ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 3110 /2015
Αριθμός κατάθεσης κλήσης …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Γ. Κ. του Κ., κατοίκου Ε. Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ειρήνης Δουκακάρου.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον Δ. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, της οποίας εμφανίστηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος Δ. του Ανδρέα και δήλωσε ότι διορίζει πληρεξούσιο δικηγόρο τον Γεώργιο Σάμπαλο, μετά του οποίου παρίσταται, 2) της εταιρείας L. P. με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις Η.Π.Α., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14-12-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 11-4-2013, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5699/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (Τακτική Διαδικασία), με την οποία το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ναυτικό Τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Εν συνεχεία, με την από 14-1-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση του ενάγοντος, η ως άνω αγωγή προσδιορίστηκε, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των ως άνω παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Με την από την από 14-1-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 14-12-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 5699/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 46 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1, 2, 3Α και 3Β περ. α΄, 5(α) του ν. 2172/1993).
(Β) 1. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294§1, 295§1, 297 και 299 ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή και επί των ενδίκων μέσων, συνάγεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, μπορεί να γίνει από τον ενάγοντα με δήλωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και χωρίς συναίνεση του εναγομένου, πριν ο τελευταίος εισέλθει στη συζήτηση επί της ουσίας της υποθέσεως. Η παραίτηση αυτή από το δικόγραφο της αγωγής έχει σαν αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται σαν να μην ασκήθηκε. Η δήλωση, όμως, του παρισταμένου στο ακροατήριο ενάγοντος κατά τη συζήτηση της αγωγής του, κατά την οποία η υπό κρίση αγωγή (ή και η έφεση ή αναίρεση) “δεν εισάγεται” ως προς κάποιον από τους εναγομένους, δεν ισοδυναμεί προς παραίτηση, αλλά η έννοιά της είναι ότι δεν φέρεται προς συζήτηση η αγωγή και έτσι δεν αποκλείεται η προς τούτο επανεισαγωγή της σε νέα δικάσιμο. Σε περίπτωση τέτοιας δηλώσεως, δεν ερευνάται από το Δικαστήριο αν η αγωγή είναι βάσιμη ως προς εκείνον που αφορά η δήλωση, εάν δε ο τελευταίος είναι απών, η συζήτηση κηρύσσεται ως προς αυτόν ματαιωμένη (ΑΠ 673/2013, ΑΠ 610/2011, ΑΠ 148/2011, ΑΠ 1080/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 2. Εν προκειμένω, κατά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, ο ενάγων, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, δήλωσε ότι δεν εισάγει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η δήλωση αυτή δεν ισοδυναμεί με παραίτηση από το δικόγραφο ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, αλλά η έννοια αυτής είναι ότι δεν φέρεται προς συζήτηση η αγωγή και εφόσον αυτή δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η συζήτηση κηρύσσεται ως προς αυτή ματαιωμένη. (Γ) Κατά το άρθρο 383 ΑΚ, αν ένας από τους συμβαλλόμενους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή, κατά δε το άρθρο 385 του ιδίου κώδικα, δεν απαιτείται να ταχθεί προθεσμία στον υπερήμερο οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής: 1) Αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο και 2) αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, 1) εκ μόνου του γεγονότος ότι ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος ως προς την παροχή που οφείλει, δεν αλλοιώνεται η μεταξύ αυτού και του δανειστή υφισταμένη ενοχική σχέση, αλλά αυτός και μετά την υπερημερία του εξακολουθεί να είναι υπόχρεος σε εκπλήρωση της παροχής και 2) ότι ο δανειστής εκ μόνης της υπερημερίας του οφειλέτη δεν αποκτά χωρίς άλλο δικαίωμα αποζημίωσης ή υπαναχώρησης από τη σύμβαση, παρά μόνον υπό τους όρους του άρθρου 383 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 401 ΑΚ, αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικά σε ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο δανειστής έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει για μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται ρητή συμφωνία ακριβόχρονης εκτέλεσης της παροχής (ΑΠ 67/1998 ΝοΒ 47.403). Η παραπάνω διάταξη ρυθμίζει την καλούμενη σύμβαση ακριβόχρονης εκτελέσεως, η οποία διακρίνεται σε απόλυτη, όταν η παροχή, ως εκ της φύσεως της, δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί σε χρόνο διαφορετικό του συμφωνηθέντος, όποτε εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αδυναμίας παροχής (άρθρα 380 επ. ΑΚ), και σε σχετική, όταν συμφωνείται η εκπλήρωση εντός αποκλειστικά προσδιοριζόμενου χρόνου, είναι όμως φυσικώς δυνατή η εκπλήρωση της και μεταγενεστέρως και ενδεχομένως επωφελής για το δανειστή η εκπλήρωση αυτή, όποτε εφαρμόζεται το άρθρο 401 του ΑΚ. Ο χρόνος εκπλήρωσης της παροχής είναι ουσιώδης όρος της σύμβασης, εφόσον αυτό έχει συμφωνηθεί. Η περί ακριβόχρονης εκτελέσεως συμφωνία συνίσταται η στη σύμβαση εκφρασθείσα βούληση των μερών, όπως ο χρόνος της παροχής αποτελέσει ουσιώδες στοιχείο αυτής και μάλιστα ότι η παροχή πρέπει να γίνει εντός της συμφωνημένης προθεσμίας ή κατά το συμφωνηθέντα χρόνο. Όταν επέλθει η υπαναχώρηση, η σύμβαση διαλύεται ex tunc, οι δε συμβαλλόμενοι υποχρεώνονται να αποδώσουν τις ληφθείσες παροχές κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΕφΘεσ 588/1983 Αρμ 38.199). Τέτοια συμφωνία περικλείουν οι διατυπούμενες στη σύμβαση ρήτρες, όπως «η παροχή πρέπει να εκτελεστεί ακριβώς» ή «αποκλειστικώς» ή «μόνον» ή «το αργότερο μέχρις ορισμένης προθεσμίας». Η υπό των μερών δε πρόσδοση στη σύμβαση χαρακτήρα ακριβόχρονης εκτελέσεως έχει, σε περίπτωσης αμφιβολίας, την έννοια ότι ο δανειστής επιφύλαξε, για την περίπτωση καθυστερήσεως από τον οφειλέτη εκπληρώσεως της παροχής, δικαίωμα συμβατικής υπαναχωρήσεως, περαιτέρω δε ότι ο δανειστής χάνει την αξίωση προς εκπλήρωση της παροχής, αντιστοίχως δε ο οφειλέτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς εκπλήρωση της παροχής, εκτός εάν ο δανειστής ανακοινώσει στον οφειλέτη αμέσως, μετά την πάροδο του χρόνου της παροχής, ότι εμμένει στην εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 1369/2007 ΔΕΕ 2008/223, ΑΠ 67/1998 ΝοΒ 1999.403, ΑΠ 866/1997, ΕφΑθ 534/2011 ΕλλΔνη 2013/487, ΕφΔωδ 8/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 9334/1984 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπαλής “ΕνοχΔ” § 98 αρ. 3, Γαζής ΕρμΑΚ, άρθρο 401 αρ. 20, Παπανικολάου σε Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Γεωργιάδη/Σταθοπούλου, κάτω από το άρθρο 401, αριθ. 1, 2, 3, 4, 10, 12, 24). Για την εφαρμογή της προκειμένης διατάξεως δεν απαιτείται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της υπερημερίας του οφειλέτη, αφού ρητώς ορίζεται ότι το προς υπαναχώρηση δικαίωμα του δανειστή γεννιέται από μόνη την καθυστέρηση, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του οφειλέτη. Δεν παρέχεται πάντως το δικαίωμα υπαναχωρήσεως στο δανειστή, αν η καθυστέρηση οφείλεται σε πταίσμα αυτού του ίδιου ή των προσώπων, για τη συμπεριφορά των οποίων ευθύνεται αυτός, κατά τα άρθρα 330 και 334 ΑΚ (ΑΠ 1410/2013 ΧΡΙΔ 2014/190). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί συμβατικής και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 911 ΑΚ, προκύπτει ότι αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι ότι η σύμβαση καταργείται αναδρομικά (ex tunc), αποσβέννυται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finite και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 905/2011, ΑΠ 233/2006, ΑΠ 981/1997 ΕλλΔνη 39.128, ΕφΘεσ 1374/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5183/2001 ΕλλΔνη 43.246).
(Δ) 1. Με την ένδικη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης ακριβόχρονης εκτέλεσης, που κατάρτισε με την πρώτη εναγομένη τον Απρίλιο του 2005, συμφώνησαν να του πωλήσει και να του παραδώσει η τελευταία το στην αγωγή περιγραφόμενο πλοίο (σκάφος αναψυχής), ναυπήγησης της δεύτερης εναγομένης, αντί τιμήματος ποσού 125.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι με βάση τους όρους της σύμβασης, το σκάφος έπρεπε να παραδοθεί το αργότερο μέχρι την 15-7-2005, σε αξιόπλοη κατάσταση σε μαρίνα της Αττικής, μαζί με τις εξωλέμβιες μηχανές του και όλα τα συστατικά και παραρτήματά του, διότι ο ενάγων είχε καταστήσει σαφές στον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης ότι η αγορά γινόταν με αποκλειστικό σκοπό να το χρησιμοποιήσει για την αναψυχή του κατά τις προγραμματισμένες θερινές διακοπές του από τα μέσα Ιουλίου 2005 μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 2005 και συνεπώς, δεν ενδιαφερόταν να επενδύσει στην αγορά σκάφους για το επόμενο έτος (θέρος του 2006), για τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή λόγους. Ότι αφού έλαβε τη διαβεβαίωση του εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης σχετικά με την εμπρόθεσμη παράδοση του σκάφους, κατέβαλε στις 20-4-2005 το ποσό των 15.000 ευρώ ως προκαταβολή σε υποδειχθέντα τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην Τράπεζα … και στη συνέχεια, κατέβαλε την 1-6-2005, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 30.000 δολαρίων ΗΠΑ σε υποδειχθέντα από αυτή τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης στην Τράπεζα ASMOUTH BANK. Ότι μολονότι αυτός τήρησε τις συμβατικές υποχρεώσεις του, η πρώτη εναγόμενη δεν του παρέδωσε το πωληθέν σκάφος εντός της ορισθείσας προθεσμίας, αλλά του το παρέδωσε στα μέσα Αυγούστου του 2005, χωρίς καθόλου μηχανές, με το πρόσχημα ότι υπήρχε έλλειψη μηχανών στην Αμερική και ότι σε περίπτωση προμήθειας και εγκατάστασής τους, αυτός (ενάγων) θα επιβαρυνόταν με το επιπλέον ποσό των 10.000 ευρώ. Ότι ενόψει της υπαίτιας παραβίασης των ανωτέρω συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, αυτός (ενάγων) υπαναχώρησε από την καταρτισθείσα σύμβαση περί τα μέσα Αυγούστου του 2005, καθόσον δεν είχε πλέον συμφέρον στην εκτέλεσή της και ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των ως άνω διαδίκων η σταδιακή επιστροφή του ως άνω καταβληθέντος μέρους του τιμήματος μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 2005, προς διευκόλυνση της πρώτης εναγομένης. Ότι αν και η πρώτη εναγομένη του επέστρεψε την προκαταβολή των 15.000 ευρώ, που είχε λάβει η ίδια, εντούτοις, δεν του κατέβαλε το ποσό των 30.000 δολαρίων που είχε καταβάλει στην δεύτερη εναγόμενη, καθ’ υπόδειξη της πρώτης εναγομένης, παρά τις διαρκείς οχλήσεις του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής του ανωτέρω ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 1-6-2005 (ημερομηνία καταβολής του από τον ίδιο), άλλως από την 1-11-2005 (συμφωνηθείσα ημερομηνία επιστροφής του), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθεί η πρώτη εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
- Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 3Β περ α. του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, με τη σημείωση ότι το παρόν Δικαστήριο καθίσταται αποκλειστικώς κατά τόπον αρμόδιο για ολόκληρο το Νομό Αττικής), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 215 επ. ΚΠολΔ). Η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 341, 346, 389, 401, 513 επ., 904, 908, 910, 912 ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 907, 908, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, με τη σημείωση ότι το αίτημα περί πληρωμής ισάξιου σε ευρώ καταβληθέντος ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής, είναι νόμιμο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ) και 1 ν. 2842/2000 (βλ. σχ. ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997/1036, ΟλΑΠ 15-16/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 9/1995 ΕλλΔνη 1995/1520, ΑΠ 1203/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1770/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006 ΝοΒ 2007/848, ΑΠ 628/2006 και ΑΠ 698/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 176/2010 ΠΕΙΡΝΟΜ 2010/170, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008/341, ΕφΑθ 773/1999 ΕλλΔνη 38/1036). Εντούτοις, το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας από την 1-6-2005 (ημερομηνία καταβολής του αιτούμενου ποσού από τον ενάγοντα) είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, νόμιμος τόκος οφείλεται από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, η ερειδόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως και μπορεί να ασκηθεί, μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και δεν συγχωρείται έστω και επικουρικώς (δικονομικά) ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 104/2003 ΔΕΕ 2004/460), εν προκειμένω δε η κύρια βάση της αγωγής εδράζεται στην ασκηθείσα από τον ενάγοντα υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης ακριβόχρονης εκτέλεσης με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες, μετά την υπαναχώρηση και τη διάλυση της σύμβασης ex tunc, ούτως ή άλλως οι συμβαλλόμενοι υποχρεώνονται να αποδώσουν τις ληφθείσες παροχές κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Μετά ταύτα, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. τα υπ’ αριθ. ΣΕΙΡΑ Α΄ 154580, 303275, 242287, 362665 παράβολα αγωγόσημου – δικαστικού ενσήμου με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα).
(Ε) Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του εναγόμενου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθόσον πρώτη συζήτηση, κατά την έννοια των άρθρων 46 και 281 ΚΠολΔ, είναι εκείνη που γίνεται στο παρόν αρμόδιο Δικαστήριο και όχι εκείνη που έγινε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο, από το οποίο έγινε η παραπομπή στο αρμόδιο (βλ. ΕφΠατρ 539/2007 ΑΧΑΝΟΜ 2008/388, ΕφΑθ 4322/1995 ΔΙΚΗ 1996/1186, ΕφΘεσ 1022/1992 Αρμ 1992.710, ΕφΑθ 990/1978 ΕλλΔνη 1978/277, ΕφΔωδ 9/1971 Αρμ 25.354, ΕφΑθ 558/1969 ΕλλΔνη 10.228, ΕφΑθ 822/1966 ΝοΒ 14.1050, ΜΠρΘεσ 4482/1998 Αρμ 1998.934), από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του εναγόμενου και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που περιλαμβάνονται στα υπ` αρ. 5699/2013 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 619/1979 ΝοΒ 27.1620, ΜΠρΘεσ 13602/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης «Ερμηνεία ΚΠολΔ» τ. Β΄ 1994, άρθρο 336 αρ. 27 και 65 σελ. 578-579 και 585, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 436 επ. ΚΠολΔ) είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336, 395 ΚΠολΔ), εφόσον επιτράπηκε η εμμάρτυρη απόδειξη, από την υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση του Π. Κ. του Κ., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος εξ αφορμής άλλης πολιτικής δίκης, οπότε νομίμως λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΛαρ 326/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2011/546), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αρ. … συμβολαιογραφικού εγγράφου σύστασης και καταστατικού εταιρείας περιορισμένης ευθύνης της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κωνσταντίνου Νάκου, ακριβές αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό …, συστάθηκε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», με έδρα τον Δ. Αττικής, διάρκεια 30 έτη και αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή – εξαγωγή και εμπορία σκαφών αναψυχής και μηχανών και ανταλλακτικών σκαφών αναψυχής, την αντιπροσώπευση και εκπροσώπηση σχετικών καθώς και τις επισκευές και τη συντήρηση σκαφών αναψυχής και εκπροσώπους – διαχειριστές αυτής αμφότερους τους εταίρους Δ. του Ανδρέα και Π. Γ. Λ. του Κωνσταντίνου (βλ. σχ. το υπ’ αρ. … τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Εν συνεχεία, με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό …, ο εταίρος της πρώτης εναγομένης … πώλησε και μεταβίβασε τη μερίδα συμμετοχής του στον έτερο εταίρο Δ. και εξήλθε από την εταιρεία και από τη συνδιαχείριση αυτής και παρέμεινε μόνος εταίρος και διαχειριστής αυτής ο Δ., στον οποίο περιήλθαν όλα τα εταιρικά μερίδια. Κατόπιν τούτου, η εταιρεία κατέστη μονοπρόσωπη, με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», με την ίδια έδρα, διάρκεια και αντικείμενο δραστηριότητας (βλ. σχ. το υπ’ αρ. … τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.). Ακολούθως, με το με το υπ’ αρ. … συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό …, ο μόνος εταίρος της πρώτης εναγομένης Δ. προέβη στην επέκταση του εταιρικού σκοπού, ώστε να περιλαμβάνει αυτός και τη συντήρηση σκαφών και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Η πρώτη εναγομένη διατηρεί εμπορική συνεργασία με τη δεύτερη εναγομένη αμερικανική κατασκευάστρια σκαφών αναψυχής εταιρεία L. P. με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις Η.Π.Α., της οποίας σκάφη εισάγει και πωλεί στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα σχετικές εκτυπώσεις από την ιστοσελίδα της πρώτης εναγομένης και το περιοδικό σκαφών αναψυχής «Luxury Boat and Suv». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατόπιν διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 2005 μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, εκπροσωπούμενης από τον ως άνω εταίρο και συνδιαχειριστή της Δ., καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης στις 19-4-2005, σύμβαση πώλησης, με βάση την οποία η πρώτη εναγομένη πώλησε στον ενάγοντα, αντί συνολικού τιμήματος 125.000 δολλαρίων ΗΠΑ, ένα ανοιχτού τύπου πλαστικό σκάφος TRITON …CC, μήκους 9,5 μέτρων περίπου, κατασκευής της ως άνω αμερικανικής εταιρείας «….» (δεύτερη εναγομένη), με εγκατεστημένες δίδυμες εξωλέμβιες μηχανές, μάρκας SUZUKI τύπου 250DF και τον κάτωθι λοιπό εξοπλισμό του και ειδικά χαρακτηριστικά (χρώμα γάστρας, μαξιλάρια πλώρης, κάθισμα πίσω, διακόπτης μπαταρίας, μαξιλάρια πιλοτηρίου, μαξιλάρια πλευρικά, κάλυμμα τύπου Τ με κουτί ραδιοφώνου μπλε μαρίν, βάσεις PDF, κάλυμμα κονσόλας, σκάλα με 3 σκαλιά, κάλυμμα κονσόλας, ηλεκτρικός εργάτης, φως χάρτη, επιπλέον δεξαμενή ύδατος, κάλυμμα, ρυμούλκα, άγκυρα, μπαλόνια, σχοινιά, GPS, φορητό VHF). Κατά την κατάρτιση της σύμβασης, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ένα μέρος του τιμήματος, ύψους 15% του συνολικού ποσού, ήταν άμεσα προκαταβλητέο και ότι η παράδοση του σκάφους θα γινόταν τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουνίου του 2005, ενόψει του ότι ο ενάγων επιθυμούσε την παράδοση του σκάφους, μαζί με τις μηχανές του και τον πλήρη εξοπλισμό του, εκτελωνισμένο και αξιόπλοο, το αργότερο μέχρι τις 15-7-2005, διότι επιθυμούσε να το χρησιμοποιήσει κατά τις θερινές διακοπές του έτους 2005 στη Μύκονο. Κατόπιν της ως άνω συμφωνίας των διαδίκων, αμέσως μετά την ημερομηνία κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης, ο ενάγων κατέβαλε στις 21-4-2005 ως προκαταβολή το ποσό των 15.000 ευρώ στον τηρούμενο στην Τράπεζα “…” υπ’ αρ. … τραπεζικό λογαριασμό του ως άνω εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης Δ., όπως προκύπτει από το σχετικό παραστατικό κατάθεσης μετρητών. Ακολούθως, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του Δ., που ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, η οποία έγινε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 30-5-2005, ο ενάγων κατέβαλε την 1-6-2005 το ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ στον τηρούμενο στην Τράπεζα «…» στο Μέμφις – Τέννεσι των ΗΠΑ υπ’ αρ. 1002317350 τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης αμερικανικής εταιρείας L. P. με την επωνυμία «….», ως δεκτικό καταβολής της πρώτης εναγομένης πρόσωπο (άρθρο 417 ΑΚ), ενώ συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο ποσό θα ήταν καταβλητέο με την παράδοση του σκάφους που είχε προγραμματιστεί να γίνει περί τις 15-6-2005 (βλ. σχ. τα από 28-5-2005 και από 30-5-2005 προσκομιζόμενα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την υπ’ αρ. 3494/2008 ένορκη βεβαίωση του Π. Κ. του Κίμωνα). Εντούτοις, η πρώτη εναγομένη – πωλήτρια εταιρεία δεν παρέδωσε το ως άνω σκάφος στον ενάγοντα μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, καθόσον το εν λόγω σκάφος έφτασε καθυστερημένα στην Ελλάδα, ήτοι περί τα τέλη Αυγούστου του 2005 και μάλιστα, χωρίς να είναι εξοπλισμένο με τις προαναφερόμενες μηχανές, που είχε συμφωνηθεί ότι ήταν παραδοτέες μαζί με το σκάφος, στο οποίο έπρεπε να είναι εγκατεστημένες, προκειμένου να μπορεί αυτό να χρησιμοποιηθεί άμεσα από τον ενάγοντα κατά την επικείμενο περίοδο των διακοπών του θέρους 2005. Σε σχετική διαμαρτυρία του ενάγοντος, ο ως άνω εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης Δ. του δήλωσε ότι λόγω της έλλειψης των συγκεκριμένου τύπου μηχανών στην αμερικανική αγορά, προκειμένου να γίνει παραγγελία αυτών από άλλο προμηθευτή, θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με ποσό 40% επιπλέον των τιμών πώλησης που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, μη έχοντας πλέον συμφέρον στην εμμονή εκτέλεσης της σύμβασης εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, στο τέλος Αυγούστου του 2005, υπαναχώρησε προφορικά από την επίδικη σύμβαση πώλησης και ζήτησε την επιστροφή της προκαταβολής του ποσού των 15.000 ευρώ αλλά και του καταβληθέντος ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, δηλώνοντας στον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης ότι δεν μπορεί να περιμένει περισσότερο την παράδοση του σκάφους με τις μηχανές και τον πλήρη εξοπλισμό του, καθόσον επιθυμούσε για την άμεση χρήση αυτού, κατά τα συμφωνηθέντα. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από τη συνδυαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως των από 19-4-2005 και 28-5-2005 μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δ. προς τον ενάγοντα, στα οποία αναγράφεται ότι η αποστολή του σκάφους μπορεί να γίνει τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουνίου, σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση του Π. Κ. του Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι ο ενάγων ήθελε το σκάφος για να το χρησιμοποιήσει στις θερινές διακοπές του έτους 2005, σύμφωνα με τον προορισμό του (σκάφος αναψυχής). Εξάλλου, ακόμη και ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης …, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατέθεσε ότι ο εκπρόσωπός της Δ. γνώριζε και αποδεχόταν ότι ο ενάγων επιθυμούσε να παραλάβει το συγκεκριμένου τύπου σκάφος αναψυχής το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουλίου 2005, διότι επιθυμούσε να το χρησιμοποιήσει στις διακοπές του τον Αύγουστο του 2005. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πώλησης φέρει το χαρακτήρα της ακριβόχρονης εκτέλεσης που προβλέπεται από το άρθρο 401 ΑΚ, στην οποία είχε καταστεί ουσιώδης όρος η παράδοση του σκάφους το αργότερο μέχρι την 15.7.2005, αφού ρητώς οι διάδικοι συμφώνησαν ότι ο χρόνος παράδοσης θα ήταν στα μέσα Ιουνίου του 2005 και πάντως όχι αργότερα από τα μέσα Ιουλίου του 2005 και συνεπώς και η παροχή της πωλήτριας (πρώτης εναγομένης) θα ήταν εκπληρωτέα αποκλειστικά εντός της προθεσμίας αυτής, μη έχοντος του αγοραστή (ενάγοντος) συμφέροντος στην εκπλήρωση της σύμβασης μετά την παρέλευση της ανωτέρω ημεροχρονολογίας. Συνεπώς, εφόσον παρήλθε άπρακτη η ταχθείσα από τους συμβληθέντες διαδίκους (ενάγοντα και πρώτη εναγομένη) αποκλειστική προθεσμία εκπλήρωσης της παροχής, η συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση πώλησης κατέστη ανενεργός, κατόπιν και της κατά τα ανωτέρω ασκηθείσας εκ μέρους του ενάγοντος υπαναχώρησης, υπό την έννοια ότι η πρώτη εναγομένη απαλλάχθηκε από την υποχρέωση παράδοσης του πωληθέντος πράγματος και αντιστοίχως ο ενάγων απαλλάχθηκε από τη βαρύνουσα αυτόν από τη σύμβαση υποχρέωση προς καταβολή του υπολοίπου τιμήματος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η υπαναχώρηση του ενάγοντος από την πώληση του ανωτέρω αναφερόμενου σκάφους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του δικαιώματος σκοπό, ούτε κρίνεται επουσιώδης ο λόγος της επιμονής του ενάγοντος για την παράδοσή του κατά τον ορισθέντα χρόνο, εφόσον επρόκειτο για σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης, που δικαιολογείται από τον προορισμό του πωληθέντος αντικειμένου, ήτοι ενός ανοιχτού τύπου σκάφους αναψυχής, η χρήση του οποίου προορίζεται κυρίως για λόγους αναψυχής, όπως είναι οι θερινές διακοπές, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμου. Από τη συνδυαστική εκτίμηση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι ο ενάγων δεν είχε καμία συναλλακτική επαφή με οποιοδήποτε εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, ήτοι της ως άνω αμερικανικής κατασκευαστικής εταιρείας L. P. με την επωνυμία «….», ούτε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της σύναψης της επίδικης σύμβασης πώλησης ούτε κατά την κατάρτισή της. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω ενισχύεται και από το γεγονός, ότι μετά την υπαναχώρηση του ενάγοντος από την επίδικη σύμβαση πώλησης, ο ως άνω εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης επέστρεψε στον ενάγοντα το προκαταβληθέν ποσό των 15.000 ευρώ τον Οκτώβριο του 2005 και ζήτησε την παροχή προθεσμίας για την επιστροφή του υπολοίπου ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να μπορέσει να πωλήσει το σκάφος σε τρίτο πρόσωπο και από το τίμημα της πώλησης να του επιστρέψει τα χρήματα. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης Δ. πώλησε το σκάφος σε τρίτο πρόσωπο από τη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 2006, πλην όμως, ουδέποτε κατέβαλε στον ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, παρόλο που είχε υποσχεθεί να το πράξει μετά την εξόφληση του τιμήματος πώλησης από τον τρίτο αγοραστή του σκάφους. Εξάλλου, προς την ίδια κατεύθυνση συνηγορεί και το γεγονός, ότι ο ως άνω εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ουδέποτε μέχρι την άσκηση της αγωγής αρνήθηκε να επιστρέψει το ως άνω χρηματικό ποσό στον ενάγοντα, αλλά αντίθετα, ζήτησε πίστωση χρόνου και στη συνέχεια καθυστερούσε συνεχώς την επιστροφή του, προβάλλοντας διάφορα προσχήματα, όπως σαφώς καταθέτει στην ως άνω υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωση ο αδελφός του ενάγοντος Π. Κ., ο οποίος έχει άμεση αντίληψη των γεγονότων, καθόσον γνωρίζει τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης Δ. αλλά και τα περιστατικά κατάρτισης και λύσης της επίδικης σύμβασης. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, σε περίπτωση που ήταν ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, ότι δηλαδή ο ενάγων δεν συμβλήθηκε με την ίδια, αλλά ουσιαστικά συμβλήθηκε με τη δεύτερη εναγομένη αμερικανική εταιρεία, που θα κατασκεύαζε το σκάφος, καθώς και ότι ο ενάγων υπαναχώρησε αδικαιολόγητα και καταχρηστικά από την επίδικη σύμβαση, ο ως άνω εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης Δ. δεν θα επέστρεφε το προκαταβληθέν ποσό των 15.000 ευρώ στον ενάγοντα ούτε θα συμφωνούσε μαζί του για την επιστροφή και του ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε μεταγενέστερο χρόνο. Εξάλλου, από μόνο το γεγονός, ότι ο Δ. δήλωσε στον ενάγοντα ότι θα προωθούσε το προκαταβληθέν στον ίδιο ποσό των 15.000 ευρώ στη δεύτερη εναγομένη, καθώς και από μόνο το γεγονός, ότι το ανωτέρω ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ κατατέθηκε από τον ενάγοντα απευθείας σε λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης, καθ’ υπόδειξη του εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, δεν έπεται ότι η σύμβαση πώλησης του εν λόγω σκάφους καταρτίσθηκε με τη δεύτερη εναγομένη και ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε καμία συμμετοχή σε αυτήν ως συμβαλλόμενο μέρος, καθόσον η κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν κρίνεται πειστική, διότι αυτός αόριστα ανέφερε ότι η ανάμειξη της πρώτης εναγομένης εξαντλήθηκε σε συμβουλευτικό ρόλο σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης, χωρίς όμως να προσδιορίσει με σαφήνεια σε τι ακριβώς συνίστατο ο συμβουλευτικός ρόλος και για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η μεσολάβησή της, πολλώ δε μάλλον εφόσον αυτός (μάρτυρας της πρώτης εναγομένης) παραδέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι αυτή θα λάμβανε μέρος του τιμήματος της αγοραπωλησίας. Επισημαίνεται ότι ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι η πρώτη εναγομένη δεν είναι αντιπρόσωπος της δεύτερης, αλλά απλώς μεσολαβεί ως σύμβουλος σε συμβάσεις πώλησης σκαφών, που ναυπηγούνται από την εταιρεία «….» κατά παραγγελία των αγοραστών (όπως ο ενάγων), χωρίς όμως να συμμετέχει ως συμβαλλόμενη στις οικείες συμβάσεις, πλην όμως, αυτά δεν κρίνονται πειστικά, καθόσον από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως εκτυπώσεις της ιστοσελίδας της πρώτης εναγομένης συνάγεται ότι αυτή προβαίνει απευθείας σε αγοραπωλησίες σκαφών αναψυχής κατασκευής της δεύτερης εναγομένης, πράγμα που ενισχύεται από το ότι, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όταν εισήχθη το σκάφος στην Ελλάδα, ήρθε στο όνομα της πρώτης εναγομένης (και όχι του ενάγοντος), η οποία κατέβαλε το ποσό των 75.000 ευρώ για την εισαγωγή του στη χώρα. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ως προς την εκπρόθεσμη παράδοση του σκάφους λόγω της πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του (και δη λόγω της μη καταβολής εκ μέρους του συνόλου του τιμήματος πριν από την παράδοση), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε αυτό το λόγο, αφού η επίδικη παραγγελία του ως άνω σκάφους δεν καθυστέρησε εξαιτίας της μη καταβολής από τον ενάγοντα του συνόλου του τιμήματος, αφού ουδόλως αποδείχθηκε ότι το σύνολο αυτού ήταν καταβλητέο πριν από την παράδοση του σκάφους (βλ. σχ. τα από 28-5-2005 και 30-5-2005 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δ. προς τον ενάγοντα, στα οποία αναφέρεται ότι χρειάζεται η καταβολή 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ στο τέλος της επόμενης εβδομάδας και τα υπόλοιπα περί τη 15η-6-2005, που συμπίπτει με το συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης του σκάφους), αλλά καθυστέρησε λόγω της επικαλούμενης από την πρώτη εναγομένη έλλειψης στην αμερικανική αγορά των μηχανών του σκάφους που είχε παραγγείλει ο ενάγων και της μη προσήκουσας παράδοσής του σε αυτόν, καθόσον αυτό δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένο και αξιόπλοο κατά το συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης (15-6-2005), πράγμα που θα γινόταν πολύ αργότερα και δη κατόπιν οικονομικής επιβάρυνσης του ενάγοντος, αντίθετα από τα μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντα. Επισημαίνεται ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η καταβολή του ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ εκ μέρους του ενάγοντος δεν εκτελέσθηκε ορθά, είτε από παραδρομή είτε από σφάλμα του ενάγοντος, με συνέπεια να μην ταυτοποιηθεί ως εμπρόθεσμη καταβολή από τη δεύτερη εναγομένη και να μην συνυπολογιστεί από αυτή ως μερική καταβολή του τιμήματος, με αποτέλεσμα η παραγγελία του σκάφους του ενάγοντος να χάσει τη σειρά προτεραιότητάς της στη γραμμή της ναυπήγησης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, καθόσον από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως αντίγραφο τραπεζικού εμβάσματος του ως άνω ποσού των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ από τον ενάγοντα στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης προκύπτει αναντίρρητα η καταβολή του ποσού αυτού, όσα δε περί του αντιθέτου κατέθεσε ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης δεν κρίνονται πειστικά, καθόσον αυτός ουδόλως προσδιόρισε με σαφήνεια σε τι συνίστατο η παραδρομή ή το σφάλμα του ενάγοντος αναφορικά με την ως άνω καταβολή. Εξάλλου, από το προσκομιζόμενο από 8-9-2005 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δ. προς τον ενάγοντα συνάγεται ότι για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα αυτό (πιστοποίησης της ως άνω καταβολής από τον ενάγοντα στη δεύτερη εναγομένη) το Σεπτέμβριο του 2005, ήτοι περίπου δύο μήνες μετά το συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης του σκάφους, ενώ από το προσκομιζόμενο από 20-9-2005 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συνάγεται ότι το ζήτημα αυτό διευθετήθηκε άμεσα και συνεπώς, δεν οφείλεται σε αυτό η εκπρόθεσμη και μη προσήκουσα παράδοση του σκάφους στον ενάγοντα εκ μέρους της πρώτης εναγομένης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ` ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής συνολικό ποσό των 30.000 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ – ευρώ της Τράπεζας της Ελλάδος που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί ως δήλη ημέρα καταβολής του η 1-11-2005 (δεδομένου ότι κατά τα προαναφερθέντα, ο εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης είχε λάβει πίστωση χρόνου από τον ενάγοντα, για να επιστρέψει το ως άνω ποσό μετά την είσπραξη του τιμήματος πώλησης του σκάφους σε τρίτο), ούτε άλλωστε αποδείχθηκε όχληση της πρώτης εναγομένης από τον ενάγοντα κατά την ημεροχρονολογία αυτή. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση της εκτέλεσης μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ούτε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, με βάση και το σχετικό αίτημά του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εναγομένης, κατά το μέρος της ήττας της (άρθρα 178, 191§2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ ματαιωμένη τη συζήτησης της υπόθεσης ως προς τη δεύτερη εναγομένη.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ – ευρώ της Τράπεζας της Ελλάδος που θα ισχύει κατά το χρόνο πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις………………………………….
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ