τον αναλογούντα ΦΠΑ (23%) επί του εκδοθέντος υπ’ αριθ. 60/31-8-2014 τιμολόγιό της (ενάγουσας) για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2014, το ποσό των 13.738,68 ευρώ, καθώς και το ποσοστό 2,22 % υπέρ ΝΑΤ ύψους 1.326,08 ευρώ, και, συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 79.939,85 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την πρώτη εναγομένη το συνολικό ποσό των {10.000 € (το οποίο καταβλήθηκε με την έναρξη των εργασιών του ρυμουλκού στις 20-7-2014, όπως αποδεικνύεται από τον υπ’ αριθ. 9 όρο του επίδικου συμφωνητικού) + 10.000 € (την 1-8-2014) + 8.000 € (στις 14-8-2014) + 1.000 € (την 1-9-2014) + 9.975 € (για τα πετρέλαια του μηνός Αυγούστου 2014)=} 38.975,00 ευρώ, με συνέπεια να οφείλεται το υπόλοιπο ύψους 40.964,85 ευρώ, ια) για τη ναύλωση του ρυμουλκού από 1-9-2014 έως και 9-9-2014 το συνολικό ποσό των (1.266,67 € ανά ημέρα Χ 9 ημέρες=) 11.400,03 ευρώ, καθώς προέκυψε ότι το ρυμουλκό της ενάγουσας δεν παρέσχε εργασία, λόγω απαγόρευσης του απόπλου συνεπεία ελλιπούς οργανικής σύνθεσης του πληρώματός του, κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2014 έως, κατά το κρίσιμο εν προκειμένω διάστημα, 11-9-2014, οπότε της επιδόθηκε η υπό την αυτή ημερομηνία εξώδικη καταγγελία της σύμβασης (βλ. την ανωτέρω υπ’ αριθ. … από 25-9-2014 βεβαίωση του Λιμεναρχείου Λ.ς), οπότε, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 6 όρο του συμφωνητικού, δεν οφείλεται ναύλος για το διάστημα από 10-9-2014 έως και 11-9-2014, όπως αβασίμως αιτείται η ενάγουσα, ιβ) για τα πετρέλαια του ρυμουλκού για την επιστροφή του στον Πειραιά μετά την αναχώρησή του από την Λ. στις 20-9-2014 το ποσό των 4.031,00 ευρώ, όπως συνομολογείται ρητώς από την πρώτη εναγομένη, ιγ) για την πληρωμή της διώρυγας της Κορίνθου το ποσό των 120 ευρώ (τιμολόγιο με αριθ. …), ιδ) για τον αναλογούντα ΦΠΑ (23%) επί του εκδοθησομένου για τις ανωτέρω εννέα πρώτες ημέρες του μηνός Σεπτεμβρίου 2014 τιμολογίου το ποσό των 2.622 ευρώ (=11.400,03  € X 23%), ως και το ποσοστόν 2,22 % υπέρ ΝΑΤ, ύψους 253 ευρώ (=11.400,03  € X 2,22%), ήτοι συνολικά, για τις ανωτέρω αιτίες υπό στοιχεία ια έως και ιδ, το ποσό των 18.426,03 ευρώ, καθώς και τα μισθώματα τα οποία αυτή (ενάγουσα) θα εισέπραττε από την ένδικη σύμβαση χρονοναύλωσης έως και τη συμφωνηθείσα λήξη αυτής στις 20-1-2015, ήτοι το συνολικό ποσό των [για τη ναύλωση του ρυμουλκού από 12-9-14 έως 30-9-14 το ποσό των (19 ημέρες X 1.266,67 € ανά ημέρα=) 24.066,73 € + για τη ναύλωση του ρυμουλκού το μήνα Οκτώβριο 2014 το ποσό των 38.000 € + για το μήνα Νοέμβριο 2014 το ποσό των 38.000 € + για το μήνα Δεκέμβριο 2014 το ποσό των 38.000 € + για τη ναύλωση του ρυμουλκού από 1-1-15 έως και 20-1-15 το ποσό των (20 ημέρες X 1.266,67 €=) 25.333,40 €=] 163.400,13 ευρώ. Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι από 12-9-2014 έως 19-9-2014 το Ρ/Κ «…» τελούσε υπό απαγόρευση απόπλου λόγω ελλιπούς οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 25-9-2014 βεβαίωση του Λιμεναρχείου Λ.ς, δεν επηρεάζει την υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων λόγω της εμφιλοχωρησάσης ενδιαμέσως και δη στις 11-9-2014 μη νόμιμης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προταθείσας εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ένστασης εξόφλησης των προδιαλαμβανομένων ποσών, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη ως προς την πρώτη των εναγομένων και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (40.964,85 + 18.426,03 + 163.400,13=) 222.791,01 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, πλην αφενός του ποσού των 40.964,85 ευρώ, για το οποίο οφείλεται ο νόμιμος τόκος από την επομένη της συμφωνηθείσας δήλης ημέρας πληρωμής στις 31-8-2014, οπότε εκδόθηκε και το σχετικό υπ’ αριθ. 60 τιμολόγιο της ενάγουσας, αφετέρου του ποσού των 2.622 ευρώ, που αντιστοιχεί στον αναλογούντα ΦΠΑ (23%) επί του εκδοθησομένου για τις εννέα πρώτες ημέρες του μηνός Σεπτεμβρίου 2014 τιμολογίου, για το οποίο, με δεδομένο ότι το μείζον αγωγικό αίτημα εμπεριέχει το έλασσον που είναι νόμιμο, οφείλεται ο νόμιμος τόκος, σύμφωνα και με την προδιαληφθείσα στην αρχή της παρούσας νομική αιτιολογία, από την εξόφληση της επιδικαζόμενης αντίστοιχης κύριας οφειλής ύψους 11.400,03 ευρώ (βλ. και ΑΠ 1288/1996 ΕλλΔνη 1997. 1141). Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της τελευταίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της πρώτης εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων (6.200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει  την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των διακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και ενός λεπτού (222.791,01), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, πλην αφενός του ποσού των σαράντα χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (40.964,85), για το οποίο οφείλεται ο νόμιμος τόκος από την 1-9-2014, αφετέρου του ποσού των δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι δύο (2.622) ευρώ, για το οποίο οφείλεται ο νόμιμος τόκος από την εξόφληση της επιδικαζόμενης αντίστοιχης κύριας οφειλής ύψους έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ και τριών λεπτών (11.400,03).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων (9.800,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 19-1-2016 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις                     .

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ