ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
2276/2016
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 6 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : … του …, κατοίκου Πειραιώς (…), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της εδρεύουσας στο Κερατσίνι (οδός …) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «….», νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μιχαηλίδη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή από 12-10-2015 με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 1-12-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2-02-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 3-03-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή για να είναι ορισμένη, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από ουσιαστική και νομική άποψη. Οπωσδήποτε τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί, να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, καθόσον το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, η αγωγή με την οποία ζητείται η καταψήφιση του εναγομένου προς καταβολή στον ενάγοντα του υπολοίπου της οφειλόμενης αμοιβής από δεδουλευμένες αποδοχές, από αποδοχές και επιδόματα αδείας, από επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και λόγω της εργασίας του κατά τα Σάββατα τις Κυριακές και τις αργίες, για να είναι ορισμένη πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτησή της (αγωγής) για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 639/1988 ΔΕΝ 45.470, ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 29.1659, ΕφΘεσ 219/2016, ΕφΠειρ 562/2007, ΕφΑθ 3156/2002, ΜΠρΑθ 13/2010 και ΜΠρΑθ 9/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση του με οποιονδήποτε τρόπο περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων πρέπει να προσδιορίσει το ποσό του περιορισμού για κάθε αγωγική αξίωση (κονδύλιο), των οποίων επιδιώκει την αναγνώριση και την προς τούτο καταψήφιση του εναγομένου, για να καθίσταται εφικτός ο καθορισμός των αποδείξεων και δυνατή η καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή του ζητούμενου και οφειλόμενου ποσού. Αν ο περιορισμός είναι γενικός και χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του ποσού για τις επί μέρους αξιώσεις, η αγωγή καθίσταται αόριστη και, συνεπώς, απορριπτέα για έλλειψη προδικασίας, εκτός εάν ο περιορισμός γίνεται αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, οπότε θεωρείται ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κεφαλαίων (ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007.2388, ΑΠ 291/2015, ΑΠ 1817/2014, ΑΠ 971/2013, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1314/2009, ΑΠ 1871/2005, ΕφΠειρ 2/2014, ΕφΑθ 4924/2012 και ΕφΑθ 58/2012, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, ο εναγόμενος δεν μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν ανυπαρξίας ή υπέρογκης αξίωσης του ενάγοντος για κάθε μία από τις αντίστοιχες αιτίες, που εκτίθενται στην αγωγή, ενώ δεν είναι δυνατόν να συναχθεί, στην περίπτωση που η αξίωση γίνει δεκτή, σε ποια έκταση έγινε αυτή δεκτή, ώστε λόγω του δεδικασμένου να μη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 337/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 620/2001 ΔΕΕ 2001. 1153, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝομ 2000. 41). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων 192, 193, 361, 648-653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι` αυτό μπορεί με τη σύμβαση ναυτολόγησης να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες αν είναι αυτοτελείς και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ` ελάχιστον όριο, πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλΔ 1984.1363, ΑΠ 1007/2000-ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 -ΕΝΔ 1999.294) εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ο.π). Αν η απασχόληση του ναυτικού είναι μειωμένη σε κάποια από τις παραπάνω εργασίες επιτρέπεται να γίνει ανάλογη ελάττωση του αντιστοίχου μισθού, μόνο όταν η μειωμένη αυτή απασχόληση οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε ρητή ή σιωπηρή συμφωνία, η οποία έχει διαλάβει τη λεγόμενη ρήτρα υποαπασχόλησης, που επιφέρει την αντίστοιχη μείωση της αντιπαροχής του εργοδότη (ΑΠ 33/1992 ΕΝΔ 1993.239, ΑΠ 178/1981 ΝοΒ 29.1387, ΕφΠειρ 877/1999 ΕφΠειρ 1999. 294, ΕφΠειρ 300/1998 ΕΝΔ 1998.478, ΕφΠειρ 76/1998 ΕΝΔ 1998.482). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν (άρθρα 361, 679 ΑΚ) και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδ. β` του ΚΙΝΔ για ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν, όπως π.χ το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – ΝΔ 187/1973 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ΝΔ 2651/1953 (ΕφΠειρ 642/2003 ΕΝΔ 2003.346, ΕφΠειρ 349/1996-ΕΝΔ 1996.520). Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί η εκτέλεση καθηκόντων κάποιας ειδικότητας, η ύπαρξη ή μη οργανικής θέσεως στη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν ασκεί καμία επιρροή στο κύρος της συμβάσεως ναυτολογήσεως, γιατί και ο υπεράριθμος, κατά τη νόμιμη σύνθεση, ναυτικός δικαιούται το μισθό της ειδικότητας, της οποίας τα καθήκοντα εκτελεί (ΕφΠειρ 364/2005 ΕΝΔ 2005.348, ΕφΠειρ 986/03, ΕφΠειρ 1415/1995-Νομολ. Ναυτ.Τμημ. ΕφΠειρ 1994-1995, σελ 404 έως και 406). Τέλος, το κύρος της συμβάσεως αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433, ΕφΠειρ 231/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 77/2011 Πειρ Νομ 2011.195, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή του ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 4-12-2013, μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ναυτολογήθηκε στις 5-12-2013 στο λιμένα της Λέρου με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο, με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά … και ολικής χωρητικότητας 497,01 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών πλοίων μέχρι 500 κοχ, προσέφερε δε την εργασία του έως 16.06.2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι επαναπροσλήφθηκε στο ανωτέρω πλοίο με τους ίδιους όρους στις 25.09.2014 και υπηρέτησε σε αυτό έως τις 16.02.2015, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του επί του ανωτέρω πλοίου του ανατέθηκαν εκτός από τα καθήκοντα του ναύτη και καθήκοντα μάγειρα για την κάλυψη των τακτικών αναγκών του πλοίου, για την πρόσθετη δε αυτή εργασία, η οποία είναι αυτοτελής και διαφορετική από αυτή του ναύτη, εκτελείτο δε εντός του νομίμου ωραρίου του, είχε συμφωνηθεί με την εναγομένη να του καταβάλλονται ως πρόσθετη αμοιβή οι αποδοχές που προβλέπει η ανωτέρω ΣΣΝΕ για την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, επειδή δεν προβλέπεται στην εν λόγω σύμβαση η ειδικότητα του μάγειρα και οι αποδοχές του ναυτόπαιδα αποτελούν τη συνηθισμένη αμοιβή που καταβάλλεται σε όμοια με το ένδικο πλοία για την εκτέλεση της πρόσθετης εργασίας του μάγειρα. Επίσης ότι στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο εκτελούσε μεταφορές γενικού φορτίου (τσιμέντα, τούβλα, κεραμίδια κλπ), μεταξύ πλείστων ελληνικών λιμένων, απασχολείτο όλες τις ημέρες της εβδομάδος, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών επί 8 ώρες ημερησίως, εργαζόμενος εντός των πλαισίων των ειδικώς καθοριζομένων καθηκόντων της ειδικότητάς του ως ναύτου. Ότι από την ένδικη ναυτολόγησή του διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις από τη μη καταβολή: α) δεδουλευμένων αποδοχών για την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ναύτης, β) αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης για την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ναύτης τις ημέρες του Σαββάτου και τις αργίες και γ) πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση των καθηκόντων του ως μάγειρας, συνολικού ποσού 44.090,52 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (κατ’ άρθρα 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ ΚΠοΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφενός μεν να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.691,29 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και αφετέρου να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.399,23 ευρώ για την πρόσθετη αμοιβή για την πρόσθετη εργασία του ως μάγειρας. Όλα τα ανωτέρω κονδύλια ζητεί να του καταβληθούν νομιμότοκα από την επομένη της απολύσεώς του (17-02-2015) , άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α088778/10-10-2016 και Α088353/7-10-2016 γραμμάτια του ΔΣΠ). Όμως ως προς τα κονδύλια που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές και αμοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας (τα Σάββατα και τις αργίες) είναι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον σ’ αυτά, αφού παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια που αφορούν τις προαναφερθείσες απαιτήσεις, αφαιρείται, στη συνέχεια, από το αποτέλεσμα που προκύπτει (μετά τη συναρίθμηση των καταβλητέων για τις αιτίες αυτές επιμέρους ποσών), το συνολικό ποσό των 5.000 ευρώ που ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, περιορίζοντας έτσι το αίτημα της αγωγής του, χωρίς να εξειδικεύονται ποια ακριβώς ποσά του έχουν καταβληθεί για κάθε αιτία, με αποτέλεσμα να αποστερείται από την εναγομένη το δικαίωμα να αμυνθεί, αρνούμενη την αγωγή ή προβάλλοντας ένσταση εξόφλησης και να καθίσταται αδύνατο, αφενός για το Δικαστήριο να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις και, τελικά, να κρίνει επί της ένδικης διαφοράς, αφετέρου να συναχθεί από την απόφασή του που θα αποτελέσει δεδικασμένο, ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης. Σε κάθε δε περίπτωση, εάν υπήρχε αδυναμία εξειδίκευσης των ποσών που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα για κάθε αιτία, ο προπαρατεθείς περιορισμός θα μπορούσε ευχερώς να γίνει αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, για να θεωρηθεί ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κονδυλίων, ώστε να είναι δυνατή η καταδίκη της εναγομένης στην πληρωμή των ζητούμενων και οφειλόμενων ποσών. Όσον αφορά δε στο εναπομείναν κονδύλιο για πρόσθετη αμοιβή για την πρόσθετη εργασία του ενάγοντα ως μάγειρα, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθώς ο ενάγων αναφέρεται στη σύμβαση ναυτολόγησής του, στην παροχή της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και στο συμφωνημένο μισθό του σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η δέουσα ΣΣΝΕ (ΕΠ892/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Περαιτέρω ως προς το κονδύλιο αυτό, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, και 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010 (κυρωθείσα με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργείου Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας και δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β΄ 1187/9.6.2011). Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταπόδειξης Α. Κ. του Π., που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 4-12-2013, μεταξύ του ενάγοντα, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού και της εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ναυτολογήθηκε αυτός στις 5-12-2013 στο λιμένα της Λέρου υπό την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο, με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά … και ολικής χωρητικότητας 497,01 κόρων, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών πλοίων μέχρι 500 κοχ, προσέφερε δε την εργασία του έως 16.06.2014, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Εν συνεχεία επαναπροσλήφθηκε στο ανωτέρω πλοίο με τους ίδιους όρους στις 25.09.2014 και υπηρέτησε σε αυτό έως τις 16.02.2015, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι η εναγομένη του ανέθεσε και αυτός συμφώνησε να εκτελεί, εντός του νομίμου ωραρίου του (οκτάωρο), παράλληλα με τα καθήκοντά του ως ναύτη και καθήκοντα μάγειρα, ήτοι να αγοράζει την τροφοδοσία, να ετοιμάζει τα γεύματα για το επταμελές πλήρωμα, να πλένει τα μαγειρικά σκεύη και τα σκεύη που χρησιμοποιούσε το πλήρωμα στα γεύματά του και να καθαρίζει την κουζίνα και την τραπεζαρία του πλοίου, κι ότι για τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα συμφώνησε να λαμβάνει ως πρόσθετη αμοιβή του τις αποδοχές που προβλέπει η ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. για την ειδικότητα του ναυτόπαιδα. Σημειωτέον, ότι η ειδικότητα του μάγειρα, δεν προβλέπεται στη σύνθεση των πληρωμάτων αυτής της κατηγορίας, σύμφωνα με την ισχύουσα ΣΣΝΕ, κι επομένως δεν προβλεπόταν στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του συγκεκριμένου πλοίου, σύμφωνα όμως με το Π.Δ. 382/1978 που προβλέπει την οργανική σύνθεση των πληρωμάτων των Φ/Γ πλοίων μέχρι 500 κόρων, σε πλοία άνω των 100 κοχ, ένας από το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος (ναύτης ή ναυτόπαις) δύναται να απασχολείται αποκλειστικώς (εφόσον οι συνθήκες εργασίας το επιτρέπουν) με την παρασκευή του συσσιτίου του πληρώματος (άρθρο 1§3 του Π.Δ. 382/1978). Όπως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος είναι υπάλληλος της εναγομένης εταιρείας, υπεύθυνος για την ταμειακή διαχείριση αυτής, με την παραγωγή του συσσιτίου ασχολείτο όλο το πλήρωμα, ενώ τον ανεφοδιασμό του πλοίου είχε αναλάβει ο ίδιος (ο μάρτυρας). Κατέθεσε επίσης ότι πράγματι κάποιες φορές ο ενάγων, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα, ασχολείτο με την παρασκευή συσσιτίου, χωρίς όμως να προσδιορίσει πόσο συχνά γινόταν αυτό και εάν αφορούσε την παρασκευή συσσιτίου για τον εαυτό του μόνο (του ενάγοντα) ή και για τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος. Όσον αφορά δε στον καθαρισμό των μαγειρικών σκευών και των σκευών που χρησιμοποιούσε ο καθένας για το φαγητό του, ο μάρτυρας κατέθεσε ότι το κάθε μέλος του πληρώματος καθάριζε τα σκεύη που χρησιμοποιούσε. Επομένως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα είχαν ανατεθεί, κατόπιν συμφωνίας με την εναγομένη, παράλληλα με την εργασία του ως ναύτη και καθήκοντα μάγειρα, για τα οποία δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κι επομένως το σχετικό κονδύλιο θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, παρέλκει δε η εξέταση των ενστάσεων εξοφλήσεως και παραγραφής που προέβαλε η εναγομένη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντα, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ