Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης   1052/14-04-2016

Αριθμός Κατάθεσης Αγωγής …

 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Ελένη Δόγια.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μάλτα, στην πραγματικότητα δε στο Α. Αττικής, καλείται εφεξής “…” και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Χριστίνας Γεναδοπούλου.

Των ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Γ. Λ., κατοίκου Πειραιά, 2) Ν. Β., κατοίκου Κ.ς Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αικατερίνης Ανδρουλάκη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-01-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 30.09.2014, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

(Α) 1. Με βάση τη συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 1999, εκδόθηκε στις 22-12-2000 από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστός ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Ο νέος Κανονισμός υποκατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 68 του Κανονισμού) στις σχέσεις των κρατών μελών και άρχισε να ισχύει από 1-3-2002. Όπως ισχύει πλέον για όλους τους Κανονισμούς, έτσι και ο Κανονισμός «Βρυξέλλες Ι» έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη. Υπερισχύει του Εθνικού δικαίου, ακόμη και του Συντάγματος, και ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει, όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ), «αν τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις, του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού, το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς και όλες οι γενικές και ειδικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου ως βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, παραμερίσθηκαν αυτόματα (βλ. για την ταυτότητα του λόγου Κεραμέα: Η Σύμβαση των Βρυξελλών κ.λπ. ΝοΒ 38,1285, ΕφΑθ 5610/1999 ΕλλΔνη 43,1455). Κατά το ΔΕΕ, η ερμηνεία των συμφωνιών παρεκτάσεως δεν θα πρέπει να παραγκωνίζει την ελευθερία διαθέσεως των διαδίκων μερών. Η ευρύτητα στην ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως σχετικά με τις διαφορές που καλύπτονται υπ’ αυτής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι κατά το ίδιο Δικαστήριο, το ορισθέν στο πλαίσιο έγκυρης ρήτρας παρεκτάσεως δικαστήριο κράτους μέλους είναι αποκλειστικώς αρμόδιο και όταν με την αγωγή ζητείται, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί ακυρότητα της συμβάσεως που περιέχει την εν λόγω ρήτρα. Έχει δε κριθεί ότι η ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, προϋπόθεση που πληρούται στην περίπτωση που η ρήτρα αυτή αποτελεί τμήμα των γενικών όρων συναλλαγών, οι οποίοι βρίσκονται τυπωμένοι στη σύμβαση που έχουν υπογράψει τα μέρη, εφόσον η σύμβαση αυτή παραπέμπει ρητώς στους πιο πάνω γενικούς όρους συναλλαγών (αποφάσεις της 14.12.1976 του ΔΕΚ υποθέσεις Segoura/Bonakdarian 25/76 ΣυλλΝομ 1976/1851 και Salloti/Ruwa 24/76 ΣυλλΝομ 1976/1831 επ., ΜΠρΘεσ 2731/1997 Αρμ 1997,668). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 23, η συμφωνία παρεκτάσεως καλύπτει και αδικοπρακτικές αξιώσεις -κατά το εφαρμοστέο σε αυτές ουσιαστικό δίκαιο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των σχετικώς παραγόμενων διαφορών ως τοιούτων εξ αδικοπραξίας ή συμβάσεως, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001- συναφείς με τη σύμβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως πρέπει να γίνει κατά το εφαρμοστέο δίκαιο στο ουσιαστικό περιεχόμενο της ρήτρας, δηλ. κατά τα προαναφερθέντα, πρωτίστως από τον ίδιο τον Κανονισμό και δευτερευόντως από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή ή τη lex fori του παρεκτεινομένου δικαστηρίου ή με αναφορά στο δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, στην οποία εμπεριέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως. Προσήκει μία διασταλτική ερμηνεία της ρήτρας παρεκτάσεως, ούτως ώστε να καταλαμβάνονται όλες οι διαφορές, οι οποίες ανακύπτουν σε σχέση με τη σύμβαση, στην οποία εμπεριέχεται η ρήτρα παρεκτάσεως (βλ. και ΔΕΕ 10.3.1992 υπόθ. C-214/89 (Duffryn/Petereit) ΣυλλΝομολ 1992 Ι-1745, ΔΕΕ 3.7.1977 υπόθ. C-269/95 (Benincasa/Dentalkit) ΣυλλΝομολ 1997 Ι-3767, Mankowski σε Rauscher (εκδ.) Europaisches Zivilprozess und Kollisionsrecht 2011 Art. 23 Brussel IVO αρ. 62, 140). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ρήτρα καταλαμβάνει και τις αδικοπρακτικές αξιώσεις που ασκούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων, εφόσον σχετίζονται με τη σύμβασή τους (βλ. και ΕφΑθ 4609/2012 NoB 2014/581, ΕφΑθ 5973/2013 NoB 2014/583, Σαχπεκίδου «Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο» 2000 σελ 106, Schlosser «Europaisches Zivilprozessrecht» ό.π., Art. 23 EuGWO αριθ. 38, Kropholler/von Hein «Europaisches Zivilprozessrecht» 2011 Art. 23 αριθ 69, Mankowski σε Rauscher ό.π. Art. 23 Brussel I-VO αριθ. 62a, Hausmann σε Unalex Kommentar Brussel I-Verordnung 2012 Art. 23 αριθ. 140). Τούτο δε προκειμένου να αποφευχθούν λύσεις που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες, εάν οι υποθέσεις κρίνονταν χωριστά. Σχετικά προς την επάρκεια του ορισμένου της ρήτρας παρεκτάσεως, το άρθρ. 23 παρ. 1 του Κανονισμού σαφώς διαλαμβάνει περί διαφορών που είτε ήδη έχουν προκύψει είτε πρόκειται στο μέλλον να προκύψουν. Συμφωνία παρεκτάσεως αναφορικά με αδικοπρακτικές ενοχές που καταρτίζεται προ της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος, εφόσον αφορά αξίωση εξ αδικοπραξίας αναφορικά με συγκεκριμένη έννομη σχέση που βαίνει παραλλήλως, είναι έγκυρη (ΕφΑθ 4467/2010 ΔΕΕ 2011218 επ.), τούτο δε διότι υπάρχει σύνδεση με συγκεκριμένη έννομη σχέση, που δεν δημιουργεί θέμα ασάφειας της ρήτρας. Εν περιπτώσει αμφιβολίας, πρέπει, κατά την αρχή της favor validitatis της συμβάσεως, να προτιμάται η εγκυρότητα της ρήτρας. Και τούτο, διότι βάσει της γενικής αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους, προβαίνοντας στον καθορισμό του συγκεκριμένου κατά τόπον αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νομίμου προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992 ΝοΒ 1992/707, ΕφΠειρ 62/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 42, 43 και 44 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφιστάμενων διαφορών, όταν η συμφωνία γίνει εγγράφως και επί διαφορών που θα προκύψουν από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για  διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο), με την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βούλησης, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπον αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (βλ. ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1288/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία παρέκτασης αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά το lex fori, ενώ το δικαίωμα πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, με βάση δε το άρθρο 44 ΚΠολΔ, οι ως άνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο (βλ. ΕφΑθ 717/2009 ΕλλΔνη 2009.559, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 6359/2003 ΕλλΔνη 2004/1466).

  1. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει» προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά αδικοπραξία του άρθρου 914 του ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή, είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης, από την οποία επήλθε η ζημία (ΟλΑΠ 2/2008 ΧρΙΔ 2008/557, ΑΠ 1298/2006 ΧρΙΔ 2006/992). Επίσης, υποχρέωση προς αποζημίωση λόγω συμπεριφοράς αντίθετης προς τα χρηστά ήθη γεννάται και στην περίπτωση δόλιας παροχής εσφαλμένων πληροφοριών ή συμβουλών, με σκοπό να προκληθεί ζημία σε άλλο πρόσωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση αποσιωπήσεως ουσιωδών πληροφοριών ή της παραλείψεως ενημερώσεως για επικείμενο κίνδυνο, εφόσον ο αποσιωπήσας ή παραλείψας είχε την υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες ή να ενημερώσει το ζημιωθέντα. Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών ή ενημερώσεως μπορεί να απορρέει από τη σύμβαση, το νόμο ή την καλή πίστη, ήτοι το αμοιβαίο μέτρο σεβασμού, εντιμότητας και ευπρέπειας στις συναλλαγές (βλ. Αποστόλου Γεωργιάδη «Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», σελ. 620-621). Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται (α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και (γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη (ΑΠ 159/2007 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η απόκρυψη της αλήθειας αποτελεί θετική συμπεριφορά, με την οποία μεταβάλλεται η πραγματική κατάσταση και ο παραπλανώμενος εμποδίζεται να πληροφορηθεί την αλήθεια. Εντούτοις, η απόκρυψη θα πρέπει να είναι αθέμιτη. Αθέμιτη είναι η απόκρυψη, όπως συμβαίνει άλλωστε και στην περίπτωση της παρασιωπήσεως, όταν λαμβάνει χώρα χωρίς δικαίωμα από το νόμο. Με τον όρο αυτό καθιερώνεται ειδικό στοιχείο του αδίκου, με το οποίο επιδιώκεται να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 386 του ΠΚ σε λογικά όρια. Αν, επομένως, η απόκρυψη δεν είναι αθέμιτη, δεν στοιχειοθετείται καν η αντικειμενική υπόσταση και η πράξη δεν είναι ούτε καταρχήν άδικη. Τούτο δε διότι σε μια φιλελεύθερη ανταγωνιστική οικονομία ένας γενικός κίνδυνος στις συναλλαγές θεωρείται κοινωνικά αποδεκτός και η εκμετάλλευση των επιπλέον πληροφοριών που κατέχει ο ένας συναλλασσόμενος θεωρείται μέχρι ενός βαθμού ανεκτή, δηλαδή κοινωνικά πρόσφορη. Γενική νομική υποχρέωση προς διαφώτιση δεν υπάρχει. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αφόρητη ποινικοποίηση της συναλλακτικής ζωής. Με το στοιχείο του «αθεμίτου», ο νομοθέτης επισημαίνει ότι πρέπει να συντρέχουν πρόσθετες περιστάσεις που θεμελιώνουν την υποχρέωση ανακοινώσεως. Αθέμιτη, επομένως, είναι η απόκρυψη ή η παρασιώπηση, όταν γίνεται παρά την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων που δημιουργούν υποχρέωση διαφωτίσεως (βλ. Χρ. Μυλωνόπουλου «Ποινικό Δίκαιο -Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας», Α’ Έκδοση, σελ. 442-444 και 450-451, Διονυσίου Σπινέλλη «Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών», τεύχος Β’, σελ. 74).
  2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις. Αντιθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297 AΚ (και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, εφόσον η ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας. Έτσι, αν η ζημία που προκλήθηκε συνίσταται στην απώλεια αλλοδαπών νομισμάτων, θα ληφθεί μεν υπόψη, για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας, το ποσό του ξένου νομίσματος που απωλέστηκε, μόνον όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα δραχμών και ήδη ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Για το σκοπό δε αυτό θα τραπεί η ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων, που απωλέστηκε, σε δραχμές και ήδη ευρώ με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997/1036, ΟλΑΠ 15-16/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995/1520, ΑΠ 628/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006/480, ΕφΠειρ 176/2010, ΠΕΙΡΝΟΜ 2010/170, ΕφΑθ 773/1999 ΕλλΔνη 38/1036).

(Β) 1. Με την ένδικη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου και του αιτήματός της, όπως αυτό παραδεκτά διορθώθηκε και περιορίστηκε με τις έγγραφες προτάσεις της (άρθρο 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ), η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας πλοίου “…”, του οποίου τη διαχείριση έχει η εδρεύουσα στον Παναμά εταιρεία με την επωνυμία «H. S. S. C. S.A..» (εφεξής H. S.), που έχει εγκαταστήσει γραφείο στο Α. Αττικής, ότι η εδρεύουσα τύποις στη Μάλτα και στην πραγματικότητα στην Κ. Αττικής εταιρεία με την επωνυμία «…» (εφεξής Β.Β.Τ.), με αντικείμενο δραστηριότητας τις ναυλώσεις πλοίων χύδην ξηρού φορτίου, ανήκει στον Όμιλο Εταιρειών Β. και καλύπτει μαζί με άλλες εταιρείες την επιχειρηματική δραστηριότητα του δεύτερου εναγόμενου Ν. Β., που αφορούσε τη διαχείριση και τις ναυλώσεις πλοίων, ο οποίος ήταν μοναδικός διευθύνων σύμβουλος και πραγματικός εκπρόσωπός της, ελέγχει πλήρως την ως άνω εταιρεία καθώς και τις λοιπές εταιρείες και είναι ο κρυπτόμενος και πραγματικός επιχειρηματίας (έμπορος) που ασκεί τις ναυτιλιακές δραστηριότητές του μέσω των εταιρειών του Ομίλου, ενώ ο πρώτος εναγόμενος ήταν καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα το μοναδικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος της Β.Β.Τ., την οποία εκπροσωπούσε έναντι τρίτων και δέσμευε με μόνη την υπογραφή του. Ότι μεταξύ της ενάγουσας και της Β.Β.Τ. καταρτίσθηκε το από 9-6-2006 ναυλοσύμφωνο, με το οποίο η πρώτη ναύλωσε στη δεύτερη το πλοίο “…”, υπό τους αναφερόμενους σ’ αυτό όρους, μεταξύ των οποίων και η επίλυση των εξ αυτού διαφορών από διαιτησία διεξαγόμενη στο Λονδίνο. Ότι η Β.Β.Τ. υποναύλωσε το πλοίο “…” στο Υπουργείο Εμπορίου του Ιράκ (εφεξής Μ.Ο.Τ.) για τη μεταφορά φορτίου σίτου από τη Γερμανία στο Ιράκ, με τελικό παραλήπτη το Συμβούλιο Σίτου του Ιράκ (εφεξής …), πλην όμως, η Β.Β.Τ., κατά παράβαση των εκ των ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεων της, αφενός καθυστέρησε να παραδώσει το ως άνω πλοίο για ένα πεντάμηνο περίπου και αφετέρου δεν είχε καταβάλει δεδουλευμένους ναύλους, με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας, ανερχόμενη στο ποσό των 1.327.150 δολαρίων ΗΠΑ, προς διεκδίκηση του οποίου η ενάγουσα προσέφυγε σε διαιτησία στο Λονδίνο το Μάρτιο του 2007. Ότι η καθυστέρηση απόδοσης του ως άνω πλοίου “…” από τη Β.Β.Τ. προς την ενάγουσα οφειλόταν σε ισόχρονη καθυστέρηση απόδοσής του από το Μ.Ο.Τ. προς τη Β.Β.Τ. και έτσι η τελευταία είχε έναντι αυτού ή/και του … απαιτήσεις από επισταλίες που αφορούσαν στο ως άνω πλοίο, ανερχόμενες στο ποσό των 6.791.007,91 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων (στο οποίο περιλαμβάνεται και το ως άνω ποσό των 1.327.150 ευρώ που αφορά τις απαιτήσεις της ενάγουσας κατά της Β.Β.Τ.), προς εξασφάλιση των οποίων η Β.Β.Τ. κατέσχεσε την 9η-11-2007 συντηρητικώς ισόποσες χρηματικές απαιτήσεις κατά Τραπεζών της Νέας Υόρκης που ανήκαν στο Μ.Ο.Τ. και το I.G.B. μέχρι του ποσού των 8.266.671,01 δολαρίων ΗΠΑ, που αποτελεί το άθροισμα των ανωτέρω κονδυλίων. Ότι μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος του δεύτερου εναγόμενου, στις 3-8-2007 έγινε συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων και συνεργατών της διαχειρίστριας του πλοίου H. S., της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ., προς το σκοπό συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών που είχαν προκύψει από τη ναύλωση του πλοίου, σε συνέχεια της οποίας στις 2-10-2007 ο Άγγλος δικηγόρος της Β.Β.Τ. Μαρκ Ο Νηλ ενημέρωσε τον Άγγλο δικηγόρο της ενάγουσας ότι πρόκειται να εξοφληθεί ο οφειλόμενος ναύλος και επιβεβαίωσε ότι θα προχωρούσε στη σύνταξη συμφωνητικού συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της Β.Β.Τ., με το οποίο θα εξουσιοδοτείτο η τελευταία να στραφεί κατά του Μ.Ο.Τ. ή/και του I.G.B. και να απαιτήσει τη δικαιούμενη από την ενάγουσα αποζημίωση λόγω καθυστερημένης απόδοσης του ως άνω πλοίου, με σκοπό την από κοινού ικανοποίηση της σχετικής περί αποζημιώσεως της ενάγουσας απαίτησης. Ότι στις 4-10-2007 και στις 12-10-2007, ο δεύτερος εναγόμενος, δια της πλήρως ελεγχόμενης υπ’ αυτού εταιρείας B. I. που εμφανιζόταν ως πράκτορας της Β.Β.Τ., εξόφλησε τους οφειλόμενους δεδουλευμένους ναύλους μετά τόκων και εξόδων και τα έξοδα καθαρισμού του πλοίου, συνολικού ποσού 177.560,16 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ ποσό 52.585,54 δολαρίων ΗΠΑ είχε καταβληθεί μετά την έναρξη της διαιτησίας την 18-7-2007 από την εταιρεία B. I.. Ότι σε εκτέλεση των συζητηθέντων, η Β.Β.Τ. γνωστοποίησε στην ενάγουσα στις 17-10-2007 ότι στις απαιτήσεις που ήγειρε κατά του Μ.Ο.Τ. ή/και κατά του I.G.B. από την υποναύλωση του ως άνω πλοίου, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 6.791.007 δολαρίων ΗΠΑ, που αναλύεται στα αναφερόμενα στην αγωγή κονδύλια επισταλιών, αποζημίωσης και λοιπών εξόδων, περιέλαβε συνολικά και τις εκκρεμούσες ενώπιον της ανωτέρω διαιτησίας απαιτήσεις της ενάγουσας και έτσι όλες οι εγερθείσες από τη Β.Β.Τ. απαιτήσεις κατά των Μ.Ο.Τ. και I.G.B. αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο στο ως άνω πλοίο και προέκυψαν από την υποναύλωση αυτού και την καθυστέρηση απόδοσής του. Ότι κατόπιν τούτων, υπογράφηκε το από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της Β.Β.Τ. και της ενάγουσας, με το οποίο συμφωνήθηκε η αναστολή της εκκρεμούσας διαιτησίας για ένα εξάμηνο τουλάχιστον από την υπογραφή του συμφωνητικού, προς το σκοπό της συνεργασίας τους για την επίτευξη της ικανοποίησης των απαιτήσεων της  Β.Β.Τ. από Μ.Ο.Τ. και I.G.B. (μεταξύ των οποίων και η ως άνω απαίτηση της ενάγουσας από τη Β.Β.Τ. που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των απαιτήσεων της Β.Β.Τ. κατά των Μ.Ο.Τ. και I.G.B.), έτσι ώστε η ενάγουσα να δικαιούται κατ’ ελάχιστο το 20% οποιουδήποτε ποσού εισπράξει η Β.Β.Τ. από Μ.Ο.Τ. και I.G.B, αδιαφόρως του τρόπου, κατά τον οποίο προσδιορίσθηκε ή ποιες απαιτήσεις επρόκειτο να καλύψει, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Ότι το Νοέμβριο του 2009, η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι η Β.Β.Τ. είχε ήδη συμβιβασθεί από το Μάιο του 2008 (20-5-2008) με τους Μ.Ο.Τ. και I.G.B. και είχε συναινέσει στην άρση της ως άνω συντηρητικής κατάσχεσης τον Ιούλιο του 2008, αφού είχε εισπράξει λίγο πριν τον ίδιο μήνα (Ιούλιο του 2008) το ποσό του συμβιβασμού, ύψους 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, χωρίς να αποδώσει στην ενάγουσα το οφειλόμενο βάσει του ανωτέρω συμφωνητικού ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι, υπό τις οδηγίες και υποδείξεις των εναγόμενων, η Β.Β.Τ. αρνήθηκε την παροχή οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας προς την ενάγουσα, αποκρύπτοντας τον επιτευχθέντα συμβιβασμό μεταξύ της Β.Β.Τ. και των Μ.Ο.Τ. – I.G.B., δηλώνοντας ψευδώς ότι κατά τη γενόμενη το Μάιο του 2008 συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της και των Μ.Ο.Τ. – I.G.B., οι τελευταίοι δεν αποδέχθηκαν τις υποβληθείσες από τη Β.Β.Τ. προτάσεις ούτε τις απαιτήσεις της ενάγουσας για αποζημίωση λόγω καθυστερημένης απόδοσης του πλοίου και ότι αρνούνταν να συζητήσουν περί ποσού μη εκκαθαρισμένου, μελλοντικού και αβέβαιου, έτσι ώστε να παρίσταται επιβεβλημένη η καταγγελία του ως άνω συμφωνητικού, τούτο δε έπραξαν με σκοπό εξαπάτησης της ενάγουσας, προκειμένου να πειστεί η τελευταία να συναινέσει στην αποδοχή ποσού κατώτερου των 800.000 δολαρίων ΗΠΑ που προέβλεπε το ανωτέρω συμφωνητικό ως ελάχιστο όριο αποζημίωσης της ενάγουσας σε περίπτωση συμβιβασμού μεταξύ Μ.Ο.Τ. και Β.Β.Τ., όπως προκύπτει από τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή από 6-7-2008, 7-7-2008 και 10-7-2008 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των δικηγόρων της Β.Β.Τ. προς τους δικηγόρους της ενάγουσας. Ότι εντέλει η Β.Β.Τ., καθ’ υπόδειξη των εναγόμενων, κατήγγειλε παράνομα και καταχρηστικά το ως άνω συμφωνητικό την 22-5-2008, ήτοι δύο ημέρες μετά τον απατηλώς αποκρυβέντα μεταξύ της Β.Β.Τ. και των Μ.Ο.Τ. – I.G.B συμβιβασμό, επικαλούμενη δήθεν άρνηση του Ιρακινού Δημοσίου να συζητήσουν για απαίτηση μη εκκαθαρισμένη, μελλοντική και αβέβαιη και συνεπεία της καταγγελίας η συμφωνία λύθηκε στις 6-6-2008, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι εξαιτίας της απόκρυψης του προαναφερόμενου συμβιβασμού μεταξύ Β.Β.Τ. και Μ.Ο.Τ. – I.G.B, κατόπιν του οποίου η ενάγουσα δικαιούται το 20% του συμβιβαστικώς καταβληθέντος ποσού, ήτοι το ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, η οποία (απόκρυψη) συνεχίστηκε και μετά την καταγγελία του ως άνω συμφωνητικού, η ενάγουσα, πεισθείσα από τις ως άνω ψευδείς και απατηλές δηλώσεις, δεν προέβη σε καμία αμφισβήτηση της γενόμενης προδήλως παράνομης και καταχρηστικής καταγγελίας του ανωτέρω συμφωνητικού, αλλά συνέχισε να συζητά τις αναφερόμενες στην αγωγή γενόμενες από τη Β.Β.Τ. προσφορές για την καταβολή αποζημίωσής της ποσού μικρότερου του συμφωνηθέντος, πεισθείσα επίσης ότι δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού μεταξύ Β.Β.Τ. και Μ.Ο.Τ. – I.G.B, συνέχισε την ανασταλείσα διαδικασία ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα την έκδοση της ήδη οριστικής και αμετάκλητης από 29-9-2009 Διαιτητικής Απόφασης, με την οποία επιδικάστηκε στην ενάγουσα το ποσό των 454.300 δολαρίων ΗΠΑ πλέον τόκων προς 6% ετησίως, ανατοκιζομένων από 17-2-2007 μέχρι 29-9-2009 ποσού 76.617,34 δολαρίων ΗΠΑ, ανερχόμενου του συνολικού ποσού σε 530.917,34 δολάρια ΗΠΑ, πλην όμως, όταν η ενάγουσα επιχείρησε να εισπράξει τα επιδικασθέντα ποσά, που ήταν καταφανώς κατώτερα των δικαιούμενων με βάση το ανωτέρω συμφωνητικό, ανακάλυψε ότι η Β.Β.Τ. είχε ήδη καταστεί με τις ενέργειες των εναγόμενων πλήρως αφερέγγυα και δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να εισπράξει τα ποσά αυτά με αναγκαστική εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης κατά της ενάγουσας, ελλείψει οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου αυτής, από το οποίο είχε αποξενωθεί με ενέργειες των εναγόμενων, οι οποίοι, μέσω των δικηγόρων τους, συνέχισαν να προτείνουν την καταβολή ποσού 100.000 δολαρίων ΗΠΑ στην ενάγουσα σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των επιδικασθέντων με τη Διαιτητική Απόφαση, τα οποία ήταν καταφανώς κατώτερα του ποσού του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που θα ελάμβανε αυτή, εάν οι εναγόμενοι δεν διέπρατταν τις ως άνω σε βάρος της άδικες και υπαίτιες πράξεις. Ότι με τις περιγραφόμενες στην αγωγή απατηλές ενέργειές τους, οι εναγόμενοι, με σκοπό τη δόλια αποφυγή εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της Β.Β.Τ. έναντι της ενάγουσας που απέρρεαν από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, πέτυχαν να ενθυλακώσουν παράνομα το ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας, λόγω της αδυναμίας της να εισπράξει την απαίτησή της κατά της Β.Β.Τ., καθόσον αυτή στο μεταξύ είχε αποξενωθεί από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, είχε παύσει οποιαδήποτε δραστηριότητα και είχε καταστεί αφερέγγυα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι η ενάγουσα πληροφορήθηκε τα ανωτέρω κρίσιμα γεγονότα αρχικά το Νοέμβριο του 2009 και λεπτομερέστερα την 1-2-2010, κατά τη συζήτηση της αίτησής της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί επιδείξεως εγγράφων εκ μέρους της Β.Β.Τ. και των εναγόμενων. Ότι εν συνεχεία, η ενάγουσα άσκησε κατά της Β.Β.Τ. και των εναγόμενων την από 10-9-2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε μέρος της ζημίας που υπέστη από την προπεριγραφόμενη αδικοπραξία και δη τη θετική ζημία της, ίση με τα επιδικασθέντα με τη διαιτητική απόφαση ποσά, τα οποία ενθυλάκωσαν οι εναγόμενοι της ως άνω αγωγής, με τις προπεριγραφόμενες απατηλές πράξεις και παραλείψεις τους, κατά τη συζήτηση της οποίας (αγωγής) την 1-3-2011 η ενάγουσα πληροφορήθηκε λεπτομερέστερα τα γεγονότα που αφορούσαν τον απατηλώς αποκρυβέντα από αυτή συμβιβασμό μεταξύ της  Β.Β.Τ. και των Μ.Ο.Τ./I.G.B., τα οποία αποκαλύφθηκαν τότε πλήρως, έτσι ώστε να αποκτήσει κατά το χρόνο αυτό η ενάγουσα τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει πλήρως την απαίτησή της για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστη από την απατηλή καταχρηστική και παράνομη καταγγελία του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι με την υπ’ αρ. 5510/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι οι εδώ εναγόμενοι διέπραξαν σε βάρος της ενάγουσας τις περιγραφόμενες σε αυτήν αδικοπραξίες και ότι οφείλουν να της καταβάλουν για αποκατάσταση θετικής ζημίας και ηθικής βλάβης τα προσδιοριζόμενα σε αυτή ποσά, κατόπιν δε των αντίθετων εφέσεων που ασκήθηκαν από τους διαδίκους, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 957/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 530.917,34 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί μόνο στη θετική ζημία της ενάγουσας και ότι αυτή δικαιούται να αναζητήσει και το υπόλοιπο ποσό των (1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που είχε συμφωνηθεί να λάβει η ενάγουσα με το ανωτέρω συμφωνητικό – 530.917,34 δολαρίων ΗΠΑ, που επιδικάσθηκε με την ανωτέρω απόφαση =) 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ, που αποτελεί αποθετική ζημία της, υπό την έννοια ότι θα το λάμβανε η ενάγουσα, εάν οι εναγόμενοι δεν είχαν προβεί στις προπεριγραφόμενες άδικες και υπαίτιες πράξεις τους, μεταξύ των οποίων και η καταγγελία του ως άνω συμφωνητικού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεδομένου ότι με αυτές οι εναγόμενοι αποσκοπούσαν εξαρχής και πράγματι πέτυχαν τη δόλια αποφυγή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της Β.Β.Τ. έναντι της ενάγουσας που απέρρεαν από το ως άνω συμφωνητικό και με τον τρόπο αυτό κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας κατά το ανωτέρω ποσό των 469.082,66, δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο πρέπει να αποδώσουν άμεσα στην ενάγουσα, νομιμοτόκως από την 1-8-2008, δεδομένου ότι εισέπραξαν το ποσό των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ από το Ιρακινό Δημόσιο τον Ιούλιο του 2008. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 337.663,88 ευρώ, δηλαδή το ισόποσο των 469.082,66  δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με την κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ, άλλως το ποσό των 298.797,80 ευρώ, δηλαδή το ισόποσο των 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ σύμφωνα με την κατά την 1-8-2009 ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ (νοούμενου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως του χρόνου επαγωγής της ζημίας λόγω της απώλειας του μη καταβληθέντος στην ενάγουσα βάσει του ανωτέρω συμφωνητικού ποσού, παρά την καταβολή του από το Ιρακινό Δημόσιο στην εταιρεία Β.Β.Τ κατά το χρόνο αυτό, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ του χρόνου έκδοσης της απόφασης, δηλαδή του χρόνου συζήτησης της αγωγής, νομιμοτόκως από την 1-8-2008, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης η προσωπική κράτηση μέχρι ενός έτους των εναγόμενων και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των εν γένει δικαστικών της εξόδων.

  1. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο λόγω ποσού και λόγω της κατοικίας των εναγόμενων (αρθρ. 1, 7, 8, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 18, 22 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 3 του ν. 2172/1993) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 5.3 του Κανονισμού 44/2001 της 22.12.2000, (L 12/16.1.2001, “Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, ο οποίος αντικατέστησε την από 27-9-1968 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «Για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988, ο οποίος ισχύει από 1-3-2002 και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, λόγω του χρόνου κατάθεσης της αγωγής πριν από την 10-1-2015 (βλ. και άρθρο 66 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), απορριπτομένης της περί του αντιθέτου δικονομικής ένστασης των εναγόμενων, που προβλήθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, με βάση τον ισχυρισμό, ότι σύμφωνα με σχετική ρήτρα του από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, οποιαδήποτε διαφορά από αυτό διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας. Στην προκειμένη περίπτωση, από τη μελέτη των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι στο άρθρο 10 του ένδικου ιδιωτικού συμφωνητικού περιελήφθη ρήτρα, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω συμφωνητικό διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και δικαιοδοσία και οποιαδήποτε διαφορά από ή σε σχέση με αυτό υπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας. Εντούτοις, το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό υπογράφηκε από τους άγγλους πληρεξούσιους δικηγόρους της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που δεν είναι διάδικος στην ένδικη αγωγή, οι οποίοι ενεργούσαν κατ’ εντολή και για λογαριασμό αυτών. Κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα υπαγωγής όλων των διαφορών που θα προκύψουν από την εφαρμογή του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού είναι μεν ισχυρή και έγκυρη και καταλαμβάνει και τις διαφορές που απορρέουν από αυτό και σχετίζονται με αδικοπραξία, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη παρούσας, πλην όμως, η σχετική ρήτρα είναι δεσμευτική ως προς την επιλογή του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται διαφοράς μόνον ως προς τις συμβληθείσες με αυτήν ενάγουσα εταιρεία και την εταιρεία με την επωνυμία «…» (που δεν είναι διάδικος, εν προκειμένω), καθόσον τα υποκειμενικά όρια της εν λόγω συμφωνίας εκτείνονται και δεσμεύουν μόνον τα συμβληθέντα στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό μέρη, ήτοι την ενάγουσα και την ως άνω εταιρεία Β.Β.Τ. (πουν δεν είναι διάδικος), όχι όμως και τους εναγόμενους φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν συμβλήθηκαν σε αυτή και επομένως, δεν μπορεί να επεκταθεί η συμφωνία ως προς αυτά, κατόπιν τούτων δε η σχετική ένσταση των εναγομένων είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Ηλίας Κρίσπης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον – Γενικόν Μέρος», παρ. 2, σ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, εφαρμοστέο δίκαιο στην κρινόμενη διαφορά, είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 26 ΑΚ, το οποίο καθορίζει ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, καθόσον στην Ελλάδα επήλθε η περιουσιακή βλάβη της ενάγουσας όπου ευρίσκεται και η πραγματική έδρα της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εναγόμενους περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου αντί του ελληνικού, λόγω σχετικής ρήτρας στο από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, καθόσον τα υποκειμενικά όρια της εν λόγω συμφωνίας εκτείνονται και δεσμεύουν μόνο τα συμβληθέντα στο ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό μέρη, ήτοι την ενάγουσα και την ως άνω εταιρεία, όχι όμως και τους εναγόμενους φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν συμβλήθηκαν σε αυτή, κατά τα προαναφερθέντα, ενώ οι περιγραφόμενες στην αγωγή αδικοπραξίες έλαβαν χώρα, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, από τον Ιούλιο του μέχρι τον Αύγουστο του 2008, ήτοι πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για τις εξωσυμβατικές ενοχές, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 31 του ως άνω Κανονισμού, αυτός εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού, ο Κανονισμός εφαρμόζεται από τις 11 Ιανουαρίου 2009, εκτός από το άρθρο 29, το οποίο εφαρμόζεται από τις 11 Ιουλίου 2008. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά το νόμο στοιχεία των περί αδικοπραξιών διατάξεων που αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, μεταξύ των οποίων και τα περιστατικά που συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 281, 288, 297, 298, 346, 914, 919, 926 ΑΚ, 45, 386 ΠΚ και 176, 191 παρ. 2, 907, 908, 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τη σημείωση ότι η αξίωση επιδίκασης αποζημίωσης της ενάγουσας είναι νόμιμη μόνον αναφορικά με το αίτημα περί καταβολής του ποσού των 298.797,80 ευρώ, δηλαδή του ισόποσου των 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με την κατά την 1-8-2009 ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κεφαλαίου σε δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή του ισάξιου σε ευρώ ποσού αλλοδαπών νομισμάτων που αντιστοιχούν στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, που προσδιορίζεται από την ενάγουσα ως η 1η-8-2010 και όχι ως προς τους λοιπούς χρόνους προσδιορισμού της ισοτιμίας (κατάθεσης ή συζήτησης της αγωγής ή έκδοσης της απόφασης), εφόσον η επικαλούμενη ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων και συνεπώς, η αποζημίωση είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Ωστόσο, το αίτημα για την καταβολή τόκων υπερημερίας από την 1-8-2009 είναι απορριπτέο, καθόσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 340, 345 και 346 ΑΚ, επί ασκήσεως της αξιώσεως αποζημιώσεως που στηρίζεται σε αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται από τη μετά από τη γενόμενη εξώδικη ή δικαστική όχληση υπερημερία του εναγομένου (άρθρο 340 ΑΚ) και όχι από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, καθώς δεν καθιερώνεται δήλη ημέρα καταβολής (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΑΠ 310/1993 ΕλλΔνη 35.1528, ΑΠ 1724/1991 ΕλλΔνη 34.341, ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 33.335, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78, ΕφΑθ 6847/2007 ΔΕΕ 2008.345, ΕφΠειρ 576/2006 ΔΕΕ 2008.75), εν προκειμένω δε η ενάγουσα δεν επικαλείται προηγούμενη όχληση των εναγόμενων σχετικά με την επίδικη αξίωση αποζημίωσης. Επίσης, αναφορικά με την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, λόγω της επιβοηθητικής φύσεως της αγωγής εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία δύναται να ασκηθεί, μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνονται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα που στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, γεγονός που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, διότι η ενάγουσα στηρίζει τα περιστατικά της εκ του άρθρου 904 ΑΚ επικουρικής βάσης της αγωγής της στην ίδια ως άνω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων. Μετά ταύτα, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η ένδικη αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. σχ. το υπ’ αρ. 13720126 ΤΥΠΟΥ Β διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά, την υπ’ αρ. 8797/17-2-2015 απόδειξη του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων -Ε.Τ.Α.Α. και το υπ’ αρ. 5495399/17-02-2015 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε.), σημειωτέον δε ότι δεν απαιτείται η προσκομιδή δήλωσης αποτυχίας της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, καθόσον, μετά την τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου 214Α ΚΠολΔ με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3994/2011, δεν προβλέπεται ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής σε περίπτωση μη πραγματοποίησης τέτοιας σχετικής δήλωσης, δεδομένου ότι η απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς δεν ανάγεται πλέον σε όρο παραδεκτού της συζητήσεως της (βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του Ν 3994/2011, ΠΠρΒολ 173/2012 όπ.π., Χαρ. Απαλαγάκη «Η διαγνωστική δίκη και η αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, σελ. 32).

(Γ) 1. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης (σημειώνεται ότι οι εναγόμενοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, η οποία εκτιμάται κατά το λόγο γνώσεως, το βαθμό αξιοπιστίας και αντικειμενικότητάς της καθαυτή σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, την υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση του Π. Β. του Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γκατζάρου – Τομαρά, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους, η οποία ελήφθη με επιμέλεια των τελευταίων, μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’ αρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών … σχετικά με την επίδοση της σχετικής από 11-02-2015 κλήσης των εναγόμενων προς την ενάγουσα), ενώ αντιθέτως η υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση του Π. Β. του Α. δεν λαμβάνεται υπόψη ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθόσον ελήφθη την ημέρα της δικασίμου (10-03-2015), ενώ γίνεται δεκτό ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 270§2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, οι ένορκες βεβαιώσεις είναι επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο κατά την αντίστοιχη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια διαδικασία της υποθέσεως και λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν σωρευτικώς συντρέχουν και οι δύο απαιτούμενες προϋποθέσεις, δηλαδή να έχουν συνταχθεί πριν από την ημέρα της δικασίμου της υποθέσεως ενώπιον του αντιστοίχου δικαστηρίου, στο οποίο προσκομίζονται και να έχουν ληφθεί μετά προηγουμένη κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές (ΑΠ 1170/2005 ΕλλΔνη 48.1660, ΕφΘεσ 447/2011 Αρμ 2011/1149, Β. Βαθρακοκοίλη «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας» Τόμος Β΄ 1994 άρθρο 270 αρ. 25 σελ. 243, Συμπληρωματικός Τόμος 2001 άρθρο 270 αρ. 23 σελ. 314, του ιδίου Τόμος Η΄ Συμπληρωματικός 2006 άρθρο 270 αρ. 13 σελ. 316, του ιδίου Τόμος Θ΄ Συμπληρωματικός 2011 άρθρο 270 αρ. 9 σελ. 223, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία) και όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, αλλά λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, αλλά λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επετράπη η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 336, 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 8610/ και 8611/2011 ένορκες βεβαιώσεις των Η. Α. και … αντιστοίχως που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, αλλά και τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των … που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή, του εκτελούντος καθήκοντα συμβολαιογράφου Επίτιμου Γενικού Προξένου της Ελλάδας στη Σιγκαπούρη Ανδρέα Γκόρου και της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κοσμά αντίστοιχα, οι οποίες θα ληφθούν άπασες υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον ελήφθησαν επ’ αφορμής άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων αλλά και άλλων διαδίκων, ήτοι επί της με αριθμό κατάθεσης … αγωγής της εδώ ενάγουσας κατά της εταιρείας με την επωνυμία «…» και των εδώ εναγόμενων (ΑΠ 725/2006 και ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 47.1012, ΕφΔωδ 124/2012 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των … και Η. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, οι οποίες θα ληφθούν υπόψη επίσης για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον προκύπτει ότι ελήφθησαν επ’ αφορμής άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων αλλά και άλλων διαδίκων, ήτοι επί της από 29-12-2009 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εδώ ενάγουσας κατά της εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «…» και των εδώ εναγόμενων (βλ. σχ. ΑΠ 624/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 591/2002 ΔΕΕ 2003.187, ΑΠ 566/2001 ΕλλΔνη 2002/1041), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας πλοίου …, του οποίου τη διαχείριση έχει η εταιρεία H. S. …, με έδρα στον Παναμά, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στο Μαρούσι Αττικής. Η εταιρεία με την επωνυμία «…» (εφεξής Β.Β.Τ.), η οποία εν προκειμένω δεν είναι διάδικος, είχε καταστατική έδρα στη Μάλτα και πραγματική έδρα στην Κ. Αττικής και εκπροσωπείτο στις συναλλαγές της έως την 11-7-2008 από το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, την οποία και δέσμευε με μόνη την υπογραφή του. Τα γραφεία της ως άνω εταιρείας «…», όπου βρισκόταν η πραγματική έδρα της και λαμβάνονταν όλες οι σχετικές με τις συναλλαγές και την εν γένει δραστηριότητά της αποφάσεις βρίσκονταν επί της …, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του Ομίλου Επιχειρήσεων, συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου, Ν. Β., αύτη δε είχε ως αντικείμενο τις ναυλώσεις πλοίων χύδην ξηρού φορτίου. Περαιτέρω, ο ίδιος εναγόμενος, προς υποβοήθηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, είχε συστήσει και άλλη εταιρεία με το ίδιο χαρακτηριστικό όνομα με αυτό της ως άνω εταιρείας «…», είχε δε την καταστατική της έδρα στη Λιβερία, την πραγματική της έδρα στην Κ. επί της …, όπου έδρευαν και οι λοιπές επιχειρήσεις του πρώτου εναγόμενου, αμφότερες δε οι εταιρείες κάλυπταν την επιχειρηματική δράση του τελευταίου, ο οποίος ενεργούσε ατομικώς εμπορικές πράξεις που αφορούσαν τη ναύλωση και διαχείριση πλοίων, με παρένθετο πρόσωπο την ως άνω εταιρεία Β.Β.Τ. Στο πλαίσιο της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας όλων των διαδίκων, ενεργούντων υπό τις ανωτέρω ιδιότητες εκάστου εξ αυτών, καταρτίσθηκε το από 9.6.2006 ναυλοσύμφωνο, με το οποίο η ενάγουσα εκναύλωσε το ανωτέρω πλοίο στην εταιρεία Β.Β.Τ., που εκπροσωπήθηκε στη σύμβαση αυτή από το δεύτερο εναγόμενο, η οποία (ναυλώτρια εταιρεία) υπεκναύλωσε εν συνεχεία το πλοίο στο Υπουργείο Εμπορίου του Ιράκ για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι του Αμβούργου Γερμανίας στο λιμάνι του Ουμ Κασρ στο Ιράκ και με τελικό παραλήπτη το Συμβούλιο Σίτου του Ιράκ. Ωστόσο, κατά τον ελλιμενισμό και την εκφόρτωση του πλοίου, εμφανίσθηκαν προβλήματα, από υπαιτιότητα της υποναυλώτριας και του Συμβουλίου Σίτου του Ιράκ, τα οποία συνέτειναν στην καθυστέρηση αποδόσεως του πλοίου στην ενάγουσα για χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών περίπου, με αποτέλεσμα να τεθεί η υποναύλωση σε καθεστώς επισταλιών. Το γεγονός της παραπάνω υπαίτιας καθυστέρησης δημιούργησε αξιώσεις υπέρ της ενάγουσας λόγω της παραβάσεως του χρόνου αποδόσεως του πλοίου και της μη καταβολής δεδουλευμένων ναύλων, συνολικού ποσού 1.327.150 δολαρίων ΗΠΑ, κατόπιν τούτων δε η ενάγουσα ήγειρε απαίτηση αποζημίωσης κατά της εταιρείας Β.Β.Τ. για την καθυστέρηση απόδοσης του πλοίου, την οποία εισήγαγε σε διαιτησία στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα, ασκώντας το υπό του ναυλοσυμφώνου παρεχόμενο δικαίωμά της, προσέφυγε στη διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, η οποία άρχισε την 19.7.2007 ενώπιον του διορισθέντος για την επίλυση των διαφορών μοναδικού διαιτητού I. Λ., σημειωτέον δε ότι ενόψει της έναρξης της διαιτητικής διαδικασίας, η ενάγουσα ζήτησε από τους εναγόμενους, ως είθισται, την παροχή εγγυήσεων ή άλλων εξασφαλίσεων για την πληρωμή του ποσού που θα επιδικαζόταν δυνάμει της διαιτητικής αποφάσεως. Οι εναγόμενοι, δια των πληρεξουσίων Άγγλων δικηγόρων τους, δήλωσαν προς τους εκπροσώπους της ενάγουσας ότι δεν υπάρχει ανάγκη παροχής τέτοιων εγγυήσεων, επικαλούμενοι τη φερεγγυότητα και το επιχειρηματικό κύρος του πρώτου εναγομένου στο χώρο της ναυτιλίας, ισχυριζόμενοι ότι σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος θα κατέβαλε το οποιοδήποτε ποσό θα επιδίκαζε η διαιτητική απόφαση, κατόπιν τούτων δε η ενάγουσα πείσθηκε στις διαβεβαιώσεις αυτές και απέσυρε το αίτημά της για την παροχή οποιασδήποτε εγγυήσεως. Επίσης, η καθυστέρηση αποδόσεως του ως άνω πλοίου, με υπαιτιότητα του Ιρακινού Δημοσίου, δημιούργησε παράλληλα και αξιώσεις αποζημίωσης της εταιρείας Β.Β.Τ. κατά του Ιρακινού Συμβουλίου Σίτου, λόγω της παραβάσεως των όρων του μεταξύ τους καταρτισθέντος ναυλοσυμφώνου, για τη ζημία, που υπέστη στη ναύλωση που αφορούσε το πλοίο της ενάγουσας, τις οποίες (αξιώσεις αποζημίωσης) η ως άνω εταιρεία Β.Β.Τ. άσκησε κατά του Ιρακινού Δημοσίου με την έγερση σχετικής διαιτητικής αγωγής, με την οποία ζήτησε ως αποζημίωση λόγω της ως άνω καθυστερήσεως το ποσό των 6.791.007,91 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαιτήσεως της, την 9.11.2007, η εταιρεία Β.Β.Τ. επέβαλε συντηρητική κατάσχεση επί τραπεζικών λογαριασμών σε Τράπεζες της Ν. Υόρκης, που ανήκαν στο Ιρακινό Δημόσιο και το ως άνω Συμβούλιο Σίτου, μέχρι του ποσού των 8.266.671,01 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη του Ιουλίου 2007, εκκρεμούσης της διαιτητικής διαδικασίας στο Λονδίνο μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ., ο πρώτος εναγόμενος, με δική του πρωτοβουλία, τηλεφώνησε στον Ευάγγελο Μαλτέζο, συμφερόντων του οποίου ήταν κατά το χρόνο αυτό το πλοίο … και ζήτησε να τον συναντήσει, προκειμένου να επιτύχουν μια συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, εκτός της διαιτητικής διαδικασίας. Η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα στις 3.8.2007, όπου ο πρώτος εναγόμενος με συνεργάτες του προσήλθαν στα γραφεία της ενάγουσας και κατόπιν συζητήσεων και αμοιβαίων υποχωρήσεων, η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην υπογραφή του από 14.11.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού συνεργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ. Συγκεκριμένα, με το από 14.11.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ., μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκαν τα εξής: α) Η διαιτητική διαδικασία, που είχε αρχίσει μεταξύ τους, επρόκειτο να ανασταλεί για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, μετά την πάροδο του οποίου κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα δικαιούταν να καταγγείλει το ως άνω συμφωνητικό, υπό τους αναφερόμενους σε αυτό όρους, β) η εταιρεία Β.Β.Τ. θα περιελάμβανε στις αξιώσεις της κατά του Ιρακινού Δημοσίου την ένδικη απαίτηση, γ) τα συμβληθέντα μέρη θα συνεργάζονταν για την τεκμηρίωση αυτής της απαίτησης, ενώ η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παράσχει έγγραφα και λοιπές αποδείξεις για τη θεμελίωση της απαίτησης, δ) η εταιρεία Β.Β.Τ. ανέλαβε την υποχρέωση ενημέρωσης του αλληλοασφαλιστικού οργανισμού της ενάγουσας, πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου κατά του Ιρακινού Δημοσίου και του Συμβουλίου Σίτου του Ιράκ, σχετικά με την εξέλιξη των συνδυασμένων απαιτήσεων και παντός ασφαλιστικού μέτρου και άλλης δικαστικής ενέργειας που θα λαμβανόταν σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές και ε) η εταιρεία Β.Β.Τ. δεν θα προχωρήσει σε συμβιβασμό οποιασδήποτε απαίτησης μετά του Ιρακινού Δημοσίου ή του Συμβουλίου Σίτου του Ιράκ, χωρίς προηγουμένως να έχει συζητήσει τις προσφορές με την ενάγουσα, η οποία θα δικαιούταν κατ’ ελάχιστο το 20% οιουδήποτε ποσού εισέπραττε η εταιρεία Β.Β.Τ., αδιαφόρως του τρόπου κατά τον οποίο προσδιοριζόταν ή ποιες απαιτήσεις επρόκειτο να καλύψει. Έτσι, με βάση το ανωτέρω συμφωνητικό, εάν το ποσό αυτό ανερχόταν σε 800.000 δολάρια Η.Π.Α ή περισσότερα, η ενάγουσα θα δεχόταν το ποσό αυτό, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων εκ του ναυλοσυμφώνου και της φορτωτικής, άλλως είχε την ευχέρεια να δεχθεί το ως άνω ποσό, σε μερική εξόφληση και να επιδιώξει την είσπραξη του υπολοίπου στη διαιτησία. Στην περίπτωση δε αυτή, η Β.Β.Τ. θα δικαιούταν να αμυνθεί κατά της απαιτήσεως αυτής και να επιδιώξει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσοστού του συμβιβασμού με το Μ.Ο.Τ/I.G.B. κατεβλήθη στους πλοιοκτήτες. Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης συμφωνίας, ο πρώτος εναγόμενος, δια της εταιρείας …, η οποία ενεργούσε ως πράκτορας της εταιρείας Β.Β.Τ., κατέβαλε στην ενάγουσα, στις 4.10.2007 και στις 12.10.2007, το ποσό των 177.560,16 δολαρίων ΗΠΑ, σε εξόφληση δεδουλευμένων ναύλων μετά τόκων, ως και τα έξοδα καθαρισμού του πλοίου …. Ακολούθως, την 20.5.2008, πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων του Υπουργείου Εμπορίου του Ιράκ και των εκπροσώπων της εταιρείας Β.Β.Τ., μεταξύ των οποίων ήταν αμφότεροι οι εναγόμενοι, με σκοπό την οριστική διευθέτηση της διαφοράς που είχε δημιουργηθεί από την καθυστερημένη απόδοση του πλοίου, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι αντικείμενο της συνάντησης αυτής δεν ήταν μόνον η διευθέτηση της ένδικης απαίτησης του πλοίου της ενάγουσας, αλλά η συνολική ρύθμιση των απαιτήσεων της εταιρείας Β.Β.Τ. και από άλλα ναυλοσύμφωνα που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας των καθυστερήσεων αποδόσεων των πλοίων, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, για τους εξής λόγους: α) Η εν λόγω συνάντηση έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαιτητικής διαδικασίας που αφορούσε αποκλειστικά και μόνον το πλοίο της ενάγουσας. β) Η συντηρητική κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών σε τράπεζες της Νέας Υόρκης έλαβε χώρα στο πλαίσιο της αντιδικίας που ανέκυψε από την καθυστερημένη απόδοση του πλοίου της ενάγουσας και όχι από άλλη αιτία. γ) Οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν κάποιο έγγραφο συμβιβασμού είτε με το Ιρακινό Δημόσιο, είτε με τις πλοιοκτήτριες των πλοίων εταιρείες, για τα οποία η πρώτη εναγόμενη διατείνεται ότι διατηρούσε αξιώσεις κατά του τελευταίου. Σημειώνεται ότι η σχετική αναφορά του Π. Β. στην υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωσή του, ότι δηλαδή το ποσό των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που αποτέλεσε το προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην εταιρεία Β.Β.Τ. και το Ιρακινό Δημόσιο, κατά τα κάτωθι ειδικότερα εκτιθέμενα, δεν αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις απαιτήσεις από τη ναύλωση του πλοίου …, αλλά και τις απαιτήσεις από τις λοιπές ναυλώσεις και επιμερίστηκε αναλογικά προς συμβιβαστική εξόφληση των απαιτήσεων από ναυλοσύμφωνα που αφορούσαν στα αναφερόμενα στην ως άνω ένορκη βεβαίωση άλλα πλοία, δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ειδικότερα, οι προσκομιζόμενες δηλώσεις ναύλου, στις οποίες αναγράφεται ότι αυτές αφορούν τα πλοία “…”, “…”, “…”, “…”, “…” και ότι η υπόθεση έκλεισε κατά το χρόνο επίτευξης συμφωνίας με το Συμβούλιο Σίτου του Ιράκ για συμβιβασμό για όλα τα πλοία με την πληρωμή 5.000.000 καταβληθέντων στις 21-7-2008, έχουν εκδοθεί από την εταιρεία Β.Β.Τ., χωρίς όμως να μπορεί να διασταυρωθεί η βασιμότητα των ως άνω αναγραφόμενων από το περιεχόμενο του σχετικού συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και του Συμβουλίου Σίτου του Ιράκ, καθόσον δεν προσκομίζεται από τους εναγόμενους η συμφωνία αυτή, ενώ η σχετική από 29-12-2009 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας κατά των εδώ εναγόμενων και της εταιρείας Β.Β.Τ. για την επίδειξη του οικείου εγγράφου απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 2913/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με σχετικό όρο (με αριθμό 8) του από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι πλοιοκτήτες (εδώ ενάγουσα) θα δικαιούνταν κατ’ ελάχιστο το 20% οποιουδήποτε ποσού εισέπραττε η εταιρεία Β.Β.Τ. από το ΜΟΤ/…, αδιαφόρως του τρόπου, κατά τον οποίο προσδιορίσθηκε ή ποιες απαιτήσεις είχε σκοπό να καλύψει, εάν δε το τελικό ποσό το πληρωτέο στους πλοιοκτήτες (ενάγουσα) ανερχόταν σε 800.000 δολάρια Η.Π.Α. ή περισσότερα, οι πλοιοκτήτες θα δέχονταν αυτό το ποσό σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση όλων των απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων από το ναυλοσύμφωνο και τη φορτωτική, διαφορετικά είχαν την ευχέρεια να δεχθούν το ως άνω ποσό σε μερική εξόφληση από την εταιρεία Β.Β.Τ. και να επιδιώξουν την είσπραξη του υπολοίπου των επίδικων απαιτήσεων από τη Β.Β.Τ. στη διαιτησία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία Β.Β.Τ. πέτυχε εντέλει στις 20-5-2008 τη σύναψη συμφωνίας με τους εκπροσώπους του Ιρακινού Δημοσίου για την οριστική διευθέτηση των απαιτήσεων της ενάγουσας για το ποσό των 5.000.000 δολαρίων, η οποία τελούσε υπό την οριστική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου του Ιράκ. Ακολούθως, την 22-5-2008, οι εναγόμενοι, οι οποίοι είχαν αποκρύψει από την ενάγουσα τόσο το γεγονός ότι έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη συνάντηση, με σκοπό την οριστική διευθέτηση της διαφοράς με τους εκπροσώπους της Ιρακινής Κυβερνήσεως, όσο και την επίτευξη του ανωτέρω συμβιβασμού στο ποσό των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, εκ των υστέρων, δια του άγγλου πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ανακοίνωσαν στην ενάγουσα τη γενόμενη συνάντηση και την πληροφόρησαν ότι δήθεν αυτή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, επειδή οι Ιρακινοί δεν αναγνώριζαν την απαίτησή της, διότι δεν ήταν εκκαθαρισμένη. Για το λόγο αυτό, η εταιρεία Β.Β.Τ., μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων της, δια του από 22.5.2008 ηλεκτρονικού μηνύματός της, πρότεινε στην ενάγουσα να συμβιβασθεί σε ποσό μικρότερο των 800.000 δολαρίων ΗΠΑ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το Ιρακινό Δημόσιο θα ήταν διατεθειμένο να συμβιβασθεί σε μικρότερο ποσό, ενώ η ίδια προέβη και σε καταγγελία της συμβάσεως συνεργασίας, που είχε καταρτισθεί με το προαναφερόμενο από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό και έτσι λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση στις 6-6-2008, ήτοι είκοσι ημέρες μετά τη γενόμενη καταγγελία, κατά τα προβλεπόμενα στο ως άνω συμφωνητικό. Ειδικότερα, την 22.5.2008 η εταιρεία Β.Β.Τ., καθ’ υπόδειξη των εναγόμενων, που ενεργούσαν με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, κατήγγειλε την ως άνω συμφωνία, με το αιτιολογικό ότι, κατά την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους του Ιράκ, προέκυψε ότι αυτό ήταν επιβεβλημένο για τη διευκόλυνση της συνδιαλλαγής με τους Ιρακινούς, οι οποίοι δήθεν αρνούνταν να συζητήσουν περί ποσού μη εκκαθαρισμένου, μελλοντικού και αβέβαιου και ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι θα επετύγχαναν την ολοκλήρωση του συμβιβασμού, εισπράττοντας και την απαίτηση της ενάγουσας, εφόσον αυτή θα είχε προηγουμένως συμβιβαστεί ως προς αυτήν. Ειδικότερα, μετά ταύτα, μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ. και καθ’ υπόδειξη των εναγόμενων, συνεχίσθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμβιβαστικής λύσεως, οι οποίες, όμως, δεν οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, διότι κρίθηκαν οικονομικώς ασύμφορες εκ μέρους της ενάγουσας, με συνέπεια η συνέχιση της διαιτητικής διαδικασίας στο Λονδίνο να παρίσταται πλέον ως η αναγκαία οδός για την επίτευξη της ικανοποίησης της απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος της εταιρείας Β.Β.Τ. Ακολούθως, την 12.7.2008, οι εναγόμενοι ενημερώθηκαν για την έγκριση της συμφωνίας συμβιβασμού από το Υπουργικό Συμβούλιο του Ιράκ και την 18.7.2008 κατεβλήθη στην εταιρεία Β.Β.Τ. το ποσό του συμβιβασμού. Εν συνεχεία, στις 23-7-2008, σε εκτέλεση των υποχρεώσεων της εταιρείας Β.Β.Τ. από τον επιτευχθέντα συμβιβασμό και μετά την είσπραξη από αυτή του ποσού του συμβιβασμού, ήρθη και η συντηρητική κατάσχεση των καταθέσεων που τηρούσε το Ιρακινό Δημόσιο και το Συμβούλιο Σίτου του Ιράκ σε τραπεζικούς λογαριασμούς στη Νέα Υόρκη. Η ενάγουσα, αγνοώντας μέχρι και την ολοκλήρωση της συμφωνίας, την ύπαρξη συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και των εκπροσώπων του Ιρακινού Δημοσίου, απέρριψε τις οικονομικές προσφορές των εναγόμενων και συνέχισε την ανασταλείσα στο μεταξύ διαιτητική διαδικασία, η οποία περατώθηκε την 29.9.2009, με την έκδοση οριστικής απόφασης, με την οποία κρίθηκε ουσιαστικά βάσιμη η απαίτηση της ενάγουσας και της επιδικάσθηκε αποζημίωση, ποσού 454.300 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Σημειώνεται ότι με την επανέναρξη της διαδικασίας, η ενάγουσα απαίτησε από την εταιρεία Β.Β.Τ., μέσω των πληρεξουσίων άγγλων δικηγόρων αυτής, τη χορήγηση εγγυήσεων για την καταβολή του ποσού που θα επιδίκαζε η διαιτητική απόφαση, πλην όμως, η τελευταία ενέμεινε στην αρχική θέση της για τη μη παροχή εγγυήσεων, επικαλούμενη και πάλι τη φερεγγυότητα και την επαγγελματική τιμή του πρώτου εναγόμενου. Μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω διαιτητικής αποφάσεως, η ενάγουσα ζήτησε από την εταιρεία Β.Β.Τ., δια μέσου του πληρεξουσίου άγγλου δικηγόρου αυτής, την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού, πλέον τόκων και εξόδων, πλην όμως, αυτή, δια του πληρεξουσίου άγγλου δικηγόρου της, αρνήθηκε την καταβολή του ως άνω χρηματικού ποσού, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν είχε περιουσιακά στοιχεία, είχε πωληθεί και δεν είχε συναλλαγές από το 2007, καταλήγοντας ότι ορθά ή εσφαλμένα η ενάγουσα δεν εξασφάλισε την απαίτησή της (βλ. την από 4.11.2009 ηλεκτρονική επιστολή, που απέστειλε ο Άγγλος δικηγόρος O’ Neil προς τον Άγγλο δικηγόρο της ενάγουσας Kevin Sach). Ακολούθως, η ενάγουσα, καίτοι επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησής της κατά της εταιρείας Β.Β.Τ., εντούτοις, δεν ικανοποιήθηκε λόγω της ανυπαρξίας περιουσιακών στοιχείων αυτής. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας Β.Β.Τ. και ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του κυρίαρχου μετόχου, ο οποίος, καλυπτόμενος υπό τον εταιρικό μανδύα της ως άνω εταιρείας, χρησιμοποιούσε αυτή και άλλες εταιρείες για την άσκηση των προσωπικών εμπορικών δραστηριοτήτων του, από κοινού ενεργούντες με κοινό δόλο, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στη φαλκίδευση της απαιτήσεως της ενάγουσας που αυτή διατηρούσε κατά της εταιρείας Β.Β.Τ. και απέρρεε από το από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η ενάγουσα μπορούσε να αξιώσει την καταβολή σε αυτή ποσού 1.000.000 ευρώ από το ποσό του επιτευχθέντος συμβιβασμού της εταιρείας Β.Β.Τ. με το Ιρακινό Δημόσιο, επέφεραν βλάβη στην περιουσία της ενάγουσας, με την εν γνώσει, μεταξύ άλλων, αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων, η οποία συνίσταται στην παράλειψη ανακοινώσεως των αληθών γεγονότων από αυτούς που ήταν υπόχρεοι να ανακοινώσουν, στο πλαίσιο της συμβάσεως συνεργασίας, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον, οι εναγόμενοι, με τον ίδιο δόλο και σκοπό, πέτυχαν δια θετικών ενεργειών να παραπλανήσουν την ενάγουσα, πείθοντας αυτή να απόσχει αφενός της αμφισβήτησης της καταγγελίας του από 14-11-2007 συμφωνητικού συνεργασίας και αφετέρου της διεκδίκησης εγγυήσεων καταβολής του ποσού που επρόκειτο να επιδικασθεί με τη διαιτητική απόφαση, ισχυριζόμενοι ότι θα καταβάλουν το ποσό αυτό και επικαλούμενοι τη φερεγγυότητα του πρώτου εναγόμενου, ενώ τούτο δεν ήταν αληθές, εφόσον σκοπός αμφοτέρων ήταν η αποφυγή πληρωμής οιουδήποτε ποσού προς την ενάγουσα. Ειδικότερα, η Β.Β.Τ., στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων που απέρρεαν εκ της συμβάσεως συνεργασίας, της καταρτισθείσης μεταξύ της ιδίας και της ενάγουσας, όφειλε καταρχήν, προτού προχωρήσει στο συμβιβασμό μετά του Ιρακινού Δημοσίου ή του Συμβουλίου Σίτου του Ιράκ, να έχει προηγουμένως συζητήσει τις προσφορές με την ενάγουσα, καθώς και να ανακοινώσει την επίτευξη αυτού και το περιεχόμενό του στην τελευταία δια του αλληλοασφαλιστικού οργανισμού της, μετά του οποίου τα συμφέροντά της ταυτίζονται, ώστε να διασφαλισθεί το οικονομικό συμφέρον της ενάγουσας, για το οποίο άλλωστε καταρτίσθηκε η εν λόγω συμφωνία. Αντ’ αυτού, οι εναγόμενοι που πέτυχαν έναν οικονομικώς συμφέροντα συμβιβασμό, καλύτερο του προσδοκώμενου κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, ενεργούντες υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους, επιδίωξαν με την καταγγελία της ως άνω συμβάσεως αφενός μεν την αποδέσμευσή τους εξ αυτής, καθόσον έπρεπε βάσει αυτής να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, αφετέρου την επαναδιαπραγμάτευση σε μηδενική βάση των απαιτήσεων της ενάγουσας, υπό το πρίσμα του επιτευχθέντος στις 20-5-2008 συμβιβασμού, τον οποίο σκοπίμως απέκρυψαν από την ενάγουσα, διατηρώντας την ηθελημένη πλάνη που είχαν προκαλέσει σε αυτή, ότι δηλαδή το Ιρακινό Δημόσιο θα συμβιβαζόταν μόνον όταν η απαίτηση των διαδίκων θα είχε περιορισθεί σε ένα ουσιωδώς μικρότερο ποσό του διεκδικούμενου από αυτήν, προκειμένου να την πείσουν να συναινέσει στην καταβολή του μικρότερου δυνατού ποσού, με πρόθεση βλάβης της περιουσίας της και κατά τρόπο αντίθετο στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών. Με τον τρόπο αυτό, οι εναγόμενοι, με σκοπό την αποφυγή της τήρησης των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει με το από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό και της καταβολής οιουδήποτε ποσού εκ της ανωτέρω αιτίας, αποσιωπώντας τον επιτευχθέντα συμβιβασμό μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και του Ιρακινού Δημοσίου, μεθόδευσαν δολίως την καταγγελία στις 22-5-2008 του ανωτέρω από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, δηλώνοντας απατηλώς στην ενάγουσα ότι από τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του Ιράκ προέκυψε ότι οι τελευταίοι δεν είχαν την πρόθεση να καλύψουν ζημίες τρίτων και δη της ενάγουσας. Επίσης, οι εναγόμενοι, με τον ίδιο σκοπό αποφυγής τήρησης των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει με το από 14-11-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό και καταβολής οιουδήποτε ποσού εκ της ανωτέρω αιτίας, με παρελκυστικό τρόπο, συνέχισαν να διατηρούν την πλάνη αυτή στην ενάγουσα και μετά την καταγγελία του ανωτέρω συμφωνητικού, αλλά και μετά την είσπραξη από την εταιρεία Β.Β.Τ. του ποσού των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, συνέχισαν δε να επιδεικνύουν την ίδια απατηλή συμπεριφορά μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2009, οπότε η ενάγουσα, η οποία στο μεταξύ δεν είχε προβεί σε εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης κατά της εταιρείας Β.Β.Τ., πληροφορήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της στο Λονδίνο, ότι η ως άνω εταιρεία, σε αγωγή που είχε εγείρει κατά του Υπουργείου Εμπορίου του Ιράκ, την 9η Νοεμβρίου 2007, δυνάμει της οποίας είχε δεσμεύσει με κατάσχεση σύμφωνα με τον κανόνα Β στη Νέα Υόρκη, περιουσία των Ιρακινών, ποσού 8 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠA, διεκδικούσε αποζημίωση από τους εκπροσώπους του Ιράκ και για την απαίτηση που η ενάγουσα είχε εισάγει κατά της εταιρείας Β.Β.Τ. στη διαιτησία, ότι ακολούθως τα μέρη, ήτοι η ως άνω εταιρεία και οι εκπρόσωποι του Ιράκ κατέληξαν σε συμφωνία το Μάιο του 2008, ενώ τα χρηματικά ποσά που είχε κατάσχει η ως άνω εταιρεία αποδεσμεύτηκαν τον Ιούλιο του 2008, οπότε και έληξε η υπόθεση. Ο λόγος, για τον οποίο οι εναγόμενοι συνέχισαν να διατηρούν την ως άνω πεπλανημένη πεποίθηση στην ενάγουσα, ότι δηλαδή δεν είχε επέλθει συμβιβασμός μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και του Ιρακινού Δημοσίου, ανάγεται στη δόλια πρόθεσή τους να αποτρέψουν την ενάγουσα από την προσβολή και εν γένει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της εκ μέρους τους από 22-5-2008 καταγγελίας του ως άνω συμφωνητικού και να την πείσουν να αποδεχθεί εντέλει το μικρότερο δυνατό ποσό, προς εξόφληση της απαίτησης που είχε κατά της εταιρείας Β.Β.Τ., συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο δεύτερος εναγόμενος. Επιπλέον, οι εναγόμενοι, με σκοπό τη φαλκίδευση των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας, μέσω της αποφυγής καταβολής οιουδήποτε ποσού εκ της ανωτέρω αιτίας, έχοντας ήδη λάβει το προϊόν του επιτευχθέντος συμβιβασμού, ύψους 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, κατά την επανέναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, ενέμειναν στην άρνησή τους προς παροχή των εγγυήσεων που ζητήθηκαν από την ενάγουσα για την καταβολή του ποσού που επρόκειτο να επιδικασθεί από τη διαιτητική απόφαση, επικαλούμενοι ψευδώς ότι ο πρώτος εναγόμενος θα κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό, ενώ το αληθές ήταν ότι ο τελευταίος, παρά το γεγονός ότι τύγχανε οικονομικώς φερέγγυο άτομο με σημαντική περιουσία, ουδέποτε επιθυμούσε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα. Προς τούτο, κατέστησε αφερέγγυα την εταιρεία Β.Β.Τ., η οποία τουλάχιστον κατά το θέρος του 2008 διέθετε περιουσιακά στοιχεία, τουλάχιστον 5.000.000 δολαρίων, προελθόντα από την καταβολή του ποσού του συμβιβασμού. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών είναι σαφείς τόσο η κατάθεση του μάρτυρος … ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου όσο και οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των Η. Α. και …, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, εφόσον στηρίζονται σε άμεση και προσωπική αντίληψη, ενώ δεν αναιρούνται από άλλα στοιχεία και δη από τις προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους ένορκες βεβαιώσεις των … καθόσον κανένας από αυτούς δεν δίνει καμία πειστική εξήγηση για τον ισχυρισμό των εναγόμενων, ότι δηλαδή, παρόλο που το Μάιο του 2008 (χρόνος καταγγελίας του από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού) δεν διαφαινόταν καμία πιθανότητα επίτευξης συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και Ιρακινού Δημοσίου, χωρίς την προηγούμενη εκκαθάριση της απαίτησης της εταιρείας Β.Β.Τ., όπως άλλωστε δήλωσαν οι εναγόμενοι προς τους εκπροσώπους της ενάγουσας, όλως αιφνιδίως τον Ιούλιο του 2008 όχι μόνον επήλθε ο συμβιβασμός, αλλά καταβλήθηκε κιόλας το ποσό των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ στην εταιρεία Β.Β.Τ., παρόλο που κατά το χρόνο αυτό δεν είχε γίνει ακόμη η εκκαθάριση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός που έλαβε χώρα πολύ αργότερα, με την έκδοση της από 29-09-2009 ως άνω διαιτητικής απόφασης. Εξάλλου, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά επιρρωνύονται από τα από 1/6/2008, 9/6/2008, 13/6/2008, 13/6/2008, 1/7/2008, 2/7/2008, 6/7/2008, 8/7/2008, 10/7/2008 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των δικηγόρων των εναγόμενων, από τα οποία προκύπτουν οι φθίνουσες προσφορές της εταιρείας Β.Β.Τ. προς την ενάγουσα, αλλά και η συνάρτηση της εξόφλησης των απαιτήσεών της από το χρόνο λήψης των χρημάτων από την εξόφληση της απαίτησης της εταιρείας Β.Β.Τ. που περιελάμβανε και την απαίτηση της ενάγουσας. Επισημαίνεται ότι οι σχετικές προσφορές γίνονταν σε  χρόνο, κατά τον οποίο είχε ήδη επέλθει από το Μάιο 2008 η συμφωνία με τους εκπροσώπους του Ιρακινού Δημοσίου και συγκεκριμένα, αφού είχε ήδη λάβει χώρα η συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, πολύ περισσότερο δε μετά την από 22-5-2008 καταγγελία του από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, από τα παραπάνω δε συνάγεται ότι οι εν λόγω προσφορές γίνονταν μόνο κατά φαινόμενο, ήτοι δόλια και απατηλά και με σκοπό να επιτύχουν οι εναγόμενοι να εισπράξουν το ποσό που είχαν ήδη συμφωνήσει με τους εκπροσώπους του Ιρακινού Δημοσίου, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε σχετική παρέμβαση ή διεκδίκηση από την πλευρά της ενάγουσας, με την κατάσχεση της ήδη εξασφαλισθείσας απαίτησης της Β.Β.Τ. κατά των Ιρακινών, προς εξασφάλιση της δικής της απαίτησης. Αντίστοιχα, τα ίδια συμπεράσματα σχετικά με την απατηλή συμπεριφορά των εναγόμενων συνάγονται και από α) το από 23/5/2008 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλη από το UK Defense Club στην ενάγουσα, με το οποίο της έκανε γνωστό ότι οι δικηγόροι της Β.Β.Τ. ενημέρωσαν το Club ότι υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες συμβιβασμού με τους Ιρακινούς, πλην όμως, θα ήταν ευκολότερο στους Ιρακινούς να προχωρήσουν σε συμβιβασμό, εφόσον θα συμβιβαζόταν η απαίτηση της ενάγουσας με την Β.Β.Τ. και ζητούσαν την συνεργασία της προς αυτή την κατεύθυνση και β) το από 29/5/2008 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο οι Άγγλοι δικηγόροι, κατ’ εντολή των εναγομένων, δήλωναν απατηλά και ψευδά ότι οι Ιρακινοί ήταν διατεθειμένοι να συμβιβασθούν με ουσιωδώς μικρότερα ποσά των προταθέντων, με την προϋπόθεση ότι η απαίτηση της ενάγουσας θα έχει αποκρυσταλλωθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι συνέπεια της ως άνω απατηλής και εντεύθεν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων ήταν να υποστεί η ενάγουσα ζημία ύψους 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί στο υπόλοιπο, που απομένει μετά την αφαίρεση του ποσού των 530.917,34 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο επιδικάσθηκε εντέλει στην ενάγουσα με την ως άνω διαιτητική απόφαση, από το ποσό του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε η ενάγουσα περί το τέλος του Ιουλίου του 2008 (ήτοι, μετά την είσπραξη του ποσού των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ από την εταιρεία Β.Β.Τ.), εάν δεν μεσολαβούσε η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, αφενός με την απατηλή απόκρυψη του προαναφερόμενου επιτευχθέντος συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας Β.Β.Τ. και του Ιρακινού Δημοσίου και της βάσει αυτού είσπραξη του ποσού των 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ από την εταιρεία Β.Β.Τ. και αφετέρου με την καταγγελία του από 14-11-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, εξαιτίας της οποίας (αδικοπρακτικής συμπεριφοράς) ματαιώθηκε η είσπραξη του ποσού του 1.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ από την ενάγουσα, το οποίο αντιστοιχεί στο 20% που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως καταβλητέο στην ενάγουσα, κατά τα προαναφερθέντα, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας. Προς αποκατάσταση της ζημίας αυτής, ποσού 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ, δολαρίων ΗΠΑ, υπόχρεοι τυγχάνουν αμφότεροι οι εναγόμενοι, καθόσον η ζημία αυτή συνδέεται αιτιωδώς προς την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων φυσικών προσώπων λόγω των προαναφερόμενων ιδιοτήτων τους, στο πλαίσιο των οποίων προέβησαν στις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων επήλθε η προαναφερόμενη περιουσιακή ζημία της ενάγουσας. Περαιτέρω, η επικουρικά προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’ αρ. 957/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη για τους εξής λόγους: Επί της από 22-09-2010 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής της (και εδώ ενάγουσας) «….» κατά των (και εδώ εναγόμενων) Γ. Λ. και Ν. Β.  και της εταιρείας με την επωνυμία «…» (Β.Β.Τ.), εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5510/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως άνω εταιρεία και έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους λοιπούς (και εδώ) εναγόμενους και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή τους να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 302.463,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 23-10-2009 και το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Εν συνεχεία, κατόπιν των αντίθετων εφέσεων που ασκήθηκαν από τους διαδίκους της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 957/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 31-1-2012 έφεση των Γ. Λ. και Ν. Β., ενώ απορρίφθηκε η από 24-1-2012 έφεση της εταιρείας «….» ως προς την εφεσίβλητη – εναγόμενη εταιρεία (Β.Β.Τ.) και έγινε δεκτή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων – εναγόμενων, εξαφανίσθηκε εν μέρει η υπ’ αρ. 5510/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αφορά και στρέφεται κατά των ως άνω εναγόμενων Γ. Λ. και Ν. Β., έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους αυτούς η ως άνω αγωγή και αναγνωρίσθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων οφείλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 437.274,27 ευρώ, νομιμοτόκως για το μεν ποσό των 397.274,27 ευρώ από 23-10-2009, για το δε ποσό των 40.000 ευρώ από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, σημειωτέον δε ότι κατά της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου Πειραιώς έχει ασκηθεί η από 31-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης 83/2014 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου, με ορισθείσα δικάσιμο την 11-05-2015. Από την επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου της ως άνω από 22-09-2010 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή του ανωτέρω ποσού που επιδικάσθηκε με την ως άνω διαιτητική απόφαση, σε συνδυασμό με το σκεπτικό και το διατακτικό της υπ’ αρ. 5510/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) και της υπ’ αρ. 957/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), προκύπτει ότι με την προηγούμενη αγωγή ζητήθηκε από την ενάγουσα και επιδικάσθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις μέρος μόνο της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας που επήλθε από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εδώ εναγόμενων και συγκεκριμένα, η θετική ζημία, που υπέστη η ενάγουσα από τη μη καταβολή των επιδικασθέντων με τη διαιτητική απόφαση ποσών, ύψους 530.917,34 δολαρίων Η.Π.Α., ενόψει της αδυναμίας της ενάγουσας να λάβει το ανωτέρω ποσό, αλλά και να προβεί σε εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, ενόψει της δόλιας αποφυγής καταβολής από τους εναγόμενους οιουδήποτε ποσού εκ του ήδη ληφθέντος από την εταιρεία Β.Β.Τ. προϊόντος του επιτευχθέντος συμβιβασμού, ύψους 5.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, κατά την επανέναρξη της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά και εξαιτίας της προαναφερόμενης άρνησης των εναγόμενων προς παροχή των εγγυήσεων που ζητήθηκαν από την ενάγουσα για την καταβολή του ποσού που επρόκειτο να επιδικασθεί από τη διαιτητική απόφαση και της δόλιας παροχής ψευδών βεβαιώσεων ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι φερέγγυος και θα καλύψει τις σχετικές οφειλές και ακολούθως, της δόλιας αποξένωσης της εταιρείας Β.Β.Τ. από περιουσιακά στοιχεία, ενέργειες που έγιναν από τους εναγόμενους με σκοπό τη φαλκίδευση των οικονομικών συμφερόντων της ενάγουσας, πράγμα που άλλωστε αποδέχονται και οι εναγόμενοι με την προσθήκη των προτάσεων τους αναφορικά με τον πυρήνα της ιστορικής βάσης της ως άνω προγενέστερης αγωγής της ενάγουσας (σελ. 4-5 αυτής). Εντούτοις, με την ένδικη αγωγή ζητείται η επιδίκαση της αποθετικής ζημίας της ενάγουσας, που αντιστοιχεί στο ποσό των 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο συνίσταται στο ποσό που απομένει, μετά την αφαίρεση του ήδη επιδικασθέντος με την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ποσού των 530.917,34 ευρώ (ισόποσου του επιδικασθέντος με την ως άνω διαιτητική απόφαση), μέχρι της συμπληρώσεως του ποσού του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που θα αποκόμιζε η ενάγουσα μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήτοι, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων με τη δόλια από 22-5-2008 καταγγελία του ανωτέρω από 14-11-2007 συμφωνητικού συνεργασίας που είχε καταρτισθεί μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας Β.Β.Τ., έχοντας προηγουμένως απατηλά αποκρύψει τον επιτευχθέντα στις 20-5-2008 συμβιβασμό με μεταξύ της Β.Β.Τ. και του Ιρακινού Δημοσίου, γεγονός που συνέβαλε αιτιωδώς στη μη αμφισβήτηση της προαναφερόμενης καταγγελίας εκ μέρους της ενάγουσας και τη μη έγκαιρη διασφάλιση της ένδικης απαίτησης της σε σχέση με τη μέχρι τότε επαρκώς εξασφαλισμένη αντίστοιχη απαίτηση της Β.Β.Τ. έναντι του Ιρακινού Δημοσίου και εντεύθεν στη συνακόλουθη απώλεια της δυνατότητάς της να αξιώσει από την εταιρεία Β.Β.Τ. την καταβολή του ποσού του 1.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν με το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ποσοστό του 20% του ποσού του επιτευχθέντος συμβιβασμού. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, παρά την ύπαρξη ταυτότητας των διαδίκων και την ύπαρξη ορισμένων κοινών στοιχείων αναφορικά με την ιστορική και νομική αιτία των δύο αγωγών, δεν υπάρχει πλήρης ταύτιση του αντικειμένου των δύο δικών, καθόσον από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι με την προγενέστερη αγωγή είχε καταχθεί σε δίκη μέρος μόνο της εξ αδικοπραξίας απαιτήσεως της ενάγουσας, ήτοι αφενός της θετικής ζημίας της ισόποσης με το επιδικασθέν αλλά μη καταβληθέν με την ανωτέρω διαιτητική απόφαση ποσό των 530.917,34 ευρώ και αφετέρου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 40.000 ευρώ, τα οποία και επιδικάστηκαν με την υπ’ αρ. 957/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και συνεπώς, δεδικασμένο μπορεί να δημιουργηθεί μόνον ως προς το μέρος αυτό της απαίτησης της ενάγουσας, αφού το επιπλέον δεν είχε “προβληθεί” με αγωγή, κατά τη διατύπωση του άρθρου 322 παρ. 1 του ΚΠολΔ και συνεπώς, το Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε τούτου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ. 1γ, 322 παρ. 1, 324 και 331 του ΚΠολΔ, στην περίπτωση αυτή, μπορεί ο δικαιούχος να ζητήσει μεταγενεστέρως έννομη προστασία για το υπόλοιπο της ίδιας απαιτήσεως, ασκώντας νέα αγωγή, χωρίς να αποκρούεται από το δεδικασμένο (βλ. σχ. ΟλΑΠ 1/2005, 14/2002, 20/2002, ΑΠ 1623/2012, ΑΠ 1312/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το ποσό των 298.797,80 ευρώ, ως το ισόποσο των 469.082,66 δολαρίων ΗΠΑ σύμφωνα με την κατά την 1-8-2009 ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ – ευρώ της Τράπεζας της Ελλάδος, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ωστόσο, η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης στην ενάγουσα, ούτε άλλωστε κρίνεται αναγκαίο να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγόμενων, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης μετά την τελεσιδικία αυτής (άρθρο 1049 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων, κατά το μέρος της ήττας τους (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το ποσό των διακοσίων ενενήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα λεπτών του ευρώ (298.797,80 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων (11.600) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, την 1η Απριλίου 2016.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Απριλίου 2016.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ