ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 778/2016
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγήτρια, Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Ελένη Δόγια.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
(Α) Των εναγόντων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου … Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου … Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της …, …, κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Κοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Των εναγομένων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο … του … 2) του …, κατοίκου …, … 3) της …, κατοίκου …, … 4) του … κατοίκου …, … και 5) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 17.01.2012, και εν συνεχεία μετά από αναβολές για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
(Β) Των εναγόντων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … … …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της …, …, κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΣταύροΚοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Των εναγομένων: 1) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, κατοίκου …, του … 2) του … κατοίκου … … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24.1.2012 και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
(Γ) Των εναγόντων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της …, …, κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Κοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Των εναγομένων: 1) της εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο … 2) του … κατοίκου … … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033 που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24.1.2012 και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
(Δ) Των εναγουσών: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Των εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, 2) … κατοίκου …, …, 3) … κατοίκου …, …, 4) … κατοίκου …, …, 5) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006 που εδρεύει στο Λονδίνο …, 6) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 7) … κατοίκου …, …, 8) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 9) εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 10) … κατοίκου … … και 11) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033 που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο. Οι ενάγουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 19-01-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 27.11.2012, και μετά από αναβολές για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
( Ε) Των καλούντων – εναγομένων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο … του … 2) του …, κατοίκου …, … 3) της …, κατοίκου …, … 4) του … κατοίκου …, … και 5) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο
Των καθών η κλήση-εναγόντων 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της ….., κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Κοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο. Οι καθών η κλήση- ενάγοντες είχαν ασκήσει την από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 11.3.2014. Στις 2.10.2013 υπεβλήθη αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές το οποίο έγινε δεκτό λόγω συνάφειας. Ηδη δε η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 7.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση,
(ΣΤ) Των καλούντων- εναγομένων: 1) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, κατοίκου …, του … 2) του … κατοίκου … … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο
Των καθών η κλήση- εναγόντων 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία“…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της …, …, κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΣταύροΚοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Οι καθών η κλήση- ενάγοντες είχαν ασκήσει την από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 11.3.2014. Στις 2.10.2013 υπεβλήθη αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές το οποίο έγινε δεκτό λόγω συνάφειας. Ηδη δε η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 7.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης 7108/2013 κλήση
(Ζ), Των καλούντων – εναγομένων: 1) της εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο … 2) του … κατοίκου … … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033 που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο
Των καθών η κλήση- εναγόντων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 4) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) της εταιρείας με την επωνυμία “….” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 6) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 7) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 8) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 9) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 10) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 11) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 12) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 13) του …, κατοίκου …ς Αττικής, 14) της …, …, κατοίκου …ς Αττικής, από τους οποίους οι ογδοος και ένατος εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σταύρο Κοντόπουλο και οι λοιποί ενάγοντες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο
Οι καθών η κλήση- ενάγοντες είχαν ασκήσει την από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 11.3.2014. Στις 2.10. 2013 υπεβλήθη αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές το οποίο έγινε δεκτό λόγω συνάφειας. Ηδη δε η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 7.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης 7109/2013 κλήση.
(Η) Των καλούντων- εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, 2) … κατοίκου …, …, 3) … κατοίκου …, …, 4) … κατοίκου …, …, 5) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006 που εδρεύει στο Λονδίνο …, 6) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 7) … κατοίκου …, …, 8) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 9) εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύει στο Λονδίνο, … 10) … κατοίκου … … και 11) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033 που εδρεύει στο Λονδίνο, …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκιανό Δανιόλο,
Των καθών η κλήση- εναγουσών: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … των Νήσων … (… …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία “…” (…), που εδρεύει στη … της … και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη … Αττικής, … αρ. 83, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο.
Οι καθών η κλήση- ενάγουσες είχαν ασκήσει την από 19-01-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 11.3.2014. Στις 2.10. 2013 υπεβλήθη αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές το οποίο έγινε δεκτό λόγω συνάφειας. Ηδη δε η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 7.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού 1) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή των 1) «…», 2) «…», 3) «…», 4) «…», 5) «….», 6) «…», 7) «… …», 8) …, 9) …, 10) …, 11) …, 12) …, 13) … και 14) … κατά 1) κατά της εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, 2) του …, 3) της …, 4) του … και 5) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006 ( πρώτη αγωγή), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση,
2) Η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή των 1) «…», 2) «…», 3) «…», 4) «…», 5) «….», 6) «…», 7) «… …», 8) …, 9) …, 10) …, 11) …, 12) …, 13) … και 14) … κατά 1) του … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, 2) του … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, ( δεύτερη αγωγή), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης 7108/2013 κλήση,
3) Η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή των 1) «…», 2) «…», 3) «…», 4) «…», 5) «….», 6) «…», 7) «… …», 8) …, 9) …, 10) …, 11) …, 12) …, 13) … και 14) … κατά 1) της εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, 2) του … και 3) της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033» (η τρίτη αγωγή), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση και
4) η από 19-1-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή των 1) «…» 2) “…” (…) κατά των 1) εταιρείας με την επωνυμία …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987, για το οικονομικό έτος 2006, 2) …, 3) …, 4) … 5) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006, 6) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, 7) … 8) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2033, για το οικονομικό έτος 2006, 9) εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, 10) … και 11) ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 0033» ( τέταρτη αγωγή), η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση, οι οποίες υπάγονται στην ίδια, ήτοι την τακτική διαδικασία, και θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συναφείας επειδή με τον τρόπο αυτό κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, αφετέρου επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, κατά τρίτο δε λόγο αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 ΚΠολΔ)
Οι ενάγοντες με τις υπό κρίση, ομοίου περιεχομένου αγωγές τους εκθέτουν ότι η πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία … ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…» η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία … ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», η τρίτη ενάγουσα εταιρεία … ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», η τέταρτη ενάγουσα εταιρεία … ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», η πέμπτη ενάγουσα εταιρεία …. ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…»,η έκτη ενάγουσα εταιρεία …, ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», η έβδομη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία … … ήταν διαχειρίστρια των ως άνω πλοίων, ο … …, ήταν Πρόεδρος του διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών …, …, … ,… ,…., και … …, ήτοι της πρώτης δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών, ο … …, ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των …, …, … και … , ήτοι των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, ο …, ήταν γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της …, …, … ,… , ήτοι της πρώτης δεύτερης, τρίτης, τέταρτης πέμπτης των έβδομης των εναγουσών επιπλέον δε και νόμιμος εκπρόσωπος της … …,έβδομης των εναγουσών, ο …, ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας …., πέμπτης των εναγουσών και Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας … έκτης των εναγουσών, ο …, ήταν Γραμματέας του ΔΣ της …. πέμπτης των εναγουσών και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας …, έκτης των εναγουσών, ο … … ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία … έκτης των εναγουσών και η … ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας με την επωνυμία … …, έβδομης των εναγουσών. Οτι η πρώτη ενάγουσα την 24.5.2006, σύναψε με τις εταιρείες α) …, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο …, η … ήταν επικεφαλής του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων και ο … ήταν υπεύθυνος ασφαλίσεων της ίδιας εταιρείας β) … που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και αντιπροσωπεύεται από την εταιρεία … της οποίας διευθυντής ασφαλίσεων ήταν ο … και γ) … … που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο … μια σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, με αριθμό … για το πλοίο της «…» ενώ επίσης κατάρτισε με τις ασφαλίστριες εταιρείες …, …, …, …, την από 24-5-2006 σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής για το ίδιο πλοίο με τον ίδιο αριθμό ασφάλισης. Ότι η ως άνω σύμβαση ήταν σύμβαση κοινής ασφάλισης με συνασφαλισμένες τις πλοιοκτήτριες εταιρείες (1η έως και 6η των εναγουσών), τη διαχειρίστρια (7η των εναγουσών) και τις τυχόν συνδεόμενες θυγατρικές αυτών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά κάλυψης και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια. Ότι επιπρόσθετα η πρώτη ενάγουσα κατάρτισε με την εταιρεία «…» την από 24-5-2006 και με αριθμό … σύμβαση ασφάλισης σκάφους και μηχανής του ως άνω “…”, ενώ κατάρτισε με τον αλληλοασφαλιστικό σύνδεσμο «…» την από 13-3-2006 σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου, αμφότερες δε οι ασφαλιστικές συμβάσεις είναι συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με την έβδομη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των παραπάνω εταιρειών, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά κάλυψης και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια, για τα οποία εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή πιστοποιητικά ασφαλίσεως Ότι όλες οι ως άνω συμβάσεις, που καλούνται συλλήβδην «η σύμβαση ασφάλισης», στην οποία συμμετέχουν έκαστη από τις ως άνω εναγόμενες ασφαλίστριες εταιρείες, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά έκαστη εξ αυτών, κάλυπταν την απώλεια ή τη ζημία του ως άνω ασφαλισθέντος πλοίου, που προκαλείται από τους κινδύνους της θάλασσας, καθώς και την ασφάλεια ή τη ζημία του ασφαλισθέντος πράγματος, που προκαλείται από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή το σκάφος και την απώλεια ή ζημία του πλοίου που προκλήθηκε από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου, για το χρονικό διάστημα από 13-3-2006 και ώρα 10:30 π.μ. έως 13-3-2007 και ώρα 10:30 π.μ., έως το ποσό των 32.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και με τους στερεότυπους όροι του Ινστιτούτου των Lloyd’s ασφάλισης στερεότυπων κινδύνων σκάφους. Ότι επιπρόσθετα η πρώτη ενάγουσα κατάρτισε με τα αναφερόμενα στην αγωγή συνδικάτα των Lloyd’s στις 20-3-2006 την υπ’ αρ. … σύμβαση ασφάλισης της αυξημένης αξίας του πλοίου “…”, από κοινού ασφάλισης με τις συνασφαλισμένες δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών και την έβδομη ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων και πλοιοκτητριών εταιρειών των ως άνω πλοίων και των συνδεόμενων και/ή θυγατρικών εταιρειών των παραπάνω εταιρειών, κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσοστά κάλυψης και ασφαλιστική αξία για έκαστο ασφαλισμένο πλοίο και ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια και συνδικάτο των Lloyd’s, με βάση την οποία (σύμβαση) καλύπτεται η ολική απώλεια (πραγματική ή τεκμαρτή) του ασφαλισμένου πλοίου, που προκαλείται από τους κινδύνους της θάλασσας, για το χρονικό διάστημα από 13-3-2006 και ώρα 10:30 π.μ. έως 13-3-2007 και ώρα 10:30 π.μ., έως το ποσό των 8.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και με τους στερεότυπους όροι του Ινστιτούτου των Lloyd’s ασφάλισης στερεότυπων κινδύνων. Ότι την 3.5.3006 το πλοίο … βυθίστηκε ανοιχτά του λιμένα Port Elizabeth της Νότιας Αφρικής και καθώς η απώλεια του σκάφους οφειλόταν σε ατύχημα που αποτελούσε ασφαλισμένο κίνδυνο την 30.5.2006 η πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου απέστειλε στους ασφαλιστές, εναγόμενους επιστολή απαίτησης πληρωμής ασφαλιστικής αποζημίωσης, με συννημένα τα έγγραφα που δικαιολογούσαν την απαίτησή της. Ότι την 25.7.2006 οι ασφαλιστές μέσω επιστολής των πληρεξούσιων δικηγόρων τους … … δήλωσαν ότι δεν δέχονταν την απαίτησή της, προφασιζόμενοι ότι η ενάγουσα δεν τους παρείχε επαρκείς πληροφορίες, αναφορικά με το ιστορικό και τα αίτια βύθισης του σκάφους, ενώ στην πραγματικότητα αιτία της άρνησής τους ήταν η επινόηση του περιγραφόμενοι στην αγωγή εγκληματικού σχεδίου εξαπάτηση της πρώτης ενάγουσας και των αρμόδιων Αγγλικών Δικαστηρίων, αφενός με την κατασκευή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και αφετέρου με την κατασυκοφάντηση όλων των εναγόντων στην ασφαλιστική αγορά, στους ασφαλειομεσίτες και στις αρμόδιες κρατικές και δικαστικές αρχές, με σκοπό την αποφυγή της νόμιμης υποχρέωσής τους για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ότι λόγω της άρνησης των ασφαλιστών να καταβάλουν την αποζημίωση η ενάγουσα προσέφυγε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας κατά των ασφαλιστών, μεταξύ των οποίων και οι στις παρούσες αγωγές ασφαλιστές …, … και … …, ατομικά έκαστος αλλά και ως εκπρόσωποι των συνδικάτων ασφαλιστών Lloyds που εκπροσωπούσαν, αλλά και οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής εταιρείες …, …, …, …, ζητώντας
την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου, ανερχόμενη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ασφαλιστική σύμβαση σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του πλοίου ήτοι σε 24.000.000 δολλάρια ΗΠΑ με τη με αριθμό φακέλου … αγωγή. Οτι ως προς την ασφαλίστρια …, υπόχρεη σύμφωνα με τα ανωτέρω για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε την ολική απώλεια του ως άνω ασφαλισμένου πλοίου, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του (πλοίου), ήτοι σε 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, η πρώτη ενάγουσα συμφώνησε, δυνάμει της από 8-1-2007 συμφωνίας αναστολής, να αναστείλει την άσκηση σχετικής αγωγής έως την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τους υπόχρεους για το 75% αυτής, στα πλαίσια της ως άνω υποθέσεως με αριθμό φακέλου …. Ότι στις 30-5-2006 η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε στον αλληλοασφαλιστικό σύνδεσμο … την απαίτησή της για την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου, πλην όμως αυτός, με σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του, αρνήθηκε παρανόμως να της καταβάλει την αιτηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 δολ. ΗΠΑ και για το λόγο αυτό, η πρώτη ενάγουσα προσέφυγε σε διαιτησία στο Λονδίνο, με αίτημα να καταδικασθεί ο ως άνω σύνδεσμος να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Ότι επίσης άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου και τη με αριθμό φακέλλου 1074/2006 αγωγή λόγω της παράνομης άρνησης των ασφαλιστών και συνδικάτων των Lloyds να καταβάλλουν την ασφαλιστική αποζημίωση της αυξημένης αξίας του πλοίου. Ότι κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη βύθιση του πλοίου … και την υποβολή της ασφαλιστικής απαίτησης προς καταβολή τη αποζημίωσης, οι ασφαλιστικές εταιρείες σε συνεννόηση και συνεργασία με τους δικηγόρους αυτών αλλά και τρίτα πρόσωπα όπως αυτά κατονομάζονται στα κρινόμενα δικόγραφα προέβησαν στην παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά που λεπτομερώς αναφέρεται στα δικόγραφα, συνιστάμενη στην υποβολή ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, προτάσεων αμύνης με ημερομηνία 18.10.2006, τροποποιημένων προτάσεων αμύνης με ημερομηνία 20 και 26 Ιουλίου 2007, τροποποιημένων προτάσεις αμύνης κατά τη διενέργεια της διάσκεψης του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της περαιτέρω διαδικασίας στις 2.8.2007 και δικογράφων αμύνης ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, κατά την προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία στις 14.12.2007, δια των οποίων οι εναγόμενοι προέβαλαν τους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς ότι το πλοίο … είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα οποία προκάλεσαν τη βύθισή του, ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας, ήτοι οι όγδοος, ένατος, δέκατος και δέκατη τέταρτη των εναγόντων, γνώριζαν τα ελαττώματα αυτά που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα αγνόησαν και ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε αναπτύξει παράνομη πρακτική συνιστάμενη στο ότι δεν ανακοίνωνε στο νηογνώμονα του πλοίου και τις αρχές του κράτους σημαίας του τα ελαττώματα και τις ζημιές αυτού ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις από το Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα του πλοίου. Ότι τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους οι εναγόμενοι βάσισαν αποκλειστικά σε τρεις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του διασωθέντος ναύκληρου του βυθισθέντος πλοίου …, που δόθηκαν την 9.2.2007, 13.2.2007 και 25.7.2007 ενώπιον του Πρόξενου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, τις οποίες προσκόμισαν στο Αγγλικό Δικαστήριο με σκοπό να το παραπλανήσουν, ώστε να εκδώσει ευνοική για αυτούς απόφαση ενώ γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς και κατασκευασμένες και δόθηκαν μετά από φορτικές πιέσεις των ιδίων και των δικηγόρων τους, μετά από παράνομη καταβολή στον ως άνω μάρτυρα το Σεπτέμβριο του 2006 και τον Ιούλιο του 2007 οικονομικού ανταλλάγματος ποσού 28.100 δολλαρίων ΗΠΑ και 14.864 ευρώ, ήτοι ότι συνολικά διέπραξαν ως άμεσοι αυτουργοί άλλως ως άμεσοι συνεργοί τις παράνομες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και της απάτης στο Δικαστήριο, παραβαίνοντας επιπλέον το επιβαλλόμενο από το νόμο γενικό καθήκον του να μην ζημιώνουν άλλον υπαίτια. Ότι επιπλέον τον Ιούνιο του 2006 ο … δεύτερος εναγόμενος στην πρώτη αγωγή, εκπρόσωπος της εταιρείας … διαβεβαίωσε ψευδώς τους εκπροσώπους της πρώτης ενάγουσας ότι οι ασφαλιστές επρόκειτο να πληρώσουν την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. Ότι την 3.7.2006 μετά από αίτηση της διαχειρίστριας οι ασφαλιστές δέχτηκαν να προσθέσουν στον στόλο των συνασφαλισμένων πλοίων και τη θαλαμηγό «…», αποδεχόμενοι με τον τρόπο αυτό την εγκυρότητα της σύμβασης ασφάλισης αλλά και της απαίτησης της πρώτης ενάγουσας, ομοίως δε οι ασφαλιστές την 13.8.2006, την 13.11.2006,24.1.2007 και 5.3.2007 αποδέχθηκαν την καταβολή των ασφαλίστρων της από κοινού ασφάλισης των πλοίων, αποδεχόμενοι την εγκυρότητα της σύμβασης
αλλά και της απαίτησης της πρώτης ενάγουσας. Ότι την 31.7.2006 εκπρόσωπος της εταιρείας … διέδωσε στον … της εταιρείας ασφαλειομεσιτών … , αντιπροσώπου της …, που ήταν η ενυπόθηκη δανείστρια του πλοίου … ότι θα αρνηθεί την πληρωμή της αποζημίωσης επειδή το πλοίο είχε ρήγματα που ανακαλύφθηκαν στο τελευταίο λιμένα φόρτωση και είχαν προκαλέσει διαρροή ύδατος στο πλοίο, γεγονός το οποίο ήταν ψευδές και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτής. Ότι οι ασφαλιστές είχαν διαδώσει τον Αύγουστο του 2006 στον …, υπεύθυνο ασφαλίσεων της εταιρείας …, που μετείχε στην ασφάλιση αυξημένης αξίας του πλοίου …, ότι το πλοίο είχε υποστεί πλημμύρα σε ένα λιμάνι όπου είχε καταπλεύσει πριν το ναυάγιο και ότι δεν έγιναν από την πρώτη και την έβδομη των εναγουσών οι απαιτούμενες επισκευές. Ότι στις 7.9.3006 στις Φιλιππίνες ο …, ενεργώντας με εντολή των ασφαλιστών του πλοίου, μετά από προσυνεννόση και εκτελώντας εντολές τους, πρόσφερε χρήματα στο ναύκληρο … για να μεταβάλει τις αρχικές από 9 και 11. 5.2006 καταθέσεις του και να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο βυθίστηκε λόγω των ελαττωμάτων του, γεγονός που κατήγγειλε άμεσα ο ίδιος ο ναύκληρος στους τοπικούς πράκτορες εύρεσης εργασίας, ότι το ίδιο δε είχε πράξει τον Ιούλιο του 2006 και με τους διασωθέντες ναυτικούς …, …, … και … οι οποίοι ομοίως αρνήθηκαν και κατήγγειλαν το γεγονός αυτό. Ότι ενώ την 5.9.2006 οι ασφαλιστές αποδέχθηκαν μέσω της αρχιασφαλίστριας … να ασφαλίσουν το φορτηγό πλοίο χύδην φορτίου …, το οποίο επρόκειτο να αγοράσει η πρώτη ενάγουσα σε αντικατάσταση του βυθισθέντος πλοίου, την 14.9.2006 αρνήθηκαν να το πράξουν αποσύροντας την σχετική προσφορά τους. Ότι την 26.9.2006 οι ασφαλιστές μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους ισχυρίστηκαν με επιστολή, που κατατέθηκε και στο Αγγλικό Δικαστήριο, προς τους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας …… ότι δήθεν η πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πλοίου είχαν καθιερώσει αθέμιτη και παράνομη «επιχειρηματική» πρακτική να παραπλανούν το νηογνώμονα τις λιμενικές αρχές και το κράτος της σημαίας του πλοίου, και να αποκρύπτουν ελαττώματα και θέματα ασφάλειας του πλοίου, εν γνώσει του ψεύδους των ως άνω συκοφαντικών ισχυρισμών τους. Ότι τον Ιούλιο του 2006 ο …, προστηθείς των ασφαλιστών, μετά από προσυνεννόηση με αυτούς και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, πρόσφερε χρήματα στο διασωθέντα ναυτικό … (δόκιμο ναύτη), για να χορηγήσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, πλην όμως, αυτός αρνήθηκε και τα γεγονότα αυτά βεβαίωσε στην ένορκη βεβαίωση του με ημερομηνία 5-5-2007 ενώπιον του Συμβολαιογράφου των Φιλιππινών κ. Tagaluna. Ότι τον Ιούλιο του 2006 ο …, μετά από προσυνεννόηση με τους ασφαλιστές, πρόσφερε χρήματα για λογαριασμό τους στο διασωθέντα ναυτικό …, για να χορηγήσει ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας τις αρχικές καταθέσεις του, που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών Αρχών της Ν. Αφρικής, του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και στις 11-5-2006, πλην όμως, αυτός αρνήθηκε να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών και κατήγγειλε την παράνομη πράξη τους, με επιστολή του προς την … στις 27-9-2006, το γεγονός δε αυτό βεβαιώνεται στην ένορκη βεβαίωση του … με ημερομηνία 5-5-2007 ενώπιον του Συμβολαιογράφου των Φιλιππινών κ. Tagaluna. Ότι τον Ιούλιο του 2006, ο … πρόσφερε χρήματα στο διασωθέντα ναυτόπαιδα …, για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεσή του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11-5-2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την … ο διασωθείς … στις 19-9-2006 και αναφέρεται στην από 9-1-2007 ένορκη βεβαίωσή του. Ότι τον Ιούλιο του 2006, ο … πρόσφερε χρήματα στο διασωθέντα λιπαντή …, για να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση υπέρ των ασφαλιστών, μεταβάλλοντας την αρχική κατάθεσή του που είχε δώσει ενώπιον των κρατικών αρχών και των δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9 και 11-5-2006, το γεγονός δε αυτό κατήγγειλε με επιστολή του προς την … ο διασωθείς … στις 19-9-2006. Ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές παρέδωσαν το δικόγραφο των από 18-10-2006 προτάσεων τους στις … και …, σύζυγο και θυγατέρα του απωλεσθέντος Υποπλοιάρχου …, ώστε να τις χρησιμοποιήσουν αυτοί, κατόπιν προσυνεννόησης με τους ασφαλιστές και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να εξαπατήσουν τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, για να αποδεχθούν τις ψευδείς κατηγορίες της από 31-7-2006 μηνύσεως των …, … και … κατά των μελών του Δ.Σ. της διαχειρίστριας του πλοίου. Ότι την 7.5.2007 η … θυγατέρα του απωλεσθέντος κατά το ναυάγιο υποπλοιάρχου του πλοίου μετά από συνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ζήτησε από το ναυτικό … … να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει ψευδή ένορκη βεβαίωση, ενώ ο ναύκληρος … επικοινωνώντας με τον τελευταίο του ζήτησε να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα διαβεβαιώνοντάς τον ότι η πρώτη εναγομένη και οι λοιποί ασφαλιστές θα του πλήρωναν πλουσιοπάροχη αμοιβή για να δώσει ψευδή κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών στην οποία θα έπρεπε να αναφέρει ότι υπήρχαν ρήγματα στο πλοίο και συγκεκριμένα στα κύτη φορτίου με συνέπεια να υπάρξει εισροή ύδατος και να βυθιστεί το πλοίο. Ότι επίσης η … την 27.4.2007, 28.4.2007 .4.5.2007, και 23.5.2007 ζήτησε από τον … να μεταβεί στην Ελλάδα την 4.6.2007 να καταθέσει υποσχόμενη ότι οι ασφαλιστές θα του έδιναν μεγάλη αμοιβή. Οτι στις 20.7.2007 και 26.7.2007 οι ασφαλιστές κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου με τις οποίες προσκόμισαν και επικαλέστηκαν τις ένορκες βεβαιώσεις του … στην Αθήνα, επιπλέον δε παρέδωσαν τις ίδιες ένορκες βεβαιώσεις και στις οικογένειες έτερων θανόντων ναυτικών προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν σε αγωγές κατά της πρώτης ενάγουσας στα Ελληνικά δικαστήρια, και δη ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, προκειμένου να παραπλανήσουν το Δικαστήριο, ώστε να εκδώσει ευνοική υπερ αυτών απόφαση επί των αγωγών που είχαν ασκήσει κατά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με τις οποίες είχαν ισχυριστεί οτι το βυθισθέν πλοίο ήταν αναξιόπλοο και είχε ελαττώματα που προκάλεσαν τη βύθισή του, ισχυρισμό που απορρίφθηκε εν τέλει από εκείνο το Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο. Ότι τα ως άνω έγγραφα παραδόθηκαν ενώ με την από 1.10.2007 επιστολή των δικηγόρων της ενάγουσας προς του δικηγόρους των ασφαλιστών επισημάνθηκε το ψευδές των καταθέσεων αυτών και ζητήθηκε η μη παράδοσή τους στις οικογένειες των ναυτικών. Ότι στις ως άνω καταθέσεις ο ναύκληρος κατέθεσε ψευδώς αφενός ότι δήθεν διαπίστωσε ότι οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, αφετέρου ότι δήθεν διαπίστωσε ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και κατά τρίτο λόγο ότι δήθεν ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας … του ζήτησε να καταθέσει κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, στις 8 και 9 Μαίου 2006 ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, γεγονότα που έρχονταν σε αντίθεση με προγενέστερες καταθέσεις του ενώ ο ίδιος υποχρεώθηκε να καταβάλει δυνάμει της με αριθμό 72314/2010 αμετάκλητης απόφασης του Δικαστηρίου των Φιλιππίνων, το ποσό των 450.000 πέσος στην εταιρεία πρακτόρων … …., που τον είχε προσλάβει ως μέλος του πληρώματος του …, την οποία φέρεται να δυσφήμισε με την κατάθεσή του. Ότι επιπλέον οι ως άνω καταθέσεις κρίθηκαν αναξιόπιστες τόσο από το Εφετείο Πειραιώς με τις με αριθμούς 672/2010 και 673/2010 αποφάσεις του, όσο και με τις με ημερομηνία 11.5.2009 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κ. …, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτές. Ότι οι ασφαλιστές γνώριζαν την αναλήθεια των καταθέσεων αυτών ως προς την αξιοπλοοία του πλοίου, από τα λοιπά έγγραφα που τους είχε παραδώσει η ενάγουσα, η οποία ενώπιον του Δικαστηρίου αμφισβήτησε την αλήθεια των καταθέσεων, παραθέτωντας όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, γεγονός που ανάγκασε τους εναγόμενους, λόγω και των απειλούμενων πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων να αναγνωρίσουν την απαίτησή της και να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση. Ότι οι πραγματικοί λόγοι, για τους οποίους ο … μετέβαλε άρδην την αρχική άποψή του περί των συνθηκών του ναυαγίου και της καταστάσεως του πλοίου, αναδεικνύονται από τα αναφερόμενα στην αγωγή έγγραφα, που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας επί της προαναφερόμενης υπ’ αρ. … αγωγής της πρώτης ενάγουσας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας αυτή ζήτησε από τους εναγόμενους ασφαλιστές να αποκαλύψουν τις συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες δόθηκαν οι ένορκες βεβαιώσεις του …, με συνέπεια να επακολουθήσουν δηλώσεις αληθείας από τους εναγόμενους ασφαλιστές, με τις οποίες αυτοί αποκάλυψαν ότι κατέβαλαν σημαντικά χρηματικά ποσά στο …, ως αντάλλαγμα της λήψης των εν λόγω τριών ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι μετά την αποκάλυψη των ως άνω παράνομων πράξεων των ασφαλιστών, υπεγράφη μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων …, … και … …, ατομικά και για λογαριασμό των συνδικάτων ασφαλιστών που εκπροσωπούσε έκαστος, το με ημερομηνία 13.12.2007 συμφωνητικό συμβιβασμού, και την 7.1.2008 το με την ως άνω ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της ενάγουσας και των ασφαλιστικών εταιρειών «… …», «… …», «…», «…» με τα οποία οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 24.000.000 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλαν η μεν πρώτη ομάδα την 30.12.2007 και η δεύτερη τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008, τερματισθείσας της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας και ότι σε αντίστοιχη συμφωνία προέβη τόσο ο Αλληλοασφαλιστικός Οργανισμός … δυνάμει συμφωνητικού συμβιβασμού καταρτισθέντος μεταξύ του ιδίου και της πρώτης των εναγόντων στις 30-1-2008, με το οποίο συμφώνησε να καταβάλει την αιτούμενη από την τελευταία ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008, τερματισθείσης της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου στο Λονδίνο, όσο και η ασφαλίστρια «…», για την καταβολή της κατά το ποσοστό κάλυψής της (10%) ασφαλιστικής αποζημίωσης, ήτοι για το ποσό των 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008. Οτι από την προαναφερθείσα παράνομη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών και των εναγομένων φυσικών προσώπων, προστηθέντων αυτών, ήτοι την άρνησή τους να καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση εντός του εύλογου χρονικού διαστήματος των δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και των αποδεικτικών αυτής, αλλά και λόγω της συκοφαντικής δυσφήμισης και τη λήψη και χρήση των ψευδών καταθέσεων, όπως αυτά τα περιστατικά ανωτέρω παρατέθηκαν, οι ενάγοντες υπέστησαν τις ακόλουθες ζημίες, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγή : Α. Η πρώτη ενάγουσα υπέστη αποθετική ζημία λόγω της μη έγκαιρης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συνίσταται στην απώλεια εσόδων που θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση τριών φορτηγών πλοίων κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.11.2006 έως 10.4.2008, από 27.9.2006 έως 28.4.2008, και από τις 13.9.2006 έως τις 19.5.2008 τα οποία είχε γνωστοποιήσει στους ασφαλιστές ότι επρόκειτο να αγοράσει με τα χρήματα της ασφαλιστικής αποζημίωσης και συγκεκριμένα τα πλοία …, … … και …, αποκομίζοντας εμπορικά κέρδη από τη ναύλωσή τους, τα οποία θα ανέρχονταν έτσι όπως αυτά (έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 47.572.875 δολ. ΗΠΑ, 19.827.875 δολ. ΗΠΑ και 9.781.125 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (47.572.875 + 19.827.875 + 9.781.125 =) 77.181.875 δολ. ΗΠΑ και αφετέρου από την μεταπώληση κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2008 των τριών ως άνω αγορασθέντων με την ασφαλιστική αποζημίωση πλοίων, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε η πρώτη των εναγόντων, ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 40.000.000 δολ. ΗΠΑ, 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και 12.000.000 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (40.000.000 + 17.000.000 + 12.000.000 =) 69.000.000 δολ. ΗΠΑ, ανερχόμενου του κυρίου αιτήματος στο ποσό των 146.181.875 δολλαρίων ΗΠΑ, επικουρικώς δε και για την περίπτωση μη μεταπώλησης των ως άνω πλοίων και συνέχισης της εκμετάλλευσής τους έως τις 3-12-2010, 30-11-2010 και 6-10-2010 αντίστοιχα, τα συνολικά έσοδα τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων από αυτήν (εκμετάλλευση) για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, έτσι όπως αυτά (τα έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο συνολικό ποσό των 82.651.606,25 δολ. ΗΠΑ, 35.877.125 δολ. ΗΠΑ και 29.084.312,50 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (82.651.606,25 + 35.877.125 + 29.084.312,50 =) 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ Β Οι δεύτερη έως και έκτη ενάγουσες λόγω της συκοφαντικής διάδοσης από τους εναγόμενους του ισχυρισμού περί ελαττωμάτων των πλοίων των συνασφαλιζόμενων εταιρειών που διαχειριζόταν η έβδομη ενάγουσα τα οποία δήθεν δεν γνωστοποιούσε στις αρμόδιες αρχές, οι νέοι συνασφαλιστές των πλοίων επέβαλαν αυξημένα ασφάλιστρα για την ασφαλιστική κάλυψη των πλοίων κατά το ασφαλιστικό έτος 2007-2008 με αποτέλεσμα να υποστούν θετική ζημία οι πλοιοκτήτριες εταιρείες συνιστάμενη στη διαφορά του ασφαλίστρου, η οποία ανήλθε για τη δεύτερη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του πλοίου, … στο ποσό των 555.984 δολλαρίων ΗΠΑ, για την τρίτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του πλοίου … στο ποσό των 236.418 δολλαρίων ΗΠΑ, για την τέταρτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του πλοίου … στο ποσό των 97.109 δολλαρίων ΗΠΑ, για την πέμπτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου … στο ποσό των 216.082 δολλαρίων ΗΠΑ και για την έκτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του πλοίου … στο ποσό των 290.725 δολλαρίων Η.Π.Α. Επιπλέον λόγω της διάδοσης των προαναφερέντων δυσφημιστικών ισχυρισμών από τους εναγόμενους, οι πλοιοκτήτριες των πλοίων αναγκάστηκαν να προσκομίσουν στους νέους ασφαλιστές εκθέσεις επιθεώρησης των πλοίων με κόστος για το πλοίο …, της δεύτερης ενάγουσας ποσού 10.100 ευρώ, για το πλοίο …, της τρίτης ενάγουσας το ποσό των 7.380 ευρώ για το πλοίο … της τέταρτης ενάγουσας το ποσό των 7.340 ευρώ, για το πλοίο … της πέμπτης ενάγουσας το ποσό των 8.060 ευρώ και για το πλοίο … της έκτης ενάγουσας το ποσό των 11.300 ευρώ. Γ Απαντες οι ενάγοντες, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, όπως αυτή ανωτέρω αναφέρθηκε, προσεβλήθη το όνομα η επαγγελματική τιμή και η συναλλακτική πίστη της πρώτης έως και της έβδομης των εναγουσών και η προσωπική τιμή και υπόληψη των όγδοου έως και δέκατου τέταρτου των εναγόντων, με αποτέλεσμα να υποστούν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται η καταβολή χρηματικής αποζημίωσης σε έκαστη των επτά πρώτων εναγουσών ποσού 1.000.000 ευρώ, ποσού 6.000.000 ευρώ στον όγδοο ενάγοντα, ποσού 4.000.000 ευρώ στον ένατο ενάγοντα, ποσού 5.000.000 ευρώ στον δέκατο ενάγοντα και ποσού 1.000.000 ευρώ σε έκαστο των λοιπών εναγόντων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες των τριών πρώτων αγωγών ζητούν, έτσι όπως τα αγωγικά τους αιτήματα περιορίσθηκαν παραδεκτώς με προφορική, καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ. α΄, 297 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι έκαστης αγωγής, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν (ανά αγωγή) α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 146.181.875 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, επικουρικώς δε το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) στη δεύτερη των εναγόντων το ποσό του 1.010.100 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 555.984 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.380 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 236.418 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, δ) στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.340 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 97.109 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ε) στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό του 1.008.060 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 216.082 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στ) στην έκτη των εναγόντων το ποσό του 1.011.300 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 290.725 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ζ) στην έβδομη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, η) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 6.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, θ) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 4.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ι) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 5.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ια) στον ενδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιβ) στον δωδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιγ) στον δέκατο τρίτο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και ιδ) στην δέκατη τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, δε ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά έκαστου των εναγομένων χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος εκάστου των εναγομένων φυσικών προσώπων ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Εν συνεχεία με την τέταρτη (συμπληρωματική) αγωγή, η πρώτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια του βυθισθέντος πλοίου ισχυρίζεται ότι μετά την απώλεια του πλοίου και του φορτίου του, οι ασφαλιστές του φορτίου και οι υποναυλωτές του πλοίου που ήταν ταυτόχρονα και οι κύριου του φορτίου, ζήτησαν και πέτυχαν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των εναγουσών, μέχρι του ποσού των 5.250.000 δολλαρίων Η.Π.Α. Ότι επίσης η ναυλώτρια του πλοίου, μετά από αρχική άρνησή της να καταβάλλει το υπόλοιπο ναύλο στις ενάγουσες, ποσού 3.663.866,80 δολλαρίων Η.Π.Α. υποχρεώθηκε προς τούτο με δικαστική απόφαση υπό την αίρεση παροχής αντίστοιχης εγγύησης από την πρώτη ενάγουσα προς αυτήν. Ότι οι ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων και τις προερχόμενες από αυτούς δυσφημιστικές διαδόσεις σε βάρος της ενάγουσας, δεν της παρείχαν τις απαραίτητες εγγυήσεις προς άρση της δέσμευσης των περιουσιακών της στοιχείων, με αποτέλεσμα η πρώτη ενάγουσα να αναγκαστεί να στραφεί προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία εξέδωσε τη με αριθμό … εγγυητική επιστολή της ποσού 12.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε μέχρι του ποσού αυτού τις υποχρεώσεις της πρώτης ενάγουσας προς τη ναυλώτρια εταιρεία, έτσι ώστε να αναγκαστεί η πρώτη ενάγουσα να καταβάλει ως προμήθεια στην ως άνω Τράπεζα, το ποσό των 127.166,74 ευρώ, και των 141.425,88 δολλαρίων Η.Π.Α. για την έκδοση και διατήρηση σε ισχύ της ως άνω εγγυητικής επιστολής υφιστάμενη ισόποση ζημία καθώς χωρίς την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων οι ανάγκες της θα είχαν καλυφθεί ανέξοδα από τους ασφαλιστές ευθύνης του πλοίου. Η δε δεύτερη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι λόγω των συκοφαντικών διαδόσεων των εναγομένων κατά αυτής, κλονίστηκε η άριστη μέχρι τότε φήμη της στους ναυτιλιακούς κύκλους ως διαχειρίστριας πλοίων, με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των πλοίων υπό τη διαχείρισή της να ζητήσουν τη διενέργεια έκτακτης ειδικής επιθεώρησης του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας αυτής που διενεργήθηκε από την εταιρεία …, και το κόστος της οποίας ανήλθε στο ποσό των 2.040 ευρώ, όπως προκύπτει από το σχετικό τιμολόγιο που η επιθεωρήτρια εταιρεία εξέδωσε προς τη δεύτερη ενάγουσα, ποσό το οποίο και της κατέβαλε. Περαιτέρω, οι ενάγουσες της τέταρτης αγωγής ζητούν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν α) στην πρώτη των εναγουσών το ποσό των 127.166,74 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 141.425,88 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) στη δεύτερη των εναγουσών το ποσό των 2.040 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος εκάστου των φυσικών προσώπων των εναγομένων ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Επί της ένστασης εγγυοδοσίας
Σύμφωνα με το άρθρο 169 Κ. Πολ.Δ., το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο, που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει, ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ` ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ` ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, προκύπτει, ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου, και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρ. 263 περ. γ` Κ. Πολ. Δ.), β) κριτήριο της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας είναι εδώ η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής, και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικώς από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ` όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ` αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο με αίτηση εκείνου, που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή, κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση, μάλιστα, αυτή θεωρείται, ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρεμβάσεως ή του ένδικου μέσου (αρθρ. 171, 172 και 162 Κ. Πολ. Δ.), ε) Το βάρος αποδείξεως των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ` ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση. Εξάλλου, η
διάταξη του άρθρου 169, σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αριθμ. 1 του Κ. Πολ.Δ., είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά και προς το Κοινοτικό Δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ευρ ΕΣΔΑ) ή Σύμβασης της Ρώμης (4.11.1950), σύμφωνα με την οποία “κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο….”, έχει δε ως σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση της απαιτήσεως για τα δικαστικά έξοδα, αλλά και την περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει, ότι δεν προσβάλλεται το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια με την διατασσόμενη εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα (Ευρ ΣΔΑ 6 παρ. 1). Πρέπει δε ιδιαίτερα να τονιστεί, ότι η, ως άνω εγγυοδοσία αφορά μόνο τα δικαστικά έξοδα συγκεκριμένου βαθμού δικαιοδοσίας και όχι τυχόν αξιώσεις αποζημιώσεως από τη διενέργεια του δικαστικού αγώνα. Το είδος της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο. Όπως εκτέθηκε ο ισχυρισμός περί καταβολής εγγυοδοσίας έχει χαρακτήρα αναβλητικής ενστάσεως (263 περ. γ`Κ. Πολ. Δικ.), που προτείνεται επί ποινή απαραδέκτου κατά την πρώτη συζήτηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι όλων των υπό κρίσιν ως άνω αγωγών, κατά τη συζήτηση αυτών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αλλά και με προφορική, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, προέβαλαν κατ’ ένσταση το αίτημα να υποχρεωθούν οι ενάγοντες όλων των υπό κρίσιν αγωγών να παράσχουν εγγυοδοσία, συνολικού ποσού 527.032 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης δίκης επί όλων των ως άνω αγωγών, την οποία (εγγυοδοσία) επιμερίζουν στο ποσό των 157.777 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα για τις πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγή, και στο ποσό των 8.934 ευρώ για την τέταρτη αγωγή, στο ποσό των 26.666 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των 24.513 ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, στο ποσό των 23.468 ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, στο ποσό των 24.384 ευρώ για την πέμπτη ενάγουσα, στο ποσό των 24.908 ευρώ για την έκτη ενάγουσα, στο ποσό των 22.053 ευρώ για την έβδομη ενάγουσα, στο ποσό των 48.723 ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των 40.875 ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, στο ποσό των 45.453 ευρώ για το δέκατο ενάγοντα και στο ποσό των 22.053 ευρώ για έκαστο εκ των ενδέκατου, δωδέκατου, δέκατου τρίτου και δέκατης τέταρτης των εναγόντων, με βάση τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα δικαστικά έξοδα, που υπολογίζονται με βάση τα αιτούμενα στις ένδικες αγωγές ποσά, ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα όλων των εναγόντων όλων των υπό κρίσιν αγωγών (νομικών και φυσικών προσώπων) να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας δίκης, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί σχετικά με τη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων, σε περίπτωση απόρριψης των ένδικων αγωγών, ενόψει του μεγάλου ύψους (δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ) των εγειρόμενων με αυτές αξιώσεων, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στις προτάσεις τους λόγους.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η εν λόγω δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση παραδεκτά προβάλλεται χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα της Ελλάδας και την ΕΣΔΑ και τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από την εκτίμηση των σχετικών με την εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από όλους τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τους εναγόμενους προφανής οικονομική αδυναμία των εναγόντων. Συγκεκριμένα, οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη των εναγουσών είναι αλλοδαπές εταιρείες, εδρεύουσες κατά το καταστατικό τους στο … των Νήσων … (… …) οι πρώτη έως και έκτη εξ αυτών και στη … της … η έβδομη εξ αυτών, από μόνο δε αυτό το γεγονός δεν τεκμαίρεται ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και εν γένει αφερεγγυότητα αυτών (πρβλ. ΕφΠειρ 397/2002 Ναυτική Δικαιοσύνη 4.266, ΠΠρΠειρ 628/2104 και 3304/2012). Αναφορικά δε με την οικονομική κατάσταση των ως άνω εναγουσών εταιρειών αλλά και των λοιπών εναγόντων – φυσικών προσώπων, που είναι διοικητές και μέλη των διοικητικών συμβουλίων αυτών, λεκτέα τα ακόλουθα: Αν και δεν προέκυψε ότι οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες διαθέτουν εμφανή ακίνητη περιουσία, επίσης δεν προέκυψε ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων. Συγκεκριμένα, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, η πρώτη ενάγουσα εταιρεία έχει εισπράξει από τις ασφαλίστριες εναγόμενες εταιρείες το έτος 2008 την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου “…”, ανερχόμενη σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια των μεταξύ τους καταρτισθεισών ασφαλιστικών συμβάσεων, σε ποσοστό 75% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου (ασφαλιστές …, … … …, …, …, …, …), ήτοι σε 24.000.000 δολλάρια ΗΠΑ και σε ποσοστό 10% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου από την ασφαλίστρια …, ήτοι σε 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, η πρώτη ενάγουσα συμφώνησε, δυνάμει της από 8-1-2007 συμφωνίας αναστολής. Η δε καταβολή του ποσού αυτού σε τραπεζικό λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…” έγινε κατ’ εντολή της πρώτης ενάγουσας και συνεπώς, η ως άνω εταιρεία ενεργούσε ως εντολοδόχος της πρώτης ενάγουσας, όπως συνάγεται από τα από 2007 και 2008 συμφωνητικά συμβιβασμού, που υπογράφηκαν μεταξύ της πρώτης και έβδομης ενάγουσας και των ασφαλιστών (συνδικάτα … και …), όπου αναφέρεται ότι η ασφαλιστική αποζημίωση πρόκειται να καταβληθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία “…” για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας. Επίσης, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους η πρώτη ενάγουσα, δυνάμει του από 30-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού, έλαβε στις 20-2-2008 από τον (επίσης αντίδικό της) αλληλασφαλιστικό οργανισμό με την επωνυμία «…» το ποσό των 4.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, ήτοι το σύνολο της απαιτούμενης από αυτήν ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του βυθισθέντος πλοίου με τραπεζική επιταγή, που εκδόθηκε εις διαταγή της πρώτης ενάγουσας. Επίσης, προέκυψε ότι η δεύτερη και η έβδομη εκ των εναγουσών εταιρειών έλαβαν την 14.1.2014 το ποσό των 9.350.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες δυνάμει του από 23-12-2013 συμφωνητικού συμβιβασμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης και της έβδομης ενάγουσας και των εναγόμενων ασφαλιστών, καθώς και των λοιπών ασφαλιστών (… ….», «…», «…», «…). Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ποσά δεν προέκυψε (ούτε άλλωστε επικαλούνται οι εναγόμενοι) ότι έχουν ολοσχερώς δαπανηθεί, διανεμηθεί ή αναλωθεί και συνεπώς, τεκμαίρεται ότι σώζονται και διατηρούνται διαθέσιμα στο ταμείο των εν λόγω εταιρειών, καθόσον προέκυψε ότι εξ αυτών μόνο το ποσό των 1.879.475 δολλαρίων ΗΠΑ διατέθηκε τον Ιανουάριο του 2008 από την πρώτη ενάγουσα στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας» για την αποπληρωμή δανείου, που είχε χορηγηθεί από την ως άνω Τράπεζα στην πρώτη ενάγουσα για το πλοίο “…”. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό των εναγόμενων, ότι η δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών εταιρειών έχουν πωλήσει τα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία τους ήδη πριν από την άσκηση των κρινόμενων αγωγών (2011-2012), με αποτέλεσμα να στερούνται πλέον άλλων περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Μόνον οι επικαλούμενες μεταβιβάσεις α) την 9-2-2010 του πλοίου “…” από τη δεύτερη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “….”, β) την 23-10-2007 του πλοίου “…” από την τρίτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, γ) την 16-8-2007 του πλοίου “…” από την τέταρτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, δ) την 14-5-2007 του πλοίου “…” από την πέμπτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…” και ε) την 16-3-2007 του πλοίου “…” από την έκτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, δεν αρκούν για το σχηματισμό της αναγκαίας δικανικής πεποίθησης περί της προφανούς οικονομικής αδυναμίας των ως άνω εναγουσών εταιρειών, διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αντίγραφα πωλητηρίων εγγράφων (Bill of Sale), οι ως άνω εταιρείες έχουν λάβει ως τίμημα για τις ανωτέρω μεταβιβάσεις τα ποσά των 8.100.000, 19.500.000, 10.000.000, 17.400.000 και 14.400.000 δολλαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά έχουν πλήρως αναλωθεί ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι δεν απομένει πλέον κανένα ισάξιο περιουσιακό στοιχείο στην κυριότητα των ως άνω εναγουσών, ούτε αποδείχθηκε κάποια συγκεκριμένη οφειλή των ως άνω εναγουσών εταιρειών, προς τρίτους. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία επιδικάσθηκε με διαιτητική απόφαση Διαιτητικού Δικαστηρίου του …, το ποσό των 3.633.886 δολλαρίων ΗΠΑ, ως οφειλόμενο σε αυτή ποσό ναύλου για τα έτη 2005-2006 από τη ναυλώτρια του πλοίου “…” εταιρεία με την επωνυμία “….”, ενώ η έβδομη ενάγουσα όπως προαναφέρθηκε έλαβε κατά το έτος 2014, μαζί με την δεύτερη ενάγουσα, ποσό 9.350.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι έχει χρέη προς τρίτους και ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Επιπλέον, αναφορικά με τους όγδοο έως και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αφερεγγυότητά τους ως επιχειρηματιών, καθόσον οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν το σχετικό βάρος απόδειξης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών ή χρεών των ως άνω εναγόντων – φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από μόνο το γεγονός, ότι ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων οι ως άνω ενάγουσες εταιρείες δήλωσαν οικονομική αδυναμία (όπως προκύπτει αφενός από την από 27-5-2014 επιστολή της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας Keates Ferris, η οποία ανέλαβε την εκπροσώπηση των εναγουσών στις δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων μετά τον Απρίλιο του 2014, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγουσες εταιρείες …… κλπ. παραμένουν χωρίς περαιτέρω κεφάλαια, για να καταβάλλουν τις ενδιάμεσες πληρωμές για τα κόστη, που έχουν διαταχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και αφετέρου από την από 24-6-2014 επιστολή της ίδιας ως άνω δικηγορικής εταιρείας προς το Εφετείο του …, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής αδυναμίας των εναγουσών εταιρειών …… κλπ. να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τη δικαστική διαδικασία, δεν υπάρχει λόγος για νέα προφορική συζήτηση της εφέσεως), δεν τεκμαίρεται αναντίρρητα ότι υφίσταται έκδηλη και μόνιμη οικονομική αδυναμία των εναγόντων, καθόσον προέκυψε ότι οι πρώτη και έβδομη ενάγουσες εταιρείες έχουν ήδη καταβάλει το ποσό των 284.000 και 100.000 λιρών Αγγλίας για αποζημίωση και για δικαστική δαπάνη των εναγόμενων με τις παρούσες αγωγές ασφαλιστών ήτοι συνολικά 384.000 λίρες Αγγλίας και ανάλογα ποσά για τους ίδιους λόγους και στους ασφαλιστές κύτους και μηχανής – αντιδίκους τους για την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση των ενδίκων αγωγών, σε εκτέλεση της από 19-12-2011 Απόφασης και της από 2-12-2012 σχετικής Διαταγής του Άγγλου Δικαστή κου Burton, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες αντίγραφα των αποδείξεων κατάθεσης των οικείων ποσών σε πίστωση του Γενικού Λογιστηρίου των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Αγγλίας. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί αδιάσειστο τεκμήριο περί της ύπαρξης οικονομικής αδυναμίας των εναγόντων από την αλλαγή νομικής εκπροσώπησής τους ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, διότι αφενός η επιλογή νομικής εκπροσώπησης από κάθε διάδικο ανάγεται σε κατοχυρωμένο από εθνικά και διεθνή κείμενα δικαίωμά του και αφετέρου η αιτία ορισμένων από τις αλλαγές αυτές συνίσταται στο γεγονός, ότι εκ μέρους των εναγόντων διατυπώθηκε η μομφή σε βάρος του Άγγλου δικηγόρου Crampton περί της διάπραξης σοβαρής παράβασης εκ μέρους του κατά την εκπροσώπηση των εναγόντων στη δίκη ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου το Φεβρουάριο του 2012, οπότε εκδόθηκε η ως άνω απόφαση του Άγγλου Δικαστή κου Burton. Ούτε από την απουσία των εναγόντων κατά τη διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων της Αγγλίας, συνάγεται οικονομική αδυναμία τους, συμπέρασμα συναγόμενο και από την κατωτέρω αναφερόμενη απόφαση του Δικαστή Flaux σύμφωνα με την οποία η μη συμμετοχή των εναγόντων στην ενώπιόν του διαδικασία οφειλόταν σε λόγους τακτικής και όχι σε οικονομική τους αδυναμία. Επιπλέον στο πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας τους με τους ασφαλιστές και εν γένει τα ανωτέρω φυσικά και νομικά πρόσωπα, οι ενάγοντες έχουν ήδη καταβάλει σημαντικά ποσά, υπολογιζόμενα στο ποσό των 1.000.000 ευρώ περίπου, για τη νομική εκπροσώπησή τους ενώπιον των ημεδαπών αλλά και αλλοδαπών Δικαστηρίων, από το γεγονός δε αυτό συνάγεται ότι υφίσταται η οικονομική δυνατότητα για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση ενδεχόμενης ήττας τους στην παρούσα δίκη. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης των εναγόντων όλων των υπό κρίσιν αγωγών, η ένσταση περί παροχής εγγυοδοσίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη.
Επί της ένστασης έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 του προαναφερόμενου Κανονισμού 44/2001 (άρθρο 18 της Συμβάσεως των Βρυξελλών) “πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται όταν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22″. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη μορφή εκείνη της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας που συντελείται από μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η εναντίον του αγωγή, χωρίς να προβάλει ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει μεν ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας, αλλά επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής, είτε ως απαράδεκτης είτε νόμω ή κατ` ουσία αβάσιμης, ακολουθείται η αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 24, κατά την οποία οποιοσδήποτε άλλος λόγος απόρριψης της αγωγής, περιλαμβανομένων και των λόγων απαραδέκτου, θα πρέπει να προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, διαφορετικά ο δικάζων δικαστής θα οφείλει να διαπιστώσει την ύπαρξη σιωπηρής παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 24 (βλ. σχετ. Κεραμέα-Κρεμλή-Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών, υπ` άρθρο 18, σελ. 169 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, στην αρχή των προτάσεων που υπέβαλαν οι εναγόμενες, ανέφεραν ως γενική παρατήρηση ότι ” Αρνούμαστε τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά. Η κατάθεση των προτάσεών μας, η παράστασή μας ενώπιον του Δικαστηρίου και κάθε άλλη ενέργεια ενώπιον του Δικαστηρίου Σας τελούν υπό την επιφύλαξη της αμφισβήτησης της διεθνούς και κατά τόπον δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κάθε και οιοσδήποτε ισχυρισμός μας, όπως παρουσιάζεται πιο κάτω, προβάλλεται με την επιφύλαξη αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.», εν συνεχεία προτείνει την ένσταση εγγυοδοσίας και ακολούθως αναπτύσσει την ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αναπτύσσοντας την ένσταση αυτή, Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα οι εναγόμενοι προέταξαν την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τους δε άλλους ισχυρισμούς άμυνας επί της ουσίας και λόγους απαραδέκτου προέβαλαν για την περίπτωση απορρίψεως από το Δικαστήριο της ενστάσεως ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως ρητά αναφέρουν και στην ως άνω δήλωσή τους. Πρέπει δε να σημειωθεί οτι η ένσταση εγγυοδοσίας, η οποία σε κάθε περίπτωση έπεται της άρνησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού, δεν συνιστά απάντηση στην αγωγή, τουναντίον άρνηση απάντησης σε αυτή. Είχε, επομένως, η παράσταση των εναγομένων, ως πρώτο σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού και επομένως δεν υπήρξε σιωπηρή παρέκταση της δικαιοδοσίας του αυτής κατά την έννοια του άρθρου 24 του Κανονισμού που αναφέρθηκε ( βλ.και Εφ Πειρ. 854/2006, Τράπεζα Νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων.
- Με βάση τη συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 1999, εκδόθηκε στις 22-12-2000 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο Κανονισμός 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστός ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Ο νέος κανονισμός υποκατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 του Κανονισμού), στις σχέσεις των κρατών μελών και άρχισε να ισχύει από 1-3-2002. Όπως ισχύει πλέον για όλους τους Κανονισμούς, έτσι και ο Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη. Υπερισχύει του Εθνικού δικαίου ακόμη και του Συντάγματος, και ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) «αν τα μέρη από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται στην συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού, το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς και όλες οι γενικές και ειδικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου ως βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, παραμερίσθηκαν αυτόματα (βλ. για την ταυτότητα του λόγου Κεραμέα: Η Σύμβαση των Βρυξελλών κ.λπ. ΝοΒ 38,1285, ΕφΑθ 5610/1999 ΕλλΔνη 43,1455). Κατά το ΔΕΕ, η ερμηνεία των συμφωνιών παρεκτάσεως δεν θα πρέπει να παραγκωνίζει την ελευθερία διαθέσεως των διαδίκων μερών. Η ευρύτητα στην ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως σχετικά με τις διαφορές που καλύπτονται υπ’ αυτής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με το ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το ορισθέν στο πλαίσιο έγκυρης ρήτρας παρεκτάσεως δικαστήριο κράτους μέλους είναι αποκλειστικώς αρμόδιο και όταν με την αγωγή ζητείται, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί ακυρότητα της συμβάσεως που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Η ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως πρέπει να γίνει κατά το εφαρμοστέο δίκαιο στο ουσιαστικό περιεχόμενο της ρήτρας, δηλ. κατά τα προαναφερθέντα, πρωτίστως από τον ίδιο τον Κανονισμό και δευτερευόντως από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή ή τη lex fori του παρεκτεινομένου δικαστηρίου ή με αναφορά στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, στην οποία εμπεριέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως. Προσήκει μία διασταλτική ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως, ούτως ώστε να καταλαμβάνονται όλες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν σε σχέση με τη σύμβαση, στην οποία εμπεριέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως (βλ. και ΔΕΕ 10.3.1992 υπόθ. C-214/89 (Duffryn/Petereit) ΣυλλΝομολ 1992 Ι-1745, ΔΕΕ 3.7.1977 υπόθ. C-269/95 (Ben…asa/Dentalkit) ΣυλλΝομολ 1997 Ι-3767, Mankowski σε Rauscher (εκδ.) Europaisches Zivilprozess und Kollisionsrecht 2011 Art. 23 Brussel I-VO αρ. 62, 140). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ρήτρα καταλαμβάνει και τις αδικοπρακτικές αξιώσεις που ασκούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων, εφόσον σχετίζονται με τη σύμβασή τους (βλ. και ΕφΑθ 4609/2012 NoB 2014/581, ΕφΑθ 5973/2013 NoB 2014/583, Σαχπεκίδου «Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο» 2000 σελ 106, Schlosser «Europaisches Zivilprozessrecht» ό.π., Art. 23 EuGWO αριθ. 38, Kropholler/von Hein «Europaisches Zivilprozessrecht» 2011 Art. 23 αριθ 69, Mankowski σε Rauscher ό.π. Art. 23 Brussel I-VO αριθ. 62a, Hausmann σε Unalex Kommentar Brussel I-Verordnung 2012 Art. 23 αριθ. 140). Τούτο δε προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά. Σχετικά προς την επάρκεια του ορισμένου της ρήτρας παρεκτάσεως, το άρθρ. 23 παρ. 1 του Κανονισμού σαφώς διαλαμβάνει περί διαφορών που είτε ήδη έχουν προκύψει είτε πρόκειται στο μέλλον να προκύψουν. Συμφωνία παρεκτάσεως αναφορικά με αδικοπρακτικές ενοχές που καταρτίζεται προ της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, εφόσον αφορά αξίωση εξ αδικοπραξίας αναφορικά με συγκεκριμένη έννομη σχέση που βαίνει παραλλήλως, είναι έγκυρη (ΕφΑθ 4467/2010 ΔΕΕ 2011218 επ.), τούτο δε διότι υπάρχει σύνδεση με συγκεκριμένη έννομη σχέση, που δεν δημιουργεί θέμα ασάφειας της ρήτρας. Η συμφωνία παρέκτασης αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά το lex fori, ενώ το δικαίωμα πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, με βάση δε το άρθρο 44 ΚΠολΔ, οι ως άνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο (βλ. ΕφΑθ 717/2009 ΕλλΔνη 2009.559, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 6359/2003 ΕλλΔνη 2004/1466). Η έγγραφη αυτή συμφωνία, όταν συνομολογείται να αφορά κάθε μελλοντική διαφορά, που τυχόν θα προκύπτει από μια έννομη σχέση, περιλαμβάνει κάθε σχετική αξίωση είτε από αδικοπραξία, είτε από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ανεξαρτήτως σε ποιες διατάξεις νομού θα υπαγόταν κάθε φορά το πραγματικό αυτής (βλ. ΑΠ 822/2001 ΕλλΔνη 2001/912, ΕφΑθ 5973/2013 ΝοΒ 2014/583). Τέλος, μια τέτοια συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας δικαστηρίου καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά (βλ. ΑΠ 948/2015, ΑΠ 1542/2014 και ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/1993 ΕΕΝ 1994.529, ΑΠ 1288/1994, ΕφΑθ 4609/2012 ό.π., ΕφΑθ 4467/2010, ΕφΑθ 2523/2005, ΠΠρΑθ 21/2011, ΠΠρΑθ 6765/2004 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ECJ C-9/87, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ECR (1988) 1539, ECJ 27.9.1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis v Bankhaus Schroeder, Muenchmeyer, Hengst and Co. Andothers, [1988] ECR 5565, βλ. επίσης σχ. και άρθρα 6.1 και 28 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 ΕΚ). Περαιτέρω, ο ως άνω Κανονισμός 44/2001 διατήρησε στο άρθρο 33 το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το κράτος αναγνωρίσεως αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων της αλλοδαπής αποφάσεως στην έννομη τάξη του σαν να επρόκειτο για δική του απόφαση, χωρίς την παρεμβολή άλλης διαδικασίας, ενώ παράλληλα η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος. Επέμβαση δικαστικής αρχής προβλέπεται μόνον όταν η αναγνώριση της αποφάσεως αμφισβητείται. Στην περίπτωση αυτή, καθιερώνεται, κατά το πρότυπο της Σύμβασης των Βρυξελλών, διαδικασία για την κύρια ή παρεμπίπτουσα αναγνώρισή της, η οποία όμως απλοποιείται σημαντικά, ώστε να θεραπεύσει τους στόχους του κανονισμού αυτού. Όταν πάντως το ζήτημα αναγνωρίσεως προκύπτει παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη, ο Κανονισμός (άρθρο 33 παρ. 3), όπως ακριβώς και η Σύμβαση των Βρυξελλών, προσδίδει στο δικαστήριο της κύριας αγωγής διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει την αναγνώριση. Το Δικαστήριο αυτό έχει παράλληλα διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ενός από τους λόγους μη αναγνωρίσεως των άρθρων 34 και 35. Ενόψει όμως της αδυναμίας αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του δικαστηρίου, οι ανωτέρω λόγοι πρέπει να προταθούν και να αποδειχθούν από το διάδικο που αμφισβητεί. Οι λόγοι, που εμποδίζουν την αναγνώριση της αλλοδαπής αποφάσεως, προβλέπονται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού. Ο Κανονισμός, ως λόγο μη αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως των αποφάσεων, αναγνωρίζει την επιφύλαξη της γενικής ρήτρας της δημόσιας τάξεως που ανευρίσκεται στα περισσότερα εθνικά δίκαια, αλλά και στις διμερείς συμβάσεις. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 34 σημ. 1, «απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως». Η προσθήκη του επιρρήματος «προφανώς», που δεν ανευρίσκεται στην αντίστοιχη ρύθμιση της Σύμβασης των Βρυξελλών, υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να υπογραμμισθεί ακόμα περισσότερο ο εξαιρετικός χαρακτήρας της ρήτρας. Η επιφύλαξη της δημόσιας τάξεως παραμένει λοιπόν ο κατ’ εξοχήν εξαιρετικός λόγος μη αναγνωρίσεως των κοινοτικών αποφάσεων και η σχετική διάταξη που τον καθιερώνει πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, έτσι ώστε η εφαρμογή της να εφαρμόζεται σε απολύτως ακραίες περιπτώσεις. Η νέα διατύπωση της διατάξεως αποτυπώνει το σύγχρονο πνεύμα της νομολογίας του ΔΕΚ. Ενόψει της απαγορεύσεως της κατ’ ουσίαν αναθεωρήσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, αντίθεση στη δημόσια τάξη υπάρχει μόνον όταν η αναγνώριση ή η εκτέλεση προσκρούει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους υποδοχής, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματά του. Σε αυτά, πρωτεύουσα θέση κατέχει και το κατοχυρωμένο από την ΕΣΔΑ δικαίωμα υπερασπίσεως, το οποίο δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό της απλουστεύσεως των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση ή εκτέλεση. Είναι προφανές ότι η έννοια της «κατάφωρης προσβολής» αποδίδει την έννοια της προφανούς προσβολής της δημόσιας τάξεως, κατ’ άρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού, η οποία μάλιστα πρέπει, υπό το φως της αποφάσεως αυτής, να προσεγγίζεται πλέον όχι μόνο με Εθνικά αλλά και με Κοινοτικά κριτήρια. Εξάλλου, στο άρθρο 27 του ως άνω Κανονισμού ορίζονται τα εξής: «1) Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με την ίδια αιτία μεταξύ των διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. 2) Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.» Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το Δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο, αυτό θα εκδικάσει την υπόθεση και τα δικαστήρια, που έχουν τυχόν επιληφθεί μεταγενέστερα, οφείλουν να διαπιστώσουν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους υπέρ του δικαστηρίου αυτού. Πρακτικώς, παρέπεται ότι θα πρέπει να απορρίψουν τις ενώπιον τους αγωγές ως απαράδεκτες, η δε υπόθεση θα εκδικασθεί από το πρώτο δικαστήριο (ΕφΠειρ 617/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή δικαιοδοσία των αποφάσεων» εις χειρ. Κεραμέας – Κρεμλής – Ταγαράς αρ. 21 σελ. τώρα 27 του διεθνούς Κανονισμού σελ. 185 επ.). Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 34 της Σύμβασης των Βρυξελλών της 27-9-1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων (το οποίο αντιστοιχεί στα άρθρα 41 και 45 του Κανονισμού 44/2001), συνδυαζόμενη προς τις διατάξεις των άρθρων 27 και 28 της Σύμβασης (τα οποία αντιστοιχούν στα άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού 44/2001), δεν αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης η παράβαση του άρθρου 21 της Σύμβασης (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 27 του Κανονισμού 44/2001), ενώ κατά τη διαδικασία της αναγνώρισης δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου της προέλευσης, πλην των εξαιρέσεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 28 της Σύμβασης των Βρυξελλών (αντίστοιχου άρθρου 28 του Κανονισμού), για τις οποίες τώρα δεν πρόκειται, ούτε οι σχετικοί με αυτή κανόνες προσκρούουν ση δημόσια τάξη του άρθρου 27 παρ.1 αυτής (αντίστοιχου άρθρου 34 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001) (άρθρο 28 παρ.3) (βλ. σχ. ΑΠ 36/2003 ΕλλΔνη 2004/431). Επίσης, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στη νομική θεωρία, οι διατάξεις των άρθρων 34 και 35 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001 ερμηνεύονται στενά και δεν μπορεί, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, να εφαρμοσθούν αναλογικά σε άλλες αρρύθμιστες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση που εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 για την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια, διότι η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 34 του Κανονισμού συνεπάγεται την παρεμπόδιση της αναγνώρισης ή/και εκτελεστότητας μιας απόφασης και εντεύθεν την παρεμπόδιση του αποτελέσματος της επίτευξης ενός εκ των θεμελιωδών σκοπών του Κανονισμού 44/2011, ήτοι της προώθησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων, με την πρόβλεψη μιας απλής και ταχείας διαδικασίας κηρύξεως της εκτελεστότητας (βλ. σχ. Αν. Βαλτούδη «Η έννοια των ασυμβίβαστων δικαστικών αποφάσεων του άρθρου 34 αρ. 3 και 45 εδ. α΄ του Κανονισμού 44/2001, με αφορμή την απόφαση ΔΕΕ 26.9.2013 Saltzgilter/Laminorul C-157/12). Έτι περαιτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 15, 16 και 17 του Κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής: «(2) Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό. (6) Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα. (15) Για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης, θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβιβάστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας και για την αποφυγή προβλημάτων που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις στα κράτη μέλη ως προς την ημερομηνία, κατά την οποία μια υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί. Για τους σκοπούς του ανά χείρας κανονισμού πρέπει να καθοριστεί η ημερομηνία αυτή αυτοτελώς. (16) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης. (17) Η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη απαιτεί αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας, με την οποία κηρύσσεται εκτελεστή σε κράτος μέλος απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Για το σκοπό αυτό, μια απόφαση θα πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο οιονεί αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να έχει το δικαστήριο τη δυνατότητα να προβάλει αυτεπαγγέλτως έναν από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον ανά χείρας κανονισμό». Το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 ορίζει τα εξής: «Ως απόφαση, κατά την έννοια της παρούσας συμβάσεως, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.», το άρθρο 33 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής: «1. Απόφαση, που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος, αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, κάθε ενδιαφερόμενος που [προβάλλει ως κύριο αίτημα] την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος τίτλου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί. 3. Αν η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά». Το άρθρο 34 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής: «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) Αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, 2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει, 3) αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως και 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις
που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως». Το άρθρο 35 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής: «1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του τίτλου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72, 2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή, ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση, δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις, στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη, υπό την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1». Το άρθρο 36 του ιδίου Κανονισμού έχει ως εξής: «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως». Ειδικότερα, για το ζήτημα της αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης, ως προς το κριθέν από αυτή ζήτημα της αναγνωρίσεως ή της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το ΔΕΕ με την υπ’ αριθ. C-456/2011 (Gothaer Allgemeine Versicherung AG/Samskip Gmbh) απόφασή του, απαντώντας στα ενώπιον του υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα α) περί του αν το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει απόφαση, με την οποία δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία η σχετική δικαστική απόφαση θα χαρακτηριζόταν ως «απόφαση επί του παραδεκτού», βάσει του δικαίου άλλου κράτους μέλους και β) αν τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 44/2001 έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, δεσμεύεται από την αφορώσα την εγκυρότητα της εν λόγω ρήτρας διαπίστωση, η οποία περιέχεται στο σκεπτικό της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, έκρινε ως εξής: Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 32 του Κανονισμού 44/2001, η έννοια της «αποφάσεως» καταλαμβάνει «κάθε» απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, χωρίς καμία διάκριση λόγω του περιεχομένου της, όπερ επάγεται καταρχήν ότι η έννοια αυτή καταλαμβάνει και απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (βλ. συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, C-103/05, Reisch Montage, Συλλογή 2006, σ. I-6827, σκέψη 29, της 23ης Απριλίου 2009, C-167/08, Draka NK Cables κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I?3477, σκέψη 19, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-189/08, Zuid-Chemie, Συλλογή 2009, σ. I-6917, σκέψη 17). Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, ένας από τους στόχους του Κανονισμού 44/2001 είναι η «απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών», τα οποία δεσμεύονται από τον Κανονισμό, όπερ συνηγορεί και υπέρ μιας ερμηνείας της εννοίας «απόφαση», χωρίς να λαμβάνεται ο αποδιδόμενος από το δίκαιο κράτους μέλους χαρακτηρισμός σε πράξη εκδοθείσα από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, είτε πρόκειται για το κράτος μέλος προελεύσεως είτε για το κράτος μέλος αναγνωρίσεως. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 6 του Κανονισμού 44/2001 γίνεται λόγος για το στόχο «της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ένας τέτοιος στόχος καθιστά εκ φύσεως επιτακτική την ανάγκη ερμηνείας της κατά το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001 εννοίας «απόφαση», η οποία καταλαμβάνει και αποφάσεις, με τις οποίες δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Πράγματι, η μη αναγνώριση τέτοιων αποφάσεων θα μπορούσε να θίξει σοβαρά την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων. Ως προς το θεσπισθέν με τον Κανονισμό 44/2001 σύστημα, με τις αιτιολογικές σκέψεις του 16 και 17 υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να εικάζεται ότι η εν λόγω έννοια δεν ερμηνεύεται συσταλτικώς, προκειμένου να αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, διαφορές ως προς το αν υφίσταται «απόφαση». Θα θιγόταν η εν λόγω αμοιβαία εμπιστοσύνη, αν δικαστήριο κράτους μέλους μπορούσε να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως, με την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της απόψεως, ότι δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να αρνείται την αναγνώριση μιας τέτοιας αποφάσεως, θα προσέκρουε στο θεσπισθέν με τον Κανονισμό 44/2001 σύστημα, καθόσον παρόμοια άρνηση θα ήταν δυνατόν να θίξει την αποτελεσματική λειτουργία των εξαγγελλόμενων στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού κανόνων, οι οποίοι αφορούν την κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών. Το άρθρο 33 εξαγγέλλει την αρχή, ότι οι αποφάσεις πρέπει να αναγνωρίζονται, ενώ τα άρθρα 34 και 35 προβλέπουν εξαιρέσεις από την ανωτέρω αρχή, οι οποίες πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Άλλωστε, το άρθρο 35 παράγραφος 3 ορίζει ότι δεν μπορεί να ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, ενώ το κριτήριο περί δημόσιας τάξεως δεν μπορεί να εφαρμόζεται επί των σχετικών με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνων. Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει και απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην έκθεση, την οποία συνέταξε ο P. Jenard αναφορικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, στο εξής «έκθεση Jenard»), «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους» (C-145/1986 Horst Ludwig Martin Hoffmann/Adelheid Krieg, σκέψεις 10-11). Επομένως, αλλοδαπή απόφαση, που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 33 του Κανονισμού 44/2001 πρέπει, καταρχήν, να αναπτύσσει στο κράτος αναγνωρίσεως τις ίδιες έννομες συνέπειες με εκείνες που αναπτύσσει στο κράτος εκδόσεώς της, με την επιφύλαξη βέβαια των λόγω αρνήσεως της αναγνωρίσεως (βλ. συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Hoffmann, σκέψη 11). Επιπλέον, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων αποτελεί το υπόβαθρο του θεσπισθέντος με τον Κανονισμό 44/2001 συστήματος. Πράγματι, επιβάλλεται υψηλός βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατά μείζονα λόγο, όταν τα δικαστήρια των κρατών μελών καλούνται να εφαρμόσουν κοινούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο μέτρο αυτό, οι περί τη δικαιοδοσία κανόνες, καθώς και οι αφορώντες την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων κανόνες, οι οποίοι απαντούν στον Κανονισμό 44/2001, δεν συνιστούν δύο χωριστά και αυτοτελή σύνολα κανόνων, αλλά έχουν στενή σχέση μεταξύ τους (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, C-514/10, Wolf Naturprodukte, σκέψη 25). Ένας τέτοιος δεσμός είναι εκείνος, ο οποίος αφενός δικαιολογεί τον απλοποιημένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως του άρθρου 33, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, κατά τον οποίο οι εκδοθείσες σε κράτος μέλος αποφάσεις αναγνωρίζονται καταρχήν στα λοιπά κράτη μέλη και ο οποίος αφετέρου επάγεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 35 παράγραφος 3 του ιδίου Κανονισμού, την έλλειψη ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκδόσεως της αποφάσεως (βλ. συναφώς, γνωμοδότηση 1/03 της 7ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-1145, σκέψη 163). Στο μέτρο, κατά το οποίο δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως διαπίστωσε την εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο του ελέγχου της δικής του διεθνούς δικαιοδοσίας, θα αντέκειτο προς την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατά την απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, το να εξετάσει εκ νέου το ίδιο ζήτημα της εγκυρότητας δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 του Κανονισμού 44/2001, αποκλείεται «η επί της ουσίας αναθεώρηση» της αποφάσεως του κράτους μέλους εκδόσεως, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή περί αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πράγματι, κατά την έκθεση Jenard (σ. 74) «[η] έλλειψη [αναθεωρήσεως επί της ουσίας] επιβάλλει πλήρη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως· η εμπιστοσύνη αυτή, όσον αφορά το βάσιμο της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει φυσιολογικά να επεκτείνεται και στην εφαρμογή των [εναρμονισμένων] κανόνων δικαιοδοσίας από το δικαστήριο». Το να γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο κράτους μέλους αναγνωρίσεως έχει τη δυνατότητα να κρίνει άκυρη τη ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, την οποία το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αναγνώρισε ως έγκυρη, θα προσέκρουε στην εν λόγω απαγόρευση της αναθεωρήσεως της αποφάσεως επί της ουσίας, ιδίως υπό περιστάσεις, υπό τις οποίες το τελευταίο αυτό δικαστήριο θα ήταν δυνατόν να κρίνει ότι είναι αρμόδιο ελλείψει της ανωτέρω ρήτρας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, μια τέτοια διαπίστωση εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως θα έθετε υπό αμφισβήτηση όχι μόνο την ενδιάμεση κρίση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας αλλά και της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία τούτο κρίνει εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί. Η απαγόρευση του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως να διαπιστώσει τη δική του δικαιοδοσία, στο μέτρο κατά το οποίο το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Η υποχρέωση περί ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει ότι ο εν λόγω περιορισμός προσδιορίζεται επακριβώς σε επίπεδο της Ένωσης και ότι τούτο δεν εξαρτάται από τους αφορώντες την ισχύ του δεδικασμένου διαφορετικούς εθνικούς κανόνες. Η έννοια του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν εστιάζεται αποκλειστικώς στο διατακτικό της επίδικης δικαστικής αποφάσεως, αλλά επεκτείνεται και στο σκεπτικό της, το οποίο αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού της και συνιστά ως εκ τούτου αναπόσπαστο μέρος αυτού (βλ. ιδίως αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2006, C-442/03 P και C-71/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputacin Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 44, και της 19ης Απριλίου 2012, C-221/10 P, Artegodan κατά Επιτροπής, σκέψη 87). Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι κοινοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας, τους οποίους εφαρμόζουν τα δικαστήρια των κρατών μελών, απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε από τον Κανονισμό 44/2001 και από την ανάγκη περί ομοιομορφίας, η έννοια της ισχύος του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης ασκεί επιρροή ως προς τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, τα οποία παράγει απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Υπό την έννοια αυτή, απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη, δεσμεύει τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τόσο όσον αφορά την απόφαση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στο διατακτικό της αποφάσεώς του, όσο και όσον αφορά τη διαπίστωση ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας, την οποία εμπεριέχει το σκεπτικό της, το οποίο και συνιστά το αναγκαίο υπόβαθρο του συγκεκριμένου διατακτικού (βλ. σχ. σκέψεις 29 και 36-41 της υπ’ αριθ. C-456/2011 απόφασης του ΔΕΕ (Gothaer Allgemeine Versicherung AG/Samskip Gmbh). Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι τα άρθρα 32 και 33 του Κανονισμού 44/2001 έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, δεσμεύεται από την αφορώσα την εγκυρότητα της εν λόγω ρήτρας διαπίστωση, η οποία απαντά στο σκεπτικό τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα για την εν λόγω υπόθεση: Λόγω της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και της θεσπίσεως κοινών κανόνων δικαιοδοσίας, τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών, ο Kανονισμός 44/2001 αποκλείει, καταρχήν, τον έλεγχο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας είτε εμμέσως, μέσω της δημόσιας τάξεως, απαγορεύοντας, πάντως, στο ίδιο εδάφιο, οποιαδήποτε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως. Σύμφωνα με την έκθεση Jenard, «η μη αναψηλάφηση της υποθέσεως [προϋποθέτει] πλήρη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως, η εμπιστοσύνη αυτή όσον αφορά το βάσιμο της δικαστικής αποφάσεως πρέπει φυσιολογικά να επεκτείνεται και στην εφαρμογή των κανόνων δικαιοδοσίας από το δικαστήριο». Tο δεσμευτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως περί ελλείψεως δικαιοδοσίας πρέπει κατ’ ανάγκην να επεκτείνεται στην κρίση περί του κύρους και της εκτάσεως ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του αν στην κρίση αυτή προσδίδεται ισχύς δεδικασμένου από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως ή του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. Η άποψη αυτή στηρίζεται, κατ’ αρχάς, στους σκοπούς του Κανονισμού 44/2001, ακολούθως στη γενική οικονομία των δικονομικών διατάξεων του κανονισμού αυτού περί διεθνούς δικαιοδοσίας και, τέλος, στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Είναι αντίθετη προς τους σκοπούς αυτούς η αναγνώριση στο δικαστήριο από το οποίο ζητείται η αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως της εξουσίας να επανεξετάσει την έκταση ισχύος και το κύρος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας βάσει της οποίας το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως κήρυξε εαυτό αναρμόδιο. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών, η οποία δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, τον αυτόματο χαρακτήρα της αναγνωρίσεως των αλλοδαπών αποφάσεων, τον περιορισμό των λόγων μη αναγνωρίσεως, τον αποκλεισμό του ελέγχου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προελεύσεως αλλά και την επί της ουσίας αναθεώρηση προϋποθέτει, πράγματι, ότι κάθε δικαστήριο κράτους μέλους θεωρεί τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών ισοδύναμες με τις δικές του. Εξ αυτού προκύπτει ότι, αν ένα από τα ισότιμα δικαστήρια έχει ήδη κληθεί, στο πλαίσιο του ελέγχου της δικαιοδοσίας του, να αποφανθεί προηγουμένως επί του κύρους και της εκτάσεως ισχύος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση της σχετικής αποφάσεως δεν μπορεί να κρίνει εκ νέου το ίδιο ζήτημα. Η παραδοχή ότι το δικαστήριο του κράτους μέλους, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, μπορεί να θεωρήσει άκυρη τη ρήτρα περί παρεκτάσεως της δικαιοδοσίας που το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αναγνώρισε ως έγκυρη, θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση προς την αρχή της απαγορεύσεως της επί της ουσίας αναθεωρήσεως αλλοδαπής αποφάσεως, η οποία απαγορεύει στο πρώτο δικαστήριο να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το δεύτερο με το σκεπτικό ότι το ίδιο θα είχε αποφανθεί διαφορετικά. Μία από τις ισχυρότερες ενδείξεις της εύνοιας του Κανονισμού 44/2001 υπέρ της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων στο πλαίσιο της Ένωσης είναι η αρχή, σύμφωνα με την οποία η έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως δεν αποτελεί λόγο, για να μην αναγνωριστεί η απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό, εκτός από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Κανονισμού. Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι μια απόφαση επί της ουσίας μπορεί να αναγνωριστεί, ακόμη και αν έχει εκδοθεί κατά παράβαση των κοινών κανόνων ευθείας αρμοδιότητας, που προβλέπονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού, έστω και αν το ζήτημα της δικαιοδοσίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαραθέσεως μεταξύ των διαδίκων. Η απαγόρευση του ελέγχου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, να διαπιστώσει τη δική του δικαιοδοσία. Πράγματι, παρόλο που το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί μόνον επί της δικής του δικαιοδοσίας, καθόσον ο Κανονισμός 44/2001 δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, εντούτοις, η απόφαση που εκδίδει το δικαστήριο αποφαινόμενο επί της δικής του δικαιοδοσίας επηρεάζει, κατ’ ανάγκην, εμμέσως τη δικαιοδοσία των λοιπών δικαστηρίων της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η άσκηση από ένα δικαστήριο της Ένωσης του καθήκοντός του να ελέγχει τη διεθνή δικαιοδοσία του συνεπάγεται περιορισμό της εξουσίας των λοιπών δικαστηρίων να διαπιστώσουν τη δική τους δικαιοδοσία. Η θεμελιώδης υποχρέωση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω, προϋποθέτει τον ενιαίο προσδιορισμό του περιορισμού αυτού, ο οποίος δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως των εθνικών κανόνων που προσδιορίζουν την έκταση της ισχύος του δεδικασμένου. Ένα επιχείρημα υπέρ της απόψεως αυτής παρέχει το άρθρο 35 παράγραφος 2 του Κανονισμού 44/2001, το οποίο, στις περιπτώσεις, στις οποίες κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο αναγνωρίσεως μπορεί να ελέγξει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, προβλέπει πάντως ότι το αναγνωρίσεως δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών, στις οποίες στήριξε τη δικαιοδοσία του το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως. Επομένως, ο κανόνας αυτός καθορίζει εκ των προτέρων την επιβαλλόμενη εμπιστοσύνη προς τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών του αλλοδαπού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως ή του κράτος μέλους αναγνωρίσεως προσδίδουν στις διαπιστώσεις αυτές ισχύ δεδικασμένου. Η ανάλυση αυτή επιβάλλεται επιπλέον και υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέει δε από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Η αρχή αυτή περιελήφθη και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, έχει, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της ΣΕΕ, «το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Η αρχή αυτή εκφράζει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου στη δίκαιη, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας εκδίκαση της υποθέσεώς του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Η άρνηση του δεσμευτικού αποτελέσματος της αποφάσεως του δικαστηρίου προελεύσεως, το οποίο, προτού εξετάσει τη δικαιοδοσία του, έκρινε το ζήτημα του κύρους και της εκτάσεως ισχύος μιας ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, θα αντέκειτο προς την εν λόγω αρχή, καθώς θα δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο αρνητικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, ο οποίος θα κατέληγε σε παντελή έλλειψη ένδικης προστασίας. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που ένα δικαστήριο κηρύξει εαυτό αναρμόδιο λόγω της υπάρξεως ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας σε άλλο δικαστήριο, το τελευταίο αυτό δικαστήριο, αν κρίνει άκυρη τη ρήτρα, θα μπορούσε επίσης να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Εν περιλήψει, οι σκοποί και η γενική οικονομία των δικονομικών διατάξεων του Κανονισμού 44/2001, καθώς και το δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία, επιτάσσουν να εκτιμάται το κύρος και η έκταση ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας από ένα και μόνο δικαστήριο της Ένωσης, ενώ το δικαστήριο του κράτους μέλους, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, έχει δικαίωμα να εξετάσει τη ρήτρα αυτή μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις, στις οποίες του επιτρέπεται να ελέγχει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Επομένως, το δικαστήριο του κράτους μέλους, προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναγνωρίσεως, πρέπει να δεσμεύεται από την κρίση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως, ακόμη και αν αυτή περιέχεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται σε αυτήν ισχύς δεδικασμένου από τις εθνικές νομοθεσίες.
Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι όλων των υπό κρίσιν αγωγών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, υπέβαλαν προεχόντως και πριν απαντήσουν στις κρινόμενες αγωγές, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, επικαλούμενοι ότι για τις ασκούμενες αξιώσεις, αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας και δη το Ανώτερο Δικαστήριο του …, δυνάμει ειδικής συμφωνίας παρέκτασης βάσει των διατάξεων του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία περιλαμβάνεται αφενός στο προαναφερόμενο υπ’ αρ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που καταρτίσθηκε μεταξύ όλων των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών και των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγουσών και αφετέρου στο από 13-12-2007 Συμφωνητικό Συμβιβασμού, καταρτισθέν μεταξύ αφενός της πρώτης και της έβδομης των εναγουσών και αφετέρου των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών και ότι το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί με σχετικές αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων, οι οποίες παράγουν δεδικασμένο και αναγνωρίζονται από τα ελληνικά δικαστήρια, βάσει των διατάξεων των άρθρων 33-35 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των σχετικών με την εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων (εγγράφων) και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε συνέχεια της άσκησης από την πρώτη ενάγουσα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Τμήμα Queen’s Bench Division Commercial Court – Εμπορικό Δικαστήριο) της αγωγής με αριθμό φακέλου … κατά των ασφαλιστών του βυθισθέντος πλοίου «…», ήτοι των ασφαλιστικών εταιρειών 1) … … (πρώην … …), 2) … …, 3) …, 4) … [εφεξής Ασφαλιστές …], καθώς και των (στις κρινόμενες αγωγές εναγομένων) 5) …, ατομικά και ως εκπροσώπου της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006, 6) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και 7) … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006 [Ασφαλιστές στους LLOYD’S – εφεξής Ασφαλιστές …], με αίτημα την καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης, ύψους 24.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, και πριν τη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης στο Δικαστήριο, καταρτίσθηκαν μεταξύ της πρώτης και της έβδομης των εναγουσών και των στις κρινόμενες αγωγές ασφαλιστών LLOYD’S [Ασφαλιστές …], αλλά των ασφαλιστικών εταιρειών κύτους και μηχανής [Ασφαλιστές …], που είχαν προσυπογράψει τις ασφαλιστικές συμβάσεις τα από 13.12.2007 και 3-1-2008 συμφωνητικά συμβιβασμού αντίστοιχα, δυνάμει των οποίων οι ως άνω ασφαλιστές συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη ενάγουσα ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη, κατά τα ορισθέντα μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως, σε ποσοστό (25% για τη δεύτερη ομάδα ασφαλιστών και 50% για την πρώτη ομάδα ασφαλιστών), ήτοι 75% συνολικά επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου και δη συνολικά στο ποσό των ( 8.000.000 + 16.000.000 =) 24.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, σε πλήρη και οριστική διευθέτηση όλων των απαιτήσεων που μπορεί να έχουν ως άνω ενάγουσες εταιρείες από την ασφαλιστική σύμβασης σε σχέση με την απώλεια του ως άνω πλοίου, περιλαμβανομένης κάθε απαίτησης για τόκους και έξοδα, το ανωτέρω δε ποσό κατέβαλαν η μεν πρώτη ομάδα την 30.12.2007 και η δεύτερη τμηματικά στις 5-2-2008, 12-2-2008 και 20-2-2008. Επίσης, ο αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος «…», που μετείχε στην ασφάλιση του ίδιου πλοίου, δυνάμει του από 30-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της πρώτης ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας και της έβδομης ως διαχειρίστριας, συμφώνησε να καταβάλει την αιτούμενη από την πρώτη ενάγουσα ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη, κατά τα συμφωνηθέντα μέσα στα πλαίσια της μεταξύ τους καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως, σε ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 4.800.000 ευρώ, ποσό το οποίο και κατέβαλε στις 20-2-2008. Στο προαναφερόμενο από 13-12-2007 συμφωνητικό συμβιβασμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της πρώτης ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας, της έβδομης ενάγουσας ή/και Διαχειριστών ή/και Ιδιοκτητών ή/και Συνεργαζόμενων ή/και Συνδεδεμένων Εταιρειών για τα αντίστοιχα δικαιώματά τους επί του ως άνω πλοίου (ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ) και αφετέρου τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες των κρινόμενων αγωγών[Ασφαλιστές …], προβλέπονται τα εξής: «1. Σε αντάλλαγμα της εξασφάλισης αναστολής των ένδικων διαδικασιών κατά των παρακάτω ασφαλιστών, ήτοι του 5ου,6ου και 7ου των εναγομένων από τον Ασφαλισμένο ή /και τον Ενάγοντα, και με την επιφύλαξη της εκτέλεσης των παρακάτω όρων, χωρίς διαταγή για έξοδα ή τόκους, και με τα μέρη να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να θέσουν εν ισχύ την εν λόγω αναστολή, για το σκοπό αυτό, από την πρώτη ημερομηνία, που μπορεί τούτο να επιτευχθεί, μετά τιν 20 Νοεμβρίου 2007. 2. Οι ασφαλιστές που υπογράφουν παρακάτω, συμφωνούν να καταβάλουν πριν την 24 Δεκεμβρίου 2007, εκτός αν παρεμποδίζονται από Διαταγή οποιουδήποτε Δικαστηρίου, οπότε εντός 14 ημερών από την ή άρση ή την τροποποίηση μιας τέτοιας διαταγής, που θα επιτρέπει την καταβολή ποσού 8 εκατομμυρίων Δολλαρίων ΗΠΑ, το οποίο είναι 100% της προσήκουσας αναλογίας του ασφαλισμένου ποσού, ήτοι το 25% των 32 εκατομμυρίων Δολαρίων ΗΠΑ, άνευ τόκων και εξόδων, ποσόν το οποίο πρόκειται να μετατραπεί και να καταβληθεί σε ευρώ, την ημερομηνία καταβολής στο λογαριασμό της εταιρείας … (για λογαριασμό του ενάγοντος), όπως ορίζεται παρακάτω: …… 3. Ο Ασφαλισμένος και ο Ενάγων συμφωνούν να αποδεχτούν το ισόποσο σε ΕΥΡΩ του ποσού των 8 εκατ. Δολαρίων ΗΠΑ (Δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών οκτώ εκατομμύρια) σε πλήρη και οριστική διευθέτηση όλων των απαιτήσεων, που μπορεί να έχουν υπό την Ασφαλιστική Σύμβαση υπ’ αριθ. … έναντι των Ασφαλιστών που υπογράφουν παρακάτω, σε σχέση με την απώλεια του «…», αλλά χωρίς να επηρεάζεται οποιοδήποτε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να έχει εμπλακεί κάθε Ασφαλιστής. 4. Ο Ασφαλισμένος και ο Ενάγων συμφωνούν να αποζημιώσουν τους ασφαλιστές που υπογράφουν παρακάτω, για κάθε αξίωση, η οποία μπορεί να εγερθεί εναντίον τους από οποιαδήποτε συγγενή εταιρεία ή οργανισμό του Ασφαλισμένου ή του Ενάγοντος, ή από οποιονδήποτε ενυπόθηκο δανειστή, σε σχέση με την απώλεια του «…», ή υπό το Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο υπ. αριθ. …, αλλά χωρίς να επηρεάζεται οποιοδήποτε άλλη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία μπορεί να έχουν αυτοί εμπλακεί. 5. Η παρούσα συμφωνία υπόκειται στο Αγγλικό δίκαιο και την αποκλειστική δικαιοδοσία του High Court του …». Ακολούθως, κατόπιν της υπογραφής του ως άνω συμφωνητικού συμβιβασμού, εκδόθηκε η από 20-12-2007 Διαταγή του Δικαστή Croswell, με την οποία ανεστάλησαν όλες οι ένδικες διαδικασίες ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, επί της αγωγής με αριθμό φακέλου … μεταξύ της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών …, εκτός από αυτές που αφορούσαν την εφαρμογή του επιτευχθέντος με το ανωτέρω συμφωνητικό μεταξύ τους συμβιβασμού. Την 7-1-2008 εκδόθηκε αντίστοιχη διαταγή του Δικαστή Tomlison με τις οποίες ανεστάλησαν όλες οι ένδικες διαδικασίες ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, επί της αγωγής με αριθμό φακέλου … μεταξύ της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών …, λόγω της υπογραφής του από 3.1.2008 παρόμοιου συμφωνητικού συμβιβασμού, εκτός από αυτές που αφορούσαν την εφαρμογή του επιτευχθέντος με το ανωτέρω συμφωνητικό μεταξύ τους συμβιβασμού. Περαιτέρω, προέκυψε ότι μετά την -ακολουθήσασα τον τερματισμό των σχετικών δικαστικών διαδικασιών στο Λονδίνο και παρά αυτόν- άσκηση των ένδικων αγωγών, καθώς και έτερων αγωγών ταυτόσημου περιεχομένου, στρεφόμενων από τους ιδίους (όπως και στις ένδικες αγωγές) ενάγοντες κατά των λοιπών ασφαλιστών (ασφαλιστών … και «…»), καθώς και κατά φυσικών προσώπων, εκπροσώπων και υπαλλήλων των ασφαλιστών και δικηγόρων αυτών, στις 3-8-2011, οι τελευταίοι ζήτησαν δικαστική προστασία ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, με αίτημα -μεταξύ άλλων- την εκτέλεση των όρων των ως άνω καταρτισθέντων συμφωνητικών συμβιβασμού, ισχυριζόμενοι ότι οι ανοιγείσες με άπασες τις ως άνω αγωγές δίκες στην Ελλάδα συνιστούσαν παραβίαση των όρων αυτών (συμφωνητικών συμβιβασμού) και δη των περιεχόμενων σε αυτά ρητρών αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αγγλίας, ανοιγείσας εκ νέου της μεταξύ τους υποθέσεως με αριθμό φακέλου …. Συγκεκριμένα, ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου (High Court of Justice – Queen’s Bench Division), συνεκδικάσθηκαν στις 28-11-2011 και 29-11-2011 οι ακόλουθες αγωγές: (α) Η με αριθμό φακέλου … αρχική αγωγή της πρώτης ενάγουσας κατά των εναγόμενων ως άνω ασφαλιστικών εταιρειών (ασφαλιστών …) καθώς και των ασφαλιστών …, στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι ως άνω εναγόμενοι ζήτησαν, σύμφωνα με τις Αποφάσεις περί Συμβιβασμού (Tomlin Orders), αν χρειαστεί ακόμη και με την άρση της αναστολής που αυτές είχαν επιβάλει, την έκδοση συνοπτικής ρύθμισης κατά της πρώτης ενάγουσας (……), ενώ οι Ασφαλιστές …, αφού έλαβαν άδεια, μετά την κατάθεση την 18.8.2011 σχετικής αίτησής τους, να προσεπικαλέσουν την έβδομη ενάγουσα (OME), ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι κάθε και όλες οι απαιτήσεις που μπορεί να έχει η πρώτη ενάγουσα κατά των ασφαλιστών σχετικά με το ασφαλιστήριο του … έχουν συμβιβαστεί με το δεσμευτικό συμφωνητικό συμβιβασμού της 13.12.2007, να αναγνωριστεί ότι η ίδια ενάγουσα έχει παραβιάσει το ως άνω συμφωνητικό συμβιβασμού προσδιορίζοντας τις συγκεκριμένες παραβάσεις με την κατάθεση και διατήρηση των κρινόμενων αγωγών ενάντια στους όρους του συμφωνητικού συμβιβασμού, να αναγνωριστεί ότι το συμφωνητικό συμβιβασμού καλύπτει τις απαιτήσεις της ενάγουσας που προβλήθηκαν κατά των εναγομένων στην Ελλάδα και ότι οι απαιτήσεις αυτές έχουν έγκυρα και οριστικά συμβιβαστεί με το συμφωνητικό συμβιβασμού. Επίσης ζήτησαν συνοπτική ρύθμιση για την εκτέλεση των όρων που συμφωνήθηκαν με τα Συμφωνητικά Συμβιβασμού κατά της ΟΜΕ, στο οποίο η τελευταία ήταν επίσης μέρος. (β) H με αριθμό φακέλου 702/2011 αγωγή, που άσκησαν οι Ασφαλιστές … κατά των πρώτης και έβδομης των εναγουσών, για την έκδοση όμοιας διαταγής ρύθμισης για την εκτέλεση των όρων που συμφωνήθηκαν με τα Συμφωνητικά Συμβιβασμού που ζήτησαν και για την κύρια υπόθεση (…) με την επιφύλαξη του ισχυρισμού τους, ότι επαρκής ρύθμιση της κατάστασης μπορεί να – και θα – παρασχεθεί από το ως άνω Αγγλικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της αρχικής ως άνω αγωγής. Η ως άνω αγωγή ασκήθηκε για λόγους ασφάλειας και για την περίπτωση που θα παρουσιαζόταν οποιοδήποτε τυπικό κώλυμα σε σχέση με την επαναφορά προς κρίση της αρχικής με αριθμό … αγωγής (γ) Η με αριθμό φακέλου 1043/2011 αγωγή, που άσκησαν οι Ασφαλιστές … εναντίον των Συνασφαλιζομένων Εταιρειών, ήτοι της δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η κατάθεση των κρινόμενων αγωγών αποτελεί παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται στο ομαδικό ασφαλιστήριο που είχαν συνάψει, η πρώτη και η έβδομη ενάγουσα με τους εναγομένους και ζήτησαν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης και αποζημίωση για την εκτέλεση των όρων που συμφωνήθηκαν με τα Συμφωνητικά Συμβιβασμού και για παράβαση της ρήτρας περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται στο ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιό τους. Σύμφωνα με τα ως άνω οι εναγόμενοι τόσο στις ως άνω αγωγές ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου όσο και στις ένδικες αγωγές Ασφαλιστές … υποστήριξαν ότι η άσκηση των ένδικων και λοιπών (ήδη εκδικαζόμενων) αγωγών στην Ελλάδα συνιστά παράβαση των προαναφερόμενων Συμφωνητικών Συμβιβασμού από την πρώτη και έβδομη των εδώ εναγουσών ή/και στο βαθμό που ασκούνται από τις Συνασφαλιζόμενες Εταιρείες, που εμπίπτουν στον ορισμό συνδεδεμένων εταιρειών ή οργανισμών, καλύπτεται δε ( η άσκηση των αγωγών), από τη συμβατική αποζημίωση που προβλέπουν και τα δύο Συμφωνητικά Συμβιβασμού και περαιτέρω, συνιστά παράβαση των ρητρών περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα Συμφωνητικά Συμβιβασμού. Επί των ανωτέρω αγωγών, εκδόθηκε η από 19-12-2011 και με αριθ. [2011] EWHC 3381 (Comm) απόφαση του Άγγλου Δικαστή κ. Burton, στο σκεπτικό της οποίας αναφέρεται ότι η αρχική (υπ’ αρ. …) αγωγή της πρώτης ενάγουσας (……) κατά των Ασφαλιστών … ασκήθηκε τόσο λόγω της απώλειας του πλοίου, όσο και επειδή η άρνηση ευθύνης από τους ασφαλιστές βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε ισχυρισμούς τους περί μη αξιοπλοΐας του πλοίου, την οποία η πρώτη και έβδομη των εδώ εναγουσών απέκρυψαν και σε ισχυρισμούς τους για μη δήλωση και αδυναμία αποκατάστασης ζημιών στο πλοίο, σύμφωνα με τους κανονισμούς κλάσης, ενώ κατά την προετοιμασία της υπ’ αρ. … αγωγής, η ενάγουσα …… προέβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς που εμπίπτουν σε δύο γενικές κατηγορίες ήτοι αφενός ισχυρισμούς περί υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων ασφαλιστών και των ασφαλιστικών πρακτόρων τους, που περιλαμβάνουν άσκηση επιρροής και δωροδοκία μαρτύρων και συγκεκριμένα ενός ναύκληρου, του κ. …, προκειμένου να δώσει ψευδή κατάθεση, σε συνδυασμό με άλλους ισχυρισμούς περί διάδοσης ψευδών και κακόβουλων φημών εναντίον της ενάγουσας …… κατά τη διερεύνηση της απαίτησής της και αφετέρου ισχυρισμούς περί σκόπιμης μη καταβολής της εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποζημίωσης από τους εναγόμενους ασφαλιστές, η οποία φέρεται να είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες για την ενάγουσα …… και να προκάλεσε σημαντικές προς αποκατάσταση απώλειες και ζημίες. Επίσης, στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Άγγλου Δικαστή κου Burton αναφέρεται ότι οι ισχυρισμοί αυτοί διατυπώθηκαν με κάθε λεπτομέρεια στο πλαίσιο της διαδικασίας Προδικαστικής Επισκόπησης της Αγωγής, που έλαβε χώρα ενώπιον του Άγγλου Δικαστή κου TOMLISON το Δεκέμβριο του 2007, καθώς και ότι οι παρατιθέμενοι στην εξεταζόμενη απόφασή του ισχυρισμοί, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των ελληνικών (ήδη κρινόμενων) αγωγών, ακόμη και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, είναι ουσιαστικά ίδιοι με αυτούς που διατυπώθηκαν πριν από τα Συμφωνητικά Συμβιβασμού [βλ. παρ. 11-13 της ως άνω απόφασης του Δικαστή]. Στην από 19-12-2011 απόφασή του, ο Άγγλος Δικαστής κ. Burton έκρινε ότι σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, το οποίο έκρινε εφαρμοστέο, η άσκηση των ελληνικών αγωγών συνιστά παράβαση και του από 13-12-2007 Συμφωνητικού Συμβιβασμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης και της έβδομης των εναγουσών με τους Ασφαλιστές …, καθώς και των ρητρών δικαιοδοσίας που περιέχονται σε αυτό, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτών (ρητρών) είναι σαφώς τόσο ευρύ που καλύπτει τις διενέξεις ενώπιον των αγγλικών και των ελληνικών δικαστηρίων, επειδή οι εγειρόμενες στην Ελλάδα αγωγές συνιστούν απαιτήσεις σε σχέση με την απώλεια του …. αλλά και απαιτήσεις που καλύπτονται από την καταβληθείσα μετά τον συμβιβασμό αποζημίωση ως απαιτήσεις που μπορεί να εγερθούν βάσει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επίσης, ο Άγγλος Δικαστής έκρινε ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιείχαν ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων, καθώς και ότι η ρήτρα του Συμφωνητικού Συμβιβασμού … είναι ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας, μετά από σχετική ερμηνεία της ρήτρας στην οποία ο ίδιος προέβη. Κατόπιν τούτων, ο Δικαστής κ. Burton αποφάσισε, μεταξύ άλλων, υπέρ των εναγόμενων Ασφαλιστών …, σε σχέση με τη ρύθμιση που επιδίωξαν με την υπ’ αρ. … αγωγή εναντίον της αρχικά ενάγουσας …… (εδώ πρώτης ενάγουσας), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω από 19-12-2011 απόφασή του. Με βάση τα παραπάνω, με τις από 02-02-2012 και 19-03-2012 Διαταγές του Δικαστή κ. Burton, που εκδόθηκαν επί της υπόθεσης με αριθμό … μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των κάτωθι εναγόμενων των υπό κρίση αγωγών, ήτοι των ασφαλιστικών εταιρειών …, ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Loyds 2987 για το οικονομικό έτος 2006, … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006, και της εταιρείας … … ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006 και των …, …, …, … και … οι οποίοι (εδώ εναγόμενοι – φυσικά πρόσωπα) συνδέθηκαν με τις διαδικασίες επί της υπόθεσης με αριθμό … ως σκοπούμενοι εναγόμενοι, κρίθηκε ότι 1. Καθεμία από τις απαιτήσεις που προβλήθηκαν με τις Ελληνικές αγωγές από την καθεμία εκ των …… και την ΟΜΕ ενάντια στα εναγόμενα σωματεία των Lloyds (…) εμπίπτει στον όρο 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού των …. ….7.Η έναρξη και διατήρηση των ελληνικών αγωγών από την πρώτη και έβδομη ενάγουσα είναι κατά παράβαση του όρου 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού των …, η οποία αποτελεί πλήρη και οριστικό συμβιβασμό της συμφωνίας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του όρου 5 του Συμφωνητικού Συμβιβασμού που κατάρτισαν με τις ως άνω εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείς αλλά και τη συμφωνία αποκλειστικής δικαιοδοσίας στα ασφαλιστήρια των ασφαλιστών … ειδικά δε ως προς τις δεύτερες ελληνικές αγωγές, (τέταρτη συνεκδικαζόμενη αγωγή) η έναρξη και διατήρηση αυτών από έκαστη των …… και OME είναι κατά παράβαση του όρου 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού των … , τη συμφωνία αποκλειστικής δικαιοδοσίας όρου 5 του συμφωνητικού συμβιβασμού αυτών καθώς και της συμφωνίας αποκλειστικής δικαιοδοσίας στα ασφαλιστήρια των
…. Κατά την εξέταση των δύο έτερων αγωγών, (702/2011 και 1043/2011) που είχαν εγείρει οι ασφαλιστές … και ζητούσαν τα όσα ανωτέρω αναφέρονται, ο Δικαστής Burton παραθέτει στον σκεπτικό της απόφασής του ότι οι εναγόμενες σε αυτές ήτοι εταιρείες …… και OME και οι συνασφαλιζόμενοι έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, καταθέτοντας τις προτάσεις τους, οι οποίες δεν περιέχουν αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να κρίνει τις δύο αγωγές. Συνοψίζοντας δε έκρινε ότι (i) οι ελληνικές αγωγές που άσκησαν οι συνασφαλιζόμενοι εμπίπτουν στις ρήτρες δικαιοδοσίας των ασφαλιστηρίων συμβολαίων (ii) οι αξιώσεις τους μπορούν να προβληθούν μόνο στην Αγγλία και ,(iii) εάν ασκηθεί αγωγή, οι αξιώσεις αυτές υπόκεινται στις προβλέψεις περί αποζημίωσης, που έχουν υπογράψει η …… και η OME. Εν συνεχεία απέρριψε την αίτηση αναστολής για τις δύο αυτές αγωγές που είχαν ασκήσει οι εναγόμενες σε αυτές εταιρείες, ως εκπρόθεσμες. Ως προς την 702/2011 αγωγή αποφάσισε να παράσχει συνοπτική ρύθμιση η οποία να έχει στην ουσία το ίδιο αποτέλεσμα με την επιδιωκόμενη και επιτευχθείσα ρύθμιση της αρχικής αγωγής. Ως προς την 1043/2011 αγωγή έκρινε ότι η άσκηση και η συνέχιση της εκδίκασης των ελληνικών αγωγών αποτελεί παράβαση από τους συνασφαλιζόμενους του σχετικού ασφαλιστήριου συμβολαίου και της σχετικής ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται σε αυτό. Κατά συνέπεια αποφάσισε υπέρ των εναγομένων … και … σε σχέση με τη ρύθμιση που επιδίωξαν εναντίον της.. της OME και των συνασφαλισμένων. (σκέψεις 48 και 49 της απόφαση Burton). Περιέλαβε δε στις ανωτέρω αναφερθείσες διαταγές του ότι 12. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για κάθε μία εκ των …… και ΟΜΕ και των συνασφαλιζόμενων με την επιφύλαξη της γενικότητας των προαναφερθέντων το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και είναι πρώτο στη δικαιοδοσία και παραμένει πρώτο στη δικαιοδοσία υπό τον κανονισμό αποφάσεων σχετικά με 1) όλα τα θέματα που υφίστανται για την αγωγή 815/206 πριν από την απόφαση περί συμβιβασμού (Tomlin Order) των …, ,2) Όλα τα θέματα που αφορούν την επέλευση των αποτελεσμάτων των όρων του Συμφωνητικού Συμβιβασμού των … που αναφέρονται στην απόφαση περί συμβιβασμού (Tomlin Order) των …, 3) Όλα τα θέματα που θα προστεθούν ως συναφή θέματα στην με αριθμό … αγωγή συμπεριλαμβανόμενων των ισχυρισμών για παράβαση των συμφωνητικών δικαιοδοσίας στις συμφωνίες διακανονισμού και τα συμβόλαια ασφάλισης (Policies) των … …… Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από τη …… την ΟΜΕ και τις συνασφαλιζόμενες εταιρείες., κατά των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά και των φυσικών προσώπων των εναγομένων, με λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα ο Δικαστής Burton δεν ανέστειλε τη συζήτηση των αγωγών που συνεκδικάστηκαν ενώπιόν του, τόσο κατ άρθρο 27 όσο και κατ άρθρο 28 του κανονισμού 44/2001. Ο ως άνω λόγος έφεσης έγινε δεκτός, δυνάμει της με αριθμό [ 2012] EWCA Civ 1714/20.12.2012 απόφασης του Εφετείου με προεδρεύοντα τον Δικαστή Longmore, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η αναστολή των αγγλικών αγωγών, ήτοι της 702/2011 1043/2011 και της αίτησης των ασφαλιστών για την εκτέλεση των συμφωνητικών στη βάση της …, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κανονισμού. Οι ασφαλιστές, εφεσίβλητοι προσέφυγαν κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο με την με αριθμό [2013]UKSC 70/6.11.213 απόφασή του που εκδόθηκε υπό την Προεδρία του Δικαστή Neuberg, με την οποία απορρίφθηκαν εν τέλει τα αιτήματα αναστολής των δικών στην Αγγλία, επανήλθε σε ισχύ η αρχική απόφαση και διαταγές Burton, ενώ παραπέμφθηκε η απόφαση στο Εφετείο, προκειμένου να κριθεί η ουσία της απόφασης. Κατά τη διαδικασία αυτή εκδόθηκε η από 18-07-2014 απόφαση του Εφετείου ([2014] EWCA Civ 1010), με Προεδρεύοντα το Δικαστή Longmore η οποία συμπεριέλαβε στις σκέψεις της -μεταξύ άλλων- ότι οι ασκηθείσες στην Ελλάδα αγωγές εμπίπτουν στις διατάξεις των συμφωνητικών συμβιβασμού, ( των … και …) ως εκ τούτου οι απαιτήσεις στην Ελλάδα εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των συμφωνητικών αυτών και συνεπώς, οι αξιώσεις που ασκήθηκαν στην Ελλάδα θα έπρεπε να είχαν ασκηθεί στην Αγγλία. Επίσης, με την ως άνω απόφαση του Εφετείου κρίθηκε ότι οι ελληνικές αξιώσεις, αν και αδικοπρακτικής φύσης, εμπίπτουν στις ρήτρες αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αρχικών συμβάσεων ομαδικής ασφάλισης που κατάρτισαν οι Ασφαλιστές … και Ασφαλιστές …, διότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση ασφάλισης συμφώνησε να υποβληθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας. Κατόπιν τούτων, η έφεση των εναγουσών κατά της απόφασης του Δικαστή κ. Burton απορρίφθηκε και οι Διαταγές του όπως αυτές προαναφέρθηκαν επικυρώθηκαν από το Εφετείο, καθόσον κρίθηκε ότι οι ενάγουσες πλοιοκτήτριες και διαχειρίστρια εταιρείες ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων δικαιοδοσίας των ως άνω συμφωνητικών συμβιβασμού και επομένως, σωστά ο Δικαστής κ. Burton εξέδωσε απόφαση για καταβολή αποζημίωσης που επρόκειτο να προσδιορισθεί στο μέλλον. Στη συνέχεια, ενώπιον του High Court of Justice – Queen’s Bench Division – Commercial Court, συνεκδικάσθηκαν στις 10-9-2014, μεταξύ άλλων, η από 14.2.2014 κλήση σχετικά με την αίτηση που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, στην υπόθεση … από τα φυσικά πρόσωπα των … για να αρθεί η αναστολή της δίκης για τους … και τα φυσικά πρόσωπα … για να επεκταθούν οι διαταγές του Δικαστή Burton της 2.2.2012 και της 19.3.2012, ώστε να επιτευχθεί το ίδιο ουσιαστικό αποτέλεσμα δικαστικής προστασίας και για λογαριασμό των φυσικών προσώπων των …. Στις 21 Μαρτίου 2014 οι … και τα φυσικά πρόσωπα … κατέθεσαν κλήση ζητώντας δικαστική προστασία που αντικατόπτριζε τα αιτηθέντα από τους … και τα φυσικά πρόσωπα …. Σε μια επιστολή προς τη δικηγορική εταιρεία Keates Ferris ,πληρεξούσιους δικηγόρους της …… και της ΟΜΕ, με ημερομηνία 25 Απριλίου 2014, η Norton Rose Fullbright, πληρεξούσιοι δικηγόροι για τους … και τα φυσικά πρόσωπα … υποδείκνυαν ότι .κατά τη συζήτηση οι πελάτες τους θα ζητούσαν επιπλέον διαταγή για συγκεκριμένη εκτέλεση της ρήτρας 3 της σύμβασης συμβιβασμού των …. Σχετικές αιτήσεις κατατέθηκαν αυθημερόν ζητώντας τα ανωτέρω. (σκέψη 27 της απόφασης FLaux). Με τις αιτήσεις αυτές συνεκδικάσθηκαν ενώπιον του άνω Αγγλικού Δικαστηρίου και οι λοιπές παρόμοιου περιεχομένου αιτήσεις απάντων των εμπλεκομένων στις προαναφερόμενες υποθέσεις, ήτοι όλων των διαδίκων των υπό κρίσιν αγωγών, πλην των εναγόντων φυσικών προσώπων και εκδόθηκε τελικά επί όλων αυτών των αγωγών και αιτήσεων η από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κ. Flaux, του Eμπορικού Δικαστηρίου του …, σύμφωνα με την οποία «…51. Η αναφορά στη λέξη «Ασφαλιστές» στη ρήτρα 2 της σύμβασης συμβιβασμού των … και στη ρήτρα της σύμβασης συμβιβασμού των … πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα τους υπηρέτες και τους αντιπροσώπους / προστηθέντες (servants or agents κατά το Αγγλικό κείμενο) των Ασφαλιστών. Η αντίθετη ερμηνεία, … ότι δηλαδή ο όρος «Ασφαλιστές» είναι ένας προσδιορισμένος όρος, είναι ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπό την ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού, αλλά όχι ένας κρίσιμος παράγοντας. Η γραμματική αυτή προσέγγιση, ότι δηλαδή ο όρος «Ασφαλιστές» σε όλη τη σύμβαση συμβιβασμού αναφέρεται μόνο στα νομικά πρόσωπα και τα συνδικάτα της Lloyd΄s και όχι τους υπηρέτες ή αντιπροσώπους/προστηθέντες αυτών, αφήνει τους ασφαλισμένους ελεύθερους να ενάγουν τους υπηρέτες ή αντιπροσώπους/προστηθέντες αυτούς, είτε είναι οι μεμονωμένοι ασφαλιστές είτε υπάλληλοι είτε άλλου είδους αντιπρόσωποι/προστηθέντες, όπως δικηγόροι ή διακανονιστές. Αυτό οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα αντίθετο με την επιχειρηματική κοινή λογική: Με την ερμηνεία αυτή, οι ασφαλιστές παραμένουν εκτεθειμένοι σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 100% της αποζημίωσης, για την οποία έχουν συμβιβαστεί, καθώς, εάν οι αξιώσεις των ασφαλισμένων στην Ελλάδα κατά των υπηρετών και αντιπροσώπων / προστηθέντων επιτύγχαναν, οι υπηρέτες ή αντιπρόσωποι / προστηθέντες αυτοί θα ζητήσουν αποζημίωση από τους ασφαλιστές. Οι ασφαλιστές στη συνέχεια θα δικαιούνταν αποζημίωση από τη …… και την ΟΜΕ, δυνάμει των ρητρών αποζημίωσης (ρήτρα 3 της σύμβασης συμβιβασμού των … και ρήτρα 4 της σύμβασης συμβιβασμού των …), αλλά πιθανόν να ή πιθανόν και να μην μπορέσουν να επιβάλλουν αποτελεσματικά αυτή την αξίωση αποζημίωσης, αναλόγως της οικονομικής κατάστασης της …… και της ΟΜΕ. Αντικειμενικά, η γραμματική ερμηνεία αυτή δεν θα μπορούσε να είναι αυτό που τα συμβαλλόμενα μέρη ήθελαν και θα πρέπει να υποχωρήσει απέναντι στην επιχειρηματική κοινή λογική. 52. … Η ερμηνεία, την οποία προτείνουν οι …, τα Φυσικά Πρόσωπα των … και οι άλλοι αιτούντες είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική κοινή λογική και επιτρέπει την εφαρμογή της ξεκάθαρης αντικειμενικής πρόθεσης μίας γενικότερης αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους σε μία σύμβαση συμβιβασμού (με εξαίρεση την περίπτωση, όπου υπάρχει ρητή επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης συγκεκριμένης αξίωσης), η οποία επιδιώκει να παράσχει έναν ολικό και καθαρό τερματισμό της αντιδικίας των μερών, ώστε αυτά να λήξουν μία συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ τους. Η διατύπωση της Ρήτρας 2 της σύμβασης συμβιβασμού των … και της ρήτρας 3 του συμβιβασμού των …: «σε πλήρη και ολοκληρωτικό συμβιβασμό όλων και οιωνδήποτε απαιτήσεων» είναι κλασικό παράδειγμα γενικής αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους. … 66. … Επί τη βάσει του συμπεράσματός μου σχετικά με την ορθή ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού των … και των … και δεδομένου του ότι η σύμβαση συμβιβασμού της Hellenic ρητά αναφέρεται σε υπηρέτες ή αντιπροσώπους/προστηθέντες και δεδομένης επίσης της απόφασης του Δικαστή Πρωτοδίκη η κ. Burton και του Εφετείου, ότι η επιδίωξη των δικών στην Ελλάδα έγινε κατά παραβίαση των συμβάσεων συμβιβασμού και ότι οι … και οι … δικαιούνταν αναγνωριστική προστασία και αποζημίωση, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι, ως συνέπεια της ορθής ερμηνείας των τριών συμβάσεων συμβιβασμού, οι δίκες στην Ελλάδα κατά των Φυσικών Προσώπων των …, των Φυσικών Προσώπων των … της Hellenic, του κου …, των διαδίκων της HD και των διαδίκων της CTa παραβιάζουν όλες τους τις συμβάσεις συμβιβασμού. Τα Φυσικά Πρόσωπα των …, τα Φυσικά Πρόσωπα των …, η Hellenic και ο κος …ς, οι διάδικοι της HD και οι διάδικοι της CTa έχουν όλοι δικαίωμα για την αιτούμενη από αυτούς αναγνωριστική προστασία. 67. Σε κάθε περίπτωση, άσχετα από την ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού, ως ζήτημα αγγλικού Δικαίου, το οποίο είναι το διέπον τις συμβάσεις συμβιβασμού δίκαιο, το αποτέλεσμα των συμβιβασμών κατά των …, των … και της Hellenic, το σύνολο των οποίων ήταν αντικείμενο ισχυρισμών στις δίκες στην Αγγλία και στη διαιτησία περί της από τους υπηρέτες η αντιπροσώπους/προστηθέντες τους συμμετοχής τους σε αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι ότι η οποιαδήποτε αξίωση κατά αυτών των υπηρετών ή αντιπροσώπων / προστηθέντων αυτών ως από κοινού αδικοπρακτησάντων (το οποίο συνιστά τη βάση των αξιώσεων κατά αυτών στην Ελλάδα) έχει συμβιβαστεί με τις συμβάσεις συμβιβασμού δυνάμει της εφαρμογής του κανόνα του από κοινού αδικοπρακτήσαντος…». Με βάση τα παραπάνω, ο Δικαστής κ. Flaux κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι αιτούντες (και συνεπώς, τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, ως αντιπρόσωποι των νομικών προσώπων) δικαιούνται την αιτούμενη από αυτούς αναγνωριστική προστασία [βλ. σχ. παρ. 95 της από 26-09-2014 απόφασης]. Περαιτέρω, οι σχετικές διατάξεις της ως άνω απόφασης του Δικαστή κ. Flaux επαναδιατυπώθηκαν, αποσαφηνίσθηκαν και εξειδικεύθηκαν στην από 26-9-2014 πρώτη Διαταγή του Δικαστή κ. Flaux του Eμπορικού Δικαστηρίου του …, που εκδόθηκε για τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις με αριθμό φακέλου …, 702/2011, και 1043/2011 έτσι όπως αυτές τροποποιήθηκαν ως προς τα υποκειμενικά τους όρια, ώστε να καταστούν διάδικοι και όλοι οι εναγόμενοι – φυσικά πρόσωπα, ως υπηρέτες/ αντιπρόσωποι των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών όλων των υπό κρίσιν αγωγών όσο και στην παρούσα. Με τη διαταγή του αυτή ο Δικαστής Flaux διέταξε 1 ότι η παύση της διαδικασίας στην αγωγή με αριθμό … μεταξύ των …… Και OME και καθεμίας εξ αυτών και των εναγομένων … και καθενός εξ αυτών θα αρθεί όσον αφορά τα … φυσικά πρόσωπα. 2.Ο ορος 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού … απαλλάσσει τα φυσικά πρόσωπα … και καθένα από αυτά από οιαδήποτε ευθύνη σχετικά με αξιώσεις τις οποίες η …… και η ΟΜΕ και καθεμία από αυτές τυχόν να έχουν σχετικά με την απώλεια του πλοίου, συμπεριλαμβανόμενης οιαδήποτε ευθύνης σχετικά με τις απαιτήσεις που προβλήθηκαν στις Ελληνικές αγωγές και τις δεύτερες ελληνικές αγωγές. 3. Η παύση και η συνέχιση των ελληνικών και των δεύτερων ελληνικών αγωγών κατά των φυσικών προσώπων … και καθενός εξ αυτών αποτελεί παράβαση από τη …… και την ΟΜΕ και καθεμίας εξ αυτών του όρου 3 του συμφωνητικού συμβιβασμού των … ,το οποίο αποτελούσε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό και παράβαση της συμφωνίας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του όρου 5 του συμφωνητικού συμβιβασμού των … …. .Οι ως άνω αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων, που εκδόθηκαν από τους Δικαστές κ. Burton και κ. Flaux, είναι τελεσίδικες. Ειδικότερα το αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου που απέρριψε τις εφέσεις των ……, ΟΜΕ και των συνασφαλισμένων κατά της απόφασης του Δικαστή Burton ,είναι οτι οι διαταγές που εξέδωσε ο Δικαστής Βurton έχουν πλήρη ισχύ και είναι δεσμευτικές και εκτελεστές από τους διαδίκους ως ζήτημα Αγγλικού Δικαίου. Για τους σκοπούς δε του άρθρου 32 του Κανονισμού δικαστικών αποφάσεων, η απόφαση του Δικαστή Burton ήταν και παραμένει μια «απόφαση» που όπως δέχτηκε το Εφετείο δημιουργεί ένα «κώλυμα λόγω δεδικασμένου» μεταξύ των αντιδίκων κατά το Αγγλικό δίκαιο για τα ζητήματα επί των οποίων αποφασίζει (βλ. γνωμοδότηση Simon Rainey σκέψεις 31και 32) Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση (σκέψη 48) και οι δύο αποφάσεις έχουν καταστεί τελεσίδικες, η τελεσιδικία δε της απόφασης Flaux προκύπτει και από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από 3-12-2014 πιστοποιητικό του εκδόσαντος αυτών αγγλικού δικαστηρίου. Κατ’ ακολουθία οι τελεσίδικες κρίσεις των ως άνω αποφάσεων διαλαμβάνουν ότι α) η άσκηση των εκκρεμών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπό κρίσιν αγωγών από τις ενάγουσες …… και OME κατά όλων των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και κατά όλων των εναγόμενων φυσικών προσώπων, ως αντιπροσώπων και προστηθέντων των ως άνω εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, συνιστά παραβίαση της περιλαμβανόμενης στο από 13-12-2007 συμφωνητικό συμβιβασμού ρήτρας παρεκτάσεως, η οποία εγκαθιδρύει την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των περιλαμβανομένων σε αυτές (υπό κρίσιν αγωγές) απαιτήσεων, επιπλέον δε αναφορικά με τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες [Ασφαλιστές …] η άσκηση των ένδικων αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου είναι κατά παράβαση και της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας, που περιλαμβάνεται στα Ασφαλιστήρια Συμβόλαια της … και β) ότι η άσκηση των εκκρεμών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπό κρίσιν αγωγών από τη δεύτερη έως και την έκτη των εναγουσών όλων των συνεκδικαζόμενων με την παρούσα αγωγών κατά όλων των εναγόμενων ως άνω ασφαλιστικών εταιρειών συνιστά παραβίαση της περιλαμβανόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρήτρας περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων. Περαιτέρω, οι μνημονευθείσες αποφάσεις του Δικαστή κ. Burton και του Δικαστή κ. Flaux και οι εκδοθείσες επ’ αυτών διαταγές όπως αυτές ανωτέρω αναφέρονται, αποτελούν δικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού 44/2001, έχουν εκδοθεί επί διαφοράς από σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που τυγχάνει εμπορική άλλως αστική διαφορά και δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 1 του Κανονισμού, ενώ δεν έχει εκδοθεί από ελληνικό δικαστήριο άλλη απόφαση επί της εν λόγω διαφοράς και τυγχάνουν αναγνωριστέες στην Ελλάδα. Το παρόν δε Δικαστήριο, ως Δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως, αποδέχεται την αυτοδίκαιη ένταξη των αποτελεσμάτων των (ως άνω αλλοδαπών αποφάσεων) στην έννομη τάξη του σα να επρόκειτο για δικές του αποφάσεις και δεσμεύεται από τη σχετική κρίση τους περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του, κατά το μέρος που κατωτέρω θα εκτεθεί, βάσει της εκτιμήσεως του εκδόσαντος αυτές Δικαστηρίου επί του κύρους και της εκτάσεως της ισχύος της ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας.
. Οι ενάγοντες αμφισβητούν την αναγνώριση των ως άνω αλλοδαπών αποφάσεων λόγω προφανούς αντίθεσης στη δημόσια τάξη της Ελλάδας ως κράτους αναγνωρίσεως, αφενός επειδή αποτελούν αντιαγωγικές διαταγές, αφετέρου επειδή η απόφαση Burton εσφαλμένα δεν ανέστειλε τη συζήτηση των ενώπιόν του αγωγών κατά το άρθρο 27 του Κανονισμού. Ειδικότερα: Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι αποφάσεις αυτές και οι διαταγές που συνέχονται με αυτές συνιστούν αντιαγωγικές διαταγές (anti-suit injunction), καθώς παρεμποδίζουν το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο κράτους μέλους κανονικώς αρμοδίου να επιληφθεί της διαφοράς και το απεκδύουν από την εκ του Κανονισμού 44/2001 εξουσία του να αποφαίνεται επί της διεθνούς δικαιοδοσίας του και έρχονται σε αντίθεση τόσο ως προς τη γενική αρχή, κατά την οποία τα επιλαμβανόμενα δικαστήρια καθορίζουν μόνα τους, βάσει των κανόνων που υποχρεούνται να εφαρμόζουν, αν είναι αρμόδια να επιληφθούν της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση τους όσο και ως προς την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των νομικών συστημάτων, καθώς και μεταξύ των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, επί της οποίας στηρίζεται το σύστημα άρσεως συγκρούσεως δικαιοδοσιών που προβλέπει ο Κανονισμός 44/2001, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αναγνωρισθούν ή να κηρυχθούν εκτελεστές κατά τις διατάξεις του ίδιου Κανονισμού. Ως αντιαγωγική διαταγή νοείται το ρυθμιστικό μέτρο του Αγγλικού Δικαστηρίου το οποίο διατάσσεται κατ΄αντιμωλία ή ex parte και το οποίο απαγορεύει σε διάδικο με την απειλή κυρώσεων, να εκκινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον αλλοδαπού Δικαστηρίου, με τρόπο τέτοιο που το αγγλικό δικαστήριο απονέμει σε αυτό την εξουσία αποκλεισμού της δικαιοδοτικής κρίσης άλλων οργάνων σε παγκόσμια κλίμακα και επιπλέον δεν διαλαμβάνει κρίση επί της ουσίας της διαφοράς αλλά απαγορεύει την εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Οι προαναφερόμενες αποφάσεις δε συνιστούν αντιαγωγικές διαταγές αλλά δικαστικές αποφάσεις που κρίνοντας επί της ουσίας της διαφοράς, αποφαίνονται, μεταξύ άλλων, ότι η έγερση των ένδικων αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συνιστά συμβατική παράβαση του από 13-12-2007 Συμφωνητικού Συμβιβασμού και των περιεχόμενων σε αυτό και στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρητρών παρέκτασης και αναγνωρίζουν την υποχρέωση από τις ενάγουσες της αποζημίωσης των ασφαλιστών λόγω συμβατικής παράβασης των όρων του συμφωνητικού. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το αίτημα των εναγομένων στην αγωγή με αριθμό … στην Αγγλία δεν αναφερόταν σε απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης από τις ενάγουσες εταιρίες της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αλλά στην ουσιαστική κρίση του Αγγλικού Δικαστηρίου περί της παραβίασης των όρων του συμφωνητικού συμβιβασμού, με την έγερση των κρινόμενων αγωγών στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται και στις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων, ήτοι στις σκέψεις 36 και 39 της προαναφερθείσας απόφασης του ανώτατου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου είχε αχθεί η υπόθεση, κατόπιν της έκδοσης της αρχικής από 20-12-2012 απόφασης του Εφετείου του …, ότι οι Ασφαλιστές δεν ζητούν την έκδοση αντιαγωγικής διαταγής δεν επιδίωκουν να διακόψουν τη διαδικασία, που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα ή να εμποδίσουν την πρώτη και την έβδομη των εναγουσών από τη συνέχισή τους, αλλά, ζήτησαν την αναγνώριση ότι οι εγερθείσες ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων αξιώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συμφωνητικού συμβιβασμού. Ακόμα στις σκέψεις 15-18 της από 18-7-2014 απόφασης του Εφετείου του …, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ουσία της έφεσης κατά της απόφασης Burton, αναφέρεται ότι η τελική κρίση των αγγλικών Δικαστηρίων περί των αξιώσεων για καταβολή αποζημίωσης με βάση τα προαναφερόμενα Συμφωνητικά Συμβιβασμού δεν παρεμποδίζει την αρμοδιότητα του Ελληνικού Δικαστηρίου να αποφασίσει περί της αρμοδιότητάς του και στο μέτρο που προσήκει, την ουσία των αξιώσεων των εναγόντων, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τις αγωγές των Ασφαλιστών για την καταβολή αποζημίωσης ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων δεν ζητήθηκε η έκδοση αντιαγωγικής διαταγής. Την κρίση αυτή του Εφετείου υιοθετεί και ο Δικαστής κ. Flaux, στη σκέψη 75 της απόφασής του. Ουδόλως δε με τις αποφάσεις αυτές αποκλείεται η πρόσβαση των εναγόντων στο Ελληνικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να κρίνει επί της εισαγόμενης ενωπιόν του διαφοράς. Σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο ούτε με την αναφορά στο εισαγωγικό τμήμα της πρώτης από 2-2-2012 διαταγής του Πρωτοδίκη κ. Burton των ακόλουθων: «…Κατόπιν της ανάληψης υποχρέωσης από καθεμίας εκ των …… … (στο εξής “……”), … …. (στο εξής «Ο.Μ.Ε») και Συνασφαλιζόμενων, καθένας από κοινού και εις ολόκληρον για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό των ατομικώς εναγόντων μέσω του Κύριου Συμβούλου τους ότι i) Όσο το δυνατόν συντομότερα θα κάνουν όλες τις απαραίτητες πράξεις και θα λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να αναβάλλουν ή εφόσον απαραίτητο, να ακυρώσουν κάθε ακρόαση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις Ελληνικές Αγωγές και τις Δεύτερες Ελληνικές Αγωγές, τέτοια αναβολή(ες) ή ακύρωση(εις) να έχουν αποτέλεσμα εκκρεμούσης της τελικής απόφασης για την έφεση στο Εφετείο- (ii) Να συνεργαστούν πλήρως με τους εναγόμενους από τις ασφαλιστικές εταιρείες της αγοράς (στο εξής Α.Ε.Α), τους εναγόμενους από τις ασφαλιστικές εταιρείες της Lloyd’s (στο εξής «A.E.Lloyd’s») και τους σκοπούμενους εναγόμενους [μεταξύ των οποίων και τα φυσικά πρόσωπα εναγόμενοι των κρινόμενων αγωγών] για την αναβολή(ες) ή εφόσον απαραίτητο, ακύρωση(εις) των ακροάσεων και/ή άλλων προθεσμιών στις Ελληνικές Αγωγές και τις Δεύτερες Ελληνικές Αγωγές, με την επιφύλαξη των ενστάσεων αυτών των μερών σχετικά με τη δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, τέτοια αναβολή(ες) ή ακύρωση(εις) να έχουν αποτέλεσμα, εκκρεμούσης της τελικής απόφασης για την έφεση στο Εφετείο και (iii) Να μην επιδιώξουν ή να λάβουν περαιτέρω μέτρα για ή να προκαλούν ή να βοηθούν στην επιδίωξη των Ελληνικών Αγωγών ή των Δεύτερων Ελληνικών Αγωγών, είτε οι ίδιοι, οι διευθυντές τους, οι αξιωματούχοι, εργαζόμενοι ή αντιπρόσωποι μέχρις ότου η αναβολή(ες) ή, εφόσον απαραίτητο, η ακύρωση (εις) που
αναφέρεται παραπάνω παύσουν να έχουν ισχύ». Οι αναφορές αυτές εισήχθησαν στην εν λόγω διαταγή μετά από δήλωση των εναγουσών, δεν αποτελούν διάταξη του Δικαστή, αφού μνεία αυτών γίνεται μόνο στο εισαγωγικό της διαταγής του μέρος και από τη διατύπωση της εν λόγω διαταγής, δεν συνάγεται ότι με αυτή ο Δικαστής κ. Burton εξέδωσε γενικά απαγόρευση περί της συνέχισης εκ μέρους των εναγόντων των διαδικασιών επί των ένδικων αγωγών, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι η αποδοχή του αιτήματός τους για την άσκηση έφεσης κατά της απόφασής του εξαρτάται από τέτοιους όρους, ήτοι την αναβολή ή ματαίωση των ελληνικών αγωγών. Αντίθετα, ο σκοπός των ως άνω δηλώσεων ήταν να περιοριστεί το ποσό των εξόδων που θα κατέθεταν οι ενάγουσες στο κεφάλαιο (fund), που όρισε ο ως άνω Δικαστής ότι επρόκειτο να συσταθεί για τη διασφάλιση της μέλλουσας να ορισθεί αποζημίωσης των ασφαλιστών, που είχε προβλεφθεί με τα ως άνω συμφωνητικά συμβιβασμού για την περίπτωση παράβασής τους, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τις εναγόμενες πρακτικά της ενώπιον του συζήτησης.
Σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, στις διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 2 και 3 του Κανονισμού 44/2001 προβλέπονται τα ακόλουθα: «2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1». Με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές, αποκλείεται ο έλεγχος της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων, επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής, για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας (βλ. σχ. και ΠΠρΑθ 5292/2010 ΕΠΟΛΔ 2011/212) είτε εμμέσως, μέσω της δημόσιας τάξεως και απαγορεύεται οποιαδήποτε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως Εξάλλου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη, το άρθρο 34 του Κανονισμού ερμηνεύεται στενά και δεν τυγχάνει εφαρμογής, ακόμη και αν η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 του Κανονισμού, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3, οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες (άρα και το άρθρο 27 που είναι ενταγμένο στο πλαίσιο αυτό) δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 παρ. 1, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων των υπό κρίση αγωγών, ότι η απόφαση του Δικαστή κ. Burton δεν πρέπει να τύχει αναγνώρισης από το παρόν Δικαστήριο, διότι είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη, επειδή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του Κανονισμού. Για τους ίδιους λόγους απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί των εναγόντων περί της αντίθεσης των αποφάσεων που ανωτέρω παρατίθενται στη δημόσια τάξη, επειδή έκριναν ότι περιλαμβάνονται στο συναφθέν συμφωνητικό συμβιβασμού και οι απαιτήσεις από τις αδικαπρακτικές ενέργειες των εναγομένων στις κρινόμενες αγωγές, αλλά και σε θέματα που ανάγονται στην κατάρτιση των συμφωνητικών αυτών και των ρητρών τους, καθώς βάλλουν απαραδέκτως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα κατά των πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής, για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του. Τέλος, η μη παράσταση των εναγόντων ενώπιον του Εφετείου του … κατά τη συζήτηση της εφέσεως τους την 1-7-2014, και κατά τη συζήτηση των προαναφερόμενων αιτήσεων των αντιδίκων τους ενώπιον του Δικαστή κ. Flaux την 10-09-2014, δεν συνεπάγεται ότι στερήθηκαν του δικαιώματος εκπροσώπησής τους και δικαστικής προστασίας στις δίκες αυτές καθώς από τις προσκομιζόμενες επιστολές τους προς τα Αγγλικά Δικαστήρια, εκτιμώμενες συνδυαστικά με τους εν γένει ισχυρισμού τους, όπως αυτοί περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνάγεται ότι οι ενάγουσες εταιρείες παρά την μη παράστασή τους ενώπιον των Δικαστηρίων αυτών δήλωσαν ότι η σχετική συζήτηση είχε ήδη ολοκληρωθεί σε προηγούμενες δικασίμους τον Οκτώβριο του 2012 και ότι για το λόγο αυτό, το Εφετείο μπορούσε να προχωρήσει τον Ιούλιο του 2014 στην έκδοση απόφασης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση, με βάση τα κατατεθέντα έγγραφα και την προηγηθείσα συζήτηση στο ακροατήριο. Τα στοιχεία αυτά δε, πράγματι λήφθησαν υπόψη και εξετάστηκαν από το Δικαστήριο. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστή κ. Flaux, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν πενία, παραπέμποντάς τον στις ήδη κατατεθειμένες προτάσεις τους, οι οποίες εξετάσθηκαν από το Δικαστή, η απουσία τους δε αυτή θεωρήθηκε από τον ως άνω Δικαστή αναγόμενη σε ζήτημα τακτικής, ενόψει των προδήλως αντιφατικών ισχυρισμών τους στο πλαίσιο της παρούσας δίκης και με αφορμή την ως άνω ένσταση εγγυοδοσίας, ότι δηλαδή έχουν σημαντική περιουσία . Στην δε από 26.9.2014 διαταγή του ίδιου Δικαστή, αναφέρεται ότι οι καθών (ενάγοντες στην παρούσα δίκη), δεν εκπροσωπήθηκαν στην ακρόαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014 αλλά κάθε μία από τις αιτήσεις επιδόθηκε σε αυτούς, ότι καθένας από αυτούς είχε ειδοποιηθεί σχετικά με την ακρόαση, ότι πριν από την ακρόαση των αιτήσεων, οι καθών κατέθεσαν και επέδωσαν προτάσεις σε αντίκρουση των αιτήσεων με ημερομηνία 9 Μαίου 2014, οι οποίες προετοιμάστηκαν από τους συνηγόρους τους και ότι οι συνήγοροί τους με επιστολή της 28ης Αυγούστου 2014 δήλωσαν ότι οι ΟΜΕ, … …, … … και … αποσύρουν οιαδήποτε αντίρρηση στις αιτήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου για ακρόαση την 8.9.2014.
Περαιτέρω, απορριπτομένων των ως άνω ισχυρισμών των εναγουσών, οι ως άνω τελεσίδικες αποφάσεις και διαταγές των Αγγλικών Δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της υπάρξεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας τους και κατ’ επέκταση, της ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης μεταξύ των νομικών και φυσικών προσώπων, που υπήρξαν διάδικοι σε αμφότερες τις ως άνω δίκες, ήτοι τόσο στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκαν η από 19-12-2011 και με αριθ. [2011] EWHC 3381 (Comm) απόφαση του Άγγλου Δικαστή κ. Burton και από 2-2-212 και 19-3-2012 Διαταγές αυτού, καθώς και στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου Flaux. Ετσι, με τις ως άνω αποφάσεις και διαταγές, κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου που αναγνωρίζεται από το παρόν Δικαστήριο, πρώτον ότι δυνάμει της ρήτρας παρέκτασης που περιέχεται στο με ημερομηνία 13.12.2007 συμφωνητικό συμβιβασμού, και της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο των …, τα Δικαστήρια της Αγγλίας είναι αποκλειστικά αρμόδια για να κρίνουν την εισαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού διαφορά μεταξύ της πρώτης και της έβδομης ενάγουσας και απάντων των εναγομένων και των τεσσάρων συνεκδικαζόμενων αγωγών και δεύτερον ότι δυνάμει της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται στο ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο των …, τα Δικαστήρια της Αγγλίας είναι αποκλειστικά αρμόδια για να κρίνουν την εισαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού διαφορά μεταξύ της δεύτερης έως και έκτης ενάγουσας και των νομικών προσώπων των ασφαλιστών των τριών πρώτων αγωγών. Συνεπεία των ανωτέρω, θα πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, να απορριφθούν ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας οι πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγή, (κατά τη σειρά που αυτές αναφέρονται στην αρχή της παρούσας) ως προς τους πρώτη και έβδομη των εναγουσών των ως άνω αγωγών κατά απάντων των εναγόμενων και πρέπει να απορριφθεί η τέταρτη αγωγή καθ’ ολοκληρίαν. Ομοίως απορριπτέες λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας τυγχάνουν οι πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγή ως προς τις δεύτερη έως και έκτη των εναγόντων, κατά το μέρος που στρέφονται κατά των νομικών προσώπων των εναγομένων-ασφαλιστών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, αναφορικά με την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου σχετικά με την ένδικη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών και των εναγόμενων φυσικών προσώπων ως αντιπροσώπων και προστηθέντων των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, λόγω της ειδικής συμφωνίας παρέκτασης, η οποία περιλαμβάνεται αφενός στο προαναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που καταρτίσθηκε μεταξύ όλων των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών και των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγουσών και αφετέρου στο από 13-12-2007 Συμφωνητικό Συμβιβασμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης και της έβδομης των εναγουσών και των ως άνω εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, λεκτέα τα ακόλουθα: Στη δίκη που διεξήχθη ενώπιον του Άγγλου Δικαστή κ. Burton, στο πλαίσιο της οποίας συνεκδικάσθηκαν οι προαναφερόμενες υπ’ αρ. …, 702/2011 και 1043/2011 αγωγές, οι Συνασφαλιζόμενες Εταιρείες (δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών) ήταν εναγόμενες επί της υπ’ αρ. 1043/2011 αγωγής, όπου ενάγοντες ήταν οι Ασφαλιστές … και συνεπώς, ως προς τις ενάγουσες Συνασφαλιζόμενες Εταιρείες και τα εναγόμενα στις ένδικες αγωγές φυσικά πρόσωπα – προστηθέντες και αντιπρόσωποι των Ασφαλιστών …, δεν υφίσταται δεδικασμένο από την προμνησθείσα από 19-12-2011 απόφαση του Δικαστή Δικαστή κ. Burton, ενώ δεδικασμένο για τους διαδίκους αυτούς αναφορικά με την έκταση των υποκειμενικών ορίων της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων, δεν παράγεται ούτε από την απόφαση Flaux, καθώς σύμφωνα με την από 26.9.2014 διαταγή του που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, και ανωτέρω εκτίθεται διευρύνει τα υποκειμενικά όριο του δεδικασμένου της απόφασης και διαταγών Burton, για τα φυσικά πρόσωπα των εναγομένων …, μόνο ως προς την πρώτη και έβδομη ενάγουσα. Ομοίως οι εναγόμενοι φυσικά πρόσωπα δεν συνεβλήθησαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ενώ ούτε η δεύτερη έως και έκτη ενάγουσα ούτε οι εναγόμενοι φυσικά πρόσωπα ήταν συμβαλλόμενοι στο συμφωνητικό συμβιβασμού.
Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τους λοιπούς διαδίκους.
Στη διάταξη του άρθρου 5§3 του Κανονισμού 44/2001 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ορίζεται ότι πρόσωπο, που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Η έννοια «ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία», σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 5 σημείο 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, περιλαμβάνει κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5 σημείο 1 της ίδιας Συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 17 Σεπτεμβρίου 2002 – υπόθεση C-334/00 και απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 – υπόθεση C-167/00 ΕλλΔνη 44.583 και 586 αντιστοίχως), ενώ η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιείται στην ίδια διάταξη, μπορεί να καλύπτει τόσο τον τόπο όπου αιτιωδώς επήλθε η ζημία όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (ΕφΠειρ 61/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 1067/2009 υπόθεση C-189/08 (Zuid – Chemie) Συλλογή Νομολογίας 2009 Ι-6917 (σκέψη 25), ΔΕΚ απόφαση της 19 Σεπτεμβρίου 1995 – υπόθεση C-364/93 ΕλλΔνη 38.1684) και δεν αναφέρεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται «το επίκεντρο της περιουσίας του», για το μοναδικό λόγο ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν περιουσιακή ζημία λόγω της σημειωθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (βλ. ΔΕΚ C-168/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διεύρυνση αυτή θα κατέληγε στην αποδοχή της δωσιδικίας του ενάγοντος, αφού το θύμα υφίσταται κατά κανόνα τη ζημία ακριβώς στον τόπο της κατοικίας του, είναι δε προφανές ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι πλήρως ασυμβίβαστο προς τις «ειδικές δωσιδικίες» που απαριθμούνται στα άρθρα 5 και 6 της Συμβάσεως, που συνιστούν αποκλίσεις από την αρχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (βλ. ΔΕΚ C-364/1993 ΔΕΚ και C-168/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση, λοιπόν, γεωγραφικής αποκλίσεως των τόπων, ο ενάγων έχει την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ενός οποιουδήποτε από τους τόπους αυτούς (ΕφΘεσ 121/2010 ΕΠΟΛΔ 2010/844, ΕφΠειρ 61/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008/233, Κεραμέως/Κρεμλή/Ταγαρά “Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων” σελ. 71). Εξάλλου, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε το 1978 (με την προσχώρηση της Δανίας, Ιρλανδίας και …) και το 1982 (με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας), που κυρώθηκε με το ν. 1814/1988 (και τροπ. από το ν. 2004/1992) και ίσχυε στην Ελλάδα από 1.4.1989, “πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”. Παρέπεται έτσι ότι το άρθρο 5 παρ. 3 προβλέπει και θεσπίζει μία ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας στις υποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης. Γίνεται δε δεκτό ότι στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως εμπίπτει το σύνολο των εξωσυμβατικών ενοχών, δηλαδή τόσο οι ενοχές από αδικοπραξία όσο και οι ενοχές από “οιονεί αδικοπραξία”, σε αντιδιαστολή προς τις “ενοχές εκ συμβάσεως”, που ρυθμίζονται αυτοτελώς από την παράγραφο 1 του άρθρου 5 (βλ. σχετ. Κεραμέα – Κρεμλή – Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, όπως ισχύει στην Ελλάδα”, ερμηνεία κατ` άρθρον, έκδ. 1989, σελ. 67 επ.). Ο προσδιορισμός δε της “αδικοπραξίας” ή “οιονεί αδικοπραξίας”, σύμφωνα πάντα με τη Δ.Σ., γίνεται με αυθύπαρκτα και με αυτόνομα, δηλαδή με κοινοτικά κριτήρια. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφαση “Kalfelis Schroder” 189/1987 (27.9.1988) έκρινε ότι η έκφραση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως έννοια αυτοτελής, που περιλαμβάνει κάθε αγωγή που αποσκοπεί στην ενεργοποίηση της αστικής ευθύνης του εναγομένου και η οποία δεν συνδέεται με τις “διαφορές εκ συμβάσεως” του άρθρου 5 παρ. 1. Στην Ελλάδα, λοιπόν, οι αγωγές του άρθρου 914 επ. ΑΚ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 3, για την εφαρμογή του οποίου είναι αδιάφορο αν πρόκειται για διαφορά από αξιόποινη πράξη, όπως απαιτεί το άρθρο 35 ΚΠολΔ ή απλώς από αστικό αδίκημα. Εξάλλου, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 της Δ.Σ., ο προσδιορισμός του τόπου (όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός) δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα, όταν το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας έλαβε χώρα σε τόπο διαφορετικό από εκείνον που εκδηλώθηκε η ζημία, όπως και στις περιπτώσεις που η ζημία εκδηλώθηκε στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών. Με την απόφαση του “Hawdels Kweeheriz σ.ζ. Bia BV/Mines de potasse d`Alsace 21/76 (30.11.1976) καθώς και με την απόφαση “Societes Dumez France Tracoda/ Hessische Landes-bank C 220/88 (11.11.1990) (βλ. σχ. ΕλλΔνη 35.1151) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι ως “τόπος”, κατά το άρθρο 5 παρ. 3, θεωρείται τόσον ο τόπος όπου εκδηλώθηκε η ζημία όσο και ο τόπος που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός που θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη και παρήγαγε άμεσα ζημιογόνα αποτελέσματα έναντι του αμέσως ζημιωμένου (βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 19 Σεπτεμβρίου 1995 – υπόθεση C-364/93, ΕλλΔνη 38.1684), λύση που συμφωνεί και με το ισχύον ελληνικό δίκαιο (βλ. Κεραμέα, ό.π., σελ. 71, έκθεση Ευρυγένη – Κεραμέα, παρ. 51), αφού οι τόποι αυτοί αποτελούν αποφασιστικούς συνδέσμους για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, στο μέτρο που η έννοια της αδικοπραξίας προϋποθέτει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος (ΕφΠειρ 89/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 2169/2007 Αρμ 1998/1515). Ως προς τη θέση του ΔΕΚ αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης του άρθρου 5 αρ. 3 του Κανονισμού 44/2001 (ΔΕΚ της 30/11/1976, υπόθ. 21/76: Bier κατά Mines de Potasse d’ Alsace, Συλλογή Αποφάσεων ΔΕΚ 1976 σελ. 613 επ.), γίνεται δεκτό ότι «Όταν ο τόπος, στον οποίο συνέβη το γεγονός που μπορεί να επισύρει ευθύνη από αδικοπραξία …, δεν συμπίπτει με τον τόπο, στον οποίον επήλθε η συνεπεία αυτού του γεγονότος ζημία, τότε ως τόπος, στον οποίο συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, είναι τόσον ο τόπος, στον οποίο επήλθε η ζημία όσο και ο τόπος, στον οποίο συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και επομένως, η σχετική αγωγή μπορεί να εγερθεί, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, είτε στον ένα είτε στον άλλο από τους τόπους αυτούς (ΠΠρΠειρ 2169/2007 ό.π., Σπ. Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», Γ’ έκδ., 2008, σελ. 372, υπό (γ) και υποσ. 10, Νίκας σε ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα άρθρο 35 αρ. 4, με περαιτέρω παραπομπές). Ως ζημία επερχόμενη σε ορισμένο τόπο, κατά την έννοια της εξεταζόμενης εδώ διάταξης, νοείται επίσης, όπως έχει κριθεί από το ΔΕΚ και η ηθική βλάβη. Συνακόλουθα, στην κατά την ίδια ρύθμιση διεθνή δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων εμπίπτει και η «αγωγή περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη» (ΔΕΚ 7/3/1995 επί της υποθέσεως 68/1993 Fiona Shevill κατά Presse Alliance, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1995 I.415, ΕφΠειρ 89/2011 ό.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία δεν συντελούνται όλα σε ένα κράτος, αλλά συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών ή σε ένα μεν κράτος, αλλά με συνέπειες που εκδηλώνονται σε άλλο κράτος (αδικήματα πολλαπλής τοπικής σύνδεσης), ως τόπος τελέσεως του αδικήματος θεωρείται και ο τόπος ενέργειας και ο τόπος επέλευσης της ζημίας, στο ζημιωθέντα δε απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 1527/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 665/2011 ΕΕμπΔ 2011/883, ΑΠ 1475/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2000 Ελλ.Δνη 41.1020, ΕφΠειρ 61/2008 ό.π., ΕφΠειρ 25/2003 ΔΕΕ 2003/634, ΠΠρΑθ 1127/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3552/2003 ΔΕΕ 2004/562, ΠΠρΠειρ 1187/1999 ΧρΙΔ 2001.322, Σπ. Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», β` εκδ., σελ. 224 επ., όπου παρατίθενται και οι λοιπές θεωρίες που έχουν υποστηριχθεί). Περαιτέρω, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 932 ΑΚ ορίζεται ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ), ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής και μετά από εκτίμηση των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες τελέστηκε η άδικη πράξη του υπαιτίου και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και περιουσιακής καταστάσεως του δικαιούχου και του υπόχρεου ότι ο αδικηθείς υπέστη ηθική βλάβη. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνοίας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Φορέας της αξίωσης, που πηγάζει από το άρθρο 932 ΑΚ είναι καταρχήν αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη από αδικοπραξία, η οποία προβάλλει δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του, που προστατεύεται από κανόνα δικαίου, όχι μόνον αστικού αλλά και διοικητικού ή ποινικού περιεχομένου, ο οποίος έχει τεθεί όχι αποκλειστικώς για την προστασία του γενικού συμφέροντος, αλλά και για την προστασία ιδιωτικών συμφερόντων (βλ. ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 46.394, ΑΠ 1323/2001 ΕλλΔνη 42.1350, ΑΠ 1509/1999 ΕλλΔνη 40.1704, ΑΠ 1198/1987, ΕφΑθ 1371/2003 ΕλλΔνη 44.1378, ΕφΑθ 4351/2002 ΕλλΔνη 44.200). Από αυτά συνάγεται ότι ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν χωρεί η υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια ή κανόνα δικαίου (ΑΠ 1433/2000 ΕλλΔνη 42.673, ΑΠ 829/1999 ΕλλΔνη 41.345, ΑΠ 208/1995 ΕλλΔνη 37.320, ΕφΛαμ 85/2010 Αρμ 2012.364). Συγκεκριμένα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου απαιτείται προσβολή της προσωπικότητας, η οποία να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, ήσσονος σπουδαιότητος ή ασκουμένου υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική και υπαίτια, ήτοι οφειλομένη σε δόλο ή αμέλεια και επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωση της (σωματική, πνευματική, ηθική κ.λ.π.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του (ΑΠ 1279/2011). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος τελεί εν γνώσει της αναληθείας του διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως αμφοτέρων των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψη του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική του βλάβη του (ΑΠ 1662/2005). Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατ’ άρθρο 361 ΠΚ. (ΑΠ 726/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 1279/2011). Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία έχει, κατά κανόνα, μόνον ο αμέσως ζημιωθείς, εκείνος δηλαδή που προσβλήθηκε αμέσως στα δικαιώματα και γενικώς στα εννόμως προστατευόμενα συμφέροντά του, τέτοιος δε επί αδικοπραξίας τρίτου, στρεφομένης κατά εταιρείας με νομική προσωπικότητα, είναι αυτό τούτο το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και όχι οποιοσδήποτε εταίρος αυτής, που αντανακλαστικώς και μόνο ζημιώνεται από την αδικοπραξία σε βάρος της εταιρείας (βλ. ΑΠ 494/1967 ΝοΒ 16.78, ΑΠ 420/1962 ΕΕΝ 29. 920, ΑΠ 272/1960 ΝοΒ 8. 1045, ΕφΑθ 6793/1996 Αρμ 1997/1251, ΕφΑθ 289/1992 ΕλλΔνη 1993.401, ΕφΑθ 8293/1986 ΕλλΔνη 28.1281, ΕφΑθ 5362/1979 Αρμ ΛΔ.384, ΠΠρΑθ 6391/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστ. Κώδιξ, υπό το άρθρο 914 αριθ. 69 και 74. Όπως δε προκύπτει από τα άρθρα 919 και 932 του ΑΚ, δικαίωμα αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως από την αδικοπραξία, η οποία φέρει και το χαρακτήρα αξιόποινης πράξεως, έχει ο αμέσως προσβληθείς από αυτή στα δικαιώματά του ή τα έννομα συμφέροντα αυτού. Αντιθέτως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να απαιτήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση εκείνος που υπέστη έμμεση προσβολή στα δικαιώματά του ή τα έννομα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 402/1981 ΠΧρ ΛΑ/664, ΑΠ 1/1991, 141/1991 ΝοΒ 39.948, ΑΠ 1590/1980 ΕΕΝ 48.579, ΣυμβΠλημΚορ 240/1996 ΠοινΧρον 1997/132), όπως συμβαίνει γενικώς προκειμένου περί μέλους νομικού προσώπου, όταν η αξιόποινη πράξη στρέφεται κατά του δεύτερου, οπότε η προσβολή, που επήλθε στα δικαιώματα και τα συμφέροντα του μέλους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση, αλλά μόνον έμμεση, με συνέπεια να μη νομιμοποιείται αυτό να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική δίκη, που έχει ως βάση την παραπάνω αξιόποινη πράξη (ΟλΑΠ 5/1994, ΑΠ 1794/2003 ΠοινΛογ 2003/2025, ΑΠ 949/1990 ΠΧρ ΜΑ/295, Στ. Πατεράκης «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», β΄ εκδ., 2001, σελ. 286-287). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων της διεξαγωγής της δίκης είναι και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (ΕφΑθ 6152/1982 ΝοΒ 30/1282, ΕφΠειρ 133/1987 ΝοΒ 35/1069, ΠΠρΑθ 2836/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, για την παροχή εννόμου προστασίας απαιτείται από τον νόμο η συνδρομή δύο διαδικαστικών προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Η νομιμοποίηση, δηλαδή η ύπαρξη του δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων ή εναγόμενος ή της εξουσίας διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της εννόμου σχέσεως. Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποιήσεως, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, ενώ πρέπει να υφίστανται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και σε ολόκληρη τη διάρκεια της δίκης, έτσι ώστε να είναι δυνατή η έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο και για να μπορεί να ικανοποιηθεί το δικαίωμα, του οποίου φέρεται δικαιούχος ο διάδικος. Η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεώς της, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, κρίνεται από τη lex fori, ήτοι από το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (βλ. ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130, ΠΠρωτΑθ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598, Κρίσπη Γνωμ. ΝοΒ 21 σελ. 1290), ενώ η έλλειψή της (νομιμοποίησης), η έλλειψη δηλαδή των θεμελιωτικών περιστατικών που συνδέουν τον διάδικο με το επικαλούμενο δικαίωμα ή έννομη σχέση, αφενός μεν προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 73 ΚΠολΔ), αφετέρου δε έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (ΕφΚερκ 1.1999 ΔΕΕ 1999.1036, ΕφΑθ 9544/1998 ΕΕμπΔ 1999.773), ειδικότερα δε έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας του συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλουμένης εννόμου σχέσεως, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και όχι ως αβάσιμης (Β. Βαθρακοκοίλη, «ΕρμΚΠολΔ», άρθρο 68 ΚΠολΔ, παρ. 1-3, 8, 10, 20, 96, 134, 141, σελ. 393-395, 397-398, 418, 424-425). Εξάλλου, η αγωγή, ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Η εξ απόψεως ιστορικής βάσεως πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή της δίκης, καταρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως (κατά κανόνα νομιμοποίηση) και συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ώστε ο ενάγων φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος της αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο, μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ΑΠ 1272/1999 ΕλλΔνη 2001.430, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αλλοδαποί εναγόμενοι συνδικάτο ασφαλιστών με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006, το συνδικάτο ασφαλιστών με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2003 για το οικονομικό έτος 2006, και το συνδικάτου ασφαλιστών Lloyd’s Syndicate 0033 για το οικονομικό έτος 2006, που εδρεύουν στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούν ενώσεις προσώπων, που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι κατ` άρθρο 62 εδ. β` ΚΠολΔ, εφόσον η δίκη διεξάγεται ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, αυτοί δε ως ένωση προσώπων, έχουν την πιο πάνω ικανότητα ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραπάνω διάταξης, η οποία, ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή, ενώ επί πλέον αυτοί έχουν και ικανότητα παράστασης κατ` άρθρο 66 ΚΠολΔ (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992. 794, Εφ. Πειρ. 542/2012 Ε. Ναυτ. Δικαίου 2012 σελ. 418, ΕφΔωδ 306/2005 Ηλεκτρονική Συλλογή «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2846/2000 Αρμ 2001.537, ΕφΘεσ 2420/1998 Αρμ 1999.87 & 842).
Κατ ακολουθία των ανωτέρω για τις αγωγές που ερευνά το Δικαστήριο, ήτοι την πρώτη, δεύτερη και τρίτη αγωγή με διαδίκους ως ενάγουσες τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών κατά των εναγόμενων φυσικών προσώπων με το περιεχόμενο που στην αρχή της παρούσας παρατέθηκε και με αίτημα την καταβολή αφενός αποζημίωσης λόγω θετικής ζημίας και αφετέρου χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ως άνω ενάγουσες από τις επικαλούμενες παράνομες και και υπαίτιες πράξεις των ως άνω εναγόμενων και αφετέρου με διαδίκους ως ενάγοντες τα φυσικά πρόσωπα των ίδιων αγωγών κατά όλων των εναγόμενων των αγωγών αυτών (νομικά και φυσικά πρόσωπα) με αίτημα την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα – ενάγοντες από τις επικαλούμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις όλων των εναγόμενων, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Οι ως άνω αγωγές, κατά το προαναφερθέν σκέλος τους και τους προαναφερόμενους διαδίκους, παραδεκτά εισάγονται προς εκδίκαση, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 18, 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 3 και 5.3 του Κανονισμού 44/2001 της 22.12.2000, (L 12/16.1.2001, “Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, ο οποίος αντικατέστησε την από 27-9-1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988, ο οποίος ισχύει από 1-3-2002 και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, λόγω του χρόνου κατάθεσης της αγωγής πριν από την 10-1-2015 (βλ. και άρθρο 66 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), απορριπτομένης της περί του αντιθέτου δικονομικής ένστασης των εναγόμενων, που προβλήθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση των παραπάνω αγωγών, με βάση τον ισχυρισμό ότι αφενός κανένα από τα ζημιογόνα γεγονότα που αναφέρονται στην αγωγή δεν έλαβε χώρα στον Πειραιά, αλλά σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο … και οι Φιλιππίνες και αφετέρου η κατοικία τους αλλά και οι έδρες των νομικών προσώπων (εναγόμενων) βρίσκεται στο Ηνωμένο …. Σημειώνεται ότι οι ως άνω όγδοος έως και δέκατος τέταρτος των εναγόντων, με τις ως άνω ένδικες αγωγές τους, συνομολογούν μεν ότι όλοι οι εναγόμενοι αυτών είναι κάτοικοι Μεγάλης Βρετανίας, πλην όμως, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα στις επίδικες αγωγές, αφενός μεν ορισμένες εκ των προπεριγραφόμενων παράνομων και υπαίτιων πράξεων τελέστηκαν στην Ελλάδα (και δη η κατάρτιση και λήψη των αναφερόμενων ως ψευδών καταθέσεων του … …, που φέρονται επίσης ως συκοφαντικές κατά περιεχόμενο, οι οποίες αποτελούν το κρίσιμο -κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς- ζημιογόνο γεγονός, έλαβαν χώρα στην Αθήνα και στον Πειραιά) αφετέρου δε οι επικαλούμενες από τους ως άνω ενάγοντες θετική ζημία και ηθική βλάβη, ως άμεσες δυσμενείς συνέπειες των υπαίτιων και παράνομων πράξεων των ως άνω εναγόμενων και δη της συκοφαντικής τους δυσφήμισης από αυτούς, επήλθε στην Ελλάδα, όπου αυτοί έχουν το κέντρο των επαγγελματικών και εν γένει βιοτικών δραστηριοτήτων τους, ώστε να υφίσταται κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το άρθρο 5.3 του Κανονισμού 44/2001, δεδομένου ότι αρκεί και μόνο το γεγονός, ότι ορισμένα από τα ζημιογόνα γεγονότα τελέστηκαν στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ορισμένα άλλα τελέστηκαν στην αλλοδαπή, επιπλέον δε οι ζημιογόνες συνέπειες αυτών επήλθαν στην κατοικία των ως άνω εναγόντων στην Ελλάδα (βλ. και ΠΠρΚορ 73/2006 Αρμ 2007/54), σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, σε περίπτωση γεωγραφικής αποκλίσεως των τόπων όπου έλαβε χώρα το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας σε σχέση με εκείνον που εκδηλώθηκε η ζημία, όπως και στις περιπτώσεις που η ζημία εκδηλώθηκε στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών, ο ενάγων έχει την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ενός οποιουδήποτε από τους τόπους αυτούς. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, σχετικά δε με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά τη λογική και τελολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 26 ΑΚ, σε περίπτωση που τα περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία (μεταξύ των οποίων είναι και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος) συντελούνται στο έδαφος περισσότερων πολιτειών, απόκειται στο ζημιωθέντα να επιλέξει το εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικό δίκαιο. Εν προκειμένω, οι δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών εταιρειών και οι όγδοος έως και δέκατη τέταρτη των εναγόντων – φυσικά πρόσωπα, με την ιδιότητά τους ως ατομικώς ζημιωθέντων από τις επικαλούμενες στην αγωγή παράνομες πράξεις των εναγόμενων, προβάλλουν ως βάση των ως άνω πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των ένδικων αγωγών, αδικήματα με τόπο ενεργείας, μεταξύ άλλων, την Αγγλία, τις Φιλιππίνες, αλλά και την Ελλάδα και δη την Αθήνα και τον Πειραιά και τόπο επέλευσης του αποτελέσματος ορισμένων εκ των ως άνω ζημιογόνων ενεργειών την Ελλάδα (δεδομένου ότι η κατοικία και κέντρο των βιοτικών δραστηριοτήτων των ως άνω εναγόντων βρίσκεται στη … Αττικής), δηλαδή αδικήματα πολλαπλής τοπικής συνδέσεως και επομένως, στην επιλογή των ως άνω εναγόντων επαφίεται τελικά ποιο δίκαιο από αυτά που έχουν σχέση με τα χαρακτηριζόμενα από αυτούς ως αδικήματα θα εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ως άνω ενάγοντες επικαλούνται ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και κατά συνέπεια, η ερειδόμενη στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αδικοπραξία βάση των ως άνω αγωγών ερευνάται κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ` άρθρο 26 ΑΚ, ως εκ του τόπου (Ελλάδα – Πειραιάς) όπου, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι εκδηλώθηκε η εκ μέρους των εναγομένων αδικοπρακτική συμπεριφορά τους σε βάρος των εναγόντων, αλλά και του τόπου (Ελλάδα – …) όπου επήλθαν ορισμένες από τις συνέπειες των εν γένει ζημιογόνων ενεργειών των εναγόμενων αναφορικά με την προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητάς τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών και οι όγδοος έως και δέκατη τέταρτη των εναγόντων επέλεξαν ρητά με την άσκηση των κρινόμενων αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου και των διατάξεων αυτού περί αδικοπραξιών, καθόσον ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, γνωστός ως «Ρώμη ΙΙ», αρχίζει να εφαρμόζεται από τις 11-01-2009 (άρθρα 31-32 αυτού), τα δε διαλαμβανόμενα στις ένδικες αγωγές κρίσιμα πραγματικά περιστατικά φέρεται ότι έχουν τελεσθεί προγενέστερα. Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι οι αξιώσεις περί θετικής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης των ως άνω εναγόντων καταλαμβάνονται από το προαναφερόμενο από 13-12-2007 συμφωνητικό συμβιβασμού, με βάση το οποίο εφαρμοστέο στην επίδικη διαφορά είναι το αγγλικό δίκαιο, είναι απορριπτέος, καθόσον στο ως άνω συμφωνητικό συμβιβασμού δεν ήταν συμβαλλόμενοι οι όγδοος έως και δέκαρτη τέταρτη των εναγόντων, ως προς τους οποίους το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τις κρινόμενες αγωγές σε βάρος απάντων των εναγομένων ούτε και τα φυσικά πρόσωπα των εναγομένων σε ότι αφορά την εναγωγή τους στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από τις δεύτερη έως και έκτη των εναγόντων, με συνέπεια να μην καλύπτονται οι δικές τους ατομικές αξιώσεις από το ως άνω συμφωνητικό συμβιβασμού. Περαιτέρω, ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, η έλλειψη της νομιμοποιήσεως, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω της ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (βλ. ΕφΑθ 10832/1986 ΑρχΝομ 38.781, ΕφΑθ 990/1980 ΕλλΔνη 19.1977), ενώ η νομιμοποίηση των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεώς της, ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, κρίνεται από τη lex fori, ήτοι από το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου που δικάζει (βλ. ΠΠρΠειρ 785/1997 ΕΝΔ 26.130, ΠΠρΑθ 9355/1980 ΝοΒ 28.1598, Κρίσπη Γνωμ. ΝοΒ 21 σελ. 1290). Ως προς τη νομιμοποίηση της δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών, συνασφαλισμένων εταιρεών: Οι κρινόμενες αγωγές είναι απορριπτέες λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών – νομικών προσώπων των συνασφαλιζομένων εταιρειών, κατά το μέρος με το οποίο στρέφονται κατά των εναγόμενων φυσικών προσώπων ως προστηθέντων των με τις συνεκδικαζόμενες αγωγές εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, για τους εξής λόγους: Από την επισκόπηση του περιεχομένου των ως άνω αγωγών προκύπτει ότι δεν εκτίθενται σε αυτές με ορισμένο και σαφή τρόπο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να αφορούν την προσβολή της φήμης και της εμπορικής πίστης των εταιρειών αυτών από τις πράξεις των ως άνω εναγόμενων φυσικών προσώπων, δεδομένου ότι όλα τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά αφορούν την προσβολή μόνο της πρώτης και της έβδομης ενάγουσας (πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του βυθισθέντος πλοίου «…») και των νομίμων εκπροσώπων τους αναφορικά με τον επικαλούμενο από τους ασφαλιστές ισχυρισμό περί ελαττωμάτων του ως άνω πλοίου και αναξιοπλοϊας του και δη εν γνώσει των νομίμων εκπροσώπων τους, ενώ ουδόλως εκτίθενται στις ένδικες ως άνω αγωγές συγκεκριμένοι ισχυρισμοί ή άλλες παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγόμενων – φυσικών προσώπων σε βάρος των νομικών προσώπων των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών, οι αναφορές δε της αγωγής στη διασπορά φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών από τον … και από εκπρόσωπο της εταιρείας …, αφορούν ομοίως κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα τις πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου … και όχι τις συνασφαλισμένες εταιρείες αφού ανάγονται σε ισχυρισμούς για ελαττώματα και αναξιοπλοία του ως άνω πλοίου. Τα λοιπά αιτούμενα κονδύλια θετικής ζημίας αφενός λόγω αύξησης των ασφαλίστρων και αφετέρου λόγω εξόδων πραγματογνωμοσύνης για νέες επιθεωρήσεις των πλοίων δεν αποδίδονται σε συγκεκριμένο εναγόμενο φυσικό πρόσωπο και συνεπώς, δεν συνδέονται αιτιωδώς -κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή- με ενέργειες αυτών, αλλά αποδίδονται εν γένει και συνδέονται αιτιωδώς με τις γενικώς και αορίστως επικαλούμενες συκοφαντικές ενέργειες όλων των ασφαλιστών σε βάρος των συνασφαλιζομένων εταιρειών, οι οποίες όμως δεν εξειδικεύονται με σαφή και ορισμένο τρόπο στις ένδικες αγωγές, προκειμένου να θεμελιωθεί ενεργητική νομιμοποίηση αυτών και παθητική νομιμοποίηση των εναγόμενων φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, τα εκτιθέμενα στις αγωγές πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάδοση από τους ασφαλιστές ψευδών και δυσφημιστικών γεγονότων ως προς την αξιοπλοϊα του βυθισθέντος πλοίου και την κατασκευή και χρήση ψευδών αποδεικτικών μέσων στην Αγγλία αφορούν μόνο την πρώτη και την έβδομη των εναγουσών (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου) και τους νομίμους εκπροσώπους τους και δεν αναφέρονται στις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, οι οποίες άλλωστε δεν ήταν διάδικοι στην αρχική αγωγή με αριθμό φακέλου …, που κατέθεσε ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου η πρώτη ενάγουσα κατά των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, γενομένου δεκτού και ως κατ’ ουσία βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ως άνω εναγόντων με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41.43). Ως προς τη νομιμοποίηση των φυσικών προσώπων των εναγόντων, όγδοου έως και δέκατης τέταρτης αυτών: Οι κρινόμενες αγωγές είναι απορριπτέες ως προς τον όγδοο, ένατο, δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων, ως απαράδεκτες λόγω ελλείψεως απαιτουμένων διαδικαστικών προϋποθέσεων και ειδικότερα λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως αυτών κατά το μέρος που αυτοί στηρίζουν την ενεργητική τους νομιμοποίηση στην ιδιότητά τους ως μελών των διοικητικών συμβουλίων των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών εταιρειών [και συγκεκριμένα, ως α) προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Δ.Σ. της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εναγουσών, β) ως προς τον ένατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εναγουσών, γ) ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και πέμπτης των εναγουσών, δ) ως προς τον ενδέκατο ενάγοντα, ο οποίος είχε μόνο την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της πέμπτης και Γραμματέως του Δ.Σ. της έκτης των εναγουσών, ε) ως προς το δωδέκατο ενάγοντα, ο οποίος είχε μόνο την ιδιότητά του Γραμματέα του Δ.Σ. της πέμπτης των εναγουσών και του Προέδρου του Δ.Σ. της έκτης των εναγουσών, στ) ως προς το δέκατο τρίτο ενάγοντα, ο οποίος είχε μόνο την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της έκτης των εναγουσών], καθόσον οι επικαλούμενες από τους όγδοο έως και δέκατο τρίτο των εναγόντων προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις όλων των εναγόμενων των ως άνω αγωγών αφορούν τους νομίμους εκπροσώπους των πρώτης και έβδομης των εναγουσών εταιρειών, ήτοι της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του βυθισθέντος πλοίου «…», επιπλέον δε οι λοιποί ενάγοντες ουδέν αναφέρουν στο δικόγραφο της αγωγής τους προς στήριξη της αγωγικής αξιώσεώς τους προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, την οποία φέρονται να υπέστησαν, με την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων της δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών συνασφαλιζομένων εταιρειών. Ούτε στις αγωγές περιέχεται κάποια αναφορά σε συκοφαντική δυσφημιστική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος των όγδοου, ένατου, δέκατου, ενδέκατου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου των εναγόντων, με την ιδιότητά τους ως μελών των διοικητικών συμβουλίων των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών εταιρειών, καθόσον τα εκτιθέμενα στις αγωγές πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη διάδοση από τους ασφαλιστές ψευδών και δυσφημιστικών γεγονότων ως προς την αξιοπλοϊα του βυθισθέντος πλοίου και την κατασκευή και χρήση ψευδών αποδεικτικών μέσων στην Αγγλία αφορούν μόνο την πρώτη και την έβδομη των εναγουσών (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του εν λόγω πλοίου) και τους νομίμους εκπροσώπους τους και δεν αναφέρονται στους εκπροσώπους των λοιπών συνασφαλισμένων εταιρειών, γενομένου δεκτού και ως κατ’ ουσία βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ως άνω εναγόντων με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Επισημαίνεται ότι κατ ακολουθία των ως άνω οι πρώτη, δεύτερη και τρίτη των κρινόμενων αγωγών είναι απαραδεκτές λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης α) ως προς τον ενδέκατο, δωδέκατο και δέκατο τρίτο των εναγόντων, ως προς τους όγδοο, ένατο, δέκατο, των εναγόντων κατά το μέρος που αυτοί ενάγονται με την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων και μελών τοων Διοικητικών Συμβουλίων της δεύτερης έως και έκτης ενάγουσας Νομιμοποιούνται ενεργητικά για την άσκηση των ως άνω αγωγών α ) ο όγδοος ενάγοντας με την ιδιότητα του ως Προέδρου του Δ.Σ. της πρώτης και της έβδμης των εναγουσών, β) ο ένατος ενάγοντας, με την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας, γ) ο δέκατος ενάγοντας, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης και της έβδομης των εναγουσών και δ) η δέκατη τέταρτη ενάγουσα, με την ιδιότητά της ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της έβδομης ενάγουσας, καθόσον στα δικόγραφα των ως άνω κρινόμενων αγωγών εκτίθεται ότι οι εναγόμενοι συνασφαλιστές προέβησαν σε συκοφάντηση των νομίμων εκπροσώπων και μελών του Δ.Σ. της πρώτης και έβδομης των εναγουσών, αποδίδοντας τα αίτια του ναυαγίου σε δήθεν ελαττώματα και ελλείψεις του πλοίου που ήταν γνωστά σε αυτές τις ενάγουσες εταιρείες και τους νομίμους εκπροσώπους τους, από τα ανωτέρω δε συνάγεται ότι προπεριγραφόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγόμενων είχαν δυσμενή αντίκτυπο σε ηθικό επίπεδο, με την έννοια της προσβολής της τιμής και της υπόληψης των ως άνω εναγόντων, που είναι η άμεση (αυτόθροη με την τέλεση των εν λόγω αξιόποινων πράξεων) δυσμενής για τους ως άνω ενάγοντες συνέπεια, που είναι αποκαταστατέα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εναγόμενους των ως άνω κρινόμενων αγωγών. Ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων: Περαιτέρω απορριπτές τυγχάνουν οι κρινόμενες αγωγές λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης κατά το μέρος αυτών που στρέφονται κατά των ασφαλιστικών εταιρειών …, … και … με την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Loyds Syndicate 2987 για το οικονομικό έτος 2006 η πρώτη, της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s Syndicate 2003 για το οικονομικό έτος 2006 η δεύτερη, της ένωσης προσώπων με την επωνυμία Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006 η τρίτη, και τούτο διότι ενάγονται παράλληλα αυτοτελώς και οι ίδιες ως άνω ενώσεις προσώπων, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε έχουν κατά το ελληνικό δίκαιο την ικανότητα διαδίκου και παράστασης ενώπιον των Δικαστηρίων.
Περαιτέρω, κατά τα λοιπά και με τις ειδικότερα άνωθεν γενόμενες διακρίσεις, οι πρώτη, δεύτερη και τρίτη των κρινόμενων αγωγών είναι ορισμένες, καθόσον περιλαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων, εφόσον εκτίθενται σε αυτές επαρκώς και σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τις αποδιδόμενες στους εναγόμενους παράνομες και υπαίτιες πράξεις, τα δε εναγόμενα πρόσωπα προσδιορίζονται με σαφήνεια στις αγωγές, κατά περίπτωση και ανάλογα με την ιδιότητα εκάστου ομοίως δε αναφέρεται ο δόλος αυτών, ώστε να θεμελιωθεί η ευθύνη τους σύμφωνα με τη lex delicti, που ως εκτέθηκε είναι το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω, οι ως άνω αγωγές είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις αναφερόμενες στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 922, 932, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 45, 46, 47, 363-362, ΠΚ, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των ως άνω εναγόμενων και απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων, τα οποία, μετά την τροπή των αιτημάτων των αγωγών από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, ενώ δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη σε πράξη ή παράλειψη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και συνεπώς, η ενέργεια της εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτή παρέχει, τα δε αιτήματα για απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των ως άνω εναγόμενων και απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων, είναι εξαρχής μη νόμιμα, καθόσον αφορούν σε έμμεση εκτέλεση (ΕφΠειρ 1066/1991 ΕΝαυτ 1992 178, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986 706, ΕφΠειρ 1903/1979 ΠειρΝ Ι 626, ΠΠρΑθ 2220/2005 Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΛαρ 90/1994 ΑρχΝ 1996 206, Ι. Μπρίνιας «Αναγκαστική Εκτέλεση» σ. 132 επ., 2473-4). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, καθόσον η παραίτηση από το δικόγραφο, με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (ΑΠ 4/1992 ΝοΒ 1993 686), καταλύει αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς, δεν συνεπάγεται αναδρομική ή μη άρση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση, ως όρος της τυχόν επέλθει (ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994 1259, ΑΠ 23/2004, ΑΠ 888/2003 αδημ., ΑΠ 1122/2000 ΕλλΔνη 2000 1665, ΑΠ 550/2000 ΕλλΔνη 2000 1665). Μετά ταύτα, κατά το μέρος και ως προς τους διαδίκους, για τους οποίους κρίθηκαν παραδεκτές και νόμιμες, οι πρώτη, δεύτερη και τρίτη των συνεκδικαζόμενων αγωγών πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, καθόσον, μετά τον περιορισμό των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3, 4 Ν.Δ/τος 1544/1942, ΑΠ 129/1971 ΝοΒ 19 617, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 44.63, ΕφΑθ 9407/1987 ΕλλΔνη 31 557, Κ. Κεραμέως «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» 1986 παρ. 58 σημ. 4, με περαιτέρω παραπομπές), καθώς η διάταξη του άρθρου 70 του Ν. 3994/2011 (με την οποία και οι αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται πλέον στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου), κατά τη ρητή πρόβλεψη της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 72 παρ. 14 του ιδίου Νόμου, εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του (ήτοι μετά τις 25/7/2011), ενώ η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 4055/2012 δεν εισάγει με σαφήνεια αντίθετη ρύθμιση (βλ. σχ. ΠΠρΑθ 1302/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν απαιτείται η προσκομιδή δήλωσης αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθόσον, μετά την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 214Α ΚΠολΔ με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3994/2011, εφόσον δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής σε περίπτωση μη πραγματοποίησης τέτοιας σχετικής δήλωσης, δεδομένου ότι η απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς δεν ανάγεται πλέον σε όρο παραδεκτού της συζητήσεως της (βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν 3994/2011, ΠΠρΒολ 173/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χαρ. Απαλαγάκη «Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, σελ. 32).
Επί των προσκομιζόμενων ένορκων βεβαιώσεων Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 270§2(γ) & (δ) ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά και το ν. 3994/2011, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 3 του άρθρ. 237 και του εδαφίου (γ) του άρθρ. 238 ΚΠολΔ, πρόσθετων ένορκων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών πρώτων από τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη, υποπίπτει στις πλημμέλειες από το άρθρ. 559 αριθ. 11α και 14 ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και παρά το νόμο δεν τα κηρύσσει απαράδεκτα. Το ίδιο ισχύει και όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη προς αντίκρουση παραδεκτά προσκομιζόμενων με επίκληση ένορκων βεβαιώσεων περισσότερες των αντικρουόμενων ένορκες βεβαιώσεις, οπότε απαράδεκτες είναι μόνον οι κατά τη σειρά επίκλησης επιπλέον προσκομιζόμενες τέτοιες βεβαιώσεις. Το όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρ. 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (άρθρ. 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές τρείς συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, είτε αρχικά είτε προς αντίκρουση ισάριθμων ένορκων βεβαιώσεων του αντιδίκου αντίστοιχα, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρ. 20§1 του Συντάγματος και 6§1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον περιορισμό των ένορκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (ΑΠ 3/2015 και ΑΠ 1103/2011 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορές στη νομολογία). Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔ, ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ως τέτοιο δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1461/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1103/2011, ΕφΠειρ 88/2014, ΕφΔωδ 163/2013 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠΟΛΔ 2011/109). Αν, όμως, εισάγονται στο δικαστήριο δύο αντίθετα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα, όπως αγωγές, κάθε διάδικο μέρος έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί μέχρι τρεις ένορκες βεβαιώσεις για την απόδειξη της αγωγής του και μέχρι τρεις προς ανταπόδειξη κατά της αγωγής του αντιδίκου του. Αυτό, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να μη συνεκδικασθούν οι αντίθετες αγωγές, αφού
η συνεκδίκαση ή μη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεις στου δικαστηρίου (αρθρ. 246 ΚΠολΔ), αλλά και γιατί και στην περίπτωση της συνεκδίκασης, εφόσον υποβληθούν από κάθε διάδικο μέρος χωριστές έγγραφες προτάσεις για κάθε μία από τις υποθέσεις, δεν μπορεί το δικαστήριο να διακρίνει ποιες είναι οι τρεις πρώτες κατά τη σειρά της επίκλησής τους (ΑΠ 1365/2012 και ΕφΔωδ 163/2913 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο αριθμητικός περιορισμός «το πολύ μέχρι τρεις» ισχύει, εάν οι ένορκες βεβαιώσεις έχουν ληφθεί αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη δίκη και όχι όταν έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, μεταξύ των αυτών διαδίκων, οπότε νομίμως λαμβάνονται υπ’ όψιν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 621/2014, ΑΠ 1472/2014, ΑΠ 122/2013, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 725/2006, ΕφΠειρ 4/2014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 411/2003 ΑρχΝ 2003/665). Έτσι, ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν ελήφθησαν, χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ 897/2014 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την προαναφερόμενη διάταξη (του άρθρου 270 παρ.2 εδ.γ ΚΠολΔ), από την οποία εξαρτάται το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, για να δυνηθεί να παραστεί στην εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί, η ένορκη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν (ΑΠ 275/2013 ΕΠΟΛΔ 2014/712). Ωστόσο, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 110 παρ.2, 111 παρ.1, 112, 115 παρ.1, 116, 118 αριθμ.4 ΚΠολΔ και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η κλήση (που δεν καθίσταται άκυρη εκ του λόγου αυτού, κατ’ αρθρ. 159 ΚΠολΔ), προς παράσταση για ένορκη βεβαίωση την ίδια ημέρα σε διαφορετικές ώρες, αλλά ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τόπους και ενώπιον δύο διαφορετικών οργάνων ή διαδικασιών, αφού ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου δίδεται η ένορκη βεβαίωση, μπορεί να ορίσει πληρεξούσιους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις (ΑΠ 771/2010 και ΑΠ 36/2010 Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 36/2006 ΝοΒ 2006/1049). Σύμφωναμε τις σκέψεις που ανωτέρω παρατέθηκαν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τις κάτωθι ειδικότερα προσδιοριζόμενες επί εκάστης αγωγής ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους 2η έως 6η των εναγουσών και 8ος έως και 14η των εναγόντων, ήτοι από τους διαδίκους για τους οποίους θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, προς εξέταση των αγωγών τους, και παρατίθενται εν προκειμένω, με τη σειρά επίκλησης αυτών στην παράγραφο 38 των από 23-12-2014 προτάσεων των ως άνω εναγόντων, επί έκαστης αγωγής, και μέχρι τη συμπλήρωση τριών ενόρκων καταθέσεων ανά αγωγή, ήτοι 1) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, 2) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, 3) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, (αναφερόμενες ως τρεις πρώτες από τους διαδίκους για τους οποίους το Δικαστήριο αυτό θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία προς εξέταση της διαφοράς, στην με αριθμό κατάθεσης … αγωγής) οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων όπως προκύπτει από τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Σταμάτιος Χατζηδάκης, καθώς και τα υπ’ αρ. πρωτ. … και … έγγραφα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από τα οποία προκύπτει ότι έγινε με επιμέλεια της Εισαγγελίας Πειραιώς πραγματική επίδοση της εξώδικης γνωστοποίησης και πρόσκλησης σε ένορκη βεβαίωση στους εναγόμενους στις 21/7/2011 και 27/7/2011, 4) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, 5) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Jοnathan Lloyd Jones, 6) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … F. … ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων, (αναφερόμενες ως τρεις πρώτες από τους διαδίκους για τους οποίους το Δικαστήριο αυτό θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία προς εξέταση της διαφοράς, στην με αριθμό κατάθεσης … αγωγής ) οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων όπως προκύπτει από τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Σταμάτιος Χατζηδάκης, καθώς και τα υπ’ αρ. πρωτ. … και … έγγραφα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από τα οποία προκύπτει ότι έγινε με επιμέλεια της Εισαγγελίας Πειραιώς πραγματική επίδοση της εξώδικης γνωστοποίησης και πρόσκλησης σε ένορκη βεβαίωση στους εναγόμενους, 7) τη με αριθμό … ένορκης βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου, και 8) τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … F. … ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων ( αναφερόμενες ως δεύτερη και τρίτη από τους διαδίκους για τους οποίους το Δικαστήριο αυτό θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία προς εξέταση της διαφοράς, στην με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, στην οποία οι ίδιοι ενάγοντες επικαλούνται ως πρώτη ένορκη την με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … F. … ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων, η οποία έχει ήδη ληφθεί υπόψη), οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων όπως προκύπτει από τις με αριθμούς … και … εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Σταμάτιος Χατζηδάκης, καθώς και τα υπ’ αρ. πρωτ. … και … έγγραφα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από τα οποία προκύπτει ότι έγινε με επιμέλεια της Εισαγγελίας Πειραιώς πραγματική επίδοση της εξώδικης γνωστοποίησης και πρόσκλησης σε ένορκη βεβαίωση στους εναγόμενους, σημειωτέον δε ότι οι όλες οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις παραδεκτά λαμβάνονται υπ’ όψιν, εν προκειμένω, καθόσον το γεγονός ότι οι εναγόμενοι έχουν κλήθεί να παραστούν σε περισσότερες ένορκες βεβαιώσεις την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα και σε διαφορετικούς τόπους ενώπιον διαφορετικών οργάνων ή διαδικασιών, τη στιγμή που δεν διαλαμβάνεται στις ως άνω κλήσεις διαζευκτικός τρόπος προσδιορισμού των τόπων και χρόνων εξέτασης των μαρτύρων, δεν καθιστά εκ του λόγου τούτου, άκυρες τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, αφού οι εναγόμενοι μπορούν να ορίσουν πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις σε όλους τους ανωτέρω τόπους (ήτοι, ενώπιον του Έλληνα Προξένου στη Μανίλα των Φιλιππίνων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου), σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, εν προκειμένω δε ουδόλως επικαλούνται οι εναγόμενοι ότι υπήρχε αδυναμία παράστασής τους για το λόγο αυτό, πολλώ δε μάλλον εφόσον αποτελούν που έχουν νομική εκπροσώπηση από δικηγορικές εταιρίες που απασχολούν πολλούς δικηγόρους, ούτε άλλωστε επικαλούνται οποιαδήποτε άλλη δικονομική βλάβη, όπως απαιτείται (βλ. σχ. ΑΠ 275/2013, ΑΠ 388/1977 ΕλλΔνη 1997/1791, ΑΠ 566/1992 ΕΕργΔ 1994/883). Σημειωτέον ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν, ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, οι ληφθείσες προς απόδειξη των κρινόμενων ως άνω αγωγών λοιπές προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις, και δη αφενός η από … ένορκη βεβαίωση του … … ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων επί της με αριθμό κατάθεσης … αγωγής ως υπεράριθμη και αφετέρου οι από 17-12-2014 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Έλληνα Προξένου και με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρρή, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη, καθόσον προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως μόνον από την πρώτη ενάγουσα, ως προς την οποία έχουν απορριφθεί οι κρινόμενες αγωγές λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και οι από 29-10-2013 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, από 29-2013 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η από 29-10-2013 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ο οποίες προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως για τη με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, (τέταρτη αγωγή), η οποία έχει ήδη απορριφθεί λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα των εναγόντων οι, πέραν των τριών επικληθεισών, ένορκες βεβαιώσεις να ληφθούν υπ’ όψιν ως δικαστικά τεκμήρια, ως ληφθείσες στα πλαίσια άλλων αγωγών, καθώς από το περιεχόμενο τόσο των ίδιων των ενόρκων βεβαιώσεων όσο και των κλήσεων προς λήψη αυτών (όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν για το σύνολο των δικών, συμπεριλαμβανομένων των υπό κρίση αγωγών), ουδόλως δύναται να συναχθεί ότι αυτές λήφθηκαν πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στα πλαίσια άλλων δικών, μεταξύ ιδίων ή άλλων διαδίκων, αλλά ότι αυτές λήφθηκαν μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη, προς απόδειξη (μεταξύ άλλων) και των υπό κρίση αγωγών μεταξύ των εδώ διαδίκων. Εξάλλου, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, απορριπτέο τυγχάνει και το διαλαμβανόμενο στις από 23-12-2014 προτάσεις τους αίτημα των εναγόντων να ληφθούν υπ’ όψιν όλες οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσάγονται επί καθεμίας από τις ένδικες αγωγές και ως αποδεικτικά μέσα για τις λοιπές αγωγές ως δικαστικά τεκμήρια και ως γεγονότα γνωστά στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, παραδεκτά προσκομίζεται από τους εναγόμενους η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της Jean Richards ενώπιον του Ελληνικού Προξενείου του …, η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων, κατ’ αρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς … και η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του ίδιου Προξενείου, μετά από νόμιμη κλήτευση των εναγόντων, όοπως πρπκύπτει από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ….
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης (σημειώνεται ότι οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, οι οποίες εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσεως, το βαθμό αξιοπιστίας και αντικειμενικότητάς τους καθαυτές και σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, λαμβανομένων υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επετράπη η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 336, 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, αλλά λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ως τέτοια δε λαμβάνονται υπ’ όψιν και τα συνημμένα ως πειστήρια έγγραφα στις κατά τα λοιπά μη λαμβανόμενες υπ’ όψιν ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον γίνεται ειδική, παραδεκτή και νόμιμη επίκληση αυτών με τις προτάσεις των εναγόντων, οι ένορκες βεβαιώσεις που ανωτέρω αναφέρθηκαν αλλά και οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, και κυρίως αυτές που ελήφθησαν κατά τη διαδικασία ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπό υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όσα συνομολογούν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…… … …” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “…” με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, η δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “…” με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, η τρίτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “….” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “… με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, η τέταρτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “…” με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, η πέμπτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “….” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “…” με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, η έκτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου “…” με σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων και η έβδομη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “…” ήταν διαχειρίστρια των ως άνω πλοίων, κατά τα χρονικά διαστήματα των ετών 2006 και 2007. Περαιτέρω, κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, ο όγδοος ενάγων … … ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών εταιρειών, ο ένατος ενάγων … … ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, ο δέκατος ενάγων … ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών επίσης δε και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενδέκατος ενάγων … ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της πέμπτης των εναγουσών και Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης εξ αυτών, ο δωδέκατος ενάγων … ήταν Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της πέμπτης ενάγουσας και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης των εναγουσών, ο δέκατος τρίτος ενάγων … … ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της έκτης ενάγουσας και η δέκατη τέταρτη ενάγουσα … ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έβδομης ενάγουσας.
Η πρώτη ενάγουσα την 24.5.2006, σύναψε με τις εταιρείες α) …, που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο …, η … ήταν επικεφαλής του τμήματος ασφαλιστικών απαιτήσεων και ο … ήταν υπεύθυνος ασφαλίσεων της ίδιας εταιρείας, (εναγόμενοι στη με αριθμό κατάθεσης … αγωγή) β) … που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006 και αντιπροσωπεύεται από την εταιρεία … της οποίας διευθυντής ασφαλίσεων ήταν ο …, (εναγόμενοι στη με αριθμό κατάθεσης … αγωγή) και γ) … … που ενεργούσε ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006, της οποίας υπεύθυνος ασφαλίσεων ήταν ο … (εναγόμενοι στη με αριθμό κατάθεσης … αγωγή), μια σύμβαση ασφαλίσεως του τύπου των Lloyd’s, με αριθμό …, ενώ με τις ασφαλιστικές εταιρείες …, …, … και … σύναψε την από 24-5-2006 σύμβαση ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής για το ίδιο πλοίο για το ποσό των 32.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Αμφότερες οι ασφαλιστικές συμβάσεις έφεραν αριθμό ασφαλιστικής σύμβασης … και ήταν συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με την έβδομη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, με τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών – πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των παραπάνω εταιρειών, για τις οποίες (συμβάσεις) εκδόθηκαν τα σχετικά πιστοποιητικά ασφαλίσεως. Επιπρόσθετα, η πρώτη ενάγουσα …… κατάρτισε με την εταιρεία «…» (μη διάδικο) την από 24-5-2006 και με αριθμό … σύμβαση ασφάλισης σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου “…”, ενώ κατάρτισε με τον (εναγόμενο σε έτερες αγωγές όμοιου περιεχομένου) αλληλοασφαλιστικό σύνδεσμο «…» την από 13-3-2006 σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως σκάφους και μηχανής του ως άνω πλοίου, αμφότερες δε οι ασφαλιστικές συμβάσεις ήταν συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με την έβδομη ενάγουσα εταιρεία, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών – πλοιοκτήτριες εταιρείες των ως άνω πλοίων και τις συνδεόμενες και/ή θυγατρικές εταιρείες των παραπάνω εταιρειών, για τις οποίες (συμβάσεις) εκδόθηκαν τα σχετικά πιστοποιητικά ασφαλίσεως. Με τη σύμβαση αυτή καλυπτόταν η απώλεια ή τη ζημία του ως άνω ασφαλισθέντος πλοίου, που θα προερχόταν από θαλάσσιους κινδύνους, από οποιοδήποτε κρυμμένο ελάττωμα στις μηχανές ή το σκάφος και από οποιοδήποτε ατύχημα ή από αμέλεια, ανικανότητα ή εσφαλμένη εκτίμηση οποιουδήποτε προσώπου, για το χρονικό διάστημα από 13-3-2006 και ώρα 10:30 π.μ. έως 13-3-2007 και ώρα 10:30 π.μ., έως το ποσό των 32.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των Lloyd’s ασφάλισης στερεότυπων κινδύνων σκάφους. Τα ποσοστά, κατά τα οποία συμμετείχε έκαστη των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών στην ασφάλιση του ως άνω πλοίου “…” ήταν τα εξής: Η εναγόμενη εταιρεία … μετείχε στην ασφάλιση του ως άνω πλοίου με ποσοστό 12,7272, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 7.272.704, η εναγόμενη εταιρεία … … μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 2.909.088,00, η εναγόμενη εταιρεία … μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 13,6354 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 4.363.648,00, η εναγόμενη εταιρεία … μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 4,5455 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 1.454.560,00, η εταιρεία … (ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 2.909.088,00, ο … (ενεργών ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 9,0909 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 2.909.088,00, η εταιρεία … … (ενεργούσα ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006) μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 6,8183 %, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 2.181.824.00 και ο … μετείχε στην ασφάλιση του πλοίου με ποσοστό 15%, ήτοι ποσό δολ. ΗΠΑ 4.800.000. Επιπρόσθετα, η πρώτη ενάγουσα ……, οι συνασφαλισμένες δεύτερη έως έκτη των εναγουσών και η έβδομη αυτών ως διαχειρίστρια, κατάρτισαν με τα αναφερόμενα στην αγωγή συνδικάτα των Lloyd’s στις 20-3-2006 έτερη με αριθμό … σύμβαση ασφάλισης της αυξημένης αξίας του πλοίου “…”, με την οποία καλυπτόταν η ολική απώλεια (πραγματική ή τεκμαρτή) του ασφαλισμένου πλοίου, από θαλάσσιους κινδύνους, για το χρονικό διάστημα από 13-3-2006 και ώρα 10:30 π.μ. έως 13-3-2007 και ώρα 10:30 π.μ., έως το ποσό των 8.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και με τους στερεότυπους όρους του Ινστιτούτου των Lloyd’s ασφάλισης στερεότυπων κινδύνων σκάφους.
Μετά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και όσο διαρκούσε αυτή, ήτοι την 3-5-2006 και ώρα 21:00, το ως άνω ασφαλισμένο πλοίο “…” βυθίστηκε κατά τη διάρκεια πλου από Βραζιλία προς Κίνα και ενώ μετέφερε φορτίο σιδηρομεταλλεύματος, στη θαλάσσια περιοχή περί τα 300 ναυτικά μίλια, ανοικτά του λιμένος Port Elizabeth της Νοτίου Αφρικής, με αποτέλεσμα τον θάνατο από πνιγμό 26 ναυτικών υπηρετούντων στο ως άνω πλοίο, ενώ διεσώθησαν τα υπόλοιπα επτά μέλη του πληρώματος. Αμέσως μετά την απώλεια του πλοίου, η ναυτική αρχή ασφαλείας της Νότιας Αφρικής, και το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης, διενέργησαν έρευνες προκειμένου να διαπιστωθούν τα περιστατικά του ναυαγίου, η κατάσταση του πλοίου και οι πιθανές αιτίες βύθισής του. Κατά τη διαδικασία αυτή, που διήρκεσε από την 8η έως τη 10η Μαϊου 2006, εξετάστηκαν και οι επτά επιζήσαντες ναυτικοί, ήτοι οι … – 4ος μηχανικός, … … ναύκληρος, … … λιπαντής, … … δόκιμος αξιωματικός καταστρώματος, … και … … δόκιμοι ναύτες και … ηλεκτρολόγος, από τους εκπροσώπους των κρατικών αρχών και δη τη Ναυτική Αρχή Ασφαλείας της Νοτίου Αφρικής (…), τους αντιπροσώπους του κράτους της σημαίας του πλοίου Αγ. Βικέντιου Γρεναδίνων, εκπροσώπους του αλληλοασφαλιστικού οργανισμού του …, τον Ελληνα Λιμενικό Πρόξενο, τον εκπρόσωπο της εταιρείας … … που ήταν ο πράκτορας ανεύρεσης πληρώματος, το δικηγόρο κ. … – μέλος της … … δικηγορική εταιρεία στην οποία οι ασφαλιστές είχαν αναθέσει την εκπροσώπησή τους, τον εκπρόσωπο της …, ο οποίος επίσης ενεργούσε για λογαριασμό των ασφαλιστών, τους δικηγόρους Jim Cashman και Stuart Edmonston μέλη της δικηγορικής εταιρείας, Holman Fenwick William … στην οποία είχε αναθέσει αρχικά η πλοιοκτήτρια την εκπροσώπησή της, με την παρουσία του πλοιάρχου … εκπροσώπου της διαχειρίστριας (δέκατος ενάγων). Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας συντάχθηκαν δύο πορίσματα –εκθέσεις ένα από τη ναυτική αρχή ασφαλείας της Νότιας Αφρικής, και ένα από το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης, (κράτους σημαίας του πλοίου). Σύμφωνα με τις πορισματικές αυτές εκθέσεις στις οποίες έχουν καταχωρηθεί αποσπάσματα των καταθέσεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος, περί ώρα 07:50 της 3.5.2006 ακούστηκε ένα δυνατό κτύπημα, ακολουθούμενο και από τράνταγμα το οποίο έγινε αντιληπτό από το πλήρωμα του πλοίου, και διαπιστώθηκε κατάκλυση από νερό της με αριθμό 8 αριστερής διπύθμενης δεξαμενής του πλοίου, συνάμα δε αυτό άρχισε να παίρνει κλίση αριστερά. Παρά την προσπάθεια των μελών του πληρώματος να απαντληθεί το νερό κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε, ενώ παρατηρήθηκε κατάκλυση και των κυτών με αριθμούς 5,6, και 7 και αύξηση της κλίσης. Περί ώρα (τοπική) 20:50 το πλοίο υπέστη καταστροφική δομική ζημία στο σκάφος που κατέληξε στο σπάσιμο του κύτους 6, με αποτέλεσμα τη βύθιση του πλοίου λίγο αργότερα. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η έκθεση της ναυτικής αρχής ασφαλείας της Νότιας Αφρικής ήταν ότι δεν ήταν δυνατό λόγω έλλειψης συγκεκριμένου επιβεβαιωμένου αποδεικτικού στοιχείου σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκοπή του πλοίου να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για την απώλειά του, με αποτέλεσμα να συστήσει στον κράτος της σημαίας του πλοίου να διεξάγει πλήρη έρευνα σε σχέση με το θάνατο των μελών του πληρώματος. Στην με αριθμό 3/2006 έκθεση που συντάχθηκε από το τμήμα ναυτικών ερευνών του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνης, ως παράγοντας που συντέλεσε στην βύθιση του πλοίου, αναφέρθηκαν οι συνθήκες καιρού και θάλασσας, ως πιθανό αίτιο της πρόκλησης του ρήγματος στο πλοίο η εσφαλμένη διαδικασία φόρτωσης του πλοίου και επίσης διαπιστώθηκε η αδυναμία καθορισμού του αιτιώδους παράγοντα, λόγω έλλειψης αξιόπιστων στοιχείων, ενώ σημειώθηκε ότι η τελευταία επιχείρηση φόρτωσης καθώς και η αξιοπλοοία του σκάφους δεν παρείχαν οποιαδήποτε ένδειξη ότι η απώλεια αυτή θα μπορούσε να συμβεί. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις καταχωρημένες στις ως άνω πορισματικές εκθέσεις καταθέσεις των μελών του πληρώματος, οι οποίες την 11.5.2006 έλαβαν και τη μορφή ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Φιλιππίνων Nikeshnan Pillay, το πλοίο βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση από πλευράς κατασκευαστικής και οι ίδιοι δεν είχαν αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα καθ’ όλο τον χρόνο υπηρεσίας τους επί του πλοίου, καθώς και η απώλειά του κατά την άποψή τους προκλήθηκε από τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες και τη σφοδρή θαλασσοταραχή. Δύο μόνο από τα διασωθέντα μέλη του πληρώματος, ήτοι οι … … και … δεν ανέφεραν κάτι για την κατάσταση του πλοίου, πλην όμως και αυτοί αναφέρθηκαν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Την 17.5.2006 οι δικηγόροι των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών δικηγορική εταιρεία …, απέστειλε στους τότε δικηγόρους της πλοιοκτήτριας εταιρείας δικηγορική εταιρεία Holman Fenwick & William, επιστολή με την οποία ζητούσε έγγραφα που ήδη είχαν ζητηθεί από τη Νότια Αφρική, επιπλέον έγγραφα που αφορούσαν τόσο το ιστορικό και τη βύθιση του πλοίου …, αλλά και πληροφορίες και έγγραφα για τα συνασφαλισμένα πλοία υπό την διαχείριση της έβδομης ενάγουσας. Στις 18.5.2006 η δικηγορική εταιρεία …… έλαβε εντολή από τη διαχειρίστρια του πλοίου, έβδομη ενάγουσα, για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας, να χειριστεί την ασφαλιστική απαίτηση της ολικής απώλειας του πλοίου … και την υποβολή της ασφαλιστικής απαίτησης προς τους Ασφαλιστές του … και τους Ασφαλιστές του Συνδικάτου Lloyd’s. Η ως άνω δικηγορική εταιρεία με την από 30.5.2006 επιστολή της προς τους δικηγόρους των ασφαλιστών και σε απάντηση της από 17.5.2006 επιστολής των τελευταίων, δήλωσε ότι μέρος των αιτούμενων εγγράφων είναι στη διάθεση των ασφαλιστών, ότι κάποια από τα αιτηθέντα προς επίδειξη έγγραφα δεν είναι στην κατοχή της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας και εξέφρασαν έντονες αντιρρήσεις για τα αιτήματα που αφορούσαν πληροφορίες και έγγραφα για τα συνασφαλισμένα πλοία. Την ίδια δε ημερομηνία ήτοι στις 30 Μαϊου 2006, η πλοιοκτήτρια …… απέστειλε, μέσω της ασφαλειομεσίτριας εταιρείας με την επωνυμία «…», στις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες επιστολή απαίτησης πληρωμής ασφαλιστικής αποζημίωσης, στην οποία παρέθετε το ιστορικό του πλοίου, των πλόων και των επιθεωρήσεών του, του πλου κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε χώρα η βύθιση του πλοίου, των συνθηκών του ναυαγίου, των ραδιοεπικοινωνιών του πλοίου κατά την 3.5.2006, τα στοιχεία από το διασωστικό πλοίο και ρυμουλκό, τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Επικαλέστηκε δε προκειμένου να θεμελιώσει την απαίτησή της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης , ότι μετά ταξίδι τεσσάρων ημερών σε θάλασσα με μεγάλο κυματισμό, συμπεριλαμβανομένων θαλασσών με κυματισμό 4-5 μέτρα, τις πρωινές ώρες της 3ης Μαΐου, το πλοίο υπέστη μια σοβαρή και ξαφνική κατασκευαστική ζημία στο κύτος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ αριθ. 8 και κύτης φορτίου υπ αριθ. 6 και 7 που είχε ως συνέπεια την ολική απώλεια του πλοίου περίπου στις 20:52 την ίδια ημέρα, και την πεποίθησή της ότι η βύθιση του πλοίου οφείλεται σε θαλάσσιο κίνδυνο ή σε απρόοπτο γεγονός που καλύπτεται από τον όρο πρόσθετων κινδύνων. Στην ως άνω επιστολή επισύναψε και παρέδωσε με αυτήν στους ασφαλιστές όλα τα έγγραφα και στοιχεία που θεώρησε ότι θεμελίωναν το βάσιμο της αξίωσης της, ήτοι τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των διασωθέντων μελών του πληρώματος, τα πιστοποιητικά ασφαλείας και κλάσεως του πλοίου που είχαν εκδοθεί από το Βρετανικό Νηογνώμονα LRS και ήταν σε ισχύ, χωρίς καμία παρατήρηση και τα οποία βεβαίωναν ότι το πλοίο διατηρούσε την κλάση του και ήταν αξιόπλοο κατά το χρόνο του ναυαγίου και της απώλειας του, όλες τις επιθεωρήσεις του πλοίου που είχαν πραγματοποιηθεί από το Βρετανικό Νηογνώμονα LRS, από το κράτος της σημαίας του πλοίου, από τις λιμενικές αρχές και από επιθεωρητές που βεβαίωναν όλοι ότι βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και ήταν αξιόπλοο, το πλήρες ιστορικό των πλόων του πλοίου και των μεταφορών φορτίων που πραγματοποίησε το πλοίο κατά τη χρονική περίοδο που ανήκε στην πρώτη ενάγουσα μέχρι το χρόνο του ναυαγίου, τα αντίγραφα μηνυμάτων που είχαν ανταλλαγεί μεταξύ του πλοίου και της διαχειρίστριας αυτού (έβδομης ενάγουσας), το αντίγραφο ημερολογίου συμβάντων του Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης του Cape Town, την αναφορά που συνέταξε ο Πλοίαρχος του προστρέξαντος προς βοήθεια πλοίου και το δελτίο καιρού Μετεωρολογικής Υπηρεσίας της Νοτίου Αφρικής. Μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2006, με πληθώρα επιστολών που αντάλλαξαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζητήθηκε σωρεία επιπλέον εγγράφων από την πλοιοκτήτρια τόσο για το βυθισθέν όσο και για τα άλλα συνασφαλισμένα πλοία, μεγάλο μέρος των οποίων τους παραδόθηκαν. Επίσης στη σχετική αλληλογραφία καταγράφηκαν οι οχλήσεις της πλοιοκτήτριας στους ασφαλιστές για τον άμεσο προσδιορισμό ημερομηνίας καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, θέτωντας εν τέλει ως απώτατη ημερομηνία για την απάντηση των ασφαλιστών ως προς την εγερθείσα απαίτηση, την 30.6.2006. Σημειωτέο τυγχάνει ότι με την από 21 Ιουνίου 2006 επιστολή τους οι δικηγόροι των ασφαλιστών ζήτησαν την παράδοση σε αυτούς των καταθέσεων των επιζόντων ναυτικών που λήφθησαν στη Νότια Αφρική, αίτημα στο οποίο οι δικηγόροι των εναγόντων απάντησαν αυθημερόν με σχετική επιστολή τους ότι ήδη τα αντίγραφα των καταθέσεων αυτών είχαν επισυναφθεί στην επιστολή της απαίτησης της ασφαλιστικής αποζημίωσης προς τους ασφαλιστές και έπρεπε να είναι στην κατοχή τους, σε κάθε περίπτωση δε απέστειλαν εκ νέου αντίγραφα των υπογεγραμμένων καταθέσεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος. Την 18 Ιουλίου 2006 οι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας σε σχετική επιστολή τους προς τους δικηγόρους των ασφαλιστών εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους λόγω της διαπίστωσής τους οτι οι τελευταίοι επιδίωξαν να έρθουν σε επαφή με ένα μέλος του πληρώματος του βυθισθέντος πλοίου, τον … και επιπλέον δήλωσαν ότι είχαν πληροφορίες πως οι ίδιοι επεδίωκαν την επικοινωνία και με άλλα μέλη του πληρώματος χωρίς να ενημερώσουν προς τούτο την πλοιοκτήτρια, ζητώντας να τους ενημερώσουν εάν είχε λάβει χώρα οποιαδήποτε συνάντηση μεταξύ των δικηγόρων των ασφαλιστών και των μελών του πληρώματος, εκτός από αυτές στη Νότια Αφρική. Επιπλέον ανέφεραν ότι κυκλοφορούσαν φήμες περί αναξιοπλοοίας του πλοίου …, διαμαρτυρήθηκαν επειδή η … παρείχε εμπιστευτικές πληροφορίες για την υπόθεση σε τρίτο μέρος και διαπίστωσαν ότι διεξάγονταν δύο παράλληλες έρευνες των ασφαλιστών. Εν κατακλείδι με την εν λόγω επιστολή ρητά δήλωσαν ότι είχε δημιουργηθεί στην πλοιοκτήτρια η εντύπωση πως οι ασφαλιστές έψαχναν με τη μάταια ελπίδα να ανακαλύψουν κάτι που θα τους χρησιμεύσει ως δικαιολογία για να συνεχίζουν να υπεκφεύγουν ως προς την καταβολή της αποζημίωσης και ότι εάν συνεχιζόταν η τακτική αυτή μια δικαστική διαμάχη ήταν επικείμενη Σε απάντηση της επιστολής αυτής, την 25 Ιουλίου 2006, οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες, μέσω των δικηγόρων τους, εξέφρασαν την άποψη ότι ανεξάρτητα του αν η απώλεια του πλοίου οφείλονταν σε ασφαλισμένο κίνδυνο, το εν λόγω πλοίο δεν μπορούσε να είναι αξιόπλοο, κατά τους ορισμούς του νόμου περί ναυτικών ασφαλίσεων, ενώ ήταν ακόμα υπό διερεύνηση η αιτία της απώλειας του πλοίου και επομένως οι ασφαλιστές είχαν δικαίωμα να διεξάγουν έρευνες τόσο για την αιτία αυτή, όσο και για την κατάσταση των λοιπών συνασφαλισμένων πλοίων. Τόνισαν δε ότι βρίσκονταν σε αναμονή της αποστολής των εγγράφων που είχαν ζητήσει από την πλοιοκτήτρια ήδη από την 11.7.2006 και τα οποία χρειάζονταν οι ειδικοί για να ολοκληρώσουν την έκθεσή τους προς τους ασφαλιστές.
Λόγω της μη εισέτι καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, μέχρι την 30 Ιουνίου 2006, αλλά και της αμφισβήτησης των ασφαλιστών ως προς την αξιοπλοία του πλοίου, η πλοιοκτήτρια ……, ήγειρε την 15η Αυγούστου 2006 τη με αριθμό φακέλου … αγωγή ενώπιον του αγγλικού Ανώτερου Δικαστηρίου – Τμήμα της Βασίλισσας – Εμπορικό Δικαστήριο (High Court of Justice – Queen’s Bench Division – Commercial Court) κατά των εδώ εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και των … …, … …, … και …, με την οποία (αγωγή) ζητούσε να καταδικαστούν οι ανωτέρω ασφαλιστές να καταβάλουν σε αυτή (πρώτη ενάγουσα), σύμφωνα με την υπ’ αρ. … ασφαλιστική σύμβαση, το 75% της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου της, ήτοι δολλ. ΗΠΑ 24.000.000, κατά το προαναφερθέν ποσοστό συμμετοχής εκάστης εναγομένης στην ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου, καθόσον το υπόλοιπο 10% είχε υποχρέωση να καλύψει η … (που δεν ήταν διάδικος στην αγωγή ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, διότι η διαδικασία της αγωγής αυτής ανεστάλη) και το υπόλοιπο 15% είχε υποχρέωση να καλύψει η … η διαφορά με την οποία υπήχθη σε διαιτησία. 5). Σύμφωνα με την αγωγή η αιτία του ναυαγίου του πλοίου ήταν ένας κίνδυνος της θάλασσας για τον οποίο ήταν ασφαλισμένο το πλοίο , και ήταν ένα ατύχημα κατά το νόημα του όρου του Institute Additional Perils Clause και / ή κίνδυνος της θάλασσας και / ή κρυφή βλάβη στο σκάφος και τα μηχανήματα του πλοίου σύμφωνα με τους όρους και τους ορισμούς του Institute Time Clauses Hulls και μπορεί να προκλήθηκε από τον άνεμο και τα κύματα της θάλασσας και τις συνθήκες του καιρού στις οποίες βρέθηκε το πλοίο πριν και κατά τη διάρκεια του ναυαγίου, από ρωγμή κόπωσης στην περιοχή των διαμηκών του πυθμένα του πλοίου που μεταφέρθηκε στα ελάσματα του πυθμένα, από ρωγμή κώπωσης στην περιοχή των πλευρικών νομέων του κελύφους που είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστεί ένα τμήμα του πλευρικού ελάσματος του κελύφους, από ανεπάρκεια (αστοχία) των ελασμάτων του πυθμένα και του πλευρικού ελάσματος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ. 8 και του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ. 6
Παράλληλα με την έγερση της αγωγής της πλοιοκτήτριας, συνεχίστηκε η επικοινωνία των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων, σε σχέση με την υπόθεση και έτσι με την από 26.9.2006 επιστολή των δικηγόρων των εναγομένων προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, οι πρώτοι ανέφεραν ότι οι έρευνες για την υπόθεση είχαν καταδείξει σειρά από ζητήματα μεγάλης ανησυχίας για τους ασφαλιστές, κατ ακολουθία των συμβουλών που είχαν λάβει από τους πραγματογνώμονες τα οποία, ανάγονταν στο ότι: Πρώτον: όπως προέκυπτε από τα τιμολόγια/λογαριασμούς των επισκευών που έλαβαν χώρα κατά την Ειδική επιθεώρηση του πλοίου από το νηογνώμονα Lloyd’s Register of Shipping μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2004, έγιναν εργασίες και επισκευές στο πλοίο μη συμμορφούμενες με τις προδιαγραφές κλάσης αυτού (μη αποδεκτές από το νηογνώμονα του πλοίου) και ότι το συμπέρασμα των εμπειρογνωμόνων ήταν ότι οι εν λόγω εργασίες δεν είχαν δηλωθεί στην κλάση, όπως απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες της κλάσης. Δεύτερον: ότι έλαβαν χώρα επισκευές στο πλοίο, συμπεριλαμβανόμενων και δομικών επισκευών, σε συνέχεια βλαβών που παρουσιάστηκαν σε αυτό, κατά το διάστημα από Ιούνιο 2004 έως Μάρτιο 2006, προκύπτουσες από τη μελέτη των εγγράφων που παρασχέθηκαν από τους ασφαλισμένους στους πραγματογνώμονες των ασφαλιστών για τις οποίες οι πραγματογνώμονες των ασφαλιστών ανέφεραν στους ασφαλιστές ότι ήταν επισκευές για τις οποίες ο ασφαλισμένος έπρεπε να ενημερώσει τον νηογνώμονα, πλην όμως αυτός δεν το έπραξε. Τρίτον: ότι δόθηκαν από τους Διαχειριστές στον Πλοίαρχο οδηγίες, σχετικά με την επιθεώρηση που έλαβε χώρα στις 27.3.2005, στην Κίνα, από την Αυστραλιανή εταιρεία επιθεωρήσεων …, σε συνέχεια μιας επιθεώρησης στο Port Hedland, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να ετοιμάσει μια έκτακτη συνάντηση ασφαλείας, με ψεύτικη ημερομηνία έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν στο Port Hedland, με σκοπό παραπλάνησης του επιθεωρητή προκειμένου να πιστέψει ότι έχει γίνει εκπαίδευση διαφυγής ενώ αυτή δεν είχε γίνει. Τέταρτον: Ότι μετά την επιθεώρηση που διεξήχθη από τις Κρατικές Ελεγκτικές λιμενικές Αρχές στον τελευταίο λιμένα φόρτωσης του πλοίου, στις 12.4.2006 εκδόθηκε λίστα με εκκρεμείς συστάσεις και το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι, και την 18.4.2006 δόθηκε εντολή της διαχειρίστριας προς τον Πλοίαρχο, να αποστείλει μία αναφορά στις Κρατικές Ελεγκτικές Λιμενικές Αρχές, με την οποία θα δηλωνόταν ότι όλες οι συστάσεις εκκρεμοτήτων που είχαν εκδοθεί από τις κρατικές Ελεγκτικές Λιμενικές Αρχές, είχαν ήδη αποκατασταθεί και να εισάγει σχετική σημείωση στο ημερολόγιο μηχανής και καταστρώματος, καταγράφοντας την ολοκλήρωση των εργασιών. Ότι για τις αιτίες αυτές οι εμπειρογνώμονες είχαν ενημερώσει τους ασφαλιστές ότι υπάρχει πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων που αποδείκνυαν ότι αποτελεί επιχειρηματική πρακτική των ασφαλισμένων να παραπλανούν το Νηογνώμονα Lloyd’s, τις Κρατικές Λιμενικές αρχές και το Κράτος της Σημαίας του πλοίου και να αποφεύγουν, σκοπίμως, να δηλώσουν σ’ αυτούς ή/και στις θεσμικές αρχές ζητήματα, που αποτελούσε υποχρέωσή τους να δηλώσουν, συνεπεία των οποίων οι ασφαλιστές είχαν αποφασίσει να ακυρώσουν τη σύμβαση. Ως εκ τούτου, δήλωναν ότι προέκυπτε πως υπήρξε ουσιώδης μη αποκάλυψη (“material non-disclosure”), και εσφαλμένη δήλωση (“misrepresentation”) εκ μέρους της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, η οποία οδηγούσε στην απόφαση των ασφαλιστών να ακυρώσουν τη σύμβαση, ενώ εγείρονταν ζητήματα αιτιώδους δέουσας επιμέλειας και απόκρυψης , σε κάθε περίπτωση σε σχέση με τις κατώτερες των προδιαγραφών επισκευές που διεξήχθησαν στις υδατοστεγείς φρακτές, στα κύτη υπ’ αριθμ. 5, 6 και 7. Η εν λόγω επιστολή κατέληγε με την διαπίστωση ότι τα προαναφερόμενα ήταν πολύ σοβαρά ζητήματα και ήταν δίκαιο να δοθεί η ευκαιρία στους ασφαλισμένους να απαντήσουν πριν αυτά τα πραγματικά περιστατικά και πρακτικές προβληθούν επισήμως ως δικαστικοί ισχυρισμοί και ότι εάν οι ασφαλισμένοι αποδείκνυαν μέχρι 11.10.2006 ότι η γνωμοδότηση των εμπειρογνωμόνων ήταν αναιτιολόγητη, οι ασφαλιστές θα αναθεωρούσαν τη στάση τους, σε αντίθετη όμως περίπτωση οι ασφαλιστές θα απέφευγαν την κάλυψη και δεν θα κατέβαλαν την αποζημίωση. Την ίδια δε ημερομηνία απεστάλη από τους δικηγόρους των ασφαλιστών στους πληρεξούσιους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας επιστολή , δυνάμει της οποίας αιτήθηκαν την επίδειξη εγγράφων που είχαν ζητηθεί με προηγούμενες επιστολές και δεν είχαν επιδειχθεί. Σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας πρώτης ενάγουσας απέστειλαν τις από 6.10.2006 επιστολές τους με την πρώτη από τις οποίες ισχυρίστηκαν ότι τα ζητήματα που τέθηκαν σε σχέση με την πλημμελή διαχείριση των πλοίων δε συνδέονταν αιτιωδώς με τις περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε το εν λόγω ναυάγιο, περαιτέρω, απάντησαν στα ζητήματα που έθεσαν οι ασφαλιστές, όπως αυτά προαναφέρθηκαν επισημαίνοντας ότι αν οι εργασίες στις οποίες είχαν αναφερθεί οι ασφαλιστές , οι οποίες μάλιστα είχαν πολύ μικρό κόστος (1.907,26 δολ ΗΠΑ) σε σχέση με το κόστος της εν λόγω ειδικής επιθεώρησης του έτους 2004 (2,9 εκατομμύρια δολ ΗΠΑ) είχαν γίνει αντικανονικά, αυτό δε θα διέλαθε της προσοχής των επιθεωρητών του νηογνώμονα, που ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω επιθεώρησης, οι οποίοι θα διατύπωναν αντιρρήσεις σε μη κανονικές επισκευές, ότι για τη διενέργεια των εργασιών στη μηχανή, δε χρειαζόταν την παρουσία ενός πραγματογνώμονα του νηογνώμονα, ότι οι επισκευές στα επικλινή ελάσματα των κυτών φορτίου υπ’ αριθμ. 1 και 6, τις οποίες διεξήγαγε, όπως πρακτικά συνηθίζεται, το πλήρωμα τον Απρίλιο του έτους 2005, αναφέρθηκαν στον πρώτο μηχανικό του νηογνώμονα όταν επιθεωρούσαν το πλοίο στον Quingdao, στην Κίνα, τον Ιούλιο του έτους 2005, για την ειδική επιθεώρηση, ενώ οι εκθέσεις του νηογνώμονα δεν περιέχουν συνήθως καταγραφή για μικροεπισκευές τέτοιου τύπου, ότι οποιεσδήποτε απαραίτητες επισκευές στα επικλινή ελάσματα προχωρούσαν σύμφωνα με την έγκριση που δινόταν από τον αρχιμηχανικό της εταιρείας και ότι αυτές αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα στην ετήσια επιθεώρηση τον Ιούλιο του έτους 2005, και ότι ο ισχυρισμός ότι οι διαχειριστές έδωσαν εντολή στον Πλοίαρχο να παραπλανήσει σκοπούμενα τους επιθεωρητές του κράτους λιμένα είναι αβάσιμος. Επίσης, ανέφεραν, ότι με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν μια τέτοια επαγγελματική πρακτική του ασφαλισμένου, ήτοι να παραπλανούν το νηογνώμονα, το κράτος του λιμένα επιθεώρησης και τη σημαία του πλοίου, και σκοπούμενα να αποφεύγουν να αναφέρουν στις αρχές ζητήματα που θα είχαν καθήκον ως πλοιοκτήτες και διαχειριστές. Ότι, τέλος, ακόμη και εάν κάποια από τα ζητήματα που αναφέρονταν στην επιστολή, συνιστούσαν παραβίαση των κανόνων του νηογνώμονα, αυτές οι παραβιάσεις είναι μικρές τεχνικές παραβάσεις και δεν είναι ζητήματα που επιφέρουν συνέπειες που να συνδέονται αιτιωδώς με τα περιστατικά υπό τα οποία το πλοίο βυθίστηκε.
Ταυτόχρονα, στην εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, την 18.10.2006 οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες υπέβαλαν προτάσεις άμυνας κατά της ασκηθείσας σε βάρος τους με αριθμό … αγωγής της πρώτης ενάγουσας ……, ισχυριζόμενες ότι: (α) Το πλοίο «…» είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και ότι τα ελαττώματα αυτά προκάλεσαν τη βύθισή του. (β) Οι εκπρόσωποι της πρώτης ενάγουσας πλοιοκτήτριας …… και της έβδομης ενάγουσας διαχειρίστριας ΟΜΕ γνώριζαν τα παραπάνω ελαττώματα που καθιστούσαν το πλοίο αναξιόπλοο και παρά ταύτα το λειτουργούσαν, αδιαφορώντας εγκληματικά για τις επιπτώσεις της αναξιοπλοϊας του. (γ) Η διαχειρίστρια ΟΜΕ είχε αναπτύξει «επαγγελματική» αλλά παράνομη πρακτική, σύμφωνα με την οποία δεν ανακοίνωνε στον αρμόδιο Νηογνώμονα και κατ’ επέκταση στις αρμόδιες αρχές της σημαίας τα ελαττώματα και τις ζημιές του πλοίου, για να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις αυτού από το Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου που αφορούν στην ασφάλεια του πλοίου, αναφέροντας συγκεκριμένα περιστατικά που εν πολλοίς είχαν αναφέρει και σε προγενέστερο χρονικό διάστημα μεταξύ άλλων και στην από 26.9.2006 επιστολή των δικηγόρων τους. Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν λεπτομερώς σε ζημιές του πλοίου που είχαν λάβει χώρα μεταξύ Δεκεμβρίου 2003 και Ιανουαρίου του 2006, και σε ακατάλληλες επισκευές αυτών οι οποίες δεν γνωστοποιήθηκαν στο νηογνώμονα ούτε έγιναν σύμφωνα και σε συμμόρφωση με τους κανόνες και τους κανονισμούς του LRS (Νηογνώμονα Lloyd’s), βασίζοντας στα περιστατικά αυτά τον ισχυρισμό τους ότι η Ενάγουσα και/ή διαχείριση του … είχαν ως επιχειρηματική πρακτική να μην αναφέρουν στο LRS θέματα που γνώριζαν και που ήξεραν ότι έπρεπε να αναφέρουν και/ή να πραγματοποιούν επισκευές χωρίς συμμόρφωση με τους κανόνες και τους κανονισμούς του LRS. Ειδικότερα αναφέρθηκαν σε αντικατάσταση του μπλοκ της μηχανής που είχε υποστεί ζημία και αντικαταστάθηκε στο Cosco μεταξύ 2 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Ιανουαρίου 2006, σημειώνοντας ότι ενώ το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο, τοποθετήθηκαν προσθήκες ενισχυτικών ελασμάτων για να αντικαταστήσουν επιθέματα στο εμπρόσθιο άκρο του κυρίως καταστρώματος και εκτελέστηκαν δομικές επισκευές χάλυβα στα επικλινή ελάσματα στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου. Εν συνεχεία ανέφεραν οτι στις 30 Ιανουαρίου 2006 υπέστη ζημία μια σωλήνωση προμήθειας λαδιού λίπανσης στον 10ο τριβέα ζυγώματος της κύριας μηχανής και το πλοίο μετέβη στη Σιγκαπούρη παρέμεινε για 22 ημέρες και τοποθετήθηκε ένα νέο εξάρτημα παραδόθηκε στο ναυπηγείο σε αντικατάσταση του χαλασμένου, ενώ όσο βρισκόταν στο ναυπηγείο γίνονταν εργασίες στις διαρροές στις κάτω δεξαμενές του πλοίου, επισκευές και εργασίες επίσης δεν αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν ότι ο διοικών την ενάγουσα … είναι ναυπηγός μηχανικός και έλαβε εκθέσεις που απευθύνονταν άμεσα σε αυτόν από τους επόπτες που επισκέπτονταν το … και ανέφεραν επισκευές καθώς και από τον τεχνικό διευθυντή, ενώ από την αλληλογραφία μεταξύ του Πλοιάρχου και της διοίκησης προέκυπτε ότι η διοίκηση βρισκόταν σε πλήρη γνώση της κατάστασης του … εν τούτοις έδωσε εντολή στον Πλοίαρχο να αποστείλει παραπλανητικά μηνύματα σε σχέση με αυτή και δεν απέστειλε αναφορά ζημιών στο LRS και επιπλέον η ενάγουσα παραβιάζοντας το καθήκον της προς επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστης, δεν αποκάλυψε τα περιστατικά που αφορούσαν τις ζημίες που παρουσιάστηκαν και τον τρόπο επισκευής τους στις Εναγόμενες με αποτέλεσμα οι τελευταίες να δικαιούνται να αρνηθούν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης ενώ δεν απέφυγαν την ασφάλιση των άλλων πλοίων στην ίδια διοίκηση με το …. Επιπλέον αρνήθηκαν με τις ίδιες προτάσεις ότι η απώλεια του πλοίου προήλθε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αφενός επειδή το πλοίο μετά την αναχώρησή του από το Pinta Madeira, συνάντησε καλές καιρικές συνθήκες στον Ατλαντικό ωκεανό, με μέγιστο ύψος κυμάτων τα 1,5 έως 2 μέτρα, αυξανόμενο σε 2,5 με 3 μέτρα την ημέρα πριν το συμβάν και σε 3 με 3,5 μέτρα το ανώτερο το πρωί του συμβάντος, βρισκόμενο σχεδόν κάτω από κανονικό αέρα και κυματισμό και όχι σε θαλάσσιο κίνδυνο αφού ήταν σχεδιασμένο για μακρινά ταξίδια στους νότιους ωκεανούς σε συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές που συνάντησε, και αφετέρου, επειδή αν το πλοίο είχε τις φθορές ή τα ελαττώματα που ισχυρίζονταν και αυτά ήταν που προκάλεσαν τη βύθιση του …, τότε αυτά ήσαν ελαττώματα που μια εύλογα προσεκτική επιθεώρηση θα είχε αναδείξει, αποκλειομένου του ισχυρισμού περί λανθάνοντος ελαττώματος στο κύτος ή στη μηχανή. Κατά τρίτο δε λόγο επειδή ακόμα και αν αποδειχθεί ότι υφίστατο ελάττωμα στο πλοίο τότε η βύθιση του πλοίου επήλθε ως αποτέλεσμα της έλλειψης της προσήκουσας επιμέλειας εκ μέρους της Ενάγουσας ή της διαχείρισης του πλοίου, καθώς μία εύλογα προσεκτική επιθεώρηση θα είχε αναδείξει και/ή επήλθαν συνεπεία της έλλειψης προσήκουσας επιμέλειας εκ μέρους της Ενάγουσας ή της διαχείρισης του πλοίου: (α) Λόγω των ρωγμών στα κυρτά ελάσματα, στους μπουλμέδες (φρακτές) και στα πλάγια μέρη των δεξαμενών που επικαλέστηκαν στις προτάσεις τους και τις πλημμελείς επισκευές των ιδίων, η Ενάγουσα και οι πλοιοκτήτες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ελαττωματική κατάσταση των στεγανών του πλοίου ή ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος τα στεγανά να είναι ελαττωματικά. Η ενάγουσα και οι πλοιοκτήτες επίσης γνώριζαν ή όφειλαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να γνωρίζουν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες υπήρχε σημαντικός κίνδυνος απώλειας της κατασκευαστικής ακεραιότητας γενικώς, μέσω του κύτους No 6. (β) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν η Ενάγουσα ή οι διαχειριστές έδειχναν επιμέλεια και/ή διενεργούσαν εύλογα προσεκτική επιθεώρηση, η Ενάγουσα ή οι διαχειριστές θα διενεργούσαν επιθεώρηση των κάτω διαμήκων, των κάτω και πλαϊνών εξωτερικών ελασμάτων, ειδικά αυτών του αμπαριού No 6 και θα είχαν ανακαλύψει τις όποιες ρωγμές ή αδυναμίες εκεί πριν την αναχώρηση του πλοίου από τη Βραζιλία. Αντίθετα ισχυρίστηκαν ότι η αιτία της απώλειας του … ήταν η μη αξιόπλοη κατάσταση του πλοίου όταν μπήκε στη θάλασσα στις 13 Απριλίου του 2006, λόγω των ζημιών που είχαν παρουσιαστεί και της μη προσήκουσας επισκευής αυτών, γεγονός το οποίο γνώριζε η ενάγουσα και ειδικότερα η υπολειπόμενη από τις προδιαγραφές αντοχή των διαμήκων μπουλμέδων (φρακτών) ανάμεσα στα κύτη 6/7 και 5/6, η οποία δεν επισκευάστηκε προσηκόντως και προκάλεσε την αποκόλληση των μπουλμέδων από το πλαϊνό εξωτερικό περίβλημα, το οποίο έμεινε έτσι χωρίς στήριξη με αποτέλεσμα να σπάσει κατά την λειτουργία του, προκαλώντας την εισροή ύδατος μέσα στο κύτος No 6. , άλλως επειδή τα ελαττώματα στους μπουλμέδες ανάμεσα στα κύτη 6/7 και 5/6 επέτρεψαν την μεταγενέστερη εισροή ύδατος ανάμεσα στα κύτη του πλοίου, η οποία αυτή καθεαυτή ήταν η προσεγγίζουσα αιτία της βύθισης του … , ελαττώματα που ήσαν γνωστά στον κ. … και/ή τον τεχνικό διευθυντή του πλοίου, του οποίου η γνώση θεωρείται και γνώση της Ενάγουσας εάν δε η ενάγουσα δεν είχε πραγματική γνώση των ελαττωμάτων αυτό μπορεί να συνέβη μόνο επειδή επέλεξαν να κάνουν «τα στραβά μάτια» σε αυτά τα ζητήματα, διότι αν και υποψιάζονταν ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο, εσκεμμένα δεν ερεύνησαν την κατάσταση των ελαττωμάτων που αναφέρθηκαν στις προτάσεις και την καταλληλότητα των επισκευών τους, επειδή φοβούνταν ότι θα επιβεβαιωθούν οι υποψίες τους.
Στην αρχική αυτή Άμυνα των ασφαλιστών, η πλοιοκτήτρια απάντησε με την από 6.12.2006 Απάντηση στην Άμυνα και την Ανταγωγή όπου, διέλαβε εκτενείς απαντήσεις, σε κάθε έναν από τους ισχυρισμούς των Ασφαλιστών, συνομολόγησε τη διενέργεια κάποιων εργασιών επί του πλοίου εκ των αναφερομένων στις προτάσεις αμύνης των Ασφαλιστών καθώς και το γεγονός ότι η γνώση του κ. Τσακιρογλου, ως εντολέα της πλοιοκτήτριας και προέδρου της διαχειρίστριας ΟΜΕ, συνιστά γνώση του ενάγοντα για τους σκοπούς του Marine Insurance Act 1906, αλλά και ότι ο κ. … ήταν Γενικός Διευθυντής της πλοιοκτήτριας και της ΟΜΕ, που είχε την καθημερινή ευθύνη για τη διαχείριση του στόλου των πλοίων που βρίσκονταν στην κυριότητα των εταιρειών των οποίων ο … είναι εντολέας, και κατά τα λοιπά αρνήθηκε τους ισχυρισμούς των τελευταίων, ισχυριζόμενη κυρίως ότι δεν υπήρχε υποχρέωση ενημέρωσης του νηογνώμονα για μικρής κλίμακας επισκευές ή επισκευές ρουτίνας που διεξήχθησαν στο πλοίο, ότι όποιες επισκευές διεξήχθησαν στο πλοίο ήταν ικανοποιητικές, δεν παραβίασαν τους κανονισμούς του νηογνώμονα και ήταν επισκευές που θα είχαν εγκριθεί από το Νηογνώμονα (εάν όντως δεν εγκρίθηκαν), σε κάθε δε περίπτωση, διεξήχθησαν υπό την επίβλεψη και τη γνώση των επιθεωρητών του Νηογνώμονα και δεν υπήρχε κάποια συνειδητή απόφαση να μην πληροφορηθεί ο νηογνώμονας, ενώ ήταν γνωστό ότι έπρεπε να πληροφορηθεί, ενώ αρνείται ότι η ίδια ή οι διαχειριστές του πλοίου είχαν μια επιχειρηματική πρακτική να μην αναφέρουν στο νηογνώμονα ζητήματα τα οποία ένας από τους δύο γνώριζε, ούτε τέτοια πρακτική ήταν «προφανής» από τα ζητήματα που προβάλουν οι Ασφαλιστές. Αρνήθηκε δε ρητά με τις παρ.4.13.2 και 4.14.2. των προτάσεών της ότι κατά την παραμονή του πλοίου στο Cosco μεταξύ 2 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Ιανουαρίου 2006, εκτελέστηκαν δομικές επισκευές χάλυβα στα επικλινή ελάσματα στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου και ότι κατά την παραμονή του πλοίου στη Σιγκαπούρη γίνονταν εργασίες σε διαρροές στις κάτω δεξαμενές του πλοίου. Αναφορικά δε με τις βλάβες στις φρακτές του πλοίου η πλοιοκτήτρια ισχυρίσθηκε ότι αυτές ήταν κρυφές βλάβες που δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν με επιμελή επιθεώρηση και δεν τις ανακάλυψε ο ενάγων ή νηογνώμονας LRS σε οποιοδήποτε στάδιο, παρά το γεγονός της διενέργειας ενός επιμελούς και κατάλληλου προγράμματος συντήρησης και επισκευών. Επιπρόσθετα, ισχυρίσθηκε ότι δεν υπήρξαν «μη κατάλληλες» επισκευές που να διεξήχθησαν στο πλοίο, είτε κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης (υπό την επίβλεψη του νηογνώμονα LRS) ή άλλως. Το πλοίο ήταν επιμελώς συντηρημένο από τον ενάγοντα, και οποιαδήποτε κατάσταση που παρουσιάστηκε στις φρακτές του πλοίου δεν συνιστούσε κίνδυνο απώλειας της δομικής ακεραιότητας στην περιοχή του κύτους φορτίου υπ’ αρ.6. Ότι η οποιαδήποτε βλάβη ή βλάβες που προκάλεσαν αιτιωδώς τη ζημία ήταν κρυφές βλάβες, για τις οποίες ο ενάγοντας δεν γνώριζε τίποτα απολύτως (και οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν με επιμέλεια). Ότι, περαιτέρω, καμία από τις επιθεωρήσεις δεν αποκάλυψε οποιεσδήποτε βλάβες στο σκάφος του πλοίου, που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την ξαφνική και καταστροφική παραβίαση της ακεραιότητάς του που προκάλεσε το ναυάγιο. Ότι, τέλος, ούτε η ενάγουσα ούτε ο κ. …, ούτε ο Τεχνικός Διευθυντής της ΟΜΕ είχε κάποια γνώση, πραγματική ή άλλη, ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο όταν έπλευσε στις 13.4.2006 (εάν ήταν) και δεν υπήρχε λόγος να υποπτευθούν ότι ήταν έτσι. Εν τέλει, αρνήθηκε ρητώς ότι οι φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου 6/7 και 5/6 είχαν επισκευαστεί μη ικανοποιητικά από τον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου και ότι ο κ. … είχε κάποια πραγματική ή ενδόμυχη γνώση των επικαλούμενων μη ικανοποιητικών επισκευών των φρακτών.
Περαιτέρω, δυνάμει της από 26.1.2007 διαταγής του Δικαστή κ. Tomlinson έγινε δεκτή αίτηση της πλοιοκτήτριας για τροποποίηση της απάντησης της στην άμυνα των ασφαλιστών, με ανταλλαγή εγγράφων, καταθέσεις μαρτύρων και σύνταξη εκθέσεων εμπειρογνωμόνων ενώ η ημερομηνία της δίκης προσδιορίστηκε στις 14.1.2008 από τη Γραμματεία του Εμπορικού Δικαστηρίου, επί τη βάσει του προκαταρκτικού υπολογισμού ότι η διάρκεια της δίκης θα ήταν 6 εβδομάδες.
Την 3.8.2007 επιδόθηκαν στους πληρεξούσιους των εναγόντων οι από 2.8.2007 τροποποιημένες προτάσεις άμυνας των εναγομένων στις οποίους περιλαμβάνονταν νέοι ισχυρισμοί και ειδικότερα εκτέθηκε ότι: (α) Τον Νοέμβριο του 2005 η κατάσταση του πλοίου ήταν τέτοια που όταν έμπαινε νερό σε μία από τις διπύθμενες δεξαμενές της δεξιάς πλευράς του πλοίου, η διπλανή διπύθμενη δεξαμενή άρχιζε επίσης να έχει εισροή ύδατος (οι εναγόμενοι πιστεύουν ότι πρόκειται είτε για τη δεξαμενή υπ’ αριθμ.5 που ήταν κοινή με την υπ’ αριθμ.7 δεξαμενή είτε την υπ’ αριθμ. 7 δεξαμενή που ήταν κοινή με την υπ’ αριθμ.9 δεξαμενή) και ότι τα ελαττώματα αυτά δεν γνωστοποιήθηκαν στον Νηογνώμονα κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών, (β) Ότι κατά τη διάρκεια παραμονής του πλοίου στο ναυπηγείο Cosco στο Zhoushan της Κίνας μεταξύ 2 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Ιανουαρίου 2006 όπου γίνονταν εργασίες επισκευής της κύριας μηχανής και, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο, τοποθετήθηκαν προσθήκες ενισχυτικών ελασμάτων για να αντικαταστήσουν επιθέματα στο πρωραίο άκρο του κυρίως καταστρώματος και εκτελέστηκαν δομικές επισκευές χάλυβα στα επικλινή ελάσματα στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου, ο ναύκληρος μαζί με τον ναύτη … εντόπισαν στο διάφραγμα της δεξαμενής διπυθμένων πίσω από την αποθήκη φορτίου υπ’ αριθμ. 7, ευρεία ρωγμή πλάτους 1 εκατοστού, καθώς και ρωγμές παρόμοιου τύπου. Ότι όταν ο λοστρόμος έλεγξε τις ρωγμές χτυπώντας την επικάλυψη του διαφράγματος με ένα σφυρί, τούτο διαπέρασε την κατασκευή σε πολλά σημεία. Ότι όταν ο λοστρόμος χρησιμοποίησε απόξεστρο για να απομακρύνει την σκουριά, σε μερικά σημεία το απόξεστρο διαπερνούσε και έφτανε μέχρι την γειτονική δεξαμενή. Ότι τα ανωτέρω αναφέρθηκαν στον Υποπλοίαρχο και έπειτα επιθεωρήθηκαν οι βλάβες από τον επιθεωρητή του πλοίου κ. …. Ο κ. …ς επιθεώρησε και τις άλλες διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου μαζί με 2 μανταδόρους από τις Φιλιππίνες και διαπιστώθηκε ότι ευρίσκοντο σε εξίσου κακή κατάσταση. Ότι μετά τις εν λόγω επιθεωρήσεις οι εργάτες του ναυπηγείου άνοιξαν τα κεκλιμένα ελάσματα στις αποθήκες φορτίου 2 μέχρι και 9 προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση στις διπύθμενες δεξαμενές και τις άνω πλευρικές δεξαμενές. Ότι στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικές εργασίες στη μεταλλική κατασκευή των δεξαμενών διπυθμένων πίσω από τις αποθήκες φορτίου 2 μέχρι και 9, συμπεριλαμβανομένης κατεργασίας εν θερμώ, απομάκρυνσης του παλιού χάλυβα που είχε κοπεί και της ενσωμάτωσης νέου χάλυβα. Ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών και αφού έκλεισαν τα ανοίγματα πρόσβασης οι δεξαμενές διπυθμένων γεμίστηκαν με νερό και δοκιμάστηκε η υδατοστεγανότητά τους. Εντοπίστηκε διαρροή σε όλα τα επιθέματα (με χειρότερη την περίπτωση της αποθήκης φορτίου αριθμός 6 στη δεξιά πλευρά του πλοίου). Ότι έγιναν συμπληρωματικές εργασίες συγκόλλησης στη συνέχεια, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν διαρροές με τη μορφή σταγόνας. Ότι το κοινό διάφραγμα (μεταξύ των δεξαμενών 5 που είναι κοινή με την 7 ή των δεξαμενων 7 που είναι κοινή με την 9) δοκιμάστηκε με την πλήρωση μίας εκ των δεξαμενών και αφήνοντας άδεια την γειτονική δεξαμενή. Βρέθηκε ότι ακόμα περνούσε νερό από το επιδιορθωμένο διάφραγμα και έγιναν περαιτέρω εργασίες εν θερμώ εντός της δεξαμενής. Ότι επισκευή εκτελέστηκε στο μπροστινό άκρο μίας εκ των αποθηκών φορτίων, πιθανότατα της υπ’ αριθμ.5 και η συγκόλληση έγινε πάνω στην ήδη υπάρχουσα, χωρίς προσυγκολλητική κοπή. Ότι, αφού το πλοίο αποχώρησε από το ναυπηγείο και αγκυροβόλησε, υπήρχαν ακόμη διαρροές από τις δεξαμενές στις αποθήκες φορτίου λόγω των συγκολλήσεων μέσω των ένθετων πλακών. Ότι ενώ ήταν αγκυροβολημένο, το πλοίο έχασε την αριστερή του άγκυρα και παρέμεινε αγκυροβολημένο για μερικές ημέρες μέχρι να βρεθεί η χαμένη άγκυρα. Ότι, ενώ το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, το προσωπικό του ναυπηγείου πραγματοποίησε περαιτέρω επισκευές συγκόλλησης στην ραφή συγκολλήσεως των ένθετων πλακών στις κεκλιμένες πλευρικές δεξαμενές εντός των αποθηκών φορτίου. Ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκαν επισκευές στα ανοίγματα διαρροών στις πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές. Ότι, κατά το ταξίδι από την Κίνα στην Σιγκαπούρη, όλες οι αποθήκες φορτίου, με εξαίρεση την αποθήκη αριθμ.1, υπέστησαν διαρροές από όλες τις διπύθμενες δεξαμενές εντός των αποθηκών φορτίου, μέσα από τις νέες συγκολλήσεις στις πλάκες και τις συγκολλήσεις στις πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές. Ότι ούτε οι βλάβες ούτε οι επισκευές γνωστοποιήθηκαν στον νηογνώμονα κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών. (γ) Ότι, κατά την παραμονή στη Σιγκαπούρη, όπου έγιναν επισκευές στο πλοίο για 22 ημέρες, η διαρροή στην περιοχή του κιβωτίου της αναρροφητικής αντλίας ή στην σωλήνωση αναρρόφησης της αντλίας φωτιάς έκτακτης ανάγκης διακόπηκε με την τοποθέτηση πώματος από τους δύτες, επισκευές που δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του Νηογνώμονα. Ότι, κατά την παραμονή του πλοίου στην Σιγκαπούρη, φορτώθηκαν επιπλέον μπουκάλες οξυγονοακετυλίνης. Εκεί, υπήρχε ακόμη «στάγδην διαρροή», μέσω των δεξαμενών διπυθμένων και ότι οι δεξαμενές διπυθμένων υπ’ αριθμ. 8 και 9 καθώς και οι πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές κρατήθηκαν κάτω από το επίπεδο των ένθετων πλακών χάλυβα για την αποφυγή διαρροών εντός της αποθήκης φορτίου. (δ) Ότι ένας από τους αρχιμηχανικούς που διόριζε η πλοιοκτήτρια (που οι εναγόμενοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, αλλά πιστεύουν ότι μπορεί να ήταν ο κ. …), επιβιβάστηκε στο πλοίο στη Σιγκαπούρη το Νοέμβριο του έτους 2005 και παρέμεινε στο πλοίο μέχρι που το πλοίο αναχώρησε από το ναυπηγείο Cosco στο Zhousan της Κίνας. Ένας άλλος αρχιμηχανικός ο κ. …ς επιβιβάστηκε στο πλοίο στο ναυπηγείο της Cosco στο Zhousan της Κίνας. Δύο αρχιμηχανικοί του ενάγοντα επιβιβάστηκαν στο πλοίο στη Σιγκαπούρη τον Φεβρουάριο του έτους 2006. (ε) Ότι όταν οι διασωθέντες έφτασαν στο Durban της Νοτίου Αφρικής, ο δέκατος ενάγων, κ. … και ένας άλλος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, που δήλωσε ναυπηγός της εταιρείας, ενημέρωσαν του επιζήσαντες ότι κατά την ανάκριση έπρεπε να πουν ότι το πλοίο βρισκόταν σε καλή κατάσταση και ότι δεν υφίστατο κανένα πρόβλημα. Ότι την επόμενη μέρα ο εν λόγω ναυπηγός είπε στο ναύκληρο να μην αναφέρει τίποτα σχετικά με τις επισκευές στη μεταλλική κατασκευή που πραγματοποιήθηκαν στην Κίνα, ούτε σχετικά με τις διαρροές στις δεξαμενές. Ότι, από τα ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι εν λόγω οδηγίες τους δόθηκαν διότι ο κ. … και οι λοιποί εκπρόσωποι γνώριζαν ότι το πλοίο δε βρισκόταν σε καλή κατάσταση και πίστευαν ότι, μέχρι να τους δοθεί άλλη εντολή, οι επιζήσαντες δεν θα έπρεπε να αναφέρουν κάτι τέτοιο. (ζ) Ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Βραζιλία, οι ένθετοι συγκολλημένοι αρμοί στα αμπάρια υπ’ αριθμ. 2, 3, 4, 8 και 9 άρχισαν να έχουν μεγαλύτερη διαρροή ύδατος (με το αμπάρι με αριθμό 3 να εμφανίζει τη μεγαλύτερη). Περίπου 3 με 5 ημέρες πριν την άφιξη του πλοίου στη Βραζιλία, η στάθμη του νερού σε όλες τις διπύθμενες δεξαμενές μειώθηκε σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των ένθετων αρμών και οι εφαρμοστές μηχανικοί του πλοίου συγκόλλησαν τα σημεία διαρροής. Ότι μετά την αναχώρηση του πλοίου από την Βραζιλία βρέθηκε νερό στην διπύθμενη δεξαμενή υπ’ αριθμ. 8 και στις δεξαμενές υπ’ αριθμ. 2 και 3 που έπρεπε να αντλείται κάθε δεύτερη μέρα. (η) Ότι, επιπλέον, λόγω των ετήσιων επιθεωρήσεων των υπ’ αριθμ. 4 μέχρι 9, 10 και 11 διπύθμενων δεξαμενών, υπ’ αριθμ. 13 μέχρι 14 και 17 μέχρι 18 άνω πλευρικών δεξαμενών, υπ’ αρ.2 μέχρι 8 των ελασμάτων του κενού χώρου που συνδέει το κατάστρωμα με την σταγνή φρακτή του κύτους, υπ’ αριθμ. 1 και 3 μέχρι 6 κύτη φορτίου και υπ’ αριθμ.1 μέχρι 3 παράφραγμα που έλαβε χώρα μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2006 η ενάγουσα και οι διαχειριστές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν για την ελαττωματική κατάσταση των φρακτών του πλοίου ή ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος οι φρακτές να είναι ελαττωματικές. Επιπρόσθετα διαλαμβάνονται και οι ισχυρισμοί ότι: (θ) το Σεπτέμβριο του 2005, το πλοίο είχε μια διαρροή στην περιοχή του κιβωτίου αναρρόφησης ή του σωλήνα αναρρόφησης της αντλίας φωτιάς έκτακτης ανάγκης, προκαλώντας εισροή θαλάσσιου ύδατος στο παράφραγμα έμπροσθεν του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.7. Ότι η ποσότητα εισροής νερού ήταν τέτοια, ώστε κατά τη χρονική στιγμή του ταξιδιού από τη Σιγκαπούρη προς την Κίνα, το Νοέμβριο του 2005, έπρεπε να αντλείται νερό από το παράφραγμα κάθε δύο ώρες, πλην όμως ούτε το γεγονός της ζημίας στην σωλήνα αναρρόφησης ούτε η διάρρηξη της ακεραιότητας της στεγανότητας του πλοίου αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του. Ότι, περαιτέρω, η εισροή νερού στο παράφραγμα προκάλεσε ζημιά στην αντλία φωτιάς έκτακτης ανάγκης, καθιστώντας την μη λειτουργική λόγω της εισροής νερού στα μηχανήματα, γεγονός που συνιστά παραβίαση των απαιτήσεων του κανονισμού SOLAS κεφ.ΙΙ-2 και δεν αναφέρθηκε στο νηογνώμονα. (ι) Ότι η αναξιοπλοϊα οφείλεται στο ότι οι φρακτές του πλοίου είχαν αντοχή κάτω του κανονικού κατά την έναρξη του ταξιδιού. Ότι η περισσότερο πιθανή αιτία της απώλειας του πλοίου είναι μια δομική βλάβη στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ.8 ,στην αριστερή πλευρά, η οποία είχε επισκευαστεί μη ικανοποιητικά. Η κάτω της κανονικής αντοχή αυτής της δεξαμενής και/ ή πιθανόν να οδήγησε στην ανεπάρκεια της δομικής στήριξης για τα πλευρικά ελάσματα. Συγκεκριμένα, οι ραφές που είχαν συγκολληθεί στο διπύθμενο υπ’ αριθμ.8 δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τις ασκούμενες δυνάμεις αντοχής και κάμψης οι οποίες ασκούνταν σε αυτές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του πλοίου. Ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της δομικής στήριξης του πλευρικού ελάσματος του κελύφους στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.8, τα πλευρικά ελάσματα του κελύφους ράγισαν κατά την διάρκεια της λειτουργίας με συνέπεια την εισροή θαλάσσιου ύδατος στην διπύθμενη δεξαμενή υπ’ αριθμ.8 και/ή το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6. Επιπλέον ή άλλως, η δομική αδυναμία των πρωραίων και πρυμναίων υδατοστεγών εγκάρσιων φρακτών του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.6 (ήτοι μεταξύ των κυτών φορτίου 6/7 και 5/6) λόγω μη ικανοποιητικών επισκευών επέτρεψαν την πλημμύρα να προχωρήσει από το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ. 6 στα κύτη φορτίου υπ’ αριθμ.7 και 5. Η πλημμύρα των κυτών φορτίου υπ’ αριθμ. 7 και 5, επιπρόσθετα του υπ’ αριθμ. 6 κύτους φορτίου, προκάλεσε την κοπή του πλοίου. Μετά δε τους νέους ισχυρισμούς περί των ελαττωμάτων του πλοίου, οι ασφαλιστές πρόσθεσαν ότι (α) Λόγω των ρωγμών στα κεκλιμένα ελάσματα, στα διαφράγματα και στις δύο πλευρές των δεξαμενών και των ανεπαρκών επισκευών στα ίδια σημεία, η Ενάγουσα και οι Ιδιοκτήτες του πλοίου γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν για την ελαττωματική κατάσταση των διαφραγμάτων του πλοίου ή ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ελαττωματικότητας των διαφραγμάτων. Επιπλέον, λόγω των ετήσιων ελέγχων των διπύθμενων δεξαμενών με αρ. 4 έως 9, 10 και 11 των δεξαμενών της άνω πλευράς με αρ. 13 έως 14 και 17 έως 18 των στεγανών με αρ. 2 έως 8, των αμπαριών του φορτίου με αρ. 1 και 3 έως 6 και πρόφραγμα με αρ. 1 έως 3, οι οποίοι έλαβαν χώρα μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2005 και του Μαρτίου του 2006, η Ενάγουσα και οι Διαχειριστές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν για την ελαττωματική κατάσταση των διαφραγμάτων του πλοίου ή ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ελαττωματικότητας των διαφραγμάτων. Η Ενάγουσα και οι ιδιοκτήτες του πλοίου γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν κατά την συνήθη πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας ότι υπό αυτές τις συνθήκες υπήρχε αξιόλογος κίνδυνος απώλειας της συνολικής δομικής ακεραιότητας στην περιοχή του αμπαριού με αρ. 6. (β) Υπό αυτές τις συνθήκες, αν η Ενάγουσα ή οι διαχειριστές είχαν επιδείξει επιμέλεια ή/και είχαν διεξάγει έναν ευλόγως προσεκτικό έλεγχο, η Ενάγουσα ή οι διαχειριστές θα είχαν διενεργήσει έλεγχο του διαμήκους επιπέδου του πυθμένα, του ελάσματος του πυθμένα και των πλευρικών ελασμάτων του περιβλήματος, συγκεκριμένα στην περιοχή του αμπαριού με αρ. 6 και θα είχαν εντοπίσει οποιαδήποτε ρωγμή ή αδυναμία στο εσωτερικό του πριν την αναχώρηση του πλοίου από τη Βραζιλία. γ) ότι το αποτέλεσμα των εν λόγω ρωγμών και των ανεπαρκών επισκευών ήταν να καταστήσουν το … μη αξιόπλοο. δ) ότι επικουρικά, στην απίθανη περίπτωση (την οποία αρνείται) που η Ενάγουσα θα είχε άλλως οποιαδήποτε αξίωση έναντι των Εναγομένων σύμφωνα με το Ασφαλιστήριο αναφορικά με το ατύχημα του …, οποιαδήποτε τέτοια αξίωση θα θεωρούνται αυτομάτως απορριφθείσα λόγω της χρήσης δόλιων μέσων από την πλευρά της προς επίρρωση της αξίωσής της που συνίστανται στο ότι μετά τη μεταφορά των επιζώντων του … στο Ντέρμπαν (Durban), ο κ. … και ένας άλλος εκπρόσωπος της Ενάγουσας (τον οποίο οι Εναγόμενοι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν, αλλά ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του ως τον ναυπηγό της Ενάγουσας) ενημέρωσαν τους επιζώντες ότι όταν θα ανακρίνονταν. θα έπρεπε να ισχυριστούν ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση και ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Την επόμενη ημέρα, ο ναυπηγός ενημέρωσε τον λοστρόμο ότι να μην πουν τίποτα για τις χαλυβουργικές επισκευές οι οποίες είχαν διεξαχθεί στην Κίνα ή για τις διαρροές στις δεξαμενές. Η συμπεριφορά αυτή του κ. … και του ναυπηγού της ενάγουσας καταλογίζεται στην ενάγουσα λόγω του σιωπηρού όρου ή νομοθεσίας που σχετίζεται με τη χρήση δόλιων μέσων, επικουρικά η ενάγουσα φέρει ευθύνη εξ υποκατάστασης για τη συμπεριφορά την οποία επέδειξαν αυτά τα άτομα όταν ενεργούσαν για λογαριασμό της ενάγουσας για τον σκοπό της προτεινόμενης αξίωσης έναντι των εναγομένων. Τα δόλια μέσα αυτά ήταν ζητήματα τα οποία είχαν σκοπό να βελτιώσουν τη θέση της ενάγουσας έναντι των εναγόμενων και σε περίπτωση επιτυχίας της σκόπιμης εξαπάτησης, δηλαδή αν γινόταν πιστευτή, θα επέφερε ως αποτέλεσμα μια διόλου ασήμαντη βελτίωση των πιθανοτήτων υπέρ της ενάγουσας, ήτοι είτε τη σύναψη διακανονισμού είτε τη σύναψη συμφερότερου διακανονισμού είτε την επιδίκαση αξίωσης έναντι των εναγομένων σε δίκη
Πριν την κατάθεση των τροποποιημένων προτάσεων άμυνας από τους εναγομένους και κατά την ανταλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των διαδίκων στις 15 Ιουνίου 2007, επιδόθηκαν στους ενάγοντες δύο μαρτυρικές καταθέσεις του ναύκληρου …, που λήφθηκαν η μεν πρώτη την 7.2.2007 στον Πειραιά και επικυρώθηκε ως προς το πρόσωπο του καταθέτοντος ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα την 9.2.2007 και την 13.2.2007 συμπληρωματική κατάθεση που δόθηκε στον Πειραιά, ενώ την 3.8.2007 οι εναγόμενοι επέδωσαν στην πρώτη ενάγουσα, μία συμπληρωματική μαρτυρική κατάθεση του κ. …, που επίσης δόθηκε στον Πειραιά με ημερομηνία 25.7.2007. Η πρώτη από τις καταθέσεις αυτές περιείχε πολυάριθμους λεπτομερείς ισχυρισμούς σχετικά με την κατάσταση του πλοίου, τους οποίους δεν είχαν επικαλεστεί μέχρι τότε οι Ασφαλιστές του … στις Προτάσεις τους αμύνης και την ανταγωγή τους, αλλά τους συμπεριέλαβαν στις τροποποιημένες προτάσεις τους και ειδικότερα ανέφερε οτι «… Ναυτολογήθηκα στο πλοίο «…» ως Ναύκληρος στη Σιγκαπούρη στις 5 Νοεμβρίου 2005. … 3. Κατάλαβα ότι το πλοίο είχε αργή ταχύτητα αφού φύγαμε από τη Σιγκαπούρη, περίπου 7 ή 8 κόμβους όπως θυμάμαι. Δυο άλλοι αξιωματικοί καταστρώματος από τις Φιλιππίνες μου είπαν και οι δύο, αλλά ανεξάρτητα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά έμαθα και από τον δεύτερο εξάδελφό μου, ο οποίος ήταν λιπαντής, ότι ένας από τους κύριους κυλίνδρους του κινητήρα δεν ήταν σε χρήση και αυτός ήταν ο λόγος για την αργή ταχύτητα. Όταν μίλησα με άλλους από το πλήρωμα, μου είπαν ότι το πλοίο δεν ήταν σε καλή κατάσταση, κάτι το οποίο διαπίστωσα ο ίδιος σύντομα. Μου είπαν ότι η κατάσταση του πλοίου ήταν κακή, αλλά ότι ο μισθός ήταν λίγο υψηλότερος. 4. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Σιγκαπούρη στο πρώτο λιμάνι εκφόρτωσης στην Κίνα, εργαζόμασταν στο κατάστρωμα σε τυπικές εργασίες συντήρησης. Δεν πραγματοποιήσαμε οποιαδήποτε σιδηροκατασκευή επί του σκάφους. Δεν μπήκαμε στις καταπακτές, οι οποίες είχαν πλήρως φορτωμένες και κλειστές. Υπήρχε ένας προϊστάμενος της εταιρείας στο πλοίο. Βρισκόταν στο πλοίο πριν από τη Σιγκαπούρη και παρέμεινε στο πλοίο κατόπιν και κατά τη διάρκεια των επισκευών στην Κίνα. Δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. αλλά θυμάμαι ότι είχε υπηρετήσει ως Αρχιμηχανικός στο πλοίο προηγουμένως. 5. Δεν μπορώ να πω τι είδους έρμα έφερε το πλοίο ή εάν έφερε καθόλου τον καιρό εκείνου του ταξιδιού. Ήμουν απασχολημένος με τις άλλες εργασίες μου και εξοικειωνόμουν με το πλοίο. Δεν πραγματοποιήθηκε καμία εργασία στις άνω πλευρικές δεξαμενές κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού. 6. Διαπίστωσα ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις δεξαμενές διπλού πυθμένα του πλοίου στο δεύτερο λιμένα εκφόρτωσης, το BaoSan, όταν προστέθηκε ή αντλήθηκε έρμα σε μία από τις δεξαμενές διπλού πυθμένα στη δεξιά πλευρά, επειδή η παρακείμενη δεξαμενή διπλού πυθμένα της πρύμνης στη δεξιά πλευρά άρχισε επίσης να γεμίζει με νερό. Μου είπε για πρώτη φορά ο ναυτικός που ήταν υπεύθυνος για τις βυθομετρήσεις των δεξαμενών και αμπαριών. Το συζητήσαμε αυτό επειδή προκαλούσε προβλήματα με τη μεταφορά του έρματος και μου εξηγήθηκε ποιο ήταν το πρόβλημα. Δηλαδή, μου
είπε ότι η μεταφορά του νερού γινόταν μεταξύ δύο παρακείμενων δεξαμενών διπλού πυθμένα της δεξιάς πλευράς. Δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «διαρροή», επειδή εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα το λόγο για τη μεταφορά του νερού. Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ εάν η δεξαμενή αρ. 5 ήταν κοινή με τη δεξαμενή αρ. 7 ή αν δεξαμενή αρ. 7 ήταν κοινή με τη δεξαμενή αρ. 9, αλλά ίσχυε ένα απ’ αυτά. 7. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου δεν υπήρξε διαρροή μεταξύ των δεξαμενών διπλού πυθμένα έρματος της αριστερής πλευράς. Επίσης, ο ναυτικός που ήταν υπεύθυνος για τη λήψη των βυθομετρήσεων δεν ανέφερε οποιοδήποτε πρόβλημα διαρροής στα αμπάρια. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού από τη Σιγκαπούρη, ανακάλυψα ότι είχαμε μια μόνιμη διαρροή από τη θάλασσα στο χώρο της διαδρομής του σωλήνα αναρρόφησης της πυροσβεστικής αντλίας έκτακτης ανάγκης που βρίσκεται στο εμπρόσθιο αμπάρι cofferdam αρ. 7. Υπήρχε μια πρόσβαση από το κατάστρωμα προς τα κάτω μέσα στο αμπάρι cofferdam και μου είπαν ότι η πυροσβεστική αντλία έκτακτης ανάγκης δεν λειτουργούσε επειδή είχε πλημμυρίσει και ότι ο χώρος πλημμύριζε από τότε που ναυτολογήθηκα. Κάθε δύο ώρες γινόταν άντληση του αμπαριού cofferdam και ο ναυτικός υπηρεσίας πήγαινε στο αμπάρι cofferdam με έναν ασύρματο για να αναφέρει την κατάσταση στους μηχανικούς στο μηχανοστάσιο, όταν είχε ολοκληρωθεί η άντληση του αμπαριού cofferdam. Αυτή ήταν μια ρουτίνα που εκτελούνταν κάθε 2 ώρες κάθε μέρα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από τη Σιγκαπούρη προς τη Κίνα και έως και μετά την αύξηση του πλοίου στο ναυπηγείο. 8. Ρωτήθηκα εάν θυμάμαι αν υπήρχαν πλάκες κάλυψης στο κύριο κατάστρωμα. Θυμάμαι 2 και οι δύο στο εμπρός άκρο
του κύριου καταστρώματος, 1 στην αριστερή πλευρά της καταπακτής και 1 στη δεξιά πλευρά, αν και μπορεί να υπήρχαν περισσότερες, καθώς αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο πλοίο. Και οι δύο αυτές πλάκες κάλυψης ήταν αρκετά μικρές ίσως 10 cm επί 15 cm. Υπέθεσα ότι είχαν τοποθετηθεί εκεί για να καλύψουν μια τρύπα, αλλά δεν είδα προσωπικά αυτήν την τρύπα, επειδή οι πλάκες κάλυψης υπήρχαν εκεί πριν φτάσω εγώ. Αργότερα αφαιρέθηκαν δια κοπής και αντικαταστάθηκαν με ένθετες πλάκες κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου στο κινέζικο ναυπηγείο
από το Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο. Η εργασία αυτή έγινε από το προσωπικό του ναυπηγείου. 9. Μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης, το πλήρωμα του καταστρώματος υπό την εποπτεία μου καθάρισε τα αμπάρια για μια ημέρα. Αυτά τα αμπάρια ήταν τεράστια και δεν είχαμε χρόνο να συνεχίσουμε την εργασία μας πριν φτάσει το πλοίο στο ναυπηγείο. Κατά τη διάρκεια αυτού του σύντομου ταξιδιού, διάφορα μέλη του πληρώματος καταστρώματος καθάριζαν διαφορετικά αμπάρια με σκούπες και φτυάρια. Δεν χρησιμοποιήσαμε σωλήνες στα αμπάρια. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιήθηκαν σωλήνες για να πλυθούν τα κατάλοιπα του φορτίου από το κατάστρωμα. 10. Βρισκόμασταν σε απόσταση 1 ημέρας από το λιμάνι εκφόρτωσης στα ναυπηγεία της COSCO (Zhoushan). Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία που φτάσαμε, αλλά ήταν τέλη Νοεμβρίου. Για ολόκληρο το Δεκέμβριο ήμασταν στο ναυπηγείο και εργαζόμασταν, αλλά και εντός του Ιανουαρίου. Στο ναυπηγείο της COSCO φτάσαμε στην αποβάθρα αγκυροβόλησης και όχι σε αποβάθρα. Ήμασταν κατά μήκος της αριστερής πλευράς. Απ’ ότι κατανόησα, ο κύριος στόχος της επισκευής, ο κύριος λόγος για την κλήση στο ναυπηγείο, ήταν να επισκευαστεί ο κύριος κινητήρας, το κύριο μπλοκ του κινητήρα, αλλά κατά την παραμονή στο ναυπηγείο, διεξήγαμε εργασίες στα αμπάρια και τις δεξαμενές όπως θα περιγράψω. 11. Την επόμενη ημέρα από την άφιξή μας στο ναυπηγείο, ένας νέος επιστάτης, ο κ. …ς επιβιβάστηκε στο πλοίο. Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας στο ναυπηγείο, τα αμπάρια άνοιξαν και ανεγέρθηκε η σκαλωσιά. Εν τω μεταξύ, είχα αναλάβει την ευθύνη να περπατήσω στο κατάστρωμα και να επισημάνω με λευκό χρώμα οποιεσδήποτε από τις περιοχές που απαιτούσαν επισκευή στο κύριο κατάστρωμα. Δεν υπήρχαν σοβαρά προβλήματα στο κύριο κατάστρωμα, και τα μόνο σημαντικά αντικείμενα για επισκευή ήταν οι κινητήρες και τα φρένα της συνδυαστικής σκάλα των δύο πιλότων. Οι σκάλες επιβίβασης του πλοίου δεν λειτουργούσαν και είχαν αφαιρεθεί. Αντ’ αυτού, όλοι χρησιμοποιούσαν τη συνδυαστική σκάλα του πιλότου. 12. Σύντομα μετά, κατέφτασε ο κος …ς. Ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με διέταξε να ανοίξω τα φρεάτια όλων των διπλού πυθμένα δεξαμενών εντός των αμπαριών, καθώς και τα φρεάτια για τις άνω πλευρικές δεξαμενές, που ήταν στο κύριο κατάστρωμα. Επίσης, μου ζήτησε να ανοίξω τα φρεάτια για τη δεξαμενή πρύμης (after-peak) και την πρωραία δεξαμενή ζυγοστάθμισης (forepeak). Στην πραγματικότητα, έπρεπε να ανοίξω όλες τις δεξαμενές έρματος νερού συν τις δεξαμενές φρέσκου νερού. Το πλήρωμα καταστρώματος διεξήγαγε αυτήν την εργασία υπό την καθοδήγησή μου. Αφού ολοκληρώσαμε αυτήν την εργασία, διαταχθήκαμε να προετοιμάσουμε και να βάψουμε τη δομή των καμπινών. Στήσαμε τη σκαλωσιά γι’ αυτόν το λόγο. Η σκαλωσιά που χρησιμοποιήσαμε ήταν με αιωρούμενο σανίδωμα με εγκάρσιες ράβδους σε κάθε άκρο, που αιωρούταν από ψηλά, χρησιμοποιώντας σκοινιά στο άνω τμήμα της δομής των καμπινών. 13. Αφού εργαστήκαμε για 2 ημέρες για την προετοιμασία των επιφανειών που θα βάφαμε, έπρεπε να σταματήσουμε επειδή ο καιρός δεν ήταν καλός. Μου ζήτησαν κατόπιν να πάω στην πρύμνη του πλοίου για να μετακινήσω κάποιους ανταλλακτικούς σωλήνες που ήταν αποθηκευμένοι στο κύριο μέρος του πρυμναίου καταστρώματος. Αυτοί οι σωλήνες είχαν αποθηκευτεί κάτω από το σωλήνα της γραμμής πυρόσβεσης και μας διέταξαν να τους μετακινήσουμε για να αφαιρέσουμε από το χώρο τη γραμμή πυρόσβεσης. Κατόπιν έπρεπε να σταματήσουμε, επειδή οι Κινέζοι είχαν εγκαταστήσει πολλά μηχανήματα του ναυπηγείου τους στο πρυμναίο κατάστρωμα και μερικά από αυτά είχαν τοποθετηθεί πάνω στους ανταλλακτικούς σωλήνες, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. 14. Μετά από αυτό. ο Προϊστάμενος Αξιωματικός μου είπε να πάω με έναν από τους έμπειρους ναυτικούς στις δεξαμενές διπλού πυθμένα και να σημειώσω οποιεσδήποτε ρωγμές. Νομίζω ότι τώρα επιλέχθηκε ένας έμπειρος ναυτικός επειδή ήξερε το πλοίο καλά. αφού είχε υπηρετήσει σ’ αυτό στο παρελθόν. Το όνομά του ήταν … …. Ήταν ένας πιο ηλικιωμένος άντρας και γνώστης του αντικειμένου του. Η εντολή από τον Προϊστάμενο Αξιωματικό ήταν να πάμε πρώτα στις 2 δεξαμενές που είχαν βρεθεί να είναι κοινές μεταξύ τους, όταν είχαν τοποθετηθεί έρμα στο τελευταίο λιμάνι εκφόρτωσης. Όπως έχω περιγράψει παραπάνω, μπήκαμε τις δεξαμενές μέσω του φρεατίου στην οροφή της δεξαμενής. Το ύψος της δεξαμενής διπλού πυθμένα ήταν τεράστιο. Χρησιμοποιήσαμε την υπάρχουσα σκάλα για να κατεβούμε και μπορέσαμε να περπατήσουμε χωρίς να σκύβουμε. Είχαμε μαζί μας δάδες. Βάλαμε ένα φως φορτίου στο φρεάτιο και το κρεμάσαμε κάτω από το φρεάτιο. Είχαμε επίσης φακούς που χρησιμοποιήσαμε κατά τις μετακινήσεις μας στις δεξαμενές. Είχαμε σφυριά για να ελέγξουμε την σιδηροκατασκευή και μεταλλικές ξύστρες μεγάλου μήκους με τηλεσκοπικές λαβές έτσι ώστε να μπορούμε να ξύνουμε τα σημεία διάβρωσης σε υψηλά σημεία. 15. Την πρώτη φορά μπήκαμε μέσα από το φρεάτιο στο αμπάρι αρ. 7, αλλά αυτό ήταν σε μια μεγάλη απόσταση από το μπροστινό διάφραγμα της δεξαμενής που χρειαζόταν να επιθεωρήσουμε. Σε αυτήν τη δεξαμενή, βρήκαμε από επτά έως δέκα μεταλλικές πλατφόρμες σκαλωσιάς που είχαν μείνει εκεί από τις προηγούμενες επισκευές. Ο … … σχολίασε ότι αυτές είχαν απομείνει από τότε που είχαν γίνει εργασίες σε αυτές τις δεξαμενές στη Σιγκαπούρη στο παρελθόν. Μου είπε ότι βρισκόταν στο σκάφος τότε και είδε αυτές τις εργασίες. Οπότε ανεβήκαμε και μετά κατεβήκαμε στο αμπάρι αρ. 6 και κατεβήκαμε από το φρεάτιο του αμπαριού αρ. 6 στη δεξαμενή. Από εκεί ήμασταν σε θέση να φτάσουμε στο στεγανό διάφραγμα πιο εύκολα. 16. Στη συνέχεια επιθεωρήσαμε ένα διάφραγμα και είδαμε ένα μεγάλο κατακόρυφο άνοιγμα στο διαχωριστικό μεταξύ εκείνης της δεξαμενής και της επόμενης δεξαμενής. Αυτή δεν ήταν μια ρωγμή. Ήταν ένα άνοιγμα με περίπου 1 εκατοστό πλάτος στο ευρύτερο σημείο. Μετά από περαιτέρω έλεγχο είδα ότι υπήρχαν αρκετές ρωγμές παρόμοιου στο διάφραγμα. Οι ρωγμές συνέχιζαν προς τα κάτω κατακόρυφα από πάνω και βρίσκονταν στο εξωτερικό τμήμα του διαφράγματος, όπου το ύψος της δεξαμενής αυξάνει, λόγω της επικλινούς πλευρικής πλάκας. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες ρωγμές υπήρχαν, αλλά αρκετές από αυτές κάλυπταν μια μεγάλη περιοχή. Έβαψα με λευκή βαφή μια γραμμή περίπου 6 μέτρα μήκος στο ύψος του κεφαλιού στο διάφραγμα για να προσδιορίσω όλο το χώρο. Δεν επισήμανα κάθε ρωγμή ανεξάρτητα, γι’ αυτό και δεν θυμάμαι τον αριθμό των ρωγμών. 17. Δοκιμάσαμε τις ρωγμές χτυπώντας τις πλάτες του διαφράγματος με δύναμη με το σφυρί και σε πολλά σημεία το σφυρί περνούσε απευθείας μέσα από την σιδηροκατασκευή, σαν να ήταν από χαρτί. Χρησιμοποιώντας τις ξύστρες, ξύσαμε τη χαλαρή σκουριά από τα διαφράγματα σε υψηλότερα σημεία και σε κάποια σημεία η ξύστρα πέρασε απευθείας μέσα από το τοίχωμα στην παρακείμενη δεξαμενή. Στη συνέχεια εξέτασα τα στηρίγματα των διαφραγμάτων χρησιμοποιώντας το σφυρί και μια ξύστρα και υπήρχε πολύ σκουριά στα στηρίγματα που έπεφτε όταν χρησιμοποιούσαμε την ξύστρα. Το υπόλοιπο υλικό μου φάνηκε ότι ήταν πολύ λεπτό σε κάποια σημεία. Σε ορισμένα σημεία, ό,τι απέμεινε από το χάλυβα αφού αφαιρέσαμε τη σκουριά ήταν μία γωνία τόσο αιχμηρή όσο το άκρο ενός μαχαιριού. Αυτή η κατάσταση δεν υπήρχε μόνο στα στηρίγματα, αλλά επίσης στις δομές ακαμψίας στο κατώτερο τμήμα της δεξαμενής. Την ίδια στιγμή που εξετάζαμε το διάφραγμα γινόταν η παραπλήσια σιδηροκατασκευή από τους εφαρμοστές του πλοίου για την αντικατάσταση τμημάτων του διαμήκους συστήματος σωληνώσεων έρματος μέσα στην ίδια δεξαμενή. Δεν ξέρω τις λεπτομέρειες, διότι οι εφαρμοστές το έκαναν αυτό. 18. Η αιχμηρή σαν μαχαίρι επιμετάλλωση που περιέγραψα δεν υπήρχε μόνο στα στεγανά διαφράγματα μεταξύ των δεξαμενών, αλλά και σε σημεία στους πυθμένες και τις δομές ακαμψίας στον πυθμένα της δεξαμενής. Το είδα αυτό στη σιδηροκατασκευή της επιμετάλλωσης στην οποία ανέβηκα καθώς περπατούσα στο εσωτερικό της δεξαμενής. Επίσης, η ίδια κατάσταση ήταν εμφανής στις οπές ελάφρυνσης στη διαμήκη μεσοπλεύρια δοκό εντός της δεξαμενής σε κάποια σημεία. Έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί όταν περνούσαμε από αυτές τις οπές, για να μην τραυματιστούμε αφού έπρεπε να επιλέξουμε οπές ελάφρυνσης που δεν ήταν τόσο σοβαρά διαβρωμένες. Δεν παρατήρησα καμία ρωγμή στο εσωτερικό των δομικών μελών του διαμήκους διαφράγματος, αλλά δεν ήμουν στη δεξαμενή για πολύ ώρα και η δουλειά μου ήταν να επικεντρωθώ στο στεγανό διάφραγμα που διέρρεε, οπότε δεν επιθεώρησα τα υπόλοιπα μέρη της δεξαμενής με οποιαδήποτε λεπτομέρεια. Είχα προσέξει μόνο τα προφανή όταν περνούσα μέσα από αυτά. 19. Αφού ο έμπειρος ναυτικός κι εγώ σημειώσαμε τις ρωγμές στο διάφραγμα μεταξύ των δύο δεξαμενών, ανεβήκαμε πάλι και αναφέρθηκα στον Προϊστάμενο Αξιωματικό. Του είπα ότι υπήρχαν πολλές ρωγμές στο διάφραγμα μεταξύ των δύο δεξαμενών. Μετά από αυτό, ο επιθεωρητής πήρε τον έμπειρο ναυτικό και μαζί πήγαν στη δεξαμενή για να δουν και οι ίδιοι, μαζί με τον Προϊστάμενο Αξιωματικό. Δεν πήγα μαζί τους. Ο προϊστάμενος στον οποίο αναφέρομαι είναι ο κ. …ς, αυτός που ήρθε από την Ελλάδα. 20. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τις οδηγίες του Προϊσταμένου Αξιωματικού, πήγα στις άνω πλευρικές δεξαμενές για να αρχίσω μια επιθεώρηση των δεξαμενών, μέσω των φρεατίων στα κύρια καταστρώματα. Η πρώτη δεξαμενή που πήγα ήταν η δεξαμενή αρ. 15. Διαπίστωσα ότι ήταν γεμάτη λάσπη και ήταν δυνατόν για το λόγο αυτό να προβώ σε επιθεώρηση της κατάστασης της σιδηροκατασκευής. Ο λόγος που ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με είχε στείλει σε αυτή τη δεξαμενή ήταν ότι, όπως μου είπε, είχε διαρροή από την κεκλιμένη πλάκα της άνω δεξαμενής αρ. 15 δεξαμενή μέσα στο αμπάρι. Ωστόσο, λόγω της λάσπης στη δεξαμενή, δεν ήμουν σε θέση να επιθεωρήσω ή να βρω την οπή. Ανέφερα στον Προϊστάμενο Αξιωματικό ότι οι δεξαμενές θα πρέπει να καθαριστούν πριν να είναι δυνατή η επιθεώρησή τους. 21. Μετά από αυτό μου δόθηκε εντολή να επιβλέψω τον καθαρισμό του σωλήνα βυθομέτρησης στη δεξαμενή αρ. 11 η οποία είχε αποφραχτεί με άνθρακα από ένα φορτίο και έτσι δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί βυθομέτρηση της εν λόγω δεξαμενής. Καθαρίσαμε το σωλήνα χτυπώντας τη δυνατά με βαριά σφυριά και περνώντας πεπιεσμένο αέρα μέσα από το σωλήνα και τελικά μπορέσαμε να τον καθαρίσουμε. 22. Εν τω μεταξύ, ο επιθεωρητής κ. …ς με τους 2 Φιλιππινέζους εφαρμοστές, επιθεωρούσαν όλες τις άλλες διπλού πυθμένα δεξαμενές. Το ξέρω αυτό διότι οι 2 εφαρμοστές ήταν φίλοι μου και μιλήσαμε γι’ αυτό κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για φαγητό. Θυμάμαι ότι παραπονέθηκαν για την εργασία επειδή ήταν αρκετά ηλικιωμένοι, περισσότερο από 50 ετών και οι δύο και παραπονέθηκαν για την σωματική προσπάθεια. Μου είπαν ότι η κατάσταση των διπλού πυθμένα δεξαμενών που είχαν ελεγχθεί ήταν πολύ κακή. Μου είπαν ότι το πάχος των πλακών ήταν σε κάποια σημεία πολύ μικρό και υπήρχαν ρωγμές σε πολλά σημεία σε όλες τις δεξαμενές ελεγχθεί. Αργότερα, όταν μιλούσαμε κοινωνικά κατά την περίοδο δεξαμενισμού μου είπαν ότι ανησύχησαν πολύ με αυτά που είχαν διαπιστώσει. Είπαν ότι είχαν φοβηθεί και δεν ήθελαν να μείνουν σε αυτό το πλοίο. Μου είπαν ότι ζήτησαν να φύγουν πριν το πλοίο αποπλεύσει από την Κίνα. αλλά και ότι το αίτημά τους είχε απορριφθεί. Αργότερα τους επιτράπηκε να φύγουν από το πλοίο στη Σιγκαπούρη. Τα παράπονά τους σχετίζονταν με τις διπλού πυθμένα δεξαμενές, απ’ όσο τουλάχιστον ήξερα. 23. Μετά τις επιθεωρήσεις των δεξαμενών που περιέγραψα παραπάνω, οι εργαζόμενοι στα ναυπηγεία ήρθαν στο σκάφος και έκοψαν ανοίγματα στις επικλινείς πλάκες μέσα σε κάθε αμπάρι, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στις δεξαμενές διπλού πυθμένα. Ο επιθεωρητής μηχανικός κ. …ς τους έδειξε πού να κόψουν τα ανοίγματα. Σε κάθε αμπάρι, εκτός από το υπ’ αρ. 1, έκοψαν δύο ή τρία ανοίγματα σε κάθε επικλινή πλάκα των δεξαμενές διπλού πυθμένα σε κάθε πλευρά, δηλαδή στα δεξιά και αριστερά των δεξαμενών διπλού πυθμένα. Τα ανοίγματα κόπηκαν αρκετά μεγάλα για να περάσουν τις μεγάλες πλάκες χάλυβα στις δεξαμενές, επειδή τα φρεάτια της δεξαμενής ήταν πολύ μικρά για το σκοπό αυτό. Τα ανοίγματα ήταν ορθογώνια, με την μεγαλύτερη διάσταση να είναι περίπου δύο μέτρα Οι γωνίες των ανοιγμάτων κόπηκαν τετράγωνες και όχι οβάλ. Παρόμοια ανοίγματα, δύο έως τρία σε κάθε πλευρά του κάθε αμπαριού εκτός από το αμπάρι αρ. 1 κόπηκαν από τους εργάτες των ναυπηγείων εντός των αμπαριών σε κάθε μια από τις άνω πλευρικές δεξαμενές. Αυτά τα ανοίγματα κόπηκαν στις θέσεις που παρουσίαζαν ήδη διαρροή στις επάνω πλευρικές δεξαμενές, χρησιμοποιήσαμε αυτά τα ανοίγματα για να απορρίψουμε τη λάσπη και το υλικό από τις άνω πλευρικές δεξαμενές μέσα στο αμπάρι που ήταν πιο εύκολο από το να ανασηκώσουμε τα υλικά μέσω των μικρότερων φρεατίων του καταστρώματος. 24. Στη συνέχεια, οι εργαζόμενοι των ναυπηγείων πραγματοποίησαν επισκευές σιδηροκατασκευών εντός των διπλού πυθμένα δεξαμενών. Δεν μπορώ να σας πω πόσοι Κινέζοι εργάζονταν εντός των διπλού πυθμένα δεξαμενών Ήταν πολλοί. Πώς μπορώ να σας πω πόσοι Κινέζοι ήταν εκεί; Τοποθέτησαν ανεμιστήρες στα ανοίγματα για εξαερισμό και τοποθέτησαν φώτα μέσα στις δεξαμενές. Οι ανεμιστήρες τοποθετήθηκαν ακριβώς εντός των φρεατίων και επίσης μέσα από τα ανοίγματα που είχαν κοπεί στις επικλινείς πλάκες. Τοποθετήθηκαν επίσης ανεμιστήρες εκβολής στους εξαεριστήρες ανεμιστήρων σε αυτές τις δεξαμενές στο κεντρικό επίπεδο του καταστρώματος. Αυτοί τοποθετήθηκαν αφού είχε αφαιρεθεί το καπάκι στην κορυφή των ανεμιστήρων. 23. Μετά από αυτό, μου εστάλη από τον Προϊστάμενο Αξιωματικό να συνεχίσει την εποπτεία του εποπτεία του καθαρισμού και της βαφής του χώρου των καμπινών. Ωστόσο, κάθε βράδυ μετά τις 6 μ.μ. και στη βάση υπερωριών, το πλήρωμα του καταστρώματος συνέχιζε να σκουπίζει και να καθαρίζει τα αμπάρια. Δεν πήγα στις δεξαμενές όταν δούλευα στα αμπάρια, επειδή οι Κινέζοι εργάζονταν εκεί συνεχώς, αλλά ήμουν σε θέση να δουν ότι έκαναν εργασίες εν θερμώ (hot work). Δεν χρησιμοποιούσαν τους κυλίνδρους της οξυασετιλίνης για την εργασία εν θερμώ. Αντ’ αυτού, το ναυπηγείο είχε εγκαταστήσει αγωγούς στο κύριο κατάστρωμα της αριστερής πλευράς κοντά στο κιγκλίδωμα του πλοίου και αυτοί οι αγωγοί είχαν μια σειρά από εξαρτήματα σύνδεσης. Από αυτά τα εξαρτήματα σύνδεσης, εγκαταστάθηκαν μεμονωμένοι αγωγοί αερίου που περνούσαν στις δεξαμενές για τις εργασίες εν θερμώ. Οι σωλήνες δεν ήταν ιδιοκτησίας του πλοίου. 26. Οι γερανοί του ναυπηγείου ανύψωναν μεγάλα κομμάτια χάλυβα από την ακτή στο αμπάρια του πλοίου. Μέσα στα αμπάρια, αυτά κόπηκαν από το προσωπικό του ναυπηγείου σε μικρότερες πλάκες που θα μπορούσαν να περάσουν μέσα από τα ανοίγματα της οροφής της επάνω δεξαμενής που είχαν κοπεί για αυτόν το σκοπό, όπως περιέγραψα παραπάνω. Δεν μπήκα πάλι ποτέ στις δεξαμενές ο ίδιος. 27. Το μόνο αμπάρι στο οποίο δεν πραγματοποιήθηκαν εργασίες με αυτόν τον τρόπο ήταν το αμπάρι αρ. 1. Δεν πραγματοποιήθηκαν εργασίες επισκευών στο αμπάρι αρ. 1. Σε κάθε ένα από τα άλλα αμπάρια 2 έως 9, τοποθετήθηκαν μεγάλοι κάδοι απορριμμάτων στον πυθμένα του αμπαριού από το γερανό του ναυπηγείου και χρησιμοποιήθηκαν για να απορρίπτουν το παλιό χάλυβα που είχε αποκοπεί από το προσωπικό του Κινέζικου ναυπηγείου εντός των δεξαμενών. Χρησιμοποιήσαμε επίσης αυτά τα κουτιά για να απορρίψουμε τα απορρίμματα που είχαν σκουπιστεί και κάθε τόσο γέμιζαν, μεταφέρονταν στην ξηρά και άδεια κουτιά μεταφέρονταν στη θέση τους. 28. Δεν μπορώ να κάνω οποιαδήποτε ακριβή εκτίμηση της ποσότητας του χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε μέσα στις δεξαμενές για να γίνουν οι επισκευές που περιέγραψα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είδα χαλύβδινες πλάκες να φορτώνονται στο αμπάρι και να κόβονται και να χαμηλώνονται στις διπλού πυθμένα δεξαμενές και υπήρχε επίσης πολύς χάλυβας. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο, εκτός από το ότι από κάθε αμπάρι αφαιρέθηκαν περίπου 6 τυπικού μεγέθους δοχεία παλιά με παλιό χάλυβα που είχε κοπεί. Αυτό δεν περιλαμβάνει το αμπάρι αρ. 1, όπου δεν έγινε καμία εργασία, θυμάμαι ότι έβλεπα πολλά κουτιά νέων ηλεκτροδίων σε κάθε ένα από τα αμπάρια του φορτίου. Δεν τα μέτρησα, αλλά υπήρχαν πιθανώς περισσότερο από 20 κουτιά σε κάθε αμπάρι εκτός από το αμπάρι αρ. 1. 29. Οι επισκευές σιδηροκατασκευής που περιέγραψα έγιναν ταυτόχρονα με τις επισκευές στο μηχανοστάσιο. Δεν ήμουν απασχολημένος με τις επισκευές στο μηχανοστάσιο, αλλά μιλούσα φυσικά συχνά στους λιπαντές και ήξερα πότε είχαν ολοκληρωθεί. Ολοκληρώθηκαν αρκετές ημέρες τουλάχιστον πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες στις δεξαμενές. 30. Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, οι άνω πλευρικές δεξαμενές καθαρίζονταν από τους Κινέζους εργάτες. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν πραγματοποιήθηκε καμία σιδηροκατασκευή στις εσωτερικές δομές εντός των άνω πλευρικών δεξαμενών. Μόλις ολοκληρώθηκε ο καθαρισμός, οι εργάτες συγκόλλησαν νέες ένθετες πλάκες μέσα στα ανοίγματα στην επικλινή πλάκα των άνω πλευρικών δεξαμενών που είχαν ανοιχτεί νωρίτερα. Θυμάμαι ότι οι νέες πλάκες που τοποθέτησαν ήταν παχύτερες από τις παλιές πλάκες έτσι ώστε οι νέες πλάκες να εξέχουν εντός των αμπαριών. Το ξέρω αυτό, επειδή ήταν το δικό μου πλήρωμα καταστρώματος που έβαψε τις σιδηροκατασκευές αφού οι επισκευές είχαν ολοκληρωθεί. 31. Μετά την ολοκλήρωση των επισκευών με τις εν θερμώ εργασίες στις διπλού πυθμένα δεξαμενές, το προσωπικό του ναυπηγείου συγκόλλησε νέες ένθετες πλάκες για τη στεγανοποίηση των ανοιγμάτων που είχαν κοπεί στις επικλινείς πλάκες αυτών των δεξαμενών. 32. Κατά την επανατοποθέτηση των ενθέτων πλακών στις οπές των πλευρικών δεξαμενών. διαπίστωναν κάποιες φορές ότι ο αρχικός χάλυβας του πλοίου στην άκρη του αμπαριού ήταν πάρα πολύ λεπτός για να εργαστούν και σε ορισμένα σημεία, έπρεπε να κοπεί ένα μεγαλύτερο άνοιγμα τότε. προκειμένου να κόψουν την οπή έως ότου φτάσουν σε σιδηροκατασκευή επαρκούς πάχους ώστε να χωρέσει και να συγκολληθεί η ένθετη πλάκα. Οι ένθετες πλάκες είχαν παχύτερο χάλυβα από τις παρακείμενες πλάκες της πλευρικής δεξαμενής, έτσι ώστε σε πολλά σημεία η ένθετη πλάκα προεξείχε πάνω από την επιφάνεια της αρχικής πλάκας της πλευρικής δεξαμενής. Η συγκόλληση έγινε από τη μια μόνο πλευρά. Δηλαδή από την πλευρά του αμπαριού. Δεν πραγματοποιήθηκε εργασία συγκόλλησης στο εσωτερικό του ενθέτου, δηλαδή μέσα από τις δεξαμενές διπλού πυθμένα. Ομοίως, τα ένθετα στις άνω πλευρικές δεξαμενές συγκολλήθηκαν μόνο από την πλευρά του αμπαριού. Το ξέρω αυτό γιατί όταν αυτά τα ένθετα είχαν τοποθετηθεί στην άνω πλευρική δεξαμενή τα φρεάτια στο κατάστρωμα ήταν κλειστά. 33. Αφού οι ένθετες πλάκες συγκολλήθηκαν στη θέση τους, οι διπλού πυθμένα δεξαμενές πληρώθηκαν με νερό και δοκιμάστηκαν ως προς τη στεγανότητα νερού. Οι δεξαμενές πληρώθηκαν με τη χρήση της αντλίας έρματος όχι με σωλήνες. Την αντλία έρματος χειρίστηκαν οι μηχανικοί σύμφωνα με τις οδηγίες του επικεφαλής αξιωματικού, ο οποίος βοηθήθηκε από τον έμπειρο ναυτικό … …. Οι δεξαμενές πληρώθηκαν όλες έως ότου υπερχείλισαν στο κατάστρωμα μέσω των ανοιγμάτων εξαερισμού. Κάθε ένθετη πλάκα που συγκολλήθηκε βρέθηκε να διαρρέει τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Η χειρότερη διαρροή ήταν από το αμπάρι αρ. 6 στη δεξιά πλευρά. Η θέση της διαρροής επισημάνθηκε και αφού αφέθηκαν κάτω οι δεξαμενές, πραγματοποιήθηκε πρόσθετη συγκόλληση από τους συγκολλητές του ναυπηγείου και μετά από αυτό οι δεξαμενές δοκιμάστηκαν πάλι υπό πίεση και αν και υπήρχε ακόμη κάποια μικρότερη διαρροή, δεν εκτελέστηκαν περαιτέρω εργασίες συγκόλλησης επειδή οι διαρροές ήταν κάπως σαν «δάκρυσμα». Στη συνέχεια βάφτηκε η περιοχή που επηρεάστηκε από τη συγκόλληση. Συνολικά, έπρεπε να βάψουμε/ξαναβάψουμε αυτές τις συγκολλήσεις πλήρως ή μερικώς τρεις φορές όταν ήμασταν στην Κίνα, λόγω των επαναλαμβανόμενων εργασιών. 34. Κατα τη διάρκεια της επισκευής υπήρξε αρκετά συχνά ένας άνθρωπος στο πλοίο ο οποίος φορούσε μια λευκή στολή και φαινόταν να είναι ένας επόπτης ή επιθεωρητής. Ήταν Κινέζος. Υπέθεσα ότι ήταν ένας επόπτης ή επιθεωρητή αλλά ποτέ δεν μου συστήθηκε ποτέ και δεν ξέρω για ποιον εργάζονταν. Δεν έμαθα ποτέ το όνομά του. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο γραφείο του πλοίου, αν και είδα τον στα αμπάρια σε κάποιες περιστάσεις. 35. Στα πλαίσια των εργασιών της δοκιμής με νερό των διπλού πυθμένα δεξαμενών, ελέγξαμε το διάφραγμα μεταξύ των δυο δεξαμενών που παρουσίαζαν διαρροές, όπως περιέγραψα παραπάνω στην παρούσα κατάθεση. Το κάναμε αυτό με την πλήρωση μιας δεξαμενής, αφήνοντας την παρακείμενη δεξαμενή κενή. Διαπιστώσαμε στη συνέχεια ότι το νερό περνούσε μέσα από το επισκευασμένο στεγανό διάφραγμα, δηλαδή ότι το διάφραγμα δεν ήταν ακόμη στεγανό. Η δεξαμενή αντλήθηκε αμέσως και ανοίχτηκε πάλι το φρεάτιο στο άνω μέρος της δεξαμενής με πρόσβαση σε αυτήν τη δεξαμενή. Αφού ανοίχτηκε το φρεάτιο, το προσωπικό του ναυπηγείου και ο επιθεωρητής πήγαν στη δεξαμενή συνοδευόμενοι από τον έμπειρο ναυτικό … …, μαζί με μερικούς από τις Κινέζους εργάτες των ναυπηγείων. Στη συνέχεια, ο κ. … μου είπε μια νέα ρωγμή είχε ανοίξει στην ίδια γενική περιοχή, όπως οι ρωγμές που είχαμε βρει προηγουμένως και μου είπε ότι ο λόγος για αυτό ήταν πιθανόν ότι, λόγω της πίεσης του νερού, η σκουριά είχε εκπλυθεί από το νερό και η νέα ρωγμή είχε γίνει εμφανής. Μετά που βγήκαν, οι εργαζόμενοι ίων ναυπηγείων έκοψαν και αφαίρεσαν την ένθετη πλάκα που είχε συγκολληθεί πρόσφατα πάνω από το άνοιγμα στην πλευρική δεξαμενή εντός του αμπαριού αρ. 6. Εισήγαγαν πάλι τους εξαεριστήρες σε αυτήν τη δεξαμενή. 36. Περαιτέρω, εκτελέστηκε εργασία εν θερμώ στη δεξαμενή και φορτώθηκαν πρόσθετες χαλύβδινες πλάκες μέσα στη δεξαμενή. Αφού ολοκληρώθηκε η εργασία, η δεξαμενή σφραγίστηκε πάλι με την τοποθέτηση μιας νέας ένθετης πλάκας μέσα στο αμπάρι που είχε κοπεί στην επικλινή πλευρική πλάκα. Δεν μπορώ να πω από όσα γνωρίζω προσωπικά εάν εξετάστηκε και πάλι το στεγανό διάφραγμα. Εκείνη την περίοδο, όταν η πρόσθετη εργασία στο διάφραγμα ολοκληρώθηκε, ήμουν στο κατάστρωμα και άνοιγα και έκλεινα τα φρεάτια των άνω δεξαμενών. Ο λόγος που άνοιγα και έκλεινα τα φρεάτια είναι ότι οι δοκιμές του νερού είχαν πραγματοποιηθεί στην στις άνω δεξαμενές αφού είχαν καθαριστεί, και κάθε δεξαμενή διαπιστώθηκε ότι διέρρεε εντός των αμπαριών μέσω των σημείων συγκόλλησης που είχε πραγματοποιήσει το ναυπηγείο, όπου τα ανοίγματα είχαν σφραγιστεί. Δεν ξέρω εάν αυτές οι διαρροές επισκευάστηκαν, διότι αφού είχα τελειώσει με τα φρεάτια των άνω δεξαμενών, με έστειλαν να εποπτεύω τις συνεχείς εργασίες της βαφής του τμήματος των καμπινών. 37. Εν τω μεταξύ, κάθε βράδυ, μετά τις 6 μ.μ., συνεχίζαμε τις εργασίες καθαρισμού των αμπαριών στη βάση υπερωριών. Υπήρχε πλέον νερό στα αμπάρια, που είχε διαρρεύσει από τις άνω δεξαμενές. Αυτό θα έπρεπε να το καθαρίσουμε και αφαιρέσουμε. Μια άλλη εργασία που έγινε περίπου εκείνη την περίοδο ήταν μια μακρά οριζόντια συγκόλληση σε όλο το πλάτος ενός από τα αμπάρια από τη δεξιά έως την αριστερή μεριά του πλοίου, κατά μήκος της κορυφής της κεκλιμένης βάσης (sloping stool) όπου ενώνεται με το κάθετο κυματοειδές διάφραγμα του αμπαριού. Αυτή η επισκευή έγινε στο εμπρόσθιο άκρο ενός από τα αμπάρια, πιθανόν του αμπαριού αρ. 5, αν και μπορεί να ήταν το αμπάρι αρ. 6. Η συγκόλληση που έγινε περνούσε μέσα και έξω από τις κυματώσεις, ως μία πλήρες και μακρά συγκόλλησης και έγινε πάνω από την υπάρχουσα συγκόλληση στο εν λόγω τμήμα. Καταλαβαίνω τι σημαίνει αυλάκωση πριν τη συγκόλληση, το έδειξα μόλις στα άτομα στα οποία παρέχω την κατάθεσή μου τώρα, αλλά αυτό δεν έγινε σε αυτήν τη συγκόλληση. Την πρώτη φορά που είδαμε άνδρες να εργάζονται σε αυτό το τμήμα, πραγματοποιούσαν ήδη τη συγκόλληση. Με άλλα λόγια, αυτό ήταν μια συγκόλληση επιφανείας που πραγματοποιήθηκε. Δεν ξέρω γιατί πραγματοποιήθηκε αυτή η συγκόλληση. 38. Το πλοίο αναχώρησε από το ναυπηγείο, ακόμη και αν στις δεξαμενές εξακολουθούσε να υπάρχει διαρροή προς τα αμπάρια μέσω των συγκολλήσεων γύρω από τις ένθετες πλάκες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όπως περιέγραψα. Ο λόγος γι’ αυτό, όπως μου είπαν οι αξιωματικοί του πλοίου, ήταν ότι είχε να ικανοποιήσει τη σύμβαση ναύλωσης. Από το ναυπηγείο, πήγαμε στο αγκυροβόλιο και τότε χάσαμε την άγκυρα της αριστερής πλευράς. Παραμείναμε στο αγκυροβόλιο για μερικές ημέρες μετά από αυτό, διότι γινόταν προσπάθειες να βρούμε και να ανακτήσουμε τη χαμένη άγκυρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου στο αγκυροβόλιο, περαιτέρω επισκευές συγκόλλησης πραγματοποιήθηκαν στις συγκολλήσεις των ένθετων πλακών στις επικλινείς πλευρικές δεξαμενές εντός των αμπαριών. Δεν πιστεύω ότι το έργο αυτό είχε προγραμματιστεί περαιτέρω, διότι όλες οι σκαλωσιές είχαν αφαιρεθεί, ενώ το πλοίο βρισκόταν στη θέση παραβολής και έτσι το προσωπικό του ναυπηγείου χρησιμοποίησε σκάλες στην πλευρά της πλευρικής πλάκας για να φτάσει στη θέση της συγκόλλησης. Πιστεύω ότι η αρχική πρόθεση ήταν να αναχωρήσει αμέσως, αλλά υπήρχε μια καθυστέρηση που προκλήθηκε λόγω της αναζήτησης της χαμένης άγκυρας και οι πρόσθετες εργασίες με τη χρήση των σκαλών διεξήχθηκαν κατά την περίοδο της καθυστέρησης. Δεν έγιναν επισκευές στο άνοιγμα της διαρροής στις άνω δεξαμενές. 39. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εργαζόμουν με τον Προϊστάμενο Αξιωματικό σε μια μικρή βάρκα ψάχνοντας για την άγκυρα. Μόλις αγκιστρώσαμε αυτό που νομίζαμε ότι ήταν το σύρμα της άγκυρας και αφού το αγκιστρώσαμε, στείλαμε ένα δύτη, ο οποίος μας είπε όταν αναδύθηκε ότι είχαμε πιάσει ένα σύρμα, αλλά όχι το σύρμα της άγκυράς μας. Ο λόγος που χάσαμε την άγκυρα ήταν ότι οι εργάτες των ναυπηγείων είχαν πραγματοποιηθεί ορισμένες προσαρμογές του σύρματος πέδης της άγκυρας και η εργασία τους δεν είχε ελεγχθεί από κανέναν στο πλοίο. Την επόμενη μέρα αποπλεύσαμε από το αγκυροβόλιο και η άγκυρα χρησιμοποιήθηκε χωρίς να έχει δοκιμαστεί. Όταν αφήσαμε την άγκυρα, διαπιστώσαμε ότι το φρένο δεν λειτουργούσε. Ήμουν το πρόσωπο που ελέγχει την άγκυρα, που είναι ο τυπικός σταθμός του λοστρόμου και όταν την άφησα πήρα την εντολή «φρένο, φρένο». Αν και περιέστρεφα τον τροχό του φρένου, το καλώδιο της άγκυρας απλά συνέχισε να ξετυλίγεται. Ο Προϊστάμενος Αξιωματικός μου φώναξε «φύγε, φύγε, είναι επικίνδυνο», αλλά δεν το έκανα και συνέχισα να σφίγγω το φρένο και ένας από τους Ρουμάνους εφαρμοστές ήρθε να με βοηθήσει, αλλά δεν επέφερε καμία διαφορά και το σύρμα της άγκυρας συνέχισε να ξετυλίγεται. Το άκρο του σύρματος ήταν προσαρτημένο στο πλοίο μέσα στο ερμάριο της αλυσίδας, αλλά το σύστημα αστόχησε στο κρίκο και η άγκυρα και όλα το σύρμα χάθηκαν από την πλευρά του πλοίου. Δεν είχα προσέξει εάν ήρθε κάποιος επιθεωρητής των Lloyd’s στο σκάφος μετά την απώλεια της άγκυρας. Ήμουν απασχολημένος με το άνοιγμα και κλείσιμο και τις εργασίες καθαρισμού στα αμπάρια. Ο κ. …ς δεν έφυγε με το πλοίο, επειδή υπήρχε ένα άλλο σκάφος υπό την ίδια διεύθυνση στο ναυπηγείο εκείνη τη στιγμή και πιστεύω ότι έμεινε για να εργαστεί σε αυτό το σκάφος, το οποίο ήταν το «…». 40. Ενώ ήμασταν στο κινεζικό ναυπηγείο, μάς δόθηκαν διάφορα πράγματα για τη στέγασή μας. Δεν ξέρω εάν αυτά τα πράγματα ή οποιοδήποτε από αυτά δόθηκαν από το ναυπηγείο ή τον προμηθευτή του πλοίου, γιατί δεν ασχολούμαι με ζητήματα αγορών. Αυτά συμπεριλάμβαναν 2 μηχανήματα καθαρισμού με πεπιεσμένο νερό για την εκτόξευση του νερού, κάποια μηχανήματα ψεκασμού αέρα και κάποιες συνηθισμένα καρέκλες για τη στέγασή μας. Παρασχέθηκαν επίσης ορισμένες λεκάνες τουαλέτας και λεκάνες απορροής και ορισμένες βρύσες που προσαρτήθηκαν από τους εφαρμοστές του πλοίου. 41. Παραλήφθηκαν ορισμένα πανιά για κουρτίνες ενώ ήμασταν στο ναυπηγείο, αλλά αυτά δεν εγκαταστάθηκαν ή προσαρτήθηκαν εκείνη τη στιγμή. Αργότερα, όταν ήμασταν στη Σιγκαπούρη, το ύφασμα χρησιμοποιήθηκε για να αλλάξουμε τις κουρτίνες στις καμπίνες των Ελλήνων αξιωματικών και στο γραφείο του πλοίου, καθώς και στα δωμάτια των αξιωματικών και τους χώρους καφετέριας του πληρώματος. Αυτή ήταν μια επιλεκτική αλλαγή και ανανέωση των κουρτινών, μόνο σε αυτές τις καμπίνες και τους χώρους της καφετέριας και όχι μια γενική ανανέωση των κουρτινών και κανένα μέλος του πληρώματος που δεν ήταν Έλληνας δεν έλαβε νέες κουρτίνες ούτε εγώ. Η εργασία για την αλλαγή των κουρτινών στη Σιγκαπούρη πραγματοποιήθηκε από το μέλος του πληρώματος για την καφετέρια (mess boy). Το ναυπηγείο δεν έκανε οποιαδήποτε εργασία εγκατάστασης για τις κουρτίνες ή το υλικό των κουρτινών. Παρασχέθηκαν επίσης μερικά πατάκια ενώ ήμασταν στην Κίνα. Θυμάμαι ότι τα πλακάκια του δαπέδου αντικαταστάθηκαν στο δάπεδο του χώρου του ψυγείου. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν αυτό έγινε στην Κίνα ή στη Σιγκαπούρη. Δεν αντικαταστάθηκαν ή ανανεώθηκαν πλακάκια στο διάδρομο προς το χώρο του ψυγείου. 42. Κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου περάσματος από την Κίνα προς τη Σιγκαπούρη, το πλήρωμα καταστρώματος, υπό την εποπτεία μου, συνέχισε να εργάζεται στα αμπάρια, καθαρίζοντας μετά τις εργασίες του ναυπηγείου. Ξεκινήσαμε από το αμπάρι αρ. 1 και εργαστήκαμε στην πρύμνη, το ένα αμπάρι μετά το άλλο. Διαπιστώσαμε ότι σε όλα τα αμπάρια εκτός από το αρ. 1 αμπάρι, υπήρχε διαρροή από τις διπλού πυθμένα δεξαμενές προς τα αμπάρια. Η διαρροή ήταν σε όλες τις περιπτώσεις από τις νέες συγκολλήσεις των νέων ένθετων πλακών στις διπλού πυθμένα δεξαμενές, καθώς και από τις συγκολλήσεις στις άνω δεξαμενές όπου μικρά ρυάκια ή/και σταγόνες νερού ήταν ορατές ότι έπεφταν εντός των αμπαριών, εκτός από τις δεξαμενές αρ. 13 και 14, οι οποίες ήταν άδειες. Αυτές οι δύο δεξαμενές ήταν κενές, επειδή δύο από τα μέλη του πληρώματος του καταστρώματος που εργάζεται στις δεξαμενές, χρησιμοποιώντας το μηχάνημα υψηλής καθαριστικής πίεσης για να αφαιρέσουν τη σκουριά. Αν και αυτές οι διαρροές ήταν ορατές σε όλα τα αμπάρια εκτός από το αρ. 1, η κατάσταση στα αμπάρια 5 και 6 ήταν χειρότερη. 43. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, όταν φτάσαμε σε αυτά τα αμπάρια για τον καθαρισμό αφού οι εργάτες των ναυπηγείων είχαν τελειώσει, βρήκαμε ότι το επίπεδο του νερού στο αμπάρι αρ. 5 και αργότερα στο αμπάρι αρ. 6 ήταν στο επίπεδο του καλαμιού, ίσως 25 εκατοστά. Εμείς δεν είχαμε πραγματοποιήσει τις τυπικές καθημερινές βυθοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επειδή όλο το πλήρωμα του καταστρώματος ήταν απασχολημένο με τις εργασίες τους. Μόνο οι δεξαμενές με φρέσκο νερό είχαν υποβληθεί σε βυθοσκόπηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το νερό που είχε συσσωρευτεί στα αμπάρια όπως περιέγραψα είχε όλο αντληθεί με τη χρήση του συστήματος αντλίας σεντίνας των αμπαριών. Μετά τον καθαρισμό των αμπαριών, αρχίσαμε να τα βάφουμε και αυτή η εργασία συνεχίστηκε ακόμα και μετά που φτάσαμε στη Σιγκαπούρη. 44. Υπήρχε ένας σωλήνας μεγάλης διαμέτρου που περνούσε κάθετα μέχρι το διάφραγμα στο πρυμναίο άκρο του αμπαριού αρ. 5 εντός των πτυχώσεων του διαφράγματος, που είχε διαρροή. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας σωλήνας υπερχείλισης από τα τις δεξαμενές διπλού πυθμένα. Επισκευάστηκε από τους τεχνικούς των Φιλιππινών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Σιγκαπούρη. 45. Το επόμενο λιμάνι μας ήταν η Σιγκαπούρη, όπου πήγαμε να αγκυροβολήσουμε. Εκεί πραγματοποιήσαμε υποβρύχιο καθαρισμό των πλακών του περιβλήματος και πήραμε προμήθειες. Παραμείναμε στη Σιγκαπούρη για περίπου 20 ημέρες για επισκευές των μηχανών. Ήρθαν δύο επιθεωρητές από το γραφείο και απ’ όσο μπορούσα να δω, ένας άντρας ήταν εκεί κύριος για να μιλήσει με τον καπετάνιο, αλλά ο άλλος άνδρας ήταν τεχνικός. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά θα μπορούσα να αναγνωρίσω το πρόσωπό του, αν τον έβλεπα ξανά. Ήταν ένας ψηλός άνδρας με μαύρα μαλλιά και θα έλεγα ότι ήταν άνω των 50 ετών. Πήρε φωτογραφίες από το εσωτερικό της άνω δεξαμενής αρ. 14. Πήρε φωτογραφίες μετά που βάλαμε τη βαφή βάσης και την επόμενη μέρα επέστρεψε και πήρε περισσότερες φωτογραφίες αφού τελειώσαμε την τελική στρώση. 46. Δεν πραγματοποιήθηκε καμία εργασία εν θερμώ στα αμπάρια ή τις δεξαμενές στη Σιγκαπούρη. Στη Σιγκαπούρη λάβαμε περισσότερες φιάλες οξυασετιλίνης, αλλά δεν ξέρω πόσες επειδή δεν επέβλεπα τη φόρτωσή τους. Ήμουν απασχολημένος στις δεξαμενές και η εργασία γινόταν από τους εφαρμοστές. Λάβαμε επίσης, λίγο πετρέλαιο σε βαρέλια και βαφή. Δεν ξέρω αν ο επιθεωρητής από την Ελλάδα μπήκε στην αμπάρια του πλοίου. Οι καλύπτρες των στομίων ήταν όλες ανοιχτές. Από το κατάστρωμα τα αμπάρια θα φαινόταν σαν να ήταν σε καλή κατάσταση, διότι τα είδαμε βάψει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Κίνα προς τη Σιγκαπούρη και τα βάφαμε και κατά την παραμονή μας στη Σιγκαπούρη. Πραγματοποιήθηκαν επίσης εργασίες για την επισκευή του μηχανισμού του ψυγείου. Το προσωπικό των μαγειρείων ανανέωσε τις κουρτίνες στις καμπίνες των Ελλήνων αξιωματικών και τους χώρους της καφετέριας, χρησιμοποιώντας το υλικό που παρασχέθηκε στην Κίνα. Ενώ ήμασταν στη Σιγκαπούρη, οι δύτες επισκεύασαν τη διαρροή μέσω αναρρόφησης από την πυροσβεστικής αντλίας έκτακτης ανάγκης, συνδέοντας τη διαρροή έξω από το πλοίο κάτω από το νερό. Μετά από αυτό, δεν είχαμε περισσότερα προβλήματα διαρροής σε αυτό το χώρο, αν και για μια – δυο μέρες μετά, στο τέλος κάθε βάρδιας, ο ναυτικός υπηρεσίας επιθεωρούσε το χώρο, για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει διαρροή. Οι επιθεωρήσεις αυτές δεν συνεχίστηκαν αφού φύγαμε από τη Σιγκαπούρη. 47. Σύντομα μετά την άφιξή μας στη Σιγκαπούρη, οι 2 Φιλιππινέζοι εφαρμοστές αποχώρησαν από το πλοίο, μαζί με το Δεύτερο Μηχανικό. Ένας νέος Δεύτερος μηχανικός επιβιβάστηκε στο πλοίο, αλλά οι 2 Φιλιππινέζοι εφαρμοστές δεν αντικαταστάθηκαν. Επειδή τελειώσαμε την εργασία την ίδια στιγμή στις 10 μ.μ., οι 2 εφαρμοστές και εγώ, καθώς ήμασταν στην Κίνα, είχαμε αναπτύξει μια ρουτίνα κοινωνικών συναντήσεων σε ένα μπαρ στην ξηρά αφού είχαμε τελειώσει την εργασία για το βράδυ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μου μιλούσαν συχνά για τη δουλειά που έκαναν και συζητούσαμε το πλοίο και την κατάστασή του. Συχνά σχολίαζαν ότι το πλοίο ήταν σε πολύ πολύ κακή κατάσταση, επειδή όταν είχαν πάει στο διπλό πυθμένα είχαν δει ότι η κατάσταση του πλοίου ήταν κακή, γι’ αυτό και επέμειναν να αποχωρήσουν. Δανείστηκα κάποια χρήματα από αυτούς στην Κίνα, τα οποία επέστρεψα πριν να φύγουν στη Σιγκαπούρη και όταν τους εξόφλησα, μου ευχήθηκαν καλή τύχη και μου είπαν να είμαστε προσεκτικοί, λόγω της κατάστασης του πλοίου, η οποία ήταν κακή. 48. Μετά τη Σιγκαπούρη κληθήκαμε στην Τζακάρτα, όπου ο Γερμανός μηχανικός συντήρησης μηχανημάτων που είχε επιβιβαστεί στο πλοίο από την Κίνα, αποχώρησε από το πλοίο. Όλο το προσωπικό ξηράς της εταιρείας και όλοι οι τεχνικοί είχαν εγκαταλείψει το πλοίο πριν αναχωρήσει από τη Σιγκαπούρη, συμπεριλαμβανομένου του πρώην Αρχιμηχανικού που ήταν στο σκάφος από τη Βραζιλία. Διατηρήσαμε 12 εργάτες καταστρώματος. Μετά την Τζακάρτα αποπλεύσαμε για την Punta Madeira στη Βραζιλία. 49. Ενώ το πλοίο ήταν στη Σιγκαπούρη, το επίπεδο του υδάτινου έρματος στις δεξαμενές διπλού πυθμένα 8 και 9 είχε διατηρηθεί κάτω από το επίπεδο των συγκολλήσεων της ένθετης πλάκας, για να αποτραπεί η διαρροή από τις δεξαμενές στα αμπάρια. Οι άλλες δεξαμενές έρματος νερού παρέμειναν γεμάτες, επειδή η διαρροή από τις δεξαμενές αυτές ήταν πολύ αισθητή. Ήταν σαν «δάκρυσμα», έτσι που οι σιδηροκατασκευές στις θέσεις της συγκόλλησης ήταν υγρές, αλλά δεν υπήρχε συγκέντρωση νερού στο κάτω μέρος των αμπαριών. Τα αμπάρια αρ. 5 και 6 ήταν επίσης τα προβληματικά αμπάρια για τις άνω δεξαμενές και η στάθμη του νερού σε αυτές τις δεξαμενές μειώθηκε έως ότου ήταν κάτω από το επίπεδο των συγκολλήσεων της ένθετης πλάκας, για να αποφευχθεί η διαρροή μέσα στο αμπάρι. Οι άλλες πλευρικές δεξαμενές διατηρούταν γεμάτες, επειδή μόνο «δάκρυζαν» από τις συγκολλήσεις και δεν παρουσίαζαν σοβαρή διαρροή. 50. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Βραζιλία, ωστόσο, οι ένθετες συγκολλημένες αρθρώσεις στα άλλα αμπάρια, δηλαδή στα υπ’ αρ. 2, 3. 4, 8 και 9, άρχισαν να διαρρέουν πιο σοβαρά. Η πιο σοβαρή από αυτές ήταν στο αμπάρι αρ. 3. Γινόταν άντληση από τα αμπάρια κατά καιρούς. Λίγες ημέρες, 3 έως 5 ημέρες πριν φτάσουμε στη Βραζιλία, η στάθμη του νερού σε όλες τις διπλού πυθμένα δεξαμενές είχε πέσει κάτω από το ύψος της συγκόλλησης των ενθέτων και οι Ρουμάνοι εφαρμοστές του πλοίου συγκόλλησαν τις διαρροές. Χρησιμοποίησαν μια φορητή σκάλα για να φτάσουν στο χώρο της συγκόλλησης. Υπό την εποπτεία μου, το πλήρωμα καταστρώματος του πλοίου χαμήλωσε τις σκάλες στα αμπάρια, χρησιμοποιώντας ένα σχοινί και προσάρτησε επίσης τις σκάλες στις πλευρές των αμπαριών, έτοιμες για να εργαστούν οι μηχανικοί. 51. Πριν την άφιξη στο λιμάνι φόρτωσης, αντλήσαμε όλες τις δεξαμενές διπλού πυθμένα έρματος, αλλά αφήσαμε το νερό στις άνω δεξαμενές. Ο λόγος για αυτό είναι ότι είναι πιο γρήγορο να αφαιρεθούν τα έρματα από τις άνω δεξαμενές που υποβοηθούνται από τη βαρύτητα, σε σύγκριση με την άντληση από τις χαμηλότερες διπλού πυθμένα δεξαμενές. Πιστεύω ότι ο λόγος που έγινε αυτό πριν αγκυροβολήσουμε ήταν ότι υπήρχαν περιορισμοί που αφορούσαν στο ύψος του βυθίσματος του πλοίου. 52. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς τη Βραζιλία είχαμε μια αστοχία του μηχανισμού διεύθυνσης. Όταν το διερευνήσαμε, διαπιστώσαμε ότι μια σφράγιση είχε αστοχήσει στο υδραυλικό σύστημα σε έναν από τους κυλίνδρους του μηχανισμού διεύθυνσης. Υπήρχε υπερβολικά πολύ υδραυλικό λάδι σε όλο το κατάστρωμα και διαπιστώσαμε ότι η δεξαμενή υδραυλικού λαδιού ήταν άδεια. Το πλήρωμα καταστρώματος και οι λιπαντές άρχισαν να εργάζονται για τη συλλογή του υδραυλικού λαδιού από το κατάστρωμα και την τοποθέτησή του σε κυλίνδρους. Οι κύλινδροι εκκενώθηκαν στη δεξαμενή υδραυλικού λαδιού για την επαναφόρτιση του συστήματος. Εν τω μεταξύ, οι ρουμάνοι εφαρμοστές αντικατέστησαν τη σφράγιση. Μετά από σχεδόν μία ημέρα διακοπής εν πλω, ξεκίνησαν οι μηχανές διεύθυνσης και συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς το λιμάνι φόρτωσης. Τέσσερις ημέρες αργότερα, την Κυριακή, είχαμε άλλη μία διακοπή λόγω μιας παρόμοιας διαρροής του μηχανισμού διεύθυνσης, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Αυτό επισκευάστηκε με τον ίδιο τρόπο και συλλέξαμε το πετρέλαιο που είχε διαρρεύσει και το επιστρέψαμε στη δεξαμενή αποθήκευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, η ποσότητα του υδραυλικού που είχε διαρρεύσει ήταν λιγότερη από πριν. Θυμάμαι ότι ήταν Κυριακή επειδή είχαμε μας ξύπνησαν για αυτήν την εργασία και η Κυριακή δεν είναι συνήθως ημέρα για μένα. 53. Δεν γνωρίζω εάν υπήρξαν άλλα προβλήματα κατά τη διάρκεια της φόρτωσης, αν και θα ήθελα να σχολιάσω ότι το ύψος του βραχίονα φόρτωσης ήταν πάνω από το ύψος της γέφυρας του πλοίου μας. Στην πρώτη πτώση του φορτίου μπορούσαμε να αισθανθούμε ότι το πλοίο τραντάχτηκε. 54. Αφού ολοκληρώθηκε η φόρτωση, κλείσαμε τα αμπάρια 2-8 αποκλειστικά, αλλά διατηρήσαμε τα αμπάρια 1 και 9 ανοικτά έως ότου θα ολοκληρώνονταν η τελική ισοστάθμιση. Κατά τη διάρκεια αυτής της τελευταίας περιόδου το πλοίο ήταν σημαντικά χαμηλά από την πλώρη. Ο λόγος που το ξέρω αυτό, ειδικότερα, είναι ότι έβρεχε, και το νερό της βροχής συγκεντρώνονταν στο μπροστινό μέρος του καταστρώματος. Ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με κάλεσε στον ασύρματο του αξιωματικού υπηρεσίας και μου είπε να κλείσω τα δύο εναπομείναντα αμπάρια. Μόλις καθαρίζαμε το κανάλι των ανοιγμάτων για τους τροχούς του καλύμματος της καταπακτής, ο Καπετάνιος κάλεσε τον υποπλοίαρχο (Αξιωματικό Γέφυρας) στον ασύρματος και του είπε να μην κλείσει ακόμα τα αμπάρια. Σταματήσαμε και περιμέναμε. Στη συνέχεια, η εξέδρα φόρτωσης από την ακτή μετακινήθηκε προς την καταπακτή του αμπαριού αρ. 1 και τοποθέτησαν περισσότερο φορτίο στο κατάστρωμα αρ. 1. Φόρτωνε μόνο στο αμπάρι αρ. 1 για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ήμουν μπερδεμένος με αυτό, γιατί φάνηκε παράξενο όταν είχαμε κλίση στο εμπρόσθιο μέρος να βάζουμε περισσότερο φορτίο στο αμπάρι αρ. 1. Μετά από λίγα λεπτά ο υποπλοίαρχος μου είπε να κλείσω τα αμπάρια. Τα αμπάρια έκλεισαν και πριν μπορέσανε να τα ασφαλίσουμε, μπήκαμε σε κατάσταση αναμονής, επειδή ο πιλότος ήταν ακόμα στο σκάφος. Αφού έφυγε, ασφαλίστηκαν επίσης και αυτά τα αμπάρια. Την επόμενη μέρα, καθαρίζαμε τα καταστρώματα και πλέναμε και το νερό έτρεχε προς τα εμπρός και συγκεντρώνονταν σε μια λιμνούλα στο μπροστινό τμήμα του πρωραίου καταστρώματος. Δεν υπήρχε έρμα στο πλοίο κατά την αναχώρηση. 55. Την ημέρα μετά φύγαμε από το λιμένα φόρτωσης, ο αρμόδιος ναυτικός για τις βυθοσκοπήσεις μου είπε ότι ο σωλήνας βυθοσκόπησης στη θύρα της διπλού πυθμένα δεξαμενής αρ. 8 φαινόταν ότι ήταν αποφραγμένος, επειδή κατά τις προηγούμενες βυθοσκοπήσεις έδειχνε πάντα την ίδια στάθμη. Το νερό ήταν βρώμικο / μαύρο, το οποίο μου φάνηκε παράξενο. Τότε διαπιστώσαμε ότι ο σωλήνας δεν είχε αποφραχτεί και το νερό που είχε καταγραφεί από την ταινία βυθοσκόπησης, ήταν νερό που βρισκόταν μέσα στη δεξαμενή. Ξεκινήσαμε την άντληση της δεξαμενής κάθε δεύτερη μέρα. Μια παρόμοια κατάσταση λίγο αργότερα διαπιστώθηκε στις δεξαμενές υπ’ αρ. 2 και 3, οι οποίες αντλούνταν επίσης κάθε δεύτερη ημέρα. Αυτό συνεχίστηκε για όλο το υπόλοιπο του ταξιδιού έως την ημέρα του ατυχήματος. Η κλίση του πλοίου παρέμεινε προς τα κάτω στην πλώρη. 56. Την Παρασκευή 28 Απριλίου (γνωρίζω την ημερομηνία, επειδή ήταν η Παρασκευή πριν από την 1η Μαΐου, η οποία είναι μια σημαντική αργία για εμάς) ο Προϊστάμενος Αξιωματικός μάς ζήτησε να γεμίσουμε την πρυμνιαία δεξαμενή ζυγοστάθμισης χρησιμοποιώντας δύο πυροσβεστικούς σωλήνες. Η πρυμνιαία δεξαμενή ζυγοστάθμισης έχει ένα ενσωματωμένο σωλήνα πλήρωσης μέσω του σωλήνα υπερχείλισης εξαεριστήρα στο κατάστρωμα. Ο αρμόδιος έμπειρος ναυτικός για τη λήψη βυθοσκοπήσεων έπαιρνε συχνές μετρήσεις βυθοσκόπησης καθώς γέμιζε η δεξαμενή και όταν η στάθμη στη δεξαμενή ήταν στα 6 μέτρα σταματήσαμε με εντολή του Προϊστάμενου Αξιωματικού. 57. Την ημέρα του ατυχήματος, το πρωί, πήγα στη γέφυρα μετά τις 05:30 για να μιλήσω με τον Προϊστάμενο Αξιωματικό σχετικά με την εργασία της ημέρας. Είχα γίνει πολύ φιλικός με τον Προϊστάμενο Αξιωματικό, κάτι που είναι ο λόγος που είμαι τώρα στην Ελλάδα, για να συναντήσω τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, επειδή ήθελαν να μάθουν τι συνέβη σ’ αυτόν. Αφού πήρα την εντολή εργασιών μου από αυτόν, πήγα κάτω στην καφετέρια. Ο Δεύτερος Μηχανικός ήταν εκεί μαζί με άλλους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου ενός καθαριστή. 10 λεπτά πριν από τις 8 π. μ. ακούσαμε ένα ισχυρό «μπάνγκ» και το πλοίο τραντάχτηκε. Έτρεξα στο φινιστρίνι της καφετέριας, επειδή νόμιζα ότι είχε αστοχήσει η πρόσδεση του γερανού. Ο Δεύτερος μηχανικός δεν το παρακολουθούσε. Από το φινιστρίνι κοίταξα την πρόσδεση του γερανού και είδα ότι ήταν στη θέση της. 58. Το τράνταγμα του σκάφους δεν ήταν φυσιολογικό και ο Δεύτερος Μηχανικός είπε «Τι ήταν αυτό». Μόλις διαπίστωσα ότι δεν ήταν η πρόσδεση, πήγα στην πόρτα πρόσβασης της αριστερής πλευράς, ένα κατάστρωμα κάτω στο επίπεδο του κυρίως καταστρώματος. Υπήρχε ψεκασμός στο κατάστρωμα κοντά στην πόρτα και έβγαινε νερό από έναν εξαεριστήρα της αριστερής πλευράς δίπλα στο αμπάρι αρ. 7, υπό πίεση. Υπήρχε επίσης ψεκασμός στο κατάστρωμα από τα κύματα, μόνο ψεκασμός. Έκλεισα την πόρτα. Τότε ο Προϊστάμενος Αξιωματικός ήρθε τρέχοντας και είπε «είδες την υπερχείλιση του νερού» και είπα «ναι» και άνοιξα την πόρτα και του έδειξα το σημείο απ’ όπου προέρχονταν ο ψεκασμός. Με ρώτησε «ποιος αριθμός» και είπα «το αρ. 8» και το κοίταξε και είπε «αυτό δεν είναι καλό, αυτό δεν είναι καλό». Στη συνέχεια πήγαμε στην δεξιά πλευρά του πλοίου για να ελέγξουμε το δεξιό εξαεριστήρα. Όταν ήμασταν στο κατάστρωμα μπορούσαμε να ακούμε ένα σφύριγμα σαν διαφυγή από ένα αμπάρι υπό πίεση. 59. Ο Προϊστάμενος Αξιωματικούς μου είπε να πάρει κάποια εργαλεία για να ανοίξει την πρόσβαση στο αμπάρι, επειδή βλέπαμε, κοιτάζοντας προς το αμπάρι αρ. 6, ότι υπήρχε ομίχλη πάνω από το αμπάρι αρ. 6. Πήγα να πάρω κάποιο ανοίξω το παξιμάδι πεταλούδα του ανοίγματος πρόσβασης. Έφυγα και βρήκα ένα σωλήνα. Στη συνέχεια, πήγα στο αμπάρι αρ. 6 και αυτή τη φορά ένας εφαρμοστής και κάποια μέλη του πληρώματος, όπως και ο Προϊστάμενος Αξιωματικός, ήταν επίσης εκεί. Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την πρόσβαση στο φρεάτιο χρησιμοποιώντας το σωλήνα, αλλά δεν μπορούσαμε να την ανοίξουμε, λόγω της πίεσης από κάτω που εμπόδιζε τα παξιμάδια πεταλούδα να στρίψουν. Είπα στον Προϊστάμενο Αξιωματικό ότι πρέπει να ανοίξουμε τον εξαερισμό του αμπαριού για να ανακουφίσουμε την πίεση. Πήγα στον εξαεριστήρα του αμπαριού αρ. 6 και τον άνοιξα λίγο. Μπορούσα να νιώσω την πίεση του αέρα που έβγαινε από το αμπάρι και κατόπιν ο θόρυβος του σφυρίγματος μειώθηκε. Στη συνέχεια, ανοίξαμε την καταπακτή πρόσβασης. Κοιτάζοντας κάτω, μπορούσα να δω ότι το αμπάρι ήταν ήδη γεμάτο με νερό πάνω από το φορτίο σε βάθος περίπου 8 μέτρων κάτω από το επίπεδο του κυρίου καταστρώματος. Πήραμε μια ταινία βυθομέτρησης και το μετρήσαμε, γι’ αυτό ξέρω ότι ήταν 8 μέτρα. Όταν ανοίξαμε το φρεάτιο πρόσβασης, η ροή του νερού στο κατάστρωμα από τον εξαεριστήρα στην αριστερή πλευρά στη δεξαμενή αρ. 8 σταμάτησε. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος Αξιωματικός έτρεξε πίσω στη γέφυρα. 60. Στη συνέχεια, ο Polie, ο έμπειρος ναυτικός που ήταν αρμόδιος για τη λήψη βυθομετρήσεων ήλθε με μια ταινία βυθομέτρησης και διατάχτηκε να διεξάγει βυθοσκοπήσεις από όλες τις διπλού πυθμένα δεξαμενές και αμπάρια. Εξέτασε πρώτα την διπλού πυθμένα δεξαμενή αρ. 8 και ανέφερε ότι η βυθομέτρηση ήταν στα 19 μέτρα. Εκείνη τη φορά μου είχαν δώσει έναν ασύρματο και ο Προϊστάμενος Αξιωματικός μου είπε από τον ασύρματο να πάω κάτω και να ελέγξω από που ερχόταν το νερό, αλλά ήταν αδύνατο να κατέβω στο αμπάρι αρ. 6, επειδή ήταν σκοτεινό. Όταν είπα στον Προϊστάμενο Αξιωματικό ότι ήταν αδύνατο, μου είπε να ελέγξω τα άλλα αμπάρια. Πρώτα έλεγξα το αρ. 7, ανοίγοντας την εμπρόσθια πρόσβαση στο αμπάρι, έτοιμος να κατέβω κάτω μαζί με τον εφαρμοστή, αλλά ήταν αμπάρι και στη συνέχεια αρχίσαμε να αντλούμε το νερό. Ήξερα από ό,τι είχα ακούσει ότι το μηχανοστάσιο πραγματοποιούσε επίσης άντληση από αυτό το αμπάρι, αλλά η στάθμη του νερού στο αμπάρι παρέμεινε η ίδια. Συνεχίσαμε τις βυθομετρήσεις, για να δούμε αν η στάθμη του νερού θα χαμηλώσει, αλλά παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο στο αμπάρι αρ. 6. Εν τω μεταξύ, η στάθμη του νερού στο αμπάρι αρ. 7 ανέβαινε και τώρα μπορούσα να δω την επιφάνεια του νερού πάνω από την κλίση του φορτίου, καθώς το νερό ανερχόταν. Εκείνη τη στιγμή τα άλλα αμπάρια από τις δεξαμενές ήταν όλα εντάξει όσον αφορά στις βυθομετρήσεις. Έως εκείνη τη στιγμή, το σκάφος είχε μια κλίση προς τα αριστερά. Ανέβηκα στο κατάστρωμα των λέμβων επειδή διατάχθηκα να το κάνω. 61. Παρέμεινα στο κατάστρωμα των λέμβων αναμένοντας εντολές μέχρι τις 13:00 η ώρα όταν ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με διέταξε να ελέγξω το αμπάρι αρ. 5. Πήγα προς την εμπρόσθια είσοδο υπ’ αρ. 5, άνοιξα την καταπακτή πρόσβασης και κοίταξα κάτω. Δεν μπορούσα να δω καθόλου νερό, αλλά μπορούσα να ακούσω λίγο νερό να ρέει στο αμπάρι. Ο ήχος του νερού προερχόταν από το αμπάρι αρ. 5 της πρύμνης και συνειδητοποίησα ότι το νερό πρέπει να ρέει μέσα από το διάφραγμα από το αμπάρι υπ’ αρ. 6. Κάλεσα τον Προϊστάμενο Αξιωματικό από τον ασύρματο και του είπα ότι το νερό εισέρεε επίσης στο αμπάρι αρ. 5. Στη συνέχεια, έλεγξα επίσης το αμπάρι αρ. 7 όπου είδα ότι η στάθμη του νερού ήταν υψηλότερη από ό, τι πριν. Έως εκείνη τη στιγμή, επειδή το ύψος των εξάλων του πλοίου ήταν πολύ μικρότερο, το νερό ερχόταν στο κατάστρωμα από τα κύματα και μια αντλία απομακρύνθηκε από τα κύματα. 62. Ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με κάλεσε στον ασύρματο και μου είπε να τους στείλω όλους στο κατάστρωμα των λέμβων. Παραμείναμε στο κατάστρωμα των λέμβων για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με κάλεσε ξανά και μου είπε να προετοιμάσω τις λέμβους. Μου είπε να βγάλω τα σχοινιά πρόσδεσης, αλλά να μην κατεβάσω ακόμα τις λέμβους. Αφαιρέσαμε τα σχοινιά πρόσδεσης και τη γραμμή «painter» και την προωθήσαμε μπροστά όπου ασφαλίστηκε. Το πλοίο έπλεε με αργή ταχύτητα εκείνη τη στιγμή. Το νερό εξακολουθούσε να αντλείται από τα αμπάρια, αυτό το ήξερα επειδή μπορούσα να δω το αποχρωματισμένο νερό να τρέχει από το πλάι. 63. Μείναμε εκεί στο κατάστρωμα των λέμβων, περιμένοντας. Περίπου στις 3 μ.μ. ο Προϊστάμενος Αξιωματικός με διέταξε να κατεβάσω δύο λέμβους στο κατάστρωμα επιβίβασης, πράγμα που κάναμε. Το πλήρωμα πήρε τα σωσίβια και προετοιμάστηκε για την εγκατάλειψη του πλοίου. Στη συνέχεια, περιμέναμε για περαιτέρω εντολές. Έως τις 3 ή 4 μ.μ., η θάλασσα ήταν σχεδόν ήρεμη και είπα στον Προϊστάμενο Αξιωματικό όταν ήρθε κάτω στο κατάστρωμα λέμβων «Καπετάνιε, γιατί δεν φεύγουμε, δεν είναι ώρα;» Ο Προϊστάμενος Αξιωματικός είπε: «Δεν ξέρω, είναι κάτι με την εταιρεία, λοστρόμε». Αυτά ήταν τα ακριβή λόγια του και στη συνέχεια έφυγε. Αυτά ήταν ακριβώς τα λόγια του. 64. Λίγο μετά τις 4 μ.μ., διαταχθήκαμε να ξεκινήσουμε τον κινητήρα στις σωσίβιες λέμβους και να είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε το πλοίο. Αυτό ήταν υπό τις διαταγές του Καπετάνιου που ήταν στην αριστερή πλευρά του καταστρώματος λέμβων εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, υπήρχε μια άλλη κλήση από την εταιρεία και το κέντρο συντονισμού επιχειρήσεων θαλάσσιας διάσωσης (MRCC) ήταν επίσης σε επαφή με το πλοίο εκείνη τη στιγμή. Ο Καπετάνιος έφυγε από το κατάστρωμα των λέμβων, αφού μάς είπε να περιμένουμε. Συνεχίσαμε να περιμένουμε και περιμέναμε και περιμέναμε έως ότου σκοτείνιασε. Περίπου στις 6:30 μ.μ. ήταν αδύνατο να κατεβάσουμε τη λέμβο της αριστερής πλευράς λόγω της κλίσης, οπότε όλοι μετακινήθηκαν στη δεξιά πλευρά δίπλα στη λέμβο. 65. Περίπου 10 ή 15 λεπτά πριν τις 7 μ.μ. μας είπαν να είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε το πλοίο και να ξεκινήσουμε τον κινητήρα της λέμβου, αλλά δεν ξεκινούσε. Έτσι προσπάθησαν να το διορθώσουν αυτό. Στις 19:00 η ώρα, ο Δεύτερος Αξιωματικός που ήταν στη γέφυρα, κάλεσε ον Καπετάνιο ο οποίος ήταν στο κατάστρωμα του σκάφους και φώναξε ότι υπήρχε ένα σκάφος με όνομα «…» που θα ερχόταν σε δύο ώρες. Ο Καπετάνιος αποφάσισε να περιμένει εκεί, ενώ συνεχίστηκαν οι εργασίες στον κινητήρα της σωσίβιας λέμβου. Απ’ ό,τι ήξερα, οι μηχανικοί δεν ήταν βέβαιοι ότι η μπαταρία είχε αποφορτιστεί. Ο λόγος που δεν ήταν βέβαιοι γι’ αυτό ήταν ότι το φως στην σωσίβια λέμβο λειτουργούσε ακόμα και αν η μπαταρία έχει αποφορτιστεί πλήρως, δεν θα άναβε, έτσι σκέφτηκαν ότι επρόκειτο για ένα μηχανικό πρόβλημα που προσπαθούσαν να διορθώσουν. Συνέχισαν να προσπαθούν και προσπαθούσαν να ξεκινήσουν τον κινητήρα, χωρίς επιτυχία. Μετά από λίγη ώρα, ο ηλεκτρολόγος είπε ότι «πρέπει να αλλάξουμε τη μπαταρία», αλλά η μπαταρία ήταν στο δωμάτιο των μπαταριών στην κορυφή του χώρου των καμπινών, κοντά στη γέφυρα και θα έπαιρνε χρόνο να γίνει η αλλαγή. 66. Έφεραν τη μπαταρία στο κατάστρωμα λέμβων και ήταν τώρα περίπου 9:30 μ.μ., και καθώς προσπαθούσα να πιάσω τη μπαταρία για να την τοποθετήσω μέσα στη λέμβο, ακούστηκαν μια σειρά ήχων «μπάνγκ» ή θορύβων όπως μπουμ, μπουμ, μπουμ, μπουμ, μπουμ και μπορούσα να δω ότι το πλοίο έσπαζε στη μέση. Ένα μεγάλο κύμα ήρθε και μας έσπρωξε προς το μέρος όπου στεκόμασταν. Πεταχτήκαμε μακριά από το πλοίο στη θάλασσα και δεν ξέρω τι συνέβη στους άλλους. Βρέθηκα να επιπλέω στο νερό με διάφορους άλλους ανθρώπους. Ήμασταν όλοι κοντά στην ίδια περιοχή, έτσι κρατιόμασταν ο ένας από τον άλλο. Εκείνο το διάστημα υπήρχε φεγγάρι και μπορούσαμε να δούμε την εικόνα της σωσίβιας λέμβου και έτσι αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε προς τη λέμβο. Μαζί ήταν ένας Φιλιππινέζος που κρατιόταν από μια σχεδία. Προσπάθησα να τον τραβήξω μαζί μας, αλλά ήταν πολύ βαρύς με τη σχεδία και δεν μπορούσα να τον τραβήξει. Του είπα να αφήσει τη σχεδία, αλλά εκείνος αρνήθηκε και τραβήχτηκε μακριά από τα χέρια μου. Τον έχασα μέσα στο σκοτάδι. Κολυμπήσαμε προς τη σωσίβια λέμβο και βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον να ανέβει στη σωσίβια λέμβο. 67. Μπορούσαμε να δούμε τα φώτα του «…» και κάναμε όσο πιο πολύ θόρυβο μπορούσαμε. Ένας από μας είχε ένα φακό που χρησιμοποιούσαμε για να σηματοδοτήσουμε στο «…» το οποίο ήρθε και μας πήρε. Χρησιμοποιούσαμε επίσης τις σφυρίχτρες της λέμβου. Στη συνέχεια, είδαμε ότι κατέβαζαν τις σωσίβιες λέμβους και ήρθαν προς το μέρος μας και μεταφερθήκαμε στις σωσίβιες λέμβους του και κατόπιν στο «…» όπου μας περιποιήθηκαν πολύ καλά. 68. To «…» έμεινε στην περιοχή για δύο ή τρεις νύχτες ψάχνοντας για επιζώντες και στη συνέχεια πήγε σε μια τοποθεσία ακριβώς έξω από το Durban όπου παραληφθήκαμε από ελικόπτερο και μεταφερθήκαμε στο Durban. Στην αεροπορική βάση συναντηθήκαμε με τον κ. … και έναν εκπρόσωπο μιας άλλης ελληνικής εταιρείας, του οποίου το όνομα δεν ήξερα. Καπνίζει πίπα. Ήταν περίπου 7 ή 8 η ώρα το πρωί. Μας μετέφεραν σε ένα διαμέρισμα, όλους μας. Αυτό ήταν ένα διαμέρισμα με τρία δωμάτια και δεν ήταν στην πόλη, αλλά περίπου 10 λεπτά με το αυτοκίνητο από τα σύνορα της πόλης, σε ένα αυτόνομο συγκρότημα διαμερισμάτων. Μάς έβαλαν όλους σε αυτό το ένα διαμέρισμα. Λίγο μετά κατέφτασε ο κ. … και ο άλλος άνδρας μας μίλησε. Δεν υπήρχε κανείς άλλος παρόν κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης. 69. Ο κ. … μας είπε ότι είχε πει στον καπετάνιο να εγκαταλείψει το σκάφος στις 3 η ώρα και μας ρώτησε γιατί δεν το είχε κάνει; Κανένας από εμάς δεν μπορούσε να του απαντήσει. Ο άλλος Έλληνας συστήθηκε σε μας και μάς είπε ότι ήταν ο ναυπηγός της εταιρείας. Μας είπε ότι όταν το νερό ήταν στο αμπάρι αρ. 6, είχε πει στον Καπετάνιο να εγκαταλείψει το σκάφος. Ο κ. … μας έδωσε στον καθένα 1.000 δολάρια FU1A σε μετρητά που μας είπε ήταν ένα μπόνους και να αγοράσουμε ρούχα. 70. Ο κ. … μας είπε ότι θα μάς έπαιρναν συνέντευξη κάποιοι ερευνητές για την απώλεια του πλοίου. Ο ίδιος μας είπε: «Εντάξει, αυτό είναι που θα πείτε». Τότε μας είπε ότι όταν οι ερευνητές θα μάς ρωτούσαν, έπρεπε να πούμε ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση και ότι δεν υπήρχαν καθόλου προβλήματα με το σκάφος. Μας είπε επίσης να πούμε ότι ο καιρός ήταν πολύ κακός. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια βέβαια, αλλά μας είπε και πάλι ότι θα έπρεπε να πούμε ότι το πλοίο δεν είχε κανένα πρόβλημα και ότι ήταν σε καλή κατάσταση και αυτό είναι ό, τι πρέπει να πούμε. Όλοι συμφώνησαν ότι θα τα λέγαμε αυτά. 71. Υπήρχαν τρία δωμάτια στο διαμέρισμα με διπλές κουκέτες, έτσι υπήρχαν αρκετά κρεβάτια για όλους. Παραμείναμε στο διαμέρισμα εκείνη τη μέρα και την περισσότερη ώρα κοιμόμασταν. Αφού ήμασταν στο διαμέρισμα για λίγες ώρες. έφτασε ένας Φιλιππινέζος καπετάνιος λιμανιού από την …. Τον ήξερα από το 1993 περίπου ως έναν από τους διευθυντές στελέχωσης της … και το όνομά του είναι …. Αυτός μας είπε μόνο ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε τις οδηγίες του κ. … και στη συνέχεια θα μπορούσαμε να φύγουμε και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. 72. Την επόμενη ημέρα μας πήγαν έναν προς ένα στο ανακριτικό δωμάτιο όπου υπήρχαν διάφορα άτομα. Ήμουν ο πρώτος που κάλεσαν. Πριν αρχίσει η έρευνα, όταν καθόμουν στη θέση μου, ο ναυπηγός ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ανοίγοντας τη συζήτηση μου είπε «αυτό είναι που θα πεις» και στη συνέχεια μου είπε να μην πω τίποτα για τυχόν επισκευές σιδηροκατασκευών στην Κίνα και να πω μόνο για τον εν λόγω κινητήρα ότι γινόταν επισκευές εκεί. Μου είπε να μην πούμε τίποτα για τις διαρροές από τις δεξαμενές και να απαντήσουμε στις ερωτήσεις και να μην πούμε τίποτα περισσότερο και να μην παρέχουμε εθελοντικά καμία πληροφορία. 73. Κατά τη διάρκεια της έρευνας μου υποβλήθηκαν πολλές ερωτήσεις από τους ερευνητές, αλλά αυτές επικεντρώθηκαν στις περιστάσεις της ημέρας του ατυχήματος. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι εκεί, συμπεριλαμβανομένων τριών που όπως μου είπε ο κος … ήταν Άγγλοι δικηγόροι. Από αυτούς, ο ένας ήταν ένας νεαρός δικηγόρος, πολύ λεπτός, ο οποίος ήταν ο βοηθός του δεύτερου δικηγόρου ο οποίος ήταν πιο ηλικιωμένος. Ο τρίτος δικηγόρος ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με άσπρα μαλλιά. Δεν μου υποβλήθηκαν ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση του σκάφους, εκτός από ένα δικηγόρο. Ήταν ο πιο ηλικιωμένος, με γκρίζα μαλλιά. Προσπάθησε να μου θέσει ερωτήματα σχετικά με την κατάσταση του πλοίου και του είπα ότι η κατάστασή του ήταν πολύ καλή. Όταν προσπάθησε να με ρωτήσει πάλι, παρενέβη ένας άλλος δικηγόρος που μου είπε να «προχωρήσω», πράγμα που συνέβη. Δεν μου επιτράπηκε να μιλήσω με τον πιο ηλικιωμένο δικηγόρο μόνος μου. Επίσης, προσπάθησε να μου μιλήσει ιδιαίτερα, αλλά δεν το επέτρεπαν άλλοι. Απάντησα στις ερωτήσεις που μου τέθηκαν όπως μου είχαν πει να κάνω οι δύο εκπρόσωποι του πλοιοκτήτη. Δεν είχα μιλήσει με κανέναν από τους Άγγλους δικηγόρους ξεχωριστά σε οποιαδήποτε στιγμή. 74. Δεν έδωσα ποτέ καμία πληροφορία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σχετικά με την κατάσταση του σκάφους ή τις επισκευές στην Κίνα, ούτε καν σε κάποιο από τους δικηγόρους. Όταν ρωτήθηκα για την κατάσταση του πλοίου, τους είπα ό,τι μου είχαν πει να πω και όταν ρωτήθηκα για τις εργασίες που έγιναν στην Κίνα, τους είπα ότι μόνο επισκευές κινητήρα είχαν γίνει. Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν κυρίως σε ό,τι συνέβη κατά την ημέρα του ατυχήματος, ότι ο καιρός ήταν κακός, πώς φτάσαμε στη σωσίβια λέμβο, τι συνέβη στη σωσίβια λέμβο και πώς διασωθήκαμε. Υπήρξαν κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τη φόρτωση, αλλά ο ναυπηγός που καθόταν δίπλα μου παρενέβη και είπε ότι δεν ήξερα για τη φόρτωση, επειδή ήμουν απλά και μόνο ο λοστρόμος και όχι ένας αξιωματικός. Είπε ότι αν ήθελαν να μάθουν κάτι για τη φόρτωση, θα έπρεπε να ρωτήσουν τον κ. …. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μου, διαφορετικοί άνθρωποι με ρώτησαν διαφορετικά πράγματα, αλλά πάντα για το ίδιο θέμα. 75. Αφού οι συνεντεύξεις είχαν τελειώσει, μεταφερθήκαμε αεροπορικώς στις Φιλιππίνες. Εκεί, συναντήσαμε τον αντιπρόσωπο επάνδρωσης της …. Λίγες μέρες αργότερα, κλήθηκα στο γραφείο της … να συλλέξω μια πληρωμή αποζημίωσης από την …. Υπέγραψα ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε ότι μου είχαν δοθεί 9.000 δολάρια ΗΠΑ, αλλά στη συνέχεια παρατήρησα ότι η επιταγή που μου δόθηκε ήταν μόνο για 8.000 δολάρια ΗΠΑ. Ρώτησα γιατί και μου είπαν ότι είχα ήδη λάβει 1.000 δολάρια ΗΠΑ στο Durban και ότι αυτό είχε αφαιρεθεί από την καταβολή της αποζημίωσης της …. Ένιωσα εξαπατημένος γιατί είχε πει ο κ. … ότι τα 1.000 δολάρια ΗΠΑ ήταν ένα μπόνους από τους πλοιοκτήτες, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσα να κάνω. 76. Λίγες μέρες αργότερα με κάλεσαν στο γραφείο του … στη Μανίλα και μου έδωσαν μια επιταγή για 7.000 δολάρια ΗΠΑ. Μου είπαν ότι αυτό ήταν μια πρόσθετη πληρωμή ως αποζημίωση. 77. Δύο ημέρες πριν μας δόθηκαν $7.000 δολάρια ΗΠΑ και κληθήκαμε από την … και πήγαμε στην Ελληνική Πρεσβεία για να δώσει μια κατάθεση ενώπιον ενός από τους αξιωματούχους της Πρεσβείας. Πριν φτάσαμε στην πρεσβεία, μας δόθηκε ένα χαρτί από το πρακτορείο επάνδρωσης. Μας είπαν ότι εάν ερωτηθούμε από τον πρόξενο εάν αυτή ήταν η κατάθεσή μας, μάς είπαν να πούμε «ναι». Μάς πήραν τότε στον αξιωματούχο της Πρεσβείας και υπογράψαμε την κατάθεση ενώπιον του Προξένου. Κατόπιν διάβασα τη δική μου κατάθεση και είδα ότι έλεγε ότι τα πάντα στο σκάφος ήταν καλά. Αυτό δεν ήταν αλήθεια, όπως έχω εξηγήσει στην παρούσα κατάθεση. 78. Λίγές εβδομάδες αργότερα, πήγα στο γραφείο
της … για να τους δώσω κάποια χαρτιά που απαιτούταν. Εκεί έτυχε να συναντήσω και τους δύο εφαρμοστές που είχαν εγκαταλείψει το πλοίο στη Σιγκαπούρη. Ένας από αυτούς δεν είπε τίποτα σχετικά με το πλοίο, αλλά ο άλλος, ο κ. … μου είπε «κοίτα, καταλαβαίνεις τι σου είπα. Είμαι τυχερός που έφυγα από αυτό το πλοίο». Αυτά ήταν τα ακριβή του λόγια ή τουλάχιστον πολύ όμοια με την ακριβή του έκφραση. 79. Το περασμένο Σάββατο 3 Φεβρουάριου του 2007, έφτασα στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα, την περασμένη Κυριακή, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τη γυναίκα μου να πω ότι ένας Άγγλος δικηγόρος που ονομάζεται … … είχε φτάσει στο σπίτι μου στις Φιλιππίνες και με ζητούσε. Η γυναίκα μου είπε ότι του είχε πει ότι ήμουν μακριά στο σπίτι του πατέρα μου που είναι σε απόσταση 1 ώρας με το αεροπλάνο και 12 ωρών με το λεωφορείο από το σπίτι μας κοντά στη Μανίλα. Τη Δευτέρα, έλαβα μια άλλη κλήση από τη γυναίκα μου και μου είπε ότι ο κ. … είχε φτάσει στο σπίτι του πατέρα μου και με ζητούσε. Μου είπε ότι η θεία μου, που ζει κοντά στον πατέρα μου, είχε καλέσει τη γυναίκα μου και τη ρώτησε ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που με ψάχνει. Η θεία μου ήθελε να μάθει αν ήμουν σε δύσκολη θέση. Η γυναίκα μου της είπε ότι δεν ήμουν σε δύσκολη θέση και της είπε να μην πει τίποτα σε κανέναν που με ζητούσε. 80. Σήμερα είναι Τετάρτη, 7 Φεβρουαριου. Σήμερα το πρωί (ώρα Ελλάδας) κάλεσα τη γυναίκα μου και μου είπε ότι ο κ. … είχε έρθει στο σπίτι μας κοντά στη Μανίλα νωρίτερα σήμερα το πρωί. Της είχε πει ότι θα έφευγε για το Λονδίνο και της άφησε την επαγγελματική του κάρτα. Μου ζήτησε να έρθω σε επαφή μαζί του. 81. Εν τω μεταξύ, η … έχει παρακρατήσει τα πιστοποιητικά ναυτικού μου, το SOLAS και άλλα πιστοποιητικά, χωρίς τα οποία δεν μπορώ να δουλέψω στη θάλασσα. Όταν τα ζήτησα, αρνήθηκαν να μου τα δώσουν και είπαν ότι δεν ήταν δυνατόν να μου τα επιστρέψουν και ότι πρέπει να πάρουν άδεια από τον …. Ο … είναι ένας Έλληνας διευθυντής του πρακτορείου επάνδρωσης στη Μανίλα. Δεν έχω πάρει ακόμα πίσω τα πιστοποιητικά μου. Προσπαθώ ακόμα να τα πάρω αν και δεν αισθάνομαι έτοιμος να επιστρέψω στη θάλασσα, αλλά τα θέλω για το μέλλον. 80. Έδωσα την παρούσα κατάθεση στην αγγλική γλώσσα την οποία μιλώ και διαβάζω καλά. Στη συνέχεια μου ζητήθηκε να διαβάσω την κατάθεσή μου πολύ προσεκτικά και να βεβαιωθώ ότι έχω καταγράψει ορθά όλα τα στοιχεία μου, κάτι το οποίο έκανα. Το περιεχόμενο της παρούσας κατάθεσης αληθεύει και όπου διαφέρει από το περιεχόμενό της κατάθεσης που συντάχθηκε για μένα μετά από τις συνεντεύξεις στη Νότια Αφρική, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στη Νότια Αφρική έπρεπε να πω αυτά που μου είπε να πω ο κ. …, ο ναυπηγός της εταιρείας και ο …. Δεν μου επιδείχθηκε η προηγούμενη κατάθεσή μου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μου σήμερα, επειδή μου ζητήθηκε να δώσω στοιχεία με βάση τα όσα θυμάμαι εγώ, προσωπικά. Το περιεχόμενο αυτής της κατάθεσης αληθεύει».
Συνοψίζοντας κατά τα κύρια σημεία της εν λόγω κατάθεσης, ο … … ανέφερε ότι ο ίδιος διαπίστωσε α) ότι οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, β) ότι διαπίστωσε ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, γ) ότι για τα προβλήματα αυτά ενημέρωσε τους υπεύθυνους του πλοίου και τον αρχιμηχανικό … που ανά καιρούς επέβαινε στο πλοίο δ) ότι του ζήτησε ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας Κ. … (δέκατος ενάγων) να καταθέσει, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Νότια Αφρική στις 8 και 9 Μαϊου του 2006, ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση. Η δεύτερη από 13.2.2007 κατάθεση διαλάμβανε μόνο διευκρινήσεις σε σχέση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του ναυκλήρου στην πρώτη του κατάθεση, ενώ με την τρίτη από 25.7.2007, κατάθεση σχολιάζονται και επιχειρείται να αντικρουστούν οι από 14.6.2007 μαρτυρική κατάθεση του … … και η από 8.6.2007 μαρτυρική κατάθεση του κ. Στούμπου, αρχιμηχανικών της πλοιοκτήτριας. Εξάλλου, σε γνώση της πλοιοκτήτριας, περιήλθε μία ακόμη ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 2007, με αριθμό 3206/2007, η οποία δόθηκε κατόπιν αιτήσεως της …, της …ς, χήρας … και της …
Λόγω των νέων στοιχείων που εισέφεραν οι καταθέσεις του …, και κυρίως η πρώτη εξ αυτών μέσω του αγγλικού δικονομικού θεσμού της Discovery, δηλαδή της υποχρεωτικής παροχής πληροφοριών και στοιχείων από τον ένα διάδικο στον άλλο, ως ειδικής έκφανσης του καθήκοντος αληθείας, που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα Ιουλίου – Δεκεμβρίου 2007, κατόπιν σχετικών αιτημάτων της πρώτης ενάγουσας ……, αποκαλύφθηκε ότι ο … … είχε λάβει χρήματα, υπό τη μορφή καταβολής εξόδων και αποζημίωσης, από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, που ενεργούσαν μέσω των υπαλλήλων τους- εναγομένων και τωνπληρεξουσίων δικηγόρων τους, προκειμένου να δώσει τις ως άνω καταθέσεις και δη έλαβε τμηματικά τα κάτωθι ποσά, όπως αυτά προκύπτουν από τις απαντήσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων των ασφαλιστών ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου: Στην
από 12-10-2007 απάντησή τους στο αίτημα της ενάγουσας …… για την παροχή πληροφοριών, οι εναγόμενοι ασφαλιστές παραδέχθηκαν, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου τους …, ότι στο πλαίσιο των ως άνω καταθέσεων που έδωσε ο … … το Φεβρουάριο του 2007 καταβλήθηκαν σε αυτόν από τους εναγόμενους τα κάτωθι ποσά: Το Σεπτέμβριο του 2006 το συνολικό ποσό των 500 δολαρίων ΗΠΑ ως αποζημίωση για το χρόνο του για την παροχή συνέντευξης στις Φιλιππίνες από τον τοπικό ανταποκριτή του αλληλασφαλιστικού οργανισμού που χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι με την επωνυμία … services Μανίλα (μέλος της συμβουλευτικής εταιρείας Charles Taylor), κατόπιν εντολής των εναγόμενων. Τον Οκτώβριο του 2006 έλαβε το ποσό των 4.200 και των 1.200 δολαρίων ΗΠΑ για την κάλυψη των εξόδων μετάβασης και παραμονής του στην Ελλάδα για την παροχή συνέντευξης από το δικηγόρο …, την ίδια περίοδο καταβλήθηκε από τους εναγόμενους απευθείας το συνολικό ποσό των 5.425,38 ευρώ για την οργάνωση του ταξιδιού του. Το Φεβρουάριο του 2007 καταβλήθηκε στον … … το ποσό των 1.400 δολαρίων ΗΠΑ για την πληρωμή των εξόδων παραμονής του στην Ελλάδα, την ίδια περίοδο αυτός έλαβε το συνολικό ποσό των 10.000 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στο ποσό των 750 δολαρίων ΗΠΑ ημερησίως Χ 14 ημέρες, ως αποζημίωση του χρόνου που έχασε γενικά και ιδίως λόγω της επιμήκυνσης της παραμονής του για τις ανάγκες των καταθέσεων στην Ελλάδα, από το οποίο το ποσό των 3.000 δολαρίων καταβλήθηκε στην οικογένεια που του παρείχε φιλοξενία και διατροφή στην Ελλάδα (οικογένεια …) και το υπόλοιπο ποσό των 7.000 δολαρίων ΗΠΑ καταβλήθηκε στον ίδιο. Τον Ιούνιο του 2007 ο … … έλαβε το ποσό των 1.200 δολαρίων ΗΠΑ για επιπλέον έξοδα ταξιδιού, ενώ την ίδια περίοδο καταβλήθηκε από τους εναγόμενους απευθείας το συνολικό ποσό των 7.039 ευρώ για την οργάνωση του ταξιδιού του. Την ίδια περίοδο αυτός έλαβε το συνολικό ποσό των 8.250 δολαρίων ΗΠΑ, ως αποζημίωση του χρόνου που έχασε λόγω της επιμήκυνσης της παραμονής του για τις ανάγκες των καταθέσεων στην Ελλάδα, από το οποίο το ποσό των 3.000 δολαρίων καταβλήθηκε στην οικογένεια που του παρείχε φιλοξενία και διατροφή στην Ελλάδα και το υπόλοιπο ποσό των 5.250 δολαρίων ΗΠΑ καταβλήθηκε στον ίδιο. Σημειώνεται ότι στην ως άνω από 12-10-2007 απάντηση των εναγόμενων ασφαλιστών στο αίτημα της ενάγουσας …… για την παροχή πληροφοριών, αναφέρεται ότι το ποσό των 750 δολαρίων ΗΠΑ ως ημερήσια αποζημίωση του … … αποφασίστηκε κατόπιν συμβουλών που ελήφθησαν από τον … – τεχνικό διευθυντή της … και …, την Ένωση Ναυαγιαιρέσεων και τη δικηγορική εταιρεία …, καθώς και με γνώμονα το μέσο ποσό (750 δολάρια ημερησίως) που πληρωνόταν ένας εργοδηγός (ειδικότητα που αντιστοιχεί στο ναύκληρο) οποιασδήποτε σχετικής εθνικότητας τη σχετική χρονική περίοδο. Ακολούθως, με την από 19-11-2007 συμπληρωματική απάντησή τους στο αίτημα της ενάγουσας ……, οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου τους …, ανέφεραν τα εξής: α) Ότι ο … διεξήγαγε τη συνέντευξη τον Σεπτέμβριο του έτους 2006 για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία …, χωρίς να είναι παρόντες εκπρόσωποι των εναγόμενων. β) Ότι οι διευθετήσεις και οι πληρωμές στον … … έγιναν από ένα συνέταιρο της δικηγορικής εταιρείας … … στον Πειραιά, με πρωτοβουλία της δικηγορικής εταιρείας … … για λογαριασμό των εναγόμενων, προς ένα μέλος της οικογένειας που φιλοξένησε το ναύκληρο και κανόνισε για την πληρωμή του. γ) Ότι πιστεύουν ότι πολλές από τις χήρες των μελών του πληρώματος που χάθηκαν με το πλοίο … έστειλαν στο ναύκληρο ένα μικρό δώρο (ρούχων και παιχνιδιών) και ίσως ένα μικρό ποσό χρημάτων στη σύζυγο του ναύκληρου, αλλά ότι δεν γνωρίζουν κάτι σχετικά με αυτό. δ) Ότι αρνούνται ότι αυτοί (εναγόμενοι) ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό τους έχει προσφέρει ή υποσχέθηκε ότι οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληρωμή ή όφελος οποιοσδήποτε φύσης θα παρέχονταν στον ναύκληρο για την παροχή των καταθέσεων του σε σχέση με αυτό το ζήτημα οποιαδήποτε χρονική στιγμή. ε) Ότι ως κριτήριο που ελήφθη υπόψη για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης του μάρτυρα … … ήταν, μεταξύ άλλων και ο τιμοκατάλογος της ρήτρας SCOPIC και ότι δεν έλαβαν υπόψη την αμοιβή που έπαιρνε πριν ο ναύκληρος, διότι αυτό το ποσό βασίστηκε ι) στην πλήρη απασχόληση ιι) ασφάλεια μακράς διάρκειας εργασίας, καμία από τις οποίες δεν έχει εφαρμογή κατά τη διάρκεια βραχυχρόνιων διακοπτόμενων παρουσιών κατόπιν αιτήματος των εναγόμενων. στ) Ότι ο ναύκληρος έδωσε συνέντευξη στον κ. …, υπό την παρουσία, μεταξύ άλλων της κ. … των … … στις 18 Ιουλίου 2007 και υπέγραψε τη μαρτυρική κατάθεσή του στις 25-7-2007.
Εν συνεχεία, στις 13-12-2007, ήτοι μια ημέρα πριν τη συζήτηση της αγωγής της πλοιοκτήτριας υπογράφηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των εναγομένων στις κρινόμενες αγωγές ασφαλιστικών εταιρειών ιδιωτικό συμφωνητικό συμβιβασμού με το οποίο οι εναγόμενες εταιρείες συμφώνησαν να καταβάλουν ολοσχερώς την αιτούμενη από την πρώτη των εναγόντων ασφαλιστική αποζημίωση κατά το μέρος που τους αναλογούσε, ήτοι κατά το 25% του κεφαλαίου επί της ασφαλιστικής αξίας του βυθισθέντος πλοίου, ήτοι σε 8.000.000 δολ. ΗΠΑ. Την επόμενη ημέρα ήτοι την 14.12.2007 κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου ενώπιον τον Δικαστή κ. Tomlinson, η ενάγουσα ενημέρωσε το Δικαστή ότι είχε επιτευχθεί συμβιβασμός με τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η από 20.12.2007 διαταγή του Δικαστή κ.Croswell με την οποία διατάχθηκε να παύσουν όλες οι δικαστικές διαδικασίες μεταξύ των εν λόγω διαδίκων από την 14.12.2007, με αποτέλεσμα με τερματιστεί η δίκη μεταξύ των διαδίκων καθώς ο συμβιβασμός αυτός εκτελέστηκε με την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού την 31.12.2007. Σε αντίστοιχες συμφωνίες συμβιβασμού και τερματισμού των δικών προέβησαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και οι λοιποί ασφαλιστές.
Οι καταθέσεις του ναύκληρου … κρίνονται ως ψευδείς κατά περιεχόμενο, και ειδικότερα τα χωρία αυτών που αφορούν την -κατά τους ισχυρισμούς του- κακή κατάσταση του πλοίου και την παρέμβαση του …, προκειμένου να καταθέσει περί του αντιθέτου στις αρχικές συνεντεύξεις που ο ναύκληρος έδωσε αμέσως μετά το ναυάγιο, και προέβη στις προαναφερόμενες καταθέσεις στην Αθήνα και στον Πειραιά, εν γνώσει της αναλήθειας των περιλαμβανόμενων σε αυτές προαναφερόμενων ισχυρισμών του περί της αναξιοπλοϊας του πλοίου, εν γνώσει των πλοιοκτητών και της αθέμιτης παρέμβασης του … για τους ακόλουθους λόγους. 1) Το περιεχόμενο αυτών αντικρούεται από την πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα κ. …, που εξετάζει την από 21.3.2007 μηνυτήρια αναφορά του …, ομοίου περιεχομένου με την από 9.2.2007 εξεταζόμενη κατάθεσή του και την θεωρεί αβάσιμη, με τις κατωτέρω παρατιθέμενες σκέψεις που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο. Ειδικότερα, σε ότι αφορά α) τη διαρροή στις διπύθενες δεξαμενές λόγω ρηγμάτων, που συνέχεται με τους υπό στοιχείο α και β ισχυρισμούς των τροποποιημένων προτάσεων των ασφαλιστικών εταιρειών, ο πραγματογνώμονας καταλήγει ότι ο ναύκληρος δεν θα μπορούσε να έχει διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τις αναφερόμενες στην ένορκη κατάθεσή του διαρροές λόγω ρηγμάτων καθώς αποκλείεται λόγω της κατασκευής του πλοίου να έχει φτάσει στα σημεία όπου εντόπισε τις διαρροές, με τον τρόπο που στην κατάθεσή του αναφέρει. Συγκεκριμένα εκτίθεται στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη οτι «ο Ναύκληρος αναφέρει ότι δεν γνώριζε ποια διπύθμενη δεξαμενή παρουσίαζε διαρροή (5, 7 ή 9) αλλά παρά ταύτα κατέβηκε καταρχάς στο αμπάρι Νο 7 και έπειτα στο αμπάρι Νο 6 διότι κάτω από το αμπάρι αυτό και πλησίον της πρωραίας εγκάρσιας φρακτής ήταν και ο υπό εξέταση μπουλμές. Για να έχει πρόσβαση στον εν λόγω μπουλμέ θα μπορούσε να είχε κατέλθει και στο Νο 5 αμπάρι. Επειδή η δεξαμενή Νο 9 εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς πλευράς των Νο 6 και Νο 7 κυτών φορτίου, άρα ο ναύκληρος γνώριζε ποια δεξαμενή ήταν. Επομένως να κατέλθει και έπειτα να ανέλθει ένα βάθος 25 μέτρων (βάθος του αμπαριού) έτσι για το τίποτα δε γίνεται εύκολα πιστευτό. Επειδή η ανθρωποθυρίδα δια μέσου της οποίας εισήλθε στο διπύθμενο είναι ακριβώς όπου και η εγκάρσια στεγανή φρακτή μπουλμές) είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός ο ισχυρισμός του Ναυκλήρου ότι, αφού προχώρησαν κάτω από αυτό το αμπάρι μέσα στην δεξαμενή έφθασαν στο χώρισμα του υδατοστεγούς μπουλμέ.» β). Επιπλέον ψευδές είναι ότι έκανε έλεγχο των ρωγμών χτυπώντας την επιφάνεια του μπουλμέ με δύναμη χρησιμοποιώντας σφυρί και σε αρκετά σημεία το σφυρί μπήκε κατευθείαν μέσα στη μεταλλική κατασκευή σα να ήταν από χαρτί Επίσης ότι με τη χρησιμοποίηση των ξυστρών έξυσε την ελεύθερη σκουριά από τον μπουλμέ πιο ψηλά και σε περιοχές η ξύστρα πήγαινε κατευθείαν μέσα στη διπλανή δεξαμενή. Το παραπάνω σημείο της κατάθεσής του που σκοπό έχει να καταδείξει την κακή κατάσταση των ελασμάτων, και συνέχεται με τους ισχυρισμούς α, β και γ των τροποποιημένων προτάσεων των ασφαλιστικών εταιρειών αποκρούεται σύμφωνα με τον ως άνω πραγματογνώμονα, από τις παχυμετρήσεις των ελασμάτων κατά την τελευταία ειδική επιθεώρηση που έλαβε χώρα ενάμιση έτος πριν τα εκτιθέμενα από το ναύκληρο περιστατικά που καταδείκνυαν πάχη ελασμάτων 11,1 μέχρι 11,4 χιλιοστά, γεγονός που αποκλείει κατά την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος, να έχουν υποστεί την αναφερόμενη στην κατάθεση φθορά ώστε να μπορούν να διαπεραστούν με σφυρί. Ειδικότερα αναφέρεται ότι «στο εγχειρίδιο των παχυμετρήσεων που ελήφθησαν κατά την τελευταία ειδική επιθεώρηση του Νηογνώμονα η ανωτέρω φρακτή παρουσίαζε μια μέση μείωση των αρχικών παχών της κατασκευής της τάξεως του 5,2% τοις εκατό, με επιτρεπτό όριο μέχρι 25% δηλαδή τα πάχη των ελασμάτων των οποίων ελήφθησαν μετρήσεις ήταν από 11,1 μέχρι 14.1 χιλιοστά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανωτέρω φθορά επήλθε μετά από 15 χρόνια ζωής, είναι σαφές ότι το ίδιο έλασμα αποκλείεται μετά από ενάμιση επιπλέον χρόνο να διαπερασθεί κτυπώντας το με όση δύναμη θέλουμε με ένα σφυρί ακόμα και αιχμηρό. Απεναντίας το ίδιο έλασμα θα μπορούσε να έχει διαρρηχθεί με ρήγμα ευρείας εκτάσεως, λόγω υπερβολικής καταπονήσεως (συγκέντρωση τάσεων κλπ.), γ) Ακόμα ψευδής είναι η κατάθεσή του ως προς την τέλεση ελασματουργικών εργασιών στις διπύθμενες δεξαμενές κατά την παραμονή του πλοίου στο ναυπηγείο της Κίνας, που συνδέεται με τον ισχυρισμό υπό στοιχείο β των τροποποιημένων προτάσεων των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς σύμφωνα με τον ίδιο πραγματογνώμονα το άνοιγμα οπών και μάλιστα διαστάσεων 2 μέτρων στις κεκλιμένες επιφάνειες των διπύθμενων δεξαμενών δύο ή τριών τον αριθμό σε κάθε πλευρά εντός όλων των κυτών του φορτίου, με εξαίρεση το Νο 1 κύτος φορτίου, αναφέρεται σε εργασίες ευρείας εκτάσεως. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από πουθενά δεδομένου και του γεγονότος ότι από τον έλεγχο του τιμολογίου που εξέδωσε το Κινέζικο ναυπηγείο δεν προκύπτουν ελασματουργικές εργασίες στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου δ) Ψευδές σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ίδιου πραγματογνώμονα είναι και το απόσπασμα της κατάθεσής του σύμφωνα με το οποίο κατά το χρόνο που το βυθισθέν πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο της Σιγκαπούρης διενεργήθηκαν εργασίες από δύτες που επισκεύασαν διαρροή στην περιοχή της αναρρόφηση της αντλίας πυρόσβεσης ανάγκης, που συνέχεται με τον υπό στοιχείο α και γ ισχυρισμό των ασφαλιστικών εταιρειών στις τροποποιημένες προτάσεις τους και αντικρούεται από την κατάθεση του δύτη …, που δηλώνει ότι δεν τις διενέργησε, ενώ αντίθετα αποδέχεται τον καθαρισμό από τον ίδιο των υφάλων. δ) Τέλος ψευδές σύμφωνα με την ως άνω πραγματογνωμοσύνη είναι και το περιστατικό της προσπάθειας καθοδήγησης του … από τον …, ως προς το περιεχόμενο της κατάθεσής του στο Durban της Νότιας Αφρικής, για το οποίο ο πραγματογνώμονας παραπέμπει στην από 21.11.2007 – 161/2007 ένορκη βεβαίωση στο Ελληνικό Προξενείο της πόλης αυτής, του …, υπηκόου Νοτίου Αφρικής, φρουρού ασφαλείας ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος μαζί με άλλα τέσσερα άτομα μετέβησαν στο αεροδρόμιο της ανωτέρω πόλης για να παραλάβουν και προστατέψουν από δημοσιογράφους κλπ τους ναυαγούς, ο οποίος αναφέρει επί λέξει «… στο mini λεωφορείο που ήμουν εγώ κατά τη διαδρομή προς την Umblanga επέβαινε και ένας Έλληνας… Κανά – δυο φορές ο Έλληνας του μίλησε στα Αγγλικά προκειμένου να τους ρωτήσει αν χρειάζονται κάτι … Αναφέρω κατηγορηματικά ότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το κατάλυμα, ο Έλληνας ποτέ δεν είπε στους ναυτικούς τι να λένε και τι να μη λένε, ούτε τι να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις … Θυμάμαι ότι μίλησαν για λίγο με τους ναυτικούς σχετικά με το περιστατικό, αλλά ουδέποτε έδωσε κανείς στους ναυτικούς οδηγίες, τι να πει και τι να μην πει για το περιστατικό. Ποτέ δε μου ζητήθηκε να βγω από το διαμέρισμα προκειμένου να γίνουν κάποιες συζητήσεις «κατ’ ιδίαν» … Επίσης ποτέ δεν άκουσα κανέναν από τους επιζώντες να αναφέρει ότι οι εκπρόσωποι των πλοιοκτητών του υπέδειξαν τι ακριβώς να πούνε κατά τη διάρκεια των καταθέσεων».
2) Την ίδια μηνυτήρια αναφορά του …, αντέκρουσε, με σκέψεις τις οποίες αποδέχεται και το παρόν Δικαστήριο, και ο δεύτερος πραγματογνώμονας που διερεύνησε τις αιτίες του ένδικου συμβάντος, …, Ναυτικός Πραγματογνώμων, με την από 11.5.2009 πραγματογνωμοσύνη του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (μέσω της 30ης Πταισματοδίκη Αθηνών), ο οποίος αναφέρει, σχετικά με τις όψιμες καταγγελίες του ναυκλήρου … περί του ότι το πλοίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα διάβρωσης των ελασμάτων των κυτών και γειτνιαζόντων δεξαμενών έρματος, ότι είχε πλημμελή συντήρηση και παρουσίαζε συχνά μηχανικές βλάβες στην κύρια μηχανή και στο πηδάλιο, καθώς και ότι στα διπύθμενα έρματος του πλοίου εργάζονταν πάρα πολλοί Κινέζοι εργάτες ελασματουργοί στα ναυπηγεία της Κίνας COSCO το Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2005 αλλάζοντας ελάσματα και εκτελούσαν εργασίες συγκόλλησης, τα ακόλουθα : «Το ανωτέρω γεγονός, έρχεται σε αντίθεση με το Φάκελλο 13 (επισκευές στο λιμάνι COSCO Zhousan), διότι οι εργασίες επισκευής βάσει τιμολογίου κόστισαν συνολικά 560.000 Δολλάρια εξ’ου 27.860 για το κατάστρωμα και άρα δε συνάδουν με τα αναφερόμενα του Ναυκλήρου. Ο Ναύκληρος είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο στο λιμένα της Σιγκαπούρης την 5.11.2005 και υπηρετούσε στο πλοίο πέντε μήνες κατά τη στιγμή του ναυαγίου. Εκ της θέσεώς του στην ιεραρχία του πλοίου και των επαγγελματικών γνώσεων και προσόντων που περιορίζονταν στην εκτέλεση των καθηκόντων του ναυκλήρου, εκ των πραγμάτων είχε περιορισμένη δυνατότητα να γνωρίζει το μέγεθος των πιθανών προβλημάτων, πολύ δε περισσότερο, τον πρώτο μήνα της ναυτολόγησής του και κατά συνέπεια δεν είχε τις κατάλληλες γνώσεις δια να κρίνει την αξιοπλοϊα του πλοίου, τις αποφάσεις της ναυτιλιακής εταιρείας, του παρακολουθούντος νηογνώμονα καθώς και τις ενέργειες και τις αποφάσεις του πλοιάρχου. Επίσης δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία του πλοίου και δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει με ακρίβεια τα προβλήματα του παρελθόντος, ούτε τον τόπο και χρόνο αντιμετώπισής των. Όσα αναφέρει στην δεύτερη κατάθεσή του δια την κατάσταση του πλοίου στην προ ναυαγίου περίοδο, αναφέρονται σε αόριστα προβλήματα και έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την αρχική του κατάθεση μετά τη διάσωσή του στο ναυάγιο του …. Επίσης, έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με τις καταθέσεις των υπολοίπων διασωθέντων μελών του πληρώματος, αλλά και του επιβλέποντος νηογνώμονος και των αρχών της φέρουσας σημαίας του πλοίου. Ως γεγονότα δεν συμφωνούν με την ναυτική εμπειρία εξ όσον αναφέρει στην πρώτη του κατάθεση μετά το ναυάγιο και ως προκύπτει ορισμένα εξ’ αυτών προέρχονται από συζητήσεις με άλλα μέλη του πληρώματος εντός του πλοίου».
3) Το κύριο νόημα της κατάθεσης του ναύκληρου, περί αναξιοπλοίας του πλοίου, εξαιτίας της οποίας επήλθε η βύθισή του και ειδικότερα της εκδοχής, ότι η εισροή υδάτων στα διπύθμενα του υπ’ αρ. 8 αμπαριού και η επέκτασή τους και στα υπ’ αρ. 5, 6 και 7 κύτη φορτίου του ενδίκου πλοίου και η εξ αυτού του λόγου βύθισή του οφείλεται στην κακή κατάσταση της μεταλλικής κατασκευής και του σκελετού του πλοίου, εξαιτίας της παλαιότητάς του και κυρίως της πρόχειρης και ελλιπούς συντήρησής του, δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα στοιχείο. Αντίθετα, το πλοίο από τον χρόνο απόκτησής του από την πλοιοκτήτρια και καθ όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης του από την έβδομη ενάγουσα μέχρι το ναυάγιο, υποβλήθηκε χωρίς παρατηρήσεις από το Νηογνώμονά του, τον «Lloyds Register of Shipping (LRS)», τόσο στις προβλεπόμενες ετήσιες επιθεωρήσεις στις 19.8.2003 (στο λιμένα ISKENDERUN της Τουρκίας) και στις 21.7.2005 (στο λιμένα QUINGDAO της Κίνας), όσο και στην ειδική επιθεώρηση και στο δεξαμενισμό του από τις 5.4.2004 έως τις 5.6.2004 στο ναυπηγείο GUANGZHOU της Κίνας, Πέραν τούτων, υποβλήθηκε και σε έκτακτες επιθεωρήσεις, στα πλαίσια των οποίων αποδείχθηκαν για το εν λόγω πλοίο τα εξής: α) Κατά την επιθεώρησή του στο Port Hedland της Αυστραλίας στις 17.7.2003, διατυπώθηκαν παρατηρήσεις από τις οικείες λιμενικές αρχές που αφορούσαν τα μέτρα διάσωσης και πυρασφάλειας (μη σημείωση της ημερομηνίας λήξης στους υδροστατικούς μηχανισμούς των σωστικών σχεδίων, μικρή διαρροή από τις ελαστικές μάνικες πυρκαγιάς, μικροδιαρροή στο ελαστικό παρέμβυσμα ανθρωποθυρίδας μιας πλευρικής δεξαμενής) τις προωθητικές και βοηθητικές μηχανές καθώς και λειτουργικές ελλείψεις σχετικά με την τήρηση των οριζομένων στη συνθήκη SOLAS (Safety οf Life At Sea), στις οποίες όμως (παρατηρήσεις) συμμορφώθηκε το πλήρωμα, β) κατά την επιθεώρησή του στο Velsen της Ολλανδίας στις 21-10-2003 διατυπώθηκαν παρατηρήσεις από τις οικείες λιμενικές αρχές για ελλείψεις στους χώρους ενδιαιτήσεως και στα υγειονομικά μέσα, στα πιστοποιητικά του πληρώματος και στους πίνακες ωρών εργασίας, στα μέσα πυρασφάλειας (στον εντοπισμό πυρκαγιάς, στις πόρτες πυρασφαλείας, στις μόνιμες εγκαταστάσεις πυρόσβεσης, στα μέσα ελέγχου στο μηχανοστάσιο), στον εξοπλισμό του σύμφωνα με το Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ΙSM), στα μέσα διάσωσης (στο σύστημα καθέλκυσης σωσιβίων λεμβών), στον έλεγχο εκφόρτωσης στο βιβλίο καυσίμων και στα έγγραφα που αφορούν το Ενισχυμένο Πρόγραμμα Επιθεώρησης σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση MARPOL και σε άλλα ναυτιλιακά έγγραφα, στο σχεδιασμό ταξιδιού, στους ενδείκτες λειτουργίας φανών ναυσιπλοΐας, στο σύστημα απόπλυσης ορισμένων αποχωρητηρίων, στα περιστρεφόμενα παράθυρα καλής ορατότητας στη γέφυρα, στις φωτιστικές συσκευές στη συσκευή ελέγχου οξυγόνου, στη μαγνητική πυξίδα, στη συμβατότητα των εγχειριδίων εκπαίδευσης στα πλαίσια της SOUS (Διεθνούς Σύμβασης περί Ασφαλείας κα, Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα), στους πίνακες ωρών εργασίας καθώς και για έλλειψη επαρκούς καθαρισμού στο μηχανοστάσιο και στη σήραγγα σωληνώσεων, οι δε προαναφερόμενες ελλείψεις και πλημμέλειες αποκαταστάθηκαν άμεσα, σύμφωνα και με την από 23.10.2003 πιστοποίηση του νηογνώμονα του πλοίου στο λιμάνι LJMUIDEN της Ολλανδίας, γ) κατά την επιθεώρησή του στο λιμάνι Norfolk της πολιτείας Virginia των ΗΠΑ στις 17-11-2003 διατυπώθηκαν παρατηρήσεις από τις οικίες λιμενικές αρχές που αφορούσαν στην εμφάνιση ρηγμάτων σε δέκα εξωτερικά ενισχυτικά (μπρακέτα) τοιχωμάτων των στομίων των υπ’ αριθ. 3,4,5,6 και φορτίου, στα κιγκλιδώματα στο κύριο κατάστρωμα, σε διαρροές θαλασσίου ύδατος σε τμήματα της κύριας μηχανής (στον αεραγωγό ψύξεως στον ψυκτικά αγωγό λίπανσης και στον 4ο κύλινδρο), καθώς και σε προβλήματα στις αντλίες πυρόσβεσης, εξαιτίας δε ιδιαίτερα των ανωτέρω ρηγμάτων, το πλοίο κρατήθηκε μέχρι την αποκατάστασή τους, η οποία έλαβε χώρα άμεσα και αφού επαναεπιθεωρήθηκε στις 10.12.2003 στο λιμάνι της Αμβέρσας από τον άνω Νηογνώμονα του πλοίου, πιστοποιήθηκε η συμμόρφωση του πλοίου με τις παραπάνω παρατηρήσεις, δ) κατά την επιθεώρησή του στο λιμάνι Hedland της Αυστραλίας στις 7.3.2005, διατυπώθηκαν έντεκα παρατηρήσεις από τις οικείες λιμενικές αρχές που αφορούσαν ελλείψεις σε μέτρα διάσωσης και πρόληψης ατυχήματος στις εγκαταστάσεις όρμισης, στις προωθητικές και βοηθητικές μηχανές σε θέματα ασφάλειας ναυσιπλοΐας με κυριότερη τη διαγνωσθείσα βλάβη στο δηζελοκινητήρα της αντλίας πυρόσβεσης ανάγκης, ελλείψεις και βλάβες που πάντως αποκαταστάθηκαν επίσης άμεσα, εκδοθέντος σχετικά του από 10.3.2005 πιστοποιητικού του ανωτέρω νηογνώμονα, ε) κατά την επιθεώρησή του από την εταιρεία «…» στο λιμάνι Xingang της Κίνας στις 27.3.2005, παρατηρήθηκε από την εν λόγω εταιρεία, διαρροή υδάτων από το κεκλιμένο της άνω πλευρικής δεξαμενής έρματος στο Νο 6 κύτος, πλημμέλεια που ομοίως επισκευάστηκε, όπως διαπιστώθηκε κατά την επαναεπιθεώρηση του πλοίου από την ίδια εταιρεία στις 9.7.2005 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, όπου γενικότερα διαπιστώθηκε η καλή συντήρηση των κυτών του. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ούτε η εσωτερική κατασκευή των κυτών του πλοίου ούτε η εν γένει αντοχή της μεταλλικής κατασκευής του αποτέλεσαν αντικείμενο των προδιαλαμβανομένων παρατηρήσεων. Σύμφωνα, επίσης με τις οικείες εκθέσεις περιοδικών επιθεωρήσεων του πληρώματος του πλοίου, που είχαν διεξαχθεί κατά το τελευταίο πριν το ναυάγιο τρίμηνο και υπογραφεί από τον Υποπλοίαρχο, η κατάσταση των διπυθμένων, των πλευρικών δεξαμενών και των κυτών του πλοίου ήταν καλή. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα κύτη του …, αυτά είχαν επιθεωρηθεί χωρίς καμία παρατήρηση τόσο από τον αλληλασφαλιστικό Οργανισμό του πλοίου στο Tubarao της Βραζιλίας στις 16-9-2005 όσο και κατά την ετήσια επιθεώρηση του νηογνώμονα του τον Ιούλιο του έτους 2005. Η απώλεια δε της αριστερής άγκυράς του, κατά τον απόπλου από το ναυπηγείο Cosco Zhoushan οτην Κίνα τον Ιανουάριο του έτους 2006, ήταν το αντικείμενο της μοναδικής εκκρεμούσης παρατήρησης (του Νηογνώμονα) κατά το χρόνο του ναυαγίου του ανωτέρω πλοίου, η οποία ωστόσο δεν το απέτρεψε να αποπλεύσει, καθόσον δεν το κατέστησε αναξιόπλοο. Κατόπιν τούτων, δεδομένου ότι την 3.5.2006 δεν εκκρεμούσαν επιθεωρήσεις ούτε παρατηρήσεις που να αφορούσαν την κλάση του πλοίου, αυτό πληρούσε κατά το χρόνο του ναυαγίου του, με βάση τόσο τα αφορώντα την κλάση του πιστοποιητικά όσο και τα ενδιάμεσα ισχύοντα πιστοποιητικά του προαναφερόμενου νηογνώμονα (LLOYDS REGISTER OF SHIPPING) τους προβλεπόμενους όρους αξιοπλοϊας, καθώς ήταν εφοδιασμένο με όλα τα απαιτούμενα από τη διεθνή νομοθεσία πιστοποιητικά, ευρισκόμενα εν ισχύ. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και το πόρισμα της από 11 Μαΐου 2009 κοινής έκθεσης των πραγματογνωμόνων … – τέως πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού και … Κ. … – ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού, που διορίστηκαν νόμιμα από την Πταισματοδίκη στα πλαίσια της διενεργούμενης προανάκρισης για το ένδικο περιστατικό, που απέδωσαν τη βύθση του πλοίου σε θραύση ή αποκόλληση τμήματος του εξωτερικού περιβλήματος στην περιοχή της αρ.8 διπύθμενης αριστερής δεξαμενής έρματος οφειλόμενη είτε σε υπέρμετρη συγκέντρωση εσωτερικών τάσεων στα κατασκευαστικά στοιχεία του αποκολληθέντος τμήματος, ενδεχομένως λόγω κακής φόρτωσης, σε συνδυασμό με την καταπόνηση του πλοίου σε πλευρική κάμψη και στρέψη, οφειλόμενη τόσο στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του πλου όσο και στην αντίξοη, σε σχέση με την κατεύθυνση του ανέμου, πλεύση του.
4) Οι καταθέσεις του … σχετικά με την προπεριγραφόμενη κατάσταση του πλοίου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα ο ίδιος είχε αναφέρει αρχικά στις Αρχές της Νότιας Αφρικής που διερευνούσαν τις συνθήκες ατυχήματος, τόσο κατά τις συνεντεύξεις των μελών του πληρώματος με τους πληρεξούσιους δικηγόρους και των ασφαλιστών και των πλοιοκτητών-διαχειριστών, οι οποίες μάλιστα έλαβαν χώρα σε δύο ημέρες ήτοι την 8 και 9 Μαίου 2006 και καταγράφηκαν με τη μορφή ένορκης βεβαίωσης την 11.5.2006, όπου διαβεβαίωνε για την καλή κατάσταση του πλοίου και την απουσία αξιοσημείωτων γεγονότων κατά τον τελευταίο πλου του. Ειδικότερα στην ως άνω ένορκη κατέθεσε «κατά τη διάρκεια των εργασιών βρισκόμουν συνεχώς στα κύτη φορτίου. Τα κύτη ήταν σε καλή κατάσταση και τα χρώματά τους ήταν σε καλή κατάσταση. Δεν παρατήρησα οποιαδήποτε σπασμένα πλαίσια ή οποιαδήποτε άλλη φυσική ζημία εντός των κυτών … πιστεύω ότι αν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με το πλοίο, θα το είχα μάθει»
5) Η εν λόγω κατάθεση έρχεται σε αντίθεση και με την ένορκη βεβαίωση που έδωσε την 9.1.2007 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Μανίλας Manuel Eduardo Carlos κοινή με τον … …, επίσης διασωθέντα από το ναυάγιο ναυτικό, με την οποία ανέφερε ότι τον Ιούλιο του 2006 επικοινώνησε μαζί του ο …, παρουσιαζόμενος ως ενεργών εκ μέρους των ασφαλιστών των ναυλωτών του πλοίου, και του ζήτησε να καταθέσει ότι το πλοίο είχε ένα πρόβλημα και ότι έπρεπε να ακολουθήσουν τις οδηγίες του για τη μορφή που θα έπαιρνε η κατάθεση κατά του πλοιοκτήτη, με αντάλλαγμα τους μισθούς του χρόνου που θα απαιτούνταν για να είναι διαθέσιμος για την κατάθεση και μέχρι την εκ νέου ναυτολόγησή του. Ότι ο ίδιος αντίστοιχα αρνήθηκε να δώσει τέτοια κατάθεση γιατί ήταν αντίθετη με την αλήθεια καθώς το πλοίο ήταν αξιόπλοο και δεν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα.
6) Η επίδικη κατάθεση κατά το περιεχόμενο που εκτέθηκε έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις καταθέσεις των άλλων διασωθέντων ναυτικών, οι οποίοι ομοίως έδωσαν καταθέσεις κατά την προανάκριση στη Νότια Αφρική, επίσης δε κατήγγειλαν τις απόπειρες του … να τους δελεάσει να καταθέσουν για την υποτιθέμενη κακή κατάσταση του πλοίου.
7) Επιπρόσθετα, η κατάθεση αυτή έρχεται σε αντίθεση με το με αριθμό … πρακτικό συμβιβασμού που ο ναύκληρος … υπέγραψε με την πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου με το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε την τέλεση οποιασδήποτε παράβασης από τους εναγόμενους των κανονισμών ασφαλείας του …
8) Περαιτέρω, η αναξιοπιστία του παρόμοιου περιεχομένου έτερης υπ’ αρ. … ένορκης βεβαίωση του … … επισημάνθηκε στις με αριθμούς 5040/2008 και 2888/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που επίσης διερευνούσαν την επίδικη βύθιση, όσο και στις υπ’ αριθ. 672/2010 και 673/2010 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιά, που επιπλέον έκριναν οτι δεν προέκυψε κανένα στοιχείο, που να κατατείνει προς την αποδοχή του ισχυρισμού περί κακής κατάστασης του κελύφους του πλοίου, λόγω παλαιότητας ή κακής συντήρησης. Στην με αριθμό 2888/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είχε κριθεί ότι δεν αποδείχθηκε η αναξιοπλοϊα του βυθισθέντος πλοίου εξαιτίας της πλημμελούς συντηρήσεως του και της παρεπόμενης παράλειψης ενημέρωσης του Νηογνώμονα αυτού ή του αρμόδιου επιθεωρητή ή οποιουδήποτε άλλου Οργανισμού πιστοποίησης ασφαλείας εκ μέρους των εναγόντων για την αναγκαιότητα επαρκών εργασιών συντήρησης και επισκευών, καθόσον δεν υπήρξαν στοιχεία περί της βεβαιωμένης ύπαρξης ελαττωμάτων, που καθιστούσαν την αντοχή της μεταλλικής κατασκευής του πλοίου επισφαλή για την ασφάλεια και τη ζωή των επιβαινόντων μελών του πληρώματος και περί υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόντων σχετικής με τη γνωστοποίηση των εν λόγω ελαττωμάτων στο Νηογνώμονα του πλοίου ή σε οποιονδήποτε αρμόδιο επιθεωρητή προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
9) Με τη με αριθμό 26047/6-4-2011 απόφαση του Δ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκαν αθώοι οι … …, … σύζυγος … και … της κατηγορίας για ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και πρόκληση ναυαγίου του πλοίου … από αμέλεια επειδή δεν αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο υπήρξε αναξιόπλοο, δηλαδή ότι έφερε κατασκευαστικά ή άλλα ελαττώματα εμφανή ή αφανή, συνεπεία έλλειψης ή ελλιπούς συντήρησης και τα οποία να συνετέλεσαν αιτιωδώς στο ένδικο ναυάγιο, αλλά αντίθετα το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ότι το πλοίο ήταν εφοδιασμένο με όλα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά αξιοπλοοίας, τα οποία ήταν εν ισχύει, γεγονός που αποδείκνυε την ικανότητα ασφαλούς πλεύσης αυτού και ότι ήταν συμμορφωμένο με όλες τις ενοποιημένες απαιτήσεις της Διεθνούς ΄Ενωσης Νηογνωμόνων (A.I.C.S.).
10) Το ανωτέρω συμπέρασμα περί του ψεύδους των επίμαχων καταθέσεων του ναύκληρου ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ο … … με την υπ’ αρ. 72314/24-11-2010 απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου των Φιλιππίνων που κατέστη αμετάκλητη καταδικάστηκε να καταβάλει στην εταιρεία πρακτόρων ανεύρεσης πληρωμάτων με την επωνυμία … …, που τον είχε προσλάβει με σύμβαση ναυτικής εργασίας, ως πλήρωμα του …, αποζημίωση για την προσβολή της φήμης της λόγω της συκοφαντικής δυσφήμησής της, διότι με την ως άνω ψευδή κατάθεσή του για την οποία έλαβε χρηματικό αντάλλαγμα, προκάλεσε βλάβη στη φήμη της ως άνω εταιρείας. Περαιτέρω, με την από 29 Μαρτίου 2010 απόφαση της Διοικητικής Αρχής Εργασίας των υπηκόων των Φιλιππίνων, στο εξωτερικό που έκρινε ως ψευδή την ίδια κατάθεση του επιβλήθηκε απαγόρευση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος για δύο έτη.
- Με τις με αριθμούς … και … ένορκες βεβαιώσεις του ίδιου του … … ενώπιον του Έλληνα Προξένου στη Μανίλα, ο ίδιος παραδέχεται ότι οι από 9-2-2007, 13-2-2007 και 25-7-2007 καταθέσεις του ήταν ψευδείς και είχαν κατασκευαστεί από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, μέσω των υπαλλήλων τους, που ενεργούσαν από κοινού και σε συνεννόηση με τους Άγγλους δικηγόρους τους χωρίς ο ίδιος (… …) να έχει άλλη συμμετοχή στην κατάρτισή τους, πέραν της εν γνώσει της αναλήθειας τους υπογραφής τους και ότι οι πληρωμές των κάτωθι αναφερόμενων ποσών 25.000 δολλαρίων ΗΠΑ και 15.000 περίπου ευρώ προς αυτόν από τους ασφαλιστές και τους δικηγόρους τους έγιναν, με αποκλειστικό σκοπό να του προκαλέσουν την απόφαση να δώσει ενόρκως τις ως άνω ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά με τις συνθήκες του ναυαγίου και την κατάσταση του πλοίου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αυτές εναντίον των εναγόντων σε διάφορες αστικές και ποινικές δίκες.
Από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι οι ως άνω από 9-2-2007, 13-2-2007 και 25-7-2007 μαρτυρικές καταθέσεις του ναύκληρου … … ήταν ψευδείς κατά τα σημεία που ανωτέρω αναφέρθηκαν και έδωσε τις προαναφερόμενες καταθέσεις στην Αθήνα και στον Πειραιά, εν γνώσει της αναλήθειας των περιλαμβανόμενων σε αυτές προαναφερόμενων ισχυρισμών του περί της αναξιοπλοϊας του πλοίου, εν γνώσει των πλοιοκτητών και της παρέμβασης του … ενώ επίσης αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος, λόγω των καταβολών των κάτωθι αναλυτικά αναφερόμενων χρηματικών ποσών προς αυτόν, μετέβαλε το περιεχόμενο των αρχικών από 8-5-2006, 18-7-2006 και 9-1-2007 μαρτυρικών καταθέσεων του περί των συνθηκών επέλευσης του ναυαγίου και της καταστάσεως του ήδη βυθισθέντος πλοίου και έδωσε τις προαναφερόμενες καταθέσεις στην Αθήνα και στον Πειραιά, εν γνώσει της αναλήθειας των περιλαμβανόμενων σε αυτές προαναφερόμενων ισχυρισμών του. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από το περιεχόμενο των προαναφερόμενων ψευδών καταθέσεων του ναύκληρου … … συνάγεται ότι αυτές έχουν συνταχθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συμπορεύονται και να συντείνουν στη θεμελίωση των προπαρατιθέμενων στο δικόγραφο των «Τροποποιημένων Σημείων Άμυνας και Ανταπαίτηση» ισχυρισμών των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου (όπου και προσκομίσθηκαν τον Αύγουστο του 2007, με τις άνωθεν αναλυτικά αναφερόμενες προσθήκες) περί αναξιοπλοϊας του ως άνω βυθισθέντος πλοίου, οι οποίοι (ισχυρισμοί) σχετίζονται αφενός με τα επικαλούμενα από τους εναγόμενους ασφαλιστές ελαττώματα, που στοιχειοθετούσαν την κακή κατάσταση του πλοίου και ήταν γνωστά στους ενάγοντες … … και … και τις σχετικές πλημμελείς επισκευές που δεν ανακοινώθηκαν στον Νηογνώμονα και στις λοιπές αρμόδιες αρχές και αφετέρου με την επικαλούμενη από τους εναγόμενους ασφαλιστές παρέμβαση του ενάγοντος … προς τα διασωθέντα μέλη του πληρώματος, προκειμένου να μην αποκαλύψουν αυτοί στις αρχές την κακή κατάσταση του πλοίου και δη ούτε τις διαρροές στις δεξαμενές ούτε τις επισκευές που έγιναν στα κύτη φορτίου στην Κίνα,
Σύμφωνα με όσα διαδραματίστηκαν κατά την διαδικασία της υποχρεωτικής παροχής πληροφοριών και στοιχείων από τον ένα διάδικο στον άλλο, στα πλαίσια της δίκης της Αγγλίας, όπως αυτά ανωτέρω εκτέθηκαν αποκαλύφθηκε ότι ο … … είχε λάβει χρήματα, υπό τη μορφή καταβολής εξόδων και αποζημίωσης, από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, που ενεργούσαν μέσω των εναγόμενων στελεχών υπαλλήλων τους τους και των ως άνω πληρεξουσίων δικηγόρων τους, προκειμένου να δώσει τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις και δη έλαβε τμηματικά τα το συνολικό ποσό των 25.000 δολλαρίων και των 15.000 ευρώ. , από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες και του ζήτησαν, μέσω των υπαλλήλων τους και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους να καταθέσει περί της δήθεν κακής κατάστασης του πλοίου και των προτροπών του …, προκειμένου να αντικρούσουν την αγωγή της πλοιοκτήτριας εταιρείας και να αποφύγουν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Ειδικότερα, και τις παραδοχές των εναγόμενων στη διαδικασία αυτή, τον Σεπτέμβριο του 2006 συμφώνησαν να πληρώσουν το κόστος του … για να κάνει μια συνέντευξη στις Φιλιππινες με τον τοπικό ανταποκριτή του αλληλασφαλιστικού οργανισμού που χρησιμοποιούσαν οι εναγόμενοι με την επωνυμία … …, ενώ παράλληλα άλλο χρηματικό ποσό για τη συνέντευξη αυτή πληρώθηκε από τα συμφέροντα του φορτίου. Η συνέντευξη αυτή δε, δόθηκε στον κ. … που ενεργούσε για λογαριασμό της …, χωρίς την παρουσία έτερου ατόμου από την πλευρά των ασφαλιστών. Επίσης τον Οκτώβριο του 2008, μετά από επικοινωνία του … με μέλος της οικογένειας του πρώην μηχανικού του …, το οποίο προσέγγισε την … έγιναν διευθετήσεις μεταξύ της ως άνω δικηγορικής εταιρείας και του … προκειμένου να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να του πάρει συνέντευξη ο κ. …, δικηγόρος της … που εκπροσωπεί τους ασφαλιστές για την υπόθεση της βύθισης του σκάφους καταβάλλοντας και τα ποσά που ανωτέρω αναφέρθηκαν και αποτέλεσμα των διευθετήσεων αυτών ήταν η έλευση του … στην Ελλάδα, όπου έδωσε και τις καταθέσεις της 9.2.2007 και 13.2.2007. Εν συνεχεία ο … παρέμεινε στην Ελλάδα προκειμένου να καταθέσει στην Ελληνική Δικαιοσύνη σε σχέση με τη διαδικασία που αφορούσε το ναυάγιο, διαδικασία η οποία καθυστέρησε. Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή δεν αφορούσε άμεσα τους ασφαλιστές οι τελευταίοι δέχθηκαν να καλύψουν εκείνοι τα έξοδα του …. Τον Μαιο του 2007 φέρεται ο … να ζήτησε με δική του πρωτοβουλία να επανέλθει στην Ελλάδα, για να δώσει νέα κατάθεση πάλι με έξοδα των ασφαλιστών. Το ταξίδι αυτό έγινε στις 14.7.2007 και ο … παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι την 26 Ιουλίου 2007, με σκοπό να δώσει μια μαρτυρική κατάθεση σε απάντηση των αποδείξεων που είχε συγκεντρώσει η πλοιοκτήτρια και έπρεπε να είναι διαθέσιμος κατά το χρονικό διάστημα που ήταν απαραίτητο για την προετοιμασία της κατάθεσης. Η συνέντευξη με τον … και την A…. των … … έλαβε χώρα την 18.7.2007 και η κατάθεση υπογράφηκε την 25.7.2007. Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα συνάγεται ότι οι πρώτες επαφές με τον … έγιναν μέσω του … και ότι κατά τη σύνταξη των ένορκων καταθέσεών του στην Ελλάδα, ήταν πάντα παρών ο δικηγόρος των εναγομένων κ. …, ο οποίος προετοίμαζε τον … για τις καταθέσεις του. Το τελευταίο δε ταξίδι του … στην Ελλάδα έγινε αποκλειστικά και μόνο για την προετοιμασία της ένορκης κατάθεσης με την οποία αντικρούει την κατάθεση του κ. … κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και έχει αποσυνδεθεί τελείως με τη διαδικασία ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων. Με τα ως άνω καθίσταται σαφές, ότι η σύνταξη των επίδικων καταθέσεων οφείλεται σε σχετική πρωτοβουλία των εναγομένων μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με αποκλειστικό σκοπό την αντίκρουση της αγωγής στην Αγγλία.
Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους αποδέχονται ότι οι ένορκες καταθέσεις του … είναι αναξιόπιστες, ισχυρίζονται όμως ότι αφενός δεν γνώριζαν ότι ήταν ψευδείς αφού έλαβαν γνώση της ένορκης κατάθεσης του … που είχε δώσει τον Ιανουάριο του 2007 στις Φιλιππίνες και στην οποία ανέφερε ότι ο … τον είχε προσεγγίσει προκειμένου να καταθέσει ότι το ναυάγιο οφειλόταν σε πρόβλημα του πλοίου, έναντι πληρωμής, πράγμα το οποίο αρνήθηκε επειδή το πλοίο ήταν αξιόπλοο, μετά τη λήψη των επίμαχων μαρτυρικών καταθέσεων αφετέρου ότι δεν ήταν το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που είχαν προκειμένου να αντικρούσουν την αγωγή της ενάγουσας στα Αγγλικά Δικαστήριο και κατά τρίτο λόγο ότι οι χρηματικές καταβολές προς τον … είχαν τη μορφή αποζημίωσης για την διαμονή του στην Ελλάδα και για την απασχόλησή του και όχι τη μορφή του ανταλλάγματος προκειμένου να αλλάξει τις αρχικές καταθέσεις του. Οι ως ανω ισχυρισμοί των εναγομένων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και τούτο διότι οι εναγόμενοι δεν είχαν λάβει μεν γνώση της κατάθεσης του … στις Φιλιππίνες γνώριζαν όμως ότι στην από 9-5-2006 κατάθεσή του ενώπιον του εκπροσώπου του κράτους της σημαίας του πλοίου και των πλοιοκτητών που ερευνούσαν το συμβάν, είχε αποδώσει τη βύθιση του πλοίου στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ενώ στην από 11 Μαίου 2006 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του συμβολαιογράφου στο Durban της Νοτίου Αφρικής κ. Nickeshnan Pillay δεν ανέφερε ότι υπήρχε ελάττωμα στο πλοίο, αλλά και πάλι απέδωσε το συμβάν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Επίσης, γνώριζαν, αφού εκπροσωπούνταν και συμμετείχαν στις διαδικασίες στη Νότια Αφρική, αμέσως μετά το ναυάγιο, ότι κατά την συνέντευξη που έδωσε ο … … στις 8, 9 και 10 Μαϊου 2006, ενώπιον των εκπροσώπων των πλοιοκτητών και των ασφαλιστών, του αλληλασφαλιστικού οργανισμού του … …), της … και των λοιπών αρμοδίων αρχών του κράτους σημαίας του πλοίου, αυτός (ναύκληρος), ερωτηθείς εάν έγιναν οποιεσδήποτε επισκευές στα κύτη φορτίου, όταν το πλοίο βρίσκονταν στο Κινέζικο ναυπηγείο ή οποιαδήποτε ζημιά στα κύτη φορτίου, απάντησε ότι εξ όσων γνώριζε, δεν έγιναν επισκευές και δεν είδε κάποια ζημιά στα κύτη φορτίου, όταν αυτά καθαρίστηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου κενού φορτίου και πριν την φόρτωση του, όπως προκύπτει ως προς το περιεχόμενο της συνέντευξης από την από 20-9-2007 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Carl Friedrich Pohl στο Cape Town, του δικηγόρος Craig Neil Cunningham. Επιπροσθέτως, ο δικηγόρος …, που ήταν επίσης παρών στις ανωτέρω συνεντεύξεις για λογαριασμό των πλοιοκτητών, στην από 26-9-2007 έγγραφη δήλωσή του, αναφέρει ότι σε ερώτηση, που έκανε στο ναύκληρο … … στις 8-5-2006 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, σχετικά με τον καθαρισμό των κυτών φορτίου που είχε γίνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κενού φορτίου προς την Βραζιλία και σχετικά με την κατάσταση των κυτών φορτίου, ο ναύκληρος ανέφερε ότι δεν είδε κάποιο σπασμένο νομέα στα κύτη φορτίου, περιέγραψε τις εργασίες βαφής στα κύτη φορτίου σαν καινούργιες και είπε ότι ήταν σε αυτή την κατάσταση, πριν μπει το πλοίο για επισκευές σε ένα κινέζικο ναυπηγείο, καθώς και ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε καλή κατάσταση. Επιπλέον, ο … αναφέρει ότι ο ναύκληρος … …, ερωτηθείς στις 9-5-2006 από το δικηγόρο των ασφαλιστών … σχετικά με την κατάσταση του πλοίου, απάντησε ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά, καθώς και ότι σε ερώτηση του ιδίου εάν υπήρχαν οποιαδήποτε προβλήματα με τις δεξαμενές έρματος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Κίνα προς τη Βραζιλία, ο ναύκληρος απάντησε ότι δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα. Ομοίως, ο … επιβεβαίωσε ότι ούτε ο … ούτε οποιοσδήποτε άλλος επενέβη σε οποιοδήποτε στάδιο, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, ούτε ο … κατεύθυνε ή έλεγχε με κάποιο τρόπο τη συμπεριφορά του ναύκληρου κατά τη συνέντευξη, αλλά ότι ο ναύκληρος απάντησε τις ερωτήσεις που του έκαναν με εντιμότητα και ευθύτητα.
Περαιτέρω, οι εναγόμενοι όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που αντάλλαξαν μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρους τους με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας αλλά και με τις αρχικές προτάσεις τους, ως αμυντικό ισχυρισμό είχαν προτάξει την αναξιοπλοία του σκάφους η οποία ήταν εν γνώσει των εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας, και την ανάπτυξη παράνομης πρακτικής από την διαχειρίστρια συνιστάμενη στο να μην ανακοινώνει τα ελαττώματα του σκάφους στις αρμόδιες αρχές ώστε να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις και επισκευές. Ο πυρήνας των ισχυρισμών αυτών δεν μεταβλήθηκε με τις τροποποιημένες προτάσεις τους, πλην όμως όπως προκύπτει από την ανωτέρω συνοπτική παράθεση των κειμένων των δύο δικογράφων αυτά βασίζονται στην επίκληση τελείως διαφορετικών περιστατικών προς θεμελίωση του. Συγκεκριμένα το κείμενο των τροποποιημένων προτάσεων βασίζεται στις επίδικες καταθέσεις. Η ιδιαίτερη αξία δε των καταθέσεων αυτών, ως αποδεικτικό μέσο το οποίο προσκομίζουν οι εναγόμενοι έγκειται στο ότι αυτές προέρχονται από αυτόπτη μάρτυρα, που επέζησε του ναυαγίου και με δεδομένη την αδυναμία διενέργειας πραγματογνωμοσύνης στο ίδιο το σκάφος, λόγω του βάθους στο οποίο βρίσκεται αυτό, που θα αποτελούσε το μοναδικό ασφαλές κριτήριο προκειμένου να διαγνωσθούν οι αιτίες της βύθισής του, συνιστούν υπό την έννοια αυτή το μόνο αποδεικτικό μέσο που προσκομίζουν για να αποδείξουν την κατ αυτούς αναξιοπλοοία του σκάφους κατά τον τελευταίο πλου. Επιπλέον ως μαρτυρία μέλους του πληρώματος είναι το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που προσκομίζουν προκειμένου να συνδεθούν τα αναφερόμενα ελαττώματα του πλοίου με την γνώση και την υπαιτιότητα των εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας. Οι ως άνω καταθέσεις δε αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι εναγόμενοι για να θεμελιώσουν δόλια συμπεριφορά των εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας προς απόκρυψη των ελαττωμάτων του πλοίου που οδήγησαν στη βύθισή του και μετά το ναυάγιο και να ενισχύσουν τον ισχυρισμό τους περί γνώσης των ελαττωμάτων του πλοίου από τα ίδια άτομα.
Τέλος, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός τους ότι τα καταβληθέντα στον … ποσά συνιστούσαν αποζημίωση βάσει του τιμοκατάλογου της ρήτρας SCOPIC στο πλαίσιο της καταβολής των εξόδων και της εύλογης αποζημίωσής του για τη μετάβαση και παραμονή του ως άνω μάρτυρα στην Ελλάδα για κάποιο χρονικό διάστημα, προς το σκοπό διερεύνησης της υπόθεσης εκ μέρους των ασφαλιστών, υπό την έννοια ότι τα καταβληθέντα σε αυτόν ποσά κρίνονται από το παρόν Δικαστήριο υπερβολικά σε σχέση με τα δεδομένα της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης … ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, το ύψος της εύλογης αμοιβής πρέπει να κριθεί με αναφορά στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση του ως άνω μάρτυρος και τις αποδοχές που αυτός λάμβανε από την εργασία του ως ναύκληρος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι αυτός εξετάσθηκε ως απλός μάρτυρας, που μετέφερε το βίωμα του από το ναυάγιο του πλοίου “…” και όχι ως ειδικός, που κατέθετε βάσει ειδικών (τεχνικών) γνώσεων (expert witness). Συγκεκριμένα, οι μηνιαίες αποδοχές του … …, κατά το χρόνο του τελευταίου μήνα της εργασίας του στο βυθισθέν πλοίο, ανέρχονταν στο ποσό των 1.674 δολλαρίων ΗΠΑ, άλλως 50 δολλαρίων ΗΠΑ περίπου ημερησίως, όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. 312/2007 πρακτικό συμβιβασμού που υπογράφηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων του ως άνω ναύκληρου αφενός και της πλοιοκτήτριας εταιρείας και διαχειρίστριας εταιρείας αφετέρου. Επομένως δεν ήταν εύλογη η καταβολή σε αυτόν ποσού 750 δολλαρίων ΗΠΑ ημερησίως ως έξοδα μετάβασης στην Ελλάδα και εύλογη αποζημίωσή του για την παραμονή του στη χώρα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων περί νόμιμης και εύλογης αποζημίωσης του … … με βάση τον τιμοκατάλογο της ρήτρας SCOPIC, που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις επιθαλάσσιας αρωγής, ήτοι σε τελείως διαφορετική από την κρινόμενη. Σημειώνεται ότι, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης … ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι πληρωμές των ανωτέρω ποσών στον … … έγιναν εν μέρει με εμβάσματα σε τραπεζικό λογαριασμό της συζύγου του, τα οποία έγιναν από το δικηγόρο … και εν μέρει με μετρητά που του δόθηκαν στο γραφείο της δικηγορικής εταιρείας … στον Πειραιά.
Εξάλλου, την κατά τα ανωτέρω εκ μέρους των εναγομένων κατασκευή των αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεων …) και τον κίνδυνο αποκάλυψης του γεγονότος αυτού, στα πλαίσια του Discovery, επιβεβαιώνει και το γεγονός του τελικού συμβιβασμού των διαδίκων μερών και την περάτωση των δικαστικών διαδικασιών στην Αγγλία με την πλήρη και ολοσχερή καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ο οποίος έλαβε χώρα στις 13-12-20087 μεταξύ των εναγόμενων ασφαλιστών και της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρείας, ενώ ακόμα συνεχιζόταν η διαδικασία του discovery και με την από 7.12.2007 διαταγή του Δικαστή του ανώτερου Δικαστρίου του …, οι εναγόμενοι έπρεπε μέχρι την 21 Δεκεμβρίου 2007 να επιδείξουν/αποκαλύψουν τα έγγραφα από τα οποία προέκυπταν τα αιτήματα εκ μέρους του ναύκληρου ή εκ μέρους τους για πληρωμή, τα έγγραφα από τα οποία προέκυπταν οι πληρωμές που έγιναν προς το ναύκληρο ή προς τρίτους για λόγαριασμό του, περιλαμβανομένων των πληρωμών σχετικών με τα έξοδα ταξιδίου του και διάφορες αιτήσεις για βίζα μαζί με τις αιτήσεις αυτές, και όλη την αλληλογραφία με τους πράκτορες πληρωμάτων σχετικά με τις διευθετήσεις που έγιναν προκειμένου να μπορέσει ο ναύκληρος να ταξιδέψει και να εισέλθει στην Ελλάδα. Ετσι με την κλιμάκωση της διαδικασίας αυτής στα πλαίσια της οποίας πλέον απαιτούνταν και επίδειξη εγγράφων πληρωμών, οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν τις απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οδηγήθηκαν στον προαναφερόμενο συμβιβασμό, διότι θεώρησαν ότι είναι η καλύτερη λύση, μετά την ανταλλαγή των τεχνικών εκθέσεων των διαδίκων μερών, στο πλαίσιο της δικαστικής αντιδικίας στην Αγγλίας, το Νοέμβριο του 2007, ειδικά ενόψει της κατατεθείσας από την πλοιοκτήτρια εταιρεία της πραγματογνωμοσύνης του … (υψηλόβαθμου επιθεωρητή και μέλους της εκτελεστικής επιτροπής του Αγγλικού Νηογνώμονα ως το 2006), στην οποία αναφερόταν ότι οι επισκευές πάνω στο πλοίο είχαν μεν εκτελεστεί χωρίς την ενημέρωση του Νηογνώμονα, όπως προέκυπτε από τις περιγραφές των δικών τους τεχνικών συμβούλων, αλλά αυτές δεν θα επηρέαζαν την κλάση του πλοίου, πράγμα που συντέλεσε στη λήψη της απόφασής τους να προχωρήσουν εντέλει στον συμβιβασμό. Εντούτοις, ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, που -κατά τους ισχυρισμούς των εναγόμενων- διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απόφασή τους να καταβάλουν τελικά την ασφαλιστική αποζημίωση, κατόπιν του ως άνω συμφωνητικού συμβιβασμού, ο ως άνω πραγματογνώμονας … αναφέρει ότι αναφορικά με τις ισχυριζόμενες από τους εναγόμενους παραβάσεις που σχετίζονται με ελαττώματα στην κατασκευαστική δομή του πλοίου, δεν έχει δει επαρκή στοιχεία, ώστε να είναι σίγουρος για την αιτία, το μέγεθος ή την ακριβή θέση της ζημίας ή τη φύση των επισκευών που πραγματοποιήθηκαν και ότι με βάση τα στοιχεία που είδε, έκρινε ότι σε τρεις από τις ισχυριζόμενες περιπτώσεις, υπήρχαν πιθανές παραβάσεις των Κανονισμών της Κλάσης. Εντούτοις, θεωρεί ότι καθεμία από τις παραβάσεις αυτές ήταν ασήμαντη, διότι δεν θα έθετε το πλοίο ή οποιοδήποτε πρόσωπο επί του πλοίου σε σημαντικά αυξημένο κίνδυνο και ότι η αναληφθείσα δράση θα ήταν σύμφωνη με το Lloyd΄s Register, εάν τα περιστατικά είχαν αναφερθεί, κανένα δε από αυτά δεν θα οδηγούσε σε αναστολή ή ανάκληση της κλάσης, συμπληρώνει δε ότι οι υπόλοιπες περιπτώσεις, που αφορούν την αντικατάσταση κατεστραμμένων εξαρτημάτων μηχανημάτων, για τις οποίες ο πλοιοκτήτης αναγνώρισε την ύπαρξη του ελαττώματος ή της ζημίας, δεν ήταν κατά τη γνώμη του παραβάσεις των Κανονισμών της Κλάσης και ότι δεν είδε καμία απόδειξη παράβασης των Κανονισμών της Κλάσης κατά τη διάρκεια της Ειδικής Επιθεώρησης του 2004. Αντιθέτως, αναφορικά με τις περιλαμβανόμενα στις καταθέσεις του ναύκληρου …, αναφέρει ότι εφόσον αποδειχθούν αποτελούν βαρύτατες παραβάσεις της πλοιοκτήτριας σε βάρος του νηογνώμονα ,καθόσον αφορούν σε ελαττώματα που έπρεπε να του γνωστοποιηθούν οι δε εργασίες να γίνουν υπο την επίβλεψη του
Η κατάθεση αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εναγόμενων, κατά την ανταλλαγή μαρτυρικών καταθέσεων, προς αντίκρουση της αγωγής της πλοιοκτήτριας κατά αυτών ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, κατά τα
ανωτέρω εκτεθέντα, ενώ έγινε χρήση αυτής και ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, από τους εκεί ενάγοντες, … … κλπ (συγγενείς των αποβιωσάντων Ελλήνων ναυτικών του πλοίου) κατά την εκδίκαση της αγωγής των κατά των πρώτης, έβδομης, όγδοου, δεκάτης τέταρτης και δέκατου των εδώ εναγόντων και αποτέλεσε περιεχόμενο των από 2.8.2007 τροποποιημένων προτάσεων, των εναγομένων, στα πλαίσια της δίκης, μεταξύ της πλοιοκτήτριας και των ασφαλιστών του πλοίου. Ετσι στα δικόγραφα ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου περιελήφθη ο ισχυρισμός ότι το πλοίο «…» εστάλη στη θάλασσα αναξιόπλοο κατά την έναρξη του τελευταίου ταξιδιού του, με τη γνώση και την αποδοχή των εναγόντων … … και …, που ήταν κατά το χρόνο αυτό νόμιμοι εκπρόσωποι (διοικητικά στελέχη) της πλοιοκτήτριας εταιρείας …… και της διαχειρίστριας εταιρείας OME, οι οποίοι αδιαφορούσαν εγκληματικά για τις επιπτώσεις της αναξιοπλοϊας αυτής, που οφείλονταν σε ελαττώματα του πλοίου, τα οποία τα ανωτέρω πρόσωπα απέκρυψαν από το Νηογνώμονα και τις λοιπές αρμόδιες αρχές και ιδίως το πρόβλημα διαρροής στις δεξαμενές διπυθμένων λόγω της ύπαρξης φθορών και ρωγμών που οδήγησε αιτιωδώς στην επέλευση του ναυαγίου, όπως το πρόβλημα αυτό περιγράφεται αναλυτικά στα δικόγραφα των τροποποιημένων και αποδεικνύεται με τις ως άνω καταθέσεις του ναύκληρου … αλλά και ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων … παρενέβη κατά την εξέταση των διασωθέντων μελών του πληρώματος από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τις συνθήκες του ναυαγίου, προκειμένου να τα εμποδίσει να καταθέσουν την αλήθεια σχετικά με την κακή κατάσταση του πλοίου), προς απόδειξη των οποίων (ισχυρισμών) προσκομίσθηκαν ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου οι προαναφερόμενες ψευδείς καταθέσεις του ναύκληρου …, που καταρτίσθηκαν όλες στην Ελλάδα, κατόπιν εντολής των εναγόμενων προστηθέντων των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Οι ως άνω ισχυρισμοί συνιστούν ψευδή και δυσφημιστικά για τα πρόσωπα των ως άνω εναγόντων γεγονότα, τα οποία οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες ισχυρίστηκαν και διέδωσαν ενώπιον τρίτων και συγκεκριμένα ενώπιον των Άγγλων Δικαστών και Υπαλλήλων των Αγγλικών Δικαστηρίων, όπου προσκομίσθηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα και οι ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις, καθόσον αυτοί θεωρούνται τρίτοι, διότι στην έννοια του τρίτου κατά τις διατάξεις των άρθρων 363-362 ΠΚ διαλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (βλ. σχ. ΑΠ 611/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1362/2000 ΠοινΧρ ΝΑ/518, ΑΠ 1091/1988 ΠοινΧρ 1989/61). Επισημαίνεται ότι οι ως άνω οι ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις του ναύκληρου … ελήφθησαν κατά τα ανωτέρω κατόπιν χρηματικού ανταλλάγματος προαναφερόμενο χρηματικό αντάλλαγμα για τη χορήγηση και συνεπώς, αποτελούν προϊόν παράνομης και υπαίτιας πράξης, ενώ αντιβαίνει και στα χρηστά ήθη και στις αρχές της καλής πίστης, που διέπουν τη διεξαγωγή οποιασδήποτε δίκης. Περαιτέρω, τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ήταν αντικειμενικά πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω εναγόντων, όπως και πράγματι τους έβλαψαν, καθόσον μέσω αυτών των ισχυρισμών, εμφανίζονται οι ως άνω ενάγοντες στα ανωτέρω τρίτα πρόσωπα, ως άτομα που διαπράττουν άδικες πράξεις σε βάρος όχι μόνο των ασφαλιστών, αλλά και του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου και των συγγενών τους, καθώς και των αρμοδίων αρχών, όπως ο Νηογνώμονας και οι λιμενικές αρχές του κράτους της σημαίας του πλοίου, τις οποίες εξαπατούν με την ηθελημένη απόκρυψη των ελαττωμάτων του πλοίου. Παρά ταύτα, οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρίες, δια των εναγόμενων προστηθέντων τους, χορήγησαν, μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στο ναύκληρο τα χρηματικά ποσά, προκειμένου αυτός να μεταβάλει το περιεχόμενο των αρχικών καταθέσεων του και να καταθέσει τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά ήτοι τα φερόμενα προβλήματα διαρροής του πλοίου, την ύπαρξη ρωγμών που διαπίστωσαν ο … και έτερος θανών ναυτικός την οποία ανέφεραν στον Υποπλοίαρχο του πλοίου και διαπιστώθηκε από τον Επιθεωρητή του πλοίου της πλοιοκτήτριας κ. …, την έλλειψη υδατοστεγανότητας στις δεξαμενές διπλού πυθμένα. Επιπλέον δε να καταδείξει αφενός τα ελαττώματα αυτά ως αιτία του ναυαγίου και αφετέρου την αθέμιτη παρέμβαση του …. Η πρόθεση των εναγόμενων ήταν να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω εναγόντων, η προσβολή δε αυτή ήταν σημαντική, ενώ οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι οι ως άνω αναληθείς ισχυρισμοί τους ήταν πρόσφοροι να μειώσουν την υπόληψη και την τιμή των ως άνω εναγόντων και εντεύθεν να προσβάλουν την προσωπικότητά τους, την οποία και πράγματι προσέβαλαν. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι μέσω των προτάσεών τους δεν εκφράζονται απλές υπόνοιες ή επιχειρήματα σχετικά με την αναξιοπλοϊα του πλοίου, αλλά διατυπώνεται ισχυρισμός περί γνώσης των ως άνω εναγόντων για την αναξιοπλοϊα, που εδράζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (αυτά που κατατέθηκαν από το ναύκληρο …), τα οποία φέρεται ότι έγιναν γνωστά στους … … και … από το μηχανικό … … και ενισχύονται από έτερους ισχυρισμούς περί πλαστογράφησης εγγράφων και λοιπών αθέμιτων και παράνομων πράξεων των ως άνω εναγόντων.Από τις πράξεις των ως ανω ασφαλιστικών εταιρειών, δια των ως άνω εναγόμενων προστηθέντων τους, προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψη των … … αλλά και του …, τόσο με την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας εταιρείας, όσο και ατομικά ως επαγγελματίες με δραστηριότητα στον τομέα της ναυτιλίας, αφού διασύρθηκαν τόσο ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, όπου προσκομίσθηκαν τα δικόγραφα των τροποποιημένων προτάσεων σε συνδυασμό με τις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του ναύκληρου …, όσο και στους οικείους κύκλους της ασφαλιστικής και ναυτιλιακής αγοράς όπου έγιναν γνωστοί οι ως άνω διατυπωθέντες ισχυρισμοί περί άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας τους με τη χρήση της αθέμιτης επιχειρηματικής πρακτικής, κατά την οποία απέκρυπταν από το Νηογνώμονα τα ελαττώματα του πλοίου, προκαλώντας έτσι το ναυάγιο του πλοίου «…» και κατ’ αυτό τον τρόπο κατέστησαν ύποπτοι στον επαγγελματικό τους χώρο αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, ότι μετέρχονται ανέντιμες και παράνομες μεθόδους στην άσκηση του επαγγέλματος τους, πολλώ δε μάλλον, εφόσον αμφότεροι εντέλει κατηγορήθηκαν για την πρόκληση ανθρωποκτονίας από αμέλεια καθώς και για την πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια λόγω των ελαττωμάτων του πλοίου, κατηγορία από την οποία εντέλει απαλλάχθηκαν με την ανωτέρω δικαστική απόφαση. Η προσβολή αυτή των ως άνω εναγόντων εκ μέρους των εναγόμενων ήταν υπαίτια, διότι οι τελευταίοι γνώριζαν ότι οι προστιθέμενοι στο δικόγραφο των τροποποιημένων προτάσεων τους ανωτέρω ειδικότερα αναλυόμενοι ισχυρισμοί, που στηρίχθηκαν στις ως άνω ψευδείς καταθέσεις του ναύκληρου …, ήταν αναληθείς και αβάσιμοι και ότι τα αναφερόμενα στο εν λόγω δικόγραφο ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω εναγόντων – φυσικών προσώπων, στους οποίους αναφέρονται ονομαστικά και να προσβάλουν την προσωπικότητά τους ως ατόμων και ως μελών του κοινωνικού συνόλου. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι από τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς των εναγόμενων προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψη, καθώς και η προσωπικότητα των λοιπών εναγόντων – φυσικών προσώπων, ως εκπροσώπων της πρώτης και έβδομης ενάγουσας – πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας εταιρείας αντίστοιχα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ονομαστική αναφορά σε αυτούς στο δικόγραφο των ως άνω τροποποιημένων προτάσεων, πλην των εναγόντων … και …, οι λοιπές δε αναφορές συνδέονται μόνο με τα νομικά πρόσωπα των ως άνω εταιρειών, χωρίς να μπορεί να συναχθεί μόνον από αυτό ότι εξαιτίας της υφιστάμενης σε αυτά (νομικά πρόσωπα) αναφοράς προξενείται και άμεση βλάβη στα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα – νομίμους εκπροσώπους για τους εξής λόγους: Από τα ως άνω δικόγραφα προκύπτει ευθέως ο προσδιορισμός από τους εναγόμενους των πληττόμενων προσώπων εκ των νομίμων εκπροσώπων των ως άνω εταιρειών, ως αυτών που φέρεται ότι είχαν γνώση των ελαττωμάτων του πλοίου και απέκρυψαν αυτά από τις αρμόδιες αρχές και έτσι κατέστησαν υπαίτιοι του ναυαγίου, εξ αντιδιαστολής δε συνάγεται ότι η γνώση αυτή δεν επιρρίπτεται από τους εναγόμενους στα λοιπά φυσικά πρόσωπα, που ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι των ως άνω νομικών προσώπων κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα, κατόπιν τούτων δε αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσα βλαπτόμενοι από τις προαναφερόμενες πράξεις των εναγόμενων. Περαιτέρω, ενόψει του είδους, της βαρύτητας και των συνθηκών της προαναφερόμενης προσβολής, του τόπου και του χρόνου, του τρόπου και του μέσου με τα οποία τελέσθηκε, της υπαιτιότητας των εναγόμενων, του μεγέθους της βλάβης των εναγόντων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να επιδικασθεί στους ως άνω ενάγοντες, ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ για τον … … και στο ποσό των 70.000 ευρώ για τον …, εις ολόκληρον από τους εναγόμενους έκαστης αγωγής.
Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόμενων φυσικών προσώπων περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προέκυψε ότι αυτοί ήταν τα πρόσωπα, στα οποία είχαν ανατεθεί από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες όλες οι αρμοδιότητες διαχείρισης της ασφαλιστικής απαίτησης της πλοιοκτήτριας εταιρείας …… και ότι αυτοί έλαβαν τις αποφάσεις σχετικά αφενός με τον τρόπο αντιμετώπισης της δικαστικής διεκδίκησης της εκ μέρους της ως άνω εταιρείας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρόυ και αφετέρου με την κατάρτιση του επιτευχθέντος εντέλει εξώδικου συμβιβασμού. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί το γεγονός, ότι ο εναγόμενος …, στην από 13-6-2007 κατάθεσή του ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου Εμπορικών Διαφορών του …, δηλώνει ότι, υπό την ιδιότητά του ως Ασφαλιστή Ναυτικών Ασφαλίσεων της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας “… ” και ως επικεφαλής της ομάδας των ασφαλιστών – επίσης εναγόμενων … και …, ανανέωσε την ασφάλιση στόλου της διαχειρίστριας ΟΜΕ για το έτος 2006, ήταν ενήμερος για τις περιπτώσεις μη ενημέρωσης του Νηογνώμονα LRS από τους πλοιοκτήτες σχετικά με τις ζημίες που είχε υποστεί το βυθισθέν πλοίο, αλλά και σχετικά με την εκτέλεση εργασιών σε αυτό και επίσης ήταν ενήμερος για την παραπλάνηση με πρόθεση από τον ασφαλισμένο των επιθεωρητών του λιμένα κράτους. Ομοια ενήμερος των θεμάτων ασφάλισης του στόλου της ΟΜΕ είναι και ο βοηθός του … ο οποίος μάλιστα είχε την εξουσία να χειρίζεται θέματα ασφάλισης των πλοίων των εναγόντων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο … ότι ήταν ο ως άνω βοηθός του, που είχε αναλάβει το χειρισμό της ασφάλισης του σκάφους του ιδίου στόλου “…”, χωρίς ο … να αναμειχθεί σε αυτό. Επίσης αποδείχθηκε ότι η … με την ιδιότητα της διευθύντριας διακανονισμού απαιτήσεων για την εταιρεία … χειρίστηκε το ζήτημα του συμβιβασμού των ασφαλιστών …, με την πλοιοκτήτρια, συντάσσοντας τις σχετικές προτάσεις των ασφαλιστών και διαπραγματευόμενη τους όρους αυτούς, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 12.12.2007 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της αποσταλέν μεταξύ άλλων παρταληπτών και στον κ. …, έχοντας προς τούτο πλήρη εικόνα των όσων είχαν διαμειφθεί κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Aπορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο σχετικός ισχυρισμός του … περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, καθόσον προέκυψε ότι ήταν το στέλεχος (ασφαλιστής σκάφους) που είχε αποφασιστικό ρόλο για την εναγόμενη ένωση προσώπων του συνδικάτου των Lloyds 2003 κατά την ανανέωση του έτους 2006 της ασφάλισης του στόλου της ενάγουσας διαχειρίστριας του στόλου ΟΜΕ, για λογαριασμό της ως άνω εναγομένης, ζήτημα που συνδεόταν άμεσα με το θέμα της ασφαλιστικής αποζημίωσης της πλοιοκτήτριας ……, διαχειρίστρια της οποίας ήταν η ΟΜΕ. Εξάλλου, στην από 13-6-2007 κατάθεσή του ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου Εμπορικών Διαφορών του …, αναφορικά με το ζήτημα της ασφαλιστικής αποζημίωσης του βυθισθέντος πλοίου, ο ίδιος δηλώνει ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μια σειρά από αποτυχίες περιστατικών ζημίας και επισκευές που θα έπρεπε να έχουν αναφερθεί στην κλάση και μια εσκεμμένη αποτυχία να γνωστοποιηθούν ζητήματα στις λιμενικές αρχές επίσης δε γνώριζε για τις έρευνες που γίνονταν κατά τη χρονική περίοδο του Σεπτεμβρίου του έτους 2006 σχετικά με την ασφαλιστική απαίτηση που αφορούσε το πλοίο …. Ομοια γνώση αποδέχεται ότι είχε και ο εναγόμενος … ασφαλιστής της ασφαλιστικής εταιρείας … ο οποίος είχε ενεργό ρόλο στην ανανέωση της ασφάλισης του στόλου της ΟΜΕ για το 2006 και ο οποίος ομοίως αναφέρεται σε παραπλάνηση του επθεωρητή του λιμένα επιθεώρησης από τους πλοιοκτήτες του ….
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές η από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης … δικογράφου, από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγές, ως προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας κατά όλων των εναγόμενων των ως άνω αγωγών (κατά των εταιρειών …. … και …, στο βαθμό που ενάγονται ατομικά ) και να απορριφθούν κατά τα λοιπά, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι έκαστης αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον (κατά τα αιτούμενα σε έκαστη αγωγή) το ποσό των 50.000 ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των 70.000 ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ πρέπει να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η από 19-01-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των όγδοου και δέκατου των εναγόντων πρέπει να επιβληθούν μερικώς κατά το λόγο της νίκης τους σε βάρος των εναγομένων (άρθρο 178 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων (Α) την από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης … δικογράφου αγωγή, (Β) την από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης … δικογράφου αγωγή, (Γ) την από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, και (Δ) την από 19-01-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, που εισάγονται με τις με αριθμούς κατάθεσης κλήσης …, -…, …, και … αντίστοιχα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης … δικογράφου αγωγή ως προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας κατά όλων των εναγόμενων, (της εταιρείας … ως ατομικά εναγομένης) και απορρίπτει την αγωγή για τους λοιπούς διαδίκους.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι όλοι οι εναγόμενοι της ως άνω αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των εβδομήντα (70.000) ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του όγδοου και δέκατου των εναγόντων, ποσού χιλίων (1000) ευρώ και χιλίων τετρακοσίων (1400) ευρώ αντίστοιχα σε βάρος των εναγομένων και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή ως προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας, κατά όλων των εναγόμενων (της … ως ατομικά εναγομένης) και την απορρίπτει ως προς τους λοιπούς διαδίκους.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι όλοι οι εναγόμενοι της ως άνω αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των εβδομήντα (70.000) ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του όγδοου και δέκατου των εναγόντων, ποσού χιλίων (1000) ευρώ και χιλίων τετρακοσίων (1400) ευρώ αντίστοιχα σε βάρος των εναγομένων και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή ως προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας, κατά όλων των εναγόμενων (της εταιρείας … ως ατομικά εναγομένης) και την απορρίπτει ως προς τους λοιπούς διαδίκους
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι όλοι οι εναγόμενοι της ως άνω αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των εβδομήντα (70.000) ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του όγδοου και δέκατου των εναγόντων, ποσού χιλίων (1000) ευρώ και χιλίων τετρακοσίων (1400) ευρώ αντίστοιχα σε βάρος των εναγομένων και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-01-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων της ως άνω αγωγής
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 7.3.2016
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15.3.2016
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ