Μενού Κλείσιμο

Σ.Ε.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 899/2016

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δόγια.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…, που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (….), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (…),  που  έχει την έδρα της  στο  M. των  Ν. M. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Εταιρείας με την  επωνυμία   «…» (…),   που  έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 6) Εταιρείας με την επωνυμία «…» …), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 7)     Εταιρείας  με  την  επωνυμία  «…), που έχει την έδρα της  στη  … και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ., Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται μόνο για τις 5 πρώτες ενάγουσες, 8) Γ. Τ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 9) Β. Τ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Σταύρου Κοντόπουλου, 10) Κ. Δ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, Ανδρέα Τζήμα και Γρηγορίου Τρουφάκου,  11) Π. Κ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 12) …, κατοίκου Γ.ς Αττικής, 13) Β. Κ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 14) Μ.  Κ.,   κατοίκου   Γ.ς   Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … (…) (πρώην …) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 2) M. F. M., κατοίκου Λ. του Η. Β., 3) A. J. T., κατοίκου  Λ. του …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 4) D. A. F., κατοίκου Λ. του Η. Β., ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, απών,  5) Εταιρείας  με  την επωνυμία … (…) που έχει την έδρα της στον Π……., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 6) Μ. Μ., κατοίκου Πειραιά, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 7) Εταιρείας με την επωνυμία  … (…), πρώην …    (…) που έχει την έδρα της στο Λ.ο Η. Β., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια  του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού (και δεν κατέθεσε προτάσεις), 8) G.  E., κατοίκου Λ. του Η. Β. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού (και δεν κατέθεσε προτάσεις).

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 20-4-2011  αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την 17-1-2012  και μετά από αναβολές για την αρχικά αναφερόμενη  δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Β) ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…, που έχει την έδρα της  στο M. των Ν. M. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που έχει την έδρα της στην … και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … (…) (πρώην …) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 2) M. F. M.,   κατοίκου  Λ.  του   Η. Β., 3)  A. J. T.,  κατοίκου Λ. του Η. Β., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη. 4) Της εταιρείας με την επωνυμία … (…)   που   έχει την έδρα της στον  Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 5) Της Μ. Μ., κατοίκου Πειραιά ,η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη,  6) Εταιρείας με την επωνυμία … (…) πρώην … (…)   που   έχει την έδρα της   στο   Λ.ο   του …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού (και δεν κατέθεσε προτάσεις), 7) G. E., κατοίκου Λ. του  …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού (και δεν κατέθεσε προτάσεις).

Οι ενάγουσες, ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 12-1-2012 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε αρχικά για την 4-12-2012 και μετά από αναβολές για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο.

Γ) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … (πρώην …) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 2) M. F. M., κατοίκου Λ. του Η. Β., 3) A. J. T., κατοίκου Λ. Η. Β. ή Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 4) Δικηγορικής εταιρείας με την     επωνυμία … (…), που έχει την έδρα της στον Π…..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 5) Της Μ. Μ., κατοίκου Πειραιά, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 6) Της εταιρείας με την επωνυμία … (…) πρώην …D (…) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού, 7) G.  E.,  κατοίκου Λ. του  …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντώνιου Κουτσοφιού.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία   «… …» (…, που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M.
(…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (….), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και
εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 4)       Εταιρείας με την επωνυμία «…»   (…),  που  έχει την έδρα της  στο  M.  των  Ν.  M.  (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 5) Εταιρείας  με  την  επωνυμία  «…»  (…), που έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, 6)      Της εταιρείας με την επωνυμία «…» …),   που   έχει την έδρα της στο M. των Ν. M. (M.   I.), και εκπροσωπείται νόμιμα, 7) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που έχει την έδρα της στην … και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ., Αττικής,  και
εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα, ο οποίος δήλωσε ότι παρίσταται μόνο για τους  5 πρώτους καθ’ ων η κλήση – ενάγοντες, 8) Γ. Τ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 9) Β. Τ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Σταύρου Κοντόπουλου, 10) Κ. Δ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, Ανδρέα Τζήμα και Γρηγορίου Τρουφάκου, 11) Π. Κ., κατοίκου    Γ.ς   Αττικής,  12) Σ. Σ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 13) Β. Κ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, 14) Μ. Κ., κατοίκου Γ.ς Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Ανδρέα Τζήμα.

Οι καθ’ων η κλήση – ενάγοντες είχαν ασκήσει την από 20/4/2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, κατόπιν αναβολών, η 4/12/2012. Επίσης, η 1η και η 7η των εναγόντων είχαν προσδιορίσει να συζητηθεί η υπ’ αριθμ. καταθ. … συναφής συμπληρωματική αγωγή τους. Κατά τη δικάσιμο της 4-12-2012 η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο της 4-3-2014. Επίσης, οι ίδιοι εναγόμενοι έχουν ασκήσει συναφείς αγωγές κατά των εναγομένων. Στις 2/10/2013 υπεβλήθη κοινό αίτημα για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές, το οποίο και έγινε δεκτό, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.

΄Ηδη η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση. Η σχετική από 7-10-2013 κλήση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την 18-3-2014 και μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Δ) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … (…) (πρώην …) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 2) M. F. M., κατοίκου Λ. του Η. Β., 3) A. J. T., κατοίκου Λ. Η. Β. ή Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 4) Δικηγορικής  εταιρείας με την  επωνυμία … (…), που έχει την έδρα της στον Π…..και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 5) Μ. Μ., κατοίκου Πειραιά, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ζαφείρη Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Χριστοφορίδη, 6) Της εταιρείας με την επωνυμία … (…)  …) που έχει την έδρα της στο Λ.  Η. Β., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Κουτσοφιού, 7) G.  E.,  κατοίκου Λ. του  …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντώνιου Κουτσοφιού.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…, που έχει την έδρα της  στο M. των Ν. M. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), που έχει την έδρα της στην … και έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Γ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου.

Οι καθ’ων η κλήση – ενάγουσες είχαν ασκήσει την με αριθμό κατάθεσης … συμπληρωματική αγωγή, της οποίας ορίστηκε αρχική η 4-12-2012 και μετά από αναβολή η 4/3/2014. Επίσης, οι ίδιες ενάγουσες καθώς και άλλοι δώδεκα ενάγοντες έχουν ασκήσει συναφείς αγωγές κατά των παραπάνω εναγομένων. Στις 2/10/2013 υπεβλήθη κοινό αίτημα των διαδίκων, για προσδιορισμό κοινής δικασίμου για όλες τις αγωγές, το οποίο και έγινε δεκτό, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας.

΄Ηδη η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση. Η σχετική από 7-10-2013 κλήση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την 18-3-2014 και μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Α) Η από 20-04-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή των 1) «…», 2) «…», 3) «…», 4) «…», 5) «…», 6) «…», 7) «…», 8) Γ. Τ., 9) Β. Τ., 10) Κ. Δ., 11) Π. Κ., 12) Σ. Σ., 13) Β. Κ. και 14) Μ. Κ. κατά 1) της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … (πρώην …), 2) του M. F. M., 3) της A. J. T., 4) του D. A. F. (για τον οποίον επήλθε νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής, σύμφωνα με τα κατωτέρω ειδικά αναφερόμενα), 5) της εταιρείας …, 6) της Μ. Μ., 7) της εταιρείας με την επωνυμία … (πρώην …) και 8) G. E. (εφεξής αποκαλούμενη «η κύρια αγωγή»), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση και (Β) Η από 12-01-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 283/13.01.2012 αγωγή των 1) «…» και «…», (εφεξής αποκαλούμενη «η συμπληρωματική αγωγή»), η οποία νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 7-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση, οι οποίες υπάγονται αμφότερες στην ίδια, ως κατωτέρω, τακτική διαδικασία, θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συναφείας και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295§1, 296 και 297 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής καθώς και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με το δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικό του, η δε παραίτηση έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν ασκήθηκε η αγωγή και επιφέρει την κατάργηση της δίκης που ανοίχθηκε με την άσκησή της. Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ή το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή μπορεί να γίνει και κατά το στάδιο της κατ’ έφεση δίκης, ακόμα δε και κατά τη δίκη επί άλλης αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων (ΑΠ 557/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 1374/2008, Αρμ.2009, σ.246, ΕφΔωδ 145/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 294, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής απόφασης. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, αποτελεί η έναρξη της προφορικής συζήτησης για την ουσία της υπόθεσης, μετά την οποία ο εναγόμενος δικαιούται να προβάλλει αντίρρηση για την παραίτηση. Προφορική για την ουσία συζήτηση της υπόθεσης υπάρχει για τον εναγόμενο, όταν αυτός προχώρησε σ` αυτή με την κατάθεση προτάσεων, οι οποίες περιέχουν είτε άρνηση των θεμελιωτικών ισχυρισμών της αγωγής, είτε ενστάσεις, είτε και τα δύο. Είναι, δε, η παραίτηση, ανεπίδεκτη αιρέσεως ή ανακλήσεως (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 294, Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994 υπό αρθρ.294, ΑΠ 2110/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΕφΑθ 1393/2008, ΕλΔνη 2009, σ.529).

Στην προκειμένη περίπτωση,   από το από 4.12.2012 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά το οποίο η υπό κρίση, με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 4.3.2014, προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της  υπόθεσης έλαβε χώρα δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, D. A. F., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, με προφορική δήλωση του τελευταίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (αρθρ.294, συνδ. 297 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, σχετική  από 25.11.2011 δήλωση παραίτησης ως προς αυτόν από το δικόγραφο και το δικαίωμα της εν λόγω αγωγής της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων, Κανέλλας Τζεφεράκου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …,  επιδόθηκε νόμιμα για λογαριασμό του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, και τον Αντώνη Πουλόπουλο της δικηγορικής εταιρείας R. S., ως πληρεξούσιο δικηγόρο και εκ του νόμου αντίκλητο του D. A. F., δυνάμει των με αριθμούς … και … εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Ν. Χ.. Επομένως, η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτόν.

Με τις υπό κρίση, με αριθμούς κατάθεσης … (στο εξής αναφερόμενη ως κύρια αγωγή) και … (στο εξής αναφερόμενη ως συμπληρωματική αγωγή) αγωγές τους, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, καθ’ όλα τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, η πρώτη εξ αυτών ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου …, με σημαία Α. Β.  Γ., αρ. νηολογίου …, Δ.Δ.Σ. J8B2685, κ.ο.χ. 52896, που ναυπηγήθηκε το έτος 1989 , ενώ (αναφορικά μόνο με την πρώτη αγωγή) η δεύτερη ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου “…”, με σημαία Α. Β. και Γ.ν, η τρίτη ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου “…”, με σημαία Α. Β. και Γ.ν, η τέταρτη ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου “…”, με σημαία Α. Β. και Γ.ν, η πέμπτη ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου “…”, με σημαία Α. Β. και Γ.ν, η έκτη ενάγουσα ήταν ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια του πλοίου “…”, με σημαία Α. Β. και Γ.ν, η έβδομη ενάγουσα (δεύτερη ενάγουσα στη συμπληρωματική αγωγή) ήταν συνασφαλισμένη διαχειρίστρια των ως άνω ασφαλισμένων πλοίων, ο όγδοος ενάγων ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των εναγουσών, ο ένατος ενάγων ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, ο δέκατος ενάγων ήταν Γραμματέας του Δ.Σ. των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης και έβδομης των εναγουσών καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας, ο ενδέκατος ενάγων ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πέμπτης των εναγουσών και Γραμματέας του Δ.Σ. της έκτης εξ αυτών, ο δωδέκατος ενάγων ήταν Γραμματέας του Δ.Σ. της πέμπτης και Πρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης των εναγουσών, ο δέκατος τρίτος ενάγων ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έκτης ενάγουσας και η δέκατη τέταρτη ενάγουσα ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έβδομης ενάγουσας. Ότι η εταιρεία …, η οποία κατά την 1.11.2006 συγχωνεύθηκε με την εδώ πρώτη εναγομένη, ήταν δικηγορική εταιρεία εγκατεστημένη στο Λ.ο, τα μέλη της οποίας ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι δικηγόροι των ασφαλιστών που χειρίσθηκαν για λογαριασμό τους την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας για την ολική απώλεια του πλοίου και ανέλαβαν από 1.11.2006 τη δικαστική εκπροσώπηση των εναγομένων ασφαλιστών, ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι ήταν δικηγόροι, συνεταίροι της ως άνω εταιρείας, που χειρίσθηκαν κατ’ εντολή των ασφαλιστών την υπόθεση της ασφαλιστικής απαίτησης της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών, η πέμπτη εναγόμενη είναι δικηγορική εταιρεία που εδρεύει στον Πειραιά και εγκατεστημένο παράρτημα στον Πειραιά της πρώτης εναγομένης, τα μέλη δε αυτής, χειρίσθηκαν, κατ’ εντολή των ασφαλιστών, την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών, η έκτη εναγόμενη είναι δικηγόρος, μέλος της πέμπτης εναγόμενης, η οποία χειρίστηκε την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών, η εβδομη εναγομένη (πρώην …) ήταν εταιρεία νομικών και τεχνικών συμβούλων επιδίωξης απαιτήσεων, εγκατεστημένη στο Λ.ο, η οποία χειρίστηκε κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών και ο όγδοος εναγόμενος ήταν διευθυντής της έβδομης  εναγόμενης, που χειρίσθηκε κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση και αυτός που έδωσε εντολή στο M. B. να καταβάλει για λογαριασμό των εναγομένων ασφαλιστών του πλοίου 250 Δολ ΗΠΑ στον ψευδομάρτυρα Μ. και, επίσης, το ποσό των 250 Δολ ΗΠΑ για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου, εταιρείας …, ως προκαταβολή για να υπογράψει ο Μ. ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις κατά της πρώτης ενάγουσας και των λοιπών εναγόντων σε κάθε αγωγή. Ότι, από κοινού και εις ολόκληρον συνυπεύθυνοι για τις επίδικες ζημίες,    τυγχάνουν    και  όλοι οι λοιποί   εναγόμενοι  έτερων ένδικων (όμοιου περιεχομένου) αγωγών, ήτοι εταιρείες που ήταν καθ’ όλα τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ασφαλιστικές εταιρείες ασφαλίσεων πλοίων και μετείχαν στην ασφάλιση του πλοίου «…, καθώς και οι εκπρόσωποι και προστηθέντες τους, με τις ειδικότερα προσδιοριζόμενες στα δικόγραφα ιδιότητες εκάστου εξ αυτών και για τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα. Ότι η πρώτη ενάγουσα, ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, συνήψε τις κάτωθι συμβάσεις ασφάλισης, αποκαλούμενες συλλήβδην «η σύμβαση ασφάλισης», με τις οποίες οι ασφαλιστές συμφώνησαν να ασφαλίσουν το πλοίο … κατά τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά ως προς κάθε μία επιμέρους ασφαλιστική εταιρεία, με συμφωνημένη ασφαλιστική αξία 32.000.000 για τη χρονική περίοδο από 13.3.20006 ώρα 10.30 μέχρι την 13.3.2007, ώρα 10.30, ήτοι : α) Με τους ασφαλιστές, …, …, …, …, συνήψε αυτή σύμβαση ναυτικής ασφάλισης του τύπου «ασφαλιστικών εταιρειών», με ημερομηνία 24.5.2006 του σκάφους και της μηχανής του και με τους ασφαλιστές … (ενεργούσας ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006), … (ενεργούντος ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006) και … (ενεργούσας ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006), συνήψε σύμβαση ασφάλισης του τύπου «των Lloyd’s» την 24.5.2006, αμφότερες για ασφαλιστική αξία 32.000.000 Δολ ΗΠΑ, με ποσοστό κάλυψης 75%. Οι ανωτέρω, είναι συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με τις λοιπές ενάγουσες στην πρώτη αγωγή εταιρείες, ήτοι την έβδομη ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων (δεύτερη έως και έκτη ενάγουσα) και τις συνδεόμενες ή θυγατρικές των παραπάνω εταιρειών. Β) Με την εταιρεία …. η πρώτη ενάγουσα συνήψε πρόσθετη σύμβαση ναυτικής ασφάλισης με ημερομηνία 24.5.2006 του σκάφους και της μηχανής του ως άνω πλοίου, για την ίδια ασφαλιστική αξία ύψους 32.000.000 Δολ ΗΠΑ και ποσοστό κάλυψης 10%, η οποία, ομοίως, είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Γ) Με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο …, η πρώτη ενάγουσα συνήψε σύμβαση ασφάλισης με ημερομηνία 13.3.2006, του σκάφους και της μηχανής του πλοίου για την ίδια ασφαλιστική αξία ύψους 32.000.000 Δολ ΗΠΑ και ποσοστό κάλυψης 15%, η οποία, ομοίως, είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Ότι, πέραν της ανωτέρω «σύμβασης ασφάλισης», η πρώτη ενάγουσα συνήψε με τα συνδικάτα των Lloyd’s στις 20.3.2006, σύμβαση ασφάλισης της αυξημένης αξίας του ανωτέρω πλοίου, για ποσό 8.000.000 Δολ ΗΠΑ, υπό τα ειδικότερα, για κάθε Συνδικάτο, αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά, ενώ και η σύμβαση αυτή είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά τους. Ότι, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα την 3 Μαΐου 2006, ώρα πλοίου 21.00, το πλοίο …., κατά τη διάρκεια του πλου από Βραζιλία προς Κίνα, μεταφέροντας φορτίο σιδηρομεταλεύματος, βυθίστηκε εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής σε θαλάσσια περιοχή, κείμενη περί τα 300 ναυτικά μίλια ανοικτά του λιμένος Port Elisabeth της Νοτίου Αφρικής. Ότι η απώλεια του πλοίου οφειλόταν σε ασφαλισμένο κίνδυνο, ήταν δηλαδή «ατύχημα», σύμφωνα με την έννοια των στερεότυπων όρων του Ινστιτούτου  των Lloyds ασφάλισης επιπρόσθετων κινδύνων (Institute additional perils clause) είτε θαλάσσιος κίνδυνος, σύμφωνα με την έννοια των στερεότυπων όρων ασφάλισης σκάφους του Ινστιτούτου των Lloyd’s (Institute time Clauses Hulls) και, συνακόλουθα, οι προαναφερόμενοι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής και τα συνδικάτα των Lloyd’s που είχαν ασφαλίσει την αυξημένη αξία του πλοίου, ήταν υποχρεωμένοι, σε εκτέλεση των όρων των συμβάσεων ασφάλισης, να καταβάλουν στην ενάγουσα ασφαλιστική αποζημίωση ύψους 32.000.000 Δολ ΗΠΑ και 8.000.000 ΔολΗΠΑ, αντίστοιχα, για την ολική απώλεια του πλοίου, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την 3.5.2006, ημερομηνία κατά την οποίαν κατέστη αυτό ολική απώλεια. Ότι αμέσως μετά την απώλεια του ως άνω πλοίου, οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής έδωσαν εντολή στην αγγλική δικηγορική εταιρεία …, οι οποίοι, κατά τα ανωτέρω, την 1.11.2006 συγχωνεύθηκαν με τη δικηγορική εταιρεία …, εδώ πρώτη εναγομένη, να τους εκπροσωπήσουν στην υπόθεση και να παραστούν κατά την προανάκριση που έγινε στη Νότιο Αφρική, από την υπηρεσία ναυτικής ασφαλείας της Νοτίου Αφρικής από κοινού με το Υπουργείο Ναυτιλίας του κράτους της σημαίας του πλοίου Α. Β.  Γ., σχετικά με τα περιστατικά και τα αίτια του ναυαγίου, διαδικασία κατά την οποίαν, σε διάστημα από την 8η έως την 10η Μαΐου 2006,  εξετάστηκαν μάρτυρες οι μόνοι επιζώντες ναυτικοί, επτά μέλη του πληρώματος του πλοίου, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι το πλοίο ευρίσκετο σε πολύ καλή κατάσταση από πλευράς κατασκευαστικής και δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα καθ’ όλο το χρόνο της υπηρεσίας τους επί του πλοίου. Ότι την 30η Μαΐου 2006, η πρώτη ενάγουσα απέστειλε στους ασφαλιστές επιστολή απαίτησης πληρωμής ασφαλιστικής αποζημίωσης, στην οποίαν περιέγραφε τις συνθήκες του ναυαγίου και τους παρέδωσε όλα τα έγγραφα και στοιχεία που θεμελίωναν το βάσιμο της αξίωσής της, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Ότι οι ασφαλιστές, την 25.7.2006, με επιστολή που απέστειλαν μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, πρώτης εναγομένης, στη δικηγορική εταιρεία I.  C., πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, απήντησαν στην τελευταία ότι δε δέχονταν την απαίτηση σε εκείνο το χρονικό στάδιο, με την αβάσιμη δικαιολογία ότι η πρώτη ενάγουσα δεν τους είχε παράσχει επαρκείς πληροφορίες, οι οποίες θα τους επέτρεπαν να λάβουν μιαν απόφαση επί του θέματος. Ότι, όπως απεκαλύφθη εκ των υστέρων, η άρνηση αυτή των ασφαλιστών αποτελούσε πρόφαση για να κερδίσουν χρόνο, ενώ στην πραγματικότητα είχαν επινοήσει εγκληματικό σχέδιο εξαπάτησης της πρώτης ενάγουσας και των αρμοδίων Αγγλικών Δικαστηρίων, καθώς και κατασυκοφάντησης της πρώτης ενάγουσας, των εκπροσώπων της, της διαχειρίστριας του πλοίου και των λοιπών συνασφαλισμένων πλοιοκτητριών, με σκοπό την αποφυγή της νόμιμης υποχρέωσής τους  προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, σχέδιο το οποίο πραγματοποίησαν οι ασφαλιστές του σκάφους και μηχανής δια των ως άνω αναφερομένων εκπροσώπων τους και υπαλλήλων τους, σε συνεργασία και συνεννόηση με τρίτους στην Ελλάδα και τη Μανίλα των Φιλιππίνων κατά τα έτη 2006-2007. Ότι, συνοπτικά, το εγκληματικό σχέδιο συνίστατο στην κατασκευή ψευδών στοιχείων και κυρίως ψευδών μαρτυρικών καταθέσεων, ώστε να απορριφθεί η νόμιμη απαίτηση της πρώτης ενάγουσας από το Αγγλικό Δικαστήριο, ενώ επιπρόσθετα, με πολλαπλές παράνομες ενέργειες οι  ασφαλιστές και εκπρόσωποί τους, προέβησαν σε κατασυκοφάντηση των εναγόντων στην ασφαλιστική αγορά, τους ασφαλειομεσίτες και ενώπιον  των αρμοδίων κρατικών και δικαστικών αρχών, με σκοπό να αποτρέψουν την πρώτη ενάγουσα να επιδιώξει και επιτύχει την πληρωμή από τους ασφαλιστές των νομίμων απαιτήσεών της. Ότι, λόγω της άρνησης καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης από τους ασφαλιστές, η πρώτη ενάγουσα ήγειρε στις 15.8.2006 τη με αριθμό δικογραφίας … αγωγή ενώπιον του αρμοδίου αγγλικού δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά των ανωτέρω αναφερομένων υπό στοιχ. Α ασφαλιστών σκάφους και μηχανών, με αίτημα να υποχρεωθούν να της καταβάλουν, σε εκτέλεση της σύμβασης ασφάλισης, 75% της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου, ήτοι ποσό 24.000.000 ΔολΗΠΑ, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εξ αυτών στην ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου. Ότι οι ασφαλιστές διόρισαν πληρεξουσίους δικηγόρους για την υπεράσπισή τους την πρώτη εναγομένη, ενώ την υπόθεση χειρίσθηκαν οι δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι, συνέταιρος και μέλος της πρώτης εναγομένης δικηγορικής εταιρείας, αντίστοιχα, συνέδραμαν, δε, αυτοί τον D. F. (αρχικά τέταρτο εναγόμενο επί της κύριας αγωγής, από τον οποίον έχει επέλθει νομότυπα παραίτηση από το δικόγραφο αυτής, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα), στη σύνταξη των σχετικών δικογράφων, για λογαριασμό των ασφαλιστών. Ότι, περαιτέρω, την 8.1.2007, η πρώτη ενάγουσα κατήρτισε σύμβαση με την ανωτέρω, υπό στοιχ. Β, ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με την οποίαν η πρώτη ενάγουσα θα ανέστειλε την έγερση αγωγής εναντίον της μέχρι την πληρωμή της ασφαλιστικής της αποζημίωσης από τους ως άνω ασφαλιστές, ενώ η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία δεσμεύετο συμβατικά ότι σε περίπτωση πληρωμής της ασφαλιστικής αποζημίωσης από τους ανωτέρω εναγομένους (στην αγωγή …/2006) ασφαλιστές, θα κατέβαλε την βαρύνουσα αυτήν αναλογία της, ήτοι ποσοστό 10% της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του πλοίου. Ότι, εν τω μεταξύ, την 30.5.2006, η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε προς τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο που αναφέρεται ανωτέρω, υπό στοιχ. Γ, την απαίτησή της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την ολική απώλεια του πλοίου, ήτοι 4.800.000 Δολ ΗΠΑ (ποσοστό 15% επί της ασφαλιστικής αξίας αυτού, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα), πλην όμως ο εν λόγω αλληλασφαλιστικός σύνδεσμος αρνήθηκε παρανόμως (μετά από σχετική, από 23.10.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του) να της καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε με την από 30.10.2006 επιστολή του τρίτου εναγομένου, συνεταίρου δικηγόρου της πρώτης εναγομένης, πληρεξουσίων δικηγόρων και του ως άνω αλληλασφαλιστικού  συνδέσμου, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί η υπόθεση σε διαιτησία στο Λ.ο, με αίτημα να καταδικασθεί ο εν λόγω αλληλασφαλιστικός οργανισμός σε καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης που, κατά τα ανωτέρω, του αναλογεί. Ότι, αντίστοιχα, η πρώτη ενάγουσα ήγειρε αγωγή με αριθμό 1074/2006  ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λ. και κατά του συνδικάτου των Lloyd’s, με αίτημα να καταβάλουν σε αυτήν την ασφαλιστική αποζημίωση για την αυξημένη αξία του πλοίου, ποσού 8.000.000 Δολ ΗΠΑ. Ότι οι ασφαλιστές, αν και γνώριζαν από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα οποία τους υπέβαλε η πρώτη ενάγουσα, ότι η απώλεια του πλοίου οφείλεται σε ασφαλιστικό κίνδυνο, εντούτοις, σε συνεννόηση με τους δικηγόρους τους, εδώ πρώτη έως και έκτη εναγόμενους, καθώς και με τον M. B., προστηθέντα της έβδομης εναγομένης (πρώην …), τη σύζυγο και τη θυγατέρα του εκλιπόντος Υποπλοιάρχου του πλοίου Π. Κ. και Α. Κ., αντίστοιχα, καθώς και τον διασωθέντα ναυτικό A. M., προέβησαν στις παρακάτω παράνομες και εγκληματικές πράξεις με δόλο και με σκοπό να αποφύγουν τη νόμιμη υποχρέωσή τους, προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του πλοίου, ήτοι : Α) Συκοφαντική δυσφήμιση των εναγουσών εταιρειών και των νομίμων εκπροσώπων τους. Οι εναγόμενοι από κοινού και εκ δόλου ενεργούντες, είναι υπεύθυνοι διάπραξης στην Ελλάδα ως άμεσοι αυτουργοί, άλλως ως άμεσοι συνεργοί, της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης των τελευταίων (εναγόντων), ισχυριζόμενοι και διαδίδοντες ενώπιον τρίτων γεγονότα ψευδή, εν γνώσει της αναλήθειάς τους τα οποία μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων και την πίστη και το μέλλον τους στις συναλλαγές, προκειμένου οι υπόχρεοι καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης ασφαλιστές του πλοίου, να αποφύγουν την πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ήτοι, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου (αναφορικά με τις ζημιογόνες συμπεριφορές που αποδίδονται στους εδώ εναγομένους) του περιεχομένου της αγωγής : 1) Οι ασφαλιστές του σκάφους και μηχανής υπέβαλαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου τα αναφερόμενα στην αγωγή δικόγραφα (τις προτάσεις αμύνης με ημερομηνία 18.10.2006, τις τροποποιημένες προτάσεις αμύνης με ημερομηνία 20 και 26.7.2007, τις τροποποιημένες προτάσεις αμύνης, που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διενέργεια της διάσκεψης του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της περαιτέρω διαδικασίας στις 2.8.2007 και τα δικόγραφα αμύνης ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου κατά την προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία στις 14.12.2007), προτάσεις και έγγραφα άμυνας, τα οποία συνέταξε ο δεύτερος εναγόμενος (από κοινού με τον αρχικά τέταρτο εναγόμενο, D. F.), συνοδευόμενα από δήλωση περί της αληθείας του περιεχομένου τους, με τα οποία προέβαλαν τους ακόλουθους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, γνωρίζοντας (εν προκειμένω, ο δεύτερος εναγόμενος) την αναλήθειά τους, ήτοι : α) Ότι το πλοίο … είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα ελαττώματα αυτά προκάλεσαν δήθεν τη βύθισή του. β) Ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας (1ης ενάγουσας) που ήταν οι 8ος, 9ος, 10ος και 14η ενάγουσα, γνώριζαν δήθεν τα ελαττώματα του πλοίου που το καθιστούσαν αναξιόπλοο. γ) Ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε δήθεν αναπτύξει «επαγγελματική» αλλά παράνομη πρακτική, σύμφωνα με την οποίαν δεν ανακοίνωνε στο αρμόδιο Νηογνώμονα του πλοίου και κατ’ επέκταση στις Αρχές του κράτους της σημαίας τα ελαττώματα και τις ζημίες του πλοίου, για να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις αυτού από το Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου που αφορούν την ασφάλεια του πλοίου. Τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς οι ασφαλιστές στήριξαν σε τρεις Ένορκες Βεβαιώσεις του ψευδομάρτυρα Α. Μ. (το ψευδές περιεχόμενο των οποίων που κατά την αγωγή συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία των εναγόντων εκτίθεται κατωτέρω στην αγωγή), τις οποίες προσήγαγαν (κατά την 15.6.2007 και εντεύθεν) ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, ενώ γνώριζαν (τόσο οι ασφαλιστές όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος υπέγραψε δήλωση περί της αληθείας του περιεχομένου των δικογράφων) ότι οι Ένορκες αυτές Βεβαιώσεις ήταν ψευδείς και κατασκευασμένες από τους ίδιους και δόθηκαν από τον τελευταίο μετά από φορτικές πιέσεις των ασφαλιστών και των δικηγόρων τους και μετά από παράνομη καταβολή σε αυτόν οικονομικού ανταλλάγματος ύψους 28.000 Δολ ΗΠΑ και 14.864 Ευρώ, όπως αποκαλύφθηκε δυνάμει της από 12.10.2007 επιστολής του δεύτερου εναγομένου που κατατέθηκε στο Αγγλικό Δικαστήριο, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με την οποίαν προέβη αυτός (δεύτερος εναγόμενος) στη συγκλονιστική αποκάλυψη για πρώτη φορά ότι οι ασφαλιστές κατέβαλαν στον Μ. τα υπέρογκα ποσά των 28.100 Δολαρίων ΗΠΑ και 14.864 Ευρώ, ως αντάλλαγμα για την παροχή των ψευδών καταθέσεών του, ενώ ακολούθως, με την από 19.11.2007 επιστολή τους (υπογραφόμενη από το δεύτερο εναγόμενο και τον D. F.), οι ασφαλιστές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι ο M. B. ενεργούσε για λογαριασμό των ασφαλιστών όταν πρότεινε στους διασωθέντες την πληρωμή των χρημάτων για την παροχή μαρτυρικών καταθέσεων. 2) Στις 11.7.2006, η τρίτη εναγομένη, πληρεξουσία δικηγόρος των ασφαλιστών, αποπειράθηκε να επικοινωνήσει με τον διασωθέντα ναυτικό L. B., χωρίς να ενημερώσει την πρώτη ενάγουσα, ενέργεια που αποτελει παράβαση των δικονομικών κανόνων του Αγγλικού Δικαστηρίου. 3) Στις 4.9.2006 η B. Y., ενεργούσα για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, ζήτησε να εξετάσει κρυφά και χωρίς να παρίστανται οι εκπρόσωποι των εναγόντων τον διασωθέντα ηλεκτρολόγο ρουμανικής υπηκοότητας L. B.. 4) Στις 18.9.2006 η αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης B. Y. ανέφερε προς τον εκπρόσωπο των πρακτόρων I. τα ψευδή και συκοφαντικά για την πλοιοκτήτρια και  διαχειρίστρια του πλοίου, ότι δήθεν οι εφαρμοστές που ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο εκτελούσαν παρανόμως εργασίες συγκόλλησης στις 2.5.2006 επί των λαμαρίνων του πλοίου και ότι οι παράνομες αυτές ενέργειες προκάλεσαν δήθεν τη βύθισή του. 5) Στις  26.9.2006, οι ασφαλιστές, με επιστολή της πρώτης εναγομένης που κατατέθηκε στο Αγγλικό Δικαστήριο δήλωσαν προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, ότι δήθεν η πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πλοίου (πρώτη και έβδομη ενάγουσες) είχαν καθιερώσει αθέμιτη και παράνομη «επιχειρηματική» πρακτική να παραπλανούν εκ προθέσεως το Νηογνώμονα του πλοίου L. R., τις λιμενικές Αρχές και το κράτος της σημαίας του πλοίου και να αποκρύπτουν ελαττώματα και θέματα ασφαλείας του πλοίου. 6) Τους ανωτέρω, υπό στοιχ. 1 α, β και γ, συκοφαντικούς ισχυρισμούς (που οι ασφαλιστές προέβαλαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου με τις από 18.10.2006 προτάσεις τους) διέδωσαν οι ασφαλιστές μετά τη συνάντηση του εκπροσώπου τους κ B. με τον M. στις 7.9.2006, κατά την οποίαν συμφώνησαν με αυτόν να του πληρώσουν σημαντικά χρηματικά ποσά για να υπογράψει ψευδή και συκοφαντική ένορκη βεβαίωση εναντίον της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου, με την οποίαν επιβεβαιώνει τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς των ασφαλιστών για τη δήθεν αναξιοπλοϊα του πλοίου. 7) Οι ασφαλιστές παρέδωσαν το από 18.10.2006 δικόγραφο των προτάσεών τους στην Π. Κ. και Α. Κ., σύζυγο και θυγατέρα του απολεσθέντος Υποπλοιάρχου Ι. Κ., ώστε να τις χρησιμοποιήσουν μετά από προσχεδιασμό και προσυνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους εναγομένους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με σκοπό να εξαπατήσουν αυτόν, τις Ανακριτικές Αρχές και το Ποινικό Δικαστήριο, ώστε να αποδεχθούν τις ψευδείς κατηγορίες που διαλαμβάνονται στην από 31.7.2006 μήνυση των Ε. Β., Π. Κ. και Μ. Μ., κατά των μελών του ΔΣ της διαχειρίστριας του πλοίου. 8) Στις 16.1.2007, ο αλληλασφαλιστικός οργανισμός …, κατέθεσε προτάσεις ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λ. (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου, μέσω των εδώ εναγομένων πληρεξουσίων δικηγόρων τους, πρώτη, δεύτερος και τρίτη των εναγομένων), με τις οποίες ισχυρίστηκε ψευδώς και συκοφαντικά για την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια του …, ότι η ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια είχε παραβιάσει τους κανόνες λειτουργίας του και ακολουθώντας τις υπόλοιπες ασφαλίστριες εταιρίες αρνήθηκε παράνομα να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου. 9) Στις 24.1.2007 και 5.3.2007 οι λοιποί ασφαλιστές (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου, μέσω των ανωτέρω πληρεξουσίων δικηγόρων τους) κατέθεσαν προτάσεις αμύνης ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου High Court of Justice, με τις οποίες επανέλαβαν τους ψευδείς ισχυρισμούς τους, περί δήθεν αναξιοπλοϊας του πλοίου και ελαττωμάτων του που προκάλεσαν τάχα τη βύθισή του, ενώ γνώριζαν ότι αυτοί ήταν αναληθείς. 10) Στις 20.7.2007 και στις 26.7.2007 οι ασφαλιστές (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου, μέσω των ανωτέρω πληρεξουσίων δικητόρων τους) κατέθεσαν προτάσεις ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, με τις οποίες προσήγαγαν και επικαλέστηκαν τις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις του Μ., με σκοπό να παραπλανήσουν το Αγγλικό δικαστήριο ώστε να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ τους απόφαση. 11) Οι ασφαλιστές, κατά παράβαση των Αγγλικών Δικονομικών κανόνων, παρέδωσαν την από 9.2.2007 ψευδή μαρτυρική κατάθεση του M. στις οικογένειες των Β., Κ., Μ., οι οποίες σε συνεννόηση και συνεργασία με τους ασφαλιστές, την προσήγαγαν και την επικαλέστηκαν  ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, στις 3.12.2009, με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και να εκδώσει ευνοϊκή υπέρ τους απόφαση επί των αγωγών που είχαν καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με τις οποίες ισχυρίστηκαν ότι δήθεν το πλοίο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ήταν αναξιόπλοο και είχε ελαττώματα που προκάλεσαν τη βύθισή του. Ωστόσο το Εφετείο Πειραιά, δεν πείστηκε από το περιεχόμενο των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων και δέχθηκε ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο και τηρούσε την ισχύουσα νομοθεσία. (Β) Εκ προθέσεως κατασκευή ψευδών αποδεικτικών μέσων για εξαπάτηση του Αγγλικού Δικαστηρίου. Οι εναγόμενοι, από κοινού και εκ δόλου ενεργούντες, είναι υπεύθυνοι διάπραξης στην Ελλάδα, ως ηθικοί αυτουργοί άλλως ως άμεσοι συνεργοί, των παράνομων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα εκ μέρους του προαναφερομένου ναυτικού, αλλά και της χρήσεως των ψευδών ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων του προαναφερθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τρόπο απατηλό, με πρόθεση να ζημιώσουν την πρώτη ενάγουσα, ήτοι να αποφύγουν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ειδικότερα, οι ασφαλιστές, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ήτοι δια της 1ης , 2ης και 3ης εναγομένης, καθώς και του προστηθέντος τους, M. B., ήρθαν σε επαφή με τους επιζώντες ναυτικούς και τους προσέφεραν οικονομικά ανταλλάγματα για να δώσουν νέες ένορκες βεβαιώσεις με ψευδές περιεχόμενο, μεταβάλλοντας τις αληθείς ένορκες βεβαιώσεις τους, που έδωσαν αρχικά ενώπιον των αρμοδίων Αρχών, με σκοπό την εξαπάτηση του Αγγλικού Δικαστηρίου και την αποφυγή καταβολής στην πρώτη ενάγουσα νόμιμης ασφαλιστικής αποζημίωσης για την απώλεια του πλοίου. Ειδικότερα, όσον αφορά στους εδώ εναγομένους : 1) Τον Ιούλιο του 2006, ο M. B., προστηθείς της 7ης εναγομένης, κατ’ εντολή των ασφαλιστών, μετά από συνεννόηση με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, προσέφερε χρήματα στους διασωθέντες ναυτικούς L. A. (δόκιμο ναύτη), το διασωθέντα ναυτικό V., το διασωθέντα ναυτόπαιδα P. και το διασωθέντα λιπαντή Montano, για να χορηγήσουν ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις περί του ότι το πλοίο είχε δήθεν ελαττώματα, μεταβάλλοντας τις αρχικές τους καταθέσεις ενώπιον των αρμοδίων Αρχών, πλην όμως οι τελευταίοι αρνήθηκαν τούτο και κατήγγειλαν τα γεγονότα αυτά, οι μεν δύο πρώτοι, με σχετικές ένορκες βεβαιώσεις τους από 5.5.2007 και ο τρίτος με ένορκη βεβαίωσή του από 9.1.2007, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) προσκομίσθηκαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου από την πρώτη ενάγουσα, στις 15.6.2007, ο δε τέταρτος με επιστολή του προς την I.  στις 19.9.2006. (2) Στις 7.9.2006, στις Φιλιππίνες, ο M. B., ενεργώντας με εντολή των ασφαλιστών του πλοίου, μετά από συνεννόηση με αυτούς και εκτελώντας εντολές τους, προσέφερε παρανόμως χρήματα στο διασωθέντα ναυτικό Άλτζες Μ. για να μεταβάλει τις αρχικές αληθείς καταθέσεις του που δόθηκαν ενώπιον των αρμοδίων ανακριτικών αρχών και των εναγομένων δικηγόρων των ασφαλιστών στις 9.6.2006 και 11.5.2006 και να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο είχα τάχα ελαττώματα που προκάλεσαν τη βύθισή του, γεγονός το οποίο κατήγγειλε εγγράφως την ίδια ημέρα ο εν λόγω ναυτικός στους τοπικούς πράκτορες που τον είχαν προσλάβει για να υπηρετήσει στο πλοίο (εταιρεία I.). (3) Ο Μ., κατόπιν έντονων πιέσεων και καταβολής σημαντικών ποσών από τους ασφαλιστές σκάφους και μηχανής και προκειμένου να τους συνδράμει στην απόδειξη των ισχυρισμών τους για την απόκρουση της αγωγής της πρώτης ενάγουσας, σε πλήρη και κραυγαλέα αντίθεση έναντι των προηγούμενων καταθέσεών του, κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων Eleanor L. Jaucian στην Αθήνα στις 9.2.2007 και συνετάγη η από 9.2.2007 ένορκη βεβαίωση του εν λόγω Προξένου, στη συνέχεια, δε, έδωσε τις από 13.2.2007 και 25.7.2007 συμπληρωματικές ένορκες βεβαιώσεις του για να χρησιμοποιηθούν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου από τους ασφαλιστές, στις οποίες κατέθεσε ψευδώς και εν γνώσει της αναλήθειας, α) ότι δήθεν διαπίστωσε ότι οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, β) ότι δήθεν διαπίστωσε ότι τα κύτη του φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και γ) ότι δήθεν του ζήτησε ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας κ. Δ.ς να καταθέσει κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική στις 8 και 9 Μαΐου του 2006 ότι το  πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, γεγονότα που ήταν εξοφθάλμως ψευδή και σε πλήρη αντίθεση με όσα ο ίδιος είχε καταθέσει σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι την 9.5.2006 (ενώπιον των αρμοδίων Αρχών που διερευνούσαν το ατύχημα), την 11.5.2006 (ενώπιον του αναφερομένου στην αγωγή Συμβολαιογράφου) και την 18.7.2006 (ένορκη βεβαίωσή του, επικυρωμένη από το Ελληνικό Προξενείο της Μανίλας στις Φιλιππίνες) και στις 9.1.2007 (από κοινού με τον έτερο διασωθέντα, E. P., ενώπιον του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαιογράφου της πόλης της Μανίλα), υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. (4) Κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες εντός του Απριλίου και Μαϊου 2007 η Α. Κ. (θυγατέρα του απωλεσθέντος υποπλοιάρχου του πλοίου), μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τους ασφαλιστές και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, ζήτησε από το διασωθέντα ναυτικό E. P. να μεταβεί στην Ελλάδα και να δώσει, έναντι αμοιβής χορηγούμενης από τους ασφαλιστές, ψευδή ένορκη βεβαίωση προς όφελος των ασφαλιστών, να αποστείλει, δε, προς τούτο, αντίγραφο του διαβατηρίου του στα γραφεία της πέμπτης  εναγομένης (…) που ήταν το παράρτημα στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, ενώ ο Α. Μ. παρότρυνε τον ανωτέρω (μετά από συμφωνία με τους  ασφαλιστές) να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα, με τη διαβεβαίωση ότι οι ασφαλιστές θα του χορηγούσαν αμοιβή για την παροχή ψευδούς ενόρκου βεβαιώσεως υπέρ τους, όπως τα γεγονότα αυτά αποκάλυψε ο ανωτέρω ναυτικός στις από 5.5.2007 και 25.5.2007 ένορκες βεβαιώσεις του, οι οποίες κατατέθηκαν στο Αγγλικό Δικαστήριο στις 15.6.2007. (5) Οι παράνομες αυτές πράξεις των ασφαλιστών αποκαλύφθηκαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, κατά τους κανόνες της Αγγλικής Πολιτικής Δικονομίας, οπότε, σε Αίτηση Παροχής Επιπρόσθετων Πληροφοριών, που υπέβαλε η πρώτη ενάγουσα στις 27.7.2007, ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, οι ασφαλιστές, δυνάμει της από 12.10.2007 απαντητικής επιστολής των πληρεξουσίων δικηγόρων των ασφαλιστών, πρώτης εναγομένης (συνοδευόμενης από «δήλωση αληθείας» του δεύτερου εναγομένου επ’ αυτής, ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές πιστεύουν ότι τα γεγονότα που δηλώνονται σε αυτήν την απάντηση είναι αληθή και ότι είναι εξουσιοδοτημένος από τους εναγομένους ασφαλιστές να υπογράψει αυτή τη δήλωση), προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, αποκάλυψαν για πρώτη φορά στοιχεία για πληρωμές που έγιναν στον M. από τους ασφαλιστές και από μέλη της οικογένειας του εκλιπόντος Υποπλοιάρχου, που ενεργούσαν για λογαριασμό των ασφαλιστών, συνολικού ποσού 25.100 δολαρίων ΗΠΑ και 14.864,39 Ευρώ, για να τον πείσουν να δώσει ενόρκως τις ψευδείς και συκοφαντικές καταθέσεις του, καθώς και μία πληρωμή ποσού 250 Δολλαρίων ΗΠΑ, που έγινε από την C.T.C. S. Μ. στον M., για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου σιδηρομεταλλεύματος που ήταν φορτωμένο επί του πλοίου κατά τη στιγμή της απώλειάς του. Περαιτέρω, σε απάντηση νέας αίτησης της πρώτης ενάγουσας ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών, οι ασφαλιστές απήντησαν με το από 19.11.2007 έγγραφο επιπρόσθετων πληροφοριών που απέστειλε η πρώτη εναγομένη προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, συνοδευόμενο από «δήλωση αληθείας» του δεύτερου εναγομένου, ενεργούντος για λογαριασμό των εντολέων της ασφαλιστών, περί του ότι οι εναγόμενοι ασφαλιστές πιστεύουν ότι τα γεγονότα που δηλώνονται στην εν λόγω απάντηση είναι αληθή, στην οποίαν περιέχονται λεπτομερέστερες πληροφορίες αναφορικά με τις πληρωμές που έγιναν από τους ασφαλιστές προς τον M. και την εμπλοκή των μελών της οικογένειας Κ. σε αυτές, μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τους ασφαλιστές, ενώ ακολούθως, και η πέμπτη εναγομένη, που ήταν το εδρεύον στον Πειραιά παράρτημα της πρώτης εναγομένης δικηγορικής εταιρείας, προσέγγισε τον M. απευθείας για λογαριασμό των ασφαλιστών, προέβη δε, σε πολλές από τις αναφερόμενες στην αγωγή χρηματικές καταβολές προς το μάρτυρα, προκειμένου να αλλοιώσει αυτός την εκδοχή του για τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Ότι, περαιτέρω, το ψευδές και συκοφαντικό περιεχόμενο των προαναφερομένων ενόρκων βεβαιώσεων του M., συνάγεται από (i) τις αναφερόμενες στην αγωγή αποφάσεις του Δικαστηρίου των Φιλιππίνων (δυνάμει της οποίας ο τελευταίος καταδικάστηκε να καταβάλει στην εταιρεία πρακτόρων I. Maritime Enterprises Inc το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, λόγω της συκοφαντικής δυσφήμισης της τελευταίας) και του Εφετείου Πειραιά, που έκρινε ότι ο πλοίο ήταν αξιόπλοο και τα πιστοποιητικά του νόμιμα και δεν έλαβε υπόψιν τις ένορκες βεβαιώσεις, (ii) τις από 11.5.2009 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων που όρισε η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών κ.κ. Θ. και Κ., που αποφάνθηκαν ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο και τα πιστοποιητικά του νόμιμα και ότι οι καταθέσεις του M. ήταν ψευδείς, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, (iii) τα στοιχεία αναφορικά με την κατάσταση του πλοίου (την αξιοπλοϊα αυτού και νομιμότητα των πιστοποιητικών του), που είχε παραδώσει η πρώτη ενάγουσα στους ασφαλιστές κατά την υποβολή της ασφαλιστικής της απαίτησης και που προέκυπταν από σχετική έρευνα ενώπιον των αρμοδίων αρχών, αναφορικά με την τήρηση, από τις πρώτη και έβδομη ενάγουσες (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια), των διεθνών κανόνων περί ασφαλείας των πλοίων, ειδικότερα, δε, τη με αριθμό 3/2006 έκθεση του τμήματος ναυτικών ερευνών της Α. Β.  Γ. (της σημαίας του πλοίου), που συντάχθηκε κατόπιν έρευνας των συνθηκών του ατυχήματος, σύμφωνα με την οποίαν η τελευταία επιχείρηση φόρτωσης στο λιμένα Porta de Madeira και η αξιοπλοϊα του πλοίου δεν αποτέλεσαν αιτιώδη παράγοντα βύθισης αυτού, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, καθώς και τις από 31.5.2006 και 19.6.2006 προανακριτικές εκθέσεις – πορίσματα της Ναυτικής Αρχής Ασφαλείας (SAMSA) της παράκτιας χώρας Ν. Αφρικής, που έκρινε ότι το πλοίο ήταν απολύτως αξιόπλοο και ότι η βύθιση του πλοίου οφείλετο στο εξαιρετικό φαινόμενο των υψηλής ενεργείας κυμάτων και κακοκαιρίας που επικράτησε στην περιοχή του ναυαγίου. Ότι, σε συνέχεια των ανωτέρω, η πρώτη ενάγουσα, αρνούμενη τους ισχυρισμούς του ως άνω μάρτυρα των αντιδίκων της ασφαλιστών, κατέθεσε ενώπιον του Αγγλικού δικαστηρίου τις από 15.6.2007 καταθέσεις των διασωθέντων ναυτικών, με τις οποίες δήλωναν αυτοί ότι οι ασφαλιστές, δια των εναγομένων πληρεξουσίων δικηγόρων τους, δια της Αγγ. Κ. και δια του προστηθέντος της έβδομης εναγομένης M. B. αποπειράθηκαν να τους δωροδοκήσουν, για να καταθέσουν ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις περί δήθεν ελαττωμάτων του πλοίου και, ότι λόγω της δυσχερούς θέσης στην οποίαν βρέθηκαν οι ασφαλιστές , αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να αποσύρουν τους ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς τους, να αναγνωρίσουν τη νόμιμη απαίτηση της πρώτης ενάγουσας για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω απώλειας του πλοίου από ασφαλισμένο κίνδυνο και τελικά, να εξοφλήσουν πλήρως την απαίτησή της, με καθυστέρηση 18 μηνών, υπεγράφησαν, δε, από τα διάδικα μέρη, τα κάτωθι ιδιωτικά συμφωνητικά, ήτοι α) το από 13.12.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό  με τους εκ των ασφαλιστών …, … και …, και β) το από 7.1.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό με τους … …, …, …, …, συμφωνίες οι οποίες επικυρώθηκαν με σχετική απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου, δυνάμει των οποίων διεκόπησαν οι διαδικασίες ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου. Ότι, σε συνέχεια των ανωτέρω, οι ασφαλιστές κατέβαλαν ολοσχερώς το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ομοίως, δε, τόσο η ασφαλιστική εταιρεία …. και ο αλληλασφαλιστικός οργανισμός H. H. M. A. (για το λόγο δε, αυτό τερματίστηκε η διαιτησία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λ.), όσο και τα συνδικάτα των Lloyd’s, για τη κάλυψη αυξημένης αξίας του πλοίου. Ότι από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ως ακολούθως : (Ι) Όπως αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο της πρώτης των ως άνω αγωγής (…), Α) αποθετική ζημία, συνιστάμενη στην απώλεια των εσόδων, τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων αφενός από την εκμετάλλευση κατά τα χρονικά διαστήματα από την 3-11-2006 έως τις 10-4-2008, από τις 27-9-2006 έως τις 28-4-2008 και από τις 13-9-2006 έως τις 19-5-2008, των τριών φορτηγών πλοίων, «…», «…» και «…» αντίστοιχα, τα οποία επρόκειτο να αγοράσει αυτή με την μη τελικώς καταβληθείσα εγκαίρως και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υποβολή της ασφαλιστικής της απαίτησης, από άπαντες τους ασφαλιστές ασφαλιστική αποζημίωση και την άρνηση των εναγομένων να ασφαλίσουν τα πλοία αυτά (συνεπεία, δε, της διάδοσης στην Ασφαλιστική Αγορά του Λ., των σε βάρος της πρώτης ενάγουσας συκοφαντικών ισχυρισμών των εναγομένων, την άρνηση και των λοιπών ασφαλιστών του Λ. να ασφαλίσουν τα πλοία αυτά), έτσι όπως αυτά (έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 47.572.875 δολ. ΗΠΑ, 19.827.875 δολ. ΗΠΑ και 9.781.125 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (47.572.875 + 19.827.875 + 9.781.125 =) 77.181.875 δολ. ΗΠΑ και αφετέρου από την μεταπώληση κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2008 των τριών ως άνω αγορασθέντων με την ασφαλιστική αποζημίωση πλοίων, την ευκαιρία της οποίας απώλεσε η πρώτη των εναγόντων, ανερχόμενα (τα έσοδα) στο ποσό των 40.000.000 δολ. ΗΠΑ, 17.000.000 δολ. ΗΠΑ και 12.000.000 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (40.000.000 + 17.000.000 + 12.000.000 =) 69.000.000 δολ. ΗΠΑ, ανερχόμενου του κυρίου αιτήματος στο ποσό των 146.181.875 δολλαρίων ΗΠΑ, επικουρικώς δε και για την περίπτωση μη μεταπώλησης των ως άνω πλοίων και συνέχισης της εκμετάλλευσής τους έως τις 3.12.2010, 30.11.2010 και 6.10.2010 αντίστοιχα, τα συνολικά έσοδα τα οποία θα πραγματοποιούσε η πρώτη των εναγόντων από αυτήν (εκμετάλλευση) για όλη τη διάρκεια των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, έτσι όπως αυτά (τα έσοδα) αναλυτικά κατά ταξίδι, χρονική διάρκεια και ημερήσιο ναύλο, περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής αφαιρουμένων των κατά περίπτωση εξόδων (προμήθεια ναυλομεσίτη, ασφάλιστρα, κόστος ανταλλακτικών, εφοδίων κλπ), ανερχόμενα (τα έσοδα) στο συνολικό ποσό των 82.651.606,25 δολ. ΗΠΑ, 35.877.125 δολ. ΗΠΑ και 29.084.312,50 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των (82.651.606,25 + 35.877.125 + 29.084.312,50 =) 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ, Β) Θετική ζημία, λόγω της δυσφήμισης και συκοφάντησης προς τρίτους και ιδίως στην ασφαλιστική αγορά του Λ. των συνασφαλισμένων εταιρειών και των εκπροσώπων τους, δια της διάδοσης ότι τα συνασφαλισμένα σε αυτές πλοία είχαν δήθεν ελαττώματα και ο ότι η διαχειρίστρια των συνασφαλισμένων πλοίων αυτών είχε καθιερώσει δήθεν «πρακτική» να μη γνωστοποιεί τα ελαττώματα αυτά στους αρμόδιους νηογνώμονες των πλοίων και τις αρμόδιες κρατικές αρχές, συνιστάμενη αφενός μεν στα αυξημένα, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσοστά, ασφάλιστρα, για το ασφαλιστικό έτος 2007-2008, τα οποία επέβαλαν οι αναφερόμενοι στο δικόγραφο της αγωγής νέοι συνασφαλιστές των πλοίων «…», «…», «…», «…» και «…», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων, αντίστοιχα, και με τα οποία επιβαρύνθηκαν αυτές, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων, ανερχόμενα (τα επιπλέον ασφάλιστρα) σε 555.984 δολ. ΗΠΑ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 236.418 δολ. ΗΠΑ για την τρίτη των εναγόντων, σε 97.109 δολ. ΗΠΑ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 216.082 δολ. ΗΠΑ για την πέμπτη των εναγόντων και σε 290.725 δολ. ΗΠΑ για την έκτη των εναγόντων, αντίστοιχα, και αφετέρου στα έξοδα των πραγματογνωμόνων για τις διεξαχθείσες από αυτούς επιθεωρήσεις των πλοίων «…», «…», «…», «…» και «…», πλοιοκτησίας των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης και έκτης των εναγόντων αντίστοιχα, τις εκθέσεις των οποίων υποχρεώθηκαν να προσκομίσουν οι τελευταίες στους νέους ως άνω ασφαλιστές των πλοίων, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτών ως συνασφαλισμένων με την πρώτη των εναγόντων εταιρειών, καθώς και της έβδομης των εναγόντων ως διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων, ανερχόμενα (τα έξοδα) σε 10.100 ευρώ για την δεύτερη των εναγόντων, σε 7.380 ευρώ για την τρίτη των εναγόντων, σε 7.340 ευρώ για την τέταρτη των εναγόντων, σε 8.060 ευρώ για την πέμπτη των εναγόντων και σε 11.300 ευρώ για την έκτη των εναγόντων αντίστοιχα. Γ) Ηθική βλάβη, λόγω της υπαίτιας, βάναυσης, επανειλημμένης και διαρκούς κατά το έτη 2006 – 2007 προσβολής του ονόματος, της επαγγελματικής τιμής και της μελλοντικής συναλλακτικής πίστης των πρώτης έως και έβδομης των εναγόντων, καθώς και της προσωπικής τιμής και υπόληψης των όγδοου έως και δέκατης τέταρτης των εναγόντων ως εκπροσώπων τους, εκάστου υπό την επικαλούμενη από αυτόν ιδιότητα, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας απαιτείται για την πρώτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τη δεύτερη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την τρίτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την τέταρτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την πέμπτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την έκτη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για την έβδομη των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον όγδοο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 6.000.000 ευρώ, για τον ένατο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 4.000.000 ευρώ, για τον δέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό των 5.000.000 ευρώ, για τον ενδέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον δωδέκατο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ, για τον δέκατο τρίτο των εναγόντων το εύλογο ποσό του 1.000.000 ευρώ και για την δέκατη τέταρτη των εναγόντων το εύλογο ποσό των 1.000.000 ευρώ, αντίστοιχα. (ΙΙ) Όπως αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο της ως άνω συμπληρωματικής αγωγής (αριθμ. …), Α) η πρώτη εξ αυτών υπέστη θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 127.166,74 ευρώ και 141.425,88 δολ. ΗΠΑ, συνιστάμενη στις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής προμήθειες, τις οποίες κατέβαλε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος προς έκδοση και διατήρηση σε ισχύ της εγγυητικής επιστολής, την οποία εξέδωσε η τελευταία και δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της πρώτης των εναγόντων, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου «…» έναντι της ναυλώτριας, της υποναυλώτριας και κυρίας του φορτίου και της ασφαλίστριας του φορτίου του ανωτέρω πλοίου κατά τη χρονική περίοδο βυθίσεως του τελευταίου (οι μεν ασφαλιστές του φορτίου ήγειραν αξιώσεις ύψους 5.250.000 Δολ ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του φορτίου, η δε ναυλώτρια αρνήθηκε να καταβάλει στις ενάγουσες τον υπόλοιπο οφειλόμενο ναύλο, ποσού 3.663.866,70 δολΗΠΑ, υποχρεούμενη προς τούτο με Διαιτητική Απόφαση, υπό την αίρεση παροχής αντίστοιχης εγγύησης από την πρώτη ενάγουσα προς τη ναυλώτρια), καθόσον η πρώτη ενάγουσα υποχρεώθηκε να παράσχει εγγύηση εξ ιδίων, λόγω της άρνησης του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού T. L. P.I. C. προς παροχή σχετικής εγγύησης, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτής (πρώτης των εναγόντων) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής και Β) η δεύτερη εξ αυτών (διαχειρίστρια) υπέστη θετική ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 2.040 ευρώ, συνιστάμενη στα έξοδα της επιθεωρήτριας εταιρείας, για τη διεξαχθείσα από αυτήν επιθεώρηση του τρόπου και των διαδικασιών λειτουργίας της δεύτερης των εναγόντων, την οποία και απαίτησαν οι ασφαλιστές σκάφους και μηχανής των πλοίων υπό τη διαχείρισή της, λόγω της ως άνω ιστορούμενης συκοφαντικής δυσφήμησης αυτής (δεύτερης των εναγόντων) ως διαχειρίστριας του βυθισθέντος πλοίου «…», κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της συμπληρωματικής αγωγής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες των αγωγών ζητούν, έτσι όπως τα αγωγικά τους αιτήματα περιορίσθηκαν παραδεκτώς, ως προς την κύρια αγωγή, με προφορική, καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 223, 295 παρ. 1 εδ. α΄, 297 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, (Ι) στη με αριθμό κατάθεσης … (πρώτη) αγωγή, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν α) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 146.181.875 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, επικουρικώς δε το ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 147.613.043,75 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, β) στη δεύτερη των εναγόντων, το ποσό του 1.010.100 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 555.984 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, γ) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.380 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 236.418 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, δ) στην τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.007.340 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 97.109 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ε) στην πέμπτη των εναγόντων το ποσό του 1.008.060 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 216.082 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, στ) στην έκτη των εναγόντων το ποσό του 1.011.300 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 290.725 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ζ) στην έβδομη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, η) στον όγδοο των εναγόντων το ποσό των 6.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, θ) στον ένατο των εναγόντων το ποσό των 4.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ι) στον δέκατο των εναγόντων το ποσό των 5.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ια) στον ενδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιβ) στον δωδέκατο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ιγ) στον δέκατο τρίτο των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και ιδ) στην δέκατη τέταρτη των εναγόντων το ποσό του 1.000.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω, δε ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά των εναγομένων φυσικών προσώπων (δεύτερου, τρίτης, όγδοου των εναγομένων) χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ για εκάστη παράβαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος εκάστου των δευτέρου, τρίτης, πέμπτης και έβδομου των εναγομένων της με αριθμό κατάθεσης … (πρώτης) αγωγής ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων και (ΙΙ) στη με αριθμό κατάθεσης … (συμπληρωματική αγωγή), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν α) στην πρώτη των εναγουσών το ποσό των 127.166,74 ευρώ και το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 141.425,88 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής άλλως κατά την ημέρα επελεύσεως των επίδικων ζημιών της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) στη δεύτερη των εναγουσών το ποσό των 2.040 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους εις βάρος εκάστου των δεύτερου, τρίτης, πέμπτης και έβδομου των εναγομένων ως μέσο εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Σύμφωνα με το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου, εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο, που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, εάν αυτό κρίνει, ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ` ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, προκύπτει ότι α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση, επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας είναι εδώ η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικώς από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σε αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ, εάν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο με αίτηση εκείνου, που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή, κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο (ΑΠ 308/2009 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2010, σ.75). Η ανάκληση, μάλιστα, αυτή θεωρείται, ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρεμβάσεως ή του ένδικου μέσου (αρθρ. 171, 172 και 162 ΚΠολΔ), ε) Το βάρος αποδείξεως των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη εάν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 990/2008 ΕΠολΔ 2008, σ.843). Από τα παραπάνω και ιδίως από την προαναφερόμενη προϋπόθεση της συνδρομής προφανούς κινδύνου, ότι ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας στα έξοδα δεν θα καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί συνάγεται ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους, προφανής δε είναι ο κίνδυνος, όταν καθίσταται έκδηλος από τα υπάρχοντα στοιχεία, χωρίς να απαιτείται η διεξαγωγή προς τούτο απόδειξης (ΑΠ 1876/2009 ΕΦΑΔ 2010/338, ΑΠ 308/2009 Αρμ 2009/1536, ΑΠ 990/2008, ΕφΠειρ 163/2013 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι όλων των υπό κρίσιν ως άνω αγωγών, κατά τη συζήτηση αυτών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους αλλά και με προφορική, καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, προέβαλαν κατ’ ένσταση το αίτημα να υποχρεωθούν οι ενάγοντες όλων των υπό κρίσιν αγωγών να παράσχουν εγγυοδοσία, ως ακολούθως α) οι πρώτη έως και έκτη εναγόμενοι, εγγυοδοσία συνολικού ποσού 497.277,64 Ευρώ για την κύρια αγωγή και ποσού 7.323,22 Ευρώ για τη συμπληρωματική αγωγή, την οποίαν (εγγυοδοσία) επιμερίζουν στο ποσό των 143.701 Ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, στο ποσό των 25.711,47 Ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των 23.841,82 Ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, στο ποσό των 22.511,62 Ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, στο ποσό των 23.739,75 Ευρώ για την πέμπτη ενάγουσα, στο ποσό των 24.159,33 Ευρώ για την έκτη ενάγουσα, στο ποσό των 21.370,93 Ευρώ για την έβδομη ενάγουσα, στο ποσό των 47.905,14 Ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, στο ποσό των 40.705,14 Ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, στο ποσό των 44.770,94 Ευρώ για τον δέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 21.370,93 Ευρώ για τον ενδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 21.370,93 Ευρώ για το δωδέκατο ενάγοντα, στο ποσό των 21.370,93 Ευρώ για τον δέκατο τρίτο ενάγοντα, στο ποσό των 21.370,93 Ευρώ για την δέκατη τέταρτη ενάγουσα και β) οι έβδομη και όγδοη εναγόμενοι, εγγυοδοσία συνολικού ποσού (i) 420.528,66 Ευρώ για την κύρια αγωγή, επιμεριζόμενη σε ποσό 116.958,17 Ευρώ για την πρώτη ενάγουσα, 21.534,28 Ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα, 20.053,94 Ευρώ για την τρίτη ενάγουσα, 19.082,53 Ευρώ για την τέταρτη ενάγουσα, 19.965,43 Ευρώ για την πέμπτη ενάγουσα, 20.328,58 Ευρώ για την έκτη ενάγουσα, 18.095,92 Ευρώ για την έβδομη ενάγουσα, 40.265,10 Ευρώ για τον όγδοο ενάγοντα, 34.265,11 Ευρώ για τον ένατο ενάγοντα, 37.595,92 Ευρώ για τον δέκατο ενάγοντα, 18.095,92 Ευρώ για τον ενδέκατο ενάγοντα, 18.095,92 Ευρώ για τον δωδέκατο ενάγοντα, 18.095,92 Ευρώ για τον δέκατο τρίτο ενάγοντα και 18.095,92 Ευρώ για την δέκατη τέταρτη ενάγουσα και (ii) 5.498,11 Ευρώ για τη συμπληρωματική αγωγή, επιμεριζόμενη σε ποσό 5.447,26 Ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και ποσό 50,85 Ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα στην εν λόγω αγωγή, με βάση τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα δικαστικά έξοδα, που υπολογίζονται με βάση τα αιτούμενα στις ένδικες αγωγές ποσά, ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητα όλων των εναγόντων όλων των υπό κρίσιν αγωγών (νομικών και φυσικών προσώπων) να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας δίκης, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί σχετικά με τη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων, σε περίπτωση απόρριψης των ένδικων αγωγών, ενόψει του μεγάλου ύψους (δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ) των εγειρόμενων με αυτές αξιώσεων, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στις προτάσεις τους λόγους.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η εν λόγω δικονομική αναβλητική της δίκης ένσταση παραδεκτά προβάλλεται και τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη διατάξεις, πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον από την εκτίμηση των σχετικών με την εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από όλους τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη από τους εναγόμενους προφανής οικονομική αδυναμία των εναγόντων. Συγκεκριμένα, οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη των εναγουσών επί της κύριας αγωγής (καθώς και οι πρώτη και δεύτερη ενάγουσες επί της συμπληρωματικής αγωγής) είναι αλλοδαπές εταιρείες, εδρεύουσες κατά το καταστατικό τους στο M. M. των Ν. M. (…) οι πρώτη έως και έκτη εξ αυτών και στη … η έβδομη εξ αυτών, από μόνο δε αυτό το γεγονός δεν τεκμαίρεται ότι υφίσταται έκδηλη οικονομική αδυναμία και εν γένει αφερεγγυότητα αυτών (πρβλ. ΕφΠειρ 397/2002 Ναυτική Δικαιοσύνη 4.266, ΠΠρΠειρ 628/2104, προσκομιζόμενες). Αναφορικά δε με την οικονομική κατάσταση των ως άνω εναγουσών εταιρειών αλλά και των λοιπών εναγόντων – φυσικών προσώπων, που είναι διοικητές και μέλη των διοικητικών συμβουλίων αυτών, λεκτέα τα ακόλουθα: Καίτοι δεν προέκυψε ότι οι ενάγουσες αλλοδαπές εταιρείες διαθέτουν εμφανή ακίνητη περιουσία, εντούτοις, δεν πιθανολογείται ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων. Συγκεκριμένα, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, η πρώτη ενάγουσα εταιρεία έχει εισπράξει από τις ασφαλίστριες εναγόμενες εταιρείες το έτος 2008 την ασφαλιστική αποζημίωση για την απώλεια του πλοίου “…”, ποσού 40.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, η δε καταβολή του ποσού αυτού σε τραπεζικό λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “C. I. S.A.” έγινε κατ’ εντολή της πρώτης ενάγουσας και συνεπώς, η ως άνω εταιρεία ενεργούσε ως εντολοδόχος της πρώτης ενάγουσας, όπως συνάγεται από τα από 2007 και 2008 συμφωνητικά συμβιβασμού, που υπογράφηκαν μεταξύ της πρώτης και έβδομης ενάγουσας και των ασφαλιστών (συνδικάτα … και …), όπου αναφέρεται ότι η ασφαλιστική αποζημίωση πρόκειται να καταβληθεί στον τραπεζικό λογαριασμό της ως άνω εταιρείας με την επωνυμία “C. I. S.A.” για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας (πρβλ. σχετικά 32, 34, 36 1ης-6ης εναγομένων, σε συνδυασμό με σχεετικό 22 εναγόντων παρ.84 επ.). Επίσης, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται (χωρίς να αντικρούεται αυτό από τους εναγόμενους) ότι έλαβε στις 20-2-2008 από τον (επίσης αντίδικό της) αλληλασφαλιστικό οργανισμό με την επωνυμία «H. H.» το ποσό των 4.800.000 δολλαρίων ΗΠΑ, δυνάμει του από 28-1-2008 συμφωνητικού συμβιβασμού, με τραπεζική επιταγή, που εκδόθηκε εις διαταγή της πρώτης ενάγουσας. Επίσης, η δεύτερη και η έβδομη εκ των εναγουσών εταιρειών έλαβαν τον Ιανουάριο του 2014 το ποσό των 9.350.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες δυνάμει του από 23-12-2013 συμφωνητικού συμβιβασμού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της δεύτερης και της έβδομης ενάγουσας και των εναγόμενων ασφαλιστών, καθώς και των λοιπών ασφαλιστών (συνδικάτα των L. L.M.I., ήτοι …D, … και …, καθώς και …., …, πρβλ. σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ. 176). Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ποσά δεν προέκυψε (ούτε άλλωστε επικαλούνται οι εναγόμενοι) ότι έχουν ολοσχερώς δαπανηθεί, διανεμηθεί ή αναλωθεί και συνεπώς, τεκμαίρεται ότι σώζονται και διατηρούνται διαθέσιμα στο ταμείο των εν λόγω εταιρειών, καθόσον προέκυψε ότι εξ αυτών μόνο το ποσό των 1.879.475 δολλαρίων ΗΠΑ διατέθηκε τον Ιανουάριο του 2008 από την πρώτη ενάγουσα στην «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας» για την αποπληρωμή δανείου, που είχε χορηγηθεί από την ως άνω Τράπεζα στην πρώτη ενάγουσα για το πλοίο “…” (βλ. σχετικά εναγόντων υπ’ αριθμ. 174, 175). Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό των εναγόμενων, ότι η δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών εταιρειών έχουν πωλήσει τα αναφερόμενα στην αγωγή πλοία τους ήδη πριν από την άσκηση των κρινόμενων αγωγών (2011-2012), με αποτέλεσμα να στερούνται πλέον άλλων περιουσιακών στοιχείων, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Μόνον οι επικαλούμενες μεταβιβάσεις α) την 9-2-2010 του πλοίου “…” από τη δεύτερη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “….”, β) την 23-10-2007 του πλοίου “…” από την τρίτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, γ) την 16-8-2007 του πλοίου “…” από την τέταρτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, δ) την 14-5-2007 του πλοίου “…” από την πέμπτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…” και ε) την 16-3-2007 του πλοίου “P …” από την έκτη ενάγουσα προς την αλλοδαπή εταιρία “…”, δεν αρκούν για το σχηματισμό της αναγκαίας δικανικής πεποίθησης περί της προφανούς οικονομικής αδυναμίας των ως άνω εναγουσών εταιρειών, διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως αντίγραφα πωλητηρίων εγγράφων (Bill of Sale), οι ως άνω εταιρείες έχουν λάβει ως τίμημα για τις ανωτέρω μεταβιβάσεις τα ποσά των 8.100.000, 19.500.000, 10.000.000, 17.400.000 και 14.400.000 δολλαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα (βλ. σχετικά εναγόντων υπ’ αριθμ. 185 έως 189). Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά έχουν πλήρως αναλωθεί ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι δεν απομένει πλέον κανένα ισάξιο περιουσιακό στοιχείο στην κυριότητα των ως άνω εναγουσών, επιπλέον δε δεν αποδείχθηκε κάποια συγκεκριμένη οφειλή των ως άνω εναγουσών εταιρειών, η οποία (οφειλή), εάν υπήρχε, θα είχε ληφθεί προφανώς υπόψη από τους συμβαλλόμενους στις ως άνω πωλήσεις για τον υπολογισμό του συμφωνηθέντος και καταβληθέντος σε έκαστη εξ αυτών τιμήματος (πρβλ. ΕφΠειρ 1011/2013 προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 397/2002 ό.π., ΠΠρΠειρ 628/2014, προσκομιζόμενες). Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι, σε συνέχεια της από 15.9.2014 αίτησης της έβδομης ενάγουσας (στην κύρια αγωγή) ανακλήθηκε η Υπουργική Απόφαση, σχετικά με την εγκατάσταση γραφείου αυτής στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009, Ν. 4150/2013, δεν καθιστά την εν λόγω εταιρεία, άνευ ετέρου, αφερέγγυα, ως αλλοδαπή και μη έχουσα εγκατάσταση στην Ελλάδα (πρβλ. ΠΠρΠειρ 628/2014, προσκομιζόμενη). Επιπλέον, αναφορικά με τους όγδοο έως και δέκατο τέταρτο των εναγόντων, επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αφερεγγυότητά τους ως επιχειρηματιών, καθόσον οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν το σχετικό βάρος απόδειξης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο σχετικά με την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών ή χρεών των ως άνω εναγόντων – φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι από μόνο το γεγονός, ότι ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων οι ως άνω ενάγουσες εταιρείες δήλωσαν οικονομική αδυναμία (όπως προκύπτει αφενός από την από 27-5-2014 επιστολή της αγγλικής δικηγορικής εταιρείας K. F., η οποία ανέλαβε την εκπροσώπηση των εναγουσών στις δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων μετά τον Απρίλιο του 2014, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι οι ενάγουσες εταιρείες … κλπ. παραμένουν χωρίς περαιτέρω κεφάλαια, για να καταβάλλουν τις ενδιάμεσες πληρωμές για τα κόστη, που έχουν διαταχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και αφετέρου από την από 24-6-2014 επιστολή της ίδιας ως άνω δικηγορικής εταιρείας προς το Εφετείο του Λονδίνου, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής αδυναμίας των εναγουσών εταιρειών … κλπ. να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τη δικαστική διαδικασία, δεν υπάρχει λόγος για νέα προφορική συζήτηση της εφέσεως), δεν τεκμαίρεται αναντίρρητα ότι υφίσταται έκδηλη και μόνιμη οικονομική αδυναμία των εναγόντων, καθόσον προέκυψε ότι οι ενάγουσες εταιρείες έχουν ήδη καταβάλει το συνολικό ποσό των 951.000 λιρών Αγγλίας για αποζημίωση και για δικαστική δαπάνη των εναγόμενων ασφαλιστών και των λοιπών ασφαλιστών – αντιδίκων τους για την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση των ενδίκων αγωγών (συνδικάτα των L. L.M.I., ήτοι …, … και …, καθώς και H. D., M. M., A. T., M. M., S. V. S…., B. F., …, M. F., D. D., C. T., G. E.), σε εκτέλεση της από 19-12-2011 Απόφασης και της από 2-12-2012 σχετικής Διαταγής του Άγγλου Δικαστή κου Burton, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες αντίγραφα των αποδείξεων κατάθεσης των οικείων ποσών σε πίστωση του Γενικού Λογιστηρίου των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Αγγλίας (ορ. την από 29.10.2013 επιστολή του δικηγορικού γραφείου T. C., σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ. 180). Εξάλλου, προέκυψε ότι στο πλαίσιο της υφιστάμενης αντιδικίας τους με τους ασφαλιστές και εν γένει τα ανωτέρω φυσικά και νομικά πρόσωπα, οι ενάγοντες έχουν ήδη καταβάλει σημαντικά ποσά, υπολογιζόμενα στο ποσό των 1.000.000 ευρώ περίπου, για τη νομική εκπροσώπησή τους ενώπιον των ημεδαπών αλλά και αλλοδαπών Δικαστηρίων, από το γεγονός δε αυτό συνάγεται ότι υφίσταται η οικονομική δυνατότητα για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης, σε περίπτωση ενδεχόμενης ήττας τους στην παρούσα δίκη (βλ. σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ. 180). Aκόμη δε και στην από 26-9-2014 απόφαση του, επί της οποίας ειδικότερα ο λόγος παρακάτω, ο Δικαστής κ. Flaux εκτίμησε ότι η μη συμμετοχή των εναγόντων στην ενώπιον του διαδικασία δεν οφείλεται σε οικονομική αδυναμία αυτών αλλά την επέβαλαν λόγοι τακτικής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένσταση περί καταβολής εγγυοδοσίας, που προέβαλαν οι εναγόμενοι, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη (πρβλ. ΕφΠειρ 163/2013, ΠΠρΑθ 1738/2012 ό.π.), δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης στην καταβολή αυτών των εναγόντων όλων των υπό κρίσιν αγωγών.

Όπως είναι γνωστό, ο Κανονισμός 44/2001 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (στο εξής Καν. 44/2001), ο οποίος, με έναρξη ισχύος την 1.3.2002, υποκατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση των Βρυξελών (στο εξής ΣΒρ) «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ν. 1814/1988), έχει γενική ισχύ και εφαρμόζεται δεσμευτικά σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ (άρθρο 76), άρα και στις σχέσεις της Ελλάδος με το Ηνωμένο Βασίλειο. Διέπεται πιο συγκεκριμένα από την αρχή της άμεσης εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 249 παρ.2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (: «ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος») και της υπεροχής. Στη διάταξη του άρθρου 33 του Καν. 44/2001, ορίζονται τα ακόλουθα : «1. Η απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. 2. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί. 3. Αν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 32 του ιδίου Κανονισμού «ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντα κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από το γραμματέα». Ο Κανονισμός 44/2001 θεσμοθετεί στο άρθρο 33 παρ.1 το σύστημα της αυτόματης αναγνωρίσεως των ενδοκοινοτικών αποφάσεων, σύστημα που είχε ήδη καθιερώσει και η Σύμβαση των Βρυξελλών στο άρθρο 26 παρ.1. Τα έννομα αποτελέσματα των ενδοκοινοτικών δικαστικών αποφάσεων γίνονται έτσι καταρχήν αυτοδικαίως αποδεκτά σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, χωρίς να παρεμβάλλεται καμία δικαστική διαδικασία. Η παρέμβαση δικαστικής αρχής είναι αναγκαία μόνον όταν αμφισβητείται αν πρέπει να γίνει αναγνώριση. Ο Κανονισμός καθιερώνει για την περίπτωση αυτή διαδικασία κύριας (άρθρο 33 παρ.2) ή παρεμπίπτουσας αναγνωρίσεως (άρθρο 33 παρ.3) κατά το πρότυπο και πάλι της ΣΒρ. Εξάλλου, από τον κανόνα της αυτόματης αναγνώσισης του δεδικασμένου, αντλείται η ερμηνευτική αρχή ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η αναγνώριση του δεδικασμένου ενδοκοινοτικής απόφασης μπορεί να συντελεσθεί στα άλλα κράτη μέλη σε οποιαδήποτε δίκη και παρεμπιπτόντως. Η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής διασφαλίζεται μάλιστα με το άρθρο 33 παρ.3 του Καν. 44/2001, όπου απονέμεται η διεθνής δικαιοδοσία για την παρεμπίπτουσα αυτήν κρίση σε οποιοδήποτε δικαστήριο κράτους μέλους που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον για την κρίση της κύριας διαφοράς, όπου εγείρεται, αμέσως ή εμμέσως, η σχετική αμφισβήτηση. Όταν δηλαδή υπάρξει ένσταση δεδικασμένου, προερχομένου από ενδοκοινοτική απόφαση σε οποιαδήποτε κύρια δίκη άλλου κράτους μέλους, το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου η δίκη αυτή εκκρεμεί, περιβάλλεται με τη διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει και την προαναφερόμενη ένσταση (βλ. Πελαγίας Γέσιου – Φαλτσή, «αρνητική αναγνωριστική αγωγή και αίτηση κηρύξεως εκτελεστότητας αγγλικών αποφάσεων κατά τον Καν. 44/2001 – Ζητήματα εκκρεμοδικίας και ορίων ουσιαστικού ελέγχου των ενδοκοινοτικών αποφάσεων», ΕΠολΔ 2011, σ. 176 επ.). Στα πλαίσια του γενικού ορισμού του όρου «απόφαση», η οποία μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αναγνώρισης, εντάσσεται κάθε απόφαση, ανεξάρτητα από την ονομασία που φέρει (απόφαση/ διαταγή/ διαταγή εκτελέσεως/ καθορισμός δικαστικής δαπάνης, περιλαμβανομένων και των αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας, των προδικαστικών και των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων), ανεξάρτητα από τη δικονομική τους ωριμότητα, αφού δεν απαιτείται τελεσιδικία και ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει (αστικό/ εμπορικό/ διοικητικό/ ποινικό ή άλλο), αρκεί να υπάγεται από την άποψη της φύσης της στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού. Αυτονόητα, στο στάδιο της αναγνώρισης/ εκτέλεσης δεν είναι δυνατόν απόφαση να αποκτά μεγαλύτερη δραστικότητα από αυτή που διαθέτει στο κράτος προέλευσης (βλ. Χ. Παμπούκη, «Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών», εκδ. 2009, σ. 1387). Σχετικώς, το ΔΕΚ, δυνάμει της από 15.11.2012 απόφασής του επί της υπόθεσης «Gothaer Allgemeine Versicherung AG/ Samskip GmbH» (αποφ. ΔΕΚ 0456/2011), απεφάνθη τα ακόλουθα : «23. Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 32 του κανονισμού 44/2001, η έννοια της «αποφάσεως» καταλαμβάνει «κάθε» απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο κράτους μέλους, χωρίς καμία διάκριση λόγω του περιεχομένου της, όπερ επάγεται, κατά αρχήν, ότι η έννοια αυτή καταλαμβάνει και απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. 24. Άλλωστε, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το άρθρο 25 της οικείας Συμβάσεως, η εκ μέρους του ερμηνεία του οποίου ισχύει, κατά αρχήν, και για την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού 44/2001 (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, C-406/09, Realchemie Nederland, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 38), ήτοι το άρθρο 32 του εν λόγω κανονισμού, δεν περιορίζεται στις αποφάσεις περί εν όλω ή εν μέρει περατώσεως της δίκης, αλλά καταλαμβάνει και τις προδικαστικές αποφάσεις ή όσες διατάσσουν προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-39/02, Marsk Olie & Gas, Συλλογή 2004, σ. I-9657, σκέψη 46). 25. Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, C-103/05, Reisch Montage, Συλλογή 2006, σ. I-6827, σκέψη 29, της 23ης Απριλίου 2009, C-167/08, Draka NK Cables κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I?3477, σκέψη 19, και της 16ης Ιουλίου 2009, C-189/08, Zuid-Chemie, Συλλογή 2009, σ. I-6917, σκέψη 17). 26. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του 2, ένας από τους στόχους του κανονισμού 44/2001 είναι η «απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών» τα οποία δεσμεύονται από τον κανονισμό, όπερ συνηγορεί και υπέρ μιας ερμηνείας της εννοίας «απόφαση», χωρίς να λαμβάνεται ο αποδιδόμενος από το δίκαιο κράτους μέλους χαρακτηρισμός σε πράξη εκδοθείσα από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, είτε πρόκειται για το κράτος μέλος προελεύσεως είτε για το κράτος μέλος αναγνωρίσεως. Πράγματι, τυχόν ερμηνεία της εν λόγω εννοίας βάσει των ιδιομορφιών κάθε εθνικού δικαίου θα συνιστούσε σημαντικό εμπόδιο στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. 27. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 44/2001 γίνεται λόγος για τον στόχο «της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ένας τέτοιος στόχος καθιστά εκ φύσεως επιτακτική την ανάγκη ερμηνείας της κατά το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 εννοίας «απόφαση», η οποία καταλαμβάνει και αποφάσεις με τις οποίες δικαιοδοτικό όργανο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Πράγματι, η μη αναγνώριση τέτοιων αποφάσεων θα μπορούσε να θίξει σοβαρά την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων.  28. Ως προς το θεσπισθέν με τον κανονισμό 44/2001 σύστημα, με τις αιτιολογικές σκέψεις του 16 και 17 υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να εικάζεται ότι η εν λόγω έννοια δεν ερμηνεύεται συσταλτικώς προκειμένου να αποφεύγονται, μεταξύ άλλων, διαφορές ως προς το αν υφίσταται «απόφαση». 29. Θα θιγόταν η εν λόγω αμοιβαία εμπιστοσύνη αν δικαστήριο κράτους μέλους μπορούσε να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως με την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. Η αποδοχή της απόψεως ότι δικαστήριο κράτους μέλους δύναται να αρνείται την αναγνώριση μιας τέτοιας αποφάσεως θα προσέκρουε στο θεσπισθέν με τον κανονισμό 44/2001 σύστημα, καθόσον παρόμοια άρνηση θα ήταν δυνατόν να θίξει την αποτελεσματική λειτουργία των εξαγγελλόμενων στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού κανόνων οι οποίοι αφορούν την κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών. 30. Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 49 και 50 των προτάσεών του, τυχόν περιοριστική ερμηνεία τής κατά το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 εννοίας «απόφαση» προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 33 έως 35 αυτού. Πράγματι, το άρθρο 33 εξαγγέλλει την αρχή ότι οι αποφάσεις πρέπει να αναγνωρίζονται, ενώ τα άρθρα 34 και 35 προβλέπουν εξαιρέσεις από την ανωτέρω αρχή, οι οποίες πρέπει, επομένως, να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Άλλωστε, το άρθρο 35, παράγραφος 3, ορίζει ότι δεν μπορεί να ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως, ενώ το κριτήριο περί δημόσιας τάξεως δεν μπορεί να εφαρμόζεται επί των σχετικών με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνων. 31. Υπογραμμίζεται ότι τυχόν περιοριστική ερμηνεία της εννοίας της αποφάσεως θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μιας κατηγορίας πράξεων εκδιδομένων από δικαιοδοτικά όργανα μη απαριθμούμενης μεταξύ των παρατιθέμενων περιοριστικώς στα άρθρα 34 και 35 του κανονισμού 44/2001 εξαιρέσεων, πράξεων οι οποίες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αποφάσεις» κατά το άρθρο 32 και τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών δεν θα ήσαν υποχρεωμένα να τις αναγνωρίσουν. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας κατηγορίας πράξεων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως εκείνων με τις οποίες συγκεκριμένο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους θα αποφαινόταν ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, θα ήταν ασυμβίβαστη με το θεσπισθέν στα άρθρα 33 έως 35 του κανονισμού 44/2001 σύστημα, το οποίο ευνοεί την άνευ εμποδίων αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και αποκλείει τον έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως από εκείνα του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. 32. Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων … το άρθρο 32 του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι καταλαμβάνει και απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφαίνεται ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας πράξεως βάσει του δικαίου άλλου κράτους μέλους …. 34. Όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην έκθεση την οποία συνέταξε ο P. Jenard αναφορικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29, στο εξής: έκθεση Jenard), «η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους» (προπαρατεθείσα απόφαση Hoffmann, σκέψη 10). Επομένως, αλλοδαπή απόφαση που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 33 του κανονισμού 44/2001 πρέπει, κατά αρχήν, να αναπτύσσει στο κράτος αναγνωρίσεως τις ίδιες έννομες συνέπειες με εκείνες που αναπτύσσει στο κράτος εκδόσεώς της (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Hoffmann, σκέψη 11). 35. Επιπλέον, όπως ήδη έχει υπομνηστεί στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστηρίων αποτελεί το υπόβαθρο του θεσπισθέντος με τον κανονισμό 44/2001 συστήματος. Πράγματι, όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, επιβάλλεται υψηλός βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης κατά μείζονα λόγο όταν τα δικαστήρια των κρατών μελών καλούνται να εφαρμόσουν κοινούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Στο μέτρο αυτό, οι περί τη δικαιοδοσία κανόνες καθώς και οι αφορώντες την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων κανόνες, οι οποίοι απαντούν στον κανονισμό 44/2001, δεν συνιστούν δύο χωριστά και αυτοτελή σύνολα κανόνων, αλλά έχουν στενή σχέση μεταξύ τους (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, C-514/10, Wolf Naturprodukte, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25). Ένας τέτοιος δεσμός είναι εκείνος ο οποίος, αφενός, δικαιολογεί τον απλοποιημένο μηχανισμό αναγνωρίσεως και εκτελέσεως του άρθρου 33, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατά τον οποίο οι εκδοθείσες σε κράτος μέλος αποφάσεις αναγνωρίζονται, κατά αρχήν, στα λοιπά κράτη μέλη και ο οποίος, αφετέρου, επάγεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 35, παράγραφος 3, του ιδίου κανονισμού, την έλλειψη ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους εκδόσεως της αποφάσεως (βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 1/03 της 7ης Φεβρουαρίου 2006, Συλλογή 2006, σ. I-1145, σκέψη 163). 36. Ασφαλώς, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κυρίας δίκης, το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001, το οποίο αφορά τη συμβατική παρέκταση δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής δεδομένου ότι με την επίδικη ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας αναγνωρίζονται ως αρμόδια τα δικαστήρια της Δημοκρατίας της Ισλανδίας η οποία δεν αποτελεί κράτος μέλος. Εντούτοις, όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 76 των προτάσεών του, η Σύμβαση του Λουγκάνο, συμβαλλόμενο μέρος της οποίας δεν είναι η Δημοκρατία της Ισλανδίας, εμπεριέχει ισοδύναμη προς εκείνη του άρθρου 23 του ανωτέρω κανονισμού διάταξη, ήτοι τη διάταξη του άρθρου 23 αυτής. Στο μέτρο κατά το οποίο δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως διαπίστωσε την εγκυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας, στο πλαίσιο του ελέγχου της δικής του διεθνούς δικαιοδοσίας, θα αντέκειτο προς την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατά την απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, το να εξετάσει εκ νέου το ίδιο ζήτημα της εγκυρότητας δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. 37. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 36 του κανονισμού 44/2001, αποκλείεται «η επί της ουσίας αναθεώρηση» της αποφάσεως του κράτους μέλους εκδόσεως, σύμφωνα με την ανωτέρω αρχή περί αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πράγματι, κατά την έκθεση Jenard (σ. 74) «[η] έλλειψη [αναθεωρήσεως επί της ουσίας] επιβάλλει πλήρη εμπιστοσύνη στο δικαστήριο του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως· η εμπιστοσύνη αυτή όσον αφορά το βάσιμο της δικαστικής αποφάσεως πρέπει φυσιολογικά να επεκτείνεται και στην εφαρμογή των [εναρμονισμένων] κανόνων δικαιοδοσίας [?] από το δικαστήριο». 38. Το να γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο κράτους μέλους αναγνωρίσεως έχει τη δυνατότητα να κρίνει άκυρη τη ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας την οποία το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως αναγνώρισε ως έγκυρη θα προσέκρουε στην εν λόγω απαγόρευση της αναθεωρήσεως της αποφάσεως επί της ουσίας, ιδίως υπό περιστάσεις υπό τις οποίες το τελευταίο αυτό δικαστήριο θα ήταν δυνατόν να κρίνει ότι είναι αρμόδιο ελλείψει της ανωτέρω ρήτρας. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, μια τέτοια διαπίστωση εκ μέρους του δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως θα έθετε υπό αμφισβήτηση όχι μόνο την ενδιάμεση κρίση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας περί απονομής δικαιοδοσίας αλλά και της αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία τούτο κρίνει εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί. 39. Όπως υπογράμμισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 82 των προτάσεών του, η απαγόρευση του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προς ο η αίτηση αναγνωρίσεως να διαπιστώσει τη δική του δικαιοδοσία στο μέτρο κατά το οποίο το τελευταίο δεσμεύεται από την απόφανση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Η υποχρέωση περί ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προϋποθέτει ότι ο εν λόγω περιορισμός προσδιορίζεται επακριβώς σε επίπεδο της Ένωσης και ότι τούτο δεν εξαρτάται από τους αφορώντες την ισχύ του δεδικασμένου διαφορετικούς εθνικούς κανόνες. 40. Η έννοια του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν εστιάζεται αποκλειστικώς στο διατακτικό της επίδικης δικαστικής αποφάσεως, αλλά επεκτείνεται και στο σκεπτικό της το οποίο αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού της και συνιστά ως εκ τούτου αναπόσπαστο μέρος αυτού [βλ., ιδίως, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 2006, C?442/03 P και C-71/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputaci?n Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 44, και της 19ης Απριλίου 2012, C-221/10 P, Artegodan κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 87]. Λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως υπογραμμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, οι κοινοί κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας τους οποίους εφαρμόζουν τα δικαστήρια των κρατών μελών απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε από τον κανονισμό 44/2001 και από την προμνησθείσα στη σκέψη 39 της ιδίας αποφάσεως ανάγκη περί ομοιομορφίας, η έννοια της ισχύος του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης ασκεί επιρροή ως προς τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τα οποία παράγει απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας. 41. Υπό την έννοια αυτή, απόφαση με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη, δεσμεύει τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τόσο όσον αφορά την απόφαση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία εμπεριέχεται στο διατακτικό της αποφάσεώς του, όσο και όσον αφορά τη διαπίστωση ως προς την εγκυρότητα της ρήτρας, την οποία εμπεριέχει το σκεπτικό της, το οποίο και συνιστά το αναγκαίο υπόβαθρο του συγκεκριμένου διατακτικού. … 43. … Τα άρθρα 32 και 33 του κανονισμού 44/2001 έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο άλλου κράτους μέλους αποφάνθηκε ότι στερείται αρμοδιότητας, θεμελιώνοντας την κρίση του σε ρήτρα περί απονομής δικαιοδοσίας, δεσμεύεται από την αφορώσα την εγκυρότητα της εν λόγω ρήτρας διαπίστωση, η οποία απαντά στο σκεπτικό τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως περί απαραδέκτου του ασκηθέντος μέσου παροχής ένδικης προστασίας.». Από τη συλλογιστική του Δικαστηρίου, καθώς και από τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Yves Bot, μπορεί να αντλήσει κανείς κάποιες γενικότερες διαπιστώσεις, όπως ότι «απόφαση», υπό την έννοια του άρθρου 32 του Καν 44/2001 αποτελεί αυτόνομη έννοια, κάτι που συνεπάγεται τη μη εξάρτησή της από το νομικό χαρακτηρισμό της σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως ή του κράτους μέλους αναγνωρίσεως. Έτσι, ο χαρακτηρισμός μιας απόφασης σε ένα κράτος μέλος ως «απόφαση επί του παραδεκτού» είναι εκ προοιμίου αδιάφορος. Για να εμπίπτει μια πράξη στην αυτόνομη έννοια της «απόφασης» του άρθρου 32, το κρίσιμο ερώτημα είναι το αν πληροί τρία σχετικά κριτήρια που έχει συναγάγει η νομολογία του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου. Συγκεκριμένα, η πράξη πρέπει πρώτον να έχει εκδοθεί από δικαστήριο, δηλαδή από όργανο που ενεργεί αμερόληπτα και ανεξάρτητα από τα άλλα όργανα του κράτους, δεύτερον, η διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της απόφασης πρέπει να έχει διεξαχθεί τηρουμένης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και τρίτον, η απόφαση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από την άσκηση εξουσίας διαγνώσεως εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου που την εξέδωσε. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο των αποφάσεων επί του παραδεκτού, που να εμποδίζει την καταρχήν ένταξή τους στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 32. Αντίθετα, η θέση υπέρ της ένταξής τους σε αυτό ενισχύεται τόσο από το γράμμα και τις προπαρασκευαστικές εργασίες περί τη θέσπιση του άρθρου, όσο και από τη γενική οικονομία και τους σκοπούς του Κανονισμού 44/2001. Περαιτέρω, κατά την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων των κρατών μελών, ανακύπτει δυσκολία όσον αφορά, ποιες ενέργειές τους και σε ποια έκταση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνώρισης. Η δυσκολία εντοπίζεται στο ότι άλλο κράτος είναι αρμόδιο για να καθορίσει τις ενέργειες που θα αποδώσει στις δικαστικές αποφάσεις και άλλο κράτος αποφαίνεται για το ποιες είναι οι ενέργειες που μπορεί να αναπτύξει η αλλοδαπή απόφαση στα όρια της κυριαρχίας του. Προβληματικές έτσι μπορεί να είναι οι περιπτώσεις που αφορούν π.χ. το δεδικασμένο στα προδικαστικά ζητήματα, που ενδεχομένως γνωρίζει το κράτος εκδόσεως της απόφασης (π.χ. άρθρο 331 ΚΠολΔ) αλλά όχι το κράτος αναγνωρίσεως (π.χ. Γερμανία) ή οι περιπτώσεις όπου η απόφαση κατά του πρωτοφειλέτη δεσμεύει μεν τον εγγυητή στο κράτος εκδόσεως (π.χ. Γαλλία), αλλά όχι στο κράτος αναγνωρίσεως (π.χ. Ολλανδία). Για την αντιμετώπιση των παραπάνω δυσκολιών, αναπτύχθηκαν διεθνώς τρεις θεωρίες : Σύμφωνα με τη θεωρία της εξομοιώσεως των ενεργειών, πρέπει να αποδίδονται από το κράτος αναγνωρίσεως στις αλλοδαπές αποφάσεις ενέργειες ανάλογες με αυτές που αναδίδουν οι αντίστοιχες ημεδαπές αποφάσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία της επεκτάσεως των ενεργειών, γίνονται επακριβώς αποδεκτές στο κράτος αναγνωρίσεως οι ενέργειες που παράγει η αλλοδαπή απόφαση στο κράτος εκδόσεώς της. Σύμφωνα με τη θεωρία της σωρεύσεως, η οποία αποτελεί έναν συνδυασμό των δύο παραπάνω, μπορούν να γίνονται δεκτές στο κράτος αναγνωρίσεως οι ενέργειες που αποδίδει στις δικαστικές του αποφάσεις το κράτος εκδόσεως, εφόσον όμως αυτές δεν υπερβαίνουν τις ενέργειες των ημεδαπών αποφάσεων. Στο πλαίσιο του Κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου υιοθετεί καταρχήν τη θεωρία της επεκτάσεως των ενεργειών. Ήδη από το 1988, το ΔΕΚ είχε αποφανθεί στην υπόθεση Hoffman/Krieg ότι η «αλλοδαπή απόφαση που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 33 του Κανονισμού 44/2001 πρέπει, καταρχήν, να αναπτύσσει στο κράτος αναγνωρίσεως τις ίδιες έννομες συνέπειες με εκείνες που αναπτύσσει στο κράτος εκδόσεώς της. Επιπλέον, το 2009, το Δικαστήριο απεφάνθη στην υπόθεση Αποστολίδης κατά Orams ότι «ναι μεν η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια, καταρχήν, να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος μέλος εκδόσεώς τους, εντούτοις δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται σε δικαστικές αποφάσεις, κατά την εκτέλεσή τους, ιδιότητες που στερούνται στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως». Το Δικαστήριο δηλαδή αφενός επιβεβαίωσε ότι το περιεχόμενο της αναγνώρισης κρίνεται με βάση το δίκαιο του κράτους εκδόσεως και αφετέρου επεσήμανε ότι το περιεχόμενο της εκτελεστότητας εξαρτάται και από το δίκαιο του κράτους εκτελέσεως. Επομένως, για την αναγνώριση των αποφάσεων στο πλαίσιο των άρθρων 32 επ. του Κανονισμού 44/2001, εφαρμογή έχει η θεωρία της επεκτάσεως των ενεργειών (βλ. Κωνσταντίνου Β. Βουλγαράκη, «Προς μια ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου ; Με αφορμή την απόφαση Gothaer και λοιποί κατά Samskip C-456/11, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ειδικότερα, δε, περί της παραδοχής της θεωρίας της επέκτασης των συνεπειών υπό το πρίσμα του Καν 44/2001, βλ., αντί πολλών, Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, «δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ΙΙΙ, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση», σ.280-281, Χ. Παμπούκη, «Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών», εκδ. 2009, σ.1384, Αναστάσιου Βαλτούδη, «η έννοια των ασυμβίβαστων δικαστικών αποφάσεων των άρθρων 34 αρ.3 και 45 εδ.α΄ Κανονισμού 44/2001 – με αφορμή την απόφαση του ΔΕΕ, 26.9.2013, Salzgitter/Laminorul, C-157/12, σ.291, σημ. 26). Κατά τις παραδοχές στην ως άνω απόφαση Gothaer, υπό το φως της νομολογίας Hoffman/Krieg και Αποστολίδης κατά Orams, θα περίμενε κανείς ότι η έκταση της δέσμευσης των γερμανικών δικαστηρίων θα εξαρτιόταν καταρχήν από τις ενέργειες που απονέμει στις δικαστικές αποφάσεις της η βελγική έννομη τάξη. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα Yves Bot, η εν λόγω νομολογία αφορά μόνο την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων επί της ουσίας και δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις που κρίνουν τη διεθνή δικαιοδοσία. Αυτό διότι οι τελευταίες χαρακτηρίζονται από την ομοιογένεια των κανόνων που τις διέπουν και πρέπει, κατά συνέπεια, να υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς. Έτσι, στα πλαίσια της ανωτέρω απόφασης, το ΔΕΕ προχώρησε σε έναν αυτόνομο «ευρωπαϊκό» καθορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες κρίνεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών. Ο βασικός λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο προχώρησε σε έναν τέτοιο καθορισμό ήταν ο εξής : σύμφωνα με το άρθρο 35 πα.3 του Κανονισμού απαγορεύεται στα δικαστήρια του κράτους μέλους αναγνώρισης να ερευνούν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης. Η απαγόρευση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου του κράτους αναγνωρίσεως να διαπιστώνει τη δική του δικαιοδοσία. Ο περιορισμός αυτός όμως εκτείνεται στο μέτρο που το δικαστήριο αναγνωρίσεως δεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως. Ενόψει της υποχρέωσης για ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η ύπαρξη και η έκταση του παραπάνω περιορισμού πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να μην εξαρτάται από τους αφορώντες την ισχύ του δεδικασμένου διαφορετικούς εθνικούς κανόνες. Σύμφωνα, άλλωστε, με την αυτόνομη ερμηνεία του ΔΕΕ, η έννοια του δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν εστιάζει αποκλειστικώς στο διατακτικό της επίδικης δικαστικής απόφασης, αλλά επεκτείνεται και στο σκεπτικό της, το οποίο αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού της και συνιστά ως εκ τούτου αναπόσπαστο μέρος αυτού (βλ. Κ. Βουλγαράκη, ο.π.).

Oι εναγόμενοι όλων των υπό κρίσιν αγωγών, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, υπέβαλαν προεχόντως ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, επικαλούμενοι ότι για τις ασκούμενες αξιώσεις, αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας και δη το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου, δυνάμει ειδικής συμφωνίας παρέκτασης βάσει των διατάξεων του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία περιλαμβάνεται στα καταρτισθέντα συμφωνητικά συμβιβασμού μεταξύ της εδώ πρώτης και έβδομης ενάγουσας και των επικαλουμένων στην αγωγή προστησάντων των εδώ εναγομένων ήτοι α) το από 7.1.2008 Συμφωνητικό Συμβιβασμού, καταρτισθέντος μεταξύ αφενός μεν της πρώτης και έβδομης των εναγουσών και αφετέρου των ασφαλιστικών εταιρειών … …, … …, …, … (…), το οποίο επικυρώθηκε με την από 7.1.2008 απόφαση του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Αγγλίας, β) το από 13.12.2007 Συμφωνητικό Συμβιβασμού, καταρτισθέντος μεταξύ αφενός μεν  της πρώτης και έβδομης των εναγουσών και αφετέρου των ασφαλιστικών εταιρειών …, …, … (…),το οποίο επικυρώθηκε με την από 20.12.2007 απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας και γ)  το από 30.1.2008 Συμφωνητικό Συμβιβασμού, καταρτισθέντος μεταξύ του οργανισμού …, ζήτημα το οποίο έχει ήδη κριθεί με σχετικές αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων, οι οποίες παράγουν δεδικασμένο και αναγνωρίζονται από τα ελληνικά δικαστήρια βάσει των διατάξεων των άρθρων 33-35 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ). Επί του ισχυρισμού αυτού, από την εκτίμηση των σχετικών με την εξέταση του εν λόγω ζητήματος επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων (εγγράφων) και σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στο ιστορικό των υπό κρίσιν αγωγών, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Επί της παρούσας υπόθεσης, έχει, μεταξύ πολλών αποφάσεων των Αγγλικών Δικαστηρίων, εκδοθεί η από 26.9.2014 απόφαση Ενώπιον του Αξιοτίμου κ. Δικαστού FLAUX, Ανώτερο Δικαστήριο, Τμήμα Έδρας της Βασίλισσας, Εμπορικό Δικαστήριο (προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από όλους τους διαδίκους), η οποία εκδόθηκε επί των κάτωθι αγωγών/φακέλλων, ήτοι : I) 2006 Φάκελλος … μεταξύ της …, ως ενάγουσας/ πρώτης καθ’ ης και 1) … …, 2) … …, 3) …, 4) …, 5) …D (εναχθείσης ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2987 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 6) … (εναχθέντος ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2003 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 7) … … (εναχθείσης ατομικώς και διά λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 0033 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 8) …, 9) …, 10) M. F. M., 11) A. J. T., 12) …, 13) …, 14) …, 15) …, 16) …, 17) … H., 18) …, 19) …, 20) …, 21) S. V. S…., 22) …, 23) …, 24) …, 25) …, 26) … KAI 27) G. E., ως Εναγομένων/Αιτούντων, ενώ στον ίδιο φάκελλο αναφέρονται η … ως Τρίτη/καθ’ης. II. 2011 φάκελλος … μεταξύ των 1) … …, 2) … …, 3) …, 4) …, ως Εναγουσών/Αιτουσών, των 5) …, 6) …, 7) …, 8) …, 9) … H., 10) …, 11) …, 12) …,  ως Σκοπουμένων Εναγόντων/ Αιτούντων και των 1) …, 2) …, 3) …, 4) …, 5) … και 6) …, ως Εναγομένων/Καθ’ων. III. 2011 φάκελλος … μεταξύ των 1) … (ως Ενάγουσας/Αιτούσας), 2) …, 3) …, 4) …, 5) M. F. M., 6) A. J. T., 7) …, 8) … KAI 9) G. E. (ως Σκοπούμενων Εναγόντων) και 1) …, 2) …,  ως Εναγομένων/ καθ’ ων. IV. 2011 Φάκελλος … μεταξύ των 1) …D (εναχθείσης ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2987 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 2) … (εναχθέντος ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2003 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 3) … … (εναχθείσης ατομικώς και διά λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 0033 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), ως Εναγόντων/Αιτούντων και 1) …, 2) …,  ως Εναγομένων/ καθ’ ων. IV. 2011 Φάκελλος … μεταξύ των 1) …D (εναχθείσης ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2987 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 2) … (εναχθέντος ατομικώς και δια λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 2003 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος), 3) … … (εναχθείσης ατομικώς και διά λογαριασμόν όλων των ασφαλιζόντων μελών του Συνδικάτου 0033 των Lloyd’s και δια το 2006 Λογιστικόν Έτος) και 1) …, 2) …, 3) …, 4) …, 5) … και 6) …, ως Εναγομένων/ Καθ’ ων. Από το σκεπτικό της ως άνω απόφασης, δύνανται να συναχθούν τα ακόλουθα, σχετικά με το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης ενώπιον των Αγγλικών και Ελληνικών Δικαστηρίων : Το πλοίο “…” ανήκε στην … (“…”). Οι διαχειριστές του πλοίου ήταν η …. (“…”). Την 3η Μαΐου 2006 το πλοίο βυθίστηκε και κατέστη ολική απώλεια. 26 από τα 33 μέλη του πληρώματος απεβίωσαν. Μεταξύ των επιζώντων ήταν ο λοστρόμος, κ. A. M.. Κατά το χρόνο της απώλειας, το πλοίο ήταν ασφαλισμένο δυνάμει δύο συμβάσεων θαλάσσιας ασφάλισης, ενός ασφαλιστηρίου πλοίου και ενός ασφαλιστηρίου στόλου. Τα ασφαλισμένα δυνάμει του ασφαλιστηρίου στόλου πλοία περιελάμβαναν πλοία που ανήκαν στις πέντε εταιρείες οι οποίες εμφανίζονται ως εναγόμενες στις αγωγές 2011 Φάκελλοι … και … («οι συνασφαλισμένες», εδώ 2η έως και 6η ενάγουσες). Τα ανωτέρω πλοία επίσης διαχειρίζονταν η ΟΜΕ, αμφότερα δε τα ασφαλιστήρια προέβλεπαν ρητώς ότι υπέκειντο στο αγγλικό δίκαιο και στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων. Ασφαλιστές, δυνάμει των ασφαλιστηρίων, ήταν τόσο η αγορά ασφαλιστικών εταιρειών (οι 1η έως και 4η ενάγουσες στης αγωγής 2006 Φάκελλος … ή οι “…”), όσο και η αγορά των Lloyd’s (οι πέμπτος έως έβδομη εναγόμενοι της αγωγής αυτής ή οι “…”). Το πλοίο ασφαλίζετο επίσης με ασφαλιστήριο με την «… (ενάγουσα στην αγωγή 2011 Φάκελλος … ή «H.»). Το εν λόγω ασφαλιστήριο διείπετο επίσης από το Αγγλικό Δίκαιο, πλην όμως περιελάμβανε ρήτρα διαιτησίας Λ.. Όπου δεν παρίσταται αναγκαίο να δίνει διαφοροποίηση μεταξύ των …, … και H., ο Δικαστής Flaux αναφέρεται στους ανωτέρω συλλήβδην ως «οι ασφαλιστές». Σε συνέχεια της απώλειας, η εδώ πρώτη ενάγουσα (…) άσκησε αγωγή στο Εμποροδικείο (2006 φάκελλος …) κατά των … και των …, με την οποίαν διεκδίκησε αποζημίωση επί τη βάσει των ασφαλιστηρίων πλοίου και στόλου. Επίσης εγέρθηκε διαδικασία διαιτησίας από την τη H.,  η οποία επεδίωξε την αναγνώριση της μη ευθύνης της από το ασφαλιστήριο. Τόσο κατά τη δίκη όσο και κατά τη διαιτησία, η S. εκπροσωπείτο από τους I.  C., όλοι δε οι ασφαλιστές από τους … (στη συνέχεια …). Κατά την άμυνα επί της αγωγής, οι … και … προέβαλαν ισχυρισμούς ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο, ότι οι … και … τελούσαν σε γνώση της εν λόγω αναξιοπλοϊας, η οποία συνδεόταν αιτιωδώς με την απώλεια, όπως και ότι οι … και … ακολουθούσαν συστηματικά την παράνομη τακτική να μην ειδοποιούν το Νηογνώμονα και την αρμόδια αρχή του κράτους της σημαίας του πλοίου για τα ελαττώματα στο πλοίο. Οι … και … επεδίωξαν επίσης να ακυρώσουν τα ασφαλιστήρια για ουσιώδη μη αποκάλυψη στοιχείων. Αποδείξεις υπέρ των ισχυρισμών αυτών ελήφθησαν από έναν αριθμό μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένου του κ. M.. Στα πλαίσια της αλληλογραφίας μεταξύ δικηγόρων τον Ιούλιο του 2006, οι I.  C. ισχυρίσθηκαν ότι οι ασφαλιστές διέδιδαν «δυσφημιστικές κακολογίες» αναφορικά με την ασφαλισμένη και ότι είχε σημειωθεί σοβαρή παράβαση εκ μέρους ενός των ασφαλιστών, σε αλληλογραφία δε του Οκτωβρίου 2006, οι I.  C. ισχυρίσθηκαν ότι οι ασφαλιστές «συμπεριφέροντο κατά τρόπο ασυνείδητον και ανεύθυνον προβάλλοντες ισχυρισμούς καθ’ ον χρόνον δεν διαθέτουν αποδείξεις προς υποστήριξιν των ισχυρισμών αυτών». Διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι κάποιος κ B. είχε προσφέρει δωροδοκίες σε επιζώντες, περιλαμβανομένου του κ. M., ώστε να δώσουν ψευδείς καταθέσεις. Στο πλαίσιο της παράσταση προ της δίκης ενώπιον του Δικαστού Tomlinson, την 14η Δεκεμβρίου 2007, η ενάγουσα ζήτησε την άδεια να τροποποιήσει την Πραγματική Βάση της Αγωγής, προκειμένου να απαιτήσει αποζημίωση λόγω καθυστερημένης καταβολής της αποζημίωσης σε αναφορά προς τη διατεινόμενη απώλεια κερδών, τα οποία φέρετο ότι θα εισπράττονταν εάν είχε καταβληθεί αποζημίωση και είχε αγορασθεί εναλλακτικό πλοίο. Περαιτέρω πληροφορίες και συγκεκριμένη αποκάλυψη στοιχείων ζητήθηκαν επίσης από την … σε αναφορά, inter alia,  προς καταβολές που έγιναν από τους ασφαλιστές προς μάρτυρες, περιλαμβανομένου του κ. M.. Το αίτημα άδειας τροποποίησης απερρίφθη από τον Δικαστή Tomlinson, κυρίως επί τω λόγω ότι η προτεινόμενη τροποποίηση κατ’ ανάγκη θα κατερρίπτετο από άποψη αγγλικού δικαίου, λόγω της απόφασης του Εφετείου (Court of Appeal) στην υπόθεση Sprung κ. Royal Insurance (UK) Ltd [1999] Lloyd’s Rep I.R. 111. Οι αιτήσεις για συγκεκριμένες αποκαλύψεις και περαιτέρω πληροφορίες αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο, η οποία είχε καθορισθεί να λάβει χώρα τον Ιανουάριο του 2008. Ακολούθως, δυνάμει της από 13 Δεκεμβρίου 2007 συμβάσεως συμβιβασμού, η οποία αποτελεί παράρτημα μιας Διαταγής Tomlin, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 2007, οι αξιώσεις των … και … κατά των … συμβιβάσθηκαν υπό τους ακόλουθους όρους : «ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ … και … ως Διαχειριστών ή/και Πλοιοκτητών ή/και Συγγενών ή/και Θυγατρικών Εταιριών ως προς τα αντιστοιχούντα εις εκάστην δικαιώματα και συμφέροντα επί του πλοίου «…» ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΕΙΣ ΤΑ LLOYDS (οι Ασφαλισταί) : … υπογράφοντες το… Ασφαλιστήριον … 3. Η Ησφαλισμένη και Ενάγουσα συμφωνεί όπως αποδεχθή το εις ΕΥΡΩ ισόποσον των Δολ. ΗΠΑ 8.000.000 (Δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών οκτώ εκατομμύρια) εις πλήρη και οριστικόν συμβιβασμόν πάσης και οιασδήποτε αξιώσεως, την οποίαν ενδέχεται όπως διαθέτη αύτη δυνάμει του υπ’ αριθμ. … … Ασφαλιστηρίου κατά των Ασφαλιστών εν σχέσει προς την απώλειαν του «…» άνευ όμως επιδράσεως εις οιονδήποτε έτερον συναφές ασφαλιστήριον. 4. Η Ησφαλισμένη και Ενάγουσα συμφωνεί όπως αποζημιώση τους υπογραφομένους Ασφαλιστάς έναντι οιασδήποτε αξιώσεως, ήτις θα ηδύνατο όπως ασκηθή κατ’ αυτών υφ’ οιασδήποτε συγγενούς προς την Ησφαλισμένην και Ενάγουσαν εταιρίας ή οργανισμού, ή υφ’ οιουδήποτε ενυποθήκου δανειστού εν σχέσει προς την απώλειαν του «…» ή επί τη βάσει του Ασφαλιστηρίου αριθ. … …, άνευ όμως επιδράσεως εις οιονδήποτε έτερον συναφές ασφαλιστήριον. … 5. Η παρούσα σύμβασις υπόκειται εις το Αγγλικόν Δίκαιον και εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του Ανωτέρου Δικαστηρίου (High Court) του Λ.». Ομοίως, δυνάμει της από 7 Ιανουαρίου 2008 σύμβασης συμβιβασμού, η οποία συνιστά παράρτημα σε διαταγή Tomlin της ιδίας ημερομηνίας, οι αξιώσεις των … και … κατά των … συμβιβάσθηκαν με τους κάτωθι όρους : «ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΩΝ … ως Πλοιοκτητών και … ως Διαχειριστών ή/και Συγγενών ή/και Θυγατρικών Εταιριών ως προς τα αντιστοιχούντα εις εκάστην δικαιώματα και συμφέροντα επί του πλοίου «…» («αι Ησφαλισμέναι») ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ (1) … …, (2) … …, (3) …, (4) … («οι Ασφαλισταί») … 2. Η Ησφαλισμένη και Ενάγουσα συμφωνεί όπως αποδεχθή το εις ΕΥΡΩ ισόποσον των Δολ. ΗΠΑ 16.000.000 εις πλήρη και οριστικόν συμβιβασμόν πάσης και οιασδήποτε αξιώσεως, την οποίαν ενδέχεται όπως διαθέτη αύτη δυνάμει [του] Ασφαλιστηρίου κατά των Ασφαλιστών εν σχέσει προς την απώλειαν του «…», περιλαμβανομένης πάσης αξιώσεως διά τόκους και έξοδα (περιλαμβανομένων όλων των διαταγών των σχετικών με δαπάνας, αίτινες έχουν μέχρι στιγμής εκδοθή εις την δίκην) άνευ όμως επιδράσεως  εις οιονδήποτε έτερον ασφαλιστήριον, εις το οποίον έκαστος Ασφαλιστής ενδέχεται όπως συμμετέχη. 3. Η Ησφαλισμένη και Ενάγουσα συμφωνεί όπως αποζημιώση έκαστον Ασφαλιστήν έναντι οιασδήποτε αξιώσεως, ήτις θα ηδύνατο όπως ασκηθή κατ’ αυτού υφ’ οιασδήποτε συγγενούς προς την Ησφαλισμένην και Ενάγουσαν εταιρίας ή οργανισμού, ή υφ’ οιουδήποτε ενυποθήκου δανειστού εν σχέσει προς την απώλειαν του «…» ή επί τη βάσει [του] Ασφαλιστηρίου, άνευ όμως επιδράσεως εις οιονδήποτε έτερον ασφαλιστήριον εις το οποίον ενδέχεται όπως συμμετέχη. … 6. Η παρούσα σύμβασις υπόκειται εις το Αγγλικόν Δίκαιον και εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του Ανωτέρου Δικαστηρίου (High Court) του Λ.».  Στην περίπτωση των δύο διαταγών Tomlin, αυτές ως συνήθως προέβλεπαν ότι «Εκτός μόνον προς τον σκοπόν της υλοποιήσεως των συμφωνηθέντων μεταξύ της εναγούσης και [των εναγομένων] όρων, πάσα περαιτέρω δίκη μεταξύ [των] αναστέλλεται πάραυτα». Στη διαιτησία η H. προέβαλε ισχυρισμούς όμοιους προς εκείνους, οι οποίοι είχαν προβληθεί από τις … και τις …, οι δε I.  C., για λογαριασμό των … και …, ήγειραν τα ίδια παράπονα ως προς τη συμπεριφορά των ασφαλιστών. Με σύμβαση συμβιβασμού από 30 Ιανουαρίου 2008, οι διαφορές των … και … προς την H. συμβιβάσθηκαν υπό τον όρο ότι η H. θα κατέβαλε Δολ ΗΠΑ 4,8 εκατομμύρια, απαρτίζοντα το 15% μερίδιο αυτής έναντι των Δολ ΗΠΑ 32 εκατομμυρίων, για το οποίο είχε ασφαλισθεί το πλοίο. Οι σχετικές ρυθμίσεις αυτής της σύμβασης συμβιβασμού είχαν ως ακολούθως : «2. Οι Πλοιοκτήται [τ.ε. η …] και αι Ησφαλισμέναι [τ.ε. αι … και …] συμφωνούν να λάβουν Δολ ΗΠΑ 4,8 εκατ. (Δολλάρια ΗΠΑ Τέσσαρα Εκατομμύρια Οκτακοσίας Χιλιάδας) εις πλήρη και οριστικήν εξόφλησιν πάσης και οιασδήποτε αξιώσεως αύται ενδέχεται όπως διαθέτουν δυνάμει του Ασφαλιστηρίου δια την απώλειαν του «…» κατά των Ασφαλιστών – [τ.ε. της H.] ή/και καθ’ οιουδήποτε των προστηθέντων ή/και αντιπροσώπων τούτων, περιλαμβανομένης πάσης τυχόν αξιώσεως διά τόκους και έξοδα, άνευ όμως επιδράσεως εις οιονδήποτε έτερον ασφαλιστήριον, εις το οποίον οι Ασφαλισταί ενδέχεται όπως συμμετέχουν. 3. Αι Ησφαλισμέναι συμφωνούν όπως αποζημιώσουν του Ασφαλιστάς έναντι οιασδήποτε αξίωσεως, ήτις θα ηδύνατο όπως ασκηθή κατ’ αυτών ή/και καθ’ οιουδήποτε των προστηθέντων ή/και αντιπροσώπων ή/και διευθυντών τούτων, υφ’ οιασδήποτε συγγενούς προς τας Ησφαλισμένας εταιρίας ή οργανισμού, ή/και οιουδήποτε προστηθέντος ή/και υπαλλήλου ή/και αντιπροσώπου τούτων ή/και υφ’ οιουδήποτε ενυποθήκου δανειστού εν σχέσει προς την απώλειαν του «…» ή επί τη βάσει του Ασφαλιστηρίου, άνευ όμως επιδράσεως εις οιονδήποτε έτερον ασφαλιστήριον εις το οποίον ενδέχεται όπως συμμετέχη. … 6. Η παρούσα σύμβασις υπόκειται εις το Αγγλικόν Δίκαιον και εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του Ανωτέρου Δικαστηρίου (High Court) του Λ..». (αναφορικά με τα ανωτέρω, βλ. σκέψεις με αριθμ. 1 έως 10 απόφασης κ. Δικαστή Flaux). Ακολούθως, στην ως άνω απόφαση γίνεται μνεία στις ασκηθείσες κατά το έτος 2011 αγωγές ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η ουσία των εκτιθεμένων αξιώσεων στις οποίες είναι ότι «προεβλήθησαν ισχυρισμοί πως όλοι οι εναγόμενοι είχαν αποκτήσει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία από τον κ. M., τα οποία στη συνέχεια ανέπτυξαν, προκειμένου να αποφύγουν να καταβάλουν αποζημίωση δυνάμει των συμβάσεων ασφάλισης και να διασπείρουν δυσφημιστικές διαδώσεις κατά των εναγόντων στην αγορά ασφαλίσεων. Συγκεκριμένα, προβλήθηκαν ισχυρισμοί ότι οι ασφαλιστές προσπάθησαν να αποφύγουν την καταβολή, εσκεμμένα κατασκευάζοντας ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και διασπείροντας ψευδείς πληροφορίες» (βλ. σκέψεις υπ’ αριθμ.11, 12 της απόφασης, όπου γίνεται μνεία στις σκέψεις 11-13 της απόφασης Burton, σύμφωνα με την οποίαν «οι πραγματικοί ισχυρισμοί τυγχάνουν καθ’ όλα οικείοι»), μεταξύ των οποίων και η υπό κρίση με αριθμό κατάθεσης … αγωγή των εδώ εναγόντων κατά των εδώ εναγομένων. Στη συνέχεια, στην εν λόγω απόφαση, γίνεται αναφορά στις αιτήσεις δικαστικής προστασίας που ασκήθηκαν ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, μετά την κατάθεση των αγωγών στην Ελλάδα και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα Αγγλικά Δικαστήρια επ’ αυτών, ήτοι : α) Με αιτήσεις που κατατέθηκαν τον Ιούλιο, Αύγουστο και Οκτώβριο 2011, στο πλαίσιο της αγωγής 2006 Φάκελλος … οι … και οι … επεδίωξαν «θεραπεία» (περιλαμβανομένης της έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης αυτούσιας αποκατάστασης [specific performance] και αποζημιώσεως) προς εκτέλεση των όρων των συμβάσεων συμβιβασμού, επί τη βάσει του ότι οι αγωγές στην Ελλάδα είχαν ασκηθεί κατά παράβαση των όρων των συμβάσεων συμβιβασμού και των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας, τόσο στις συμβάσεις συμβιβασμού, όσο και στα υποκείμενα ασφαλιστήρια. Οι ασφαλιστές ζήτησαν τον ταχύ προσδιορισμό της αιτηθείσας κατά … θεραπείας. Οι … επίσης ζήτησαν την ίδια θεραπεία κατά της ΟΜΕ στο πλαίσιο στης αγωγής 2006 Φάκελλος …. β) Η … στρεφόμενη κατά των ΟΜΕ και των συνασφαλισμένων, διεκδικεί την ίδια θεραπεία (2011 φάκελλος …). γ) Η H., η οποία δεν ήταν διάδικος στην αγωγή 2006 Φάκελλος … διεκδικεί την ίδια θεραπεία (2011 φάκελλος …). δ) Με την από 15.6.2011 αγωγή κατά το Τμήμα 7 της αγγλικής δικονομίας (2011 Φάκελλος …) οι … στρέφονται κατά της … και …, με σκοπό την εκτέλεση της σύμβασης συμβιβασμού …. ε) Με νέα αγωγή κατά το Τμήμα 7 της αγγλικής δικονομίας (2011 Φάκελλος …) οι … στρέφονται κατά των συνασφαλισμένων, με τον ισχυρισμό ότι, ως προς τους ίδιους, οι αγωγές στην Ελλάδα συνιστούν παραβίαση της ρήτρας αποκλειστικής αρμοδιότητας στις συμβάσεις ασφάλισης. Αμυνόμενες, οι …, … και οι συνασφαλισμένες αντέτειναν κατά των αιτημάτων των αγωγών των ασφαλιστών, στη βάση του ότι οι αγωγές στην Ελλάδα δεν ενέπιπταν εντός της εμβέλειας των απαλλαγών ή των αποζημιώσεων των συμβάσεων συμβιβασμού και επίσης δεν ενέπιπταν εντός της εμβέλειας των ρητρών παρέκτασης των συμβάσεων συμβιβασμού ή των ασφαλιστηρίων. Επεδίωξαν, δε, την αναστολή των αγγλικών δικών, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού 44/2001. Ο Δικαστής Burton εξεδίκασε τις αιτήσεις των ασφαλιστών προς έκδοση αμέσου αποφάσεως (summary judgment) και τις αιτήσεις αναστολής κατά την αυτή δικάσιμο της 28ης και 29ης Νοεμβρίου 2011 και δημοσίευσε την από 19.12.2011 απόφασή του, με την οποίαν χορήγησε στους ασφαλιστές άμεση θεραπεία επί της ουσίας και έκρινε ότι : (1) Κάθε αγωγή των …, … και των συνασφαλισμένων κατά των ασφαλιστών στην Ελλάδα τελούσε σε παραβίαση των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας στα ασφαλιστήρια. (2) Κάθε αγωγή των … και … [εσφαλμένα διαλαμβάνονται στη μετάφραση και οι συνασφαλισμένες, όπως δύναται να συναχθεί με αντιπαραβολή από το αγγλικό κείμενο της απόφασης, υπ’ αριθμ. σχετ. 1-6 εναγομένων, XVIII , βλ. επίσης σχετικό 7ης – 8ου εναγομένων, υπ’ αριθμ. 41] κατά των ασφαλιστών στην Ελλάδα τελούσε σε παραβίαση των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας στις συμβάσεις συμβιβασμού, οι οποίες προβλέπουν αποκλειστική   δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων. (3) Κάθε αγωγή των … και … κατά των ασφαλιστών στην Ελλάδα τελούσε σε παραβίαση των όρων των συμβάσεων συμβιβασμού, δυνάμει των οποίων οι … και … συμφώνησαν να λάβουν τα χρήματα του συμβιβασμού σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, inter alia, των εν συνεχεία προβληθεισών στην Ελλάδα αξιώσεων. Οι συμβάσεις συμβιβασμού αποσκοπούσαν στην απαλλαγή των ασφαλιστών από κάθε ευθύνη, την οποίαν αυτοί ενδέχεται να είχαν, έναντι των … και …, σε σχέση με αυτές τις αξιώσεις. (4) Κάθε μία από τις …, … και συνασφαλισμένες ευθύνετο προς αποζημίωση έναντι των ασφαλιστών για παράβαση σύμβασης, δυνάμει της παραγράφου 50 του Νόμου Senior Courts Act 1981. (5) Κάθε μία από τις … και … έπρεπε να αποζημιώσει και να διατηρήσει αλώβητους τους ασφαλιστές αναφορικά με ορισμένες αξιώσεις στις δίκες στην Ελλάδα δυνάμει των αναληφθεισών υποχρεώσεων προς αποζημίωση στις συμβάσεις συμβιβασμού.  Ο Δικαστής απέρριψε αίτηση αναστολής δυνάμει του Άρθρου 28 (ενν. του Κανονισμού 44/2001). Κατά την ενώπιόν του ακροαματική διαδικασία, ο κύριος δικηγόρος (leading councel), ο οποίος ενήργησε για τις …, … και τις συνασφαλισμένες, παραδέχθηκε ότι το άρθρο 27 του Κανονισμού δεν τύγχανε εφαρμογής. Εξάλλου, αναφορικά με τους εδώ πρώτη, πέμπτη, δεύτερο, τρίτη και έκτη των εναγομένων στην κύρια (αρ.καταθ. …) αγωγή (αναφερόμενοι στην εν λόγω απόφαση του Δικαστή Flaux, ως διάδικοι HD), εκτίθεται ότι την 9.11.2011, οι διάδικοι HD είχαν καταθέσει αίτηση, με την οποίαν ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι εναγόμενοι στην αγωγή 2006 Φάκελλος … την οποίαν ο δικαστής έκρινε συγχρόνως προς τις αιτήσεις των ασφαλιστών. Στην απόφασή του (παρ.59) έκρινε ότι οι ρυθμίσεις των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας (CRP) 19.2 (2) (b) επληρούντο, οπότε οι διάδικοι HD συμπεριελήφθησαν ως εναγόμενοι. Εξάλλου, αναφορικά με τους εδώ έβδομη και όγδοο στην κύρια  (αρ. καταθ. …) αγωγή (αναφερόμενοι στην απόφαση του Δικαστή Flaux, ως διάδικοι C.), ο Δικαστής εκθέτει ότι, κατόπιν της επιτυχούς αυτής αιτήσεως, τα Άτομα … και τα Άτομα … ζήτησαν επίσης να συμπεριληφθούν ως εναγόμενοι στην αγωγή 2006 Φάκελλος … και διετάχθη να συμπεριληφθούν και οι διάδικοι C.. [επίσης, ορ. σχετικά, Διαταγή Burton από 2 Φεβρουαρίου 2012, προσκομιζόμενο από 1η– 6η εναγομένους, όπου στην παρ.14 γίνεται μνεία ότι «Καθένας από  τους Σκοπούμενους Εναγόμενους (όπως απαριθμούνται στον τίτλο αυτής της Διαταγής) θα προστεθούν ως εναγόμενοι στη διαδικασία της αγωγής υπ’ αριθμ. …/2006», παρ. 19, 20, επιδίκαση δαπανών σε HD και C., αντίστοιχα, αναφορικά με τις από 9.11.2011 και από 31.1.12012 αιτήσεις τους για προσθήκη διαδίκων στην αγωγή …/2006]. Περί των ανωτέρω, σαφείς είναι οι σκέψεις 15 και 16 της απόφασης του Δικαστή Flaux. Ακολούθως, στην εν λόγω απόφαση (Αποφαση Δικαστή Flaux, σκέψη υπ’ αριθμ. 17) γίνεται αναφορά στην άσκηση των δεύτερων, από Ιανουαρίου 2012, αγωγών στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων, εν προκειμένω, και η με αριθμό … αγωγή (Συμπληρωματική αγωγή). Την 1η Φεβρουαρίου 2012, οι ασφαλιστές ζήτησαν την ίδια θεραπεία, κατά των … και …, σε σχέση με τις δεύτερες  Ελληνικές αγωγές, όπως είχαν αιτηθεί και για το πρώτο. Στις 2 Φεβρουαρίου 2012, εκδικάστηκαν συμπληρωματικές αιτήσεις ενώπιον του δικαστή Burton, μία από τις οποίες από τις …, … και τους συνασφαλισμένους, με αίτημα να τους επιτραπεί η άσκηση έφεσης, με λόγους οι οποίοι για πρώτη φορά βασίζονταν στο άρθρο 27 του Κανονισμού 44/2001. Ο Δικαστής έδωσε άδεια άσκησης έφεσης, με προϋποθέσεις που περιελάμβαναν την υπόσχεση ότι δεν θα πραγματοποιούνταν περαιτέρω ενέργειες στις δίκες στην Ελλάδα όσο εκκρεμούσε η οριστική κρίση επί της εφέσεως. Οι αγωγές, ως προς τα άτομα που προστέθηκαν ως εναγόμενοι της αγωγής 2006 Φάκελλος … ανεστάλησαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της έφεσης. Στις 19 Μαρτίου 2012, ο Δικαστής Burton απένειμε τη ζητηθείσα θεραπεία σε αίτηση των ασφαλιστών για την ίδια θεραπεία ως προς τις δεύτερες  Ελληνικές αγωγές και χορήγησε στις … και … άδεια άσκησης έφεσης. Η χορηγηθείσα από το Δικαστή Burton, το Φεβρουάριο και Μάρτιο 2012, θεραπεία, περιελάμβανε διαταγή αυτούσιας αποκατάστασης (specific performance) ως προς την υποχρέωση των … και … να αποζημιώσουν και να εξασφαλίσουν τους ασφαλιστές  κατά οποιασδήποτε απώλειας εμπίπτουσας εντός της εμβέλειας των ρυθμίσεων περί αποζημίωσης των συμβάσεων συμβιβασμού. Έκρινε ότι η εμβέλεια της αποζημίωσης περιλαμβάνει, αλλά δεν εξαντλείται, α) στα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκαν οι ασφαλιστές αμυνόμενοι κατά των αγωγών στην Ελλάδα εντός του πλαισίου της αποζημίωσης, β) οποιαδήποτε ποσά των οποίων η καταβολή τυχόν διαταχθεί από το Ελληνικό Δικαστήριο σε σχέση με τις εν λόγω αγωγές, γ) οποιαδήποτε ποσά, τα οποία οι ασφαλιστές θα έπρεπε να καταβάλουν σε υπαλλήλους ή αντιπροσώπους προς αποζημίωση των τελευταίων, σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη οι εν λόγω υπάλληλοι ή αντιπρόσωποι θα θεωρούνταν ότι είχαν στο πλαίσιο των ελληνικών αγωγών. (βλ. σκέψη υπ’ αριθμ. 20 απόφασης Flaux). Οι αγωγές 2011 φάκελλος … και φάκελλος … ανεστάλησαν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της έφεσης.  Δυνάμει της από 20ης Δεκεμβρίου 2012 απόφασής του, το Εφετείο (Court of Appeal), δέχθηκε την έφεση ως προς το άρθρο 27 του Κανονισμού και έκρινε ότι δεν ήταν πολύ αργά δια την επίκληση του άρθρου 27 και ότι οι αξιώσεις των … και … επί της αγωγής 2006 Φάκελλος … θα έπρεπε να ανασταλούν κατ’ άρθρο 27, διότι αφορούσαν τις ίδιες αγωγικές βάσεις, όπως οι αξιώσεις των   Ελληνικών αγωγών, το δε Αγγλικό Δικαστήριο ήταν το δεύτερο επιληφθέν. Το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με το υπόλοιπο της έφεσης επί της ουσίας. Οι ασφαλιστές πέτυχαν άδεια αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court). Οι … και η H. συμφώνησαν να ανασταλούν οι δίκες επί των αγωγών 2011 Φάκελλοι … και …, μέχρι την έκβαση της υπόθεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δημοσίευσε την απόφασή του στις 6 Νοεμβρίου 2013 ([2013] UKSC 70). Δέχθηκε την αναίρεση των ασφαλιστών (και των διαδίκων HD) και έκρινε ότι το άρθρο 27 του Κανονισμού δεν τύγχανε εφαρμογής στην αγωγή 2006 Φάκελλος … διότι, υπό μία εξαίρεση (την αξίωση προς έκδοση αναγνωριστικής απόφασης επί του ότι οι Ελληνικές αγωγές είχαν συμβιβασθεί με τις συμβάσεις συμβιβασμού), οι αγωγές δεν αφορούσαν την ίδια βάση όπως οι αξιώσεις κατά των ασφαλιστών στην Ελλάδα. Ο Λόρδος Mance έκρινε ότι μέρος της αξίωσης είχε την ίδια βάση όπως οι αξιώσεις των Ελληνικών αγωγών. Αντί να προκαλέσουν παραπομπή στο ΔΕΕ, οι … δήλωσαν ότι δε θα συνέχιζαν αυτό το τμήμα της αγωγής τους. Κατά συνέπεια, η αναίρεση έγινε καθ’ ολοκληρίαν δεκτή, η αναστολή της αγωγής 2006 Φάκελλος … ήρθη, οι Διαταγές του Δικαστού Burton επανίσχυσαν και το υπόλοιπο της έφεσής του κατά της απόφασής του ανεπέμφθη στο Εφετείο. ( Αναφορικά με τα ανωτέρω, ορ. σκέψεις 21, 22, 23, 24 απόφασης Flaux.) Ακολούθως, την 14 Φεβρουαρίου 2014 κατέθεσαν Αιτήσεις τα Άτομα … στα πλαίσια των αγωγών 2006 Φάκελλος …(άρση αναστολής της δίκης – επέκταση των διαταγών Burton της 2.2.2012 και 19.3.2012, προκειμένου να πετύχουν την ίδια ουσιαστική θεραπεία) και 2011 Φάκελλος … (άρση αναστολής της δίκης – τροποποίηση κατατεθεισών προτάσεων ώστε να αντικατοπτρίζουν τις Διαταγές του Δικαστή Burton, των ατόμων … προς λήψη άδειας συμμετοχής στη δίκη – από αμφότερους τους … και των Ατόμων … για ταχεία απόφαση κατά της ΟΜΕ και των συνασφαλισμένων) και η H. και Τ.ης στα πλαίσια της αγωγής 2011 Φάκελλος …  (σκέψη υπ’ αριθμ. 25 Flaux). Οι διάδικοι … κατέθεσαν αίτηση την 11 Μαρτίου 2014, ως ακολούθως : (1) Αναφορικά με την αγωγή 2006 Φάκελλος … ώστε να πετύχουν θεραπεία αναγνωριστικής απόφασης κατά ουσιωδώς ταυτόσημους όρους προς τη ζητηθείσα από τους … και τα Άτομα … και απόφαση που χορηγεί προσδιοριστέα εν καιρώ αποζημίωση για παράβαση των όρων του συμβιβασμού των … και … από τις … και …, αντί απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. (2) Αναφορικά με την αγωγή 2011 Φάκελλος …, να άρουν την αναστολή της εν λόγω δίκης, να συμπεριληφθούν στην εν λόγω αγωγή, να πετύχουν αναγνωριστική απόφαση ότι η … τελεί σε παράβαση του όρου 2 της σύμβασης συμβιβασμού H. ως προς την έγερση και εξακολούθηση των Ελληνικών αγωγών και απόφαση που χορηγεί προσδιοριστέα εν καιρώ αποζημίωση για παράβαση των όρων του συμβιβασμού των … και … από τις … και …, αντί απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (σκέψη υπ’ αριθμ. 26 Flaux). Την 14 Μαρτίου 2014, οι … και τα Άτομα … κατέθεσαν Αίτηση, με την οποίαν διεκδικούσαν θεραπεία, αντικατοπτρίζουσα τη θεραπεία την οποίαν είχαν ζητήσει οι … και τα Άτομα …. Την 25 Απριλίου 2014, κατατίθενται αιτήσεις προς έκδοση διατάγματος αυτούσιας αποκατάστασης, δυνάμει του όρου 3 της σύμβασης συμβιβασμού των … (σκέψη υπ’ αριθμ. 27 Flaux). Οι διάδικοι C. κατέθεσαν παρεμβάσεις την 21 Μαρτίου 2014, επί των αγωγών 2006 Φάκελλος … και 2011 Φάκελλος …, με τις οποίες επεδίωξαν αναγνωριστικές αποφάσεις με το ίδιο όπως οι λοιποί αιτούντες περιεχόμενο. Σχετικά, ο Δικαστής Flaux αναφέρει (σκέψη υπ’ αριθμ.28) «Καίτοι τούτο αρχικώς περιεγράφη ως υπό αίρεσιν θεραπεία υπό την έννοια ότι οι διάδικοι C. αρνούνται ότι είχον ενεργήσει διά λογαριασμόν των ασφαλιστών του πλοίου, καθ’ όσον η θέσις των είναι ότι είχον λάβει εντολήν παρά –και ενέργησαν διά- τους ασφαλιστάς του φορτίου, κατά την ενώπιόν μου ακροαματικήν διαδικασίαν ο δι’ αυτούς εμφανισθείς κ. Cogley QC προετίμησεν όπως βασίση την ανάπτυξίν του επί του ότι, εφ’ όσον αι …, … και οι συνησφαλισμέναι ενήγαγον τους διαδίκους C. εν Ελλάδι επί τω ισχυρισμώ ότι ούτοι είχον χρηματίσει αντιπρόσωποι των ασφαλιστών του πλοίου, αι κατά των διαδίκων C. αγωγαί απεκλείοντο υπό, και ετέλουν εν παραβάσει των, συμβάσεων συμβιβασμού διά τους αυτούς λόγους προς εκείνους οι οποίοι προετάθησαν υπό των λοιπών αιτούντων.». Στη συνέχεια, ο Δικαστής Flaux, έκανε αναφορά στην από 12 Μαρτίου 2014 απόφαση του Δικαστή Andrew Smith, σύμφωνα με την οποίαν οι …, … και οι συνασφαλισμένοι κρίθηκαν ότι τελούσαν σε περιφρόνηση δικαστηρίου (contempt of court), λόγω του ότι κατά τα τέλη Φεβρουαρίου/αρχές Μαρτίου 2014 πραγματοποίησαν περαιτέρω βήματα δια την προώθηση των Ελληνικών Αγωγών (σκ. 29) και στην από 18 Ιουλίου 2014 απόφαση του Εφετείου ([2014] EWCA Civ 1010), δυνάμει της οποίας απερρίφθη η Έφεση και επικυρώθηκαν οι Διαταγές του Δικαστή Burton. Ειδικότερα, κατά την απόδοση του σκεπτικού της εν λόγω απόφασης του Εφετείου, διαλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση (Flaux) ότι α) οι αξιώσεις των Ελληνικών αγωγών ενέπιπτον εντός των ρητρών περί συμβιβασμού και αποζημίωσης των συμβάσεων συμβιβασμού … και … (σκ. 32, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στο σκεπτικό του εφέτη Longmore, σύμφωνα με το οποίο, κατά την ερμηνεία των ανωτέρω όρων συμβιβασμού και αποζημίωσης των συμφωνητικών συμβιβασμού αναφέρεται ότι οι απαιτήσεις στην Ελλάδα, όσο αδικοπρακτική αντί συμβατική και αν είναι η φύση τους, φανερά εγείρονται σχετικά με την απώλεια του «…» και επομένως, από κάθε άποψη, εμπίπτουν στη διάταξη για αποζημίωση και ότι, κατά την άποψή του, οι εν λόγω απαιτήσεις εμπίπτουν και στη διάταξη για το συμβιβασμό, καθώς οι λέξεις «πλήρης και ολοσχερής εξόφληση», καταδεικνύουν τη βούληση των μερών όπως όλες οι αξιώσεις σχετικά με την απώλεια του «…» περιληφθούν στο συμβιβασμό και τα μέρη θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσουν την ύπαρξή τους, χωρίς να παρενοχλούνται από περαιτέρω δίκες σχετικά με την απώλεια αυτή) και β) ότι παρέπεται ότι οι Ελληνικές αγωγές εμπίπτουν τόσο εντός των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας των συμβάσεων συμβιβασμού στη βάση του ότι η αρχή της απόφασης Fiona Trust έπρεπε να εφαρμοσθεί σε ρήτρες παρέκτασης εξ’ ίσου όπως σε ρήτρες διαιτησίας, επομένως οι Ελληνικές αγωγές έπρεπε να έχουν ασκηθεί στην Αγγλία, όσο και εντός των ρητρών αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αρχικών ασφαλιστηρίων (ορ. σκέψεις 33 – 34 της απόφασης Flaux, όπου αναφορά στο σκεπτικό του Δικαστή Longmore). Ακολούθως, ο Δικαστής Flaux διέλαβε στο σκεπτικό της απόφασής του τα ακόλουθα, αναφορικά με τους εδώ εναγομένους και τη δέσμευση αυτών από τα επίδικα συμφωνητικά συμβιβασμού : (σκ. 39) «Εις ό,τι αφορά την σύμβασιν συμβιβασμού της H., ο όρος 2 ρητώς προνοεί ότι η καταβολή των Δολ. ΗΠΑ 4,8 εκατομμυρίων είναι “εις πλήρη και οριστικήν εξόφλησιν πάσης και οιασδήποτε αξιώσεως αύται ενδέχεται όπως διαθέτουν δυνάμει του Ασφαλιστηρίου διά την απώλειαν του “…” κατά των Ασφαλιστών [τ.ε. της H.] ή/και καθ’ οιουδήποτε των προστηθέντων ή/και αντιπροσώπων τούτων”. Ως συμβαίνει και ως προς τα συμβάσεις συμβιβασμού … και …, το εν λόγω λεκτικόν συμβαδίζει τας αξιώσεις δυνάμει του ασφαλιστηρίου διά την απώλειαν του πλοίου. Κατά συνέπειαν, κατ’ εφαρμογήν του σκεπτικού του Λόρδου Longmore εις το Εφετείον, ως τούτο εκτίθεται εις τας παρ. [32] έως [35] ανωτέρω, αι αξιώσεις κατά της H. εν Ελλάδι κείνται εντός των ρητρών συμβιβασμού και αποζημιώσεως της συμβάσεως συμβιβασμού H. και ησκήθησαν κατά παράβασιν της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας της συμβάσεως συμβιβασμού H. και της ρήτρας διαιτησίας του υποκειμένου Ασφαλιστηρίου. Προσέτι, δε, εφ’ όσον ο Όρος 2 ρητώς συμβιβάζει τας απαιτήσεις κατά των προστηθέντων ή αντιπροσώπων της H., αι εν Ελλάδι αγωγαί καθ’ οιουδήποτε των κ. Τ.η ή των διαδίκων HD ή των διαδίκων C., οίτινες ενάγονται ως προστηθέντες ή αντιπρόσωποι της H., έχουν συμβιβασθή και η η συνεχιζόμενη επίσπευσις των εν λόγω αγωγών συνιστά παραβίασιν της συμβάσεως συμβιβασμού της H.». (σκ. 51) «… ουδαμώς αμφιβάλλω ότι η αναφορά εις «Ασφαλιστάς» εις τον όρον 2 της συμβάσεως συμβιβασμού … και εις τον όρον 3  της συμβάσεως συμβιβασμού … δέον όπως περιλάβη τους προστηθέντας και αντιπροσώπους των Ασφαλιστών … (σκ. 52) «Πράγματι, εάν ήταν απαραίτητο να φτάσω τόσο μακριά όσο πρότεινε ο Εφέτης κος Jacob στη City Inn, θα θεωρούσα ότι η ερμηνεία που προτείνουν οι ασφαλισμένοι είναι παράλογη. Η ερμηνεία, την οποία προτείνουν οι …, τα Φυσικά Πρόσωπα των … και οι άλλοι αιτούντες είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική κοινή λογική και επιτρέπει την εφαρμογή της ξεκάθαρης αντικειμενικής πρόθεσης μίας γενικότερης αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους σε μία σύμβαση συμβιβασμού (με εξαίρεση την περίπτωση, όπου υπάρχει ρητή επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης συγκεκριμένης αξίωσης), η οποία επιδιώκει να παράσχει έναν ολικό καθαρό τερματισμό της αντιδικίας των μερών, ώστε αυτά να λήξουν μία συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ τους. Η διατύπωση της Ρήτρας 2 της σύμβασης συμβιβασμού των … και της ρήτρας 3 του συμβιβασμού των … «σε πλήρη και ολοκληρωτικό συμβιβασμό όλων και οιονδήποτε απαιτήσεων» είναι κλασικό παράδειγμα γενικής αναγνώρισης εξόφλησης και άφεσης χρέους». (σκ. 62) «Καθώς δε βρίσκει εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα των από κοινού αδικοπρακτησάντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η … και η ΟΜΕ γνώριζαν ότι το αποτέλεσμα των συμβάσεων συμβιβασμού θα ήταν να συμβιβαστούν όλες οι απαιτήσεις κατά όλων των από κοινού αδικοπρακτησάντων. Επομένως, η δυνατότητα εφαρμογής του κανόνα υποστηρίζει περαιτέρω το επιχείρημα των αιτούντων ότι η ορθή ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού είναι ότι ο όρος «Ασφαλιστές» στη ρήτρα 2 της σύμβασης συμβιβασμού των … και της ρήτρας 3 της σύμβασης συμβιβασμού των … πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα τους προστηθέντες και αντιπροσώπους των ασφαλιστών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα Φυσικά Πρόσωπα τοον …, τα Φυσικά Πρόσωπα των … και οι διάδικοι της … με αποτέλεσμα η … και η ΟΜΕ να έχουν συμβιβάσει οποιαδήποτε απαίτηση είχαν κατά αυτών των προστηθέντων και αντιπροσώπων». (σκ. 63) «Στους προστηθέντες και αντιπροσώπους που περιλαμβάνονται στο συμβιβασμό ως ζήτημα ερμηνείας περιλαμβάνονται επίσης και οι διάδικοι της C.. Όπως τόνισε ο κος Cogley QC, παρότι στα πλαίσια της αρχικής δίκης οι πελάτες του αρνήθηκαν ότι ενεργούσαν για τους ασφαλιστές σκάφους σε αντίθεση με τους ασφαλιστές φορτίου, πριν το συμβιβασμό η I.  C. για λογαριασμό των ασφαλισμένων υποστήριζε ότι οι διάδικοι της C. ήταν αντιπρόσωποι των ασφαλιστών σκάφους, δηλαδή των …, των … και της H., και αναζήτησε περαιτέρω πληροφορίες. Η H. D. αρχικά αρνήθηκε να δώσει τέτοιες πληροφορίες, στη συνέχεια όμως το έπραξε, εκθέτοντας σε μία μακροσκελή επιστολή λεπτομέρειες περί της διισχυριζόμενης από τους ασφαλιστές αντιπροσώπευσης μεταξύ εαυτών και των διαδίκων της C.. Συνεπώς, κατά το χρόνο των συμβάσεων συμβιβασμού και οι δύο πρωταγωνιστές, όπως το έθεσε ο κος Cogley QC, ισχυρίζονταν ότι οι διάδικοι της C. ήταν αντιπρόσωποι των ασφαλιστών σκάφους, με αποτέλεσμα, εάν, όπως έκρινα, η λέξη «Ασφαλιστές» στους όρους συμβιβασμού στις συμβάσεις συμβιβασμού των … και των … περιλαμβάνει προστηθέντες και αντιπροσώπους, τα συμβαλλόμενα στις συμβάσεις αυτές μέρη και οι νομικοί τους σύμβουλοι να πρέπει να θεωρηθεί ότι ήθελαν να συμπεριλάβουν τους διαδίκους της C. στους προστηθέντες και αντιπροσώπους.» (σκ. 64)  «Το ζήτημα μπορεί κατά μία έννοια να τεθεί ακόμη απλούστερα: δεδομένου του ότι η αγωγή που στράφηκε κατά των διαδίκων της C. στις δίκες στην Ελλάδα βασίζεται στο ότι αυτοί ήταν αντιπρόσωποι των ασφαλιστών σκάφους, εάν ο ορισμός της λέξης «Ασφαλιστές» στις συμβάσεις συμβιβασμού περιλαμβάνει, όπως έκρινα, τους προστηθέντες ή αντιπροσώπους τους, η … και η ΟΜΕ έχουν συμβιβάσει τις απαιτήσεις τους κατά οποιουδήποτε θεωρούν αντιπρόσωπο των ασφαλιστών, ειδικά των διαδίκων της C..». (σκ. 66) « Επί τη βάσει του συμπεράσματός μου σχετικά με την ορθή ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού των … και των … και δεδομένου του ότι η σύμβαση συμβιβασμού της H. ρητά αναφέρεται σε προστηθέντες ή αντιπροσώπους και δεδομένης επίσης της απόφασης του Δικαστή Πρωτοδίκη Burton και του Εφετείου ότι η επιδίωξη των δικών στην Ελλάδα έγινε κατά παραβίαση των συμβάσεων συμβιβαμσού και ότι οι … και οι … δικαιούνταν αναγνωριστική προστασία και αποζημίωση, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι, ως συνέπεια της ορθής ερμηνείας των τριών συμβάσεων συμβιβασμού, οι δίκες στην Ελλάδα κατά των Φυσικών Προσώπων των …, των Φυσικών Προσώπων των …, της H., του κου Τ.η, των διαδίκων της HD και των διαδίκων της C. παραβιάζουν όλες τους τις συμβάσεις συμβιβασμού. Τα Φυσικά Πρόσωπα των …, τα Φυσικά Πρόσωπα των …, η H. και ο κος Τ.ης, οι διάδικοι της HD και οι διάδικοι της C. έχουν όλοι δικαίωμα για την αιτούμενη από αυτούς αναγνωριστική προστασία.». (σκ. 67) Σε κάθε περίπτωση, άσχετα από την ερμηνεία των συμβάσεων συμβιβασμού, ως ζήτημα αγγλικού Δικαίου, το οποίο είναι το διέπον τις συμβάσεις συμβιβασμού δίκαιο, το αποτέλεσμα των συμβιβασμών κατά των …, των … και της H., το σύνολο των οποίων ήταν αντικείμενο ισχυρισμών στις δίκες στην Αγγλία και στη διαιτησία περί της από τους προστηθέντες ή αντιπροσώπους τους συμμετοχής τους σε αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι ότι οποιαδήποτε αξίωση κατά αυτών των  προστηθέντων ή αντιπροσώπων ως από κοινού αδικοπρακτησάντων (το οποίο συνιστά τη βάση των αξιώσεων κατά αυτών στην Ελλάδα) έχουν συμβιβαστεί με τις συμβάσεις συμβιβασμού δυνάμει της εφαρμογής του κανόνα του από κοινού αδικοπρακτήσαντος.». Ο Δικαστής Flaux καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα (διατακτικό) : «(i) άπαντες οι αιτούντες δικαιούνται εις την αναγνωριστικήν θεραπείαν, την οποίαν επιζητούν – (ii) οι … και τα Άτομα … δικαιούνται εις διάταγμα αυτουσίας αποκαταστάσεως – (iii) οι διάδικοι HD και οι διάδικοι C. δικαιούνται εις αποζημίωσιν δυνάμει του Νόμου του 1999. Εν όψει της δικονομικής περιπλοκής των διαφόρων αιτήσεων, έχων αποφασίσει τα θέματα αρχής υπέρ των αιτούντων ως ανωτέρω, θα ακούσω προτάσεις κατά την δημοσίευσιν της αποφάσεως ως προς την ακριβή μορφήν των εκδοθησομένων διαταγών.».

Σε συνέχεια της ανωτέρω απόφασής του, ο Δικαστής κ. Flaux εξέδωσε τις από 26.9.2014 Διαταγές (περιέχουσες και ποινικές ειδοποιήσεις προς τις εδώ πρώτη και έβδομη ενάγουσες και τους νομίμους εκπροσώπους τους), οι οποίες, όσον αφορά τους εδώ διαδίκους, διαλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις, αναφορικά με τη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων που διαλαμβάνεται στα επίδικα συμφωνητικά συμβιβασμού : Α) Σε σχέση με τους HD, διατάσσονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : (1) Οι Διάδικοι HD θα προστεθούν στην [αγωγή] 2011 Φάκελος … ως Ενάγοντες σύμφωνα με τους Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας [CPR] 19.2(2)(B) και/ή 19.3. …(4) Η έναρξη και η συνέχιση των Ελληνικών Αγωγών από τη … και την … (και κάθε μία από αυτές) κατά των διαδίκων HD αποτελεί παράβαση του Όρου 2 της Σύμβασης Συμβιβασμού … και του Όρου 3 της Σύμβασης Συμβιβασμού …, οι οποίοι αφορούσαν πλήρη και οριστικό συμβιβασμό, και αποτελεί παράβαση των όρων περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχονται στον Όρο 6 της  Σύμβασης Συμβιβασμού … και στον όρο 5 της Σύμβασης Συμβιβασμού …. (5) Η έναρξη και η συνέχιση των Ελληνικών Αγωγών από τις … και … (και κάθε μία από αυτές) κατά των Διαδίκων HD αποτελεί παράβαση του όρου 2 της Σύμβασης Συμβιβασμού H., ο οποίος αφορούσε πλήρη και οριστικό συμβιβασμό, και αποτελεί παράβαση του όρου περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας που περιέχεται στον Όρο 6 της Σύμβασης Συμβιβασμού H.. 6. Θα εκδοθεί απόφαση για να καθοριστεί η αποζημίωση εις βάρος έκαστης των … και … για τις εν λόγω συμβατικές παραβάσεις που εκτίθενται ανωτέρω. 7. Ως προσωρινή καταβολή έναντι αυτής της αποζημιώσεως και έως τις 4.30 μ.μ. της 17ης Οκτωβρίου 2014, οι … και … θα καταβάλουν το ποσό των 225.000 Λιρών στους Διαδίκους … σε σχέση με τη ζημία που έχουν υποστεί μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 2014 … 9. Το Δικαστήριο με την παρούσα διατάσσει την αυτούσια εκτέλεση του Όρου 3 της Σύμβασης συμβιβασμού ….» (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 1η έως 6η εναγόμενους, από 26.9.2014 Διαταγή – Ποινική ειδοποίηση, η οποία αναφέρεται και αφορά τους διαδίκους στις αγωγές υπ’ αριθμ. 2006 Φάκελος … και υπ’ αριθμ. 2011 Φάκελος …). Β) Σε σχέση με τους C., διατάσσονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : (α) Με τη Διαταγή που αφορά στην Αγωγή αριθμ. 2006 Φάκελος …  «1. Ο Όρος 2 της Συμβάσεως Συμβιβασμού … και ο Όρος 3 της Συμβάσεως Συμβιβασμού … απαλλάσσουν τους Διαδίκους C. από της ευθύνης εν σχέσει προς οιασδήποτε αξιώσεις, τας οποίας αι … και … (και εκάστη τούτων) ενδέχεται να διαθέτουν εν σχέσει προς την απώλειαν του Πλοίου, περιλαμβανομένης πάσης ευθύνης εν σχέσει προς τα αξιώσεις τας προβληθείσας εις τα Ελληνικάς Αγωγάς. 2. Η έναρξις και συνέχισις των Ελληνικών Αγωγών υπό των … και … (και εκάστης τούτων) κατά των Διαδίκων C. τελεί εν παραβάσει του Όρου 2 της Συμβάσεως Συμβιβασμού … και του Όρου 3 της Συμβάσεως Συμβιβασμού …, οίτινες αφεώρων πλήρη και οριστικόν συμβιβασμόν, τελεί δ’ επίσης εν παραβάσει του περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας όρου, όστις περιέχεται υπό τον Όρον 6 της Συμβάσεως Συμβιβασμού … και τον Όρον 5 της Συμβάσεως Συμβιβασμού …. 3. Θα εκδοθή απόφασις περί καθορισθησομένης αποζημιώσεως καθ’ εκάστης των … και …. 4. Υπό τύπον προσωρινής καταβολής έναντι της τοιαύτης αποζημιώσεως, μέχρι και της 16.30 ώρας της 17ης Οκτωβρίου 2014 οι … και … θα καταβάλουν το ποσό των λιρών 100.000 προς τους Διαδίκους C. προς κάλυψιν ζημιών επελθουσών μέχρι τκαι της 9ης Σεπτεμβρίου 2014 … 6. Το Δικαστήριον δια της παρούσης διατάσσει ότι θα υπάρξη αυτουσία εκτέλεσις του Όρου 3 της Συμβάσεως Συμβιβασμού …». (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 5η και 6ο εναγόμενους, από 26.9.2014 Διαταγή – Ποινική ειδοποίηση, επί της αγωγής αριθμ. 2006 Φάκελος …). (β) Με τη Διαταγή που αφορά στην Αγωγή αριθμ. 2011 Φάκελος …, «1. Οι Διάδικοι C. θα προστεθούν εις την παρούσαν αγωγήν ως Ενάγοντες συμφώνως προς τους Κανόνας Πολιτικής Δικονομίας (CPR) 19.2(2) (b) ή/και 19.3. 2. Ο όρος 2 της Συμβάσεως Συμβιβασμού H. απαλλάσσει τους Διαδίκους C. από της ευθύνης εν σχέσει προς οιασδήποτε αξιώσεις, τας οποίας αι … και … (και εκάστη τούτων) ενδέχεται να διαθέτουν εν σχέσει προς την απώλειαν του Πλοίου, περιλαμβανομένης πάσης ευθύνης  εν σχέσει προς την απώλειαν του Πλοίου, περιλαμβανομένης πάσης ευθύνης εν σχέσει προς τα αξιώσεις τας προβληθείσας εις τας Ελληνικάς Αγωγάς. 3. Η έναρξις και συνέχισις των Ελληνικών Αγωγών υπό των … και … (και εκάστης τούτων) κατά των Διαδίκων C. τελεί εν παραβάσει του Όρου 2 της Συμβάσεως Συμβιβασμού H., ήτις αφεώρα πλήρη και οριστικόν συμβιβασμόν, τελεί δε’ επίσης εν παράβασει του περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας όρου, όστις περιέχεται υπό τον Όρον 6 της Συμβάσεως Συμβιβασμού H.. 4. Θα εκδοθή απόφασις περί καθορισθησομένης αποζημιώσεως καθ’ εκάστης των … και …» (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 5η και 6ο εναγόμενους, από 26.9.2014 Διαταγή – Ποινική ειδοποίηση, επί της αγωγής αριθμ. 2011 Φάκελος …). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι στο παράρτημα των εν λόγω Διαταγών, διαλαμβάνεται Ορολογία, σύμφωνα με την οποίαν, μεταξύ άλλων, εκτίθενται τα εξής : (1) Διάδικοι HD τυγχάνουν οι 8ος έως 12ος Εναγόμενοι στην αγωγή 2006 Φάκελος … και 3ος έως 7ος Σκοπούμενοι Ενάγοντες στην αγωγή 2011 Φάκελος …, ήτοι οι εδώ 1η, 5η, 2ος, 3η και 6η εναγόμενοι. (2) Διάδικοι C. τυγχάνουν οι 26ος και 27ος Εναγόμενοι στην αγωγή 2006 Φάκελος … και 8ος και 9ος Σκοπούμενοι Ενάγοντες στην αγωγή 2011 Φάκελος …, ήτοι οι εδώ 6η  και 7ος εναγόμενοι. (3) Ιδιώτες Ενάγοντες : οι ιδιώτες ενάγοντες στις Ελληνικές Αγωγές, που είναι οι Γεώργιος Τ…., Βασίλειος Τ…., Κ. Δ., Π. Κ., Σ. Σ., Β. Κ. και Μ. Κ.. (4) Σύμβαση Συμβιβασμού … : σύμβαση συμβιβασμού μεταξύ των Εναγόμενων … και … και … με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 2008 αναφερόμενη στην Διαταγή Tomlin επί της αγωγής 2006 Φάκελος … με ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 2008. (5) Σύμβαση Συμβιβασμού …  : σύμβαση συμβιβασμού μεταξύ των Εναγόμενων … και … και … με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 2007 αναφερόμενη στην Διαταγή Tomlin επί της αγωγής 2006 Φάκελος … με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 2007. (6) Σύμβαση συμβιβασμού H. : σύμβαση συμβιβασμού που συνάφθηκε από και μεταξύ των H. και … και …, και υπεγράφη από τα μέρη μεταξύ 28 και 30 Ιανουαρίου 2008. (7) Οι Ελληνικές Αγωγές : (α) οι αγωγές που ασκήθηκαν από τις …, …, τους Συνασφαλισμένους και τους Ιδιώτες Ενάγοντες (και κάθε ένα από αυτούς) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Ναυτικό Τμήμα με αριθμό κατάθεσης … κατά των Διαδίκων HD και των Διαδίκων C. και (β) οι αγωγές που ασκήθηκαν από τις …, … (και κάθε μία από αυτές) κατά των Διαδίκων HD και των Διαδίκων C. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, Ναυτικό Τμήμα με αριθμό κατάθεσης ….».

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, τόσο η προαναφερθείσα, από 26.9.2014 απόφαση Ενώπιον του κ. Δικαστού Flaux, όσο και οι από 26.9.2014 Διαταγές, που αφορούν τους εδώ εναγομένους, υπάγονται στην έννοια της «απόφασης», υπό τους ορισμούς του άρθρου 32 του Καν44/2001, ήτοι (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας) έχουν εκδοθεί από δικαστήριο, δηλαδή από όργανο που ενεργεί αμερόληπτα και ανεξάρτητα από τα άλλα όργανα του κράτους, δεύτερον, η διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεώς τους έχει διεξαχθεί τηρουμένης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και τρίτον, χαρακτηρίζονται από την άσκηση εξουσίας διαγνώσεως εκ μέρους του δικαιοδοτικού οργάνου που τις εξέδωσε (περί του ότι και οι ερήμην αποφάσεις και οι ερήμην διατάξεις, υπάγονται στην έννοια της απόφασης κατά τον Καν 44/2001, εφόσον αποτέλεσαν ή μπορούσαν να αποτελέσουν στο κράτος προέλευσης, κατά διαφόρους τρόπους, αντικείμενο διαδικασίας κατ’ αντιμωλία, βλ. ειδικότερα, ΔΕΚ 0394/1007, Marco Gambazzi κατά Daimler Chrysler Canada Inc). Είναι, άλλωστε, απόλυτα δεσμευτικές στην Αγγλία, ήτοι και έχουν εξοπλισθεί, σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο του κράτους έκδοσης αυτών, με ισχύ δεδικασμένου, όπως δύναται να συναχθεί από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εναγομένους γνωμοδοτήσεις των Άγγλων νομομαθών. Ειδικότερα, στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους πρώτη έως και τέταρτη εναγόμενες  γνωμοδότηση του S. R. Q.C. γίνεται σαφής αναφορά ότι «… είναι δεσμευτική για τους αντιδίκους και εκτελεστή στα πλαίσια του Αγγλικού δικαίου. Δημιουργεί ένα «κώλυμα λόγω δεδικασμένου (estoppel per rem judicatam) μεταξύ των αντιδίκων, ως θέμα του αγγλικού δικαίου για τα ζητήματα στα οποία αποφασίζει (βλ. παρ.34 όπου ο γνωμοδοτών αναφέρεται στην από 26.9.2014 απόφαση Flaux), ότι «… οι αποφάσεις αυτές είναι πλέον τελεσίδικες για όλους τους σκοπούς του Αγγλικού δικαίου …» (βλ. παρ.48, όπου αναφορά στις Αποφάσεις και Διαταγές του Εφετείου και του Δικαστή Flaux) και ότι «… το δίκαιο της ΕΕ θα απαιτούσε από το Ελληνικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει και να εφαρμόσει τις αποφάσεις και διαταγές, καθώς επίσης και τη νομική αιτιολογία, η οποία αποτέλεσε τη βάση των αποφάσεων των αγγλικών δικαστηρίων, καθώς και τις συνέπειες του res judicata (δεδικασμένου) που οι εν λόγω αποφάσεις και διαταγές παράγουν μεταξύ των αντιδίκων, στο μέτρο που αφορούσε την αιτιολογία για όλα τα ζητήματα του Αγγλικού δικαίου που είχαν αποφασιστεί από τα Αγγλικά δικαστήρια, όσον αφορά, για παράδειγμα, την επίδραση των όρων των Συμβάσεων συμβιβασμού και των αρχικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων » (βλ. παρ.50), «… οι αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων ως προς το εύρος και την επίπτωση των διατάξεων συμβιβασμού στις Συμβάσεις Συμβιβασμού και των διατάξεων περί δικαιοδοσίας σε αυτές τις Συμβάσεις και στα αρχικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, είναι αποφάσεις οι οποίες πρέπει να αναγνωρισθούν στην Ελλάδα από το Ελληνικό Δικαστήριο ως ζήτημα του δικαίου της ΕΕ.» (παρ.53). Αντίστοιχα, αναφορικά με τους έβδομη και όγδοο εναγόμενους, o γνωμοδοτών Stephen Cogley QC παραθέτει «Αι κρίσεις του νομομαθούς δικαστού συνοψίζονται εις δύο διαταγάς, εκάστη των οποίων φέρει ημερομηνίαν 26η Σεπτεμβρίου 2014, πρόκειται δε περί των Διαταγών επί της Αγωγής 2006 και της Αγωγής H.. Η λογική και η βάσις των επισήμων τούτων διαταγών ανευρίσκεται εν τη αποφάσει. Η απόφασις πληροφορεί τον αναγνώστην περί των προθέσεων του δικαστού, και του περί του πώς ούτος κατέληξεν εις τα εις α κατέληξε συμπεράσματα, ενώ η επίσημος διαταγή παραθέτει κατά ποίον τρόπον ερρυθμίσθη η υπόθεσις. Κατά την εξέτασιν ζητημάτων δεδικασμένου και issue estoppel ενδιαφέρει το περιεχόμενον της ητιολογημένης αποφάσεως και το σκεπτικόν (ratio decidendi) ταύτης.» Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, από τις ανωτέρω αποφάσεις και διαταγές, παράγεται δεδικασμένο, μεταξύ της πρώτης και έβδομης ενάγουσας και των εδώ εναγομένων, οι οποίοι ήταν διάδικοι, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, στις αγωγές με αριθμούς φακέλων …/2006 και …/2011, καθόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις γένεσης δεδικασμένου, σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο (ήτοι, εν προκειμένω, ότι αυτή λήφθηκε από δικαστήριο «δικαιοδοτικό όργανο», ότι δημοσιεύθηκε, ότι το δικαστήριο διέθετε δικαιοδοσία επί των διαδίκων και του αντικειμένου της δίκης και ότι αυτή ήταν οριστική και επί της ουσίας, ότι έκρινε σχετικό ζήτημα ήτοι ζήτημα δυνάμενο να στηρίξει «issue estopel» και ότι οι διάδικοι της αρχικής αγωγής και της αγωγής, κατά την οποίαν προβάλλεται το δεδικασμένο είναι οι ίδιοι). Επιπρόσθετα, έχει παρέλθει ο χρόνος κατάθεσης έφεσης κατά των εν λόγω αποφάσεων και διαταγών (21 ημέρες από την ημερομηνία της απόφασης του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον κανόνα 52.4 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας – Civil Procedure Rules, σε συνδυασμό με την από 4.12.2014 γνωμοδότηση του Thomas Stephen Grover, προσκομιζόμενα σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική από τους έκτη και έβδομο εναγόμενους). Εξάλλου, τόσο η από 26.9.2014 απόφαση του κ. Δικαστή Flaux (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους εναγομένους, φέρουσα βεβαίωση κατ’ αρθρ. 53 και 54 του Κανονισμού 44/2001), όσο και οι από 26-9-2014 διαταγές αυτού, δυνάμει των οποίων παρασχέθηκε στους εδώ εναγομένους η προαναφερόμενη ένδικη προστασία, έναντι των πρώτης και έβδομης των εδώ εναγόντων, θεμελίωσαν την κρίση τους στην αιτιολογία που διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της απόφασης, στηριζόμενη και στις προγενέστερες κρίσεις της από 18.7.2014 απόφασης του Εφετείου (έκρινε επί των λόγων έφεσης κατά της απόφασης του Δικαστή Burton και απέρριψε αυτούς), ότι η ρήτρα παρέκτασης επί των συμβάσεων συμβιβασμού, η οποία ιδρύει αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων, τυγχάνει έγκυρη και καταλαμβάνει όλους τους διαδίκους στις υπό κρίση αγωγές, κατά τα ανωτέρω ειδικά αναφερόμενα, σκεπτικό το οποίο συνιστά το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού των εν λόγω αποφάσεων. Κρίνουν, επίσης, ότι τα εν λόγω πρόσωπα (προστηθέντες, νομικοί σύμβουλοι και πληρεξούσιοι δικηγόροι των τελευταίων), κατά των οποίων έχουν ασκηθεί αγωγές ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων, απαλλάσσονται από τα ανωτέρω συμφωνητικά από κάθε ευθύνη απέναντι στις εταιρείες … και …. INC, στην οποίαν ειδικότερα αναφέρονται οι ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ασκηθείσες αγωγές, καθώς και ότι η άσκηση εναντίον τους αγωγών ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων συνιστά παράβαση των ρητρών παρεκτάσεως, οι οποίες εμπεριέχονται στα εν λόγω συμφωνητικά και ιδρύουν την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των ανωτέρω αξιώσεων (βλ. Γνωμοδότηση Δ. Τσικρικά, σχετικό 1ης – 6ης εναγομένων, υπ’ αριθμ. ΧΧΧ).

Κατά το άρθρο 34 του ιδίου κανονισμού: «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως· 2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει· 3) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως. 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως.» 10. Το άρθρο 35 του κανονισμού 44/2001 προβλέπει: «1. Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72. 2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του. 3. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη [κατά] την έννοια του άρθρου 34, σημείο 1.» 11. Κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 44/2001: «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.». Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 34 αρ. 1 του προαναφερομένου Κανονισμού (ΕΚ) συνάγεται ότι απόφαση εκδιδομένη από δικαστήριο κράτους μέλους δεν αναγνωρίζεται από άλλο κράτος μέλος, εάν το αρμόδιο δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αναγνώριση θα αντέβαινε προφανώς προς την δημοσία τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, αφ’ ετέρου, κατά την διάταξη του άρθρου 33 ΑΚ, ως αντίθεση προς τη δημοσία τάξη νοείται η αντίθεση προς τις κρατούσες θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999, ΑΠ 1829/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους περιορίζουσα τους διαδίκους να ακολουθήσουν μόνον την διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού σώματος του εν λόγω κράτους μέλους και να απόσχουν οιασδήποτε άλλης διαδικασίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων αντιβαίνει προφανώς προς την δημοσία τάξη υπό την ανωτέρω έννοια, αφού προσβάλλει αφ’ ενός μεν την εθνική κυριαρχία ως περιορίζουσα την διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αφ’ ετέρου δε το θεσπιζόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου Ν.Δ. 53/1974, δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια (ΕφΠειρ 31/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ενώ, υπό την αντίστοιχη περιεχομένου ρύθμιση της ΣΒρ, βλ. ΕφΠειρ 110/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.92). Πλέον ειδικά, στον αντισαξωνικό χώρο συναντάται ένα είδος δικαστικής απόφασης γνωστό ως «anti-suit injunction» («αντιαγωγική διαταγή»). Με την εν λόγω απόφαση, ένα δικαστήριο διατάσσει συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο υπόκειται στη δικαιοδοσία του διατάσσοντος δικαστηρίου, να απόσχει από δίκη σε τρίτο κράτος. Μία τέτοια διαταγή είναι δυνατόν να εκδοθεί είτε πριν από την έναρξη της δίκης σε τρίτο κράτος (με στόχο να μην αρχίσει καν δίκη) είτε μετά από την έναρξή της με στόχο τη διακοπή της (βλ. Χάρη Μεϊδάνη, «Anti-suit injunction στην Αγγλία και Κανονισμός 44/2001). Η «anti-suit injunction» χρησιμοποιείται κατεξοχήν σε περιουσιακές διαφορές και στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου προσώπου (in personam δικαιοδοσία). Σε περίπτωση κατά την οποία ο καθ’ ου η διαταγή δεν συμμορφωθεί προς την αντι-αγωγική διαταγή, διατρέχει τον κίνδυνο δίωξης για προσβολή του Δικαστηρίου («contempt of court»), για την οποία προβλέπονται ποινές, όπως είναι η δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων ή η προσωπική κράτηση. Σύμφωνα με τη νομολογία, η «anti-suit injunction» ασκείται στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του άγγλου δικαστή «όταν το απαιτούν οι ευρύτεροι σκοποί της δικαιοσύνης». Συγκεκριμένα, η αντιαγωγική διαταγή λαμβάνεται ιδίως όταν υπάρχει ρήτρα παρέκτασης ή διαιτησία, ή/και επειδή το δικαστήριο κρίνει, ότι η διαδικασία στην αλλοδαπή διεξάγεται καταχρηστικώς με στόχο την παρέλκυση της αγγλικής διαδικασίας. (Ι. Στ. Δεληκωστόπουλου «Ασύμμετρη δικαστική προστασία : αντι-αγωγική διαταγή και ποινική αποζημίωση, ΕΠολΔ 2014, σ.20). Το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα του επιτρεπτού της έκδοσης αντιαγωγικής διαταγής στη με αριθμό 159/2002 απόφασή του της 27.4.2004 (Turner /Grovit), επί της οποίας, επί αιτήσεως διαδίκου (G. Turner) από το High Court of Justice (England & Wales) να εκδώσει, βάσει του άρθρου 37 παρ.1 του Supreme Court Act 1981, διαταγή απαγόρευσης, στους αντιδίκους του (F. Grovit, Harada, Changepoint), με την απειλή κυρώσεων, να συνεχίσουν τη δίκη που κίνησαν στην Ισπανία (βλ. σκ.2 – 14 σε ΔΕΚ 159/2002),  διατυπώθηκαν οι ακόλουθες σκέψεις : «26. Ομοίως και εκτός λίγων εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 28, πρώτο εδάφιο, της σύμβασης και οι οποίες αφορούν μόνο το στάδιο της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως και μόνον ορισμένους κανόνες ειδικής και αποκλειστικής δικαιοδοσίας που δεν ενδιαφέρουν την κύρια υπόθεση, η σύμβαση δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου από το δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου μέρους (βλ., κατά αυτή την έννοια, την απόφαση Ονerseas Union Insurance κ.λπ., όπ.π., σκέψη 24). 27. Ακριβώς όμως η απαγόρευση από δικαστήριο σε διάδικο, με την απειλή κυρώσεων, να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου έχει ως αποτέλεσμα ότι θίγει τη δικαιοδοσία που έχει το δικαστήριο αυτό για την επίλυση της διαφοράς. Συγκεκριμένα, εφόσον απαγορεύεται με διαταγή στον ενάγοντα να κινήσει τέτοια δίκη πρέπει να διαπιστωθεί ότι συντρέχει παρέμβαση στη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου που δεν συμβιβάζεται με το σύστημα της σύμβασης. … 29. Αν υποτεθεί ότι μια διαταγή μπορεί, όπως υποστηρίχθηκε, να θεωρηθεί ως μέτρο δικονομικής φύσεως που σκοπεί να προστατεύσει την ακεραιότητα της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου που εκδίδει τη διαταγή και για τον λόγο αυτό ως εμπίπτον μόνο στο εθνικό δίκαιο, αρκεί να σημειωθεί ότι η εφαρμογή των εθνικών δικονομικών διατάξεων δεν μπορεί να βλάψει την πρακτική αποτελεσματικότητα της σύμβασης (απόφαση της 15ης Μαΐου 1990, C-365/88, Hagen, Συλλογή 1990, σ. I-1845, σκέψη 20). Αυτό ισχύει όμως για μια διαταγή όπως η επίδικη εν προκειμένω η οποία, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης, έχει ως αποτέλεσμα ότι περιορίζει την εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας κανόνων της σύμβασης. 30. Το επιχείρημα ότι η έκδοση διαταγών μπορεί να συμβάλει στην πραγματοποίηση του στόχου της σύμβασης που είναι να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και να αποφύγει τον πολλαπλασιασμό των δικών δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Αφενός η χρησιμοποίηση ενός τέτοιου μέτρου εξουδετερώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ειδικών μηχανισμών που προβλέπει η σύμβαση σε περίπτωση εκκρεμοδικίας και συνάφειας. Αφετέρου, η προσφυγή στο μέσο αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει καταστάσεις συγκρούσεως για τις οποίες η σύμβαση δεν περιέχει διατάξεις. Συγκεκριμένα παρά την έκδοση διαταγής σε συμβαλλόμενο κράτος δεν αποκλείεται η έκδοση αποφάσεως από δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους. Ομοίως δεν αποκλείεται τα δικαστήρια δύο συμβαλλομένων κρατών που επιτρέπουν τέτοια μέτρα να εκδώσουν αντιφατικές διαταγές. 31. Κατά συνέπεια, … η σύμβαση έχει την έννοια ότι αντίκειται στην έκδοση διαταγής με την οποία το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους απαγορεύει σε διάδικο σε εκκρεμή ενώπιόν του δίκη να κινήσει ή να συνεχίσει δίκη ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους ακόμα και αν ο διάδικος αυτός ενεργεί κακοβούλως με σκοπό να παρεμποδίσει την εξέλιξη της εκκρεμούς δίκης.». Στο ίδιο πνεύμα ήταν και οι απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα επί της ως άνω υπόθεσης, Ruiz-Jarado Col…r, ήτοι : «30. Τα επιχειρήματα διά των οποίων επιδιώκεται να αποδειχθεί το ασυμβίβαστο των διαταγών αυτών με τη Σύμβαση, τα οποία αναπτύχθηκαν κατά την παρούσα προδικαστική διαδικασία, στρέφονται γύρω από τη σκέψη ότι μία από τις βάσεις αυτής της διεθνούς πράξης είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των διαφόρων εθνικών εννόμων τάξεων η οποία θίγεται από τις αγγλικές απαγορευτικές διαταγές. 31. Θεωρώ αποφασιστική τη διαπίστωση αυτή (5) . Η ευρωπαϊκή δικαστική συνεργασία, βασικό παράγοντα της οποίας αποτελεί η Σύμβαση, διαπνέεται από την ιδέα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που προϋποθέτει ότι κάθε κράτος αναγνωρίζει την ικανότητα των άλλων εννόμων τάξεων να συμβάλλουν κατά τρόπο αυτοτελή αλλά εναρμονισμένο στην πραγμάτωση των καθορισθέντων στόχων ολοκλήρωσης (6) . Δεν δημιουργήθηκε καμιά ανώτερη δομή ελέγχου πέρα από την αρμοδιότητα ερμηνείας που ανατέθηκε στο Δικαστήριο, και ιδίως δεν προβλέφθηκε η δυνατότητα των δικαστηρίων συγκεκριμένου κράτους να οικειοποιούνται το δικαίωμα να επιλύουν προβλήματα που φιλοδοξεί να εξομαλύνει η ίδια η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. 32. Σ’ αυτό το πνεύμα θα ήταν αντίθετη τυχόν δυνατότητα του δικαστηρίου κράτους μέλους να επηρεάσει έστω και έμμεσα τη δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους για την εκδίκαση συγκεκριμένης διαφοράς (7). 33. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης εξυπακούει επίσης ότι τα ζητήματα που προσδιορίζουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ενός κράτους επιλύονται σύμφωνα με ομοιόμορφους κανόνες ή, όπερ ταυτό, ότι κάθε δικαστήριο τελεί σε σχέση ισότητας με τα λοιπά. Για τον λόγο αυτό δεν θεωρώ ότι ευσταθεί το επιχείρημα ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών δεν απαγορεύει ρητά τις δικαστικές πράξεις του είδους της επίδικης εν προκειμένω. Η Σύμβαση έχει ως σκοπό να προτείνει ένα πλήρες σύστημα. Οπότε ανακύπτει το ζήτημα αν ένα μέτρο που επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής της συνάδει προς το κοινό σύστημα το οποίο ιδρύει η Σύμβαση. Εδώ επιβάλλεται αρνητική απάντηση. Η μελέτη συγκριτικού δικαίου δείχνει ότι μόνο οι έννομες τάξεις που υπάγονται στο common law δέχονται αυτού του είδους τις διαταγές. Μια διαταραχή αυτού του είδους παραβλέπει το σύστημα της Σύμβασης που δεν προβλέπει κανένα μηχανισμό για την άρση της σύγκρουσης μεταξύ μιας «απαγορευτικής διαταγής» αγγλικού δικαστηρίου στηριζομένης στον καταχρηστικό χαρακτήρα της αλλοδαπής δίκης και της ενδεχομένως διαφορετικής εκτίμησης του ισπανικού δικαστηρίου. Είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι το κράτος που εκδίδει τέτοιου είδους διαταγή μπορεί να προσδώσει μονομερώς αποκλειστικό χαρακτήρα στη δικαιοδοσία την οποία προστατεύει. Αν όλα τα ευρωπαϊκά δικαστήρια οικειοποιούντο τέτοια εξουσία θα είχαμε το χάος. Αν μόνο τα αγγλικά δικαστήρια τη χρησιμοποιούν, ασκούν μια λειτουργία κατανομής που η Σύμβαση εμπιστεύεται σε κριτήρια λιγότερο ελαστικά αλλά πιο αντικειμενικά τα οποία επιβάλλει σε όλους κατά τον ίδιο τρόπο (8). Η Σύμβαση δεν περιέχει εξάλλου διάταξη για την εξομάλυνση της περίπτωσης στην οποία δύο δικαστήρια κρατών που επιτρέπουν τέτοια μέτρα εκδίδουν αντιφατικές διαταγές (9), καίτοι τέτοια περίπτωση έχει ανακύψει μεταξύ διαφόρων κρατών νομικής παράδοσης του «common law». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση Laker Airways, στην οποία βρέθηκαν αντιμέτωπα διάφορα αγγλικά και αμερικανικά δικαστήρια (10) . 34. Η Κυβέρνηση του Η. Β. συμμερίζεται τη γνώμη του .House of Lords και επιμένει βεβαίως στο γεγονός ότι οι επίδικες διαταγές δεν έχουν ως αντικείμενο την δικαιοδοσία του ισπανικού δικαστηρίου αλλά απευθύνονται αποκλειστικά στον διάδικο που άσκησε αγωγή με μόνο σκοπό να παρεμποδίσει την εξέλιξη άλλης διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον διαφορετικού δικαστηρίου. Η ανάλυση αυτή είναι ορθή από τυπικής σκοπιάς. Όμως είναι αναμφισβήτητο ότι η απαγόρευση προς τον διάδικο με την απειλή κυρώσεων να συνεχίσει δίκη είχε ως αποτέλεσμα ότι του στερεί κάθε δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς, πράγμα που συνιστά άμεση επέμβαση στην κυριαρχική δικαιοδοτική αρμοδιότητά του.». Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι το Ελληνικό Δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορισμένη ρύθμιση, που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόσθηκε από την απόφαση, ή ότι στο Ελληνικό Δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντίκειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεσθεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ’ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999, ΕφΑνΚρητ 139/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΚερκ 130/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 483/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 110/2004, ο.π., ΕφΠειρ. 711/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.489). Εξάλλου, ο έλεγχος της αλλοδαπής απόφασης ως αντίθετης στη δημόσια τάξη περιορίζεται στο μέρος της απόφασης στο οποίο το σφάλμα της αναφέρεται (πρβλ. ΟλΑΠ 17/1999, ΕφΚερκ 130/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Ι. Στ. Δεληκωστόπουλου «Ασύμμετρη δικαστική προστασία : αντι-αγωγική διαταγή και ποινική αποζημίωση, ΕΠολΔ 2014, σ.30). Εξάλλου από τον με αριθμό 2 όρο του άρθρου 34 του ως άνω Κανονισμού, προκύπτει ότι δίδεται δυνατότητα στο δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής να κρίνει το νομότυπο της επιδόσεως σε συνάρτηση με το υπερασπιστικό δικαίωμα του εναγομένου, καθόσον, κατ’ αρχήν, ναι μεν οι τυχόν σημειωθείσες σοβαρές παρατυπίες ως προς την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στον ερημοδικασθέντα εναγόμενο, προσβάλλουν αναπόφευκτα το δικαίωμα της παροχής δυνατότητας άμυνας στον τελευταίο και έτσι παρεμποδίζουν την αναγνώριση και την εκτέλεση της αλλοδαπής αποφάσεως, ωστόσο η αναγνώριση και η εκτέλεση αυτής μπορούν να επιτραπούν, εφόσον το δικαστήριο του κράτους μέλους υποδοχής, ερευνώντας, in concreto, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, διαπιστώσει ότι οι σημειωθείσες παρατυπίες στη γενόμενη επίδοση δεν στέρησαν από τον εναγόμενο τη δυνατότητα να λάβει γνώση της δίκης και συνακόλουθα δεν έθιξαν το υπερασπιστικό δικαίωμα του. Συνάγεται λοιπόν ότι ο παραπάνω λόγος αρνήσεως της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως αίρεται, εάν ο ερημοδικασθείς εναγόμενος παρέλειψε, ενώ μπορούσε, να προσβάλλει την ερήμην απόφαση στο κράτος μέλος προελεύσεως της. Η λύση αυτή, που γίνεται δεκτή και στο Ελληνικό Δίκαιο κατά την ερμηνεία της σαφούς ρυθμίσεως του άρθρου 323 αρθ. 3 του ΚΠολΔ, συμπλέει με τη γεννημένη νομολογιακή τάση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για περιστολή της ερημοδικίας κατ της αυξήσεως της κυκλοφορίας των ερήμην αποφάσεων. Έτσι, αν το δικαστήριο αυτό κρίνει, ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε μεν πράγματι αδυναμία του εναγομένου να προσβάλει την ερήμην σε βάρος του απόφαση στα δικαστήρια του κράτους μέλους προελεύσεως, τότε το προσβληθέν δικαίωμα ακροάσεως, συνεπεία σοβαρών παρατυπιών στην επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, θεραπεύεται με τον αποκλεισμό της αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως από τα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως, ενώ αν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει την προβλεπομένη από την νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως “προσφυγή” κατά της εκδοθείσας σε βάρος του ερήμην αποφάσεως, αν και μπορούσε να πράξει τούτο, τότε δεν εμποδίζεται η αναγνώριση ή η εκτέλεση της σε βάρος του ερήμην αλλοδαπής αποφάσεως, συγχρόνως δε αποκλείεται η αμφισβήτηση από τον καθ’ου η εκτέλεση του κύρους της επιδόσεως σε αυτόν του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης στα δικαστήρια του κράτους μέλους εκτελέσεως αλλά και οποιοδήποτε άλλο παραδεκτό ένδικο μέσο, όπως η έφεση, η παράλειψη ασκήσεως του οποίου στο κράτος μέλος προελεύσεως δεν εμποδίζει πλέον την αναγνώριση και την εκτελεστότητα της ερήμην αποφάσεως, αλλά αποκλείει την αμφισβήτηση της κανονικότητας της επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στο κράτος μέλος υποδοχής (ΑΠ 349/2012 σε Νόμος, ΕφΑνΚρητ 139/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 2 και 3 του Κανονισμού 44/2001 προβλέπονται τα ακόλουθα: «2. Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1». Με βάση τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές, αποκλείεται ο έλεγχος της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, είτε ασκείται αμέσως, διά του ελέγχου των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών ή των κριτηρίων, επί των οποίων στηρίχθηκε ο δικαστής, για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας (βλ. σχ. και ΠΠρΑθ 5292/2010 ΕΠΟΛΔ 2011/2010). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Καν 44/2001, «αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης». Η θεμελιακή αυτή αρχή του Καν 44/2001, διατυπώνεται δύο φορές, τόσο στο τμήμα 1 που αφορά την αναγνώριση (άρθρο 36) όσο και στο τμήμα 2 που αφορά την εκτέλεση (άρθρο 45 παρ.2). Η απαγόρευση της αναθεωρήσεως της ουσίας των ενδοκοινοτικών αποφάσεων αποτέλεσε βασική επιλογή του κοινοτικού νομοθέτη ήδη από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, όπου ο σχετικός κανόνας επαναλήφθηκε, με τρόπο πανομοιότυπο, και πάλι δύο φορές (βλ. τα άρθρα 29 και 34 παρ.3), ιδίως ενόψει των διαφοροποιημένων εθνικών ρυθμίσεων των τότε συμβαλλομένων κρατών, χαρακτηριζόμενος από τις Εισηγητικές της Εκθέσεις ως θεμελιώδης. Γίνεται δηλαδή παγίως δεκτό ότι δεν μπορεί να επανακρίνονται οι νομικές και πραγματικές διαπιστώσεις του δικαστή, ούτε αν τηρήθηκε ορθά η προβλεπόμενη διαδικασία από το αλλοδαπό δικαστήριο. Ενδεχόμενα σφάλματα της αλλοδαπής αποφάσεως, τόσο σε αναφορά με την εκτίμηση των αποδείξεων όσο και την εφαρμογή του νόμου, ενόσω δεν συνέχονται με τους όρους αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστότητας, δεν επιτρέπεται να επανεξετάζονται. Η ρητή διατήρηση της αρχής για την απαγόρευση αναθεωρήσεως της ουσίας των ενδοκοινοτικών αποφάσεων με τα άρθρα 36 και 45 παρ.2 του Καν 44/2001 έχει επιβάλει την ενιαία πλέον λειτουργία της σε όλα τα κράτη μέλη, των οποίων οι εσωτερικές νομοθεσίες εμφανίζουν ως προς τα όρια της εφαρμογής της αποκλίσεις. Με βάση αυτούς τους κανόνες, το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως ή κηρύξεως εκτελεστότητας δεν μπορεί να επανακρίνει, σε περίπτωση όπου έγινε δεκτή τελεσίδικα ή, κατά μείζονα λόγο, αμετάκλητα, από δικαστήριο κράτους μέλους η αγωγή, το παραδεκτό ή το ορισμένο, ούτε το νόμω και ουσία βάσιμο της αγωγής αυτής, όπως και των ισχυρισμών και ενστάσεων που προβλήθηκαν ή που μπορούσαν να προβληθούν, αλλά, από σφάλμα του διαδίκου, δεν προβλήθηκαν. Τα νομικά σφάλματα δεν εξετάζονται, ανεξάρτητα από το είδος και την προέλευση των κανόνων που χρειάσθηκε να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους. Ανεξάρτητα δηλαδή από το αν, κατά την κρίση του δικαστή, στο κράτος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως, ερμηνεύθηκαν ή εφαρμόσθηκαν (ή δεν εφαρμόσθηκαν) εσφαλμένως από τον δικαστή του άλλου κράτους μέλους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου (ουσιαστικοί ή δικονομικοί ή κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους αυτού) ή του, ενδεχομένως εφαρμοσθέντος, αλλοδαπού δικαίου, ενόσω οι κανόνες αυτοί δεν συνέχονται άμεσα με τα περιοριστικώς αναφερόμενα στον Καν. 44/2001 κωλύματα αναγνωρίσεως και κηρύξεως εκτελεστότητας (άρθρα 34, 35 και 45 παρ.2). Στο πλαίσιο της απαγόρευσης αναθεώρησης της ουσίας, απαγορεύεται απολύτως και η επανεκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου εκδόσεως της ενδοκοινοτικής απόφασης. Απόφανση από το δικαστήριο του κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση ή κήρυξη της εκτελεστότητας ότι, π.χ. τα πραγματικά περιστατικά που στήριξαν την αγωγή δεν είναι αληθινά, ή ότι οι αποδείξεις που προσκομίσθηκαν προς το σκοπό αυτόν δεν ήταν επαρκείς, ή εκτιμήθηκαν εσφαλμένα, ή ότι η απόδειξη στηρίχθηκε σε μη επιτρεπόμενα κατά το νόμο μέσα αποδείξεως, ή ότι καθίσταται αναγκαία η λήψη υπόψη συμπληρωματικών αποδείξεων κλπ. δεν είναι επιτρεπτή (βλ. Πελαγίας Γέσιου – Φαλτσή, «αρνητική αναγνωριστική αγωγή και αίτηση κηρύξεως εκτελεστότητας αγγλικών αποφάσεων κατά τον Καν. 44/2001 – Ζητήματα εκκρεμοδικίας και ορίων ουσιαστικού ελέγχου τωενδοκοινοτικών αποφάσεων», ο.π.).

Οι ενάγοντες αμφισβητούν την αναγνώριση των ως άνω αλλοδαπών αποφάσεων λόγω προφανούς αντίθεσης στη δημόσια τάξη της Ελλάδας ως κράτους αναγνωρίσεως, επειδή αποτελούν αντιαγωγικές διαταγές. Ειδικότερα: Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι ανωτέρω αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων αυτές και οι διαταγές που συνέχονται με αυτές συνιστούν αντιαγωγικές διαταγές (anti-suit injunction), καθώς παρεισφρύουν και προκαταλαμβάνουν την απόφαση των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με τη δικαιοδοσία τους και σχετικά με την ουσία της υπόθεσης και επιβάλλουν αυστηρότατες ποινές στους ενάγοντες, επειδή προσέφυγαν στο ελληνικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αναγνωρισθούν ή να κηρυχθούν εκτελεστές κατά τις διατάξεις του ίδιου Κανονισμού. Ωστόσο, από το περιεχόμενο των ανωτέρω, αναγνωριζομένων στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης (για τη διερεύνηση της ένστασης έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε σχέση με τους εδώ εναγομένους), απόφασης και διαταγών του Δικαστή Flaux, καθίσταται σαφές ότι αυτές δε συνιστούν αντιαγωγικές διαταγές αλλά  δικαστικές αποφάσεις που κρίνοντας επί της ουσίας της διαφοράς,  αποφαίνονται, μεταξύ άλλων, ότι η έγερση των ένδικων αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συνιστά παράβαση των ανωτέρω αναφερομένων Συμφωνητικών Συμβιβασμού και των περιεχόμενων σε αυτά και στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ρητρών παρέκτασης και αναγνωρίζουν την υποχρέωση από τις ενάγουσες της αποζημίωσης των ασφαλιστών λόγω συμβατικής παράβασης των όρων των συμφωνητικών. Ειδικότερα, το αίτημα των εναγομένων στην αγωγή με αριθμό …/2006 στην Αγγλία δεν αναφερόταν σε απαγόρευση έναρξης ή συνέχισης από τις ενάγουσες εταιρίες της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αλλά στην ουσιαστική κρίση του Αγγλικού Δικαστηρίου περί της παραβίασης των όρων του συμφωνητικού συμβιβασμού, με την έγερση των κρινόμενων αγωγών στην Ελλάδα. Η εν λόγω απόφαση και διαταγές δεν περιέχουν, άλλωστε, διάταξη η οποία να απαγορεύει στους εδώ ενάγοντες να ξεκινήσουν ή να συνεχίσουν τις νομικές διαδικασίες που έχουν εγείρει κατά των εναγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (πρβλ. ΕφΠειρ 110/2004, Πειρ Νομ 2004, σ.92 και ΕφΠειρ 31/2012 = anti-suit), με την απειλή κυρώσεων και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου τούτου για την εκδίκαση της κρινόμενης, εν προκειμένω, διαφοράς. Χαρακτηριστικά αναφέρεται και στις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων, ήτοι στις σκέψεις 36 και 39 της προαναφερθείσας απόφασης του ανώτατου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου είχε αχθεί η υπόθεση, κατόπιν της έκδοσης της αρχικής από 20-12-2012 απόφασης του Εφετείου του Λονδίνου, ότι οι Ασφαλιστές δεν ζητούν την έκδοση αντιαγωγικής διαταγής δεν επιδίωκουν να διακόψουν τη διαδικασία, που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα ή να εμποδίσουν την πρώτη και την έβδομη των εναγουσών από τη συνέχισή τους, αλλά, ζήτησαν την αναγνώριση ότι οι εγερθείσες ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων αξιώσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του συμφωνητικού συμβιβασμού. Ακόμα στις σκέψεις 15-18 της από 18-7-2014 απόφασης του Εφετείου του Λονδίνου στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει την ουσία της έφεσης κατά της απόφασης Burton, αναφέρεται ότι η τελική κρίση των αγγλικών Δικαστηρίων περί των αξιώσεων για καταβολή αποζημίωσης με βάση τα προαναφερόμενα Συμφωνητικά Συμβιβασμού δεν παρεμποδίζει την αρμοδιότητα του Ελληνικού Δικαστηρίου να αποφασίσει περί της αρμοδιότητάς του και στο μέτρο που προσήκει, την ουσία των αξιώσεων των εναγόντων, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τις αγωγές των Ασφαλιστών για την καταβολή αποζημίωσης ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων δεν ζητήθηκε η έκδοση αντιαγωγικής διαταγής. Εξάλλου, το άρθρο 34 του Κανονισμού ερμηνεύεται στενά και δεν τυγχάνει εφαρμογής, ακόμη και αν η απόφαση, της οποίας ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 27 και 28 του Κανονισμού, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3, οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες (άρα και το άρθρο 27  που είναι ενταγμένο στο πλαίσιο αυτό) δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 παρ. 1, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων των υπό κρίση αγωγών, ότι η απόφαση του Δικαστή κ. Burton δεν πρέπει να τύχει αναγνώρισης από το παρόν Δικαστήριο, διότι είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη, επειδή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 27 του Κανονισμού (πρβλ., αναφορικά με αντίστοιχου περιεχομένου διάταξη της προϊσχύσασας Σύμβασης των Βρυξελλών, ΑΠ 36/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποίαν «δεν αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης η  παράβαση του άρθρου 21 αυτής»). Τέλος, η μη παράσταση των εναγόντων ενώπιον του Εφετείου του Λονδίνου κατά τη συζήτηση της εφέσεως τους την 1-7-2014, και κατά τη συζήτηση των προαναφερόμενων αιτήσεων των αντιδίκων τους ενώπιον του Δικαστή κ. Flaux την 10-09-2014, δεν συνεπάγεται ότι στερήθηκαν του δικαιώματος εκπροσώπησής τους και δικαστικής προστασίας στις δίκες αυτές καθώς από τις προσκομιζόμενες επιστολές τους προς τα Αγγλικά Δικαστήρια, εκτιμώμενες συνδυαστικά με τους εν γένει ισχυρισμού τους, όπως αυτοί περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνάγεται ότι οι ενάγουσες εταιρείες παρά την μη παράστασή τους ενώπιον των Δικαστηρίων αυτών δήλωσαν ότι η σχετική συζήτηση είχε ήδη ολοκληρωθεί σε προηγούμενες δικασίμους τον Οκτώβριο του 2012 και ότι για το λόγο αυτό, το Εφετείο μπορούσε να προχωρήσει τον Ιούλιο του 2014 στην έκδοση απόφασης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση, με βάση τα κατατεθέντα έγγραφα και την προηγηθείσα συζήτηση στο ακροατήριο (βλ. σχετ. VIB, VII 1ης -3ης και 5ης-6ης εναγομένων). Τα στοιχεία αυτά δε, πράγματι λήφθησαν υπόψη και εξετάστηκαν από το Δικαστήριο. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστή κ. Flaux, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν πενία, παραπέμποντάς τον στις ήδη κατατεθειμένες προτάσεις τους, οι οποίες εξετάσθηκαν από το Δικαστή, η απουσία τους δε αυτή θεωρήθηκε από τον ως άνω Δικαστή αναγόμενη σε ζήτημα τακτικής, ενόψει των προδήλως αντιφατικών ισχυρισμών τους στο πλαίσιο της παρούσας δίκης και με αφορμή την ως άνω ένσταση εγγυοδοσίας, ότι δηλαδή έχουν σημαντική περιουσία (ορ. παρ. 31 απόφασης Flaux). Στην δε από 26.9.2014 διαταγή του ίδιου Δικαστή, αναφέρεται ότι οι εδώ πρώτη και έβδομη ενάγουσα δεν εκπροσωπήθηκαν στην ακρόαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, πλην όμως κατέθεσαν και επέδωσαν προτάσεις, υπό τη μορφή Περιληπτικής Επιχειρηματολογίας, σε αντίκρουση των αιτήσεων με ημερομηνία 9 Μαϊου 2014, οι οποίες προετοιμάστηκαν από τους συνηγόρους τους και ελήφθησαν υπόψιν για τη σύνταξη των διαταγών (ορ. σχετικές αναφορές στις διαταγές Flaux που αφορούν τους εδώ εναγομένους), ενώ οι συνήγοροί τους με επιστολή της 28ης Αυγούστου 2014 δήλωσαν ότι οι …, Γεώργιος Τ…., Βασίλειος Τ…. και Κ. Δ. αποσύρουν οιαδήποτε αντίρρηση στις αιτήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου για ακρόαση την 8.9.2014 (ορ. σχετ. ΧΙ 1ης -3ης και 5ης– 6ης εναγομένων). Επισημαίνεται, τέλος, ότι αλυσιτελώς προβάλλονται οι κάτωθι ισχυρισμοί των εναγόντων, καθόσον δεν εμπίπτουν αυτοί στα κωλύματα αναγνώρισης του άρθρου 34 του Κανονισμού 44/2001, ήτοι 1) η παραβίαση, από τις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων, των άρθρο 27 + 28 Καν 44/2001 που αφορούν την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια για εκκρεμοδικία, καθόσον η παραβίαση των άρθρων αυτών δε συνιστά λόγο μη αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης (ΑΠ 36/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε επί της οποίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 21 της προϊσχύσασας του Κανονισμού 44/2001, Σύμβασης των Βρυξελλών, που κυρώθηκε με το Ν. 1814/88, ότι «κατά τη διάταξη του άρθρου 34 συνδυαζόμενη προς τις διατάξεις των άρθρων 27 και 28 της Σύμβασης δεν αποτελεί λόγο απόρριψης της αίτησης αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης η παράβαση του άρθρου 21 αυτής). 2)  Η μη υπαγωγή των επίδικων (στις ελληνικές αγωγές) αξιώσεων στις συμφωνίες συμβιβασμού μεταξύ των ασφαλιστών και της πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του πλοίου, οι οποίες ,ακόμη και αν υπήγοντο στη συμφωνία συμβιβασμού, σε κάθε περίπτωση,  ως απορρέουσες απο εγκλήματα δόλου που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα, θα καθιστούσαν αυτήν άκυρη, ως αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 281 ΑΚ, καθόσον τα ζητήματα αυτά αφορούν σε ζητήματα ουσιαστικής κρίσης της αλλοδαπής απόφασης, πλην όμως, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αποκλείεται, κατ’ αρθρ. 35 του ως άνω Κανονισμού, η επί της ουσίας αναθεώρηση αυτής (βλ. ΕφΛαρ 483/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι οι εισφερόμενοι με τις υπό κρίση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αγωγές ισχυρισμοί, ήτοι, κυρίως α) σοβαροί ισχυρισμοί για υπαίτια συμπεριφορά των Ασφαλιστών και των υπεύθυνων ασφαλίσεών τους, που περιλαμβάνουν άσκηση επιρροής και δωροδοκία μαρτύρων και συγκεκριμένα ενός ναυκλήρου, κάποιου κ. M., προκειμένου να δώσει ψευδή κατάθεση, σε συνδυασμό με ισχυρισμούς περί διάδοσης ψευδών και κακόβουλων φημών εναντίον της … κατά τη διερεύνηση της απαίτησής της και β) σκόπιμη μη καταβολή της εκ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αποζημίωσης από τους Ασφαλιστές, η οποία φέρεται να είχε οικονομικές συνέπειες για τη … και να προκάλεσε σημαντικές προς αποκατάσταση απώλειες και ζημίες, αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας σε όλα τα Αγγλικά Δικαστήρια, από την έναρξη των διαδικασιών σε αυτά (πρβλ. Απόφαση Εφετείου από 20.12.2012, αριθμ. αναφοράς [2012] EWCA Civ 1714, παρ. 4, 5, 6, 7, 8, 13, όπου γίνεται περιγραφή των Ελληνικών αγωγών – διαδίκων, ιστορικής βάσης και αιτημάτων – και χαρακτηρισμός των ισχυρισμών επί των Ελληνικών αγωγών ως «απολύτως γνωστών», ενν. στα πλαίσια των αγγλικών δικών, παρ. 14, όπου γίνεται αναφορά στις δεύτερες Ελληνικές αγωγές, με τις οποίες οι … και … αξιώνουν δύο επιπρόσθετα κεφάλαια ζημίας τα οποία προκύπτουν ουσιαστικά από τους ίδιους ισχυρισμούς, παρ. 15, καθώς και απόφαση Burton (High Court of Justice, 2011 EWHC 3381 Comm, παρ.2, 3, 4, 11, 13. 3) Επιδίκασης, με τις επίδικες αποφάσεις και διαταγές, υπέρμετρων δικαστικών εξόδων, καθόσον, εν προκειμένω, στα πλαίσια της παρούσας δίκης, αναγνωρίστηκαν οι διατάξεις της ανωτέρω απόφασης και διαταγών που αφορούν στη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Αγγλικού Δικαστηρίου και όχι άλλες διατάξεις των διαταγών αυτών, μεταξύ των οποίων αυτές της επιδίκασης δικαστικών εξόδων, πλην όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο έλεγχος της αλλοδαπής απόφασης ως αντίθετης στη δημόσια τάξη περιορίζεται στο μέρος της απόφασης στο οποίο το σφάλμα της αναφέρεται (πρβλ. ΟλΑΠ 17/1999, ΕφΚερκ 130/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, η ως άνω τελεσίδικη απόφαση παράγει δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της υπάρξεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων και κατ’ επέκταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης μεταξύ των νομικών και φυσικών προσώπων που υπήρξαν διάδικοι σε αμφότερες τις ως άνω δίκες ήτοι τόσο στη δίκη επί της οποίας εξεδόθη η από 26-9-2014 και με αριθ. [2014] EWHC 3068 (Comm) απόφαση του Δικαστή κου Flaux, του Eμπορικού Δικαστηρίου του Λ. και δη στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις με αριθμό φακέλου …/2006 και …/2011, έτσι όπως αυτές τροποποιήθηκαν ως προς τα υποκειμενικά της όρια ώστε να καταστούν διάδικοι και οι εδώ εναγόμενοι αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών όσο και στην παρούσα δίκη, ήτοι (παράγει δεδικασμένο) μεταξύ των εναγομένων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών, της πρώτης των εναγόντων αμφοτέρων των υπό κρίσιν αγωγών και της έβδομης των εναγόντων της υπό κρίσιν πρώτης αγωγής και δεύτερης των εναγουσών της υπό κρίσιν δεύτερης αγωγής, συνεπεία δε των ανωτέρω, θα πρέπει, η μεν υπό κρίσιν δεύτερη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της, να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ενώ η υπό κρίσιν πρώτη αγωγή, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη και ως προς την έβδομη των εναγόντων.

Εξάλλου, οι έβδομη και όγδοος εναγόμενοι στην κύρια αγωγή, με τις (συμπληρωματικές, από 23.12.2014) προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Μεγάλης Βρεττανίας (Χώρας έκδοσης των ανωτέρω αποφάσεων) η ενέργεια των ως άνω αποφάσεων επεκτείνεται και στα πρόσωπα που δεν ήταν διάδικοι στις εν λόγω δίκες, ήτοι α) στις δεύτερη έως και έκτη ενάγουσες, συνασφαλισμένες εταιρείες και β) στους όγδοο έως και δέκατη τέταρτη ενάγοντες, φυσικά πρόσωπα ενάγοντες, προς απόδειξη, δε, του ισχυρισμού τους τούτου, προσκομίζουν και επικαλούνται την από 3.12.2014 γνωμοδότηση του Sthephen Cogley QC (Δικαστηριακού Δικηγόρου, Barrister), επί της οποίας παρέχονται πληροφορίες αναφορικά με την έννοια του Δεδικασμένου κατά το Αγγλικό Δίκαιο, ισχυριζόμενοι, περαιτέρω, ότι οι εν λόγω εναπομείναντες ενάγοντες  υπάγονται στην έννοια του «οικείου» κατά το Αγγλικό δίκαιο, δεσμευόμενοι από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου. Ειδικότερα, αναφορικά με τους δεύτερη έως έκτη εναγόμενες, ο γνωμοδοτών, εξετάζει, αφενός μεν το ζήτημα αν οι εταιρείες αυτές συμμετείχαν στις Συμβάσεις Συμβιβασμού …, … και H. και απαντά καταφατικά, καθόσον οι εν λόγω εταιρείες διαλαμβάνονται στην προμετωπίδα των εν λόγω Συμβάσεων Συμβιβασμού, ως συγγενείς ή/και θυγατρικές εταιρείες της … και … και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτές ανέλαβαν τις ίδιες υποχρεώσεις με τις διαδίκους εταιρείες από τα συμφωνητικά συμβιβασμού (ορ. παρ.36 έως 43 της γνωμοδότησης), αφετέρου δε, το ζήτημα εάν αυτές οι εταιρείες (συνασφαλισμένες, δεύτερη έως έκτη ενάγουσες) είχαν την ιδιότητα του «οικείου». Επί της έννοιας αυτής, παραθέτει αποσπάσματα της νομολογίας των αγγλικών δικαστηρίων, που έχουν ως εξής : «… λαμβανομένου υπ’ όψιν του αντικειμένου της διενέξεως, θα πρέπει να υφίσταται επαρκής βαθμός ταυτίσεως μεταξύ των δύο, ώστε να καθίσταται δίκαιον να κριθή ότι η απόφασις, εις την οποίαν ο εις διάδικος συμμετέσχε, δέον όπως τυγχάνη δεσμευτική εις δίκην, εις την οποίαν διάδικος καθίσταται έτερος», «κατά την κρίσιν μου, δικαστήριον το οποίον καλείται όπως εξετάση κατά πόσον υφίσταται κοινότης συμφερόντων μεταξύ ενός νέου διαδίκου και ενός διαδίκου προηγηθείσης δίκης, οφείλει να ερευνήσει (a) την έκτασιν κατά την οποίαν ο νέος διάδικος εξαρτά συμφέρον εκ του αντικειμένου της προηγηθείσης δίκης, (b) την έκτασιν κατά την οποίαν ο νέος διάδικος δύναται να λεχθή ότι, τη αληθεία, υπήρξε διάδικος της αρχικής δίκης λόγω της σχέσεώς του προς τον εν λόγω διάδικον, και (c) έναντι του υποβάθρου τούτου, να διερωτηθή κατά πόσον είναι δίκαιον ότι ο νέος διάδικος θα πρέπει να δεσμευθή υπό της εκβάσεως της προηγούμενης δίκης» και ότι «… δεν είναι ανάγκη να υφίσταται πλήρης ταύτισις συμφερόντων προς στοιχειοθέτησιν της οικειότητος (privity) καθ’ ότι «ο επαρκής βαθμός ταύτισης» αρκεί» και καταλήγει ότι οι συνασφαλισμένες εταιρείες υπάγονται στην έννοια του «οικείου», αφού παραθέτει κριτήρια επί της παρούσας υπόθεσης, όπως, η μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, η ταύτιση θεμελίου των αξιώσεων, ο υψηλός βαθμός ομοιότητας στις διαχειριστικές δομές των εταιρειών, το κοινό ασφαλιστήριο συμβόλαιο κατά το χρόνο απώλειας του Πλοίου, ο υψηλός βαθμός κοινών επιχειρηματικών συμφερόντων μεταξύ των μερών, καταλήγει, δε, στο συμπέρασμα ότι οι «οι Συνασφαλισμέναι εμποδίζονται υπό του δεδικασμένου της Αποφάσεως Flaux από του να αρνηθούν ότι έχουν απαλλάξει τους Εναγομένους CT από της ευθύνης διά τας αξιώσεις, τα οποίας αύται εγείρουν εις την Ελλάς 1» (παρ. 44-48 της εν λόγω γνωμοδότησης). Ακολούθως, αναφορικά με τους όγδοο έως και δέκατη τέταρτη εναγομένους, ο γνωμοδοτών εκθέτει ότι δε διαθέτει πληροφόρηση προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα του εάν οι Διευθυντές Ατομικώς, οι οποίοι κατονομάζονται στο δικόγραφο Ελλάς 1 (η υπό κρίση κύρια αγωγή), τυγχάνουν οικείοι (privies) των … και …, με εξαίρεση την πληροφόρηση που υπάρχει στο δικόγραφο (παρ. 49 της γνωμοδότησης), πλην όμως, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα υπάγονται στην ιδιότητα του «οικείου» (κριτήρια για την παραδοχή της οποίας είναι, κατά τον γνωμοδοτούντα, η έκταση κατά την οποία τα εν λόγω άτομα ασκούσαν έλεγχο στις πράξεις της … ή/και της  … ή/και των Συνασφαλισμένων, η έκταση κατά την οποίαν αυτοί διαθέτουν οικονομικό συμφέρον για την έκβαση της απόφασης Flaux, μέσω της άμεσης ή έμμεσης μετοχικής τους σχέσης με τις διαδίκους εταιρείες και η έκταση κατά την οποίαν αυτοί και οι νομικοί τους παραστάτες τελούσαν σε γνώση των διαδικασιών στην Αγγλία),  θέτει ως αφετηρία των συμπερασμάτων του, περί του ότι αυτοί δεσμεύονται από το δεδικασμένο της Απόφασης Flaux να εγείρουν τις επίδικες αξιώσεις, το ότι «διάδικος αδυνατεί να αναζητήσει αποζημίωση για αντανακλαστική ζημία», καθώς και ότι «τυγχάνει προφανές ότι οι αξιώσεις των Διευθυντών Ατομικώς (εν εκάστη περιπτώσει δια χρηματικάς ικανοποιήσεις) τυγχάνουν παρασιτικαί επί των αξιώσεων της … (και, καθ’ υπόθεσιν, της ΟΜΕ) – ήτις και συνεπήχθη εκ του δεδομένου ότι, διά μέσου των συμβάσεων συμβιβασμού, τα ασφαλιστήρια παρέσχον πλήρη ικανοποίησιν- επίσης αποκαθιστά την φήμην των Διευθυντών Ατομικώς» και ότι «δεν υπονοείται εις τα δικόγραφα ΕΛΛΑΣ 1 ή 2 (εννοεί τις εδώ κύρια και συμπληρωματική αγωγή) ότι οι Διευθυνταί Ατομικώς είχον ειδικώς κατονομασθή, πέραν των … και της …, εις τα διατεινομένας δυσφημίσεις» καθώς και ότι «αποτελεί παγίαν αρχήν, εξ επόψεως Αγγλικού δικαίου, ότι, εάν πρόσωπόν τι (φυσικόν ή νομικόν) έχει υποστή ζημίαν, ήτις θα αποκαθίστατο εάν η εταιρεία, εκ της βλάβης των συμφερόντων της οποίας προήλθεν η ζημία του συγκεκριμένου προσώπου, επέβαλλε τα πλήρη δικαιώματά της κατά του υπευθύνου προσώπου, τότε το υπεύθυνον πρόσωπον είναι αδύνατον να υπέχει επιπρόσθετον ευθύνην προς το πρόσωπον το οποίον υπέστη την ζημίαν» (παρ. 50, 51 και 58 (ii) της γνωμοδότησης). Οι εν λόγω ισχυρισμοί των εναγομένων τυγχάνουν απορριπτέοι, ως προς με την υπό στοιχ (α) ομάδα εναγομένων (δεύτερη έως έκτη ενάγουσες), καθόσον, όπως δύναται να συναχθεί από το περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής, οι αξιώσεις που οι εν λόγω εταιρείες προβάλλουν έναντι των εναγομένων αφορούν ζημίες   που κάθε επιμέρους εταιρεία υπέστη κατά την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας σε σχέση με τα δικά της πλοία , από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και δεν αφορούν   «στα αντίστοιχα δικαιώματα και συμφέροντα αυτών επί του πλοίου …», όπως αναφέρεται στην προμετωπίδα των Συμβάσεων Συμβιβασμού ή «σε σχέση προς την απώλεια του …», συνακόλουθα, δε, δε δύναται να συναχθεί επαρκής ταύτιση συμφερόντων των εν λόγω διαδίκων, ούτε ότι οι ζημίες των εν λόγω εταιρειών ήταν «αντανακλαστικές» των ζημίων της 1ης και 7ης των εναγουσών, πολύ δε, περισσότερο, ότι η απόφαση επί της δίκης στην οποίαν θα συμμετείχαν οι 1η και 7η ενάγουσες θα ήταν, αναφορικά με τις ένδικες αξιώσεις (απόλυτα διακριτές για κάθε ενάγοντα στην υπό κρίση αγωγή), δεσμευτική και ως προς τις 2η έως 6η ενάγουσες, μόνη, δε, η ομοιότητα στις διαχειριστικές δομές των 1ης έως 7ης εναγουσών, η κατάρτιση κοινής σύμβασης ασφάλισης και η κοινή εκπροσώπηση των ως άνω εταιρειών στις Αγγλικές δίκες, δεν επαρκεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, για να προσδώσει στις εν λόγω εταιρείες την έννοια του «οικείου» σε σχέση με την 1η και 7η ενάγουσες.  Αντίστοιχα ως προς την υπό στοιχ (β) ομάδα εναγομένων (όγδοο έως δέκατη τέταρτη ενάγοντες), ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων (για τις 2η έως 6η ενάγουσες), και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι παραδοχές του γνωμοδοτούντος στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση που προαναφέρθηκε, ότι δηλαδή δεν υπονοείται στην υπό κρίση αγωγή ότι οι Διευθυντές έχουν ειδικώς κανονομασθεί (πέραν της … και της …) στις διατεινόμενες δυσφημίσεις, πλην όμως σαφώς διαλαμβάνεται στην υπό κρίση αγωγή, αναφορά στους Διευθυντές των εναγουσών εταιρειών (φυσικά πρόσωπα ενάγοντες) ως πληγέντων από τα επίδικα αδικήματα,  αναφορά που, ως προς ορισμένους εξ αυτών, δύναται να θεμελιώσει άμεση ζημία τους, κατά τα κατωτέρω, στα οικεία κεφάλαια της παρούσας αναφερόμενα (περί ενεργητικής νομιμοποίησης και ουσία βασίμου της αγωγής), υπό τις εκεί διαλαμβανόμενες διακρίσεις ως προς κάθε ενάγοντα χωριστά.

Ακολούθως, αναφορικά με τους λοιπούς ενάγοντες, οι οποίοι δεν έχουν καταστεί διάδικοι στις ανωτέρω, με αριθμούς …/2006 και …/2011 αγωγές, στις οποίες προστέθηκαν ως διάδικοι, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, οι εδώ εναγόμενοι, εκ των οποίων  οι 2η έως και 6η ενάγουσες  είναι μεν διάδικοι στις αγωγές με αριθμό φακέλου …/2011 και με αριθμό φακέλου …/2011, για τις οποίες, όμως,  δεν υφίσταται δεδικασμένο  σε σχέση με τους εδώ εναγομένους, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής : Η υπό κρίση αγωγή, όσον αφορά στο προαναφερθέν σκέλος της, που αφορά τις δεύτερη έως έκτη ενάγουσες και τους όγδοο έως δέκατη τέταρτη ενάγονες, έναντι όλων των εναγομένων, παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το όποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 18, 22, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, απορριπτομένων των ισχυρισμών των εναγομένων α) περί προσχηματικής εναγωγής της πέμπτης και έκτης των εναγομένων, κατοίκων Ελλάδας, ώστε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον από το περιεχόμενο της αγωγής δύναται να συναχθεί η συμμετοχή των ανωτέρω προσώπων στην επικαλούμενη στην αγωγή κοινή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και β) περί σιωπηρής παρέκτασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου, κατ’ αρθρ. 24 του Καν 44/2001, καθόσον άπαντες οι  εδώ εναγόμενοι, με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προέταξαν προεχόντως και πριν από κάθε άμυνα, την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου και επικουρικά, για την πληρότητα της άμυνάς τους κατά της αγωγής, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο ότι υφίστατο διεθνής δικαιοδοσία αυτού, υπέβαλαν ισχυρισμούς απαραδέκτου και επί της ουσίας της υπόθεσης (ορ. σελ. 98 των από 23.12.2014 προτάσεων 1ης έως 6ου εναγομένων και σελ. 109 των από 25.2.2014 προτάσεων και σελ. 92 των από 23.12.2014 προτάσεων της 7ης και 8ου εναγομένων, ΕφΠειρ 416/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ. 44, ΕφΑθ 4467/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσαλ 22195/2010, Αρμ 2013, σ.1911), ενώ σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι δια της προβολής της ένστασης εγγυοδοσίας, οι εναγόμενοι έχουν εισέλθει στην ουσία της διαφοράς, ισχυριζόμενοι ότι η αγωγή είναι ουσία αβάσιμη (ορ. σελ. 31 της από 24.12.2014 προσθήκης), αβασίμως προβάλλεται, καθόσον η ένσταση εγγυοδοσίας δε συνιστά απάντηση στην αγωγή, τουναντίον άρνηση απάντησης σε αυτή, ενώ  η δικονομική αξιολόγηση της αγωγής ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της, γίνεται μετά την έρευνα της δικονομικής διακωλυτικής της δίκης ενστάσεως εγγυοδοσίας (ΠΠρΑθ 2827/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Επισημαίνεται, τέλος ότι απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών περί απόρριψης της αγωγής λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, ως προς αυτές, κατ’ αρθρ. 23 του Καν 44/2001, κατ’ εφαρμογήν των ρητρών παρέκτασης που διαλαμβάνονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και τα συμφωνητικά συμβιβασμού, καθόσον οι εδώ εναγόμενοι δε συνεβλήθησαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ενώ στο συμφωνητικό συμβιβασμού δεν ήταν συμβαλλόμενοι ούτε οι εν λόγω συνασφαλισμένες εταιρείες (δεύτερη έως έκτη ενάγουσες) ούτε οι εδώ εναγόμενοι, επομένως δε δεσμεύονται αυτοί από τις εκεί διαλαμβανόμενες ρήτρες παρέκτασης (βλ. ΔΕΚ 0112/2003, Societe financiere et industrielle du Peloux κατά Axa Belgium, ΑΠ 755/1993, προσκομιζόμενη ενώ, περί της κρατούσας στη νομολογία και επιστήμη θέσης, ότι η συμφωνία παρέκτασης δεν μπορεί να δεσμεύει, κατ’ αρχήν, παρά μόνο τους συμβαλλομένους, βλ. Ι. Δεληκωστόπουλου, ΕΠΟΛΔ 2012, σ. 163, προσκομιζόμενο), ενώ επισημαίνεται ότι τα αυτά ισχύουν και  για τους 8ο έως 14ο ενάγοντες της υπό κρίση αγωγής, σε περίπτωση που ήθελε εκτιμηθεί η ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας λόγω παρέκτασης που προβάλλεται από τους εναγομένους ότι διαλαμβάνει και αυτούς, μολονότι, ούτως ή άλλως, κάτι τέτοιο δε δύναται να συναχθεί από τα δικόγραφα των προτάσεών τους, όπου στο σχετικό κεφάλαιο που αφορά στην ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας λόγω παρέκτασης, κατ’ αρθρ. 23 του Κανονισμού 44/2001, στις μεν προτάσεις των 1ης έως 6ης των εναγομένων (σελ. 118 των από 23.12.2014 προτάσεων) αναφέρεται «… Εντελώς επικουρικά σημειώνεται ότι, ακόμη και αν δεν είχαν εκδοθεί οι αμετάκλητες και εξοπλισμένες με ισχύ δεδικασμένου αποφάσεις του Εφετείου της Αγγλίας και του Δικαστή κ. Flaux, το Δικαστήριό Σας θα έπρεπε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 του Κανονισμού 44/2001 να αχθεί στην ίδια κρίση, ήτοι ότι οι εν λόγω ρήτρες παρεκτάσεως των Συμφωνητικών Συμβιβασμού (και των ασφαλιστηρίων συμβολαίων) υπέρ του Ανωτέρου δικαστηρίου του Λονδινου είναι απολύτως έγκυρες και καταλαμβάνουν και τις ένδικες αξιώσεις των αντιδίκων νομικών προσώπων εναντίον μας»), ενώ στις προτάσεις των 7ης και 8ου των εναγομένων (σελ.121-122 των συμπληρωματικών προτάσεων, όπου, κατά παραπομπή στην παρ. 1.1.15 της Γνωμοδότησης Τσικρικά, αναφέρεται «… Οι προαναφερθείσες ρήτρες παρεκτάσεως ισχύουν απέναντι στα πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν ως διάδικοι στις δίκες, που έχουν τεθεί σε κίνηση με τις εν λόγω αγωγές. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι ρήτρες παρεκτάσεως, οι οποίες εμπεριέχονται σε συμβάσεις ασφαλίσεως, δεσμεύουν την πλοιοκτήτρια εταιρεία …, καθώς και τη διαχειρίστρια εταιρεία …, ως ασφαλισμένες με τις προαναφερθείσες συμβάσεις ασφαλίσεως. Από την άλλη πλευρά οι ρήτρες παρεκτάσεως ισχύουν απέναντι στις αντισυμβαλλόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς επίσης, όπως πάλι αναφέρθηκε, στα πρόσωπα, τα οποία ενάγονται ως προστηθέντες των ασφαλιστικών εταιρειών, ευθυνόμενα μαζί τους εις ολόκληρον. Συνεπώς, για την εκδίκαση των εν λόγω αγωγών, κατά την έκταση που αυτές ασκούνται μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, τα οποία δεσμεύονται από τις ρήτρες παρεκτάσεως, που εμπεριέχονται στις συμβάσεις ασφαλίσεως, φέρουν δε προς δικαιοδοτική κρίση τις προαναφερθείσες αξιώσεις αποζημιώσεως, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ρητρών παρεκτάσεως, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια της Αγγλίας και της Ουαλίας. Αντίστοιχα, εφόσον οι ρήτρες παρεκτάσεως ιδρύουν την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των εν λόγω δικαστηρίων, στερούνται διεθνούς δικαιοδοσίας τα ελληνικά δικαστήρια και ειδικότερα το Πρωτοδικείο Πειραιά. Επίσης και επί τη βάσει των ρητρών παρεκτάσεως, οι οποίες εμπεριέχονται στα συμφωνητικά συμβιβασμού, τα οποία συνήφθησαν μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών αφενός και των εταιρειών … και … αφετέρου, έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση των ανωτέρω αγωγών αποζημιώσεως, οι οποίες ασκούνται μεταξύ των συμβαλλομένων, καθώς και των προστηθέντων των ασφαλιστικών εταιρειών, το δικαστήριο του High Court of Justice του Λονδίνου» .

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία δεν συντελούνται όλα σε ένα κράτος, αλλά συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών ή σε ένα μεν κράτος, αλλά με συνέπειες που εκδηλώνονται σε άλλο κράτος (αδικήματα πολλαπλής τοπικής σύνδεσης), ως τόπος τελέσεως του αδικήματος θεωρείται και ο τόπος ενέργειας και ο τόπος επέλευσης της ζημίας, στο ζημιωθέντα δε απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 1527/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 665/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1475/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2000 ΕλΔνη 41, σ.1020). Εξάλλου, κατά την έννοια των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4 και 216 παρ.1 ΚΠολΔικ το δικόγραφο της αγωγής, αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής, πρέπει να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου εξεταζομένου αυτεπαγγέλτως, πλην άλλων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, συντελούμενη με την έκθεση των παραγωγικών του αγωγικού δικαιώματος πραγματικών γεγονότων, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται εκ τούτου ως απαράδεκτη, της αοριστίας μη δυναμένης να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή από άλλο έγγραφο. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα κα υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 Α.Κ., προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς [νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο φορέας του δικαιώματος ή του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε άμεσα από την αδικοπραξία, όπως επίσης και αυτός που προσβλήθηκε άμεσα στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Αντίθετα, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος), δεν παρέχουν κατ’ αρχήν σ’ αυτόν αξίωση αποζημίωσης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β΄ ΑΚ. Για τη διάκριση, μεταξύ αμέσως και εμμέσως ζημιωθέντος, ερευνάται αν το έννομο αγαθό που προσβλήθηκε και ο φορέας του εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα. Αν δεν εμπίπτουν, δεν θεμελιώνεται ευθύνη προς αποζημίωση, γιατί ακριβώς, για τον συγκεκριμένο φορέα εννόμου αγαθού δεν υπάρχει παρανομία, λείπει δηλαδή μία από τις προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 925/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1805/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 926 ΑΚ είναι : (α) Τέλεση περισσότερων πράξεων από περισσότερα πρόσωπα, αδιάφορο αν οι περισσότερες πράξεις τελέστηκαν συγχρόνως ή διαδοχικώς, αν είναι ομοειδείς ή όχι, αν στηρίζονται σε προηγούμενη συνεννόηση ή διαδοχικώς, αν είναι ομοειδείς ή όχι, αν στηρίζονται σε προηγούμενη συνεννόηση ή όχι, αν αποτελούν τοπικώς και χρονικώς ενιαίο συμβάν ή όχι. (β) Οι ενέργειες των περισσότερων προσώπων να είναι πρόσφορες για την επαγωγή της ζημίας, δηλαδή καθεμιά από τις ενέργειες αυτές πρέπει να είναι πρόσφορη (ικανή) να προκαλέσει μόνη της ολόκληρη τη ζημία. Έτσι, αν κάποιος από τους πιθανούς συμμετόχους αποδείξει την έλλειψη πρόσφορης αιτιότητας μεταξύ της ενέργιάς του και του αποτελέσματος, απαλλάσσεται της κατ’ αρθρ. 926 εδ. β΄ ΑΚ ευθύνης, η οποία είτε περιορίζεται στους λοιπούς, αν ήταν περισσότεροι από δύο, είται εκλείπει αν ήταν μόνο δύο. (γ) Η συμπεριφορά κάθε συμμετόχου να πληρώνει το πραγματικό μιας αδικοπραξίας, δηλαδή κάθε πράξη, σε περίπτωση απόδειξης της αιτιότητάς της, να είναι παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά. (δ) Να είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ποιος από τους συμμέτοχους προκάλεσε το ζημιογόνο αποτέλεσμα ή σε ποιο ποσοστό συνέβαλε ο καθένας σ’ αυτό. Αν λείπει μια από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν εφαρμόζεται η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 926 εδβ΄ ΑΚ. Έτσι, δεν εφαρμόζεται αυτή, μεταξύ άλλων, όταν είναι δυνατό να εξακριβωθεί ποιος προκάλεσε τη ζημία ή ποιο είναι το ποσοστό συμβολής του καθενός στο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Εξάλλου, ο όρος κοινή πράξη νοείται υπό την πλατιά δυνατή έννοια, της αιτιώδους σύμπραξης ή συμμετοχής στην αδικοπραξία, δηλαδή είτε στην τέλεση της πράξης είτε στην επαγωγή της ζημίας, ανεξάρτητα αν οι πράξεις ή παραλείψεις των περισσότερων προσώπων συνέπεσαν χρονικά ή έγιναν παράλληλα ή διαδοχικά. Στην έννοια, συνεπώς, της κοινής πράξης εντάσσονται : (α) Η συναυτουργία υπό ευρεία έννοια δηλαδή όχι μόνο η υπό την τεχνική του όρου έννοια κτα΄το άρθρο 45 ΠΚ, αλλά και η απλώς υπαίτια, η οποία θεμελιώνεται σε κοινή αμέλεια ή σε δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού. (β) Λοιπές μορφές συμμετοχής στην πράξη, δηλαδή όλες οι μορφές συμμετοχής στην πράξη, όπως η ηθική αυτουργία, η άμεση και η απλή συνέργεια, ανεξάρτητα από την πράξη δόλου ή αμέλειας του συμμετόχου, (γ) Παραυτουργία, όταν χωρίς προηγούμενη συνεννόηση δύο ή περισσότερα πρόσωπα τελούν ορισμένη αδικοπραξία. (δ) Αναγκαία αιτιότητα, όταν η ζημία επήλθε με τις ενέργεις δύο ή περισσότερων προσώπων, από τις οποίες μόνη η καθεμία δεν μπορούσε να προκαλέσει τη ζημία ή την έκταση της ζημίας. (ε) Σωρευτική αιτιότητα, όταν δηλαδή η ζημία επήλθε από τις ενέργεις δύο ή περισσότερων προσώπων, από τις οποίες όμως μπορούσε καθεμία μόνη να προκαλέσει το ζημιογόνο απότέλεσμα. (στ) Ανάλογες περιπτώσεις.(βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2006, υπό αρθρ. 926, παρ. 1, 2, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Ειδικά στην περίπτωση της από κοινού τελούμενης άδικης πράξης, ενόψει της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ, αντικειμενικά μεν απαιτείται σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός να θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξης μπορεί να συνίστατι ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (πρβλ, αναφορικά με την πράξη της απάτης, τελούμενης από περισσοτέρους, ΑΠ 359/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο συγχρόνως ή διαδοχικώς ενεργήσας έχει το δικαίωμα να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή (ΕφΠατρ 462/2007, ΑΧΑΝΟΜ 2008, σ.88). Έτσι, αν αποδειχθεί ότι ένας από τους συμμετόχους ευθύνεται για ολόκληρη τη ζημία, η ευθύνη των άλλων για πιθανή αιτιότητα αποκλείεται (ΑΠ 1685/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστεθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωθέντα τρίτο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του και εξουσία αυτού επί του προστηθέντος κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ. και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Κατάχρηση υπηρεσίας υπάρχει όταν η ζημιογόνα πράξη τελείται καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνας πράξης και της υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στον προστηθέντα υφίσταται εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι αυτή η πράξη δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πρόστηση και ο ζημιωθείς δεν γνώριζε την κατάχρηση ούτε όφειλε να τη γνωρίζει. Είναι αδιάφορη η νομική σχέση που συνδέει τον προστήσαντα με τον προστηθέντα και αρκεί το γεγονός ότι ο τελευταίος, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψή του, υπό την αυτονόητη πάντως προϋπόθεση ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος (ΑΠ 1094/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υπόθεσης του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων, χωρίς να απαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σε αυτούς. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την άνω διάταξη σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 926 παρ. 2 ΑΚ, αν ο προστηθείς, απασχολείται συγχρόνως στις υποθέσεις περισσοτέρων προσώπων και κατά το χρόνο της ζημιογόνου πράξεως ενεργεί για το συμφέρον και προς όφελος συγχρόνως όλων των προστησάντων, αυτοί ευθύνονται όλοι, απέναντι στο ζημιωθέντα, εις ολόκληρο (ΑΠ 1785/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα [άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού]. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α΄- δ΄ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου, περιστατικά που προτείνονται κατ` αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 265/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 931/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 712/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 179/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 488/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δε γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Εξάλλου, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει την ηθική του βλάβη, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 726/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 271/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1662/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 174/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμούτου, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 471/2013, ΔΙΜΕΕ 2013, σ.518, ΑΠ 285/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 174/2014, ο.π ΕφΔωδ 24/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, μολονότι αυτό το γνώριζε, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 899/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1490/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1197/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΘεσσαλ 1091/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, η παρουσίαση ανακριβών ειδήσεων αβασίανιστα και χωρίς προσπάθεια ελέγχου της αλήθειας των πληροφοριών, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της προσβολής λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (ΑΠ 179/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 576/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1045/2009, ΔΙΜΕΕ 2010, σ.69, ΠΠρΑθ 1471/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και ευπρέπεια. Εξάλλου, θεωρείται αντικιμενικώς ψευδές το περιστατικό, όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυς αντελήφθη ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 679/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η επιδίκαση της ικανοποιήσεως αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, την έκταση του άλγους του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του. Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί η μνεία της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, όπως κατ’ αρχήν εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, στον εναγόμενο δε απόκειται να προτείνει, με ανεπτυγμένη άρνηση, και άλλα περιστατικά ως προς το στοιχείο αυτό, χρήσιμο για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 265/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 732/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, όντας αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου ευρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά, αλλά και με το γενικότερο επιβαλλόμενο από την καλή πίστη (ΑΚ 288) καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν τον άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 985/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 347/2010, ΕΕμπΔ 2010, σ.947, ΠΠρΑθ 1738/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ., όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της Α.Κ. 914 και επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (Α.Κ. 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος) που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου. Συνεπώς κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 Α.Κ. είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου (Ολ.Α.Π. 10/1991) σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μεσών (ΟλΑΠ 396/1975). Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του «χρηστώς και εμφρόνως» σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικανικές αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου – “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτήν (ΑΠ 864/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 900/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 753/2009, ΔΕΕ 2010, σ.70).

Eνόψει του ότι, ως προς τους εν λόγω διαδίκους, εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, σχετικά δε με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά τη λογική και τελολογική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 26 ΑΚ, σε περίπτωση που τα περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία (μεταξύ των οποίων είναι και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος) συντελούνται στο έδαφος περισσότερων πολιτειών, απόκειται στο ζημιωθέντα να επιλέξει το εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικό δίκαιο. Εν προκειμένω, οι δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών εταιρειών και οι όγδοος έως και δέκατη τέταρτη των εναγόντων – φυσικών προσώπων, με την ιδιότητά τους ως ατομικώς ζημιωθέντων από τις επικαλούμενες στην αγωγή παράνομες πράξεις των εναγόμενων, προβάλλουν ως βάση της υπό κρίση (πρώτης, κύριας) αγωγής, αδικήματα με τόπο ενεργείας, μεταξύ άλλων, την Αγγλία, τις Φιλιππίνες, αλλά και την Ελλάδα και δη την Αθήνα και τον Πειραιά και τόπο επέλευσης του αποτελέσματος ορισμένων εκ των ως άνω ζημιογόνων ενεργειών την Ελλάδα (δεδομένου ότι η κατοικία και κέντρο των βιοτικών δραστηριοτήτων των ως άνω εναγόντων βρίσκεται στη Γ. Αττικής), δηλαδή αδικήματα πολλαπλής τοπικής συνδέσεως και επομένως, στην επιλογή των ως άνω εναγόντων επαφίεται τελικά ποιο δίκαιο από αυτά που έχουν σχέση με τα χαρακτηριζόμενα από αυτούς ως αδικήματα θα εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ως άνω ενάγοντες επικαλούνται ως εφαρμοστέες τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και κατά συνέπεια, η ερειδόμενη στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αδικοπραξία βάση των ως άνω αγωγών ερευνάται κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 26 ΑΚ, ως εκ του τόπου (Ελλάδα – Πειραιάς) όπου, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι τελέσθηκαν ορισμένα από τα επικαλούμενα από τους ενάγοντες αδικήματα (ψευδείς καταθέσεις του A. M., διάδοση του από 18.10.2006 δικογράφου των προτάσεων στη σύζυγο και θυγατέρα του απολεσθέντος Υποπλοιάρχου Ι. Κ., ώστε να τις χρησιμοποιήσουν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, παράδοση της από 9.2.2007 ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης στις οικογένειες των αποβιωσάντων ναυτικών και προσαγωγή αυτής στο Εφετείο Πειραιά, την 3.12.2009), αλλά και του τόπου (Ελλάδα – Γ.) όπου επήλθαν ορισμένες από τις συνέπειες των εν γένει ζημιογόνων ενεργειών των εναγόμενων αναφορικά με την προσβολή της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικότητάς τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών και οι όγδοος έως και δέκατη τέταρτη των εναγόντων επέλεξαν ρητά με την άσκηση των κρινόμενων αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου και των διατάξεων αυτού περί αδικοπραξιών, καθόσον ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου  της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές, γνωστός ως «Ρώμη ΙΙ», αρχίζει να εφαρμόζεται από τις 11-01-2009 (άρθρα 31-32 αυτού), τα δε διαλαμβανόμενα στις ένδικες αγωγές κρίσιμα πραγματικά περιστατικά φέρεται ότι έχουν τελεσθεί προγενέστερα. Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός των 1ης – 3ης και 5ης – 6ης των εναγομένων, ότι οι επίδικες αξιώσεις των 2ης έως 6ης των ως άνω εναγόντων  καταλαμβάνονται από τα προαναφερόμενα συμφωνητικά συμβιβασμού (ορ. σελ. 160 των προτάσεων των εναγομένων), με βάση τα οποία εφαρμοστέο στην επίδικη διαφορά είναι το αγγλικό δίκαιο και, κατά τις κρίσεις του δικαστή Flaux στην ως άνω απόφασή του, οι αξιώσεις των εν λόγω εναγόντων έναντί τους, έχουν συμβιβασθεί και έχουν αυτοί απαλλαγεί από κάθε σχετική ευθύνη, είναι απορριπτέος, καθόσον στα ως άνω συμφωνητικά συμβιβασμού δεν ήταν συμβαλλόμενοι οι ως άνω ενάγοντες, με συνέπεια να μην καλύπτονται οι δικές τους ατομικές αξιώσεις από αυτά.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, αναφορικά με τις δεύτερη έως και έκτη των εναγουσών, συνασφαλισμένες με την πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτριες των πλοίων …, …, …, … και …, αντίστοιχα, τυγχάνει απορριπτέα, πρωτίστως λόγω έλλειψης παθητικής  νομιμοποίησης, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η δυσφημιστική σε βάρος τους συμπεριφορά αποδίδεται στον κ. G. H., της αρχιασφαλιστριας Alliaz, ο οποίος (κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή) α) την 30.6.2006 διέδωσε στον C. F., εκπρόσωπο της ασφαλειομεσίτριας εταιρείας του πλοίου …, με την επωνυμία M. R. S., ότι δήθεν το από κοινού συνασφαλισμένο πλοίο του στόλου είχε σταματήσει τις πλόες του, λόγω του ότι ο Βρετανικός Νηογνώμονας είχε δήθεν άρει την κλάση του, ενώ τούτο ήταν ψευδές και ο ανωτέρω το γνώριζε, β) την 8.11.2006, ζήτησε να γίνουν άμεσα επιθεωρήσεις όλων των συνασφαλισμένων πλοίων του στόλου της …S και γ) την 22.11.2006  απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον C. F. της ασφαλειομεσίτριας M. R. S., με το οποίο ανέφερε τα ψευδή και συκοφαντικά για την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια, ότι το πλοίο ήταν κατασκευαστικά αναξιόπλοο και για το λόγο αυτό οι ασφαλιστές πίστευαν ότι και τα υπόλοιπα πλοία ήταν αναξιόπλοα και έπρεπε να επιθεωρηθούν εκ νέου. Επομένως, ενόψει του ότι η εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (συκοφαντική δυσφήμιση) δεν αποδίδεται σε κάποιον από τους εναγομένους, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως προς τους 2η έως και 6η ενάγουσες. Εξάλλου, μόνη η γενική και αόριστη αναφορά στην αγωγή, ότι, κατά τους συκοφαντικούς ισχυρισμούς των εναγομένων, τα συνασφαλισμένα πλοία είχαν δήθεν ελαττώματα και ότι η διαχειρίστρια των συνασφαλισμενων πλοίων αυτών είχε καθιερώσει δήθεν «πρακτική» να μη γνωστοποιεί τα ελαττώματα αυτά στους αρμόδιους νηογνώμονες των πλοίων και τις αρμόδιες κρατικές αρχές (χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των εν λόγω διαδόσεων, κατά τόπο και χρόνο, ειδικά όσον αφορά στις εν λόγω ενάγουσες), δεν επαρκεί για να θεμελιώσει ενεργητική νομιμοποίηση των εν λόγω  εναγουσών  έναντι των εναγομένων διότι ουδέν ειδικότερο διαλαμβάνεται στην αγωγή σχετικά με ελαττώματα των πλοίων τους και με τις συγκεκριμένες ενέργειες των πλοιοκτητριών αυτών ή της διαχειρίστριας έβδομης εναγομένης, αναφορικά με τα πλοία των εν λόγω συνασφαλισμένων εταιρειών, που να πλήττει αμέσως την κάθε μία από τις ανωτέρω εταιρείες χωριστά, ως φορέα δικαιώματος που προσβλήθηκε άμεσα από την επικαλούμενη σε βάρος τους αδικοπραξία των εναγομένων, ενόψει του ότι, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αυτές δεν είναι φορείς των δικαιωμάτων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου, τα οποία, κατά την αγωγή, προσβλήθηκαν από τις πράξεις των εναγομένων, αλλά μόνο αντανακλαστικές συνέπειες δύνανται να έχουν στην περιουσία τους οι συκοφαντικές αναφορές στην πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια του πλοίου που κατά την αγωγή προέχρονται από ενέργειες των εδώ εναγομένων. Περαιτέρω, όσον αφορά στους όγδοο έως και δέκατο τρίτο ενάγοντες στην υπό κρίση, πρώτη αγωγή, υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων των δεύτερης έως και έκτης των εναγουσών στην ίδια αγωγή, η αγωγή αυτή είναι απορριπτέα, για τον ίδιο ως άνω λόγο, αφού τα ιστορούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εδώ εναγομένων, συνδέονται αιτιωδώς με άμεση ζημία που υφίστανται οι πρώτη και έβδομη των εναγομένων, πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια του αναφερομένου στην αγωγή πλοίου, καθώς και των νομίμων εκπροσώπων τους (κατά τα κατωτέρω εκτεθέντα), επιπρόσθετα, δε, για το λόγο ότι οι εν λόγω ενάγοντες ουδέν αναφέρουν στο δικόγραφο της αγωγής προς υποστήριξη της αγωγικής τους αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού κανέναν αυτοτελή λόγο προς υποχρέωσης αποζημίωσης, που να συντρέχει στο πρόσωπό τους, δεν παραθέτουν αυτοί. Αντιθέτως, όσον αφορά τους όγδοο, ένατο, δέκατο και δέκατη τέταρτη ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου, η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης συντρέχει στο πρόσωπό τους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον τα ιστορούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, ειδικά δε, οι συκοφαντικοί σε βάρος τους ισχυρισμοί ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση των ελαττωμάτων και ελλείψεων του πλοίου που καθιστούσαν τούτο αναξιόπλοο, πλέον δε, ειδικά, ο ισχυρισμός σε βάρος του δέκατου ενάγοντα ότι αυτός, κατά την εξέταση του ναυκλήρου Μ. κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, του ζήτησε να καταθέσει (εννοώντας, ψευδώς) ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, αφορά σε συγκεκριμένες πράξεις και  παραλείψεις των εν λόγω φυσικών προσώπων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και, συνακολουθα, τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα, ως πληττόμενα στην τιμή και την υπόληψή τους, αλλά και εν γένει την προσωπικότητά  τους, προβάλλουν αυτοτελή λόγο που συντρέχει στο πρόσωπο εκάστου εξ αυτών, ως αμέσως ζημιωθέντες, προς ικανοποίηση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (πρβλ. ΠΠρΑθ 1425/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως προς τα ίδια ανωτέρω φυσικά πρόσωπα (όγδοο, ένατο, δέκατο και δέκατη τέταρτη ενάγοντες), η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εναγομένους, καθόσον επαρκώς εκτίθεται στην αγωγή (α) η ιδιότητα ενός εκάστου των εναγομένων, ήτοι, (i) ότι οι πρώτη και πέμπτη των  εναγόμενων, δικηγορικές εταιρείες εγκατεστημένες στο Λ.. και στην Ελλάδα, αντίστοιχα, τυγχάνουν πληρεξουσίοι δικηγόροι που χειρίστηκαν για λογαριασμό και κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών και ότι η έβδομη εναγόμενη, εταιρεία νομικών και τεχνικών συμβούλων επιδίωξης απαιτήσεων, χειρίστηκε κατ’ εντολή των ασφαλιστών την ασφαλιστική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας κατά των ασφαλιστών, ιδιότητες οι οποίες τους προσδίδουν την ιδιότητα του προστηθέντος των αναφερομένων στην αγωγή ασφαλιστικών εταιρειών, αντιδίκων της πρώτης ενάγουσας στην αναφερόμενη στην αγωγή δίκη στην Αγγλία, (ii) ότι οι δεύτερος, τρίτη και έκτη των εναγόμενων τυγχάνουν δικηγόροι και μέλη των ανωτέρω εταιρειών και ο όγδοος εναγόμενος, διευθυντής της έβδομης εναγομένης, ιδιότητες που τους προσδίδουν την ιδιότητα των προστηθεντων και του καταστατικού οργάνου αντίστοιχα  των ανωτέρω εταιρειών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή και (β) η τέλεση της περιγραφόμενης στην αγωγή κοινής αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, υπό την έννοια της κοινής πράξης περισσοτέρων προσώπων, όπως οι προϋποθέσεις αυτής περιγράφηκαν ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, με την παράθεση στην αγωγή πράξεων αποδιδόμενων είτε σε σύγχρονες είτε σε διαδοχικές ενέργειες των εναγομένων (όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τρίτα πρόσωπα, εναγόμενους σε άλλες, ομοίου περιεχομένου αγωγές, αλλά και τις οικογένειες Β., Κ. και Μ.), οι οποίες μόνες τους ή σε συνδυασμένη αιτιότητα πληρούν το πραγματικό της αδικοπραξίας, στηριζόμενες σε κοινή υπαιτιότητα αυτών (προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ τους), πρόσφορων κατά την αγωγή να προκαλέσουν ζημία στους ενάγοντες, χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση στην αγωγή, για την εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, του βαθμού της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός στην επαγωγή της ζημίας, ούτε η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (ΑΠ 359/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), εναπόκειται, δε, σε καθέναν από αυτούς να αποδείξει ότι το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν οφείλεται στη δική του συμβολή, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη αναφερόμενα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Ειδικά, δε, σε σχέση με την υπό κρίση αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, επαρκώς εκτίθεται στην αγωγή η ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγομένων, ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων αυτών, η υπαιτιότητα των εναγομένων, η ζημία των εναγόντων και ο πρόσφορος αιτιώδης συνδεσμος μεταξύ της κοινής αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων και της ζημίας των εναγόντων, του παρανόμου της συμπεριφοράς αυτής, συνιστάμενου στη συκοφαντική δυσφήμιση των εναγόντων και την ηθική αυτουργία σε αυτήν, αδικήματα για τα οποία επαρκώς εκτίθεται στην αγωγή Α) ότι, με τα συνταγέντα από μέρους των εναγομένων δικηγόρων δικόγραφα και επιστολές, προέβησαν αυτοί σε ισχυρισμό και διάδοση γεγονότων ενώπιον των αναφερομένων στην αγωγή τρίτων, σε βάρος των εναγόντων, δυνάμενων να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους, εν γνώσει του ψεύδους αυτών, ήτοι, εν προκειμένω i) όσον αφορά στα δυνάμενα, κατά την αγωγή, να πλήξουν αμέσως την τιμή και την υπόληψη των εκ των εναγόντων 8ου, 9ου, 10ου και 14ης  (νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου …), ότι τα εν λόγω πρόσωπα γνώριζαν τα ελαττώματα του πλοίου που το καθιστούσαν αναξιόπλοο, με αναφορά ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίχθηκαν αποκλειστικά και μόνο στις τρεις ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις  του ναυκλήρου Μ., το ψευδές περιεχόμενο των οποίων, που ήταν πρόσφορο να βλάψει αυτούς, εκτίθεται κατωτέρω στην αγωγή, με παράθεση συγκεκριμένων ψευδών γεγονότων (ΕφΘεσσαλ 383/2009, ΕΦΑΔ 2009, σ.1088) ήτοι α) ότι ο ναύκληρος διαπίστωσε ότι οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και β) ότι ο ίδιος διαπίστωσε ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και  ii) αναφορικά με τον 10ο ενάγοντα, ότι, ζήτησε από τον ανωτέρω μάρτυρα να καταθέσει κατά τη διάρκεια της εξετάσεώς του στη Ν. Αφρική στις 8 και 9 Μαϊου ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση και Β) ότι τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, όργανα και προστηθέντες των αναφερομένων στην αγωγή νομικών προσώπων και ο αναφερόμενος στην αγωγή προστηθείς των εναγομένων νομικών προσώπων και των ασφαλιστών (M. B.),  προκάλεσαν με πρόθεση στον ανωτέρω μάρτυρα (Μ.), με τα αναφερόμενα στην αγωγή μέσα, την απόφαση να τελέσει την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος των εναγόντων, πράξη την οποίαν τέλεσε αυτός και ότι οι εν λόγω εναγόμενοι τελούσαν σε γνώση του ψεύδους των γεγονότων αυτών, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, συμπεριφορά η οποία πληρεί το πραγματικό τόσο των αντίστοιχων κανόνων του ΠΚ, όσο και αυτών των άρθρων 281, 288, 914 και 919 ΑΚ, υπό τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων.

Περαιτέρω, η κρινόμενη πρώτη αγωγή, όσον αφορά στους νομιμοποιούμενους, όγδοο, ένατο, δέκατο και δέκατη τέταρτη ενάγοντες, είναι νόμιμη, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 299, 281, 288, 914, 919, 922, 932, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 14, 26, 27, 45, 46, 47, 363-362 και ΠΚ (με την επισήμανση ότι, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, οι πράξεις της ηθικής αυτουργίας μάρτυρα και απάτης επί Δικαστηρίω, πλήττουν άμεσα την πρώτη ενάγουσα, η οποία ήταν διάδικος στα πλαίσια της Αγγλικής δίκης και, συνακόλουθα, δεν αφορούν στην κατά την αγωγή περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά που πλήττει άμεσα τους εν λόγω ενάγοντες), εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των ως άνω εναγόμενων και απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων, τα οποία, μετά την τροπή των αιτημάτων των αγωγών από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, ενώ δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει καταδίκη σε πράξη ή παράλειψη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και συνεπώς, η ενέργεια της εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτή παρέχει (ΕφΠειρ 1066/1991 ΕΝαυτ 1992, σ. 178, ΠΠρΑθ 1557/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, καθόσον η παραίτηση από το δικόγραφο, με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καταλύει αναδρομικά την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστική πράξη, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς, δεν συνεπάγεται αναδρομική ή μη άρση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση, ως όρος της τυχόν επέλθει (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 457/2012, Α΄ δημοσίευς ΝΟΜΟΣ). Μετά ταύτα, κατά το μέρος και ως προς τους διαδίκους, για τους οποίους κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η υπό κρίση (πρώτη) αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθόσον, μετά τον περιορισμό των αιτημάτων τους από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, για το παραδεκτό της συζητήσεώς τους, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3, 4 Ν.Δ/τος 1544/1942, ΑΠ 129/1971 ΝοΒ 19 617, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 44.63, ΕφΑθ 9407/1987 ΕλλΔνη 31 557, Κ. Κεραμέως «Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» 1986 παρ. 58 σημ. 4, με περαιτέρω παραπομπές), καθώς η διάταξη του άρθρου 70 του Ν. 3994/2011 (με την οποία και οι αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται πλέον στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου), κατά τη ρητή πρόβλεψη της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 72 παρ. 14 του ιδίου Νόμου, εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του (ήτοι μετά τις 25/…), ενώ η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Ν. 4055/2012 δεν εισάγει με σαφήνεια αντίθετη ρύθμιση (ΠΠρΑθ 1302/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν απαιτείται η προσκομιδή δήλωσης αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθόσον, μετά την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 214Α ΚΠολΔ με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3994/2011, εφόσον δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής σε περίπτωση μη πραγματοποίησης τέτοιας σχετικής δήλωσης, δεδομένου ότι η απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς δεν ανάγεται πλέον σε όρο παραδεκτού της συζητήσεως της (βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν 3994/2011, ΠΠρΒολ 173/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χαρ. Απαλαγάκη «Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, σελ. 32).

Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 270§2(γ) & (δ) ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά και το ν. 3994/2011 και εφαρμόζονται κατά το άρθρ. 524§1ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρείς για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση ή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 3 του άρθρ. 237 και του εδαφίου (γ) του άρθρ. 238 ΚΠολΔ, πρόσθετων ένορκων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών πρώτων από τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη, υποπίπτει στις πλημμέλειες από το άρθρ. 559 αριθ. 11α και 14 ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και παρά το νόμο δεν τα κηρύσσει απαράδεκτα. Το ίδιο ισχύει και όταν το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη προς αντίκρουση παραδεκτά προσκομιζόμενων με επίκληση ένορκων βεβαιώσεων περισσότερες των αντικρουόμενων ένορκες βεβαιώσεις, οπότε απαράδεκτες είναι μόνον οι κατά τη σειρά επίκλησης επιπλέον προσκομιζόμενες τέτοιες βεβαιώσεις. Το όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρ. 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (άρθρ. 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές τρείς συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, είτε αρχικά είτε προς αντίκρουση ισάριθμων ένορκων βεβαιώσεων του αντιδίκου αντίστοιχα, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρ. 20§1 του Συντάγματος και 6§1 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον περιορισμό των ένορκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (ΑΠ 3/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορές στη νομολογία). Αν προσκομισθούν από ένα διάδικο μέρος περισσότερες από τρεις ένορκες βεβαιώσεις, το δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις τρεις πρώτες κατά τη σειρά επίκλησής τους, γιατί οι πέραν των τριών πρώτων προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις είναι, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άθρρου 270 παρ.2 εδ.γ και δ του ΚΠολΔ, ανεπίτρεπτο αποδεικτι΄κο μέο και ως τέτοιο δε λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1461/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1182/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2011, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 163/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 88/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 424/2010, ΕΠΟΛΔ 2011, σ.109). Αν όμως εισάγονται στο δικαστήριο δύο αντίθετα εισαγωγικά δίκης δικόγραφα, όπως αγωγές, κάθε διάδικο μέρος έχει δικαίωμα να επικαλεσθεί μέχρι τρεις ένορκες βεβαιώσεις για την απόδειξη της αγωγής του και μέχρι τρεις προς ανταπόδειξη κατά της αγωγής του αντιδίκου του. Αυτό, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να μη συνεκδικασθούν οι αντίθετες αγωγές, αφού η συνεκδίκαση ή μη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (αρθρ. 246 ΚΠολΔ), αλλά και γιατί και στην περίπτωση της συνεκδίκασης, εφόσον υποβληθούν από κάθε διάδικο μέρος χωριστές έγγραφες προτάσεις για κάθε μία από τις υποθέσεις, δεν μπορεί το δικαστήριο να διακρίνει ποιες είναι οι τρεις πρώτες κατά τη σειρά της επίκλησής τους (ΑΠ 1365/2012, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 163/2913, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο αριθμητικός περιορισμός «το πολύ μέχρι τρεις» ισχύει εάν οι ένορκες βεβαιώσεις έχουν ληφθεί αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη δίκη και όχι όταν έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, μεταξύ των αυτών διαδίκων, οπότε νομίμως λαμβάνονται υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και οι πέραν των τριών ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 621/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1472/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 122/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 315/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 411/2003, ΑρχΝ 2003, σ.665). Έτσι, ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ . 897/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την προαναφερόμενη διάταξη (του άρθρου 270 παρ.2 εδ.γ ΚΠολΔ), από την οποίαν εξαρτάται το παραδεκτό του εν λόγω αποδεικτικού μέσου από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, για να δυνηθεί να παραστεί στην εξέταση, συνάγεται ότι απαιτείται στη σχετική κλήση να ορίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο χρόνος και ο τόπος της εξέτασης και ότι αν τούτο δεν συμβεί η ένορκηη βεβαίωση που έγινε χωρίς την παρουσία του αντιδίκου είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δε λαμβάνεται υπόψιν (ΑΠ 275/2013, ΕΠΟΛΔ 2014, σ.712). Ωστόσο, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 110 παρ.2, 111 παρ.1, 112, 115 παρ.1, 116, 118 αριθμ.4 ΚΠολΔ και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η κλήση (που δεν καθίσταται άκυρη εκ του λόγου αυτού κατ’ αρθρ. 159 ΚΠολΔ), προς παράσταση για ένορκη βεβαίωση την ίδια ημέρα σε διαφορετικές ώρες, αλλά ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τόπους και ενώπιον δύο διαφορετικών οργάνων ή διαδικασιών, αφού ο αντίδικος εκείνου, με επιμέλεια του οποίου δίδεται η ένορκη βεβαίωση, μπορεί να ορίσει πληρεξούσιους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις (ΑΠ 771/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 36/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Πριν την παράθεση του αποδεικτικού πορίσματος, σε σχέση με τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις, σε απάντηση των εκατέρρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Οι κάτωθι αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις [(i) η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον  της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του A. C. P., (ii) η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του J. L. J. και (iii) η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του Ν. Ψ., σχετικά υπ’ αριθμ. 24, 23, 16 αντίστοιχα], λαμβάνονται υπόψιν ως οι τρεις πρώτες κατά σειρά της επίκλησης στις από 23.12.2014, προτάσεις των εναγόντων (βλ. σελ. 32 των προτάσεων) από τους διαδίκους για τους οποίους το Δικαστήριο θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία προς εξέταση της διαφοράς, επί της υπό κρίση, υπ’ αριθμ. … αγωγή (ήτοι τους 2η έως 6η και 8ο έως 14ο ενάγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψιν ως ενιαία πλευρά εναγόντων,  μη λαμβανομένου υπόψιν του επιμερισμού  που κάνουν οι ενάγοντες, με το δικόγραφο των προτάσεών τους, σε διαφορετικές επικαλούμενες ένορκες βεβαιώσεις για τους 2η έως 7η και 8ο έως 14 ενάγοντες, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το όριο των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ισχύει για κάθε πλευρά διαδίκων και όχι δια κάθε διάδικο ξεχωριστά), ενώ δεν λαμβάνονται υπόψιν, ως ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, οι ληφθείσες προς απόδειξη της κρινόμενης αγωγής λοιπές προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις, ήτοι η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Γ. Α., η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Α. Σ. και η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της Ε. Σ., όλες ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιά, η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, της Δ. Κ., η από 17.12.2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Έλληνα Προξένου στο Λ.ο της Μεγ. Βρετανίας, του N. J. W., η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζαφειρίας Σουρρή, του …, η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του Η. Σ., η με αριθμό 2.144/24.11.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του N. J. S., η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων, του E. P., η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων, του A. F. M. και η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Μανίλα των Φιλιππίνων, του A. F. M. διότι υπερβαίνουν τον περιοριστικό αριθμό των τριών ενόρκων βεβαιώσεων ανά πλευρά διαδίκων, που ορίζει το άρθρο 270 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, κατά τα λοιπά, άνευ εννόμου επιρροής τυγχάνει ο από τους ενάγοντες, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, κατά τη συζήτηση της αγωγής, όσο και με το δικόγραφο της κατατεθείσας, μετά την συζήτηση της αγωγής, κατ’ άρθρο 237§4 ΚΠολΔ προσθήκης τους (βλ. σελ. 84 επ. της από 23.1.2015 προσθήκης των εναγόντων), γενόμενος επιμερισμός της επίκλησης τριών ενόρκων βεβαιώσεων για κάθε μία από τις συνεκφωνηθείσες κατά την ίδια δικάσιμο αγωγές (εν προκειμένω, αναφορικά με την, μετά την κατά τα άνω απόρριψη της με αριθμό … αγωγής, κρινόμενη εν προκειμένω, υπ’ αριθμ. … αγωγή, γίνεται επίκληση της με αριθμό … ένορκης βεβαίωσης της Δ. Κ., της με αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του Η. Σ. και της με αριθμό … ένορκης βεβαίωσης του A. M.), με αίτημα οι πέραν των τριών επικληθεισών ένορκες βεβαιώσεις να ληφθούν υπόψιν ως δικαστικά τεκμήρια και ως γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο, ως ληφθησών στα πλαίσια άλλων αγωγών. Ειδικότερα, ο εν λόγω επιμερισμός, ακόμη και αν γινόταν δεκτός ως παραδεκτός λόγω της αυτοτέλειας εκάστης έννομης σχέσης δίκης, παρά τη συνεκδίκαση περισσοτέρων δικογράφων, δε δύναται να ληφθεί υπόψιν, διότι i) έλαβε χώρα εκπροθέσμως, ήτοι (αν και αφορά στην απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών και όχι στην αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων), μετά την κατ’ αρθρ. 237 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων (20 ημέρες πριν τη συζήτηση) προσθήκης, πλην όμως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν και να επικαλεστούν, με τις προτάσεις τους που κατατίθενται το αργότερο 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο (αρθρ. 237 παρ.1 ΚΠολΔ), τα αποδεικτικά τους μέσα, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, που συνιστούν αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, ενώ έκτοτε, νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα μπορούν να προσκομισθούν μόνο για αντίκρουση των ισχυρισμών των αντιδίκων τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 237 παρ.3 ΚΠολΔ, ειδικά, δε, όσον αφορά στις ένορκες βεβαιώσεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ.2 τελευταίο εδάφιο ΚΠολΔ (πρβλ. Νικολόπουλου, «το δίκαιο της αποδείξεως», σ. 14-15, 140, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, συμπλήρωμα 2011, υπό αριθρ. 270 ΚΠολΔ, αριθμ.4, ΑΠ 1461/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 315/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 88/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσπρ 24/2007, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)  και ii) από το περιεχόμενο τόσο των ίδιων των ενόρκων βεβαιώσεων όσο και των κλήσεων προς λήψη αυτών (όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι λαμβάνονται υπόψιν για το σύνολο των δικών, συμπεριλαμβανομένων των υπό κρίση αγωγών), ουδόλως δύναται να συναχθεί ότι αυτές λήφθηκαν πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στα πλαίσια άλλων δικών, μεταξύ ιδίων ή άλλων διαδίκων, αλλά ότι αυτές λήφθηκαν μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη, προς απόδειξη (μεταξύ άλλων) και της υπό κρίση αγωγής μεταξύ των εδώ διαδίκων. Αντίστοιχα, άνευ εννόμου επιρροής τυγχάνει, εν προκειμένω και η, κατά τον ίδιο ως άνω αναφερόμενο τρόπο, διευκρίνιση ότι η πρώτη ενάγουσα επικαλείται τινές εκ των ενόρκων βεβαιώσεων (εν προκειμένω, τις με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … και με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του …) προς αντίκρουση της αγωγής, πρωτίστως για το λόγο ότι η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, κατά τα ανωτέρω (στο οικείο κεφάλαιο περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου) εκτεθέντα, ως προς την πρώτη ενάγουσα. Συνακόλουθα, από  την εκτίμηση ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, που έλαβαν χώρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ως τέτοια, λαμβάνονται υπόψιν και τα συνημμένα, ως πειστήρια, έγγραφα, στις κατά τα λοιπά μη λαμβανόμενες υπόψιν ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον γίνεται ειδική, παραδεκτή και νόμιμη επίκληση αυτών με τις προτάσεις των εναγόντων, αλλά και οι ένορκες βεβαιώσεις και λοιπές καταθέσεις μαρτύρων που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης), [με την επισήμανση ότι δε λαμβάνονται υπόψιν τα κάτωθι έγγραφα, καθόσον, παρά την επίκλησή τους από τους διαδίκους, δεν προσκομίζονται εν προκειμένω, ήτοι (α) από μέρους του ενάγοντα, τα επικαλούμενα ως πειστήρια υπ’ αριθμ. 47 έως 62 στο με αριθμό 22 σχετικό (συνημμένα στη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση),  το σχετικό 137 Β, 149, Ψ, 160 [με την επισήμανση ότι το εν λόγω επικαλούμενο σχετικό, ήτοι η (από 21.3.2007) μήνυση Μ. κατά των μελών ΔΣ της ΟΜΕ προσκομίζεται ως σχετικό υπ’ αριθμ. 102], 182,  233, 241, 244, 245, 246, 247 και (β) από μέρους των 1ης έως 6ης των εναγομένων, τα επικαλούμενα σχετικά υπ’ αριθμ.  Ζ5/5, Ζ5/10, Ζ5/15Β, Z5/49], καθώς και από τις ανωτέρω αναφερόμενες, (i) με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του A. C. P., (ii) με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του J. L. J. και (iii) με αριθμό … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονόπουλου, του Ν. Ψ., σχετικά υπ’ αριθμ. 24, 23, 16 αντίστοιχα, με τη σειρά επίκλησης αυτών από την πλευρά των εναγόντων διαδίκων για τους οποίους θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των τελευταίων, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, κατ’ αρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς …, … εκθέσεις επίδοσης του διακαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Σ. Ν. Χ., σχετικά με την επίδοση στους εδώ εναγομένους της από 6.5.2011 κλήσης των εναγόντων, καθώς και τα με αριθμούς …,…, … και … έγγραφα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, από τα οποία προκύπτει ότι έγινε με επιμέλεια της Εισαγγελιάς Πρωτοδικών Πειραιά, πραγματική επίδοση της εξώδικης γνωστοποίησης και πρόσκλησης σε ένορκη βεβαίωση στους εναγομένους στις … αντίστοιχα, αλλά και την από 3.6.2011, με αριθμό … ένορκη βεβαίωση της αγγλίδας δικηγόρου, κας C. B. L., ενώπιον του Συμβολαιογράφου κ. Robert Scott Kerss, της εταιρείας Συμβολαιογράφων Saville &Co, περί πραγματικής  επίδοσης στους εδώ 1η, 2ο, 3η, 7ο και 8η των εναγομένων, στις 11.5.2011, της από 6.5.2011 κλήσης των εναγόντων, με την επισήμανση ότι, οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις παραδεκτά λαμβάνονται εν προκειμένω, υπόψιν, καθόσον οι κλήσεις των εναγομένων προς παράσταση σε αυτές, την ίδια ημέρα, χωρίς να διαλαμβάνει διαζευκτικό τρόπο προσδιορισμού των τόπων και χρόνων εξέτασης των μαρτύρων, αλλά με παράθεση, με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, του τόπου και χρόνου εξέτασης των μαρτύρων, σε διαφορετικές ώρες και, ταυτόχρονα, σε διαφορετικούς τόπους και ενώπιον διαφορετικών οργάνων ή διαδικασιών, δεν καθίστανται, εκ του λόγου τούτου, άκυρες, αφού οι εναγόμενοι μπορούν να ορίσουν πληρεξουσίους δικηγόρους για τις αντίστοιχες παραστάσεις, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας) και από την προσκομιζόμενη και την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 1η έως 6η εναγόμενους, με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Συμβολαιογραφούντα Διευθύνοντα το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Λ.ο, …, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των τελευταίων, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόντων, κατ’ αρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Α. Ν., περί επίδοσης της από 8.12.2014 κλήσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη ενάγουσα τυγχάνει πλοιοκτήτρια του πλοίου …, με σημαία Α. Β.  Γ., αρ. νηολογίου …, Δ.Δ.Σ. J8B2685, κ.ο.χ. 52896, που ναυπηγήθηκε το έτος 1989, ο όγδοος ενάγων ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης και έβδομης των εναγουσών, ο ένατος ενάγων ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. των πρώτης των εναγουσών, ο δέκατος ενάγων ήταν Γραμματέας του Δ.Σ. των πρώτης και έβδομης των εναγουσών καθώς και νόμιμος εκπρόσωπος της τελευταίας και η δέκατη τέταρτη ενάγουσα ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της έβδομης ενάγουσας. Η πρώτη ενάγουσα, ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, συνήψε τις κάτωθι συμβάσεις ασφάλισης, αποκαλούμενες συλλήβδην «η σύμβαση ασφάλισης», με τις οποίες οι ασφαλιστές συμφώνησαν να ασφαλίσουν το πλοίο … κατά τα ειδικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά ως προς κάθε μία επιμέρους ασφαλιστική εταιρεία, με συμφωνημένη ασφαλιστική αξία 32.000.000 για τη χρονική περίοδο από 13.3.20006 ώρα 10.30 μέχρι την 13.3.2007, ώρα 10.30, ήτοι : α) Με τους ασφαλιστές, …, …, …, …, συνήψε αυτή σύμβαση ναυτικής ασφάλισης του τύπου «ασφαλιστικών εταιρειών», με ημερομηνία 24.5.2006 του σκάφους και της μηχανής του και με τους ασφαλιστές … (ενεργούσας ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006), … (ενεργούντος ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006) και … (ενεργούσας ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006), συνήψε σύμβαση ασφάλισης του τύπου «των Lloyd’s» την 24.5.2006, αμφότερες για ασφαλιστική αξία 32.000.000 Δολ ΗΠΑ, με ποσοστό κάλυψης 75%. Οι ανωτέρω, είναι συμβάσεις από κοινού ασφάλισης με τις λοιπές ενάγουσες στην πρώτη αγωγή εταιρείες, ήτοι την έβδομη ενάγουσα, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας των έξι από κοινού ασφαλισμένων πλοίων, τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων (δεύτερη έως και έκτη ενάγουσα) και τις συνδεόμενες ή θυγατρικές των παραπάνω εταιρειών. Β) Με την εταιρεία …. η πρώτη ενάγουσα συνήψε πρόσθετη σύμβαση ναυτικής ασφάλισης με ημερομηνία 24.5.2006 του σκάφους και της μηχανής του ως άνω πλοίου, για την ίδια ασφαλιστική αξία ύψους 32.000.000 Δολ ΗΠΑ και ποσοστό κάλυψης 10%, η οποία, ομοίως, είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Γ) Με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο …, η πρώτη ενάγουσα συνήψε σύμβαση ασφάλισης με ημερομηνία 13.3.2006, του σκάφους και της μηχανής του πλοίου για την ίδια ασφαλιστική αξία ύψους 32.000.000 Δολ ΗΠΑ και ποσοστό κάλυψης 15%, η οποία, ομοίως, είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με ασφαλισμένες τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους. Πέραν της ανωτέρω «σύμβασης ασφάλισης», η πρώτη ενάγουσα συνήψε με τα συνδικάτα των Lloyd’s στις 20.3.2006, σύμβαση ασφάλισης της αυξημένης αξίας του ανωτέρω πλοίου, για ποσό 8.000.000 Δολ ΗΠΑ, υπό τα ειδικότερα, για κάθε Συνδικάτο, αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά, ενώ και η σύμβαση αυτή είναι σύμβαση από κοινού ασφάλισης με τις λοιπές ενάγουσες εταιρείες, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά τους. Κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και συγκεκριμένα την 3 Μαΐου 2006, ώρα πλοίου 21.00, το πλοίο …., κατά τη διάρκεια του πλου από Βραζιλία προς Κίνα, μεταφέροντας φορτίο σιδηρομεταλεύματος, βυθίστηκε σε θαλάσσια περιοχή, κείμενη περί τα 300 ναυτικά μίλια ανοικτά του λιμένος Port Elisabeth της Νοτίου Αφρικής. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγομένους, συναγομένης, ως προς αυτά, σιωπηρής ομολογίας αυτών (αρθρ. 261 εδ. β΄ ΚΠΔ). Στις 18.5.2006 η δικηγορική εταιρεία I.  C. έλαβε εντολή από τη διαχειρίστρια του πλοίου, έβδομη ενάγουσα, για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας, να χειριστεί την ασφαλιστική απαίτηση της ολικής απώλειας του πλοίου … και την υποβολή της ασφαλιστικής απαίτησης προς τους Ασφαλιστές του Λ. και των Ασφαλιστών του Συνδικάτου Lloyd’s. Κατά το χρονικό διάστημα αμέσως μετά το ατύχημα, μία άλλη δικηγορική εταιρεία, οι H. F. W. L.L.P., είχαν διοριστεί από την πλοιοκτήτρια (εδώ πρώτη ενάγουσα), ως πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Ο δικηγόρος – συνεταίρος της ως άνω εταιρείας,     ο οποίος ταξίδεψε στο Ντάρμπαν (Durban) της Νοτίου Αφρικής για να λάβει συνεντεύξεις από τα επιζώντα μέλη του πληρώματος του πλοίου, αναφέρει στην από 26.9.2007 μαρτυρική του κατάθεση, ενώπιον του Δικαστηρίου Εμπορικών Διαφορών του Λ., δοθείσα στα πλαίσια της με αριθμό …/2006, μετέπειτα ασκηθείσας (κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα) αγωγής (πειστήριο 3, συνημμένο στο με αριθμό 22 σχετικό των εναγόντων), τα ακόλουθα, αναφορικά με τη διαδικασία λήψης συνεντεύξεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος αμέσως μετά το ναυάγιο, που διήρκεσαν από 8 έως 10 Μαϊου 2006 και παρασχέθηκαν προς τους δικηγόρους της Πλοιοκτήτριας   …..και …. της εταιρείας H. F. W. L.L.P.), των  Ασφαλιστών του Λ. (S. C. της εδώ πρώτης εναγομένης) και λοιπούς εκπροσώπους/ πραγματογνώμονες Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών : «3. Αμέσως μετά αφότου το πλοίο βυθίστηκε ο G. W. από το δικηγορικό γραφείο μας στον Πειραιά έλαβε εντολές από τους πλοιοκτήτες και τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό να ενεργήσει για τα συμφέροντα του πλοίου. Μετά από αίτημα του G., ταξίδεψα στην Νότια Αφρική για να βρώ αποδείξεις . Εκείνη την χρονική περίοδο είχαμε προσλάβει τον κ S. E. , ο οποίος είναι πρώην ναυτικός και είχε εκπαιδευτεί για να ερευνά για αποδείξεις σε περιπτώσεις ατυχημάτων. Αντίστοιχα, αποφασίστηκε ότι ο S. θα είναι επίσης παρών. 4. Αμέσως πριν να ταξιδέψει, με συμβούλευσαν ότι οι … έλαβαν εντολές από τους ασφαλιστές σκάφους και ότι ο S. C. από το γραφείο τους στο Λ.ο θα πετούσε στο Cape Town την ίδια ώρα με τον S. και εμένα. Τηλεφώνησα στον S. C. και τον ενημέρωσα ότι έχοντας υπόψη ότι οι κοινές συνεντεύξεις δεν θα λάβουν χώρα μέχρι να μιλήσουμε με τα μέλη του πληρώματος που είχαν επιβιώσει και έχοντας υπόψη ότι τα μέλη του πληρώματος που επιβίωσαν ήταν στην θάλασσα θα μπορούσε να περιμένει μερικές ημέρες πριν να ταξιδέψει. 5. Ο S. και εγώ φθάσαμε στο Cape Town τις πρωινές ώρες της 5ης Μαίου 2006. Πήγαμε κατευθείαν στα γραφεία της Bowman Gilfiilan και συναντήθηκαν με τον C. C.i…. Αυτός είναι Νότιο Αφρικανός δικηγόρος που είχε οριστεί για λογαριασμό των πλοιοκτητών και του αλληλασφαλιστικού οργανισμού. .. 8. Στο Durban συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον κάπτεν Δ. που εργάζονταν για λογαριασμό των πλοιοκτητών και του Ν. Μ. που είναι ναυτικός πραγματογνώμονας ο οποίος είχε οριστεί από τους πραγματογνώμονες. Συζητήσαμε διάφορα ζητήματα που σχετίζονταν με τις προσπάθειες έρευνας και διάσωσης και τις διευθετήσεις για την επόμενη ημέρα. … 12. Την Δευτέρα 8 Μαίου πήρα συνέντευξη από και τα επτά μέλη του πληρώματος που είχαν διασωθεί. Τους πήραν συνεντεύξεις με την ακόλουθη σειρά : Ο ναύκληρος, A. M., ο ηλεκτρολόγος, L. B., ο τέταρτος μηχανικός, A. O., ο λιπαντής , S. M., ο ναυτόπαις , L. A., ο ναυτόπαις, E. P., ο δόκιμος ναύτης , R. V.. 13. Για τους σκοπούς αυτών των συνεντεύξεων, είχα κανονίσει να παραχωρηθεί ένας χώρος συνεντεύξεων μέσα  στο ξενοδοχείο. Αυτός ο χώρος ήταν εξοπλισμένος με ένα μεγάλο τραπέζι σχήματος οβάλ και θυμάμαι ότι έκατσα στην μια πλευρά του τραπεζιού στο στενότερο του σημείο με τους μάρτυρες να βρίσκονται ακριβώς απέναντι μου. Ο κ Μ., ο S. E., T. B., C. C.i…, και κάπτεν Mendes από τους πράκτορες ναυτολόγησης πληρωμάτων ήταν όλοι παρόντες κατά την διάρκεια αυτών των συνεντεύξεων. Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ σε ποιο σημείο του τραπεζιού κάθονταν αυτά τα πρόσωπα. 14. Ενθυμούμαι ότι ο κάπτεν Δ.ς ήταν παρών κατά την διάρκεια αυτών των συνεντεύξεων ανά χρονικές περιόδους. Το αναφέρω αυτό παρακάτω. 15. Ενώ έπαιρνα συνέντευξη από αυτούς τους μάρτυρες, πήρα ιδιόχειρες σημειώσεις. Ο C. C.i… κράτησε επίσης σημειώσεις στο ηλεκτρονικό του υπολογιστή τύπου lap top. 16.Χρησιμοποίησα τις ιδιόχειρες σημειώσεις μου για να προετοιμάσω δακτυλογραφημένες σημειώσεις για τις αποδείξεις. Το έπραξα αυτό κατά την διάρκεια των διαλλειμάτων όταν έπαιρνα συνεντεύξεις την Δευτέρα 8 και την Τρίτη 9 Μαίου. Στις σελίδες 1-30 του JC -1 υπάρχουν αντίγραφα των παρακάτω εγγράφων : Α) Τις πρωτότυπες ιδιόγραφες σημειώσεις της πρώτης συνέντευξης μου από τον ναύκληρο την Δευτέρα 8 Μαίου 2006 (σελ 1-13). Β) Οι δακτυλογραφημένες σημειώσεις της πρώτης συνέντευξης (σελ 14 -21). C) Οι πρωτότυπες δακτυλογραφημένες σημειώσεις της δεύτερης συνέντευξης του ναύκληρου με ημερομηνία 8 Μαίου 2006 (σελ 22). D) Τις δακτυλογραφημένες σημειώσεις αυτής της δεύτερης συνέντευξης (σελ. 23). Ε) Οι δακτυλογραφημένες σημειώσεις των συνεντεύξεων του ναύκληρου ( σελίδες 25 , 27 , 29 & 30) που κράτησε ο C. C.i…. 17. Θυμάμαι ότι κάποια χρονική στιγμή κατά την διάρκεια του πρωινού και μεταξύ των διαλειμμάτων που λάμβαναν χώρα κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων κάποιος με ενημέρωσε ως προς το γεγονός ότι ο S. C. ήταν πολύ δυσαρεστημένος που μέχρι τότε δεν του είχαν παρέχει πρόσβαση στο πλήρωμα. Πήγα κάτω και συναντήθηκα με τον Stephen στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου. Ήταν ξεκάθαρα θυμωμένος και δυσαρεστημένος. Υποψιάζομαι ότι ήταν δυσαρεστημένος διότι βρίσκονταν στην Νότια Αφρική από την Παρασκευή 5 Μαίου και δεν είχε πάρει καμία συνέντευξη κατά την παρουσία του εκεί… 20. Οι ερωτήσεις που ρώτησα τον ναύκληρο όταν επέστρεψε για να υποβληθεί σε επιπλέον ερωτήσεις συμπεριλάμβαναν εάν είχαν αναληφθεί οποιεσδήποτε εργασίες κατά την διάρκεια των πρόσφατων επισκευών στην Κίνα. Απάντησε ότι δεν γνωρίζει , Επίσης τον ρώτησα σχετικά με τον καθαρισμό των κυτών φορτίου που είχε γίνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κενού φορτίου προς την Βραζιλία και σχετικά με την κατάσταση των κυτών φορτίου. Ο ναύκληρος ανέφερε ότι δεν είδε κάποιο σπασμένο νομέα στα κύτη φορτίου. Περιέγραψε τις εργασίες βαφής στα κύτη φορτίου σαν καινούργιες και είπε ότι ήταν σε αυτή την κατάσταση πριν να μπεί το πλοίο στο κινέζικο ναυπηγείο. Επίσης ανέφερε ότι τα κύτη φορτίου ήταν σε καλή κατάσταση. 21. Στις 9 Μαϊου 2006 οι διασωθέντες ήταν διαθέσιμοι για να τους υποβάλλουν ερωτήσεις οι αντιπρόσωποι των ασφαλιστών σκάφους S. C. της HTD και ο K. L. του οργανισμού επιθαλάσσιας αρωγής. 22. Ξανά, αυτές οι συνεντεύξεις έγιναν στον ίδιο χώρο συνεντεύξεων που είχα νοικιάσει για αυτό τον σκοπό. Τα άλλα πρόσωπα που ήταν παρόντες στον χώρο ήταν ο S. E., T. B. , ο κ Μ. και ο Κάπτεν Mendes… 24. Εξήγησα στον πρώτο πρόσωπο που πήρα συνέντευξη τον ναυκληρο ότι ο S. C. αντιπροσώπευε τους ασφαλιστές σκάφους και ότι επιθυμούσε να ρωτήσει κάθε ένα μέλος του πληρώματος που διασώθηκε κάποιες παραπάνω ερωτήσεις αργότερα όμως. 25. Κατά την διάρκεια της κατάθεσης του ναύκληρου, χρησιμοποίησα τις δακτυλογραφημένες σημειώσεις του C. C.i… από την προηγούμενη ημέρα. Ζήτησα από τον ναυκληρο να αναφέρει σε εμάς τα γεγονότα με την ίδια περίπου σειρά που είχε κάνει την προηγούμενη ημέρα. Με πολύ μικρή παρακίνηση από εμένα ο ναύκληρος μπόρεσε να το πράξει αυτό και δεν ήταν απαραίτητο για εμένα να κάνω επιπλέον σημειώσεις. Δεν θυμάμαι που παρείχε την επιπρόσθετη πληροφόρηση από την ημέρα πριν να κάνω σημειώσεις με μολύβι ως προς αυτό στα έγγραφα που είχα ενώπιον μου. Ωστόσο κατά την χρονική περίοδο των ερωτήσεων και απαντήσεων κατά τις συνεντεύξεις των S. C. και K. L. στο τέλος της συνέντευξης αντέγραψα πλήρως και αυτές βρίσκονται στο πίσω μέρος της σελίδας με τον τίτλο «ναύκληρος 2» . Δεν ρώτησαν τον ναυκληρο πολλές ερωτήσεις αλλά ο S. C. τον ρώτησε για την κατάσταση του πλοίου και ο ναύκληρος απάντησε ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά. 26. Οι κοινές συνεντεύξεις τελείωσαν κάποια στιγμή το απόγευμα. Θυμάμαι ότι περίπου κατά το μεσημέρι ο Stephen Croper ζήτησε να δει τον ναυκληρο και τον τέταρτο μηχανικό για να του γίνουν περαιτέρω ερωτήσεις μόλις οι άλλες κοινές συνεντεύξεις είχαν ολοκληρωθεί. Συμφώνησα σε αυτό και έγιναν οι απαραίτητες διευθετήσεις ώστε αυτοί οι δύο μάρτυρες να είναι διαθέσιμοι ξανά. 27. Κατά την διάρκεια του δεύτερου γύρου των συνεντεύξεων ο S. C. ρώτησε συγκεκριμένα τον ναυκληρο εάν υπήρχαν οποιαδήποτε προβλήματα με τις δεξαμενές έρματος κατά την διάρκεια του ταξιδιού από την Κίνα προς την Βραζιλία. Ο ναύκληρος απάντησε ότι δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα (αφού ζήτησε διευκρίνηση ότι η ερώτηση δεν συνδέονταν με τα γεγονότα της 3ης Μαϊου). 28. Στις σελίδες 24-33 του ντοσιέ JC -1 υπάρχουν αντίγραφα των παρακάτω εγγράφων : Α) Οι αρχικές μου χειρόγραφες σημειώσεις με μολύβι που ελήφθησαν κατά την διάρκεια της πρώτης συνέντευξης που έγινε στον ναύκληρο από τους ασφαλιστές του πλοίου την Τρίτη 9 Μαίου 2006, όπως είναι σημειωμένες σε ένα αντίγραφο των δακτυλογραφημένων σημειώσεων του C. C.i… από την προηγούμενη ημέρα (σελίδες 24-30). Β) Οι αρχικές χειρόγραφες σημειώσεις μου από την δεύτερη συνέντευξη που πήραν οι ασφαλιστές σκάφους από τον ναύκληρο την Τρίτη 9 Μαίου 2006 (σελίδα 31). C) Οι δακτυλογραφημένες σημειώσεις αυτής της δεύτερης συνέντευξης (σελίδες 32- 33). 29. Ενώ οι ασφαλιστές σκάφους πήραν συνέντευξη από το πλήρωμα του πλοίου την Τρίτη 9 Μαίου, οι Νοτιαφρικάνικες Αρχές πήραν συνεντεύξεις επίσης. Ο C. C.i… μαζί με τον A. R. της Ρ & I Associates , ήταν παρών κατά την διάρκεια αυτών των συνεντεύξεων. 30. Την Τετάρτη 10 Μαίου 2006, άρχισα να εργάζομαι επί των επίσημων σχεδίων καταθέσεων / δηλώσεων των επτά μαρτύρων. Ένας πραγματογνώμονας του κράτους της σημαίας του πλοίου, ο κάπτεν Dulic είχε αφιχθεί και φυσικά ήθελε να μιλήσει σε όλους τους διασωθέντες. Αυτές οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν στον ίδιο χώρο διασκέψεων υπό την παρουσία του S. E. και εμένα. Ωστόσο, εκείνη την χρονική περίοδο , είχα επικεντρωθεί κυρίως στην σύνταξη των δηλώσεων και ως εκ τούτου δεν κράτησα οποιεσδήποτε σημειώσεις για το τι λέχθηκε κατά την διάρκεια αυτών των συνεντεύξεων. 31. Μετά την σύνταξη και έλεγχο των σχεδίων των καταθέσεων / δηλώσεων από τον C. C.i…, S. E. και εμένα, τυπώθηκαν, και ο S. και εγώ περπατήσαμε στο διαμέρισμα των μελών του πληρώματος που διασώθηκαν την Τετάρτη το βράδυ. Κάθε ένα μέλος του πληρώματος διάβασε την κατάθεση / δήλωση του, μετά σημειώσαμε με μολύβι οποιεσδήποτε τροποποιήσεις που επιθυμούσαν να κάνουν. Στις σελ 34 -42 του ντοσιέ JC – 1 υπάρχει ένα αντίγραφο του σχεδίου της κατάθεσης / δήλωσης του ναύκληρου επί του οποίου φαίνονται με μολύβι οι τροποποιήσεις / αλλαγές του κειμένου που επιθυμούσε ο ναύκληρος να γίνουν. 32. Την επόμενη ημέρα, Πέμπτη 11 Μαίου, ο S. και εγώ γυρίσαμε στο διαμέρισμα των μελών του πληρώματος με τα πιο πρόσφατα σχέδια των δηλώσεων τους. Κάποια από τα μέλη του πληρώματος ήθελαν να κάνουν επιπλέον τροποποιήσεις και ενημέρωσαν για αυτό τον C. C.i… που είχε γυρίσει στο ξενοδοχείο. Μετά έκανε τις παρακάτω τροποποιήσεις, τύπωσε τα τελικά σχέδια και ήρθε στο διαμέρισμα των μελών του πληρώματος. Από όσο θυμάμαι, ο ναύκληρος δεν ζήτησε να γίνουν επιπλέον τροποποιήσεις. 33. Μετά οι μάρτυρες υπέγραψαν τις καταθέσεις τους / δηλώσεις τους και αναχώρησαν από την χώρα αργά εκείνη την ημέρα. Ο S. και εγώ γυρίσαμε πίσω στο Λ.ο την ίδια ημέρα.». Εξάλλου, ο δικηγόρος Craig Neil Cunni…, στην από 20.9.2007 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον του Συμβολαιογράφου Κέιπ Τάουν, Carl Friedrich Pohl, ο οποίος ήταν παρών κατά τη συνέντευξη του ναυκλήρου Μ. την 8.5.2006 (τα μέρη που ήταν παρόντα στη συνέντευξη αυτή ήταν οι ….της …. της…….) αναφέρει σχετικά «…10. Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων του  …. προς τον ναύκληρο, θυμάμαι ότι τον ρώτησε συγκεκριμένα εάν έγιναν οποιεσδήποτε επισκευές στα κύτη φορτίου όταν το πλοίο βρίσκονταν στο Κινέζικο ναυπηγείο ή οποιαδήποτε ζημιά στα κύτη φορτίου και ο ναύκληρος απάντησε ότι εξόσων γνώριζε δεν έγιναν επισκευές και δεν είδε κάποια ζημιά στα κύτη φορτίου όταν αυτά καθαρίστηκαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου κενό φορτίου και πριν τη φόρτωσή του.» (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ενάγοντες, πειστήρια υπ’ αριθμ. 3 και 4, συνημμένα σε σχετικό 22). Ακολούθως, η … υπέβαλε στους ασφαλιστές σκάφους και μηχανής την ασφαλιστική της απαίτηση για την απώλεια του πλοίου … στις 30.5.2006, δυνάμει σχετικής επιστολής στην οποίαν παρατέθηκαν, μεταξύ άλλων, και πληροφορίες α) για το πλοίο, β) για το ιστορικό των πλόων του πλοίου και των επιθεωρήσεων αυτού από το νηογνώμονα, τα κράτη του λιμένα, τα μέλη του πληρώματος από το έτος 2003 και εντεύθεν, εσωκλείστηκαν, δε, οι σχετικές εκθέσεις επιθεώρησης και εστάλησαν αντίγραφα των συνεντεύξεων των επτά διασωθέντων μελών του πληρώματος, που ελήφθησαν στο Durban, όπου μεταφέρθηκαν μετά το ατύχημα, καθώς και το από 26.5.2006 πιστοποιητικό επιβεβαίωσης της κλάσης του πλοίου που εκδόθηκε από τα κεντρικά γραφεία του L.R.S. , γ) το ταξίδι όπου έλαβε χώρα το ατύχημα, δ) τις καταθέσεις των διασωθέντων μελών του πληρώματος αμέσως μετά το ατύχημα, ε) τις ραδιοεπικοινωνίες πριν το ατύχημα, εσωλειομένων των σχετικών μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Πλοιάρχου και των διαχειριστών του πλοίου την ημέρα του ατυχήματος, στ) τις καιρικές συνθήκες από την έναρξη του ταξιδιού και έως το χρόνο του ατυχήματος. Με την ίδια, άλλωστε, επιστολή υποβολής της απαίτησης, επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «καμία από αυτές τις επιθεωρήσεις δεν αναφέρει αρνητικά σχόλια σχετικά με τη δομική κατάσταση του σκάφους του πλοίου, κύτη φορτίου ή δεξαμενές έρματος», ότι «δεν υπάρχει ιστορικό οποιονδήποτε δομικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια της πλοιοκτησίας του πλοίου» και ότι «τα κύτη φορτίου επιθεωρήθηκαν για τελευταία φορά από το πλήρωμα κατά τη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού προς τη Νότια Αμερική με έρμα. Τα κύτη φορτίου καθαρίστηκαν και αντλήθηκαν και καθαρίστηκαν οι σεντίνες. Οι άνω πλευρικές δεξαμενές και οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος ήταν πλήρεις οπότε οποιαδήποτε διαρροή θα ήταν εμφανής. Όταν τα μέλη του πληρώματος έδωσαν συνέντευξη μετά το ατύχημα, ο ναύκληρος ανέφερε ότι δεν πρόσεξε σπασμένους νομείς ή οποιαδήποτε άλλη φυσική ζημία στα κύτη φορτίου και ότι οι βαφές τους (που είχαν ανανεωθεί κατά τη διάρκεια  της ειδικής επιθεώρησης) ήταν σε καλή κατάσταση». Εν τέλει, η πλοιοκτήτρια ισχυρίστηκε, με την εν λόγω επιστολή, ότι «Μετά το ταξίδι τεσσάρων ημερών σε θάλασσα με μεγάλο κυματισμό, συμπεριλαμβανομένων θαλασσών με κυματισμό 4-5 μέτρα, τις πρωινές ώρες της 3ης Μαΐου, το πλοίο υπέστη μια ξαφνική και σοβαρή κατασκευαστική ζημία στο κύτος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ.8 και κύτη φορτίου υπ’ αριθμ.6 και 7. Αυτή η ζημία είχε ως συνέπεια την ολική απώλεια του πλοίου περίπου στις 20:52 την ίδια ημέρα. Οι πλοιοκτήτες πιστεύουν ότι η βύθιση του πλοίου οφείλεται σε κινδύνους της θάλασσας ή ένα απρόοπτο γεγονός που καλύπτεται από τον όρο πρόσθετων κινδύνων» (βλ. προσαγόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, πειστήριο 5, συνημμένο σε σχετ.22, σχετ.38 και και σχετικό Ζ5/1, των 1ης – 5ης εναγομένων, προσκομιζόμενο σε αποσπασματική μετάφραση). Ακολούθησε εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων  των εμπλεκομένων μερών. Ειδικότερα, με την από 17.5.2006 επιστολή της, η πρώτη εναγομένη αιτήθηκε σειράς εγγράφων «προκειμένου να διευκολυνθούν οι έρευνες των ασφαλιστών σχετικά με το τραγικό αυτό ατύχημα», πρακτική των ασφαλιστών που είναι συνήθης σε αντίστοιχες περιπτώσεις θαλάσσιων ασφαλιστικών  απαιτήσεων. Επίσης, με την ίδια επιστολή, διατυπώθηκε αίτημα από τους ασφαλιστές να επιθεωρήσουν τα επιχειρησιακά αρχεία του πλοίου και όλα τα έγγραφα που αφορούν τη συντήρησή του και τις επισκευές του, χωρίς καθυστέρηση. Μεταξύ των εγγράφων που ζητήθηκαν και ήταν διαθέσιμα προς επιθεώρηση, ήταν «τα εισερχόμενα έγγραφα αλληλογραφίας των διαχειριστών από την τελευταία ειδική επιθεώρηση, τα εξερχόμενα έγγραφα αλληλογραφίας των διαχειριστών από την τελευταία ειδική επιθεώρηση, όλες οι εκθέσεις του αρχιμηχανικού που έχουν σχέση με το πλοίο και την τελευταία ειδική επιθεώρηση (συμπεριλαμβανομένων αυτών πριν την ειδική επιθεώρηση αλλά συντάχθηκαν με την πρόβλεψη αυτής) από τότε μέχρι σήμερα, η έκθεση δεξαμενισμού για την ειδική επιθεώρηση του έτους 2004, οι προδιαγραφές και τα τιμολόγια για τις επισκευές που έγιναν κατά την ειδική επιθεώρηση, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών των σημείων που έγιναν οι χαλύβδινες αντικαταστάσεις και ενισχύσεις, πλήρης έκθεση για τις μετρήσεις με υπερήχους που έγιναν για την ειδική επιθεώρηση του έτους 2004 και οποιεσδήποτε έγιναν μετέπειτα, οι εκθέσεις του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που συντάχθηκαν την χρονική περίοδο μεταξύ του Απριλίου 2003 και Μαΐου 2006, οι εκθέσεις των περιοδικών επιθεωρήσεων του Υποπλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού για όλες τις κατασκευές, μηχανήματα και εξοπλισμό μεταξύ Απριλίου 2003 και Μαΐου 2008. Τα έγγραφα, δε, που χορηγήθηκαν κατ’ εκείνο το χρονικό στάδιο αποτελούνταν από 19 φακέλους αρχειοθέτησης εγγράφων καθώς και διάφορα σχέδια και, επίσης, από τους φακέλους της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης που ετηρούντο από την ασφαλειομεσίτρια του Λ. εταιρεία M. R. S. Limited (βλ. πειστήρια 6 και 7, συνημμένα σε σχετικό αριθμ.22 των εναγόντων). Ωστόσο η πρώτη ενάγουσα αρνήθηκε τη χορήγηση εγγράφων (φακέλων συντήρησης, τεχνικών φακέλων και φακέλων λειτουργίας) που αφορούσαν άλλα πλοία, διαχειριζόμενα ομοίως από την εδώ έβδομη εναγομένη (πλοία … και …), διότι αυτά δεν είχαν σχέση με την απώλεια του ….  Άλλα πρόσθετα έγγραφα παραδόθηκαν σε αυτούς στις 13.6.2006, μεταξύ των οποίων, ένα αντίγραφο του DVD που περιλαμβάνει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, μετρήσεις υπερήχων κλπ, από την τελευταία επιθεώρηση και αντίγραφα από τους ελέγχους ISM της 20.10.2003, της 18.11.2003, της 1 &  9.12.2003, της 31.5.2004, της 15-16.11.2004 και της 12.1.2006, καθώς και έγχρωμες φωτογραφίες από την επίβλεψη του αρχιμηχανικού στην El Dekehlia με ημερομηνία 21.10.2004 (βλ. πειστήριο 8, συνημμένο σε σχετικό 22). Εξάλλου, με την από 11.7.2006 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας, η παραπάνω ενημέρωσε ότι οι διορισθέντες από τους ασφαλιστές του πλοίου πραγματογνώμονες μελετούσαν τα τεχνικά έγγραφα που είχαν ήδη παρασχεθεί και ότι είχαν μια σειρά από επιπρόσθετα έγγραφα τα οποία χρειάζονταν προκειμένου να γνωμοδοτήσουν σχετικά στους ασφαλιστές, κατάλογος των οποίων παρατέθηκε στην εν λόγω επιστολή προκειμένου να παρασχεθούν από την πρώτη ενάγουσα. Μεταξύ των εγγράφων που ζητήθηκαν ήταν και έγγραφα σχετικά με πλήρεις λεπτομέρειες των επισκευών οι οποίες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην επιστολή, έγιναν εν πλω από τους κατασκευαστές και ομάδες εφαρμοστών στα αμπάρια και στις δεξαμενές έρματος κατά την περίοδο μετά τον Ειδικό Έλεγχο το Μάιο 2004 μέχρι το Μάιο 2006  (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους 1η έως 5η εναγομένους, σχετικό Ζ5/6). H …S MARINE χορήγησε διάφορα επιπρόσθετα έγγραφα από τους φακέλους του πλοίου, τα οποία παραδόθηκαν στους … στις 26.7.2006, με μια συνοδευτική επιστολή των I.  C. με ίδια ημερομηνία, με την ίδια, δε, επιστολή, επεσήμαναν ότι οι πλοιοκτήτες θα στείλουν την απαραίτητη εξουσιοδότηση στο νηογνώμονα Lloyds Register, για να μπορέσει ο αντιπρόσωπος των ασφαλιστών να μελετήσει τα αρχεία του νηογνώμονα για το πλοίο (βλ. πειστήριο αριθμ.12, συνημμένο σε σχετικό 22 εναγόντων). Με την από 25.7.2006 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας (σχετικό 1ης – 5ης εναγομένων, αριθμ. Ζ5/7) επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πλοίο «βυθίστηκε στη θάλασσα σε συνθήκες που η ανεξάρτητη ανάλυση των στοιχείων και τα στοιχεία του πληρώματος που δόθηκαν στον S. C. υποδεικνύουν ότι ήταν ήπιες» και ότι ανεξάρτητα του εάν χάθηκε από έναν κίνδυνο για τον οποίο ήταν ασφαλισμένο (πράγμα το οποίο στο χρονικό εκείνο σημείο ήταν υπό διερεύνηση), «πρέπει να είναι κοινή βάση ότι το … δεν θα μπορούσε να είναι “αξιόπλοο” υπό το άρθρο 39 (4) του Νόμου περί Ναυτικών Ασφαλίσεων.». Στη συνέχεια και ενώ οι Ασφαλιστές του Λ. δεν είχαν ακόμη αποδεχτεί την ασφαλιστική απαίτηση, η πρώτη ενάγουσα άσκησε, στις 15.8.2006,  τη με αριθμό Φακέλου … του 2006 αγωγή ενώπιον του αγγλικού Ανώτερου Δικαστηρίου – Τμήμα της Βασίλισσας – Εμπορικό Δικαστήριο (High Court of Justice – Queen’s Bench Division – Commercial Court) κατά των (1) … …, (2) … …, (3) …, (4) …, (5) … (εναγόμενη ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2987 για το οικονομικό έτος 2006), (6) … (εναγόμενο ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 2003 για το οικονομικό έτος 2006), (7) … (εναγόμενη ατομικά και για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών μελών του συνδικάτου των Lloyd’s 0033 για το οικονομικό έτος 2006), με την οποία (αγωγή) ζητούσε να καταδικαστούν οι ανωτέρω ασφαλιστές να καταβάλουν σε αυτή (πρώτη ενάγουσα), σύμφωνα με την υπ’ αρ. … ασφαλιστική σύμβαση, το 75% της ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω της ολικής απώλειας του πλοίου της, ήτοι δολλ. ΗΠΑ 24.000.000, κατά το προαναφερθέν ποσοστό συμμετοχής εκάστης εναγομένης στην ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου, καθόσον το υπόλοιπο 10% είχε καλύψει η Belmarine (που δεν ήταν διάδικος στην αγωγή ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, διότι η διαδικασία της αγωγής αυτής ανεστάλη) και το υπόλοιπο 15% είχε καλύψει η H. H. M. A. LC και η διαφορά με αυτή υπήχθη σε διαιτησία. Στην εν λόγω δίκη, που άνοιξε με την ανωτέρω αγωγή της πρώτης ενάγουσας … ενώπιον του ως άνω Αγγλικού Δικαστηρίου, την υπεράσπιση των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών ανέλαβε η δικηγορική εταιρεία του Λ. …, εδώ πρώτη εναγομένη, οι δικηγόροι, δε, που χειρίσθηκαν τη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν οι  εδώ δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, M. M. και η …, αντίστοιχα. Επί της ως άνω αγωγής, έγινε περιγραφή των συνθηκών επέλευσης και των αιτιών του ένδικου συμβάντος ως ακολούθως : « ΙΣΤΟΡΙΚΟ. Οι περιστάσεις του ατυχήματος ήταν οι εξής :  1) Περίπου στις 08:00 στις 3 Μαίου 2006 , ενώ το πλοίο είχε αναχωρήσει από την βραζιλία και έπλεε μεταφέροντας σιδηρομετάλλευμα , το πλήρωμα του πλοίου άκουσε ένα απροσδόκητο θόρυβο που το περιέγραψαν ως «δυνατό μπάνγκ». Παρατήρησαν, ότι έρχονταν νερό από μια σωλήνωση εξαερισμού της διπύθμενης δεξαμενής στην αριστερή πλευρά του κυρίως καταστρώματος στην περιοχή του κύτους φορτίου υπ’αρ 7. Η σχετική σωλήνωση εξέρχονταν από την υπ’αρ 8 διπύθμενη δεξαμενή που την είχαν αδειάσει κατά την προηγούμενη φόρτωση. 2) Περίπου στις 08:15 άκουσαν αέρα να εξέρχεται με ορμή από τα καπάκια του στομίου κύτους φορτίου υπ’αρ 6 και παρατήρησαν ένα εκνέφωμα να εξέρχεται από τα ανοίγματα του καπακίου. Ακούστηκε ένα παρόμοιος περισσότερο αδύναμος ήχος στην περιοχή του καπακίου του στομίου κύτους υπ’αρ 7 και κατά την είσοδο στο κύτος φορτίου υπ’αρ 7 ακούγονταν να τρέχει νερό στην αριστερή πλευρά. 3) Περίπου στις 8:30, έγιναν ηχοβολισμοί και ελήφθησαν μετρήσεις στο κύτος φορτίου υπ’αρ 8 και στους υδροσυλλέκτες των κυτών φορτίου υπ’ αριθμ. 6 και 7. Οι ηχοβολισμοί έδειξαν ότι η υπ’αρ 8 διπύθμενη δεξαμενή είχε πλημμυρήσει και ότι τα κύτη φορτίου υπ’αρ 6&7 ήταν στη διαδικασία να πλημμυρήσουν. Περίπου στις 10:00 , το νερό στο κύτος φορτίου υπ’ αρ 6 είχε φθάσει στο επίπεδο της θαλάσσης και το πλοίο πήρε κλήση προς τα αριστερά μια κλίση που συνέχισε να αυξάνεται μέχρι την στιγμή που βυθίστηκε το πλοίο. Μεταξύ 13:00 και 14:00 το νερό στο κύτος φορτίου υπ’αρ 7 έφθασε επίσης την στάθμη της θάλασσας. Το αργότερο μέχρι τις 3:00 η φρακτή μεταξύ των κυτών φορτίου υπ’αρ 5 & 6 είχε εξασθενήσει και το κύτος φορτίου υπ’αρ 5 είχε αρχίσει να πλημμυρίζει. 4) Αργότερα οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του πλοίου ετοιμάστηκαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Περίπου στις 9:00 ακούστηκε μια σειρά δυνατών θορύβων καθώς το πλοίο άρχισε να κόβεται, και το πλήρωμα έπεφτε στην θάλασσα. Πέθαναν είκοσι έξι άνθρωποι. Υπήρξαν επτά επιζήσαντες. 5) Η αιτία του ναυαγίου του πλοίου ήταν ένας κίνδυνος της θάλασσας για τον οποίο ήταν ασφαλισμένο το πλοίο, και ήταν ένα ατύχημα κατά το νόημα του όρου του Institute Additional Perils Clause και / ή κίνδυνος της θάλασσας και ή κρυφή βλάβη στο σκάφος και τα μηχανήματα του πλοίου σύμφωνα με τους όρους και τους ορισμούς του Institute Time Clauses Hulls. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ – Κατά την στιγμή της βύθισης του πλοίου, το πλοίο αντιμετώπιζε κύματα ύψους 4 μέχρι 5 μέτρων με δυνατούς ανέμους. Αναμένοντας την προετοιμασία και την ανταλλαγή αποδείξεων των ειδικών συμβούλων, η καλύτερη πληροφόρηση που ο ενάγοντας επί του παρόντος μπορεί να παρέχει είναι για την κοπή του σκάφους του πλοίου στα δύο και ως εκ τούτου το ατύχημα προκλήθηκε λόγω των παρακάτω αιτιών : 1) Τον άνεμο και τα κύματα της θάλασσας και τις συνθήκες του καιρού στις οποίες βρέθηκε το πλοίο πριν και κατά τη διάρκεια του ναυαγίου. 2) Ρωγμή κόπωσης στην περιοχή των διαμηκών του πυθμένα του πλοίου που μεταφέρθηκε στα ελάσματα του πυθμένα. 3) Ρωγμή κώπωσης στην περιοχή των πλευρικών νομέων του κελύφους που είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστεί ενός τμήματος του πλευρικού ελάσματος του κελύφους. 4) Ανεπάρκεια (αστοχία) των ελασμάτων του πυθμένα και του πλευρικού ελάσματος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ. 8 και του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ. 6.». Με βάση, δε, το ως άνω ιστορικό, αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να την αποζημιώσουν σε σχέση με την απώλεια του πλοίου, κάτι που παρανόμως μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχαν πράξει, με το ποσό των 32.000.000 δολ ΗΠΑ. Ακολούθησε η αποστολή της από 26.9.2006 επιστολής της πρώτης εναγομένης προς τους πληρεξουσίους δικηγόρους της εδώ πρώτης ενάγουσας, I.  C. (σχετικό υπ’ αριθμ. πειστήριο 33, συνημμένο σε σχετικό 22), δυνάμει της οποίας ενημέρωσε ότι η σχετική αξίωση διερευνάται ενεργά από τους ασφαλιστές και ότι οι εν λόγω έρευνες έχουν καταδείξει σειρά από ζητήματα μεγάλης ανησυχίας για τους ασφαλιστές, σε σχέση με τα οποία επιφυλάσσεται πλήρως των δικαιωμάτων της, βασιζόμενα σε συμβουλή που έλαβαν οι ασφαλιστές από εμπειρογνώμονες (συμπεριλαμβανομένου και ενός πρώην επιθεωρητή του Νηογνώμονα Lloyd’s), τα οποία, συνοπτικά, έχουν ως εξής : α) Ότι, όπως προκύπτει από τα τιμολόγια/ λογαριασμούς των επισκευών που έλαβαν χώρα κατά την Ειδική επιθεώρηση του πλοίου από το νηογνώμονα L. R. … μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2004, έγιναν εργασίες και επισκευές στο πλοίο μη συμμορφούμενες με τις προδιαγραφές κλάσης αυτού (μη αποδεκτές από το νηογνώμονα του πλοίου) και ότι το συμπέρασμα των εμπειρογνωμόνων ήταν ότι οι εν λόγω εργασίες δεν είχαν δηλωθεί στην κλάση, όπως απαιτείται σύμφωνα με τους κανόνες της κλάσης (αριθμ. 1 και 2 επιστολής, αναφερόμενα κυρίως σε εργασίες τοποθέτησης επιθεμάτων, επανασυγκολλήσεις, επισκευές ρηγμάτων που διεξάγονται με σμίλευση και συγκόλληση, ανάλογα με το ποια μέθοδος είναι αποδεκτή από το νηογνώμονα και επισκευές με απλή επιφανειακή συγκόλληση, μέθοδος η οποία είναι  μη ικανοποιητική και δεν είναι αποδεκτή από το νηογνώμονα). β) Αναφορά σε επισκευές που έλαβαν χώρα στο πλοίο σε συνέχεια βλαβών που παρουσιάστηκαν σε αυτό, κατά το διάστημμα από Ιούνιο 2004 έως Μάρτιο 2006, προκύπτουσες από τη μελέτη των εγγράφων που παρασχέθηκαν από τους ασφαλισμένους από τους πραγματογνώμονες των ασφαλιστών [Ιούνιος – Ιούλιος 2004 : Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ειδικής
επιθεώρησης το πλοίο υπέστη σημαντική ζημιά στον στροβιλοσυμπιεστή. Φεβρουάριος 2005 : Το πλοίο έπαθε σημαντική ζημία στην κύρια μηχανή στο ναυπηγείο Sembawang στην Σιγκαπούρη όπου έγιναν επίσης επιπρόσθετες εργασίες συγκόλλησης των ρωγμών. Μάρτιος 2005 : τρόχισμα στο κομβίον στροφάλου της γεννήτριας υπ’αρ 3. 4 Οκτωβρίου 2005 : Βλάβη της κύριας μηχανής, που αναφέρθηκε από τον πρώτο μηχανικό ότι έχει υποστεί σοβαρή ζημία που θα οδηγούσε σε ρωγμές στο μπλοκ του κυλίνδρου. Δεκέμβριος 2005 / Ιανουάριος 2006 : Σημαντικές επισκευές στην κύρια μηχανή που είχαν διάρκεια 45 ημερών συμπεριλαμβανομένου ενός μπλοκ της μηχανής και συγκολλήσεις που έγιναν στο ναυπηγείο της Cosco στην Κίνα. Φεβρουάριος 2006 : επισκευές των ζημιών της κύριας μηχανής που έλαβαν χώρα στην Σιγκαπούρη όπου το πλοίο παρέμεινε για 22 ημέρες. Μάρτιος του 2006 : βλάβη στον στροφαλοφόρο άξονα της ντηζελογεννήτριας υπ’ αρ. 2 πριν την άφιξη στον λιμένα φόρτωσης. Το πλοίο αναχώρησε με μια γεννήτρια εκτός λειτουργίας. Άλλες καταγεγραμμένες δομικές επισκευές: Επιπροσθέτως των προηγούμενων και όπως καταγράφηκαν στα ημερολόγια οι χαλύβδινες επισκευές έγιναν στις ακόλουθες τοποθεσίες στα κύτη φορτίου κατά την διάρκεια του Απριλίου 2005. Κύτος φορτίου υπ’ αρ. 1, αντικατάσταση των υπαρχόντων επιθεμάτων. Κύτος φορτίου υπ’ αρ. 6 , επισκευές στις διαρροές στο σημείο των επικλινών ελασμάτων στις άνω αριστερές πλευρικές δεξαμενές στην περιοχή του κύτους φορτίου. Κύτος φορτίου υπ’ αρ. 6 επισκευές στις διαρροές των ελασμάτων του κύτους φορτίου], για τις οποίες οι πραγματογνώμονες των ασφαλιστών ανέφεραν στους ασφαλιστές ότι ήταν επισκευές για τις οποίες ο ασφαλισμένος έπρεπε να ενημερώσει τον νηογνώμονα, πλην όμως αυτός δεν το έπραξε (αριθμ. 3, 4, 5 επιστολής). γ) Αναφορά στις οδηγίες που δόθηκαν από τους Διαχειριστές στον Πλοίαρχο, σχετικά με την επιθεώρηση που έλαβε χώρα στις 27.3.2005, στην Κίνα, από την Αυστραλιανή εταιρεία επιθεωρήσεων Rightship, σε συνέχεια μιας επιθεώρησης στο Port Hedland (αριθμ. 6 επιστολής, σε συνδυασμό με προσκομιζόμενα από τους 1η έως 5η εναγόμενους, υπ’ αριθμ. σχετ. Ζ5/9Α και Ζ5/9Β, που αποτυπώνουν τις σχετικές ηλεκτρονικές επιστολές που απεστάλησαν από τη Διαχειρίστρια στον Πλοίαρχο την 22.3.2005, καθώς και το υπ’ αριθμ. σχετ. Ζ5/11, που αποτυπώνει δύο διαφορετικές αναφορές του Πλοιάρχου προς τη Διαχειρίστρια, σε συνέχεια επικοινωνίας με αυτήν, σχετικά με την παρατήρηση υπ’ αριθμ.19 της λίστας που διαλαμβάνεται στην επιθεώρηση Rightship, εκ των οποίων η μεταγενέστερη φέρει τη διατύπωση  «καμία διαρροή επί του παρόντος. Εργασίες σε εξέλιξη σύμφωνα με τη λίστα εντολών εργασιών, που εξεδόθη από τον Επιστάτη Μηχανικό» (τέλεξ πλοιάρχου από 11.4.2005, ώρα 21.47.18), ενώ η αρχική (11.4.2005, ώρα 16.38.36) σχετική αναφορά του πλοιάρχου έφερε διατύπωση «δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Θα επισκευαστεί μετά την επισκευή των διαρροών στην κεκλιμένη κάτω Φράκτη στο αμπάρι Νο 6 και την αντικατάσταση των επιθεμάτων στο αμπάρι Νο1». δ) Αναφορά στη λίστα με συστάσεις εκκρεμοτήτων που εξεδόθη μετά την επιθεώρηση που διεξήχθη από τις Κρατικές Ελεγκτικές λιμενικές Αρχές στον τελευταίο λιμένα φόρτωσης του πλοίου, στις 12.4.2006 και την από 18.4.2006 εντολή των Διευθυντών προς τον Πλοίαρχο, να αποστείλει μία αναφορά, προκειμένου να αποσταλεί στις Κρατικές Ελεγκτικές Λιμενικές Αρχές, με την οποίαν θα δηλωνόταν ότι όλες οι συστάσεις εκκρεμοτήτων που είχαν εκδοθεί από τις κρατικές Ελεγκτικές Λιμενικές Αρχές, είχαν ήδη αποκατασταθεί και την εντολή στον Πλοίαρχο να εισάγει σχετική σημείωση στο ημερολόγιο μηχανής και καταστρώματος, καταγράφοντας την ολοκλήρωση των εργασιών (αριθμ.7 επιστολής). ε) Αναφορά ότι οι ασφαλιστές έχουν ενημερωθεί από τους εμπειρογνώμονές τους, ότι υπάρχει πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων που αποδεικνύουν ότι αποτελεί επιχειρηματική πρακτική των ασφαλισμένων να παραπλανούν τον Νηογνώμονα Lloyd’s, τις Κρατικές Λιμενικές αρχές και το Κράτος της Σημαίας του πλοίου και να αποφεύγουν, σκοπίμως, να δηλώσουν σ’ αυτούς ή/και στις θεσμικές αρχές ζητήματα, που αποτελούσε υποχρέωσή τους να δηλώσουν, συνεπεία των οποίων οι ασφαλιστές είχαν αποφασίσει να ακυρώσουν τη σύμβαση. Ως εκ τούτου, προέκυπτε ότι υπήρξε ουσιώδης μη αποκάλυψη (“material non-disclosure”), εσφαλμένη δήλωση (“misrepresentation”) εκ μέρους της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας κατά τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, η οποία οδηγούσε στην απόφαση των ασφαλιστών να ακυρώσουν τη σύμβαση.  στ) στην αναφορά ότι τα ανωτέρω εγείρουν ζητήματα αιτιώδους δέουσας επιμέλειας και γνώσης, σε κάθε περίπτωση σε σχέση με τις κατώτερες των προδιαγραφών επισκευές που διεξήχθησαν στις υδατοστεγείς φρακτές, στα αμπάρια υπ’ αριθμ. 5, 6 και 7. Εξάλλου, δεύτερη επιστολή με ημερομηνία 26.9.2006 απευθύνθηκε από την πρώτη εναγομένη στους πληρεξούσιους δικηγόρους της πλοιοκτήτριας (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από ενάγοντες, πειστήριο υπ’ αριθμ. 34, συνημμένο σε σχετ.22), δυνάμει της οποίας η πρώτη αιτήθηκε την επίδειξη εγγράφων που είχαν ζητηθεί με προηγούμενες επιστολές και δεν είχαν επιδειχθεί, ζήτησε, δε, ειδικότερα α) όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τις χαλύβδινες επισκευές που διεξήχθησαν στο ναυπηγείο Zhousan από το Δεκέμβριο 2005 έως Ιανουάριο 2006 και στη Σιγκαπούρη, το Φεβρουάριο 2006, β) αντίγραφο έκθεσης και/ή επικοινωνίας από τους αρχιμηχανικούς και/ή τον πρώην Τεχνικό Διευθυντή της πλοιοκτήτριας κ. Μυλονάκη (που, κατά τα εκεί εκτιθέμενα, ήταν παρών στην Σιγκαπούρη), πριν ή μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, σε σχέση με την παρουσία των αρχιμηχανικών στις επισκευές του πλοίου στην Κίνα και οποιαδήποτε επιστολή του ανωτέρω πρώην Τεχνικού Διευθυντή, γ) έγγραφα που σχετίζονται με τυχόν εργασίες στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν μία μεγάλη ποσότητα χαλύβδινων ελασμάτων, δοκών, οριζοντίων γωνιακών δοκών, μαζί με 99 μπουκάλες οξυγόνου, 53 μπουκάλες ακετυλίνης και σχεδόν μισό τόνο ηλεκτροδίων, συμπεριλαμβανομένων μερικών για την συγκόλληση βαρύ χάλυβα, οι οποίες παραδόθηκαν στο πλοίο μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου  2005 και Φεβρουαρίου 2006, καθώς το Μάρτιο 2006 μόνο δύο μπουκάλες οξυγόνου και μιας ασετυλίνης και κανένα ηλεκτρόδιο παρέμειναν επί του πλοίου. Σε απάντηση της ανωτέρω επιστολής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας πρώτης ενάγουσας (εδώ δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι) απέστειλαν τις από 6.10.2006 επιστολές τους (πειστήρια υπ’ αριθμ. 35 και 36, συνημμένα σε σχετικό 22 εναγόντων). Με την πρώτη από τις ανωτέρω επιστολές, οι εν λόγω πληρεξούσιοι δικηγόροι διαμαρτυρήθηκαν για την καθυστέρηση ως προς την έγερση των ζητημάτων που απασχολούν τους ασφαλιστές σχετικά με το ένδικο συμβάν και ανέφεραν ότι τα εν λόγω ζητήματα (σχετιζόμενα με ισχυρισμούς πλημμελούς διαχείρισης) δε συνδέονται αιτιωδώς με τις περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε το εν λόγω  ναυάγιο, διέλαβαν, δε, εκτενείς απαντήσεις επί των εγερθέντων από τους ασφαλιστές ζητημάτων, ήτοι α) περί της τρίτης ειδικής επιθεώρησης στο ναυπηγείο Guangzhou Wenchong (“Wenchong”) μεταξύ του Απριλίου και Ιουνίου 2004 και της εναρμόνισης αυτών με τους κανόνες του νηογνώμονα, με έμφαση α) στα 26 κονδύλια εργασιών που επεσήμαναν οι ασφαλιστές και στο ότι, αν οι εργασίες, οι οποίες μάλιστα είχαν πολύ μικρό κόστος (1.907,26 δολ ΗΠΑ) σε σχέση με το κόστος της εν λόγω ειδικής επιθεώρησης του έτους 2004 (2,9 εκατομμύρια δολ ΗΠΑ) είχαν γίνει αντικανονικά, αυτό δε θα διέλαθε της προσοχής των επιθεωρητών του νηογνώμονα, που ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω επιθεώρησης, οι οποίοι θα διετύπωναν αντιρρήσεις σε μη κανονικές επισκευές, β) στις εργασίες στη μηχανή, η διενέργεια των οποίων δε χρειαζόταν την παρουσία ενός πραγματογνώμονα του νηογνώμονα, γ) στις επισκευές στα επικλινή ελάσματα των κυτών φορτίου υπ’ αριθμ. 1 και 6, τις οποίες διεξήγαγε το πλήρωμα τον Απρίλιο του έτους 2005, για την οποίαν ανέφερε ότι είναι συνήθης πρακτική να τοποθετούνται από το πλήρωμα επιθέματα, ως μέτρο προσωρινό, τα οποία θα αντικατασταθούν με προσθήκες ενισχυτικών ελασμάτων, όταν αυτό είναι εφικτό, επισκευές οι οποίες εν προκειμένω, αναφέρθηκαν στον πρώτο μηχανικό του νηογνώμονα όταν επιθεωρούσαν το πλοίο στον Quingdao, στην Κίνα, τον Ιούλιο του έτους 2005, για την ειδική επιθεώρηση, ενώ οι εκθέσεις του νηογνώμονα δεν περιέχουν συνήθως καταγραφή για μικροεπισκευές τέτοιου τύπου (οι πληρεξούσιοι των πλοιοκτητών αναφέρουν, ως προς τούτο, ειδικότερα, ότι «στον περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο, δεν είχαμε την ικανότητα να ερευνήσουμε πλήρως αυτό το θέμα με τους πελάτες μας, αλλά όπως θυμούνται οι πελάτες μας, κατά τη διάρκεια περαιτέρω επιθεώρησης, βρέθηκαν κηλίδες νερού στην άνω πλευρική δεξαμενή έρματος κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης από τη Rightship, αυτές οι κηλίδες δεν προκλήθηκαν από διαρροή νερού από τη δεξαμενή και δε χρειάστηκε να γίνει επισκευή στο επικλινές έλασμα στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6»), δ) στην επιθεώρηση που έγινε από την εταιρεία Rightship, ειδικότερα, δε, στο ότι οποιεσδήποτε απαραίτητες επισκευές στα επικλινή ελάσματα προχωρούσαν σύμφωνα με την έγκριση που δινόταν από τον αρχιμηχανικό της εταιρείας και ότι αυτές οι επισκευές αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα στην ετήσια επιθεώρηση τον Ιούλιο του έτους 2005, ε) την επιθεώρηση στο κράτος του λιμένα υποδοχής, για την οποίαν ανέφεραν ότι η γεννήτρια πετρελαίου επισκευάστηκε σε πλήρη επιχειρησιακή κατάσταση μέχρι την 18.4.2006 και ότι ο ισχυρισμός ότι οι διαχειριστές έδωσαν εντολή στον Πλοίαρχο να παραπλανήσει σκοπούμενα τους επιθεωρητές του κράτους λιμένα είναι αβάσιμος. Επίσης, ανέφεραν, με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν μια τέτοια επαγγελματική πρακτική του ασφαλισμένου, ήτοι να παραπλανούν το νηογνώμονα, το κράτος του λιμένα επιθεώρησης και τη σημαία του πλοίου, και σκοπούμενα να αποφεύγουν να αναφέρουν στις αρχές ζητήματα που θα είχαν καθήκον ως πλοιοκτήτες και διαχειριστές. Ότι, τέλος, ακόμη και εάν κάποια από τα ζητήματα που αναφέρονται στην επιστολή, συνιστούν παραβίαση των κανόνων του νηογνώμονα, αυτές οι παραβιάσεις θα είναι μικρές τεχνικές παραβάσεις και δεν είναι ζητήματα που επιφέρουν συνέπειες που έχουν σχέση με τα περιστατικά που το πλοίο βυθίστηκε. Εξάλλου, με τη δεύτερη από τις ανωτέρω επιστολές, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της πλοιοκτήτριας αναφέρθηκαν στις εργασίες συντήρησης στο κατάστρωμα και σε τμήμα του μηχανοστασίου του πλοίου, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ Νοεμβρίου 2005 και Φεβρουαρίου 2006, επ’ ευκαιρία παραμονής του πλοίου στα ναυπηγεία Cosco Zhousan στην Κίνα και Sembawang στην Σιγκαπούρη, όπου βρισκόταν το πλοίο για εργασίες στη μηχανή του πλοίου (στη Σιγκαπούρη, παρουσία του αρχιμηχανικού της εταιρείας κ. Μυλονάκη), με αναλυτική περιγραφή των εργασιών αυτών, χαρακτηριζομένων ως εργασιών ρουτίνας, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα χαλύβδινα ελάσματα, οι δοκοί, οι οριζόντιες και τριγωνικές ράβδοι, οξυγονοακετυλίνη και τα ηλεκτρόδια που αναφέρονται στη δεύτερη, από 26.9.2006, επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων των ασφαλιστών. Επισημάνθηκε, άλλωστε, στην εν λόγω επιστολή ότι «τα χαλύβδινα ελάσματα είχαν πάχος 8 mm, η οριζόντια δοκός είχε πάχος 12 mm και γωνιώδης ράβδος 4 με 6 mm πάχος. Αυτός δεν είναι ο τύπος χάλυβα που θα χρησιμοποιούνταν για χαλύβδινες επισκευές σκάφους. Σε κάθε περίπτωση, καθώς το πλοίο ήταν στα ναυπηγεία εκείνη τη χρονική περίοδο, δεν υπάρχει περίπτωση για το πλήρωμα να έχει αναλάβει εργασίες επισκευής/αντικαταστάσεις … Τα ναυπηγεία δεν θα επιτρέψουν στο πλήρωμα να εκτελέσει τέτοιες εργασίες, καθώς θα επιμείνουν στο να εκτελέσουν αυτές τις εργασίες οι ίδιοι». Σε απάντηση των ισχυρισμών της εδώ πρώτης ενάγουσας – ασφαλισμένης, επί της κατά τα άνω ασκηθείσας αγωγής της ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου της Αγγλίας, οι εκεί εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες, κατέθεσαν, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, εδώ πρώτης εναγομένης, τις από 18.10.2006 προτάσεις άμυνας και ανταγωγή (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τις 1η έως 6η εναγόμενες, υπ’ αριθμ. σχετ. Ζ5/12), επί των οποίων διαλαμβάνεται «δήλωση αληθείας», υπογεγραμμένη από τον εδώ δεύτερο εναγόμενο, σύμφωνα με την οποίαν «οι εναγόμενοι πιστεύουν ότι τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτές τις προτάσεις αμύνης και τμήμα 20 της απαίτησης είναι αληθή». Οι άμυνες που περιέχονται στο εν λόγω δικόγραφο των ασφαλιστών, έχουν ως ακολούθως : Ι. Αρχικά γίνεται αναφορά στα τμήματα 17-20 του Διατάγματος Ναυτικής Ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906), πριν την ολοκλήρωση των συμβάσεων ασφάλισης που ενσωματώθηκαν στην Ασφαλιστική Σύμβαση, η πλοιοκτήτρια (εδώ πρώτη ενάγουσα), γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής πρακτικής, τα εκεί αναφερόμενα γεγονότα, ήτοι, κυρίως, τη διενέργεια επισκευών, οι οποίες δε γνωστοποιήθηκαν στο Νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του, όπως, ένα μέρος αυτών περιγράφεται ήδη στην από 26.9.2006 επιστολή, δηλαδή α) εκθέσεις των μελών του πληρώματος του πλοίου … με ημερομηνία 30.12.2003, που αναφέρουν επισκευές σε ρωγμές στα επικλινή ελάσματα στον νομέα 141 των διπύθμενων δεξαμενών Νο 8 και 9 και μιας ρωγμής στην περιοχή των νομέων υπ’ αριθμ.60-61 στο επικληνές έλασμα της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ. 11, πλην όμως ούτε το γεγονός της ζημιάς ούτε οι επισκευές αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του, β) κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης του πλοίου μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου 2004, στο ναυπηγείο Guangzhon Wechong της Κίνας, διενέργεια ανεπαρκών επισκευών (οι περισσότερες περιγράφονται ήδη στην από 26.9.2006 επιστολή, ως ανωτέρω), με οξυγονοκόλληση και όχι με εξόρυξη και επανασυγκόλληση (οι επισκευές που γίνονται με επιθέματα είναι στην καλύτερη περίπτωση επισκευές προσωρινές και δεν επιτρέπονται από το νηογνώμονα κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης, ενώ οι μόνιμες επισκευές χρειάζονται την τοποθέτηση μιας προσθήκης ενισχυτικού χαλύβδινου ελάσματος), γ) τον Ιούνιο του 2004, στο στροβιλοσυμπιεστή, τον Οκτώβριο του 2004 και τον Ιανουάριο του 2005 στο βασικό κύλινδρο της μηχανής Νο3, το Φεβρουάριο 2005 στο ναυπηγείο Sembawang Shipyard στη Σιγκαπούρη, αντικατάσταση της μηχανής και συγκολλήσεις ρωγμών, το Μάρτιο του 2005, εργασίες τροχίσματος σε 2 κόμβια στροφάλου της γεννήτριας υπ’ αριθμ.3, πλην όμως, ούτε το γεγονός της ζημίας που χρειάζονταν επισκευή ούτε η επισκευή καθεαυτή αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, αλληλογραφία με διαχειριστές, το Μάρτιο του 2005, με αφορμή την επιθεώρηση της Αυστραλιανής εταιρείας Rightship (ορ. ανωτέρω, την από 26.9.2006 πρώτη επιστολή), η οποία σχετίζετο και με επισκευές στο επικλινές έλασμα και τα ελάσματα της διπύθμενης δεξαμενής στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6 καθώς και στα επιθέματα στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.1, πλην όμως ούτε το γεγονός της ζημίας που χρειαζόταν επισκευή ούτε οι απόπειρες επισκευής αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, επιπλέον, δε, οι παραπάνω προσωρινές επισκευές (που τελικά έγιναν από τους εφαρμοστές του πλοίου μολονότι φαίνεται ότι αυτοί δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα εγκεκριμένα από τον IACS) και δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα και δε συμμορφώνονταν με τους κανόνες του νηογνώμονα, τον Απρίλιο του 2005, αντικατάσταση μεταλλικών επιθεμάτων στο Κύτος Νο 1, επισκευές στις διαρροές του κυρτού ελάσματος στην αριστερή δεξαμενή του Κύτους Νο 6 και επισκευές στις διαρροές του Κύτους Νο 6, διενέργεια ταξιδιού του πλοίου από τις 10.9.2005 έως την 16.11.2005, ενώ ο κύλινδρος αρ. 5 είχε υποστεί ζημία και ετέθη εκτός λειτουργίας, πλην όμως ούτε το γεγονός της ζημίας ούτε οι ενέργειες που έγιναν, ούτε οι προσπάθειες επισκευών αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του. Επιπρόσθετα, στο εν λόγω κεφάλαιο των προτάσεων αμύνης αναφέρθηκε ότι μεταξύ 2 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Ιανουαρίου 2006, το μπλοκ της μηχανής που είχε υποστεί ζημιά αντικαταστάθηκε στο ναυπηγείο Cosco Zhousan, χρησιμοποιώντας ένα επισκευασμένο ανταλλακτικό μπλοκ το οποίο είχαν τοποθετήσει στο πλοίο τον Ιούλιο του έτους 2005. Ότι, περαιτέρω, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο, τοποθετήθηκαν προσθήκες ενισχυτικών ελασμάτων για να αντικαταστήσουν επιθέματα στο εμπρόσθιο άκρο του κυρίως καταστρώματος και εκτελέστηκαν δομικές επισκευές χάλυβα στα επικλινή ελάσματα στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου. Έγιναν, επίσης, εργασίες γενικής φύσης στον υπ’ αριθμ. 5 τριβέα ζυγώματος για μια επιθεώρηση ζημιάς, πλην όμως, ούτε το γεγονός της ζημιάς, που χρειαζόταν επισκευή, ούτε οι επισκευές καθεαυτές αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του. Ότι, επιπρόσθετα, στις 30.1.2006, το πλοίο  υπέστη ζημία σε μια σωλήνωση προμήθειας λαδιού λίπανσης στον υπ’ αριθμ. 10 τριβέα ζυγώματος της κύριας μηχανής και έπλευσε προς Σιγκαπούρη με μια μονάδα μηχανής απομονωμένη, όπου παρέμεινε για επισκευές για 22 ημέρες. Στο ναυπηγείο, παραδόθηκε ένας νέος τριβέας ζυγώματος για να αντικατασταθεί ο τριβέας ζυγώματος που είχε υποστεί ζημία. Εξάλλου, στο ναυπηγείο έγιναν εργασίες επίσης στις διαρροές στην περιοχή των διπύθμενων δεξαμενών, ούτε όμως το γεγονός της ζημιάς που χρειάζεται επισκευή, ούτε οι επισκευές καθεαυτές, αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του. Σε συνέχεια των ανωτέρω, οι ασφαλιστές ισχυρίστηκαν ότι πριν την ολοκλήρωση της Ασφάλισης, η Πλοιοκτήτρια και/ή διαχειριστές (managers) του πλοίου είχαν ως επιχειρηματική πρακτική να μην αναφέρουν στο LRS θέματα που γνώριζαν και που ήξεραν ότι έπρεπε να αναφέρουν και/ή να πραγματοποιούν επισκευές χωρίς συμμόρφωση με τους κανόνες και τους κανονισμούς LRS. Τον ισχυρισμό, δε αυτόν (ότι η Πλοιοκτήτρια γνώριζε ή όφειλε, στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής πρακτικής, να γνωρίζει τα προαναφερόμενα ζητήματα), οι Ασφαλιστές, στήριξαν, μεταξύ άλλων (πρόσληψη τεχνικού διευθυντή, που παρευρισκόταν στις επισκευές, ορισμός αρχιμηχανικών για αντιμετώπιση τεχνικών θεμάτων, οι οποίοι λάμβαναν εκθέσεις από το πλήρωμα σχετικά με την τεχνική κατάσταση του πλοίου και ενέκριναν όλες τις επισκευές σε αυτό, ορισμός υπευθύνου Στεριάς, σύμφωνα με τους όρους του κώδικα ISM), και στο ότι α) ο Διοικών την Πλοιοκτήτρια κ. Τ…. (εδώ όγδοος ενάγων), είναι ναυπηγός μηχανικός και έλαβε εκθέσεις από τους αρχιμηχανικούς που επισκέφτηκαν το πλοίο, που απευθύνονταν απευθείας σε αυτόν, επίσης έλαβε εκθέσεις από τον επιχειρησιακό διευθυντή και τον τεχνικό διευθυντή, η γνώση, δε, αυτή, των ως άνω προσώπων, αποδίδεται στην ενάγουσα, για τους σκοπούς  των άρθρων 17 και 20 της ΜΙΑ, β) οι επισκευές που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης στο ναυπηγείο Wenchong αναφέρονται στο λογαριασμό επισκευών που παρείχε το εν λόγω ναυπηγείο, γεγονός από το οποίο συνάγεται ότι το κόστος των επισκευών αυτών εγκρίθηκε από τον ενάγοντα και/ή τους διαχειριστές που είχαν πλήρη γνώση για τη ζημία που επισκευάστηκε και τη φύση και το κόστος των επισκευών που εκτελέστηκαν, γ) καθίσταται φανερό από την αλληλογραφία του Πλοιάρχου και της διοίκησης, με αφορμή την επιθεώρηση της εταιρείας Rightship, ότι οι διαχειριστές είχαν εκτιμήσει πλήρως την κατάσταση του πλοίου και, παρά ταύτα, έδωσαν εντολή στον Πλοίαρχο να αποστείλει παραπλανητικά μηνύματα σε σχέση με την κατάσταση του πλοίου και δεν ενημέρωσαν το νηογνώμονα LRS για τη ζημιά. Ότι, ως εκ τούτου, η πλοιοκτήτρια (εδώ πρώτη ενάγουσα) παρέλειψε να αποκαλύψει ουσιώδη γεγονότα στους ασφαλιστές πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, τα οποία θα είχαν επηρεάσει έναν επιμελή ασφαλιστή στην απόφαση του να συνάψει την σύμβαση ή να καθορίσει το ασφάλιστρο και από την μη αποκάλυψη των οποίων οι ασφαλιστές παρασύρθηκαν στην κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης υπό τους συγκεκριμένους όρους. Επομένως, υπήρχε δικαίωμα ακύρωσης της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία και έγινε με την από 18.10.2006 επιστολή. Η ακύρωση αυτή αφορούσε μόνο την σύμβαση ασφάλισης για το πλοίο A. Τ. και όχι τα λοιπά πλοία υπό την ίδια διαχείριση. ΙΙ. Αναφορικά με τα αίτια της απώλειας του πλοίου, οι Ασφαλιστές απέκρουσαν την παρ.5 της αγωγής της πλοιοκτήτριας (σύμφωνα με την οποίαν η αιτία του ναυαγίου ήταν ένας κίνδυνος της θάλασσας για τον οποίον ήταν ασφαλισμένο το πλοίο, ήτοι ατύχημα ή κρυφή βλάβη στο σκάφος και τα μηχανήματά του) και ισχυρίστηκαν ότι το πλοίο βυθίστηκε υπό συνήθεις καιρικές συνθήκες, με μέγιστο ύψος κύματος 3 με 3,5 μέτρα. Ότι υπό αυτές τις συνθήκες, το πλοίο βρισκόταν σχεδόν κάτω από κανονικό αέρα και κυματισμό και όχι σε θαλάσσιο κίνδυνο, ήταν δε μεγάλων διαστάσεων ειδικά σχεδιασμένο για μακρινά ταξίδια στους νότιους ωκεανούς σε συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές που συνάντησε. Ότι η απώλεια του πλοίου δεν ήταν ατύχημα, καθώς οποιαδήποτε και αν ήταν η επίδραση της θάλασσας και των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, αυτή βρισκόταν μέσα στο πλαίσιο της φυσικής αιτίας (αιτιών) και όχι κάποιου τυχαίου και απρόβλεπτου γεγονότος. Ότι, περαιτέρω, δε γίνεται αποδεκτό ότι οποιοδήποτε ελάττωμα στο κύτος και της μηχανής ήταν λανθάνον και ότι, αν η βύθιση του πλοίου ήταν αποτέλεσμα ελαττώματος από αυτά που αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της τότε αυτό θα μπορούσε να εντοπιστεί με μία σχετικά προσεκτική επιθεώρηση του πλοίου. Επικουρικώς δε, αν η βύθιση του πλοίου ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος ή κρύφιου ελαττώματος, τότε και πάλι η βύθιση συνέβη λόγω έλλειψης δέουσας επιμέλειας από την ενάγουσα και την διαχειρίστρια όπως προβλεπόταν στην σχετική ασφαλιστική σύμβαση. Ειδικότερα εάν, πράγμα που, κατά τα ιστορούμενα στις εν λόγω προτάσεις αμύνης, δε γίνεται αποδεκτό από τους ασφαλιστές, το πλοίο βυθίστηκε λόγω ρωγμών ή ελαττώματος από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους 5 (2) έως (4) της Αγωγής, τότε αυτά ήταν ελαττώματα που εύλογα προσεκτική επιθεώρηση θα είχε αναδείξει και/ή επήλθαν συνεπεία της έλλειψης προσήκουσας επιμέλειας εκ μέρους της Πλοιοκτήτριας ή της διαχείρισης του πλοίου. Ειδικότερα, λόγω των ρωγμών στα κεκλιμένα ελάσματα, στις φρακτές και στις πλευρές των δεξαμενών που επικαλέστηκαν στο προαναφερόμενο κεφάλαιο των προτάσεων οι ασφαλιστές και τις μη ικανοποιητικές επισκευές των παραπάνω, η ενάγουσα και οι πλοιοκτήτες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ελαττωματική κατάσταση των φρακτών του πλοίου ή ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος οι φρακτές να είναι ελαττωματικές. Η ενάγουσα και οι πλοιοκτήτες γνώριζαν ή όφειλαν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να γνωρίζουν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες υπήρχε σημαντικός κίνδυνος απώλειας της κατασκευαστικής ακεραιότητας γενικώς, μέσω του κύτους Νο 6. Ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, αν η Πλοιοκτήτρια ή οι διαχειριστές έδειχναν επιμέλεια και/ή διενεργούσαν εύλογα προσεκτική επιθεώρηση, η Πλοιοκτήτρια ή οι διαχειριστές θα διενεργούσαν επιθεώρηση των κάτω διαμηκών, των κάτω πλαϊνών εξωτερικών ελασμάτων, ειδικά αυτών του αμπαριού Νο 6 και θα είχαν ανακαλύψει τις όποιες ρωγμές ή αδυναμίες εκεί πριν την αναχώρηση του πλοίου από τη Βραζιλία.    III. Εναλλακτικά, ένας αιτιώδης σύνδεσμος της απώλειας του πλοίου ήταν η κατάσταση αναξιοπλοϊας αυτού όταν μπήκε στη θάλασσα στις 13.4.2006 και η ενάγουσα γνώριζε ή αλλιώς έκανε τα «στραβά μάτια», σχετικά με την αξιόπλοη κατάσταση του πλοίου, με συνέπεια ο ασφαλιστής να μη φέρει ευθύνη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39(5) της Μ.Ι.Α. 1906. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού, οι Ασφαλιστές επαναλαμβάνουν τα προαναφερόμενα επιχειρήματά τους, ήτοι ότι η πιο πιθανή αιτία της βύθισης του πλοίου ήταν η υπολειπόμενη από τις προδιαγραφές αντοχή των διαμηκών μπουλμέδων (φρακτών) ανάμεσα στα κύτη 6/7 κσι 5/6, η οποία δεν επισκευάστηκε προσηκόντως. Η κατασκευαστική αδυναμία του Νο 6 κύτους πιθανότατα προκάλεσε τον χωρισμό των φρακτών από το πλευρικό έλασμα του κελύφους, αφήνοντας το πλευρικό έλασμα του κελύφους χωρίς στήριξη. Στην κατάσταση μη στήριξης, τα πλευρικά ελάσματα του κελύφους ράγισαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του πλοίου και, ως εκ τούτου, προκλήθηκε εισροή θαλάσσιου ύδατος στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6. Ότι περαιτέρω ή εναλλακτικά, τα ελαττώματα στις φρακτές ανάμεσα στα κύτη 6/7 και 5/6 επέτρεψαν στη μεταγενέστερη εισροή ύδατος ανάμεσα στα κύτη του πλοίου, η οποία αυτή καθεαυτή ήταν η προσεγγίζουσα αιτία της βύθισης του πλοίου. Ότι τα ελαττώματα αυτά ήταν γνωστά στον κ. Τ…. και/ή τον τεχνικό διευθυντή του πλοίου, του οποίου η γνώση θεωρείται γνώση της πλοιοκτήτριας. Ότι εάν, πράγμα που δε γίνεται αποδεκτό από τους Ασφαλιστές, η Ενάγουσα/πλοιοκτήτρια δεν είχε πραγματική γνώση των ελαττωμάτων, αυτό μπορεί να συνέβη μόνο επειδή δεν έδωσαν σημασία σε αυτά τα ζητήματα και να υποψιαστούν ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο και σκοπίμως δεν ρώτησαν για την κατάσταση αυτών των ελαττωμάτων και την επάρκεια των επισκευών, λόγω του φόβου να επιβεβαιωθούν οι υποψίες τους. Τέλος, με την ανταγωγή που ασκήθηκε σωρευτικά με τις προτάσεις άμυνας, οι Ασφαλιστές ζήτησαν να γίνει δήλωση ότι δικαιούνταν να αποφύγουν εξ αρχής της Σύμβαση Ασφάλισης και πράγματι το έκαναν με την από 18.10.2006 επιστολή τους. Στην αρχική αυτή Άμυνα των ασφαλιστών, η πλοιοκτήτρια απάντησε με την από 6.12.2006 Απάντηση στην Άμυνα και την Ανταγωγή (προσαγόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες πειστήριο 19, συνημμένο σε σχετικό 22), όπου, με αίτημα να αποδειχθούν τα από την ίδια ισχυριζόμενα, διέλαβε εκτενείς απαντήσεις, σε κάθε έναν από τους ισχυρισμούς των Ασφαλιστών, συνομολόγησε τη διενέργεια κάποιων εργασιών επί του πλοίου εκ των αναφερομένων στις προτάσεις αμύνης των Ασφαλιστών καθώς και το γεγονός ότι η γνώση του κ. Τ…., ως εντολέα της πλοιοκτήτριας και προέδρου της διαχειρίστριας ΟΜΕ, τυγχάνει «γνώση του ενάγοντα για τους σκοπούς του Marine Insurance Act 1906, αλλά και ότι ο κ. Δ.ς ήταν Γενικός Διευθυντής της πλοιοκτήτριας και της ΟΜΕ, που είχε την καθημερινή ευθύνη για τη διαχείριση του στόλου των πλοίων που βρίσκονταν στην κυριότητα των εταιρειών των οποίων ο Τ…. είναι εντολέας, και κατά τα λοιπά αρνήθηκε τους ισχυρισμούς των τελευταίων, ισχυριζόμενη κυρίως ότι δεν υπήρχε υποχρέωση ενημέρωσης του Νηογνώμονα για μικρής κλίμακας επισκευές ή επισκευές ρουτίνας που διεξήχθησαν στο πλοίο, ότι οι επισκευές που διεξήχθησαν στο πλοίο δεν ήταν μη ικανοποιητικές και δεν παραβίασαν του κανονισμούς του Νηογνώμονα LRS και ήταν επισκευές που θα είχαν εγκριθεί από το Νηογνώμονα (εάν όντως δεν εγκρίθηκαν), σε κάθε δε περίπτωση, διεξήχθησαν υπό την επίβλεψη και τη γνώση των επιθεωρητών του Νηογνώμονα και δεν υπήρχε κάποια συνειδητή απόφαση να μην πληροφορηθεί ο νηογνώμονας, ενώ ήταν γνωστό ότι έπρεπε να πληροφορηθεί, ενώ αρνείται ότι η ίδια ή οι διαχειριστές του πλοίου είχαν μια επιχειρηματική πρακτική να μην αναφέρουν στο νηογνώμονα ζητήματα τα οποία ένας από τους δύο γνώριζε, ούτε τέτοια πρακτική ήταν «προφανής» από τα ζητήματα που προβάλουν οι Ασφαλιστές. Eιδικά αναφορικά (i) με τις επισκευές στα κύτη φορτίου τον Απρίλιο του έτους 2005, η ενάγουσα εξέθεσε ότι, εφόσον δεν επικαλύπτονται από αυτές που εκτελέστηκαν σε σχέση με την περιοχή του πλοίου που αναφέρεται στην υποπαράγραφο 19 της έκθεσης Rightship, οι επισκευές που επισκευάστηκαν στα κύτη φορτίου ήταν μικρές και έγιναν κατάλληλες επισκευές από τα μέλη του πληρώματος, αρνούμενη ότι ο νηογνώμονας δε γνώριζε τις μικροβλάβες που αναδείχθηκαν ή τις επισκευές ρουτίνας, που επικαλέστηκαν για να επισκευαστούν αυτές οι ζημιές, καθώς και το ότι υπήρχε υποχρέωσή τους να αναφέρουν στο νηογνώμονα είτε το γεγονός της μικρής ζημιάς για την οποία γίνεται αναφορά, είτε τις επισκευές ρουτίνας που εκτελούνται, (ii) με τις εργασίες στο ναυπηγείο COSCO στο Zhousan, (η πλοιοκτήτρια) ανέφερε ότι το πλήρωμα εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να εκτελέσει εργασίες ρουτίνας και συντήρησης στο κύριο κατάστρωμα και σε τμήματα της κύριας μηχανής και αρνήθηκε ότι έγιναν «χαλύβδινες δομικές επισκευές», από το πλήρωμα ή το ναυπηγείο, στις δεξαμενές έρματος και στις διπύθμενες δεξαμενές, ενώ, επίσης, (iii) αρνήθηκε ότι έγιναν οποιεσδήποτε εργασίες σε διαρροές στην περιοχή των διπύθμενων δεξαμενών του πλοίου ενώ το πλοίο ήταν στη Σιγκαπούρη). Πλέον ειδικά, αναφορικά με τις βλάβες που προβλήθηκαν από την εκεί ενάγουσα / πλοιοκτήτρια στα πραγματικά γεγονότα της απαίτησής της (με την κρινόμενη στο Εμπορικό Δικαστήριο της Αγγλίας αγωγή, παράγραφοι 5 (2) έως (4) των πραγματικών γεγονότων της απαίτησης), η πλοιοκτήτρια ισχυρίσθηκε ότι αυτές ήταν κρυφές βλάβες που δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν με επιμελή επιθεώρηση και δεν τις ανακάλυψε ο ενάγων ή νηογνώμονας LRS σε οποιοδήποτε στάδιο, παρά το γεγονός της διενέργειας ενός επιμελούς και κατάλληλου προγράμματος συντήρησης και επισκευών. Επιπρόσθετα, ισχυρίσθηκε ότι δεν υπήρξαν «μη κατάλληλες» επισκευές που να διεξήχθησαν στο πλοίο, είτε κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης (υπό την επίβλεψη του νηογνώμονα LRS) ή άλλως. Το πλοίο ήταν επιμελώς συντηρημένο από τον ενάγοντα και για κανένα από τα ζητήματα που προβάλλονται υπό την παράγραφο 5 ή άλλως ήταν ο ενάγοντας (και ή οι πλοιοκτήτες του πλοίου, ανάλογα σε ποιους απευθύνεται ο ισχυρισμός) που γνώριζε ή θα έπρεπε να γνωρίζει, για οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία να έχουν υποστεί οι φρακτές του πλοίου ή οποιοσδήποτε κίνδυνος, ούτε υπήρχε (από μόνος του οποιοσδήποτε σημαντικός) κίνδυνος απώλειας της δομικής ακεραιότητας στην περιοχή του κύτους φορτίου υπ’ αρ.6. Ότι η οποιαδήποτε βλάβη ή βλάβες που προκάλεσαν αιτιωδώς τη ζημία ήταν κρυφές βλάβες, για τις οποίες ο ενάγοντας δεν γνώριζε τίποτα απολύτως (και οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν με επιμέλεια). Ότι, για την αποφυγή αμφιβολιών, στην έκταση που οι εναγόμενοι αποδείξουν ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος της απώλειας του πλοίου ήταν κάποιο από τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους (b) ή (c) των πραγματικών γεγονότων που αναφέρονται στην παράγραφο 16, ο ενάγοντας θα επικαλεστεί ότι αυτές ήταν κρυφές βλάβες που δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν με επιμέλεια. Ότι, περαιτέρω, καμία από τις επιθεωρήσεις δεν αποκάλυψε οποιεσδήποτε βλάβες στο σκάφος του πλοίου, που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την ξαφνική και καταστροφική παραβίαση της ακεραιότητάς του που προκάλεσε το ναυάγιο. Ότι, τέλος, ούτε η ενάγουσα ούτε ο κ. Τ…., ούτε ο Τεχνικός Διευθυντής της ΟΜΕ είχε κάποια γνώση, πραγματική ή άλλη, ότι το πλοίο ήταν αναξιόπλοο όταν έπλευσε στις 13.4.2006 (εάν ήταν) και δεν υπήρχε λόγος να υποπτευθούν ότι ήταν έτσι. Εν τέλει, αρνήθηκε ρητώς (1) ότι οι φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου 6/7 και 5/6 είχαν επισκευαστεί μη ικανοποιητικά από την ενάγουσα κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου, (2) ότι ο κ. Τ…. είχε κάποια πραγματική ή ενδόμυχη γνώση των επικαλούμενων μη ικανοποιητικών επισκευών των φρακτών, (3) ότι η γνώση του τεχνικού διευθυντή της ΟΜΕ αποδίδεται στην ενάγουσαγια το σκοπό της παραγράφου 39 (5) του ΜΙΑ 1906, (4) ότι ο τεχνικός διευθυντής της ΟΜΕ, κ. Α. Β.ς είχε οποιαδήποτε πραγματική ή ενδόμυχη γνώση των επικαλούμενων μη ικανοποιητικών επισκευών στις φρακτές. Ακολούθως, η εδώ ενάγουσα / πλοιοκτήτρια κατέθεσε και την από 15.1.2007 Αίτηση για παροχή επιπρόσθετων πληροφοριών από τους εναγόμενους για διευκρινίσεις σχετικά με τις αρχικές «προτάσεις άμυνας» των ασφαλιστών, έκτασης 30 σελίδων (προσαγόμενο και επικαλούμενο από τους 1η – 5η εναγόμενους υπ’ αριθμ. σχετικό Ζ5/15, σε αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική). Περαιτέρω, την 26n Ιανουαρίου 2007 έλαβε χώρα ενώπιον του Δικαστή του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Αγγλίας κ. Tomlinson η λεγόμενη συνδιάσκεψη διαχείρισης της υπόθεσης (Case Management Conference, εφεξής και «CMC») σε σχέση με την αγωγή της … εναντίον των ασφαλιστών, κατά την οποία ρυθμίζονται οργανωτικά θέματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας. Από τα πρακτικά της CMC (προσαγόμενο και επικαλούμενο από τους 1η – 5η ενάγοντες, σε αποσπασματική μετάφραση, υπ’ αριθμ. Ζ5/16), συνάγεται ότι ο ίδιος ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πλοιοκτήτριας αναφέρει  ότι  η   μόνη  βάση  του  ισχυρισμού  περί  αναξιοπλοΐας  του πλοίου σε εκείνη την φάση ήταν ότι μη προσήκουσες επισκευές έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης στο Wenchong της Κίνας στα μέσα του 2004. H ενάγουσα  πλοιοκτήτρια  δήλωσε ότι αναμένει να προσκομίσει 15 με 20 μαρτυρικές καταθέσεις και ότι αναμενόταν να καλέσει μάρτυρες προς υποστήριξη της αγωγής της, προσκόμισε, δε, κατάλογο εγγράφων που είχαν παρασχεθεί ήδη από την ίδια στους πληρεξουσίους δικηγόρους των ασφαλιστών, προς υποστήριξη της ασφαλιστικής της απαίτησης (σχετικά Ζ5/17 και Ζ5/18 εναγομένων). Ο Δικαστής κ. Tomlinson σε συνέχεια της CMC εξέδωσε την από 26.1.2007 Διαταγή (σχετικό 1ης – 5ης εναγομένων, υπ’ αριθμ. Ζ5/19) σύμφωνα με την οποίαν : (α) Γινόταν δεκτή αίτηση της πλοιοκτήτριας για τροποποίηση της Απάντησης της στην Άμυνα των ασφαλιστών. (β) Η ανταλλαγή («disclosure») εγγράφων θα γινόταν την 30η Μαρτίου 2007. Θα περιλάμβανε και ηλεκτρονικά έγγραφα, ενώ δόθηκε και εντολή στα μέρη να φροντίσουν να διατηρήσουν τα έγγραφα που τηρούνται σε ηλεκτρονικά μέσα. (γ) Οι καταθέσεις μαρτύρων θα ανταλλάσσονταν μεταξύ των μερών μέχρι την 25η Μαΐου 2007. (δ) Προβλεπόταν η σύνταξη εκθέσεων εμπειρογνωμόνων διορισθέντων από τα μέρη και συγκεκριμένα από ένα εμπειρογνώμονα για κάθε μέρος για κάθε έναν από τους ακόλουθους τομείς : (1) επιθεώρηση πλοίων, (2) ναυπηγική, (3) μεταλλουργική, (4) διαχείριση πλοίων, (5) ασφάλιση πλοίων, (6) κανόνες και κανονισμοί Νηογνώμονα, οι οποίες θα ανταλλάσσονταν ταυτόχρονα μέχρι την 21η Σεπτεμβρίου 2007. Θα ακολουθούσε δε συνάντηση των εκατέρωθεν εμπειρογνωμόνων κάθε τομέα μέχρι και την 19η Οκτωβρίου 2007 και σύνταξη κοινού πρακτικού της εν λόγω συνάντησης μέχρι την 2α Νοεμβρίου 2007. Υπήρξε δε και πρόβλεψη για τυχόν συμπληρωματικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων μέχρι και την 16η Νοεμβρίου 2007. Σε περίπτωση μη συμφωνίας μεταξύ των μερών, τα μέρη είχαν την δυνατότητα να καλέσουν τους διορισθέντες εμπειρογνώμονες και ως μάρτυρες κατά τη συζήτηση της αγωγής. Η ημερομηνία της δίκης προσδιορίστηκε στις 14.1.2008 από τη Γραμματεία του Εμπορικού Δικαστηρίου, επί τη βάσει του προκαταρκτικού υπολογισμού ότι η διάρκεια της δίκης θα ήταν 6 εβδομάδες. Η ανταλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των διαδίκων πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιουνίου 2007. Οι μαρτυρικές καταθέσεις που επιδόθηκαν από τους H. D. για λογαριασμό των Ασφαλιστών του Λ. περιλαμβάνουν τις επίδικες μαρτυρικές καταθέσεις, ήτοι (1) μία μαρτυρική κατάθεση είκοσι επτά (27) σελίδων, ημερομηνίας 9 Φεβρουαρίου 2007, που υπεγράφη από τον κ. M. ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα και (2) μία συμπληρωματική μαρτυρική κατάθεση δύο (2) σελίδων, ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 2007, που υπεγράφη από τον ανωτέρω, στις 13.2.2007. Οι εν λόγω μαρτυρικές καταθέσεις περιείχαν πολυάριθμους λεπτομερείς ισχυρισμούς σχετικά με την κατάσταση του πλοίου, τους οποίους δεν είχαν επικαλεστεί μέχρι τότε οι Ασφαλιστές του Λονδίνου στις Προτάσεις τους αμύνης και την ανταγωγή τους. Για το λόγο αυτό προσδιορίστηκε μια περαιτέρω προκαταρκτική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστή κ. Cooke στις 3 Αυγούστου 2007, κατά την οποίαν ο Δικαστής εξέδωσε διάφορες πρόσθετες διαταγές, σε συνέχεια των οποίων, οι H. D., ενεργούντες για λογαριασμό των Ασφαλιστών του Λ., επέδωσαν στην πρώτη ενάγουσα, στις 3.8.2007, μία συμπληρωματική μαρτυρική κατάθεση 18 σελίδων υπογεγραμμένη από τον κ. Μ., με ημερομηνία 25.7.2007. Εξάλλου, σε γνώση της πλοιοκτήτριας, περιήλθε μία ακόμη ένορκη βεβαίωση δεκαεννέα (19) σελίδων, που δόθηκε από τον Μ. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 2007, με αριθμό ….., η οποία δόθηκε κατόπιν αιτήσεως της Ελένης χήρας Παναγιώτη Β., της Παναγούλας, χήρας Ι. Κ. και της Μ.  Ν. Μ. (βλ. σχετικό εναγομένων υπ’ αριθμ. Ζ5/13, σε συνδυασμό συνημμένα στο υπ’ αριθμ. 22 σχετικό εναγόντων, ως πειστήρια υπ’ αριθμ. 38 έως και 41). Ακολούθως, οι προτάσεις αμύνης και η ανταγωγή των ασφαλιστών τροποποιήθηκαν δυνάμει της διαταγής του Δικαστού κ. Cooke  με ημερομηνία 2.8.2007. Η από 25.7.2007 τροποποιημένη άμυνα και ανταγωγή των Ασφαλιστών (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από 1ης – 5ης εναγομένων, υπ’ αριθμ. Ζ5/22), η οποία επιδόθηκε στους πληρεξουσίους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας στις 3.8.2007, διαλαμβάνει τους εξής νέους ισχυρισμούς (οι προσθήκες των σχετικών ισχυρισμών υποδεικνύονται με υπογραμμισμένο κείμενο στην τροποποιημένη Άμυνα των ασφαλιστών, ενώ οι αρχικοί αμυντικοί ισχυρισμοί των Ασφαλιστών παρέμειναν ως είχαν), οι οποίοι συνοπτικά έχουν ως ακολούθως : (α) Τον Νοέμβριο του 2005 η κατάσταση του πλοίου ήταν τέτοια που όταν έμπαινε νερό σε μία από τις διπύθμενες δεξαμενές της δεξιάς πλευράς του πλοίου, η διπλανή διπύθμενη δεξαμενή άρχιζε επίσης να έχει εισροή ύδατος (οι εναγόμενοι πιστεύουν ότι πρόκειται είτε για τη δεξαμενή υπ’ αριθμ.5 που ήταν κοινή με την υπ’ αριθμ.7 δεξαμενή είτε την υπ’ αριθμ. 7 δεξαμενή που ήταν κοινή με την υπ’ αριθμ.9 δεξαμενή) και ότι τα ελαττώματα αυτά δεν γνωστοποιήθηκαν στον Νηογνώμονα κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών, (β) Ότι κατά τη διάρκεια παραμονής του πλοίου στο ναυπηγείο Cosco στο Zhoushan της Κίνας μεταξύ 2 Δεκεμβρίου 2005 και 21 Ιανουαρίου 2006 όπου γίνονταν εργασίες επισκευής της κύριας μηχανής και, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο ναυπηγείο, τοποθετήθηκαν προσθήκες ενισχυτικών ελασμάτων για να αντικαταστήσουν επιθέματα στο πρωραίο άκρο του κυρίως καταστρώματος και εκτελέστηκαν δομικές επισκευές χάλυβα στα επικλινή ελάσματα στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου, ο ναύκληρος μαζί με τον ναύτη Vasquez εντόπισαν στο διάφραγμα της δεξαμενής διπυθμένων πίσω από την αποθήκη φορτίου υπ’ αριθμ. 7, ευρεία ρωγμή πλάτους 1 εκατοστού, καθώς και ρωγμές παρόμοιου τύπου. Ότι όταν ο λοστρόμος έλεγξε τις ρωγμές χτυπώντας την επικάλυψη του διαφράγματος με ένα σφυρί, τούτο διαπέρασε την κατασκευή σε πολλά σημεία. Ότι όταν ο λοστρόμος χρησιμοποίησε απόξεστρο για να απομακρύνει την σκουριά, σε  μερικά σημεία το απόξεστρο διαπερνούσε και έφτανε μέχρι την γειτονική δεξαμενή. Ότι τα ανωτέρω αναφέρθηκαν στον Υποπλοίαρχο και έπειτα επιθεωρήθηκαν οι βλάβες από τον επιθεωρητή του πλοίου κ. Σταθάκη. Ο κ. Σταθάκης επιθεώρησε και τις άλλες διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου μαζί με 2 μανταδόρους από τις Φιλιππίνες και διαπιστώθηκε ότι ευρίσκοντο σε εξίσου κακή κατάσταση. Ότι μετά τις εν λόγω επιθεωρήσεις οι εργάτες του ναυπηγείου άνοιξαν τα κεκλιμένα ελάσματα στις αποθήκες φορτίου 2 και 6 προκειμένου να υπάρχει πρόσβαση στις διπύθμενες δεξαμενές και τις άνω πλευρικές δεξαμενές. Ότι στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικές εργασίες στη μεταλλική κατασκευή των δεξαμενών διπυθμένων πίσω από τις αποθήκες φορτίου 2 και 8, συμπεριλαμβανομένης κατεργασίας εν θερμώ, απομάκρυνσης του παλιού χάλυβα που είχε κοπεί και της ενσωμάτωσης νέου χάλυβα. Ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών και αφού έκλεισαν τα ανοίγματα πρόσβασης οι δεξαμενές διπυθμένων γεμίστηκαν με νερό και δοκιμάστηκε η υδατοστεγανότητά τους. Εντοπίστηκε διαρροή σε όλα τα επιθέματα (με χειρότερη την περίπτωση της αποθήκης φορτίου αριθ.6 στη δεξιά πλευρά του πλοίου). Ότι έγιναν συμπληρωματικές εργασίες συγκόλλησης στη συνέχεια, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν διαρροές, με τη  μορφή στάγδην διαρροής. Ότι το κοινό διάφραγμα στο οποίο γίνεται αναφορά στην παράγραφο mm δοκιμάστηκε με την πλήρωση μίας εκ των δεξαμενών και αφήνοντας άδεια την γειτονική δεξαμενή. Βρέθηκε ότι ακόμα περνούσε νερό από το επιδιορθωμένο διάφραγμα και έγιναν περαιτέρω εργασίες εν θερμώ εντός της δεξαμενής. Ότι επισκευή εκτελέστηκε στο μπροστινό άκρο μίας εκ των αποθηκών φορτίων, πιθανότατα της υπ’ αριθμ.5 και η συγκόλληση έγινε πάνω στην ήδη υπάρχουσα, χωρίς προσυγκολλητική κοπή. Ότι, αφού το πλοίο αποχώρησε από το ναυπηγείο και αγκυροβόλησε, υπήρχαν ακόμη διαρροές από τις δεξαμενές στις αποθήκες φορτίου λόγω των συγκολλήσεων μέσω των ένθετων πλακών. Ότι ενώ ήταν αγκυροβολημένο, το πλοίο έχασε την αριστερή του άγκυρα και παρέμεινε αγκυροβολημένο για μερικές ημέρες μέχρι να βρεθεί η χαμένη άγκυρα. Ότι, ενώ το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, το προσωπικό του ναυπηγείου πραγματοποίησε περαιτέρω επισκευές συγκόλλησης στην ραφή συγκολλήσεως των ένθετων πλακών στις κεκλιμένες πλευρικές δεξαμενές εντός των αποθηκών φορτίου. Ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκαν επισκευές στα ανοίγματα διαρροών στις πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές. Ότι, κατά το ταξίδι από την Κίνα στην Σιγκαπούρη, όλες οι αποθήκες φορτίου, με εξαίρεση την αποθήκη αριθμ.1, υπέστησαν διαρροές από όλες τις διπύθμενες δεξαμενές εντός των αποθηκών φορτίου, μέσα από τις νέες συγκολλήσεις στις πλάκες και τις συγκολλήσεις στις πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές. Ότι ούτε οι βλάβες ούτε οι επισκευές γνωστοποιήθηκαν στον νηογνώμονα κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών. (γ)  Ότι, κατά την παραμονή του πλοίου στην Σιγκαπούρη, φορτώθηκαν επιπλέον μπουκάλες οξυγονοακετυλίνης. Εκεί, υπήρχε ακόμη «στάγδην διαρροή», μέσω των δεξαμενών διπυθμένων και ότι οι δεξαμενές διπυθμένων υπ’ αριθμ. 8 και 9, καθώς και οι πλευρικές υπό το κατάστρωμα δεξαμενές κρατήθηκαν κάτω από το επίπεδο των ένθετων πλακών χάλυβα για την αποφυγή διαρροών εντός της αποθήκης φορτίου. (δ) Ότι ένας από τους αρχιμηχανικούς που διόριζε η πλοιοκτήτρια (που οι εναγόμενοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, αλλά πιστεύουν ότι μπορεί να ήταν ο κ. Στούμπος), επιβιβάστηκε στο πλοίο στη Σιγκαπούρη το Νοέμβριο του έτους 2005 και παρέμεινε στο πλοίο μέχρι που το πλοίο αναχώρησε από το ναυπηγείο Cosco στο Zhousan της Κίνας. Ένας άλλος αρχιμηχανικός ο κ. Σταθάκης επιβιβάστηκε στο πλοίο στο ναυπηγείο της Cosco στο Zhousan της Κίνας. Δύο αρχιμηχανικοί του ενάγοντα επιβιβάστηκαν στο πλοίο στη Σιγκαπούρη τον Φεβρουάριο του έτους 2006. (ε) Ότι όταν οι διασωθέντες έφτασαν στο Durban της Νοτίου Αφρικής, ο δέκατος ενάγων, κ. Δ.ς και ένας άλλος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, που δήλωσε ναυπηγός της εταιρείας, ενημέρωσαν του επιζήσαντες ότι κατά την ανάκριση έπρεπε να πουν ότι το πλοίο βρισκόταν σε καλή κατάσταση και ότι δεν υφίστατο κανένα πρόβλημα. Ότι την επόμενη μέρα ο εν λόγω ναυπηγός είπε στο ναύκληρο (ενν. Μ.) να μην αναφέρει τίποτα σχετικά με τις επισκευές στη μεταλλική κατασκευή που πραγματοποιήθηκαν στην Κίνα, ούτε σχετικά με τις διαρροές στις δεξαμενές. Ότι, από τα ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι εν λόγω οδηγίες τους δόθηκαν διότι ο κ. Δ.ς και οι λοιποί εκπρόσωποι γνώριζαν ότι το πλοίο δε βρισκόταν σε καλή κατάσταση και πίστευαν ότι, μέχρι να τους δοθεί άλλη εντολή, οι επιζήσαντες δεν θα έπρεπε να αναφέρουν κάτι τέτοιο. (ζ) Ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Βραζιλία, οι ένθετοι συγκολλημένοι αρμοί στα αμπάρια υπ’ αριθμ. 2, 3, 4, 8 και 9 άρχισαν να έχουν μεγαλύτερη διαρροή ύδατος (με το αμπάρι με αριθμ.3 να εμφανίζει τη μεγαλύτερη). Περίπου 3 με 5 μέρες πριν από την άφιξη του πλοίου στη Βραζιλία, η στάθμη του νερού σε όλες τις διπύθμενες δεξαμενές μειώθηκε σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των ένθετων αρμών και οι εφαρμοστές μηχανικοί του πλοίου συγκόλλησαν τα σημεία διαρροής. Ότι μετά την αναχώρηση του πλοίου από την Βραζιλία βρέθηκε νερό στην διπύθμενη δεξαμενή υπ’ αριθμ. 8 και στις δεξαμενές υπ’ αριθμ. 2 και 3 που έπρεπε να αντλείται κάθε δεύτερη μέρα. (η) Ότι, επιπλέον, λόγω των ετήσιων επιθεωρήσεων των υπ’ αριθμ. 4 μέχρι 9, 10 και 11 διπύθμενων δεξαμενών, υπ’ αριθμ. 13 μέχρι 14 και 17 μέχρι 18 άνω πλευρικών δεξαμενών, υπ’ αρ.2 μέχρι 8 των ελασμάτων του κενού χώρου που συνδέει το κατάστρωμα με την σταγνή φρακτή του κύτους, υπ’ αριθμ. 1 και 3 μέχρι 6 κύτη φορτίου και υπ’ αριθμ.1 μέχρι 3 παράφραγμα που έλαβε χώρα μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2006 η ενάγουσα και οι διαχειριστές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν για την ελαττωματική κατάσταση των φρακτών του πλοίου ή ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος οι φρακτές να είναι ελαττωματικές. Εξάλλου, οι τροποποιημένες, δυνάμει της διαταγής του Δικαστή κ. Cooke της 2.8.2007, προτάσεις άμυνας και ανταγωγή των ασφαλιστών (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, πειστήριο 22, συνημμμένο σε σχετικό 22), διαλαμβάνουν, επιπροσθέτως, τους κάτωθι ισχυρισμούς : (θ) Ότι το Σεπτέμβριο του 2005, το πλοίο είχε μια διαρροή στην περιοχή του κιβωτίου αναρρόφησης ή του σωλήνα αναρρόφησης της αντλίας φωτιάς έκτακτης ανάγκης, προκαλώντας εισροή θαλάσσιου ύδατος στο παράφραγμα έμπροσθεν του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.7. Ότι η ποσότητα εισροής νερού ήταν τέτοια, ώστε κατά τη χρονική στιγμή του ταξιδιού από τη Σιγκαπούρη προς την Κίνα, το Νοέμβριο του 2005, έπρεπε να αντλείται νερό από το παράφραγμα κάθε δύο ώρες, πλην όμως ούτε το γεγονός της ζημίας στην σωλήνα αναρρόφησης ούτε η διάρρηξη της ακεραιότητας της στεγανότητας του πλοίου αναφέρθηκαν στο νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του. Ότι, περαιτέρω, η εισροή νερού στο παράφραγμα προκάλεσε ζημιά στην αντλία φωτιάς έκτακτης ανάγκης, καθιστώντας την μη λειτουργική λόγω της εισροής νερού στα μηχανήματα, γεγονός που συνιστά παραβίαση των απαιτήσεων του κανονισμού SOLAS κεφ.ΙΙ-2 και δεν αναφέρθηκε στο νηογνώμονα. (ι) Ότι, κατά την παραμονή στη Σιγκαπούρη, όπου έγιναν επισκευές στο πλοίο για 22 ημέρες, η διαρροή στην περιοχή του κιβωτίου της αναρροφητικής αντλίας ή στην σωλήνωση αναρρόφησης της αντλίας φωτιάς έκτακτης ανάγκης διακόπηκε με την τοποθέτηση πώματος από τους δύτες, επισκευές που δεν εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του Νηογνώμονα. (ια) Ότι η αναξιοπλοϊα οφείλεται στο ότι οι φρακτές του πλοίου είχαν αντοχή κάτω του κανονικού κατά την έναρξη του ταξιδιού. Ότι η περισσότερο πιθανή αιτία της απώλειας του πλοίου είναι μια δομική βλάβη στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ.8 ,στην αριστερή πλευρά, η οποία είχε επισκευαστεί μη ικανοποιητικά. Η κάτω της κανονικής αντοχή αυτής της δεξαμενής και/ ή πιθανόν να οδήγησαν στην ανεπάρκεια της δομικής στήριξης για τα πλευρικά ελάσματα. Συγκεκριμένα, οι ραφές που είχαν συγκολληθεί στο διπύθμενο υπ’ αριθμ.8 δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τις ασκούμενες δυνάμεις αντοχής και κάμψης οι οποίες ασκούνταν σε αυτές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του πλοίου. Ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας της δομικής στήριξης του πλευρικού ελάσματος του κελύφους στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.8, τα πλευρικά ελάσματα του κελύφους ράγισαν κατά την διάρκεια της λειτουργίας με συνέπεια την εισροή θαλάσσιου ύδατος στην διπύθμενη δεξαμενή υπ’ αριθμ.8 και/ή το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6. Επιπλέον ή άλλως, η δομική αδυναμία των πρωραίων και πρυμναίων υδατοστεγών εγκάρσιων φρακτών του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.6 (ήτοι μεταξύ των κυτών φορτίου 6/7 και 5/6) λόγω μη ικανοποιητικών επισκευών επέτρεψαν την πλημμύρα να προχωρήσει από το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ. 6 στα κύτη φορτίου υπ’ αριθμ.7 και 5. Η πλημμύρα των κυτών φορτίου υπ’ αριθμ. 7 και 5, επιπρόσθετα του υπ’ αριθμ. 6 κύτους φορτίου, προκάλεσε την κοπή του πλοίου. Eξάλλου, η πρώτη ενάγουσα κατέθεσε την από 7.12.2007 Αίτηση της ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους 1η – 5η εναγομένους, υπ’ αριθμ. σχετικό Ζ5/25) ζητώντας να της επιτραπεί η τροποποίηση της Αγωγής της προκειμένου να προστεθεί το εξής εδάφιο «5Α. Αν (που για την αποτροπή αμφιβολιών το αρνούμαστε) οποιοδήποτε ελάττωμα που προκάλεσε την απώλεια του Πλοίου δεν ήταν κρύφιο ελάττωμα και/ή ήταν δυνατό ή έπρεπε να είχε εντοπιστεί πριν από την απώλεια από τον Πλοίαρχο, τους Αξιωματικούς ή το Πλήρωμα του Πλοίου (ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο), η Ενάγουσα θα υποστηρίξει ότι το (ή ένα) άμεσο αίτιο της απώλειας του Πλοίου ήταν η αμέλεια, ανικανότητα ή σφάλμα κρίσης σύμφωνα με το νόημα της Ρήτρας Επιπρόσθετων Κινδύνων ή (όσον αφορά το πρώτο) τους Όρους Ασφαλίσεως Σκάφους του Ινστιτούτου (των Lloyd’s) (Institute Time Clauses Hulls).». Εν τέλει, τα στοιχεία της απαίτησης της Ενάγουσας τροποποιήθηκαν, σχετικά, δυνάμει της διαταγής του δικαστή κ. Tomlinson, με ημερομηνία 14.12.2007. Ακολούθως, οι τροποποιημένες προτάσεις αμύνης και ανταγωγή των ασφαλιστών επανατροποποιήθηκαν, δυνάμει της ιδίας διαταγής του κ. Δικαστού κ. Tomlinson, με ημερομηνία 14.12.2007 (βλ. προακομιζόμενο και επικλούμενο από τους ενάγοντες πειστήριο 27, συνημμένο σε σχετικό 22). Στις εν λόγω τροποποιημένες προτάσεις αμύνης, διελήφθη η ακόλουθη αναφορά, σε συνέχεια της αναφοράς στις προτάσεις που αφορά στις επισκευές που έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του έτους 2005 «Κ (i) Ένας ανεξάρτητος πραγματογνώμονας, ο Mauro Cavina, μετά από αίτημα του Luis Castello Branco και της Aalmar Surveys Ltd, επιβιβάστηκε στο πλοίο για να διενεργήσει μια επιθεώρηση ως προς την κατάσταση του πλοίου πριν την αγορά του για λογαριασμό υποψήφιων αγοραστών του πλοίου. Ο πραγματογνώμονας είχε πλήρη πρόσβαση να επιθεωρήσει τρία κύτη φορτίου και μερική πρόσβαση να επιθεωρήσει τα εναπομείναντα έξι κύτη φορτίου, λόγω του ότι η φόρτωση εμπόδιζε την πρόσβαση. Κ (ii) Η έκθεση επιθεώρησης Cavina/Aalmar ανέφερε ότι οι επιχρίσεις των δεξαμενών έρματος που ήταν διαθέσιμες για επιθεωρήσεις ήταν σε κακή κατάσταση έως μέτρια κατάσταση με κομμάτια σκουριάς παντού. Η έκθεση και οι φωτογραφίες αναφέρουν και δείχνουν ότι : Α) Πολλές διαρροές από άνω πλευρικές δεξαμενές έρματος. Β) Το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.2, τα επικλινή ελάσματα της αριστερής πλευράς μεταξύ των νομέων υπ’ αριθμ.12 και 13 που μετριούνται από την πλώρη είχαν ποτίσει δείχνοντας διαρροές έρματος. C) Το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.2, η αυλακωτή φρακτή είχε το λιγότερο 4 οπές στο άνω μέρος της φρακτής και τις περιοχές των άνω ελασμάτων των φρακτών της πρύμνης και της πλώρης ήταν πολλαπλώς οξειδωμένα. D) Το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.3 : Υπήρχαν ενδείξεις διαρροής σε τρία σημεία, την πρόσθια γωνία στην περιοχή της άνω πλευρικής δεξαμενής, στο πρωραίο μέρος των ελασμάτων του κενού χώρου που συνδέει το έλασμα οροφής με την σταγνή φρακτή του κύτους και στο πρυμνήσιο τμήμα της αριστερής πλευράς του επικληνούς ελάσματος. E) Κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.4: υπήρχαν ενδείξεις διαρροής στη δεξιά πλευρά, γωνία της πρύμνης στην περιοχή των ελασμάτων της άνω πλευρικής δεξαμενής και διαμέσου του πρωραίου τμήματος της αριστερής πλευράς των επικληνών ελασμάτων. F) Κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.6 : Υπήρχαν ενδείξεις διαρροής στην αριστερή πλευρά της άνω πλευρικής δεξαμενής υπ’ αριθμ. 19 και στην δεξιά πλευρά των ελασμάτων της άνω πλευρικής δεξαμενής υπ’ αριθμ.20. Το πρωραίο μέρος των ελασμάτων του κενού χώρου που συνδέει το έλασμα οροφής με την σταγνή φρακτή του κύτους είχε ενδείξεις διαρροών, το κύτος φορτίου υπ’ αριθμ. 6 στην πλώρη και οι φρακτές της  πρύμνης ήταν πολλαπλώς οξειδωμένα. G) Το υπ’ αριθμ.8 κύτος φορτίου : υπήρχαν ενδείξεις διαρροών μεταξύ του τρίτου και τέταρτου νομέα που μετριούνται από την πλώρη στη δεξιά άνω πλευρική δεξαμενή υπ’ αριθμ.22. Υπήρχαν, επίσης, ενδείξεις διαρροής στα καλλύματα των ανθρωποθυρίδων στο πρωραίο μέρος των ελασμάτων του κενού χώρου της φρακτής του κύτους φορτίου και οι φρακτές ήταν πολλαπλώς οξειδωμένες. H) Τα ελάσματα του πρόστεγου (το άνω μέρος της πρωραίας δεξαμενής ζυγοστάθμισης) είχε μια επιμήκης οπή λόγω της φθοράς του ελάσματος, μήκους περίπου 25 μμ (διάβρωση που πρέπει να προήλθε από το κάτω μέρος της πρωραίας δεξαμενής ζυγοστάθμισης). I) Η άνω πλευρική δεξαμενή υπ’ αριθμ.22 είχε μόνο 20% επίχρηση και «πολλές φλούδες σκουριάς και σκουριά». J) Οι φωτογραφίες που επισυνάπτονται στην έκθεση αναφέρουν διαρροές στην δεξαμενή, οπές στην φρακτή, ενδείξεις μαυρίσματος των συγκολλήσεων των εγκάρσιων νομέων στην άνω πλευρική δεξαμενή του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.8, ενδείξεις ελαττωματικών και μη εγκεκριμένων συγκολλήσεων και πολλά επιθέματα ελασμάτων τοποθετημένα στο κυρίως κατάστρωμα, δεξιά πλευρά, δίπλα στο κύτος φορτίου υπ’ αριθμ.1. K) Οι φωτογραφίες δείχνουν ζημία από θερμότητα στα κύτη φορτίου που είχαν βαφτεί κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης, που επιβεβαιώνουν μη εγκεκριμένες επισκευές που έγιναν την χρονική περίοδο μετά την ειδική επιθεώρηση. L) Το πρωραίο κατάστρωμα είχε εκτενή κομμάτια σκουριάς σε πολλές περιοχές, είχαν συγκολληθεί στο κυρίως κατάστρωμα 13 μικρά ορθογώνια ελάσματα, δεξιά πλευρά που ήταν το άνω τμήμα της άνω πλευρικής δεξαμενής υπ’ αριθμ.14. Η υπ’ αριθμ. 14 άνω πλευρική δεξαμενή ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και τα επιθέματα είχαν τοποθετηθεί για να καλυφθούν ελαττωματικές εργασίες χάλυβα στο άνω τμήμα της άνω πλευρικής δεξαμενής.  M) Υπήρχαν ενδείξεις πρόσφατης «μόλυνσης» του συστήματος ατμού της δεξαμενής θερμότητας με θαλασσινό νερό και πετρέλαιο. Η «μόλυνση» υπήρχε και στο μπόιλερ νερού, αποδεικνύοντας διαρροές από τον συμπυκνωτή ατμών και της δεξαμενής καυσίμου του προθερμαντήρα. Κ (iii) Η πραγματογνωμοσύνη αποκάλυψε την συνεχή παρουσία των  ελαττωμάτων και των επισκευών το Μάιο του έτους 2005 που προβάλλονται στις υποπαραγράφους 5 (b), l, j και k παραπάνω και/ή επιπρόσθετα ελαττώματα και επισκευές που θα έπρεπε να αναφερθούν στον νηογνώμονα LRS αλλά δεν αναφέρθηκαν και ή επισκευές που δεν έγιναν σύμφωνα με τους κανόνες και τους κανονισμούς του νηογνώμονα.». Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές, ότι στα δικόγραφα που οι εναγόμενοι υπέβαλαν, ως πληρεξούσιοι των ασφαλιστών, ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, διαλαμβάνονται οι επίδικοι ισχυρισμοί α) ότι το πλοίο … είχε ελαττώματα που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και τα ελαττώματα αυτά προκάλεσαν δήθεν τη βύθισή του, β) ότι οι εκπρόσωποι της πλοιοκτήτριας (1ης ενάγουσας), 8ος και 10ος ενάγοντες, οι οποίοι κατονομάζονται στις προαναφερόμενες προτάσεις αμύνης, γνώριζαν τα ελαττώματα του πλοίου που το καθιστούσαν αναξιόπλοο και γ) ότι η διαχειρίστρια του πλοίου είχε αναπτύξει «επαγγελματική» αλλά παράνομη πρακτική, σύμφωνα με την οποίαν δεν ανακοίνωνε στο αρμόδιο Νηογνώμονα του πλοίου και κατ’ επέκταση στις Αρχές του κράτους της σημαίας τα ελαττώματα και τις ζημίες του πλοίου, για να γίνουν οι κατάλληλες επιθεωρήσεις αυτού από το Νηογνώμονα και να αποκατασταθούν τα ελαττώματα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου που αφορούν την ασφάλεια του πλοίου. Περαιτέρω, κατά την ανταλλαγή μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των διαδίκων, που πραγματοποιήθηκε, μετά από σχετική διαταγή του Αγγλικού Δικαστηρίου στις 15.6.2007, οι 1η έως 3η εναγόμενοι, ως πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκεί εναγομένων ασφαλιστών, επέδωσαν στην εκεί ενάγουσα τις επίδικες μαρτυρικές καταθέσεις του ναυκλήρου A. M., ήτοι την από 9.2.2007 μαρτυρική κατάθεση, η οποία υπεγράφη ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα, την 9.2.2007, μία συμπληρωματική μαρτυρική κατάθεση με ημερομηνία 13.2.2007, ενώ μεταγενέστερα, επιδόθηκε η από 18.7.2007 μαρτυρική κατάθεση του ιδίου μάρτυρα, που ελήφθη στον Πειραιά. Από την αντιπαραβολή των επίμαχων, ως άνω, μαρτυρικών καταθέσεων, καθίσταται σαφές, ότι οι εκ των ανωτέρω (υπό στοιχ. α,  β,  γ, ε, ζ, θ και ι  ισχυρισμοί, οι οποίοι διαλαμβάνονται στις τροποποιημένες, από 25.7.2007 και 2.8.2007, προτάσεις αμύνης των εναγομένων ασφαλιστών, περιέχονται στην πρώτη από τις ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις (την από 9.2.2007), ενώ διευκρινίζεται ότι οι από 13.2.2007 και 25.7.2007 καταθέσεις διαλαμβάνουν μόνο διευκρινίσεις σε σχέση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του ναυκλήρου στην πρώτη του κατάθεση, ειδικά, δε, η από 25.7.2007, αναλώνεται κυρίως στο σχολιασμό της από 14.6.2007 μαρτυρικής κατάθεσης του Β. Σ. και της από 8.6.2007 μαρτυρικής κατάθεσης του κ Σ.. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι το πλοίο … είχε ελαττώματα συνδεόμενα αιτιωδώς με αναξιοπλοϊα τούτου και την, εξ αυτής, βύθισή του, πολύ δε, περισσότερο, ότι οι όγδοος και δέκατος ενάγοντες γνώριζαν τούτο. Ειδικότερα, όσον αφορά στα αίτια βύθισης του πλοίου … και την αξιοπλοϊα του, σαφείς είναι οι παραδοχές της με αριθμό 672/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με τις οποίες «Σύμφωνα με το συνοπτικό πόρισμα της προανάκρισης, που διενήργησε η αμέσως επιληφθείσα του ναυαγίου Ναυτική Αρχή Ασφαλείας της Νοτίου Αφρικής, βασιζόμενη κυρίως στις αρχικές καταθέσεις των διασωθέντων μελών του πληρώματος του μοιραίου πλοίου, “…η βλάβη στο κύτος του πλοίου προκλήθηκε από ένα συνδυασμό μη επιβεβαιωμένων συμβάντων που μπορεί να περιλαμβάνουν μηχανική βλάβη στο σκάφος και την επίδραση των δυνάμεων από τον έντονο κυματισμό (σουέλ) και τα υψηλής ενέργειας κύματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ρήγμα στο πλοίο και στη συνέχεια εισροή υδάτων στα κύτη φορτίου με αριθμούς 5, 6 και 7”. Αποτέλεσμα δε της βλάβης αυτής, σύμφωνα με το εν λόγω πόρισμα, ήταν η περαιτέρω δημιουργία υψηλών πιέσεων στα εγκάρσια διαφράγματα του πλοίου ανάμεσα στα κύτη φορτίου, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσαν την αλλεπάλληλη καταστροφική κατάρρευση όλων των διαφραγμάτων (μπουλμέδων). Η αδυναμία εύρεσης και ενέλκυσης του πλοίου, το οποίο υπολογίστηκε ότι βρίσκεται σε βάθος μεγαλύτερο των 4.000 μέτρων, καθιστά αδύνατη την εξέταση του κελύφους του, απ’ την οποία και μόνο θα μπορούσαν να εξαχθούν απολύτως ακριβή και αδιαμφισβήτητα συμπεράσματα για την κατάστασή του κατά το χρόνο της βύθισης. Σύμφωνα, όμως με τα πορίσματα της, προαναφερθείσας, από 11 Μαϊου 2009 κοινής έκθεσης των πραγματογνωμόνων Χ. Β. Κ., τέως πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού και Μ. Κ. Θ., ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, που διορίστηκαν νόμιμα απ’ την Πταισματοδίκη αυτή στα πλαίσια της διενεργούμενης προανάκρισης για το ένδικο περιστατικό, η εισροή υδάτων στο βυθισθέν πλοίο έγινε αρχικά λόγω θραύσης (ή αποκόλλησης) τμήματος του εξωτερικού περιβλήματος στην περιοχή του πυθμένα του πλοίου, όπου και η παραπάνω αριθμ. 8 διπύθμενη (αριστερή) δεξαμενή έρματος. Σύμφωνα με τα ίδια πορίσματα, αυτό μπορεί να οφειλόταν σε υπέρμετρη συγκέντρωση εσωτερικών τάσεων στα. κατασκευαστικά στοιχεία του αποκολληθέντος τμήματος, ενδεχομένως λόγω κακής, φόρτωσης, σε συνδυασμό με την καταπόνηση του πλοίου σε πλευρική κάμψη και στρέψη, οφειλόμενη,-τάσο στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του πλου, όσο και στην αντίξοη, σε σχέση με την κατεύθυνση του ανέμου, πλεύση του. Δεν είναι πιθανό το ενδεχόμενο η θραύση τμήματος του εξωτερικού περιβλήματος στην περιοχή του πυθμένα του πλοίου να οφείλεται στην προσβολή του από υπερμέγεθες κύμα. Αυτό διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εάν το πλοίο είχε χτυπηθεί από τέτοιο κύμα, το τελευταίο θα είχε γίνει αντιληπτό τουλάχιστον από το πλήρωμα του καταστρώματος, εξαιτίας της έντασης της προσβολής και του μεγέθους του κύματος, το οποίο, περιγραφόμενο στις προσκομιζόμενες (μετ’ επίκληση) συναφείς επιστημονικές αναλύσεις ως “τοίχος νερού”, τείνει να θάβει την πλώρη του πλοίου και να “σκάει πάνω στο ανυπεράσπιστο μέσο του πλοίου, κόβοντας ακαριαία το πλοίο στα δύο και συχνά βυθίζοντας το μέσα σε λίγα λεπτά”. Θα είχε, δηλαδή, χτυπήσει το “A. Τ.” σε πολύ μεγαλύτερο καθ’ ύψος τμήμα του και με σαφώς μεγαλύτερη ένταση, τείνοντας να το συνθλίψει, μη περιοριζόμενο στην πρόκληση ρωγμής ή τρύπας στο διπύθμενο υπ’ αριθμ. 8. Παραπέρα, η κατάκλυση της διπύθμενης δεξαμενής με θαλασσινό νερό, λόγω των έντονων αναδευτικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν απ’ τους, λόγω του καιρού, διατοιχισμούς και προνευστασμούς του πλοίου, προκάλεσε την κατάρρευση της οροφής της, που αποτελούσε και τον πυθμένα του αριθμ. 6 κύτους, με άμεση συνέπεια την είσοδο του θαλασσινού νερού και στο κύτος αυτό. Σύμφωνα πάντοτε με τα ίδια πορίσματα, το ένδικο πλοίο, από την κατασκευή του, η οποία ήταν, πάντως, σύμφωνη με τους ισχύοντες διεθνείς κανονισμούς και προδιαγραφές, στην περίπτωση της κατάκλυσης οποιουδήποτε κύτους του (εκτός του υπ’ αριθμ. 1) εξαιτίας του ότι οι εγκάρσιες στεγανές φράκτες (μπουλμέδες) μεταξύ των κυτών δεν ήταν ενισχυμένες, κινδύνευε, κατά τον πλου σε αντίξοες καιρικές συνθήκες να υποχωρήσουν οι φράκτες αυτές κάτω απ’ τις αναδευτικές δυνάμεις που αναπτύσσονται απ’ την παρουσία νερού και ρευστοποιημένου φορτίου, με συνέπεια τη διαδοχική κατάκλυση των όμορων κυτών, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, γεγονός που οδήγησε, αναπότρεπτα πλέον, στην, αναμενόμενη, αποκοπή, λόγω των ασκούμενων καμπτικών ροπών, και βύθιση του. Δεν προέκυψε, δηλαδή, στοιχείο προς την κατεύθυνση της κακής κατάστασης του κελύφους του πλοίου λόγω παλαιότητας η κακής συντήρησης. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο, κατασκευής 1989 στη Ρουμανία, απ’ τις 9 Απριλίου 2003, οπότε αποκτήθηκε από την πρώτη και εντάχθηκε στη διαχείριση της δεύτερης των εναγομένων, μέχρι το ένδικο ναυάγιο, υποβλήθηκε χωρίς παρατηρήσεις από το νηογνώμονα του “Lloyds Register … (LRS)”, ένα από τους αυστηρότερους διεθνώς νηογνώμονες, τόσο στις προβλεπόμενες ετήσιες επιθεωρήσεις, στις 19 Αυγούστου 2003 (στον λιμένα Iskenderun της Τουρκίας) και στις 21 Ιουλίου 2005 (στον λιμένα Quingdao της Κίνας), όσο και στην ειδική επιθεώρηση και στο δεξαμενισμό του από τις 5 Απριλίου 2004 μέχρι τις 5 Ιουνίου 2004 στο ναυπηγείο Guangzhou της Κίνας. Πέρα απ’ αυτές, όμως, το “A. Τ.” υποβλήθηκε και σε έκτακτες επιθεωρήσεις. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα κύτη του “A. Τ.”, είχαν επιθεωρηθεί χωρίς καμία παρατήρηση, τόσο από τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό του πλοίου στο Tubarao της Βραζιλίας στις 16 Σεπτεμβρίου 2005, όσο και κατά την ετήσια επιθεώρηση του νηογνώμονα του, τον Ιούλιο του έτους 2005. Ύστερα απ’ αυτά, δεδομένου ότι στις 3 Μαΐου 2006 δεν εκκρεμούσαν επιθεωρήσεις ούτε παρατηρήσεις, που ν’ αφορούν την κλάση του ενδίκου πλοίου, αυτό φαινόταν ότι πληρούσε κατά το χρόνο του ναυαγίου του, τουλάχιστον τυπικά, με βάση, τόσο τα αφορώντα την κλάση του πιστοποιητικά, όσο και τα ενδιάμεσα ισχύοντα πιστοποιητικά του προαναφερόμενου νηογνώμονα (“Lloyds Register … (LRS)”), τους προβλεπόμενους όρους αξιοπλοϊας. Γενικότερα ήταν εφοδιασμένο με όλα τα απαιτούμενα απ’ τη διεθνή νομοθεσία πιστοποιητικά, ευρισκόμενα σε ισχύ. Ειδικότερα, μάλιστα, σε ό,τι αφορά το, εξαιρετικά κρίσιμο στην προκειμένη υπόθεση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες του ναυαγίου, θέμα των παχυμετρήσεων των λαμαρινών του (ελάσματα και ενισχυτικά) στο κέλυφος (hull) αυτού, κατά την ειδική επιθεώρηση του το έτος 2004 από το νηογνώμονα του υποβλήθηκε σε εκτεταμένες παχύμετρήσεις, απ’ τις οποίες κρίθηκε ότι η φθορά αυτών (λαμαρινών) κυμαινόταν σε πολύ χαμηλά ποσοστά (περίπου 3 – 5%), σε σχέση με τα διεθνώς καθορισμένα επιτρεπτά όρια (20%). Άλλωστε, όπως προκύπτει απ’ τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων, η καλή κατάσταση του κελύφους του πλοίου αποδεικνύεται κι απ’ την αντοχή που επέδειξε στις ασκούμενες καμπτικές ροπές μετά την κατάκλυση των τριών τουλάχιστον κυτών του από θαλασσινό νερό, διότι, διαφορετικά, θα είχε αποκοπεί πολύ νωρίτερα. Το σύστημα, εξάλλου, απάντλησης των υδάτων του πλοίου λειτουργούσε κανονικά, αλλ’ αυτό δεν είναι κατασκευασμένο για να μπορεί ν’ απαντλήσει τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που εισέρχονταν στα κύτη του πλοίου. Ούτε στα σωστικά μέσα του το ένδικο πλοίο παρουσίαζε οποιαδήποτε έλλειψη. Πιο συγκεκριμένα, ήταν εφοδιασμένο, εκτός των άλλων, με δυο μηχανοκίνητες σωσίβιες λέμβους τελείως κλειστού τύπου, 36 ατόμων η καθεμιά, οι οποίες βρίσκονταν σε ετοιμότητα και η αναφερθείσα βλάβη της δεξιάς απ’ αυτές, κατά τη διαδικασία της καθαίρεσης της, έγκαιρα αποκαταστάθηκε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και τρεις στολές εμβάπτισης, μολονότι, ακριβώς εξαιτίας της ύπαρξης λέμβων τελείως κλειστού τύπου, δεν ήταν υποχρεωμένο, κατά τη Διεθνή Σύμβαση S.O.L.A.S. 74, να είναι εφοδιασμένο και με στολές εμβάπτισης και θερμικές στολές. Τα όσα αντίθετα κατέθεσε ο διασωθείς ναύκληρος του πλοίου A. …. στην ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, περί πολλών και σοβαρών προβλημάτων ασφάλειας του ενδίκου πλοίου δεν επιβεβαιώνονται από καμία από τις καταθέσεις των υπολοίπων διασωθέντων μελών του πληρώματος. Ακόμη δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν προβλήματα στη λειτουργία της αντλίας κατάσβεσης πυρκαϊάς,  στο  ηχητικό σύστημα σήμανσης συναγερμού ή στο σύστημα ραδιοφάρου αυτόματου προσδιορισμού στίγματος ανάγκης (E.P.I.R.B.), τα οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν τραγικό αποτέλεσμα του ναυαγίου, καθόσον δεν εκδηλώθηκε πυρκαϊά κατ ο κίνδυνος ήταν γνωστός στο πλήρωμα του πλοίου επί 13 ολόκληρες ώρες πριν τη βύθιση του, ενώ η θέση της βύθισης δεν ήταν άγνωστη, καθόσον η τελευταία επήλθε κάτω από τα βλέμματα του προστρέξαντος προς διάσωση πλοίου “…”. Οι παρατηρήσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν κατά τους ελέγχους του πλοίου-των τελευταίων ετών, πέραν του ότι αποκαταστάθηκαν μέσα στις προθεσμίες που τάχθηκαν, αφορούσαν και θέματα, τα οποία δεν βρίσκονταν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν τραγικό αποτέλεσμα του ναυαγίου. Το ενδεχόμενο να μην τηρήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας κατά τη διαδικασία της φόρτωσης του πλοίου (από πλευράς χρόνου (ρυθμού) και τρόπου φόρτωσης), με συνέπεια την καταπόνηση του κελύφους του δεν μπορεί εκ των υστέρων να ερευνηθεί και ν’ αποδειχθεί.  …. Σε κάθε, όμως περίπτωση, κανείς απ’ τους πραγματογνώμονες δεν αποδίδει ούτε την αρχική θραύση ή αποκόλληση ελάσματος ούτε την τελική θραύση του πλοίου στη μικρή μετασκευή του, που είχε αποτέλεσμα την αφαίρεση μικρού τμήματος της πρύμνης του, η οποία, πέρα απ’ τη μικρή μείωση του μήκους του, δεν αποδεικνύεται ότι επηρέασε την ευστάθεια του πλοίου και ότι είχε οποιεσδήποτε συνέπειες στη συμπεριφορά του κατά το ναυάγιο». Εξάλλου, αντίστοιχες παραδοχές διαλαμβάνονται και στην ΕφΠειρ 673/2010, ήτοι ότι «ούτε η εσωτερική κατασκευή των κυτών φορτίου και των δεξαμενών, ούτε η, εν γένει αντοχή της μεταλλικής κατασκευής του πλοίου αποτέλεσαν αντικείμενο των παρατηρήσεων αυτών, στις οποίες, πάντως, αυτό συμμορφώθηκε υπό τη συνεχή επίβλεψη του νηογνώμονά του. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα κύτη του πλοίου …, αυτά είχαν επιθεωρηθεί, χωρίς καμία παρατήρηση, τόσο από τον αλληλασφαλιστικό οργανισμό του πλοίου στο Tubarao της Βραζιλίας στις 16.9.2005, όσο και κατά την επιθεώρηση του νηογνώμονά του, τον Ιούλιο του έτους 2005. Κατά την προηγηθείσα, δε, ειδική επιθεώρηση του πλοίου κατά το έτος 2004 έλαβαν χώρα εκτεταμένες παχυμετρήσεις των κατασκευαστικών στοιχείων (ελασμάτων ενυσχυτικών) και προέκυψε ότι η μείωση των αρχικών παχών ενός εκάστου των κατασκευαστικών στοιχείων του πλοίου που λαμβάνουν μέρος στη διαμήκη αντοχή του ήταν πολύ κάτω του επιτρεπτού ορίου που είναι 20%. Τα όσα αντίθετα ανέφερε ο διασωθείς ναύκληρος του πλοίου A. …. στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς περί κακής καταστάσεως του πλοίου «A. Τ.», εξαιτίας πρόχειρης και ελλιπούς συντηρήσεως του, δεν επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις οποιουδήποτε εκ των λοιπών διασωθέντων μελών του πληρώματος, που αναφέρουν ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, αντιφάσκουν με όσα ο ίδιος σε προγενέστερες καταθέσεις του ανέφερε και έρχονται σε αντίθεση με τα προκύπτοντα από τις επιθεωρήσεις του πλοίου. Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεωρήσεως, έγινε αναμόρφωση της κατασκευής της πρύμνης, μειώνοντας το ολικό μήκος από 303,3 μέτρα στα 298,95 μέτρα. Ούτε με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης αποδίδεται είτε η αρχική αποκόλληση/θραύση ελάσματος είτε η τελική κοπή του πλοίου στη μετασκευή   του   αυτή,   η οποία ούτε την ευστάθεια του πλοίου αποδεικνύεσαι ότι επηρέασε ούτε ότι είχε οποιεσδήποτε συνέπειες στη συμπεριφορά του πλοίου κατά το ναυάγιο. Κατόπιν αυτών, δεδομένου ότι στις 3-5-2006 δεν εκκρεμούσαν επιθεωρήσεις ούτε παρατηρήσεις που να αφορούσαν την κλάση του πλοίου «A. Τ.», αυτό πληρούσε, κατά τον χρόνο του ναυαγίου του, με βάση τόσο τα αφορώντα την κλάση του πιστοποιητικά όσο και τα ενδιάμεσα ισχύοντα πιστοποιητικά του προαναφερόμενου  νηογνώμονα  (LRS),  τους  προβλεπόμενους όρους αξιοπλοΐας. Υπέρ του συμπεράσματος ότι όλα τα δομικά στοιχεία της κατασκευής του πλοίου «A. Τ.» όσον αφορά τουλάχιστον τη διαμήκη αντοχή του ήταν σε καλή κατάσταση συνηγορεί και το επισημαινόμενο με την από 11.5.2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης γεγονός ότι, ενώ περί ώρα 16.00 της 3.5.2006 είχαν κατακλυσθεί από θαλασσινό νερό τα υπ’ αριθ. 6, 7 και 5 κύτη φορτίου, καθώς και η υπ’ αριθ 8 αριστερή διπύθμενη δεξαμενή έρματος, το πλοίο συνέχισε να επιπλέει μέχρι και μετά την 21.00 ώρα της ίδιας ημέρας, αν και την 16.00 ώρα η ασκούμενη ροπή κάμψεως ήταν μεγαλύτερη από τη ροπή σχεδίασης. Το ενδεχόμενο να μην τηρήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας κατά τη διαδικασία φόρτωσης του πλοίου, από πλευράς χρόνου (ρυθμού) και τρόπου φόρτωσης, με συνέπεια την καταπόνηση του κελύφους του, δεν μπορεί εκ των υστέρων να ερευνηθεί και να αποδειχθεί.». Πλέον ειδικά, από το ως άνω, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε το ψευδές και των επίδικων αναφορών του ναυκλήρου Μ., στην προαναφερόμενη, από 9.2.2007, ένορκη βεβαίωσή του (σε σχέση και με τα αποδιδόμενα σε αυτόν στην υπό κρίση αγωγή), ότι ο ίδιος διαπίστωσε, σχετικά με την κατάσταση του πλοίου ότι α) οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και ότι β) τα κύτη του φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, καθώς και γ) ότι ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας κ. Δ.ς του ζήτησε να καταθέσει (εννοώντας ψευδώς), κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, στις 8 και 9 Μαΐου 2006, ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση. Πέραν των προαναφερομένων παραδοχών των ανωτέρω αποφάσεων του Εφετείου Πειραιά, περί του ότι η (ομοίου περιεχομένου με την επίδικη) υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του ως άνω μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς περί της κακής κατάστασης του πλοίου «…» εξαιτίας πρόχειρης και ελλιπούς συντηρήσεώς του, δεν επιβεβαιώνεται από τις καταθέσεις οποιουδήποτε εκ των λοιπών διασωθέντων μελών του πληρώματος, που αναφέρουν ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση και αντιφάσκει με όσα ο ίδιος σε προγενέστερες καταθέσεις του ανέφερε και έρχονται σε αντίθεση με τα προκύπτοντα από τις επιθεωρήσεις του πλοίου, σαφείς είναι περί τούτου οι αναφορές των διορισθέντων, προς διερεύνηση του εν λόγω ναυαγίου, από τον 25ο Πταισματοδίκη Αθηνών, Πραγματογνωμόνων. Πλέον ειδικά, ο πραγματογνώμονας κ. Μ. Θ.ς, στην από 10.5.2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του κάνει εκτενή αναφορά στην από 21.3.2007 Μηνυτήρια Αναφορά του ανωτέρω ναυκλήρου, η οποία διαλαμβάνει παράθεση γεγονότων όμοιων με την επίδικη, από 9.2.2007 ένορκη βεβαίωση και καταλήγει ότι τα εκεί αναφερόμενα τυγχάνουν αβάσιμα, αφού επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τις αντιφάσεις στα ιστορούμενα από τον εν λόγω μάρτυρα, ήτοι (κυρίως και αναφορικά με το αναληθές των ισχυρισμών για την κατάσταση του πλοίου που διαλαμβάνονται στην αγωγή και στην επίμαχη ένορκη βεβαίωση του ναυκλήρου) τα ακόλουθα : «1. Ο Ναύκληρος αναφέρει ότι δεν γνώριζε ποια διπύξμενη δεξαμενή παρουσίαζε διαρροή (5, 7 ή 9) αλλά παρά ταύτα κατέβηκε καταρχάς στο αμπάρι Νο 7 και έπειτα στο αμπάρι Νο 6 διότι κάτω από το αμπάρι αυτό και πλησίον της πρωραίας εγκάρσιας φρακτής ήταν και ο υπό εξέταση μπουλμές. Για να έχει πρόσβαση στον εν λόγω μπουλμέ θα μπορούσε να είχε κατέλθει και στο Νο 5 αμπάρι. Επειδή η δεξαμενή Νο 9 εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς πλευράς των Νο 6 και Νο 7 κυτών φορτίου, άρα ο ναύκληρος γνώριζε ποια δεξαμενή ήταν. Επομένως να κατέλθει και έπειτα να ανέλθει ένα βάθος 25 μέτρων (βάθος του αμπαριού) έτσι για το τίποτα δε γίνεται εύκολα πιστευτό. 2. Επειδή η ανθρωποθυρίδα δια μέσου της οποίας εισήλθε στο διπύθμενο είναι ακριβώς όπου και η εγκάρσια στεγανή φρακτή (μπουλμές) είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός ο ισχυρισμός του Ναυκλήρου ότι, αφού προχώρησαν κάτω από αυτό το αμπάρι μέσα στην δεξαμενή έφθασαν στο χώρισμα του υδατοστεγούς μπουλμέ. 3. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο των παχυμετρήσεων που ελήφθησαν κατά την τελευταία ειδική επιθεώρηση του Ναύκληρου, η ανωτέρω φρακτή παρουσίαζε μια μέση μείωση των αρχικών παχών της κατασκευής της τάξεως του 5,2% τοις εκατό, με επιτρεπτό όριο μέχρι 25% δηλαδή τα πάχη των ελασμάτων των οποίων ελήφθησαν μετρήσεις ήταν από 11,1 μέχρι 14.1 χιλιοστά (παραθέτει πίνακα στη σελ. 136 της πραγματογνωμοσύνης). Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανωτέρω φθορά επήλθε μετά από 15 χρόνια ζωής, είναι σαφές ότι το ίδιο έλασμα αποκλύεται μετά από ενάμιση επιπλέον χρόνο να διαπερασθεί κτυπώντας το με όσο δύναμη θέλουμε με ένα σφυρί ακόμα και αιχμηρό. Απεναντίας το ίδιο έλασμα θα μπορούσε να έχει διαρρηχθεί με ρήγμα ευρείας εκτάσεως, λόγω υπερβολικής καταπονήσεως (συγκέντρωση τάσεων κλπ.) … 1.Το άνοιγμα οπών και μάλιστα διαστάσεων 2 μέτρων στις κεκλιμένες επιφάνειες των διπύθμενων δεξαμενών δύο ή τριών τον αριθμό σε κάθε πλευρά εντός όλων των κυτών του φορτίου, με εξαίρεση το Νο 1 κύτος φορτίου, αναφέρεται σε εργασίες ευρείας εκτάσεως. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από πουθενά δεδομένου και του γεγονότος ότι από τον έλεγχο του τιμολογίου που εξέδωσε το Κινέζικο ναυπηγείο δεν προκύπτουν ελασματουργικές εργασίες στις διπύθμενες δεξαμενές του πλοίου… (αναφορικά με τις εργασίες στο λιμένα της Σιγκαπούρης) 1. Ο καθαρισμός των υφάλων του πλοίου επιβεβαιώνεται από τον …, ο οποίος στην από 6.11.2007 ένορκη βεβαίωσή του … αναφέρει ότι την 1η Ιανουαρίου 2006 ενώ το υπό εξέταση πλοίο βρισκόταν στο αγκυροβόλιο της Σιγκαπούρης διενήργησε υποβρήχιο καθαρισμό των υφάλων, της προπέλας και των αναρροφήσεων θαλασσίου ύδατος του πλοίου. Ενώ όσον αφορά για εργασίες στην αναρρόφηση της αντλίας πυρκαγιάς ανάγκης είναι κατηγορηματικός ότι τέτοιες εργασίες δεν εκτελέσθηκαν από τον ίδιο … (αναφορικά με τις διαρροές στα αμπάρια Νο 5 και Νο6) 1. Ο Ναύκληρος ανέφερε σε άλλο σημείο της αναφοράς του ότι τα ανοίγματα στις άνω πλευρικές δεξαμενές έρματος ανοίχτηκαν μόνο και μόνο για να γίνει καθαρισμός των δεξαμενών αυτών από τη λάσπη. Ως εκ τούτου τέτοια ανοίγματα θα έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί στο κατώτερο σημείο των επικλινών επιφανειών. Η δε αναφορά του Ναύκληρου ότι το επίπεδο του νερού κρατείτο κάτω από το σόκορο (ραφή) των ανοιγμάτων δεν ευσταθεί διότι τα ανοίγματα θα έπρεπε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να είχαν δημιουργηθεί στο κατώτατο σημείο και κατά συνέπεια εάν υπήρχε διαρορή κατά μήκος των ραφών ηλεκτροσυγκόλλησης δε θα ήταν δυνατόν η στάθμη του νερού να ενέλθει εντός των δεξαμενών» (ορ. σελ. 133-135, 139 – 140, 143-144 της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης). Ειδικά, δε, σχετικά με το περιστατικό της προσπάθειας καθοδήγησής του από τον 10ο  ενάγοντα (κ. Δ.), ως προς το περιεχόμενο της κατάθεσής του, μετά την εγκατάστασή του σε διαμέρισμα, στην πόλη Durban της Νοτίου Αφρικής, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας κάνει σαφή αναφορά στην από 21.11.2007 – … ένορκη βεβαίωση στο Ελληνικό Προξενείο της πόλης αυτής, του …, υπηκόου Νοτίου Αφρικής, φρουρού ασφαλείας ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος μαζί με άλλα τέσσερα άτομα μετέβησαν στο αεροδρόμιο της ανωτέρω πόλης για να παραλάβουν και προστατέψουν από δημοσιογράφους κλπ τους ναυαγούς, ο οποίος αναφέρει επί λέξει (ορ. σελ. 128-129 της εν λόγω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης) «… στο mini λεωφορείο που ήμουν εγώ κατά τη διαδρομή προς την Umblanga επέβαινε και ένας Έλληνας… Κανά – δυο φορές ο Έλληνας του μίλησε στα Αγγλικά προκειμένου να τους ρωτήσει αν χρειάζονται κάτι … Αναφέρω κατηγορηματικά ότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το κατάλυμα, ο Έλληνας ποτέ δεν είπε στους ναυτικούς τι να λένε και τι να μη λένε, ούτε τι να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις … Θυμάμαι ότι μίλησαν για λίγο με τους ναυτικούς σχετικά με το περιστατικό, αλλά ουδέποτε έδωσε κανείς στους ναυτικούς οδηγίες, τι να πει και τι να μην πει για το περιστατικό. Ποτέ δε μου ζητήθηκε να βγω από το διαμέρισμα προκειμένου να γίνουν κάποιες συζητήσεις «κατ’ ιδίαν» … Επίσης ποτέ δεν άκουσα κανέναν από τους επιζώντες να αναφέρει ότι οι εκπρόσωποι των πλοιοκτητών του υπέδειξαν τι ακριβώς να πούνε κατά τη διάρκεια των καταθέσεων». Εξάλλου, από την ίδια ως άνω πραγματογνωμοσύνη, σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα, συνάγεται ότι α) οι παραληφθείσες λαμαρίνες και γωνίες  ράβδοι που το πλοίο παρέλαβε το Νοέμβριο του 2005 στη Σιγκαπούρη, ήταν πάχους 6 και 3 χιλιοστών, επειδή δε, το ελάχιστο πάχος των κατασκευαστικών στοιχείων του πλοίου είναι 14 χιλιοστά, προκύπτει ότι η παραληφθείσα ανωτέρω ποσότητα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αντικατάσταση φθαρμένων κατασκευαστικών στοιχείων του πλοίου, ενώ, αναφορικά με τις 20-30 φιάλες οξυγόνου και ασετυλίνης που παρελήφθησαν, (κατά τη γνώμη του ως άνω πραγματογνώμονα) ο αριθμός αυτός δεν είναι υπερβολικός  (βλ. σελ. 130 πραγματογνωμοσύνης),  β) οι από 10/12/2005, από 7/12/2005 και από 3/3-4/3/2006 αναφορές του εκλιπόντος υποπλοιάρχου του πλοίου, Ι. Κ., σχετικά με τις Νο8 – Νο9,  Νο7- Νο6 διπύθμενες δεξαμενές έρματος και Νο5 – Νο6 κύτη φορτίου, αντίστοιχα, αναφέρουν ότι τούτα βρέθηκαν να έχουν καλώς (ορ. σελ. 148 πραγματογνωμοσύνης), γ) με αναφορά στις επιθεωρήσεις των τοπικών λιμενικών αρχών και των αλληλασφαλιστικών οργανισμών που έλαβαν χώρα από τον Ιούλιο 2003 μέχρι τον Απρίλιο του 2006, ο πραγματογνώμονας συμπεραίνει ότι «… σε καμία από τις προαναφερθείσες ελλείψεις – αντικανονικότητες που διαπιστώθηκαν από τις λιμενικές αρχές των λιμανιών που κατέπλεε το πλοίο δεν γίνεται αναφορά σε δομικό στοιχείο του κύτους φορτίου ή δεξαμενής έρματος. Και εν πάσει περίπτωση αυτό πάντοτε εσυμμορφούτο με τις όποιες υποδείξεις ή απαιτήσεις των οικείων αρχών, υπό τον έλεγχο και διαρκή επίβλεψη του νηογνώμονά του» και γενικά ότι «Το πλοίο “…” υποβλήθηκε χωρίς παρατηρήσεις από το νηογνώμονά του “L. R. …” τόσο στην προβλεπόμενη ετήσια επιθεώρηση στις 21.7.2005 (στο λιμένα QUINGDAO της Κίνας), όσο και στην ειδική επιθεώρηση και δεξαμενισμό από τις 5.4.2004 έως τις 5.6.2004 στο ναυπηγείο GUANGZHOU της Κίνας. Σημειώνεται ότι η μοναδική παρατήρηση που υφίστατο κατά την ημέρα της βυθίσεώς του, ήταν η απώλεια της αριστερής άγκυρας που σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 2006 καά τον απόπλου του πλοίου από το ναυπηγείο COSCO Jhoushan της Κίνας. Η εν λόγω όμως εκκρεμούσα παρατήρηση σε τίποτα δεν μπορεί να συνδεθεί με το ναυάγιο – απώλεια του πλοίου … όλα τα δομικά στοιχεία της κατασκευής του πλοίου όσον αφορά τουλάχιστον τη διαμήκη αντοχή ήταν σε καλή κατάσταση και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αξιοπλοϊα του. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι ενώ στις 16.00 η ώρα περίπου της 3.5.2006 είχε κατακλυσθεί από θαλασσινό νερό τα Νο6, Νο7 και Νο 5 κύτη φορτίου, καθώς και η Νο 8 αριστερή διπύθμενη δεξαμενή έρματος, το πλοίο συνέχιζε να επιπλέει μέχρι τις 21.00 η ώρα περίπου της ίδιας ημέρας, αν και σύμφωνα με τους διεξαχθέντες υπολογισμούς σχετικά με την αντοχή του πλοίου, την ως άνω ώρα (16.00) η ασκούμενη ροπή κάμψεως σε ήρεμο νερό, στη δοκό πλοίο, ήταν 1.016.090 t-m (τονόμετρα), ήτοι μεγαλύτερη από την ροπή σχεδίασης η οποία ήταν 917.250  t-m…» (συμπέρασμα σχετικά με την αξιοπλοϊα του πλοίου, σελ 157-159 πραγματογνωμοσύνης). Εξάλλου, και ο δεύτερος πραγματογνώμονας  που διερεύνησε τις αιτίες του ένδικου συμβάντος, Χ. Β. Κ., Ναυτικός Πραγματογνώμων, με την από 11.5.2009 πραγματογνωμοσύνη του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (μέσω της 30ης Πταισματοδίκη Αθηνών), αναφέρει, σχετικά με τις όψιμες καταγγελίες του ναυκλήρου Μ. περί του ότι το πλοίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα διάβρωσης των ελασμάτων των κυτών και γειτνιαζόντων δεξαμενών έρματος, ότι είχε πλημμελή συντήρηση και παρουσίαζε συχνά μηχανικές βλάβες στην κύρια μηχανή και στο πηδάλιο, καθώς και ότι στα διπύθμενα έρματος του πλοίου εργάζονταν πάρα πολλοί Κινέζοι εργάτες ελασματουργοί στα ναυπηγεία της Κίνας COSCO το Νοέμβριο – Δεκέμβριο 2005 αλλάζοντας ελάσματα και εκτελούσαν εργασίες συγκόλλησης (σχολιασμός της από 21.3.2007 κατάθεσης αυτού, σελ. 45-47 πραγματογνωμοσύνης), τα ακόλουθα : «Το ανωτέρω γεγονός, όμως, έρχεται σε αντίθεση με το Φάκελλο 13 (επισκευές στο λιμάνι COSCO Zhousan), διότι οι εργασίες επισκευής βάσει τιμολογίου κόστισαν συνολικά 560.000 Δολλάρια εξ’ου 27.860 για το κατάστρωμα και άρα δε συνάδουν με τα αναφερόμενα του Ναυκλήρου. Ο Ναύκληρος είχε ναυτολογηθεί στο πλοίο στο λιμένα της Σιγκαπούρης την 5.11.2005 και υπηρετούσε στο πλοίο πέντε μήνες κατά τη στιγμή του ναυαγίου. Εκ της θέσεώς του στην ιεραρχία του πλοίου και των επαγγελματικών γνώσεων και προσόντων που περιορίζονταν στην εκτέλεση των καθηκόντων του ναυκλήρου, εκ των πραγμάτων είχε περιορισμένη δυνατότητα να γνωρίζει το μέγεθος των πιθανών προβλημάτων, πολύ δε περισσότερο, τον πρώτο μήνα της ναυτολόγησής του και κατά συνέπεια δεν είχε τις κατάλληλες γνώσεις δια να κρίνει την αξιοπλοϊα του πλοίου, τις αποφάσεις της ναυτιλιακής εταιρείας, του παρακολουθούντος νηογνώμονα καθώς και τις ενέργειες και τις αποφάσεις του πλοιάρχου. Επίσης δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία του πλοίου και δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει με ακρίβεια τα προβλήματα του παρελθόντος, ούτε τον τόπο και χρόνο αντιμετώπισής των. Όσα αναφέρει στην δεύτερη κατάθεσή του δια την κατάσταση του πλοίου στην προ ναυαγίου περίοδο, αναφέρονται σε αόριστα προβλήματα και έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την αρχική του κατάθεση μετά τη διάσωσή του στο ναυάγιο του …. Επίσης, έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με τις καταθέσεις των υπολοίπων διασωθέντων μελών του πληρώματος, αλλά και του επιβλέποντος νηογνώμονος και των αρχών της φέρουσας σημαίας του πλοίου. Ως γεγονότα δεν συμφωνούν με την ναυτική εμπειρία εξ όσον αναφέρει στην πρώτη του κατάθεση μετά το ναυάγιο και ως προκύπτει ορισμένα εξ’ αυτών προέρχονται από συζητήσεις με άλλα μέλη του πληρώματος εντός του πλοίου». Επιπρόσθετα, ο ίδιος πραγματογνώμονας συμπεραίνει, σχετικά με τη μαρτυρία του Μ., «περί του ναυκλήρου … βάσει όλων των στοιχείων που μας έχουν παρατεθεί, δεν θεωρείται αξιόπιστος μάρτυρας, πλέον δε, υπαρχόντων αποδείξεων ότι υπέγραψε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς το υπ’ αριθμό … πρακτικό συμβιβασμού με τις δυο πρώτες εναγόμενες εταιρείες (πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια εταιρεία) με το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε την τέλεση οποιασδήποτε παράβασης από τους εναγόμενους των κανονισμών ασφαλείας του …» (ορ. σελ. 64-65 της πραγματογνωμοσύνης, επί της συμπληρωματικής έκθεσης). Εξάλλου, ο ίδιος πραγματογνώμονας, επισημαίνει σχετικά με τα επίδικα ζητήματα «παρότι όπως προκύπτει από διάφορες αναφορές επιθεωρήσεων των κατά τόπους λιμενικών αρχών είχαν εντοπισθεί στο παρελθόν διάφορες ελλείψεις ασφαλείας, οργάνωσης, συντήρησης πλοίου και είχαν εκδοθεί σχετικές αναφορές με παρατηρήσεις κυρίως κατά τη διάρκεια των ετών 2003-2004, όλες οι καταγραφείσες ελλείψεις είχαν αποκατασταθεί με βεβαίωση του οικείου νηογνώμονα και εντός ευλόγου προβλεπομένου χρόνου από τον κανονισμό. Σύμφωνα με τα ανωτέρω το πλοίο την προ ναυαγίου περίοδο ευρίσκετο σε καλή κατάσταση με όλα τα πιστοποιητικά του εν πλήρη ισχύ χωρίς σημειώσεις ή παρατηρήσεις και εν πλήρη αξιοπλοϊα. Όπως προκύπτει από βεβαίωση του οικείου νηογνώμονος κατά τη στιγμή του ναυαγίου το πλοίο ήταν αξιόπλοο και όλα τα σχετικά εθνικά πιστοποιητικά και έγγραφα του πλοίου ήταν εν πλήρη ισχύ και δεν υπήρχαν παρατηρήσεις (εκτός της αντικατάστασης της απωλεσθείσας άγκυρας) που να επηρέαζαν κατά οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπλοϊα του …» και «από τις μαρτυρίες των διασωθέντων ναυτικών και τα συνταχθέντα και υπογραφέντα από τους άτυχους Έλληνες και ξένους ναυτικούς έγγραφα δεν προέκυψε οιοδήποτε πρόβλημα σε σχέση με τη ναυσιπλοϊα, την κατασκευαστική αντοχή ή την ορθή συντήρηση του πλοίου. Η βιβλιογραφία του πλοίου (πιστοποιητικά, επιθεωρήσεις, παρατηρήσεις, εκθέσεις, αναφορές) ήταν σε πλήρη τάξη» (βλ. σελ. 49-50, 53 της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης). Ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου τούτου περί του ψευδούς των ανωτέρω ισχυρισμών του ναυκλήρου Μ., τυγχάνει ότι αυτοί έρχονται σε πλήρη αντίθετη με τα κατατεθέντα από τον ίδιο, αμέσως μετά την επέλευση του ναυαγίου, στην από 8.5.2006 κατάθεσή του στις αρμόδιες λιμενικές αρχές, η οποία υπεγράφη στις 11.5.2006 ενώπιον του αρμοδίου Συμβολαιογράφου της περιοχής Ντέρμαν (βλ. σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ.37), όπου, ερωτηθείς σχετικά και αναφερόμενος στην κατάσταση των κυτών του πλοίου καταθέτει με σαφήνεια «… Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών βρισκόμουν συνεχώς στα κύτη φορτίου.  Τα κύτη ήταν σε καλή κατάσταση και τα χρώματά τους ήταν σε καλή κατάσταση. Δεν παρατήρησα οποιαδήποτε σπασμένα πλαίσια ή οποιαδήποτε άλλη φυσική ζημία εντός των κυτών … πιστεύω ότι αν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με το πλοίο, θα το είχα μάθει». Άλλωστε, την καλή κατάσταση του πλοίου και τη μη διαπίστωση από μέρους τους κάποιου αξιοσημείωτου προβλήματος στο πλοίο επιβεβαίωσαν, ερωτηθέντες ειδικά ως προς τούτο, και οι λοιποί διασωθέντες ναυτικοί, Λίβιου, Μπαλούτα, Αλλαν Ο. Ομολ, Ρε Αντώνιο Βεργκαρα και E. P., στις από 8.5.2006 καταθέσεις τους, στο Dubran της Νοτίου Αφρικής, που ελήφθησαν αμέσως μετά το ναυάγιο (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ενάγοντες, σχετικά 32 έως και 35). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι και στο με αριθμό 311/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά (προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη), δυνάμει του οποίου απηλάγησαν οι εδώ δεύτερος, τρίτη και έκτη των εναγομένων της κατηγορίας της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο από κοινού, με επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος και ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ, διαλαμβάνονται παραδοχές περί της αξιοπλοϊας του εν λόγω πλοίου, αλλά και περί του ψευδούς της, ομοίου περιεχομένου με την επίδικη, με αριθμό … Ένορκη βεβαίωση του ναυκλήρου Μ. Ειδικότερα, στο ως άνω Βούλευμα διαλαμβάνονται οι κάτωθι σκέψεις «… Οι ως άνω αποφάσεις του Εφετείου δέχτηκαν ότι το πλοίο κατά το χρόνο του ναυαγίου ήταν αξιόπλοο, ήτοι ότι δεν βρίσκονταν σε κακή κατάσταση το κέλυφος και τα κύτη του και ότι δεν παρουσίαζε ελλείψεις στα σωστικά του μέσα, ενώ απέδωσαν στον εγκαλούντα πλημμέλειες και παραλείψεις κατά τη διαχείριση της κρίσιμης κατάστασης που προηγήθηκε του ναυαγίου και δη ότι αδράνησε επί ώρες και δεν ενημέρωσε οποιαδήποτε αρμόδια τοπική αρχή για το επισυμβάν ατύχημα στο πλοίο και ότι δεν έδωσε σφή εντολή άμεσης εγκατάλειψης του πλοίου, ενώ υπέβαλε τον πλοίαρχο σε μεγάλη πίεση αποτρέποντάς τον από την έγκαιρη εντολή εγκατάλειψης του πλοίου. Εξάλλου, τόσο κατά τη δικάσιμο των πρώτων αγωγών στις 9.6.2008 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όσο και κατά τη δικάσιμο των εφέσεων στις 3.12.2009 ενώπιον του Εφετείου Πειραιά οι ως άνω συγγενείς των Ελλήνων ναυτικών επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του όγδοου των κατηγορουμένων, A. …. του R., υπηκόου Φιλιππίνων και ενός εκ των διασωθέντων ναυτικών από το ναυάγιο του πλοίου, στην οποία αυτός περιγράφοντας τις συνθήκες του ναυαγίου και την κατάσταση του πλοίου βεβαίωσε μεταξύ άλλων ότι το πλοίο βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση, πολλές δεξαμενές διπυθμένων ήταν διαβρωμένες, με ρωγμές σε πολλά σημεία και ιδιαίτερα εξασθενημένη την αντοχή της λαμαρίνας με αποτέλεσμα την εισροή υδάτων σε όλα τα κύτη του πλοίου, ότι η συντήρηση του πλοίου ήταν πλημμελής και οι επισκευές σε αυτό πρόχειρες και επιφανειακές, γεγονότα που καθιστούσαν επισφαλή την ευστάθεια του πλοίου και επικίνδυνες τις συνθήκες πλεύσης του, καθώς και ότι ο εγκαλών έδωσε εντολή στον πλοίαρχο να μην εγκαταλείψουν το πλοίο παρά τη σοβαρή ζημία την οποία είχε υποστεί … Από την εκτίμηση των ιδίων παραπάνω αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του όγδοου των κατηγορουμένων A. …., ήταν πράγματι ψευδής, όπως καταρχήν ο ίδιος ομολογεί στη μεταγενέστερη υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Πρέσβεως της Ελλάδος στις Φιλιππίνες, γεγονός που προκύπτει, επίσης, ανενδοίαστα καθόσον η άνω ένορκη βεβαίωση αντιφάσκει τόσο με όσα αυτός είχε καταθέσει στις 11.5.2006 και 9.1.2007 ενώπιον των Συμβολαιογράφων Ντέρμπαν και Μανίλας αντίστοιχα για την καλή κατάσταση του πλοίου και με το ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθμ. … πρακτικό συμβιβασμού με την πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια εταιρεία με το οποίο αυτός αρνήθηκε την τέλεση οποιασδήποτε παράβασης εκ μέρους των ως άνω εταιρειών των κανονισμών ασφαλείας στο πλοίο … και οιαδήποτε εν γένει άδικη πράξη ή παράλειψη του εγκαλούντος σε σχέση με το ναυάγιο, όσο και με τις καταθέσεις των λοιπών διασωθέντων μελών του πληρώματος του  …. Εξάλλου, το αναξιόπιστο περιεχόμενο, της ως άνω βεβαίωσης επισημάνθηκε τόσο στην υπ’ αριθ. 5040/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (σελ. 41-42), όσο και στις υπ’ αριθ. 672/2010 και 673/2010 (φύλλο 10) αποφάσεις του Εφετείου Πειραιά». Επιπρόσθετα, αναφορικά με το ειδικότερο ζήτημα της παρέμβασης Δ. κατά την κατάθεση του Μ. στη Νότιο Αφρική, μετά το ναυάγιο, οι παριστάμενοι δικηγόροι κατά τη διάρκεια των αρχικών καταθέσεων του A. M. στο Durban της Νοτίου Αφρικής, αμέσως μετά το ατύχημα, που διήρκεσαν από 8 έως 10 Μαϊου 2006, αναφέρουν σχετικά, ο μεν …..(κατά το μέρος της από 26.9.2007 κατάθεσής του στο οποίο σχολιάζει την από 9.2.2007 κατάθεση του Ναυκλήρου A. M.) ότι «.. 38. Εν πάση περιπτώσει, κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων που πήρα από τον ναύκληρο στις 8 Μαίου τον ρώτησα ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση του πλοίου. Αυτό μπορεί να φανεί από τις σημειώσεις που έκανε εκείνη την χρονική περίοδο. Η μνήμη μου σχετικά με αυτό το τμήμα της συνέντευξης είναι ίδια με την μνήμη μου σχετικά με ολόκληρη την συνέντευξη. Ούτε ο κ Μ. ούτε οποιοσδήποτε άλλος επενέβη σε οποιοδήποτε στάδιο και η εντύπωση μου ήταν ότι ο ναύκληρος απάντησε τις ερωτήσεις που του έκαναν κατά την συνέντευξη με εντιμότητα και ευθύτητα. 39. Οι συνεντεύξεις με τους αντιπροσώπους των ασφαλιστών σκάφους έλαβαν χώρα στις 9 Μαϊου και έγιναν τόσο λεπτομερώς όσο περιγράφεται παραπάνω σε αυτή την κατάθεση / δήλωση. Ο S. C. και ο K. L. είχαν το δικαίωμα να ρωτήσουν όποιες ερωτήσεις ήθελαν και απλά έπραξαν αυτό. Οι ερωτήσεις που ρώτησαν τον ναύκληρο και οι απαντήσεις που δόθηκαν καταγράφονται στις σημειώσεις μου. 40. Κανένας δεν ρώτησε τον S. C. «να προχωρήσει» όταν ρωτούσε αυτές τις ερωτήσεις. Πραγματικά εάν είχαμε προσπαθήσει να επέμβουμε με οποιοδήποτε τρόπο , Απολύτως , δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο S. C. θα είχε διαμαρτυρηθεί τότε και ότι η δικηγορική εταιρεία … θα είχε διαμαρτυρυθεί εντόνως και γραπτώς και θα επιφυλάσσονταν παντώς δικαιώματος όλων των πελατών τους… 45. Ο ναύκληρος στην ένορκη βεβαίωση του και στην δήλωση του δίνει την εντυπώσει ότι ο κάπτεν Δ.ς κατεύθυνε ή έλεγχε κατά κάποιο τρόπο την συμπεριφορά του ναύκληρου κατά την διάρκεια της συνέντευξης. Δεν έπραξε κάτι τέτοιο.», ο δε Craig Neil Cunni… (μιλώντας για την 8.5.2006, ήτοι την πρώτη ημέρα των συνεντεύξεων) «ο κ. Μ. ή ο κάπτεν Δ.ς σε κανένα στάδιο της συνέντευξης δεν έδωσε εντολές στον ναύκληρο σχετικά με το πώς θα απαντήσει ερωτήσεις ούτε τον πίεσε. Δεν παρατήρησα ο κ. Μ. να κλωτσά τον ναύκληρο κάτω από το τραπέζι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Εάν ο κ. Μ. το έπραττε αυτό, όταν βρίσκονταν στο δωμάτιο επτά άλλα πρόσωπα, θεωρώ ότι αυτό δεν θα περνούσε απαρατήρητο … Για την αποφυγή αμφιβολίας σε κανένα στάδιο των συνεντεύξεων οι διασωθέντες δεν έκαναν οποιοδήποτε παράπονο σε εμένα (ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατά τη διάρκεια της παρουσίας του) σχετικά με την κατάσταση του πλοίου ή την συμπεριφορά των πλοιοκτητών. Ούτε παρατήρησα οποιαδήποτε χρονική στιγμή τον κάπτεν Δ., κ. Μόσχο και κάπτεν Μέντες να δίνουν εντολές σε οποιοδήποτε από τα διασωθέντα μέλη του πληρώματος σχετικά με τι θα πουν κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων. Η εντύπωση που αποκόμισα κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων ήταν ότι οι διασωθέντες απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους έκαναν έντιμα και ειλικρινά. Κανένας από τους επιζώντες (συμπεριλαμβανομένου του ναυκλήρου) δεν έδωσε την εντύπωση ότι κάποιος τους εξανάγκασε ή τους είπαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο» (ορ. πειστήρια υπ’ αριθμ. 3 και 4, συνημμένα σε σχετικό υπ’ αριθμ.22 εναγόντων). Άλλωστε, περί του αναληθούς περιεχομένου της κατάθεσης του Μ., επί της οποίας διαλαμβάνονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί, κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγόντων, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, Νικόλαος Μ., πραγματογνώμων – μηχανολόγος, ο οποίος ήταν παρών κατά τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων των διασωθέντων ναυτικών, στη Νότιο Αφρική και εκτελούσε χρέη τεχνικού συμβούλου των πλοιοκτητών, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είσπραξης της ασφαλιστικής απαίτησης, ο οποίος ανέφερε ότι ο Μ., ως εκ της θέσεώς του στο πλοίο, δεν μπορούσε να κάνει μόνος του επιθεωρήσεις, ούτε η ορολογία που χρησιμοποίησε στην εν λόγω καταθεση  δικαιολογείτο από την ιδιότητά του ως ναυκλήρου και τις τεχνικές του γνώσεις στη ναυπηγική και τη μηχανολογία (βλ σελ. 20 πρακτικών), ότι δε δικαιολογείται αμοιβή 700 δολ ΗΠΑ ημερησίως για την απασχόληση ενός λοστρόμου, που θα μεταβεί στην Ελλάδα για να δώσει μαρτυρική κατάθεση  και ότι «50 χιλιάδες δολλάρια για έναν λοστρόμο από τις Φιλιππίνες είναι χρήματα που δεν θα τα κάνει σε πολλά χρόνια. Δια βίου» (σελ. 27 και 29 πρακτικών), καθώς και ότι ο S. C., (μέλος της πρώτης εναγομένης, ο οποίος κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, συμμετείχε στις συνεντεύξεις των διασωθέντων μελών στη Νότιο Αφρική), σε τηλεφώνημα που του έκανε τον Ιανουάριο του 2008,  ζήτησε συγγνώμη από τον ως άνω μάρτυρα για όσα είχαν γίνει, ειδικά δε, για την επίμαχη κατάθεση του ναυκλήρου (βλ. σελ. 56, 57 και 83 πρακτικών). Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ναύκληρος Μ., εξεταζόμενος κατά την 7.2.2007 ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Αθήνα κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς τα ανωτέρω γεγονότα, ως γεγονότα που έπεσαν στην αντίληψή του, ήτοι ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων του διαπίστωσε ότι α) οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και ότι β) τα κύτη του φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, καθώς και ότι ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας κ. Δ.ς του ζήτησε να καταθέσει (εννοώντας ψευδώς), κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, στις 8 και 9 Μαΐου 2006, ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, πλην όμως το αληθές ήταν ότι ουδέποτε διαπίστωσε τα ανωτέρω, αναφορικά με την κατάσταση του πλοίου, καθώς και ότι ουδέποτε ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας κ. Δ.ς του ζήτησε να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση. Η κατάθεση αυτή χρησιμοποιήθηκε από την πρώτη εναγομένη, κατά την ανταλλαγή μαρτυρικών καταθέσεων, προς υποστήριξη της ανωτέρω εντολέων τους, ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ενώ κατέστη δυνατή η χρήση αυτής και ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, από τους εκεί ενάγοντες, Π. Κ. κλπ (συγγενείς των αποβιωσάντων Ελλήνων ναυτικών του πλοίου) κατά την εκδίκαση της αγωγής τους κατά των πρώτης, έβδομης, όγδοου, δεκάτης τέταρτης και δέκατου των εδώ εναγόντων (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες, προτάσεις και πρόσθετοι λόγοι έφεσης, ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, υπ’ αριθμ. σχετ.56, σε συνδυασμό με προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ’ αριθμ. σχετ. 55, όπου η επίμαχη κατάθεση, σφραγισμένη ως σχετικό 81 στην εν λόγω δίκη). Επιπρόσθετα, τα διαλαμβανόμενα εκεί ψεύδη αποτέλεσαν περιεχόμενο των από 25.7.2007 τροποποιημένων προτάσεων, που συντάχθηκαν από τους προστηθέντες της πρώτης εναγομένης και διελάμβαναν «δήλωση αληθείας» του περιεχομένου τους από μέρους του δεύτερου εναγόμενου, στα πλαίσια της δίκης, που κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ήταν σε εξέλιξη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των ασφαλιστών του πλοίου. Εξάλλου, αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης των εναγομένων σχετικά με τους επίδικους ισχυρισμούς σε βάρος των εδώ εναγόντων – φυσικών προσώπων, στα ανωτέρω δικόγραφα προτάσεων αρχικών και τροποποιημένων, κατά την κάτωθι διακριση,  διερευνώμενης και της σχετικά προβαλλομένης ένστασης των εναγομένων περί άρσης του αδίκου των εν λόγω ισχυρισμών, λόγω υπαγωγής τους στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ειδικότερα, ως υποβληθέντες στα πλαίσια της Αγγλικής δίκης, κατ’ ενάσκηση των καθηκόντων των εναγομένων δικηγόρων προς υπεράσπιση των εντολέων τους, ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής), λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τα αναλυτικά στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης), ότι τα ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονότα τυγχάνουν ψευδή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω αναφερόμενα στις αρχικές, από 18.10.2006, προτάσεις των ασφαλιστών ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το λοιπό αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά το χρόνο που τα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις αυτές διατυπώθηκαν, δε δύναται να στοιχειοθετηθεί υποκειμενικά η τέλεση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης από τους εναγομένους δικηγόρους, καθόσον δεν αποδείχθηκε η γνώση αυτών περί του αναληθούς των ισχυρισμών τους σε βάρος του όγδοου και δέκατου των εναγόντων. Αντιθέτως, κατά το χρόνο εκείνο, οι προβαλλόμενοι από μέρους τους ισχυρισμοί, στηρίζονταν στην εύλογη πεποίθηση των πρώτης, δεύτερου και τρίτης των εναγομένων, ενεργούντων ως προστηθέντων των ασφαλιστών διαδίκων στις δίκες στην Αγγλία, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αληθείς, όπως δύναται να συναχθεί από τα εξής : α) Σύμφωνα με το άρθρο 39 ΜΙΑ ο ασφαλισμένος εγγυάται (warrants) ότι το πλοίο, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης είναι αξιόπλοο. Ένα πλοίο θεωρείται αξιόπλοο όταν είναι ικανό να αντιμετωπίσει από κάθε άποψη τους συνήθεις κινδύνους της θάλασσας, ενώ το αξιόπλοο αποτελεί στοιχείο πραγματικό και δεν είναι σε άμεση συνάφεια με τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για κάθε τύπου πλοίο (ΕφΠειρ 1141/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2005, σ.72). Έτσι, με δεδομένο ότι τα πιστοποιητικά κλάσης δεν αποτελούν εγγύηση ότι το πλοίο είναι αξιόπλοο, καθώς αυτά συνιστούν μόνο βεβαίωση ότι το πλοίο συμμορφώνεται με τους Κανονισμούς που έχει θεσμοθετήσει και εκδώσει κάθε Νηογνώμονας που εκδίδει το πιστοποιητικό κλάσης, χωρίς να συνδέεται αυτό με τον έλεγχο στην επιλογή του πληρώματος και στη διαχείριση και συντήρηση του πλοίου στα διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των περιοδικών επιθεωρήσεων (βλ. αποσπασματική μετάφραση από ιστοσελίδα της Διεθνούς Ένωσης Νηογνωμόνων, σχετ. Ζ5/3, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγόμενους), η διερεύνηση των συνθηκών και των αιτιών του ναυαγίου από τους εναγομένους και τους εντολείς τους παρίστατο δικαιολογημένη, κατά το χρόνο εκείνο, οπότε η διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου ήταν ακόμη ενεργός. β) Οι εναγόμενοι, κατά τη σύνταξη των, μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, επιστολών και διαδικαστικών εγγράφων, όπως αυτά αναφέρθηκαν εκτενώς ανωτέρω, στηρίζονταν σε έγγραφα και πληροφορίες που είχαν τεθεί υπόψιν τους από τους πραγματογνώμονες και τεχνικούς συμβούλους των εντολέων των ασφαλιστών, που διερευνούσαν την υπόθεση, όπως σαφώς αναφέρουν στις επιστολές του. Ενδεικτικά, είχε τεθεί υπόψιν τους η από 27.7.2006 Έκθεση του Norman Lynag (μετ’ επικλήσεως σχετικό Ζ5/2 των 1ης – 5ης εναγομένων ), σύμφωνα με τα συμπεράσματα ης οποίας «… 6.1 Κατά τη διάρκεια της διέλευσης από το Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό οι συνθήκες ήταν σχετικά ευνοϊκές. Ο άνεμος δεν ξεπερνούσε Ισχύ 5 και το κύμα δεν ξεπερνούσε 1 ½ μέτρο ανώτατου ύψους. 6.2 Κατά τη διάρκεια διέλευσης γύρω από τη Νότιο Αφρική το «…» αντιμετώπισε ανέμους Ισχύος 5-6. … Κατά τη διέλευση γύρω από τη Νότιο Αφρική υπήρχε σταδιακή αύξηση στο Νοτιοδυτικό κύμα. Κατά το πρωί της 3ης Μαΐου αυτό είχα φτάσει ανώτατο ύψος περίπου 3 ½ μέτρων. 6.3 Οι συνθήκες οι οποίες αντιμετωπίστηκαν δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και σε καμία περίπτωση δεν ήταν ασυνήθιστες κατά τη διέλευση γύρω από τη Νότιο Αφρική».  γ) Εξάλλου, σύμφωνα με την από Μαϊου 2006, με αριθμό 3/2006 (προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από αμφότερους τους διαδίκους), έκθεση του Τμήματος Ναυτικών Ερευνών της Κράτους της Σημαίας του πλοίου (Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες), ως συντελεστικοί παράγονες του ναυαγίου αναφέρθηκαν οι «συνθήκες καιρού και θαλάσσης» και ως συντελεστής που οδήγησε στην απώλεια ζωών η «έλλειψη απόφασης για εγκατάλειψη του πλοίου σε πρώιμο στάδιο» και επισημάνθηκε ότι «δεν έχουμε αξιόπιστα στοιχεία για να καθορίσουμε τον αιτιώδη παράγοντα. Η τελευταία επιχείρηση φόρτωσης καθώς επίσης και η αξιοπλοϊα του πλοίου δεν παρέχουν οποιαδήποτε ένδειξη ότι αυτή η απώλεια θα μπορούσε να έχει συμβεί». Αντίστοιχα, ούτε οι από 31.5.2006 και από 19.6.2006 εκθέσεις SAMSA (Αρχή Ασφαλείας Νοτίου Αφρικής, προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από αμφοτέρους τους διαδίκους) κατέληξε σε ασφαλή συμπεράσματα  για τις αιτίες αποκοπής του πλοίου (διαλαμβάνουν ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ότι «η έλλειψη συγκεκριμένου επιβεβαιωμένου αποδεικτικού στοιχείου σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκοπή του πλοίου, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε οριστικά συμπεράσματα ως προς την αιτία της καταστροφής» και ότι «πρέπει να συμπεράνουμε από τα προαναφερθέντα ότι η βλάβη στο κύτος του πλοίου προκλήθηκε από ένα συνδυασμό μη επιβεβαιωμένων συμβάντων που μπορεί να περιλαμβάνουν μηχανική βλάβη στο σκάφος και την επίδραση των δυνάμεων από τον έντονο κυματισμό (σουέλ) και τα υψηλής ενέργειας κύματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ρήγμα στο πλοίο και στη συνέχεια εισροή υδάτων στα κύτη φορτίου με αριθμούς 5, 6 και 7. Υψηλές πιέσεις στα εγκάρσια διαφράγματα του πλοίου ανάμεσα στα κύτη φορτίου κατά πάσα πιθανότητα οδήγησαν στην καταστροφική κατάρρευση όλων των διαφραγμάτων σε ένα αποτέλεσμα ντόμινο. Το πλοίο δε θα μπορούσε να αντέξει αυτή την ξαφνική εισροή υδάτων και θα είχε βουλιάξει γρήγορα». δ) Η ίδια η πρώτη ενάγουσα, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ενώπιον του Εμποροδικείου του Λονδίνου εκθέτει ότι, αναμένοντας την προετοιμασία και την ανταλλαγή αποδείξεων των ειδικών συμβούλων, η καλύτερη πληροφόρηση που επί του χρονικού εκείνου σημείου που μπορούσε να παρέχει ήταν ότι η κοπή του σκάφους στα δύο και ως εκ τούτου το ατύχημα προκλήθηκε λόγω των αναφερομένων στην αγωγή αιτιών (άνεμος και κύματα θάλασσας, ρωγμές κόπωσης στις περιοχές των διαμηκών του πυθμένα και των πλευρικών νομέων του κελύφους, ανεπάρκεια των ελασμάτων του πυθμένα), διατύπωση που καταδεικνύει ότι κατά το χρονικό εκείνο σημείο (Αύγουστος 2006) η εκεί ένδικη απαίτηση ήταν ακόμη υπό διερεύνηση. ε) Από την ανενδοίαστη διατύπωση στην πρώτης εκ των προαναφερομένων, από 26.9.2006 επιστολής (η οποία φέρει σαφώς την ένδειξη «αυστηρά εμπιστευτικό») συνάγεται ότι, αφενός μεν, τα εκεί αναφερόμενα προκύπτουν από τις συμβουλές των εμπειρογνωμόνων και ενός πρώην επιθεωρητή του Νηογνώμονα Lloyd’s, μετά τη μελέτη των σχετικών εγγράφων του πλοίου, ζητήματα τα οποία ανάγονται σε ειδικές γνώσεις της ναυπηγικής επιστήμης, για τα οποία, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, οι εναγόμενοι, ως νομικοί, δε θα μπορούσαν να εισφέρουν γνώση, ούτε να εκφέρουν γνώμη, αφετέρου δε, ότι τα εγειρόμενα με την εν λόγω επιστολή ζητήματα, τα οποία, σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο θαλάσσιας ασφάλισης στήριζαν το δικαίωμα των ασφαλιστών να ακυρώσουν τη σύμβαση (avoid the contract) λόγω ουσιώδους μη αποκάλυψης (“material non-disclosure”) ή εσφαλμένης δήλωσης (“misrepresentation”), έπρεπε να τύχουν απάντησης από τους ασφαλισμένους, πριν αυτά να προβληθούν επισήμως ως ισχυρισμοί στα πλαίσια της δίκης, προς τούτο, δε, ανεστάλη η ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης για δύο εβδομάδες και γνωστοποιήθηκε ότι εάν έως την 11.10.2006 οι ασφαλισμένοι εκθέσουν στους ασφαλιστές ότι η γνωμοδότηση των εμπειρογνωμόνων δεν είναι αιτιολογημένη, οι ασφαλιστές θα αναθεωρήσουν τη θέση τους, άλλως θα ακυρώσουν τη σύμβαση (παρατεινόμενης, προς τούτο, της επίδοσης του δικογράφου αμύνης μέχρι την 18.10.2006), κάτι που, εάν, κατά το χρόνο εκείνο, υπήρχε σχέδιο μη καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης ή συκοφάντησης των εναγόντων, δε θα υπήρχε λόγος να γίνει. Αντίστοιχα, η δεύτερη, ανωτέρω, από 26.9.2006 επιστολή, διαλαμβάνει μόνον αίτημα επίδειξης εγγράφων σχετιζόμενα με εργασίες στο πλοίο και ουδόλως διαλαμβάνει δυσφημιστικούς σε βάρος της πλοιοκτήτριας, διαχειρίστριας του πλοίου και των εκπροσώπων τους, ισχυρισμούς. Εξάλλου, οι βλάβες και οι πρόχειρες επισκευές που αναφέρονται στην πρώτη, από 26.9.2006 επιστολή και στην οποίες βασίστηκε η αρχική άμυνα των Ασφαλιστών (ανωτέρω, από 18.10.2006 προτάσεις άμυνας και ανταγωγή), σε συνέχεια της μελέτης των παρασχεθέντων από την πρώτη ενάγουσα εγγράφων, είναι άλλες, διακριτές και διαφορετικές από αυτές που αναφέρονται για πρώτη φορά στην από 9.2.2007 κατάθεση του Μ.. στ) Σχετικά με το περιεχόμενο των από 18.10.2006 Προτάσεων Αμύνης, οι ανωτέρω, υπό το στοιχ.Ι, αναφορές σε αυτές, δεν αφορούν όλες σε ελαττώματα που (κατά τα εκεί εκτιθέμενα) οδήγησαν στην αναξιοπλοϊα του πλοίου και προκάλεσαν στη βύθισή του, αλλά σε ζημίες που εμφανίσθηκαν κατά το παρελθόν και η αποκατάσταση των οποίων δε γνωστοποιήθηκε στο Νηογνώμονα, κατά παράβαση των κανονισμών του ή έλαβε χώρα κατά παράβαση των κανονισμών του Νηογνώμονα, γεγονότα που τυγχάνουν ουσιώδη, υπό τους ορισμούς των διατάξεων 17 -20 ΜΙΑ, περί υπέρτατης καλής πίστης και θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασης. Σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η αναλήθεια του συνόλου των ανωτέρω ισχυρισμών, οι οποίοι, υπό τα ιστορούμενα στις προαναφερόμενες επιστολές και προτάσεις αμύνης, στηρίχθηκαν στην ανταλλαγείσα μεταξύ των μερών αλληλογραφία και τις κρίσεις των εμπειρογνωμόνων επί του πλήθους των εγγράφων του πλοίου που μέχρι τότε είχαν μελετήσει. Ενδεικτικά, περί τούτου, στην από 10.5.2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Μ. Θ. (προσκομιζόμενη από αμφότερα τα διάδικα μέρη), γίνεται αναφορά στις εκτελεσθείσες εργασίες τοποθέτησης επιθεμάτων και επανασυγκόλλησης σε διάφορα δομικά κατασκευαστικά στοιχεία του πλοίου, στο ναυπηγείο GUANGZHOU WENCHONG SHIPYARD CO, κατά το διάστημα από 2.4.2004 έως 5.6.2004 (ορ σελ. 88 – 90  πραγματογνωμοσύνης), ως αποτελούσες αντικείμενο διένεξης και στα πλαίσια της αγγλικής δίκης (ορ. την ανωτέρω, από 26.9.2006, πρώτη επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων των ασφαλιστών και τις από 18.10.2006, πρώτες κατατιθέμενες προτάσεις αμύνης). Ωστόσο, αναφορικά με τις εργασίες αυτές, οι οποίες κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, αποτέλεσαν τις αρχικές αιτιάσεις των ασφαλιστών, αναφορικά με την κατάσταση του πλοίου και την τήρηση από τη διαχειρίστρια των κανονισμών του Νηογνώμονα, ούτε ο εν λόγω πραγματογνώμονας λαμβάνει σαφή θέση, καθόσον εκθέτει τα ακόλουθα : «Επειδή το πλοίο «…» βυθίστηκε σε βάθος μεγαλύτερο των 4.000 μέτρων, δεν ήταν δυνατόν και δεν έγινε έλεγχος – εξέταση του ναυαγίου και κατά συνέπεια ο υπογράφων αδυνατεί να εκφέρει την οποιαδήποτε γνώμη σχετικά με τις ανωτέρω εργασίες που περιγράφονται στην κατάσταση εργασιών του Κινέζικου ναυπηγείου. Εάν δηλαδή οι εν λόγω εργασίες ήταν προσωρινές, άρα όχι σύμφωνες με τους κανονισμούς του νηογνώμονα, ή ήταν τελικές εργασίες άρα εγκεκριμένες από τον παρακολουθούντα την επισκευή νηογνώμονα του πλοίου». Εξάλλου, σε σχέση με τις αναφορές υπό στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ, περί άρνησης επέλευσης ασφαλιστικού κινδύνου λόγω κανονικών καιρικών συνθηκών και λόγω μη αποδοχής ύπαρξης κρύφιων ελαττωμάτων του πλοίου, άλλως λόγω αναξιοπλοϊας αυτού, οι διαλαμβανόμενοι εκεί ισχυρισμοί αφορούν σε απάντηση των ισχυρισμών που εισέφερε στη δίκη η ίδια η πρώτη ενάγουσα, στη με αριθμό …/2006 αγωγή της, όπου αναφέρει ως πιθανή αιτία, κατά το χρονικό εκείνο στάδιο (αναμένοντας την προετοιμασία και την ανταλλαγή αποδείξεων των ειδικών συμβούλων), εκτός από τον άνεμο και τα κύματα της θάλασσας και τις συνθήκες του καιρού στις οποίες βρέθηκε το πλοίο πριν και κατά τη διάρκεια του ναυαγίου, ελαττώματα του πλοίου, ήτοι α) ρωγμή κόπωσης στην περιοχή διαμηκών του πυθμένα του πλοίου που μεταφέρθηκε στα ελάσματα του πυθμένα, β) ρωγμή κόπωσης στην περιοχή των πλευρικών νομέων του κελύφους που είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστεί ένα τμήμα του πλευρικού ελάσματος του κελύφους και γ) ανεπάρκεια/αστοχία (failure) των ελασμάτων του πυθμένα και του πλευρικού ελάσματος στην περιοχή της διπύθμενης δεξαμενής υπ’ αριθμ.8 και του κύτους φορτίου υπ’ αριθμ.6, ελαττώματα για τα οποία οι Ασφαλιστές αντέτειναν, με τις από 18.10.2006 προτάσεις αμύνης τους και διαρκούσης της διερεύνησης της υπόθεσης, ότι αυτά δεν ήταν κρύφια ελαττώματα αλλά δυνάμενα να αναδειχθούν από μία εύλογα προσεκτική επιθεώρηση. Περί των ανωτέρω, λεκτέο είναι ότι ούτε ο πραγματογνώμονας Μ. Θ.ς λαμβάνει σαφή θέση περί της αιτίας θραύσης τμήματος εξωτερικού περιβλήματος στην περιοχή του πυθμένα του πλοίου (ορ. σελ. 219 – 220 της από Μαϊου 2009 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποίαν «η αποκόλληση/ θραύση δε του τμήματος αυτού του εξωτερικού  περιβλήματος του πλοίου πιθανόν να οφείλεται στην υπέρμετρη συγκέντρωση εσωτερικών τάσεων στα κατασκευαστικά στοιχεία του αποκολληθέντος τμήματος, λόγω κακής φόρτωσης, σε συνδυασμό με την καταπόνηση του πλοίου σε πλευρική κάμψη και στρέψη που οφείλονταν, τόσο στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που συνάντησε κατά τον πλου του όσο και στην αντίξοη πλεύση του … Επειδή το πλοίο «…» βυθίστηκε σε βάθος μεγαλύτερο των 4.000 μέτρων, δεν ήταν δυνατόν και δεν έγινε έλεγχος – εξέταση του ναυαγίου και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται η αποκοπή / θραύση τμήματος του εξωτερικού πυθμένα του πλοίου να προκλήθηκε από κάποιο άλλο μέσο, τρόπο ή αιτία, γεγονός όμως που δεν δύναται με βάση τα προεκτεθέντα να αποδειχθεί και τεκμηριωθεί τεχνικά»). ζ) Οι ισχυρισμοί των Ασφαλιστών που διαλαμβάνονται στις από 18.10.2006 προτάσεις αμύνης (πριν από την οποιαδήποτε κατάθεση Μ. 9.2.2007), ήταν ένα από τα ζητήματα (μεταξύ των ζητημάτων που αφορούσαν την αιτία της απώλειας του πλοίου, τις ισχυριζόμενες παραβάσεις των Κανόνων της Κλάσης και των πρακτικών διαχείρισης των διαχειριστών του πλοίου) για τα οποία θα χρειαζόταν εξειδικευμένη απόδειξη, σύμφωνα με τους διαδίκους και, ως εκ τούτου, προβλεπόταν μία μεγάλη σε όγκο αποδεικτικών μέσων, διάρκεια προετοιμασίας, αλλά και διάρκεια συζήτησης υπόθεση ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου. Η πρώτη ενάγουσα δεν ισχυρίστηκε τότε ότι οι ισχυρισμοί των ασφαλιστών είναι, κατασκευασμένοι ή συκοφαντικοί. Επιπλέον, ο αρμόδιος Δικαστής κ. Tomlinson έκρινε επιβεβλημένη την ανταλλαγή σωρείας επιπλέον σχετικών εγγράφων πέραν των ήδη παρασχεθέντων, καθώς και τον διορισμό πραγματογνωμόνων από τους διαδίκους σε έξι διαφορετικούς τομείς, κατά τα ανωτέρω, ειδικά αναφερόμενα. η) Αντίστοιχα, ούτε από το περιεχόμενο της δεύτερης ανωτέρω, από 26.9.2006 επιστολής (πειστήριο αριθμ. 34 σε σχετ.22), με την οποίαν οι ασφαλιστές, δια των εδώ εναγομένων πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αιτούνται γνωστοποίησης εγγράφων σχετικά με χαλύβδυνες επισκευές που διεξήχθησαν στο ναυπηγείο Zhousan από το Δεκέμβριο του έτους 2005 μέχρι τον Ιανουάριο του 2006 και τη Σιγκαπούρη, το Φεβρουάριο του 2006, δύναται να συναχθεί ότι αυτή περιέχει τους επίμαχους ισχυρισμούς σε βάρος των εκπροσώπων των εδώ εναγομένων, ούτε από το περιεχόμενο της από 19.9.2006 ηλεκτρονικής επιστολής της B. J. προς το διασωθέντα ναυτικό L. B. (με την οποίαν προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του, για τη διευκρίνιση ζητημάτων που αφορούν το ναυάγιο), ούτε από το περιεχόμενο 19.9.2006 ηλεκτρονικής επιστολής της εταιρείας πληρωμάτων στις Φιλιππίνες I. προς τον Γεώργιο Αγαθοκλέους, με την οποίαν εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας επικοινώνησε με την B. J., η οποία του ανέφερε ότι «είχαν πληροφορίες ότι στο … στις 2.5.2006 οι εφαρμοστές  συγκολούσαν ή έκοβαν (!) κάτι και θεωρηθούν ότι αυτός είναι ο λόγος της βύθισης του Α. Τ.» (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αμφότερους τους διαδικους), δύναται να συναχθεί ότι η ως άνω, B. J. (εμφανιζόμενη στην επιστολή ως εξουσιοδοτημένη από την εταιρεία … …) προέβαλε δυσφημιστικούς ισχυρισμούς σε βάρος των εδώ εναγόντων φυσικών προσώπων, σχετικά με τη γνώση τους περί ελαττωμάτων του πλοίου που προκάλεσαν τη βύθισή του. Αντίστοιχα, ούτε από το περιεχόμενο της από 30.10.2006 επιστολής της εδώ πρώτης εναγομένης (σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ. 48), απευθυνόμενη προς την εδώ πρώτη και την έβδομη ενάγουσες, αναφορικά  με τη διαδικασία διαιτησίας που είχε εκκινήσει, με τον αλληλασφαλιστικό σύνδεσμο H. H. M. A. Ltd της Κύπρου (επί της οποίας διαλαμβάνεται αίτημα περί διορισμού διαιτητών, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Νόμου περί Διαιτησίας), ούτε από  το περιεχόμενο της από 16.1.2007 αγωγής της H. H. M. (…) Limited κατά της εδώ πρώτης ενάγουσας, κατά το Νόμο περί διαιτησίας του 1996 (σχετικό εναγόντων υπ’ αριθμ. 49), δύναται να συναχθεί κάποια αναφορά στους εδώ ενάγοντες – φυσικά πρόσωπα, πολύ δε περισσότερο, γνώση αυτών περί ύπαρξης ελαττωμμάτων του πλοίου. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται και εκ του ότι, στα πλαίσια της δίκης στην Αγγλία είχε ανταλλαγεί πλήθος εκατέρωθεν αποδεικτικών μέσων, ήτοι α) κατάλογοι εγγράφων που είχαν χορηγηθεί στους ασφαλιστές πριν την ανταλλαγή εγγράφων στο πλαίσιο των αγγλικών δικονομικών κανόνων (ορ. ανωτέρω), τον από 30 Μαρτίου 2007 κατάλογο 11 σελίδων (σχετικό Ζ5/26 1ης – 5ης εναγομένων), όπου αναφέρονται ταξινομημένα σε 23 θέματα / κατηγορίες τα έγγραφα που χορηγήθηκαν στους ασφαλιστές από την πρώτη ενάγουσα στο πλαίσιο της εν λόγω ανταλλαγής και τον με ιδία ημερομηνία αντίστοιχο κατάλογο των ασφαλιστών, ο οποίος είχε έκταση 112 σελίδων και περιλάμβανε σωρεία εγγράφων, ταξινομημένων σε 22 θέματα / κατηγορίες (σχετικό Ζ5/27 1ης – 5ης εναγομένων, σε αποσπασματική μετάφραση), β) οι αρχικές μαρτυρικές καταθέσεις που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των μερών την 15η Ιουνίου 2007, οι οποίες αριθμούσαν τις τριάντα δύο (32) για την πρώτη ενάγουσα και δέκα (10) για τους ασφαλιστές (σχετικά Ζ5/28 και Ζ5/29, αντίστοιχα, 1ης – 3ης και 5ης – 6ης εναγομένων), ύστερα δε από την ανταλλαγή των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των μερών την 15.6.2007, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια … έλαβε τριάντα εννέα (39) συμπληρωματικές μαρτυρικές καταθέσεις (σχετικό Ζ5/30 1ης – 3ης 5ης – 6ης εναγομένων), γ) εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης από έμπειρους ειδικούς πραγματογνώμονες, στους αντίστοιχους τομείς, σε σχέση με την ένδικη υπόθεση, συνταχθείσες ακόμη και μετά την επίμαχη πρώτη κατάθεση Μ., όπως η από 14.11.2007 Έκθεση του επιθεωρητή πλοίων κ. K. A., επί της οποίας διαλαμβάνονται συμπεράσματα, ότι «3.1.3. Εξέταση των τεσσάρων εκθέσεων Επιθεώρησης του Νηογνώμονα που εκδόθηκαν ύστερα από την ολοκλήρωση των επισκευαστικών εργασιών της Ειδικής Επιθεώρησης στο Guanghou τον Μάιο/Ιούνιο 2004 δεν παρέχει οποιεσδήποτε αποδείξεις που να δείχνουν ότι ο Νηογνώμονας ενημερώθηκε για εργασίες συγκόλλησης δεξαμενών που έλαβαν χώρα» και ότι «11.1. …ο Νηογνώμονας δεν γνώριζε σημαντικές βλάβες που προέκυπταν στις μηχανές του Πλοίου, που αποδεικνύονται από τις εκθέσεις επιθεώρησής τους …. Η ΟΜΕ φαίνεται πως είχε παραπλανήσει τον Νηογνώμονα σε σχέση με την πραγματική κατάσταση του Πλοίου … 11.6. Τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην «επιχειρηματική πρακτική» να μην γνωστοποιούν βλάβες και επισκευές πρέπει να είναι οι προϊστάμενοι της …… 11.16. Επιστάτες Μηχανικοί των Διαχειριστών του Πλοίου γνώριζαν σχετικά με διαρροές στις δεξαμενές, όπως αποδεικνύεται από ένα μηνυμα τηλεομοιοτυπίας Επιστάτη Μηχανικού επί του πλοίου κατά την επίσκεψη στο ναυπηγείο το Δεκέμβριο 2005/Ιανουάριο 2006. Το μήνυμα δήλωνε “Συγκολημμένη Πρόσβαση στην πλευρική δεξαμενή (hopper) των Διπύθμενων Δεξαμενών με σημεία διαρροής, εργασίες ανακατασκευής ξανάρχισαν.” Αυτή η αναφορά εργασίας δεν περιέχεται στο τιμολόγιο του ναυπηγείου» και καταλήγει «11.27 Είναι προφανές από το γεγονός ότι το Πλοίο βυθίστηκε σε μη απαιτητικές για την δομική αντοχή του πλοίου καιρικές συνθήκες ότι ήταν αναξιόπλοο κατά την αναχώρησή του από την Βραζιλία. Από τα έγγραφα που έχουν χορηγηθεί μέχρι σήμερα είμαι πεπεισμένος, οι Πλοιοκτήτες και οι Διαχειριστές του Πλοίου δεν συμμορφώνονταν με τους κανόνες και κανονισμούς του Νηογνώμονα και προέβαιναν σε σημαντική και επαναλαμβανόμενη παράβασή τους, τόσο με την επαναλαμβανόμενη μη γνωστοποίηση των μηχανικών βλαβών, καθώς και των δομικών επισκευών που έλαβαν χώρα κατά την Ειδική Επιθεώρηση στο Wenchong το 2004 και, στη συνέχεια, την ενδιάμεση περίοδο λειτουργίας, μέχρι την απώλεια του πλοίου το Μάιο 2006» (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγομένους, υπ’ αριθμ. σχετ. 32) και η από 27.7.2006 Έκθεση του μετεωρολόγου κ. Norman Lynagh σχετικά με τις καιρικές συνθήκες που συνάντησε το πλοίο στο τελευταίο του ταξίδι και η από 23.11.2006 Έκθεση της γραφολόγου Δρ. Audrey Giles, με την επισήμανση ότι οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους εναγομένους, από 8.11.2007 Έκθεση του ναυπηγού κ. John Aston,  η από 14.11.2007 Έκθεση του ειδικού σε θέματα κλάσης / κανόνων και κανονισμών του   Νηογνώμονα κ. John   Burton, η από 9.11.2007 Έκθεση του Πλοιάρχου James Botterill σχετικά με ζητήματα διαχείρισης πλοίων, η από 18.9.2007 Έκθεση του ασφαλιστή κ. Trevor Hart και η από 13.11.2007 Έκθεση του μεταλλουργού κ. David Hughes, προσκομίζονται αποσπασματικώς μεταφρασμένες στην Ελληνική γλώσσα (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγομένους, υπ’ αριθμ. σχετ. Ζ5/31, Ζ5/32, Ζ5/2 και Ζ5/33 έως Ζ5/37, αντίστοιχα), και δ) οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισε η πρώτη ενάγουσα προς αντίκρουση των ισχυρισμών των Ασφαλιστών (βλ. σχετικά Ζ5/38 Α-Η των 1ης έως 3ης και 5ης έως 6ης εναγομένων, ομοίως προσκομιζόμενες σε αποσπασματική και μονον μετάφραση. Επιπρόσθετα, το ζήτημα της αναξιοπλοϊας του πλοίου …, κρίθηκε πολύ αργότερα, στα πλαίσια των Ελληνικών δικών, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά διαλαμβανόμενα. Εξάλλου, προσκρούει στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ο ισχυρισμός των εναγόντων, ότι ήδη από τα τέλη Ιουλίου 2006 (όταν απεστάλη η επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της πρώτης ενάγουσας περί του ότι ακόμη διερευνούσαν εάν το ένδικο συμβάν υπήγετο σε ασφαλιστικό κίνδυνο και όταν είχε ήδη ανταλλαγεί εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των μερών της ασφάλισης και τεράστιος όγκος εγγράφων είχε παρασχεθεί στους ασφαλιστές προς μελέτη) είχε καταστρωθεί εγκληματικό σχέδιο εξαπάτησης και κατασυκοφάντησης των εναγόντων, μέσω της προσέγγισης του μάρτυρα Μ., η οποία έλαβε χώρα, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή,  δύο μήνες αργότερα, ήτοι το Σεπτέμβριο του 2006. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε η παράδοση του δικογράφου των από 18.10.2006 προτάσεων, από τους εδώ 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγομένους στις Παναγούλα και Α. Κ., σύζυγο και θυγατέρα του απολεσθέντος Υποπλοιάρχου Ι. Κ., ώστε να τις χρησιμοποιήσουν αυτές ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, δοθέντος και του ότι, αφενός μεν, κατά το Αγγλικό Δίκαιο (κανόνας CPR r 5.4C), οι δηλώσεις της υπόθεσης που κατατίθενται στο Δικαστήριο είναι δημόσια προσβάσιμες και καθένας μπορεί να λάβει αντίγραφό τους (βλ. Γνωμοδότηση S. R., προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 1η-5η εναγομένους, σχετικό XXXI, σελ. 32), αφετέρου, δε, η δίκη ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, έλαβε χώρα στις 3.12.2009 (ορ. προεισαγωγικό τμήμα των με αριθμούς 672/2010 και 673/2010 αποφάσεων του Εφετείου Πειραιά), ήτοι περίπου δύο έτη μετά το συμβιβασμο της δίκης στην Αγγλία, που έγινε στις αρχές του έτους 2008. Επισημαίνεται, στο σημείο τούτο, ότι από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δε δύναται να αποδοθεί στην τρίτη εναγομένη (A. …) η πράξη της προσπάθειας επικοινωνίας από μέρους της, στις 11.7.2006, με το διασωθέντα ναυτικό L. B., χωρίς να ενημερώσει την πρώτη ενάγουσα, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων του Αγγλικού Δικαστηρίου (βλ. πειστήριο 13, συνημμένο σε σχετικό 22 των εναγόντων), καθόσον, εκτός του ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά αυτή δύναται να υπαχθεί στους κανόνες των άρθρων 914, 281, 919 ΑΚ, ως αντικείμενη στην καλή πίστη, τα συναλλακτικά και τα χρηστά ήθη, σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά τους εδώ ενάγοντες (φυσικά πρόσωπα), αλλά την πρώτη ενάγουσα, η οποία ήταν διάδικος στη δίκη που ήταν σε εξέλιξη ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου. Ανεξάρτητα, όμως, από τη μη στοιχειοθέτηση της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμισης για το ανωτέρω σκέλος των διαδοθέντων από τους εν λόγω εναγομένους ισχυρισμών, που διαλαμβάνονται στις αρχικές προτάσεις αμύνης και την μέχρι το σημείο εκείνο ανταλλαγείσα αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων στην δίκη στην Αγγλία, οι επίδικοι ισχυρισμοί (περί γνώσης των ελαττωμάτων του πλοίου που καθιστούσαν τούτο αναξιόπλοο και οδήγησαν στη βύθισή του, από τους εκπροσώπους/ διευθυντές της πρώτης και έβδομης ενάγουσας), όπως αυτοί διαλαμβάνονται στο δικόγραφο των από 18.10.2006 προτάσεων και αφορούν στο πρόσωπο των εκεί ρητά κατονομαζομένων διαχειριστών της πρώτης και έβδομης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας του πλοίου (8ο και 10ο ενάγοντες, και Κ. Δ., αντίστοιχα), ήταν αντικειμενικά ικανοί να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη των εν λόγω εναγόντων φυσικών προσώπων, νομίμων εκπροσώπων της πρώτης και έβδομης των εναγουσών, με αποτέλεσμα την τρώση της τιμής και της υπόληψης αυτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν ως, εκ της άσκησης των καθηκόντων τους, γνώστες ελαττωμάτων του πλοίου που καθιστούσαν τούτο αναξιόπλοο και προκάλεσαν τη βύθισή του. Ωστόσο, από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις που τελέστηκε η κατά τα ανωτέρω δυσφήμηση , δεν προκύπτει ότι ο σκοπός των εν λόγω εναγομένων κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων φυσικών προσώπων, αλλά αυτοί ενήργησαν αποκλειστικά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, κατ’ ενάσκηση του νομίμου καθήκοντός τους, ως πληρεξουσίων δικηγόρων των ασφαλιστών, οι αναφορές, δε, αυτές στις επιστολές και τα μέχρι εκείνη τη στιγμή κατατεθέντα δικόγραφα έγιναν όχι με πρόθεση να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη των ανωτέρω εναγόντων φυσικών προσώπων, οι οποίοι άλλωστε δεν ήταν διάδικοι ενώπιον της ως άνω δίκης, αλλά για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των εντολέων τους ασφαλιστών κατά τη διεξαγωγή της σχετικής υπόθεσης, διότι προφανώς και δικαιολογημένα πίστευαν αυτοί ότι τα εκεί αναφερόμενα είναι αληθινά και ικανά να άρουν την ευθύνη των εντολέων τους προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στην εκεί ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία (εδώ πρώτη ενάγουσα), κατ’ ενάσκηση των σχετικών δικαιωμάτων τους, με βάση το διέπον την ασφαλιστική σύμβαση Αγγλικό δίκαιο. Εξάλλου, η διατύπωση των ισχυρισμών αυτών, ως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω, δεν ήταν εξυβριστική ούτε υπερέβη το καθήκον ευπρέπειας και το αναγκαίο μέτρο προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εντολέων των εναγομένων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της σχετικά προβαλλομένης ένστασης των εναγομένων. Αντιθέτως, εξ αντιδιαστολής με τα ανωτέρω και ανεξαρτήτως της μέχρι τότε εύλογης πεποίθησης των εναγομένων δικηγόρων περί του αληθούς των έως τότε εκτιθεμένων από μέρους τους ισχυρισμών, προς υπεράσπιση των εντολέων τους, η ενσωμάτωση των νέων ισχυρισμών, στις από 25.7.2007 Προτάσεις αμύνης, ειδικά ως προς τα επίδικα ζητήματα ότι, όπως διαπίστωσε ο ναύκληρος, α) οι διπύθμενες δεξαμενές έρματος του πλοίου ήταν σε κακή κατάσταση και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος και ότι β) τα κύτη του φορτίου ήταν σε κακή κατάσταση και οι εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου είχαν ρωγμές και παρουσίαζαν διαρροή ύδατος, καθώς και, ειδικά αναφορικά με τον δέκατο ενάγοντα (γ) ότι ο εκπρόσωπος της διαχειρίστριας κ. Δ.ς του ζήτησε να καταθέσει (εννοώντας ψευδώς), κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, στις 8 και 9 Μαΐου 2006, ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, καθώς και η διάδοση των ισχυρισμών αυτών μέσω της επίδοσης της επίμαχης, από 9.2.2007, ένορκης βεβαίωσης του ναυκλήρου Μ., στο πλαίσιο ανταλλαγής αποδεικτικών μέσων κατά την Αγγλική δίκη, δεν έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, προς υπεράσπιση των εντολέων τους αλλά εν γνώσει της αναλήθειας των εκεί διαλαμβανομένων γεγονότων, την πράξη τους δε αυτή, οι εναγόμενοι δικηγόροι ενήργησαν ως προστηθέντες των εντολέων τους ασφαλιστών, προς διεκπεραίωση της υπόθεσής τους και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των τελευταίων, κατά την εκτέλεση της εξουσίας που τους είχε παρασχεθεί, εντός των καθηκόντων τους και σε εκτέλεση των οδηγιών που τους είχαν παρασχεθεί από τους νομίμους εκπροσώπους και τους προστηθέντες των ως άνω εντολέων τους. Ειδικότερα, οι ανωτέρω (υπό α και β) ψευδείς ισχυρισμοί, οι οποίοι, κατά τον τρόπο έκθεσής τους στις εν λόγω τροποποιημένες προτάσεις αμύνης αφορούσαν, εκτός της εκεί διαδίκου πλοιοκτήτριας εταιρείας και της διαχειρίστριας του πλοίου, εδώ έβδομης ενάγουσας, και τα εκεί ρητά κατονομαζόμενα φυσικά πρόσωπα, Γεώργιο Τ.η και Κ. Δ., όγδοου και δέκατου ενάγοντα, αντίστοιχα (υπό την έννοια ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση των εν λόγω ελαττωμάτων, που, όχι μόνο συνιστούσαν λόγους υπαγόμενους στα άρθρα 17-20 ΜΙΑ 1906, αλλά και καθιστούσαν το πλοίο αναξιόπλοο και προκάλεσαν αιτιωδώς τη βύθιση αυτού, κατ’ αρθρ. 39 (5) της ΜΙΑ 1906) και ο υπό στοιχείο (γ) ισχυρισμός σε βάρος του εκπροσώπου της διαχειρίστριας κ. Δ., δέκατου ενάγοντος, ότι, κατά τη διάρκεια της εξέτασής του στη Ν. Αφρική, στις 8 και 9 Μαΐου 2006, ζήτησε από το ναύκληρο να καταθέσει ψευδώς ότι το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, συνιστούν ισχυρισμούς ενώπιον τρίτων (Βρετανικές Δικαστικές αρχές, Ελληνικές Δικαστικές αρχές, όπου διαδόθηκε η από 9.2.2007 επίμαχη κατάθεση Μ.), πρόσφορους να βλάψουν την τιμή, την υπόληψη και την προσωπικότητα των εν λόγω προσώπων, αφού τους εμφανίζουν να αποδέχονται την κακή κατάσταση του πλοίου (γεγονός που αποδείχθηκε αναληθές) και, ειδικά ως προς τον δέκατο ενάγοντα, να προσπαθεί να αποκρύψει αυτήν από τις αρμόδιες αρχές που διερευνούσαν το ναυάγιο, πράξη η οποία έχει ιδιαίτερη ηθική απαξία, δοθέντος ότι από το εν λόγω ναυάγιο απώλεσαν τη ζωή τους 26 ναυτικοί και τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι τόσο της πλοιοκτήτριας όσο και της διαχειρίστριας του πλοίου, πρώτης και έβδομης εναγουσών εταιρειών. Την αναλήθεια, δε, του ισχυρισμού αυτού, όσο και το ότι τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εν λόγω εναγόντων, γνώριζε τόσο ο ανωτέρω μάρτυρας, Μ., αφού ο ίδιος παρουσιάστηκε να έχει, ως εκ των καθηκόντων του στο πλοίο, άμεση προσωπική αντίληψη των πραγματικών γεγονότων που κατέθεσε (οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του), ήτοι ότι ούτε προέβη στις εν λόγω διαπιστώσεις για την κατάσταση του πλοίου, ούτε ότι επηρεάστηκε από τον δέκατο ενάγοντα σχετικά με το περιεχόμενο της αρχικής του κατάθεσης, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, προστηθείς της πρώτης εναγομένης και των εντολέων αυτής ασφαλιστών, ο οποίος, αφενός μεν επιμελήθηκε την εξέτασή του και, μετά τη λήψη συνέντευξης, συνέτασσε το κείμενο της εν λόγω κατέθεσης (βλ. την από 20.7.2007 μαρτυρική κατάθεση Mallin, σχετικό εναγομένων Ζ5/40), αφετέρου δε, διέλαβε τους ανωτέρω ισχυρισμούς, αυτούσιους, στη δήλωση αληθείας που συνόδευε το εν λόγω δικόγραφο των τροποποιημένων προτάσεων και, ως εκ τούτου, έχοντας πλήρη γνώση του φακέλλου της εν λόγω δικογραφίας από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας στην Αγγλία, γνώριζε, τόσο (i) το περιεχόμενο των αρχικών καταθέσεων του Μ., αμέσως μετά το συμβάν (στις οποίες ο τελευταίος, ερωτηθείς σχετικά, ουδέν ανέφερε περί της κακής κατάστασης του πλοίου, ή περί της προσπάθειας επηρεασμού του από τον δέκατο ενάγοντα και οι οποίες είχαν επιδοθεί αυτές σε αυτόν και την εταιρεία που αυτός εκπροσωπούσε, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, κατά την ανταλλαγή αποδεικτικών μέσων στα πλαίσια της Αγγλική Δίκης, σημειωτέον, δε, ότι εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης παρίστατο κατά τις συνεντεύξεις στη Νότιο Αφρική μετά το συμβάν, από την 9.5.2006 και εφεξής, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα), όσο και (ii) τον τρόπο και τα μέσα προσέγγισης του εν λόγω μάρτυρα από μέλος της οικογένειας Κ. και, εν συνεχεία, από την έκτη εναγομένη, Μαρία Μωυσίδου, προστηθείσα του παραρτήματος της πρώτης εναγομένης (…, εδώ πέμπτη εναγομένη), όπως αναλυτικά αυτός παρέθεσε στις από 12.10.2007 και από 19.11.2007 απαντητικές του επιστολές προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της εδώ πρώτης ενάγουσας (αναφορικά με τη συμμετοχή της έκτης εναγομένης στις ως άνω πράξεις, ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενο, από τους 1η έως 3η και από 5η έως 6η εναγομένους, σχετικό υπ’ αριθμ. Ζ5/51, ήτοι την από 19.11.2007 απαντητική επιστολή των δικηγόρων D. F. και James Wilan της πρώτης εναγομένης, όπου γίνεται μνεία ότι «… οι διευθετήσεις έγιναν από εταίρο του γραφείου της … στο Ναύκληρο έπειτα από συμβουλή των ναυτικών πρακτόρων, προκειμένου να ολοκληρώσει το ταξίδι του στην Ελλάδα», σε συνδυασμό με αναφορά στις προτάσεις των ιδίων εναγομένων, σχετικά με την έκτη εναγομένη, ότι «… δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη στον εν γένει χειρισμό της υπόθεσης του ναυαγίου του πλοίου “…” ενώπιον του Ανωτέρου Δικαστηρίου στην Αγγλία, με μόνη εξαίρεση το γεγονός ότι ενήργησε ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του δεύτερου από εμάς (ενν. M. M.) και του ναυκλήρου M., προκειμένου ο τελευταίος να ταξιδέψει δύο φορές στην Ελλάδα εντός του 2007 και να συναντήσει τον δεύτερο από εμάς σε σχέση με το ναυάγιο»). Εξάλλου, ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος του όγδοου και δέκατου των εναγόντων, ως προστηθείς των εντολέων του ασφαλιστών, προς διεκπεραίωση της υπόθεσής τους και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των τελευταίων, κατά την εκτέλεση της εξουσίας που τους είχε παρασχεθεί, εντός των καθηκόντων του και σε εκτέλεση των οδηγιών που του είχαν παρασχεθεί από τους νομίμους εκπροσώπους και τους προστηθέντες των ως άνω εντολέων τους, συνεπικουρούμενος από την τρίτη (A. …) και έκτη (Μαρία Μωυσίδου) των εδώ εναγομένων, οι οποίες παρείχαν εν γνώσει τους συνδρομή στην από μέρους του τέλεση της προαναφερομένης πράξεως, αφού η μεν πρώτη εξ αυτών, ήταν εξ αρχής (από το διάστημα που δόθηκε η εντολή στην πρώτη εναγομένη χειρισμού της υπόθεσης ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου) σε γνώση του φακέλου της εκεί δικογραφίας και συμμετείχε στην ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των εκεί διαδίκων μερών και στη διαδικασία συλλογής αποδεικτικών μέσων (και προσέγγισης μαρτύρων, για την παροχή μαρτυρικής κατάθεσης), η δε δεύτερη ήταν αυτή που, ως προστηθείσα της πέμπτης εναγομένης (εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα, συνδεδεμένη με την πρώτη εναγομένη), μεσολάβησε προκειμένου ο M. να ταξιδέψει δύο φορές στην Ελλάδα εντός του έτους 2007 για να συναντήσει το δεύτερο εναγόμενο (ορ. σελ. 19 των προτάσεων 1ης έως 3ης και 5ης έως 6ης των εναγομένων), κατά τη μετάβασή του δε, στην Ελλάδα, του παρέδωσε την επαγγελματική της κάρτα (ορ. πειστήριο 11, συνημμένο σε σχετικό 26) και προέβη σε χρηματικές καταβολές, όπως δύναται να συναχθεί από το περιεχόμενο της ανωτέρω, από 19.11.2007 επιστολής της πρώτης εναγομένης (ορ. ειδικότερα, αναφορικά με το επίμαχο χρονικό διάστημα που αφορά στην πρώτη κατάθεση Μ., παρ. 5α της ως άνω επιστολής, όπου αναφέρεται ότι «… οι διευθετήσεις έγιναν από εταίρο του γραφείου … στον Πειραιά, γύρω στον Ιανουάριο του 2007, με τη συνδρομή ενός ναυτικού πράκτορα. Το ποσό  των 1.200 δολαρίων ήταν το ποσό το οποίο παρείχε η … στο Ναύκληρο έπειτα απο συμβουλή των ναυτικών πρακτόρων, προκειμένου να ολοκληρώσει το ταξίδι του στην Ελλάδα και, συγκεκριμένα, να αποδείξει ότι διαθέτει επαρκή μέσα για την απόκτηση άδειας εισόδου» και στην παρ. 5β «… το ποσό καταβλήθηκε από την … εξ ονόματος των Εναγομένων προς ένα από τα μέλη της οικογένειας, το οποίο κανόνισε την προώθηση του ποσού στο Ναύκληρο. Η καταβολή πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2007» και κατωτέρω, στην παρ. 12 γ της εν λόγω επιστολής, σε απάντηση του ερωτήματος πότε από ποιόν και κάτω από ποιες συνθήκες επιδιώχθηκε και συμφωνήθηκε η πληρωμή του ποσού των 10.000 Δολαρίων, που αντιστοιχούν σε 750 δολάρια ημερησίως, όπου «… Η προσφορά γνωστοποιήθηκε και έγινε δεκτή κατά τη διάρκεια συνάντησης του Ναυκλήρου με εταίρο της … γύρω στις 16 Μαρτίου 2007»), μέρος των οποίων, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, δεν παρίστατο δικαιολογημένο ούτε στηριζόμενο σε αντικειμενικά κριτήρια, οδήγησαν, δε (οι εν λόγω καταβολές) στη λήψη απόφασης από τον εν λόγω μάρτυρα, προς μεταβολή των καταθέσεών του και υποστήριξη των παραποιημένων, σε σχέση με τα αληθή, γεγονότων, που αφορούν τους εδώ ενάγοντες και που ειδικά εκτέθηκαν ανωτέρω, όπως δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Νικολάου Μόσχου, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με την οποίαν, αναφορικά με την επίμαχη κατάθεση Μ., καταθέτει για τον ως άνω μάρτυρα «… Τα αναίρεσε μερικά χρόνια μετά. … Έκανε μια κατάθεση στις Φιλιππίνες στην οποία είπε ότι με δωροδόκησαν και μου έφεραν μια κατάθεση φτιαγμένη, την οποία εγώ υπέγραψα για να πάρω 50 χιλιάδες δολάρια … Αν θυμάμαι καλά, γιατί δεν τα έχω και μπροστά μου και είναι και 6 χρόνια. Αυτό που έλεγε είναι ότι ο δικηγόρος ο κύριος Steaven Cropper της H. D. και ο κύριος M. M. της H. D. , του είπαν μαζί με τους ασφαλιστές θα του έδιναν πάρα πολλά λεφτά, 50 χιλιάδες δολάρια, που για έναν άνθρωπο έναν λοστρόμο από τις Φιλιππίνες είναι πάρα πολλά λεφτά και όχι μόνο, του είπαν ότι αν έρθεις και καταθέσεις στα δικαστήρια ή στην Αγγλία ή στην Ελλάδα, δεν θυμάμαι ακριβώς που, θα πάρεις και πολύ περισσότερα» (σελ. 20, 21 πρακτικών). Εξάλλου, γνώση της τρίτης εναγομένης, A. …, περί των ανωτέρω (ιδίως των πέραν το αναγκαίο μέτρο χρηματικών καταβολών προς το ναύκληρο) δύναται να συναχθεί και από την από 8.10.2007 επιστολή του δευτέρου εναγομένου προς το ναύκληρο (πειστήριο 3, συνημμένο σε σχετ.26 των εναγόντων), στην οποίαν αναφέρεται ότι του έστειλαν το ποσό των 750 Δολ ΗΠΑ στον τραπεζικό λογαριασμό που αυτός έδωσε για τα έξοδα έκδοσης βίζα, ότι θα του καταβληθούν τα λοιπά έξοδα ταξιδίου και παραμονής στο Λ.ο (η επιστολή αναφέρει «Ασφαλώς θα τακτοποιήσουμε τα του ταξιδίου, παραμονής και λοιπά έξοδα εδώ στο Λ.ο κατά το συνήθη τρόπο») και ότι μπορεί να επικοινωνήσει με τον ίδιο (δεύτερο εναγόμενο) ή με την εδώ  τρίτη εναγομένη, δικηγόρο A. J. T. (αναφερόμενη στην επιστολή, ως η κυρία που συνάντησε ο Μ. μαζί με το δεύτερο εναγόμενο στην Ελλάδα τον Ιούλιο). Ενισχυτική, άλλωστε, της κρίσης του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω αποδειχθέντων, τυγχάνει και το ότι στην ανωτέρω κατάθεσή του, ο μάρτυρα απόδειξης, Νικόλαος Μ., κάνει σαφή μνεία στη μεταμέλεια που εξέφρασε στον ίδιο ο εκλιπών προστηθείς της πρώτης εναγομένης, δικηγόρος Stephen Crooper (κατά τα άνω αποδειχθέντα, ήταν ο παριστάμενος δικηγόρος για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, κατά τη διαδικασία των αρχικών συνεντεύξεων των διασωθέντων μελών του πληρώματος, στη Νότιο Αφρική), για το περιεχόμενο των επίμαχων καταθέσεων του Μ., ως αναλυτικά ανωτέρω εκτίθεται. Εξάλλου, σχετικά με τη προσπάθεια προσέγγισης των διασωθέντων ναυτικών τόσο από τον Μάριο Μπερνάντο όσο και την Α. Κ., ενεργούντων για λογαριασμό των ασφαλιστών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, εναγομένων  κάνει λόγο ο μάρτυρας απόδειξης, …, στην προαναφερόμενη, με αριθμό … ένορκη βεβαίωσή του (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. σχετ. 24), επί της οποίας εκτίθενται τα ακόλουθα  : «12. Κατά το χρονικό αυτό σημείο η πλοιοκτήτρια άρχισε να αντιλαμβάνεται τις παράνομες και απατηλές ενέργειες των ασφαλιστών και των εκπροσώπων τους. Επιπλέον, τον Μάιο του 2007 ο διασωθείς ναυτόπαις P. δήλωσε ότι η κ Α. Κ. (θυγατέρα του θανόντα Υποπλοιάρχου του πλοίου) επικοινώνησε μαζί του στις 27-4-2007, 28-4-2007, 4-5-2007, 7-5-2007, 23-5-2007 ενεργώντας για λογαριασμό των ασφαλιστών και των δικηγόρων τους … και του πρότεινε να δώσει μια ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών και να καταθέσει ότι το πλοίο είχε ελαττώματα τα οποία προκάλεσαν την βύθιση του. Του ζήτησε να μεταβάλλει τις προγενέστερες αληθείς ένορκες καταθέσεις του και να κατηγορήσει τους πλοιοκτήτες και το πλοίο με αντάλλαγμα την πληρωμή προς αυτόν χρηματικής αμοιβής. Για το λόγο αυτό η Α. Κ. ζήτησε από τον P. να αποστείλει αντίγραφο του διαβατηρίου του, καθώς και τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού προς τον αριθμό φαξ …, που είναι ο αριθμός φαξ της δικηγορικής εταιρείας … στον Πειραιά, με σκοπό να καλύψουν οι δικηγόροι αυτοί των ασφαλιστών τα έξοδα του ταξιδιού του P. στην Ελλάδα, όπου θα μετέβαινε για να συναντήσει την Α. Κ. και τους δικηγόρους των ασφαλιστών και για να δώσει μια ένορκη βεβαίωση κατά της …. Ο κ. P. δήλωσε ακόμη ότι ο Μ. επικοινώνησε μαζί του στις 2.5.2007 και στις 12.5.2007 και τον προέτρεψε να ταξιδέψει μαζί με τον Μ. στην Ελλάδα. Δήλωσε ακόμη ότι ο Μ. του είπε ότι οι ασφαλιστές θα του πλήρωναν μια γενναιόδωρη χρηματική αμοιβή για να δώσει ο P. μια ψευδή ένορκη βεβαίωση καταθέτοντας ότι το πλοίο είχε ρωγμές στα κύτη φορτίου οι οποίες προκάλεσαν εισροή υδάτων και την βύθιση του πλοίου. 13. Ο P. επίσης ανέφερε ότι η Α. Κ. του ζήτησε να ταξιδέψει στην Ελλάδα στις 4/6/2007 και του υποσχέθηκε ότι οι ασφαλιστές θα του πλήρωναν χρηματική αμοιβή για την κατάθεση του και ότι οι ασφαλιστές θα έδιναν στον P. μια προκαταβολή 1.000 δολ. ΗΠΑ με έμβασμα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Ακόμη ότι ο Μ. θα του παρέδιδε το εισιτήριο του για το ταξίδι του στην Ελλάδα όπου ο P. θα παρέμενε για δύο εβδομάδες. Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώθηκαν στις ένορκες βεβαιώσεις του P. που δόθηκαν στις 5-5-2007 και στις 25-5-2007 ενώπιον του Συμβολαιογράφου των Φιλιππίνων κ Laberto Tagaiuna. Ο κ P. αρνήθηκε να δώσει ψευδή ένορκη κατάθεση υπέρ των ασφαλιστών.». Εξάλλου, ο ίδιος ως άνω μάρτυρας, καταθέτει, επιπλέον, αναφορικά με τα ένδικα περιστατικά και για τις συνθήκες υπό τις οποίες οι δίκες στην Αγγλία συμβιβάστηκαν, τα εξής : «…15. Οι εναγόμενοι ασφαλιστές απάντησαν με τις προτάσεις τους με ημερομηνία 10 Αυγούστου 2007 που υπογράφτηκαν από τους δικηγόρους των ασφαλιστών D. F. και J. W.. Η απάντησή τους περιλάμβανε μια δήλωση αλήθειας που υπογράφτηκε από τον κ. M.. Επιπρόσθετα, μετά από συμπληρωματική αίτηση της πλοιοκτήτριας για παροχή περαιτέρω πληροφοριών, οι ασφαλιστές απάντησαν με τηλεομοιοτυπία των δικηγόρων … με ημερομηνίας 12/10/2007, με την οποίαν παρέθεσαν λεπτομέρειες πληρωμών συνολικών ποσών δολ ΗΠΑ 25.100  και ευρώ 14.564,39 που έγιναν από τους ασφαλιστές του πλοίου ή από τρίτους για λογαριασμό των ασφαλιστών του πλοίου προς το Μ. σχετικά με την νπαροχή της ψευδούς μαρτυρικής καταθέσεως του Μ. … 18. Στην απάντησή τους αυτή με ημερομηνία 19-11-2007, οι ασφαλιστές ομολόγησαν για πρώτη φορά ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου ότι ο κ. M. B. ενεργούσε για λογαριασμό των ασφαλιστών όταν πρότεινε στους διασωθέντες ναυτικούς να τους πληρώσει χρήματα ως αντάλλαγμα για να δώσουν αυτοί ψευδείς ένορκες καταθέσεις. Οι ασφαλιστές ομολόγησαν ότι ο κ B. προσλήφθηκε και ενεργούσε κατ’ εντολή της CTC Services , η οποία με τη σειρά της είχε προσληφθεί και ενεργούσε κατ’ εντολή των ασφαλιστών του πλοίου και του φορτίου. 30. Εξαιτίας της αποκάλυψης ενώπιον του αγγλικού Δικαστηρίου των υπέρογκων πληρωμών που έκαναν οι σφαλιστές προς τον Μ. και των οικονομικών ανταλλαγμάτων που προσέφεραν οι ασφαλιστές προς τα υπόλοιπα διασωθέντα μέλη του πληρώματος, οι ασφαλιστές πρέπει να βρέθηκαν σε δύσκολη θέση ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου, διότι όπως ενημερώθηκα η διενέργεια τοιούτου είδους πληρωμών και η παροχή τοιούτου είδους οικονομικών κινήτρων δεν είναι νόμιμες σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, διότι οι πληρωμές αυτές είναι κατά πολύ υπέρτερες από το ποσό των εξόδων ενός μάρτυρα που καταθέτει στο δικαστήριο. …. 31. Αναμφίβολα το καταλυτικό στοιχείο για το συμβιβασμό ήταν ότι ομολόγησαν οι ασφαλιστές ότι είχαν κάνει χρηματικές καταβολές στο ναύκληρο. Το γεγονός αυτό παραδέχτηκαν για πρώτη φορά οι H. D. στις 12 Οκτωβρίου 2007 ενώ παρασχέθηκαν από αυτούς ακόμα πιο λεπτομερείς πληροφορίες στις 19 Νοεμβρίου 2007. Την επόμενη ημέρα (20 Νοεμβρίου 2007) κατόπιν αιτήματος των ασφαλιστών των Συνδικάτων Lloyd’s έγινε μία συνάντηση στην Αθήνα μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας και των εκπροσώπων των Συνδικάτων των Lloyd’s. Κατόπιν σχετικού αιτήματος των Ασφαλιστών των Lloyd’s συμφωνήθηκε να μην παρευρεθούν δικηγόροι στη συνάντηση αυτή. 32. Η συνάντηση της 20ης Νοεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της … στη Γ. για να συζητηθεί η πληρωμή από τους ασφαλιστές της ασφαλιστικής απαίτησης προς τη …. Στη συνάντηση αυτή ήταν παρόντες, ο κ. Γεώργιος Τ…., Πρόεδρος, κατά το χρόνο εκείνο, του Διοικητικού Συμβουλίου της …s, ο κ. S. S…., εκπρόσωπος της αρχιασφαλίστριας … U. L. και των ασφαλιστών μελών των Συνδικάτων των Lloyd’s με αριθμούς 2987, 2003 και 0033 για το οικονομικό έτος 2006, ο κ. Φ. Π., εκπρόσωπος της ασφαλειομεσίτριας …… εγώ ο υπογράφων την παρούσα ένορκη βεβαίωση, ο κ. C. F., εκπρόσωπος της ασφαλειομεσίτριας του Λ. … και ο κ. Bob Foster εκπρόσωπος της …. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής ο κ. S… ζήτησε τον συμβιβασμό της υπόθεσης δια της καταβολής του συνόλου (100%) της ασφαλιστικής αποζημιώσεως από τους ασφαλιστές προς την …. Η πληρωμή αυτή θα γινόταν πριν από την ημερομηνία της δικασίμου της υπόθεσης ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου (High Court) που είχε προσδιοριστεί για την 14-1-2008. Ο κ. Τ…. ρώτησε τον κ. S… εάν ο κ. S… προσωπικά και οι ασφαλιστές που εκπροσωπούσε είχαν αναμειχθεί στην κατασκευή των ψευδών ενόρκων βεβαιώσεων του Μ. και στην πληρωμή πολύ μεγάλων χρηματικών ποσών προς τον μάρτυρα των ασφαλιστών για να αλλάξει ο Μ. τις αληθείς αρχικές μαρτυρικές του καταθέσεις και να καταθέσει ψευδώς ότι ο πλοίο … είχα ελαττώματα που προκάλεσαν τη βύθισή του. 33. Ο κ. S… ενώπιον όλων των ανωτέρω προσώπων απάντησε ότι αυτός προσωπικά και η … δεν γνώριζαν μέχρι πρόσφατα το παραμικρό για την πληρωμή αυτών των μεγάλων ποσών προς τον Μ. ως αντάλλαγμα για τις ένορκες βεβαιώσεις του Μ.. Ο κ. S… δήλωσε κατηγορηματικά ενώπιον όλων των παρευρισκομένων ότι οι πράξεις αυτές είχαν οργανωθεί και εκτελεστεί από την αρχιασφαλίστρια …, τους δικηγόρους των ασφαλιστών … και το γραφείο τους στον Πειραιά …. Ακόμη ο κ. S… δήλωσε ότι οι ίδιος προσωπικά και η … κάποια χρονική στιγμή τον Οκτώβριο 2007 έλαβαν γνώση των πληρωμών προς τον Μ. και όταν διαπίστωσαν το γεγονός αυτό, έσπευσαν να συμβιβάσουν την υπόθεση δια της πλήρους καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως …». Άλλωστε, από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας των μερών στα πλαίσια της διαδικασίας «παροχής πληροφοριών» που ήταν σε εξέλιξη για τις ανάγκες της αγγλικής δίκης, συνάγεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν σε γνώση των ενεργειών των ανωτέρω προσώπων (Μ. Μ., Α. Κ.), σε ενημέρωση για τις οποίες ο ίδιος προβαίνει προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αντιδίκων του, στο πλαίσιο της διαδικασίας «DISCOVERY» που ισχύει στην Αγγλική Δικονομία  (βλ. την από 12.10.2007 επιστολή του δεύτερου εναγομένου, προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πλοιοκτήτριας, καθώς και την από 19.11.2007 απάντηση της πρώτης εναγομένης (συνταχθείσα από οτυς D. F. και J. W.) στο αίτημα των εναγόντων για περαιτέρω πληροφορίες, σχετικά 1ης 3ης και 5ης-6ης εναγομένων, υπ’ αριθμ. Ζ5/50 και Ζ5/51, στο ειδικότερο περιεχόμενο των οποίων γίνεται αναφορά κατωτέρω). Εξάλλου, οι ίδιοι οι 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγόμενοι, στις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, εκθέτουν ότι  « … όπως αναφέρθηκε και στα έγγραφα που υποβάλαμε στους Άγγλους δικηγόρους της 1ης ενάγουσας στα πλαίσια της αγγλικής δίκης …, τον Σεπτέμβριο του 2006 συμφωνήθηκε να καταβληθεί το ισόποσο σε πέσος Φιλιππίνων των 250 Δολαρίων ΗΠΑ (περίπου 180 Ευρώ) για τον χρόνο του διασωθέντος ναύκληρου του πλοίου Άτζες Μ., προκειμένου αυτός να συναντηθεί με πρόσωπο υποδειχθέν από την εταιρεία CTC Services με έδρα στη Μανίλα των Φιλιππίνων, ονόματι Mario A B.. Εξ όσων γνωρίζουμε, το συνολικό ποσό που θα καταβαλλόταν στον Μ. ήταν το ισόποσο 500 Δολλαρίων ΗΠΑ, από τα οποία τα υπόλοιπα 250 Δολάρια ΗΠΑ θα τα κατέβαλαν τα συμφέροντα του απολεσθέντος φορτίου του …, τα οποία συνεργάζονταν με άλλη θυγατρική εταιεία της CTC. Ο κ B. συναντήθηκε πράγματι με τον Μ. στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό τελικά να συναντηθεί εκπρόσωπος των ασφαλιστών μαζί του. Η συνεργασία με την CTC στη Μανίλα έληξε στις 23.9.2006» και «… Τον Οκτώβριο του 2006 μέλος της οικογένειας του θανόντος Υποπλοιάρχου του … επικοινώνησε με την 5η ημών (η εταιρεία …) και την ενημέρωσε ότι είχε συνομιλήσει με τον Μ., ο οποίος είχε δεχθεί να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να συναντηθεί με εκπρόσωπο των ασφαλιστών. Συμφωνήθηκε τότε να χρηματοδοτηθεί το ταξίδι του Μ. στην Ελλάδα προκειμένου να εξεταστεί ο Μ. από το 2ο ημών» (βλ. σελ. 184-185 των από 23.12.2014 προτάσεων των 1ης έως 3ης και 5ης έως 6ης των εναγομένων). Ενισχυτικό, δε, της κρίσης του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, τυγχάνει ότι η επίμαχη, από 9.2.2007 κατάθεση του Μ., ελήφθη στην Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα που ο ανωτέρω ναυτικός διέμενε στην οικία Κ., προκειμένου να καταθέσει για τις ανάγκες της δίκης που ήταν σε εξέλιξη ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, ενώ τα ποσά εξόδων για την έλευση του Μ. στην Ελλάδα καταβλήθηκαν από την πέμπτη  εναγομένη (…) εξ ονόματος των Εναγομένων, προς ένα από τα μέλη της οικογένειας Κ. (βλ. σχετικό 1ης – 3ης και 5ης -6ης εναγομένων, Ζ5/51, γεγονός που άλλωστε δεν αρνούνται οι ως άνω εναγόμενοι). Εξάλλου, ο ίδιος ο A. M.,, την 9.1.2007, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Μανίλας Φιλιππίνων, M. E. C., που δόθηκε, από κοινού με τον έτερο επιζώντα συμπατριώτη του, E. P., σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, καταγγέλλει την από τον Ιούλιο του έτους 2006 προσπάθεια προσέγγισής του από τον Μ. Μ., ο οποίος συστήθηκε ως εκπρόσωπος της εταιρείας S. F., ήτοι των ασφαλιστών των ναυλωτών του πλοίου, ώστε να δώσουν αυτοί κατάθεση περί του ότι το πλοίο βυθίστηκε διότι είχε πρόβλημα, αντί χρηματικών ανταλλαγμάτων (μισθοί του χρόνου που θα απαιτούνταν για να είναι διαθέσιμοι για την κατάθεση μέχρι και του χρόνου επαναναυτολόγησής τους σε πλοίο), αλλά αυτοί αρνήθηκαν, διότι τούτο ήταν αντίθετο με την αλήθεια (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. σχετ.51). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί από τους αρνητικούς ισχυρισμούς των 1ης έως 3ης και 5ης έως 6ης των εναγομένων, με τις υποβληθείσες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον : α) Κατά τους ισχυρισμούς των ιδίων, ο Μ. εξετάστηκε (ελήφθη συνέντευξη) από τον δεύτερο εναγόμενο την 7η και 8η Φεβρουαρίου 2007, ενώ την επομένη 9.2.2007 το τελικό κείμενο υπεγράφη από τον Μ. ενώπιον του Προξένου των Φιλιππίνων στην Ελλάδα, ενώ υπέγραψε αυτός τη συμπληρωματική του κατάθεση στις 13.2.2007, απασχόληση που (συμπεριλαμβανομένων των ημερών μετάβασης του μάρτυρα από τον τόπο κατοικίας τους στις Φιλιππίνες, στην Αθήνα) δεν υπερβαίνει τις 6 ημέρες, πλην όμως η αμοιβή του αφορούσε απασχόληση για περισσότερες (14) ημέρες (βλ. την από 12.10.2007 απαντητική επιστολή του δεύτερου εναγομένου, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγομένους, υπ’ αριθμ. σχετ.Ζ5/50). Επομένως, πέραν και ανεξαρτήτως (α) του ότι, πράγματι, η καταβολή ενός μέρους των εξόδων έλευσης στην Ελλάδα και παραμονής του μάρτυρα εκεί, μπορεί να παρίσταται δικαιολογημένο, για την κάλυψης των εξόδων του εν λόγω μάρτυρα, κατοίκου εξωτερικού, για την παρουσία του στην Ελλάδα, προς λήψη κατάθεσης [1) τον Οκτώβριο, ποσό 4.200 δολ ΗΠΑ για κάλυψη εξόδων του ιδίου και της συζύγου του προκειμένου να μεταβεί στην Ελλάδα, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η μετάβασή τους, 2) ποσό 1.200 Δολ ΗΠΑ για κάλυψη εξόδων ταξιδίου του ιδίου στην Ελλάδα, 3) ποσό 6.425,39 Δολ ΗΠΑ για οργάνωση του ταξιδίου του Μ., 4) ποσό 1.400 Ευρώ για παροχή πόρων για τις οικονομικές απαιτήσεις διαμονής του στην Ελλάδα, βλ. αναφορές του 2ου εναγομένου στην ανωτέρω, από 12.10.2007 επιστολή του] και (β) της καταβολής αποζημίωσης για την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα τη δεύτερη φορά στην Ελλάδα (οπότε παρείχε αυτός την από 25.7.2007 κατάθεσή του, επί της οποίας, όμως δε διαλαμβάνονται οι αναφερόμενοι στην αγωγή δυσφημιστικοί ισχυρισμοί και, συνακόλουθα, οι χρηματικές καταβολές στο μάρτυρα, με αφορμή την κατάθεση αυτή, δεν αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εν προκειμένω), η καταβολή σε αυτόν 750 Δολ ημερησίως για κάλυψη εξόδων διαμονής και συντήρησης, επί 14 ημέρες, ήτοι (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ποσού 10.000 Δολ ΗΠΑ, δε συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τα ανωτέρω κατατεθέντα από τους μάρτυρες απόδειξης (για το μη ειθισμένο της εν λόγω αποζημίωσης στο ναύκληρο Μ.), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4), αλλά και σύμφωνα με τα αποδειχθέντα από τους ίδιους τους 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγομένους σχετικά με τις σχετικές προβλέψεις των Αγγλικών Κανόνων Δεοντολογίας των Δικηγόρων, περί νομιμότητας καταβολής ευλόγων πληρωμών σε μάρτυρες προς κάλυψη εξόδων ή προς αντιστάθμιση της απώλειας χρόνου από την παρουσία τους στο δικαστήριο – ιδίως όταν οι μάρτυρες βρίσκονται στο εξωτερικό και δεν είναι υπάλληλοι του μέρους το οποίο τους καλεί και πρέπει να διακόψουν την εργασία ή την απασχόλησή τους για να παραστούν – (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους 1η έως 3η και 5η έως 6η εναγόμενους υπ’ αριθμ. σχετ. ΧΧΧΙ, από 19.12.2014 Γνωμοδότηση του S. R., παρ. 195 επ.), εύλογη αποζημίωση, καθόσον, αφενός μεν το ποσό των 750 Δολ ΗΠΑ ημερησίως υπερβαίνει το ύψος της αμοιβής που θα μπορούσε να λάβει ένας ναυτικός (επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το από 31.5.2006 συμφωνητικό συμβιβασμού που καταρτίσθηκε μεταξύ του Α. Μ. και της πρώτης ενάγουσας, οι μηνιαίες αποδοχές αυτού ανέρχονται σε 1.674 Δολ ΗΠΑ), αφετέρου δε, οι ημέρες για τις οποίες αποζημιώθηκε (14 ημέρες, κατά τις παραδοχές των ίδιων των εναγομένων) υπερβαίνουν κατά πολύ τις ημέρες κατά τις οποίες απασχολήθηκε, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αυτός απώλεσε για το ταξίδι από Φιλιππίνες στην Ελλάδα (όχι πάνω από 6 ημέρες συνολικά), δύναται, δε, να θεωρηθεί κατά πολύ υπερβαίνουσα την εύλογη δικαιούμενη από το συγκεκριμένο μάρτυρα αποζημίωση, η οποία είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Εξάλλου, ας σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι, δεν προσκομίζουν ούτε επικαλούνται κάποια σχετική τεχνική έκθεση, σύμφωνα με την οποίαν να υποδεικνύεται το ανωτέρω ποσό ως εύλογο ποσό για την ημερήσια αποζημίωση του ανωτέρω μάρτυρα, εξαγόμενο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ήτοι, εν προκειμένω, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, από τη ρήτρα ειδικής αποζημίωσης SCOPIC, την οποίαν αυτοί χρησιμοποίησαν ως βάση της αποζημίωσης, η οποία, όμως, αφορά στην αμοιβή του προσωπικού που ασχολείται με την επιθαλάσσια αρωγή διεθνώς (δηλαδή κατάσταση άσχετη με την επίδικη), ούτε τη σχετική απόφαση των εταίρων της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της οποίας αποφασίστηκαν, σε εσωτερική διαβούλευση, οι εν λόγω καταβολές (βλ. σχετικές αναφορές του 2ου εναγομένου, στην από 12.10.2007 επιστολή του, περί υπόδειξης από μέρους του K. A., τεχνικού διευθυντή της …, του ποσού των 1.500 δολ ΗΠΑ και στην, πριν τις καταβολές, υποβολή του ζητήματος σε εσωτερική διαβούλευση με άλλους εταίρους της πρώτης εναγομένης, πλην όμως κανένα σχετικό έγγραφο δεν προσκομίζεται εν προκειμένω), ενόψει και του ότι, και κατά τους Αγγλικούς Κανόνες Δεοντολογίας, το γεγονός και μόνο ότι οι πληρωμές περιγράφονται ως αποζημίωση για την αναστάτωση ή την απώλεια χρόνου ή κερδών ή ως εύλογα έξοδα, δεν επαρκεί για το πραγματικό ζήτημα που κρίνεται εν προκειμένω  και, εάν οι πληρωμές στο μάρτυρα είναι σε μεγάλο βαθμό υπερβολικές ή δύσκολο να δικαιολογηθούν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, το Δικαστήριο μπορεί κάλλιστα να συμπεράνει ότι οι πληρωμές αποτελούσαν συγκαλυμμένη προτροπή για να επηρεαστεί η κατάθεση και ότι ήταν ανάρμοστη (βλ. την από 19.12.2014 Γνωμοδότηση S. R., σελ. 55, παρ.200). Αντιθέτως, ότι τα καταβληθέντα στον ως άνω μάρτυρα χρηματικά ποσά υπερβαίνουν το αναγκαίο και προσήκον μέτρο, επιβεβαιώνει στην κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ο μάρτυρας απόδειξης, Ν. Μ. (βλ. σελ 27 και 29 πρακτικών, όπου οι σαφείς αναφορές του τελευτείου «… δεν μπορεί ένας Φιλιππινέζος λοστρόμος να πληρώνεται 700 δολλάρια την ημέρα, για να έρθει στην Ελλάδα» και «… 50 χιλιάδες δολάρια για έναν λοστρόμο από τις Φιλιππίνες είναι δεν θα τα κάνει σε πολλά χρόνια. Δια βίου»). β) Μολονότι  επικαλούνται τον έλεγχο της αξιοπιστίας των όσων είχε καταθέσει ο Μ. από τεχνικούς συμβούλους και πραγματογνώμονες των ασφαλιστών, υπό το φως και των εγγράφων που θα χορηγούνταν από την πλοιοκτήτρια στο πλαίσιο της ανταλλαγής εγγράφων βάσει των Αγγλικών Δικονομικών Κανόνων, προς τούτο, δε, επικαλούνται την από 1.8.2007 μαρτυρική κατάθεση του δεύτερου εναγομένου, ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου, (σχετικό εναγομένων υπ’ αριθμ. Ζ5/40), δεν προσκομίζουν τις γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων τους, δυνάμει των οποίων, ύστερα και από τον έλεγχο των εγγράφων που αποκάλυψε η εκεί Ενάγουσα (πλοιοκτήτρια), διαπιστώθηκε από μέρους τους η αξιοπιστία των ισχυρισμών του Μ., ιδίως αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα της διαπίστωσης διαρροών στις διπύθμενες διαρροές έρματος και στα κύτη φορτίου, αλλά και αναφορικά με το ζήτημα της επικοινωνίας του δέκατου ενάγοντα με το ναύκληρο κατά το χρόνο μετά το ναυάγιο και του επηρεασμού του αναφορικά με το περιεχόμενο της κατάθεσής του, ούτε την επικαλούμενη στην εν λόγω κατάθεση [ορ. παρ.6 της από 1.10.2007 δεύτερης μαρτυρικής κατάθεσης Μ. M., ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου του Λ., σχετικό 1ης -3ης 5ης – 6ης εναγομένων, Ζ5/40], από 20.7.2007, γνωμοδότηση που παρασχέθηκε στους Εναγομένους, σε συνέχεια της οποίας επήλθε από αυτούς τροποποίηση των προτάσεών τους, σχετικά με το ζήτημα της πλημμύρας του Στεγανού Χώρου Ασφαλείας. γ) Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ίδιους έγγραφα που είχε χορηγήσει η πλοιοκτήτρια, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, έλαβαν οι υπόψιν τους οι εν λόγω εναγόμενοι, προς διασταύρωση των λεγομένων του Μ., ήτοι (1) το από 5.9.2005 ηλεκτρονικό μήνυμα του πλοιάρχου, απευθυνόμενο προς τους διαχειριστές, περί πλημμύρας της αντλίας πυρασφάλειας (σχετικό εναγομένων υπ’ αριθμ. Ζ5/41), (2) την από 30.1.2006 αναφορά του Αρχιμηχανικού ο οποίος ήταν παρών κατά τις εργασίες στο ναυπηγείο COSCO Zhoushan, ότι κατέστη αδύνατη η επισκευή της βλάβης στη βαλβίδα αναρρόφησης της αντλίας πυρασφάλειας έκτακτης ανάγκης από δύτες και ότι θα ζητούνταν βοήθεια δυτών προκειμένου να εκτελεστεί η εν λόγω εργασία στη Σιγκαπούρη (σχετικό εναγομένων Ζ5/42) καθώς και (3) την από 17.1.2006 αναφορά του επιβλέτοντος τις εργασίες επισκευών του πλοίου στο προαναφερόμενο ναυπηγείο (COSCO Zhoushan), με περιεχόμενο «Συγκολλημένη Πρόσβαση στην πλευρική δεξαμενή (hopper) των Διπύθμενων Δεξαμενών με σημεία διαρροής, εργασίες ανακατασκευής ξανάρχισαν» (σχετικό εναγομένων Ζ5/43), δε δύναται να συναχθεί η διασταύρωση της αλήθειας των λεγομένων του Μ., κυρίως ως προς τα επίδικα ζητήματα των ρωγμών και διαρροών στις διπύθμενες δεξαμενές έρματος και στις εγκάρσιες στεγανές φρακτές μεταξύ των κυτών φορτίου του πλοίου, τα οποία, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, εμφανίζονται να έχουν διαπιστωθεί από το ναύκληρο τόσο κατά την παραμονή του πλοίου στο Ναυπηγείο COSCO Zhoushan, όσο και σε μεταγενέστερο στάδιο της αποχώρησης του πλοίου από το Ναυπηγείο COSCO Zhoushan, ήτοι κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου πλου από την Κίνα έως τη Σιγκαπούρη και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Βραζιλία [βλ. ανωτέρω, παρ.5 (ni), παρ 5 (niii) παρ.5 (nn), 5(ο) και 13 a(i) και 13a (ii) των τροποποιημένων προτάσεων των ασφαλιστών, σχετικό εναγομένων Ζ5/22, σε συνδυασμό με παρ. 16, 17, 18, 19, 33, 34, 35, 36, 38, 49, 50 και 55 της από 9.2.2007 επίμαχης κατάθεσης του Μ.]. δ) Αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί από το ότι ο Μ. επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της από 9.2.2007 κατάθεσής του, στην από 30.3.2007 εξέτασή του ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για το εν λόγω ναυάγιο (σχετικό εναγομένων Ζ5/44), καθόσον τούτο δεν αναιρεί την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ναυκλήρου και την επίδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά των ανωτέρω εναγομένων. Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω αποδειχθέντων, δε δύναται να συναχθεί ούτε από το ότι με το από 5.4.2011 υπόμνημά του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά (βλ. σχετικό 1ης – 3ης και 5ης – 6ης εναγομένων, υπ’ αριθμ. Ζ5/81) ο δέκατος ενάγων, Κ. Δ., δήλωσε, με αφορμή την υπό … μηνυτήρια αναφορά του κατά των εκεί αναφερομένων συγγενών των  αποβιωσάντων ναυτικών, ότι έχει πεισθεί ότι οι ανωτέρω μηνυόμενοι δεν τελούσαν εν γνώσει της αντικειμενικής υπόστασης των αποδιδομένων σε αυτές πράξεων και ότι δεν επιθυμούσε την τιμωρία τους (παραιτούμενος της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής) και ότι, πράγματι, η υπό κρίση αγωγή, κατά των εδώ εναγομένων, ασκήθηκε μετά την υποβολή του ως άνω υπομνήματος (21.4.2011), πλέον των τριών ετών, μετά την τέλεση της, κατά τα άνω εκτεθέντα, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων και μετά την επίτευξη του δικαστικού συμβιβασμού στα πλαίσια της Αγγλικής δίκης, καθόσον τα στοιχεία τούτα δεν αναιρούν την υπαιτιότητα των εναγομένων, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω, για την τέλεση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς σε βάρος των εναγόντων φυσικών προσώπων, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν ήταν διάδικοι στην Αγγλική δίκη, ούτε δεσμεύονται από τον εκεί επιτευχθέντα συμβιβασμό, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Αντιθέτως, ανεξαρτήτως της κατά τα άνω συμμετοχής πολλών προσώπων στη διαδικασία προσέγγισης του Μ., ώστε να δώσει αυτός την επίμαχη κατάθεσή του, οι εναγόμενοι δικηγόροι έσπευσαν, κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ως ανωτέρω εκτέθηκε, να λάβουν στην Ελλάδα κατάθεση, προς υποστήριξη των ενδίκων ισχυρισμών των εντολέων τους, γνωρίζοντας ότι οι ως άνω υπέρογκες καταβολές σε αυτόν  ήταν δυνατόν (όπως και πράγματι έγινε), να λειτουργήσουν ως κίνητρο ώστε να καταθέσει αυτός τα ψευδώς αναφερόμενα στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, πράξη η οποία  ήταν ικανή να βλάψει (και πράγματι έβλαψε) την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων φυσικών προσώπων, κατά ανωτέρω ειδικά αναφερόμενα. Στο σημείο τούτο, επισημαίνεται, ότι αλυσιτελώς προβάλλεται από τους εν λόγω εναγομένους ο ισχυρισμός ότι δεν προέβησαν αυτοί στην παράδοση της ως άνω κατάθεσης στους συγγενείς των απωλεσθέντων ναυτικών και, συνακόλουθα, στη διάδοση των αναφερομένων στην ως άνω κατάθεση περιστατικών στις δίκες που ακολούθησαν στην Ελλάδα, καθόσον οι ως άνω δικηγόροι γνώριζαν ότι, από τη στιγμή της σύνταξης της κατάθεσης και, ανεξαρτήτως της περαιτέρω χρήσης αυτής στα πλαίσια της Αγγλικής δίκης, ήταν πλέον ευχερής η περαιτέρω διάδοση της εν λόγω κατάθεσης, αν όχι από τους ίδιους, από οποιονδήποτε την είχε στα χέρια του (ήτοι εν προκειμένω, και από τον ίδιο τον καταθέσαντα Μ.) ή οποιονδήποτε άλλον μπορούσε να λάβει αντίγραφο αυτής, πλην όμως ουδέν έπραξαν για να αποτρέψουν τούτο. Ειδικότερα, καθίσταται πρόδηλο ότι από τις προαναφερόμενες πράξεις των εναγόμενων, ο όγδοος ενάγων Γεώργιος Τ…., τόσο με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πλοιοκτήτριας πρώτης ενάγουσας εταιρείας … και της διαχειρίστριας έβδομης ενάγουσας εταιρείας ΟΜΕ, καθώς και ο δέκατος ενάγων Κ. Δ., τόσο με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου αμφοτέρων των ως άνω εταιρειών και του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας εταιρείας ΟΜΕ, αμφότεροι δε και ατομικά ως επαγγελματίες με δραστηριότητα στον τομέα της ναυτιλίας, προσεβλήθησαν στην προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψη τους, διότι διασύρθηκαν τόσο ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, όπου προσκομίσθηκαν τα δικόγραφα των τροποποιημένων προτάσεων σε συνδυασμό με την επίμαχη ψευδή ένορκη βεβαίωση του ναύκληρου Μ., όσο και στους οικείους κύκλους της ασφαλιστικής και ναυτιλιακής αγοράς όπου έγιναν γνωστοί οι ως άνω διατυπωθέντες ισχυρισμοί σε βάρος τους, αλλά και ενώπιον των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, όπου διαδόθηκαν οι ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στην επίμαχη μαρτυρική κατάθεση, και κατ’ αυτό τον τρόπο κατέστησαν ύποπτοι στον επαγγελματικό τους χώρο αλλά και στον κοινωνικό τους περίγυρο, ότι μετέρχονται ανέντιμες και παράνομες μεθόδους στην άσκηση του επαγγέλματος τους, πολλώ δε μάλλον, εφόσον αμφότεροι εντέλει κατηγορήθηκαν για την πρόκληση ανθρωποκτονίας από αμέλεια καθώς και για την πρόκληση ναυαγίου από αμέλεια λόγω των ελαττωμάτων του πλοίου, κατηγορία από την οποία εντέλει απαλλάχθηκαν με την ανωτέρω δικαστική απόφαση. Η προσβολή αυτή των ως άνω εναγόντων εκ μέρους των εναγόμενων ήταν υπαίτια, διότι οι τελευταίοι γνώριζαν ότι οι προστιθέμενοι στο δικόγραφο των τροποποιημένων προτάσεων τους ανωτέρω ειδικότερα αναλυόμενοι ισχυρισμοί, που στηρίχθηκαν στις ως άνω ψευδείς καταθέσεις του ναύκληρου Μ., ήταν αναληθείς και αβάσιμοι και ότι τα αναφερόμενα στο εν λόγω δικόγραφο ήταν ικανά και πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω εναγόντων – φυσικών προσώπων, στους οποίους αναφέρονται ονομαστικά και να προσβάλουν την προσωπικότητά τους ως ατόμων και ως μελών του κοινωνικού συνόλου. Επίσης, η ανωτέρω προσβολή ήταν παράνομη, υπό την έννοια ότι έγινε μεν στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος άμυνας εκ μέρους των εναγόμενων, στο πλαίσιο της δικαστικής αντιδικίας που είχε ανοίξει στην Αγγλία μεταξύ των διαδίκων, εντούτοις, η στήριξη των ισχυρισμών αυτών σε ψευδές αποδεικτικό στοιχείο (την προαναφερόμενη κατάθεση) προσέδωσε καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του ρηθέντος δικαιώματος, διότι η άσκηση αυτή έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και με τον τρόπο αυτό, οι εναγόμενοι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη των ως άνω εναγόντων και παράλληλα εξέθεσαν σε κίνδυνο την πίστη των τρίτων προς αυτούς και το επάγγελμά τους. Σημειώνεται, τέλος, ότι η ως άνω υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων (υπό τις περιστάσεις που εκδηλώθηκε, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι)  αντιβαίνει προφανώς στις αρχές της καλής πίστης που διέπουν τη διεξαγωγή οποιασδήποτε δίκης, συνδέεται, δε,  αιτιωδώς, με την προσβολή της τιμής και της υπόληψης των ως άνω εναγόντων και την εξ αυτής πρόκληση ηθικής βλάβης σε αυτούς. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι από τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς των εναγόμενων προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψη, καθώς και η προσωπικότητα των λοιπών εναγόντων – φυσικών προσώπων, ως εκπροσώπων της πρώτης και έβδομης ενάγουσας – πλοιοκτήτριας και διαχειρίστριας εταιρείας αντίστοιχα, καθόσον δεν προέκυψε ότι υπήρξε ονομαστική αναφορά σε αυτούς στο δικόγραφο των ως άνω τροποποιημένων προτάσεων, πλην των εναγόντων Γ. Τ. και Κ. Δ., οι λοιπές δε αναφορές συνδέονται μόνο με τα νομικά πρόσωπα των ως άνω εταιρειών, χωρίς να μπορεί να συναχθεί, μόνον από αυτό, ότι εξαιτίας της υφιστάμενης σε αυτά (νομικά πρόσωπα) αναφοράς προξενείται και άμεση βλάβη στα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα – νομίμους εκπροσώπους για τους εξής λόγους: Από τα ως άνω δικόγραφα προκύπτει ευθέως ο προσδιορισμός από τους εναγόμενους των πληττόμενων προσώπων εκ των νομίμων εκπροσώπων των ως άνω εταιρειών, ως αυτών που φέρεται ότι είχαν γνώση των ελαττωμάτων του πλοίου και απέκρυψαν αυτά από τις αρμόδιες αρχές και έτσι κατέστησαν υπαίτιοι του ναυαγίου, εξ αντιδιαστολής δε συνάγεται ότι η γνώση αυτή δεν επιρρίπτεται από τους εναγόμενους στα λοιπά φυσικά πρόσωπα, που ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι των ως άνω νομικών προσώπων κατά τα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα, κατόπιν τούτων δε αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσα βλαπτόμενοι από τις προαναφερόμενες πράξεις των εναγόμενων. Ως αποτέλεσμα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του όγδοου και του δέκατου των εναγόντων, αλλά και της προσωπικότητας αυτών, ως μελών της ναυτιλιακής αγοράς, προκλήθηκε σε αυτούς ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται αυτοί χρηματική ικανοποίηση. Περαιτέρω, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ως άνω αποδείχθηκαν, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες που τελέστηκαν οι πιο πάνω άδικες πράξεις σε βάρος των ως άνω εναγόντων, το είδος της προσβολής αυτής, του βαθμού του πταίσματος των ως άνω εναγομένων, τις επιπτώσεις που είχε και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εναγόντων, ανέρχεται στο ποσό των 50.000 Ευρώ για τον ……και 70.000 Ευρώ για τον Κ. Δ..

Τέλος, σημειώνεται ότι, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι η έβδομη εναγόμενη (…), η οποία τυγχάνει εταιρεία παροχής υπηρεσιών προς τη διεθνή ασφαλιστική αγορά, παρείχε με οποιονδήποτε τρόπο συνδρομή στην τέλεση της κατά τα άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των 1ης έως 3ης και 5ης έως 6ης εναγομένων και των εντολέων τους, σε βάρος των εδώ εναγόντων. Ειδικότερα, μολονότι αποδείχθηκε ότι πράγματι, η αρχική επωνυμία της έβδομης εναγομένης ήταν πράγματι, «…» (βλ προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. σχετ. 168, όπου εμφαίνεται η αλλαγή επωνυμίας της εν λόγω εναγομένης την 1.5.2007), ωστόσο δεν αποδείχθηκε η διαδοχή στην εταιρική σχέση ή η με οποιονδήποτε τρόπο ταύτιση με το νομικό πρόσωπο της CTC Services με έδρα τη Μανίλα (εταιρεία που εμφαίνεται στην από 12.10.2007 επιστολή του δεύτερου εναγομένου αναφορικά με τις χρηματικές καταβολές στον Μ., ως «τμήμα» της εδώ έβδομης εναγομένης) ότι ενεργούσε αυτή, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (της λήψης της ψευδούς κατάθεσης), για λογαριασμό των ασφαλιστών του πλοίου, διαδίκων στη δίκη στην Αγγλία, και δη δια του φερόμενου κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ως προστηθέντος αυτής Μ. Μ., γεγονός που αυτή αρνείται ρητά, ισχυριζόμενη ότι ενήργησε μόνο για λογαριασμό των ασφαλιστών του φορτίου, ήτοι τη μη εναγομένη εν προκειμένω (και μη διάδικο στις δίκες στην Αγγλία) εταιρεία …. Πλέον ειδικά, ο μάρτυρας απόδειξης, κ. Μ., αναφερόμενος στον  Μ., καταθέτει «δεν είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει να είχε σχέση με τους δικηγόρους της άλλης μεριάς, της H. D.» (βλ. σελ. 21 πρακτικών), ενώ παρακάτω απαντά, σχετικά με τη συμμετοχή των εν λόγω εναγομένων στα επίδικα γεγονότα, «Δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ να σας πω» (βλ. σελ. 38), ενώ, αντίστοιχα, ουδέν περί τούτου προέκυψε από την κατάθεση του δεύτερου μάρτυρα απόδειξης, κ. Δημητρίου Γάθη, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (βλ. σελ. 156 -157, όπου απλώς καταθέτει περί της ιδιότητας της έβδομης ενάγουσας, ως διακανονιστών αβαριών και, εν προκειμένω, ως διακανονιστών των απαιτήσεων που απορρέουν από το ένδικο συμβάν (δηλαδή η αποζημίωση του φορτίου, των ναυτικών και τα λοιπά). Εξάλλου, και οι λοιποί διασωθέντες ναυτικοί, L. A., R. V., E. P. και S. R. M. [βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους ενάγοντες, σχετικά υπ’ αριθμούς … (από 5.5.2007, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Φιλιππίνων, Lamberto T. Tagayuna), …….. (από 19.9.2006 επιστολές απευθυνόμενες προς την I. Maritime Inc)] στις, σε ανύποπτο χρόνο αναφορές τους στο Μ. Μ., αναφέρονται σε αυτόν με την ιδιότητα του υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας S. L. F., ότι δηλαδή τους προσέγγισε λίγο διάστημα μετά το ναυάγιο και τον επαναπατρισμό τους στις Φιλιππίνες, προκειμένου να δώσουν κατάθεση για το συμβάν, αντί οικονομικής βοήθειας και όχι ως προστηθέντα της έβδομης εναγομένης. Επομένως, για τους ανωτέρω αναφερομένους λόγους, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορρίπτεα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, αναφορικά με τους έβδομη και όγδοο των εναγομένων. Εξάλλου, μετά τα ανωτέρω, παρέλκει η διερεύνηση του αιτήματος των εν λόγω (έβδομης και όγδοου) εναγομένων περί αναστολής, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, της παρούσας δίκης, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης, άλλως τελεσίδικης απόφασης, επί της από 7.1.2015, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά απευθυνόμενης, αίτησης αναγνώρισης εκτελεστότητας της από 26.9.2014 απόφασης και διαταγών του Δικαστή Flaux, καθόσον, τούτο καθίσταται άνευ αντικειμένου, ενόψει της καθ’ ολοκληρίαν απόρριψης της αγωγής ως τους εν λόγω ενάγοντες, ενόψει και του ότι στη δίκη αναγνώρισης δεδικασμένου και εκτελεστότητας απόφασης κατά τον Καν 44/2001, το δεδικασμένο αναγνωρίζεται αυτόματα, χωρίς έλεγχο των λόγων που ανάγονται στη δημόσια τάξη (αρθρ. 34 Καν 44/2001), οι οποίοι διερευνόνται μετά την άσκηση ενδίκου μέσου (ΑΠ 1028/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 364/2013, ΠΠρΑθ 5292/2010) και αποτέλεσαν αντικείμενο ενστάσεων κατά την παρούσα δίκη, κατά τα ανωτέρω ειδικά εκτεθέντα.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η από 20.4.2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή, ως προς τον όγδοο ενάγοντα, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας κατά της πρώτης, του δεύτερου, της τρίτης, της πέμπτης και της έκτης εναγομένων των ως άνω αγωγών και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι των ως άνω αγωγών υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 50.000 ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των 70.000 Ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ πρέπει να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η από 12.1.2012, με αριθμό κατάθεσης … αγωγή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των όγδοου και δέκατου των εναγόντων, πρέπει να επιβληθούν μερικώς, κατά το λόγο της νίκης τους σε βάρος των πρώτης, δεύτερου, τρίτης, πέμπτης και έκτης των εναγομένων (άρθρο 178 ΚΠολΔ), ενώ κατά τα λοιπά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου υπήρξε ιδιαιτέρως δυσχερής, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΘΕΩΡΕΙ ότι δεν ασκήθηκε η  από 20.4.2011 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 3.952/21.4.2011 αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως προς τον τέταρτο εναγόμενο, D. A. F. .

ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων (i) την από 20-04-2011 και με αριθμό κατάθεσης  … δικογράφου αγωγή και (ii) την από 12-04-2012 και με αριθμό κατάθεσης  … δικογράφου αγωγή, που εισάγονται με τις με αριθμούς κατάθεσης … και … κλήσεις,  αντίστοιχα.

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 20-4-2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή εν μέρει  ως προς τον όγδοο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας, καθώς και ως προς το δέκατο ενάγοντα, με την ιδιότητά του ως Γραμματέα του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας και της έβδομης ενάγουσας και του νομίμου εκπροσώπου της έβδομης ενάγουσας, κατά της πρώτης, δεύτερου, τρίτης, πέμπτης και έκτης των εναγομένων και απορρίπτει αυτήν ως προς τους λοιπούς διαδίκους.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι πρώτη, δεύτερος, τρίτη, πέμπτη και έκτη εναγόμενοι της ως άνω αγωγής υποχρεούνται να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ στον όγδοο ενάγοντα και το ποσό των εβδομήντα (70.000) ευρώ στο δέκατο ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του όγδοου και δέκατου των εναγόντων, ποσού χιλίων (1.000) ευρώ και χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ αντίστοιχα σε βάρος των ως άνω εναγομένων και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.1.2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η-3-2016 και δημοσιεύθηκε την 28-3-2016, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ