ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ -ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ – ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ – ΔΩΡΑ – ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ)
Αριθμός απόφασης
2417/2016
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 27 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Ε. … του Δ., κατοίκου Α. (Κ., Κ., ….) και 2) Ε. … του Ν., κατοίκου Μ. Θ. Σ., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Βασιλείου Σαξώνη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει ……. ……… (οδός Κ., . ….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει ….. ….. ( Ε. Β. ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Βαλασίας Γκιγκιλίνη.
ΟΙ ΚΑΛΟΥΝΤΕΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ με την από 13-06-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κλήση τους, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρουν προς περαιτέρω συζήτηση την από 15-12-2015 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 23-02-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9-06-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε και ματαιώθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. … κλήση η από 15-12-2015 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….
Με την κρινομένη αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, μεταξύ αυτών και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εφοπλίστριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου … με αριθμό νηολογίου Χ. … κόρων, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, προσελήφθησαν και ναυτολογήθηκαν σε αυτό με την ειδικότητα του Επίκουρου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Ότι η ναυτολόγηση της πρώτης διήρκησε από 30-06-2014 μέχρι τις 16-02-2015, οπότε απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο λόγω μεταθέσεώς της σε άλλο πλοίο της δεύτερης εναγομένης. Ότι η ναυτολόγηση του δευτέρου διήρκησε από 2-07-2014 μέχρι τις 23-03-2015, οπότε απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο λόγω καταγγελίας από μέρους του της σύμβασης ναυτολογήσεώς του λόγω μη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του. Ότι η πρώτη από την αρχή της ναυτολόγησής της έως τις 5-02-2015, εργαζόταν επί επτά ημέρες την εβδομάδα και επί 12 ώρες την ημέρα, ενώ ο δεύτερος κατά το χρονικό διάστημα από 2-07-2014 έως 30-09-2014 εργαζόταν επί επτά ημέρες την εβδομάδα και επί 14 ώρες την ημέρα, ενώ από 1-10-2014 έως 5-02-2015 εργαζόταν επί επτά ημέρες την εβδομάδα και επί 12 ώρες την ημέρα. Ότι από την εργασία τους στις εναγόμενες οφείλονται σε αυτούς δεδουλευμένοι μισθοί, πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα ιματισμού, καθώς και αποζημίωση απόλυσης (ο δεύτερος), όπως κάθε κονδύλιο ειδικότερα προσδιορίζεται στην αγωγή, ανερχομένου του συνολικά οφειλόμενου ποσού από τις αιτίες αυτές σε ποσό 17.226,66 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και σε ποσό 24.582,83 ευρώ για τον δεύτερο ενάγοντα. Με βάση τα προεκτεθέντα, μετά την παραδεκτή, εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (όσον αφορά στο δεύτερο ενάγοντα), με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης (άρθρα 223, 294, 295 και 297 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ) και αναλύεται στις προτάσεις που κατέθεσαν, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ζητούν: Α) η πρώτη ενάγουσα α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 30-06-2014 έως 12-08-2014 και η δεύτερη ως κυρία του πλοίου να της καταβάλουν το ποσό των 1.580,71 ευρώ και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου να της καταβάλει το ποσό των 15.645,95 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015 και Β) ο δεύτερος ενάγων α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 2-07-2014 έως 12-08-2014 και η δεύτερη ως κυρία του πλοίου να του καταβάλουν το ποσό των 1.521,66 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 1.081,49 ευρώ, β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου να του καταβάλει το ποσό των 19.291,16 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015 και γ) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 2.689,12 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθούν άκυρες οι συμβάσεις εργασίας τους, οι ενάγοντες ζητούν την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, εφόσον αναφέρουν ότι οι εναγόμενες κατέστησαν και είναι εισέτι αδικαιολογήτως και παρανόμως πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας τους δια της αποδοχής των παρεχόμενων υπηρεσιών τους και της μη καταβολής των παραπάνω ποσών, ο δε πλουτισμός τους σώζεται έως σήμερα. Περαιτέρω, ζητούν τα παραπάνω ποσά, τόσο ως προς το κύριο, όσο και ως προς το επικουρικό αίτημα της αγωγής, να επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την ημέρα της απολύσεώς τους, άλλως από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2, 33 και 37 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη, κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655, 669 ΑΚ, 68, 70, 74 περ. 1, 176, 191 § 2, 219, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982), της από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, που κυρώθηκε με τη με αριθμό 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 1664/24-06-2014) με έναρξη ισχύος από 1-01-2014 και λήξη αντίστοιχα στις 31-12-2014 (βλ. άρθρο 3§2 της υπ’ αριθμ. 3525.1.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου), κατά την επικουρική δε βάση της, στις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 επ. ΑΚ. Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος ευθύνεται παράλληλα με τον πρώτο, αλλά μόνο δια του πλοίου μετά των συστατικών και παραρτημάτων του. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία, όμως, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού. Ο δε τελευταίος είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝαυτΔ 2001.361, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝαυτΔ 2005.441, ΕφΠειρ 1081/2000 ΔΕΕ 2001.307). Ωστόσο πρέπει να γίνει μνεία ότι το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό σκέλος της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ως προς το αντίστοιχο αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά το υπερβάλλον του ποσού της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, αίτημα του δεύτερου ενάγοντα, σύμφωνα με το αρθρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το αρθρ. 14 παρ.1 του ΚΠολΔ και την Υ.Α.125.804/1-8-2003 (βλ. το υπ’ αριθμ. 13983649/10-10-2016 διπλότυπο είσπραξης Γ’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α086501/30-09-2016 γραμμάτιο του ΔΣΠ για τους ενάγοντες και το με αριθμό Α089835/13-10-2016 γραμμάτιο του ΔΣΠ για τις εναγόμενες).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 663, 666, 670 έως 676, 591§1 περ. γ΄, 115 § 3, 256 § 1 στοιχ. δ`, 237 §§ 1, 3, 269 § 1 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά. Αν δεν έχουν προταθεί προφορικά στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτοι οι ισχυρισμοί αυτοί για έλλειψη προδικασίας και το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 884/2014, ΑΠ 156/2014, ΑΠ 1043/2010, ΑΠ 1275/2009, ΑΠ 1966/2008 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, οι εναγόμενες με τις κατατεθείσες προτάσεις τους, προβάλλουν όλως αορίστως ισχυρισμό περί εξόφλησης των εναγόντων. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση, η οποία όμως εμπεριέχεται μόνο στις προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, χωρίς να έχει υποβληθεί προφορικά και να έχει καταχωρηθεί, έστω και συνοπτικά, στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα πρόταση, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Σε κάθε δε περίπτωση, η ανωτέρω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός που περιέχει πραγματικά περιστατικά διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη της αγωγής ή η αναβολή της απάντησης σε αυτή, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν (ΑΠ 1502/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 1604, 783/2001 ΕλλΔνη 2002 σ, 1379, ΕφΘεσ 706/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή για να κριθεί ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα με εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και συνακόλουθα δικαστική εκτίμηση της αγωγής. Αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της υπό δικονομική έννοια ενστάσεως είτε συνιστούν το πραγματικό ουσιαστικού είτε το πραγματικό δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη. Η παράλειψη αναφοράς των περιστατικών αυτών δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την απλή μνεία του εγγράφου στο οποίο τυχόν αναγράφονται (οράτε ΕφΘεσ 706/2004 ό.π., 1150/1992 Αρμ ΜΣΤ σ. 484, ΕφΑθ 7048/1990 ΕλλΔνη 1990 σ. 1518, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ 1994 υπό άρθρο 262 σ. 189 πλαγ. 5). Έτι περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 § 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (οράτε ΑΠ 178/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1828/2008 ΔΕΝ 2009 σ. 628-ΕΕργΔ 2009 σ. 1336, 1320/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1826/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 1066, 721/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 209). Σημειώνεται δε ότι ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει την προβαλλόμενη από αυτόν ένσταση εξόφλησης των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Κατά το άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ (οράτε ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 56 σ. 851, ΕφΑΘ 996/2014 ΕλλΔνη 2014 σ. 1049 με σημείωση Ευαγ. Στασινόπουλου), η εξοφλητική απόδειξη αποτελεί, στην πραγματικότητα, εξώδικη ομολογία που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (οράτε ΑΠ 689/2003 ΝοΒ σ. 459 ΕφΠειραιά 9/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 545, ΕφΑΘ 996/2014 ό.π.) και η οποία ανακαλείται, αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (οράτε Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπό άρθρο 352 σ. 698, ΕφΑΘ 996/2014 ό.π.) Αντίστοιχα δε και στην απόφαση που δέχεται τον περί εξόφλησης ισχυρισμό, δεν αρκεί να αναφέρεται ότι όλες γενικά οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο, καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Ειδάλλως καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή ή και να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μη τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (οράτε ΑΠ 318/2010 ΕλλΔνη 2012 σ. 1289, με παρατηρήσεις Χρίστου Π. Φίλιου). Οι εναγόμενες υποστηρίζουν ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι νόμιμες αποδοχές της πρώτης ενάγουσας, διότι όπως ισχυρίζονται, η τελευταία έχει λάβει από αυτές το ποσό των 1.300 ευρώ και δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 υπουργικής απόφασης το ποσό των 5.854,45 ευρώ. Επίσης ότι και ο δεύτερος ενάγων έχει εξοφληθεί, διότι έχει λάβει δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 υπουργικής απόφασης το ποσό των 9.817,80 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, είναι απορριπτέος ως αόριστος και μάλιστα για δύο λόγους. Κατά πρώτον, διότι δεν διαλαμβάνονται τα αναγκαία για το ορισμένο του στοιχεία, αφού αναφέρεται μόνο το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον κάθε ενάγοντα για την παρεχόμενη εργασία του το επίδικο διάστημα, χωρίς όμως να αναφέρονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, ενώ ωσαύτως, αλυσιτελώς επιχειρείται η αναπλήρωση της παράλειψης αυτής με την παραπομπή σε έγγραφα, ούσης αυτής ανεπαρκούς προς τούτο σε αρμονία με όσα στην ανωτέρω μείζονα πρόταση αναφέρθηκαν. Σημειωτέον ότι το ποσό που καταβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.6/40349/2015/24-11-2015 υπουργική απόφαση στην πρώτη ενάγουσα αφορούσε δεδουλευμένες αποδοχές κατά τη ναυτολόγησή της στα πλοία «ΘΕΟΦΙΛΟΣ» και … χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τι ποσό καταβάλλεται για την υπηρεσία της στο κάθε πλοίο και για ποια ειδικότερη αιτία. Επίσης το ποσό που καταβλήθηκε δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως στον δεύτερο ενάγοντα αφορούσε το διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο … χωρίς όμως να εξειδικεύεται για ποια αιτία καταβλήθηκε το ποσό αυτό.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Μ. Ζ. στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 30-06-2014 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εφοπλίστριας για το χρονικό διάστημα από 1-01-2014 έως 12-08-2014 του με ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου … με αριθμό νηολογίου Χ. … κόρων, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό με την ειδικότητα της επίκουρου, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, η πρώτη ενάγουσα υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα έως 16.02.2015, οπότε απολύθηκε από το ανωτέρω πλοίο λόγω μεταθέσεώς της σε άλλο πλοίο της δεύτερης εναγομένης. Παρότι η πρώτη ενάγουσα παρείχε κανονικά την εργασία της στο πλοίο, η δεύτερη εναγομένη δεν της κατέβαλε, ως όφειλε τις δεδουλευμένες αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από 1-10-2014 έως 16-02-2015, οπότε ήταν πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 7.874,37 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 353,46 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών = 1.132,60 € Χ 1/22 = 51,48 € Χ 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 Χ 5 = 96,05 €) + 179,45 € κατά μέσο όρο μηνιαίο επίδομα «άγονης γραμμής» = 1.700,73 ευρώ Χ 4,63 μήνες 7.874,37 ευρώ], έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 1.300 ευρώ, όπως συνομολογεί και η ίδια στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής της, κι επομένως οφείλεται σε αυτήν η διαφορά ποσού 6.574,37 ευρώ. Σημειωτέον ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ πρώτης ενάγουσας και εναγομένων για την καταβολή σε αυτήν μηνιαίως του ποσού των 70 ευρώ ως ποσοστά, κι επομένως το σχετικό κονδύλι (το οποίο περιλαμβάνεται στο αιτούμενο κονδύλι για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών) τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης της πρώτης ενάγουσας, δεν είχαν χορηγήσει σε αυτήν τον αναγκαίο ιματισμό (βλ. την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Μ. Ζ.), με αποτέλεσμα να οφείλεται σε αυτήν το προβλεπόμενο από το άρθρο 5 της προαναφερόμενης από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης, επίδομα ιματισμού, το οποίο ανέρχεται: α) στο ποσό των 82,49 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 30-06-2014 έως 12-8-2014, οπότε υπήρχε εφοπλισμός (56,50 € Χ 1,46 μήνες διάρκειας σύμβασης ναυτολόγησης) και β) στο ποσό των 353,69 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-8-2014 έως 16-02-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός (56,50 € Χ 6,26 μήνες διάρκειας σύμβασης ναυτολόγησης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τη ναυτολόγηση της πρώτης ενάγουσας την 30.6.2014, το πλοίο εκτελούσε πλόες από τον Πειραιά προς την Ικαρία και τη Σάμο με επιστροφή στον Πειραιά από τα ίδια λιμάνια. Συγκεκριμένα το καθημερινό δρομολόγιο ήταν Πειραιάς – Εύδήλος – Άγιος Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ και επιπλέον κάθε Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο κατέπλεε και στο λιμάνι της Σύρου. Για το χρονικό διάστημα από την 12.8.2014 μέχρι την 5.9.2014, μετά από απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αιγαίου το επίδικο πλοίο αντικατέστησε το πλοίο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ” για την εκτέλεση των δρομολογίων α) Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ με επιστροφή, β) Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Καρλόβασι – Άγιος Κήρυκος με επιστροφή και γ) Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ. Την 25.9.2014 το πλοίο επέστρεψε στον Πειραιά από την Καβάλα και επανήλθε στην πραγματοποίηση του αρχικού του δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά προς την Ικαρία και τη Σάμο. Το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια έως τις 5-02-2015, οπότε κατέπλευσε στο λιμάνι Καρλοβασίου στη Σάμο λόγω βλάβης στις κύριες μηχανές του, παρέμεινε δε εκεί τουλάχιστον έως τη λήξη της σύμβασης της πρώτης ενάγουσας. Η πρώτη ενάγουσα, από την αρχή της ένδικης ναυτολογήσεώς της επί του ανωτέρω πλοίου και έως τις 5-02-2015, οπότε αυτό λόγω βλάβης ακινητοποιήθηκε, απασχολούνταν καθημερινά, με ανατιθέμενα σε αυτήν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά της. Ειδικότερα, συνόδευε τους επιβάτες στην καμπίνα τους, μεταφέροντας τις αποσκευές τους, ενημέρωνε τους ευρισκόμενους στις καμπίνες επιβάτες για την αποβίβασή τους, επόπτευε τα σαλόνια του πλοίου, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εξυπηρετούσε τους επιβάτες του πλοίου σε ό,τι χρειάζονταν και εκτελούσε εργασίες καθαριότητας στους κοινόχρηστους χώρους, στις τουαλέτες, στο σαλόνι του πλοίου και στο self- service. Από το σύνολο του προσκομιζομένου αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι η πρώτη ενάγουσα, από την αρχή της ένδικης ναυτολογήσεώς της επί του ανωτέρω πλοίου και έως τις 5-02-2015, απασχολούνταν με εντολή του πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη της διάρκεια της εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις αργίες), γεγονός που βεβαίωσε και ο εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρας Μ. Ζ.. Από τις 5-02-2015 και μετά, οπότε το πλοίο λόγω βλάβης ακινητοποιήθηκε στο Καρλόβασι, δεν υπήρχε ανάγκη για την πραγματοποίηση υπερωριών από την πλευρά του πληρώματος. Άλλωστε απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης της πρώτης ενάγουσας αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτήν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο, με επίκληση από την πρώτη ενάγουσα, λογαριασμό μισθοδοσίας μηνός Σεπτεμβρίου 2014. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση της πρώτης ενάγουσας επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένη η πρώτη ενάγουσα, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής της, ως επίκουρου, κρίνεται ότι η ημερήσια απασχόληση της πρώτης ενάγουσας, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων της, ήταν δώδεκα (12) ώρες επί επτά ημέρες την εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, για υπερωριακή αμοιβή, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας της ως επίκουρος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 30.06.2014 έως και 12.08.2014, που υπήρχε εφοπλισμός, εργάσθηκε υπερωριακά τέσσερις (4) ώρες όλες τις καθημερινές (συνολικά 32) και Κυριακές (συνολικά 6), και συγκεκριμένα: 38 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι συνολικά 152 ώρες (38 Χ 4 = 152 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το ποσό των 1.019,92 ευρώ (152 ώρες Χ 6,71 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 97,93 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία της πρώτης ενάγουσας στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτήν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 67,08 ευρώ μηνιαίως (67,08 Χ 1,46 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτήν η διαφορά, ποσού (1.019,92 – 97,93 =) 921,99 ευρώ. Επίσης εργάσθηκε υπερωριακά δώδεκα (12) ώρες όλα τα Σάββατα (συνολικά 6) – σημειωτέον ότι καμία αργία δεν υπήρχε στο ανωτέρω χρονικό διάστημα) – ήτοι συνολικά 72 ώρες (6 Χ 12 = 72 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία της κατά τα Σάββατα το ποσό των 580,32 ευρώ (72 ώρες Χ 8,06 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 532,72 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία της πρώτης ενάγουσας στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτήν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 364,88 ευρώ μηνιαίως (364,88 Χ 1,46 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτήν η διαφορά, ποσού (580,32 – 532,73 =) 47,59 ευρώ. Επιπλέον, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, για υπερωριακή αμοιβή, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας της ως επίκουρος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 13.08.2014 έως και 5.02.2015, που δεν υπήρχε εφοπλισμός, εργάσθηκε υπερωριακά τέσσερις (4) ώρες όλες τις καθημερινές (συνολικά 119) και Κυριακές (συνολικά 24), και συγκεκριμένα: 143 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι συνολικά 572 ώρες (143 Χ 4 = 572 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία της κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το ποσό των 3.838,12 ευρώ (572 ώρες Χ 6,71 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 111,35 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία της πρώτης ενάγουσας στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτήν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 67,08 ευρώ μηνιαίως (67,08 Χ 1,66 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτήν η διαφορά, ποσού (3.838,12 – 111,35 =) 3.726,77 ευρώ. Επίσης εργάσθηκε υπερωριακά δώδεκα (12) ώρες όλα τα Σάββατα (συνολικά 24) και τις αργίες [συνολικά 7, 15-08-2014, 14-09-2014, 28-10-2014, 6-12-2014 (Αγίου Ν.), Χριστούγεννα, 1-01-2015, 6-01-2015, ήτοι συνολικά 372 ώρες (31 Χ 12 = 72 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία της κατά τα Σάββατα το ποσό των 2.998,32 ευρώ (372 ώρες Χ 8,06 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 605,70 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία της πρώτης ενάγουσας στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτήν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 364,88 ευρώ μηνιαίως (364,88 Χ 1,66 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτήν η διαφορά, ποσού (2.998,32 – 605,70 =) 2.392,62 ευρώ. Επιπρόσθετα, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας της από 30.06.2014 έως 12.08.2014, οπότε υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Χριστουγέννων έτους 2014, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 525,99 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 1.096,05 ευρώ (1.600,24 ευρώ : 1,46) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.840,17 Χ 2/25 = 227,21 ευρώ για κάθε 19ήμερο εργασίας Χ 2,315 19ήμερα (44 ημέρες : 19) = 525,99 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Επίσης η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας της από 13.08.2014 έως 31.12.2014, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Χριστουγέννων έτους 2014, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 1.683,52 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 1.092,08 ευρώ (6.836,44 ευρώ : 6,26) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.836,20 Χ 2/25 = 226,89 ευρώ για κάθε 19ήμερο εργασίας Χ 7,42 19ήμερα (141 ημέρες : 19) = 1.683,52 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Τέλος, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας της από 1.01.2015 έως 16.02.2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Πάσχα έτους 2015, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 555,42 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 1.092,08 ευρώ (6.836,44 ευρώ : 6,26) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.836,20 : 2 = 1.418,10 Χ 1/15 = 94,54 ευρώ για κάθε 8ήμερο εργασίας Χ 5,875 8ήμερα (47 ημέρες : 8) = 555,42 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Δέον να σημειωθεί ότι το προβλεπόμενο, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 των ως άνω Συλλογικών Συμβάσεων επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ` όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΑΠ 226/2003, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 377/2011 όλες δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το ανωτέρω επίδομα δεν ελήφθη υπόψη από το παρόν Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των ανωτέρω επιδομάτων εορτής, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της πρώτης ενάγουσας. Συνεπώς η πρώτη ενάγουσα δικαιούται για το διάστημα της ναυτολόγησής της στο πλοίο … το συνολικό ποσό των 16.864,45 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 2-07-2014 σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, μεταξύ του δεύτερου ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, εφοπλίστριας για το χρονικό διάστημα από 1-01-2014 έως 12-08-2014 του με ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού ακτοπλοϊκού πλοίου … με αριθμό νηολογίου Χ. … κόρων, κυριότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε σε αυτό με την ειδικότητα του επίκουρου, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, ο δεύτερος ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα έως τις 23-03-2015, οπότε απολύθηκε στο Καρλόβασι λόγω καταγγελίας κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ της ένδικης σύμβασης εργασίας εκ μέρους του, ένεκα βαρείας παραβάσεως των έναντι αυτών καθηκόντων του πλοιάρχου και υποχρεώσεων των εναγομένων, και συγκεκριμένα, λόγω συστηματικής και αδικαιολόγητης καθυστέρησης της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του (βλ. σχετικά το αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου που προσκομίζει και επικαλείται ο δεύτερος ενάγων). Παρότι ο δεύτερος ενάγων παρείχε κανονικά την εργασία του στο πλοίο, η δεύτερη εναγομένη δεν του κατέβαλε, ως όφειλε τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 1-10-2014 έως 23-03-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 9.864,23 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 353,46 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών = 1.132,60 € Χ 1/22 = 51,48 € Χ 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 Χ 5 = 96,05 €) + 179,45 € κατά μέσο όρο μηνιαίο επίδομα «άγονης γραμμής» = 1.700,73 ευρώ Χ 5,80 μήνες = 9.864,23 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Σημειωτέον ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ δεύτερου ενάγοντα και εναγομένων για την καταβολή σε αυτόν μηνιαίως του ποσού των 70 ευρώ ως ποσοστά, κι επομένως το σχετικό κονδύλι (το οποίο περιλαμβάνεται στο αιτούμενο κονδύλι για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών) τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του δεύτερου ενάγοντα, δεν είχαν χορηγήσει σε αυτόν τον αναγκαίο ιματισμό (βλ. την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Μ. Ζ.), με αποτέλεσμα να οφείλεται σε αυτόν το προβλεπόμενο από το άρθρο 5 της προαναφερόμενης από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης, επίδομα ιματισμού, το οποίο ανέρχεται: α) στο ποσό των 79,10 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-07-2014 έως 12-8-2014, οπότε υπήρχε εφοπλισμός (56,50 € Χ 1,40 μήνες διάρκειας σύμβασης ναυτολόγησης) και β) στο ποσό των 421,49 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-8-2014 έως 23-03-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός (56,50 € Χ 7,46 μήνες διάρκειας σύμβασης ναυτολόγησης). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τη ναυτολόγηση του δεύτερου ενάγοντα την 2.7.2014, το πλοίο εκτελούσε πλόες από τον Πειραιά προς την Ικαρία και τη Σάμο με επιστροφή στον Πειραιά από τα ίδια λιμάνια. Συγκεκριμένα το καθημερινό δρομολόγιο ήταν Πειραιάς – Εύδήλος – Άγιος Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ και επιπλέον κάθε Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο κατέπλεε και στο λιμάνι της Σύρου. Για το χρονικό διάστημα από την 12.8.2014 μέχρι την 5.9.2014, μετά από απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Αιγαίου το επίδικο πλοίο αντικατέστησε το πλοίο “ΘΕΟΦΙΛΟΣ” για την εκτέλεση των δρομολογίων α) Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ με επιστροφή, β) Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Καρλόβασι – Άγιος Κήρυκος με επιστροφή και γ) Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ. Την 25.9.2014 το πλοίο επέστρεψε στον Πειραιά από την Καβάλα και επανήλθε στην πραγματοποίηση του αρχικού του δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά προς την Ικαρία και τη Σάμο. Το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια έως τις 5-02-2015, οπότε κατέπλευσε στο λιμάνι Καρλοβασίου στη Σάμο λόγω βλάβης στις κύριες μηχανές του, παρέμεινε δε εκεί τουλάχιστον έως τη λήξη της σύμβασης του δεύτερου ενάγοντα. Ο δεύτερος ενάγων, καθ’ όλο το διάστημα των ναυτολογήσεών του, απασχολούνταν καθημερινά, με ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του. Ειδικότερα, συνόδευε τους επιβάτες στην καμπίνα τους, μεταφέροντας τις αποσκευές τους, ενημέρωνε τους ευρισκόμενους στις καμπίνες επιβάτες για την αποβίβασή τους, επόπτευε τα σαλόνια του πλοίου, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, εξυπηρετούσε τους επιβάτες του πλοίου σε ό,τι χρειάζονταν και εκτελούσε εργασίες καθαριότητας στους κοινόχρηστους χώρους, στις τουαλέτες, στο σαλόνι του πλοίου και στο self- service.. Από το σύνολο του προσκομιζομένου αποδεικτικού υλικού, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος ενάγων, από την αρχή της ένδικης ναυτολογήσεώς του επί του ανωτέρω πλοίου και έως τις 5-02-2015, απασχολούνταν με εντολή του πλοιάρχου, πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθ’ όλη της διάρκεια της εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις αργίες), γεγονός που βεβαίωσε και ο εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρας Μ. Ζ.. Από τις 5-02-2015 και μετά, οπότε το πλοίο λόγω βλάβης ακινητοποιήθηκε στο Καρλόβασι, δεν υπήρχε ανάγκη για την πραγματοποίηση υπερωριών από την πλευρά του πληρώματος. Άλλωστε απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του δεύτερου ενάγοντα αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο, με επίκληση από το δεύτερο ενάγοντα, λογαριασμό μισθοδοσίας μηνός Αυγούστου 2014. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του δεύτερου ενάγοντα επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο δεύτερος ενάγων, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως επίκουρου, κρίνεται ότι η ημερήσια απασχόληση του δεύτερου ενάγοντα, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, ήταν δώδεκα (12) ώρες επί επτά ημέρες την εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για υπερωριακή αμοιβή, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του ως επίκουρος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 2.07.2014 έως και 12.08.2014, που υπήρχε εφοπλισμός, εργάσθηκε υπερωριακά τέσσερις (4) ώρες όλες τις καθημερινές (συνολικά 30) και Κυριακές (συνολικά 6), και συγκεκριμένα: 36 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι συνολικά 144 ώρες (36 Χ 4 = 144 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το ποσό των 966,24 ευρώ (144 ώρες Χ 6,71 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 93,91 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία του δεύτερου ενάγοντα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτόν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 67,08 ευρώ μηνιαίως (67,08 Χ 1,40 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτόν η διαφορά, ποσού (966,24 – 93,91 =) 872,33 ευρώ. Επίσης εργάσθηκε υπερωριακά δώδεκα (12) ώρες όλα τα Σάββατα (συνολικά 6) – σημειωτέον ότι καμία αργία δεν υπήρχε στο ανωτέρω χρονικό διάστημα – ήτοι συνολικά 72 ώρες (6 Χ 12 = 72 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία της κατά τα Σάββατα το ποσό των 580,32 ευρώ (72 ώρες Χ 8,06 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 510,83 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία του δεύτερου ενάγοντα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτόν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 364,88 ευρώ μηνιαίως (364,88 Χ 1,40 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτόν η διαφορά, ποσού (580,32 – 510,83 =) 69,49 ευρώ. Επιπλέον, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για υπερωριακή αμοιβή, τα κάτωθι ποσά εκ της εργασίας του ως επίκουρος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 13.08.2014 έως και 5.02.2015, που δεν υπήρχε εφοπλισμός, εργάσθηκε υπερωριακά τέσσερις (4) ώρες όλες τις καθημερινές (συνολικά 119) και Κυριακές (συνολικά 24), και συγκεκριμένα: 143 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι συνολικά 572 ώρες (143 Χ 4 = 572 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές το ποσό των 3.838,12 ευρώ (572 ώρες Χ 6,71 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 109,34 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία του δεύτερου ενάγοντα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτόν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 67,08 ευρώ μηνιαίως (67,08 Χ 1,63 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτόν η διαφορά, ποσού (3.838,12 – 109,34 =) 3.728,78 ευρώ. Επίσης εργάσθηκε υπερωριακά δώδεκα (12) ώρες όλα τα Σάββατα (συνολικά 24) και τις αργίες [συνολικά 7, 15-08-2014, 14-09-2014, 28-10-2014, 6-12-2014 (Αγίου Ν.), Χριστούγεννα, 1-01-2015, 6-01-2015, ήτοι συνολικά 372 ώρες (31 Χ 12 = 72 ώρες), οπότε δικαιούται για την υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα το ποσό των 2.998,32 ευρώ (372 ώρες Χ 8,06 ευρώ/ώρα), εκ του οποίου έχει λάβει ποσό 594,75 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την ομολογία του δεύτερου ενάγοντα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, περί καταβολής σε αυτόν του ως άνω ποσού, ήτοι λάμβανε το ποσό των 364,88 ευρώ μηνιαίως (364,88 Χ 1,63 μήνες). Επομένως, οφείλεται σε αυτόν η διαφορά, ποσού (2.998,32 – 594,75 =) 2.403,57 ευρώ. Επιπρόσθετα, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 2.07.2014 έως 12.08.2014, οπότε υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Χριστουγέννων έτους 2014, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 503,65 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 1.104,68 ευρώ (1.546,56 ευρώ : 1,40) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.848,80 Χ 2/25 = 227,90 ευρώ για κάθε 19ήμερο εργασίας Χ 2,21 19ήμερα (42 ημέρες : 19) = 503,65 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Επίσης ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 13.08.2014 έως 31.12.2014, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Χριστουγέννων έτους 2014, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 1.586,61 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 928,86 ευρώ (6.836,44 ευρώ : 7,36) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.672,98 Χ 2/25 = 213,83 ευρώ για κάθε 19ήμερο εργασίας Χ 7,42 19ήμερα (141 ημέρες : 19) = 1.586,61 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Ακόμη, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται, για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 1.01.2015 έως 23.03.2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, αναλογία επιδόματος Δώρου Πάσχα έτους 2015, το οποίο ανέρχεται σε ποσό 913,17 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 928,86 ευρώ (6.836,44 ευρώ : 7,36) κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή = 2.672,98 : 2 = 1.336,49 Χ 1/15 = 89,09 ευρώ για κάθε 8ήμερο εργασίας Χ 10,25 8ήμερα (82 ημέρες : 8) = 913,17 ευρώ], έναντι του οποίου ουδέν έχει λάβει. Δέον να σημειωθεί ότι το προβλεπόμενο, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 των ως άνω Συλλογικών Συμβάσεων επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ` όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 774/2003 ΑΠ 226/2003, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 377/2011 όλες δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το ανωτέρω επίδομα δεν ελήφθη υπόψη από το παρόν Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των ανωτέρω επιδομάτων εορτής, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του δεύτερου ενάγοντα. Τέλος, ο δεύτερος ενάγων δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, η οποία ισούται με το ποσό των τακτικών αποδοχών του για 15 ημέρες (αρθρ. 72 και 75 ΚΙΝΔ), λαμβανομένου υπόψη ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν οφείλεται, ως προελέχθη, σε παράπτωμα του ενάγοντα – ναυτικού, ήτοι ποσό 1.209,96 ευρώ [928,36 € βασικός μισθός επίκουρου + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 56,50 € επίδομα ιματισμού + 284,82 € για αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [το οποίο ζητάει ο δεύτερος ενάγων, καθόσον από το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικαστεί πλέον του αιτηθέντος, αν και δικαιούται το ποσό των 353,46 € (928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών = 1.132,60 € Χ 1/22 = 51,48 € Χ 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών 19,21 Χ 5 = 96,05 €)] + 576,30 € μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας + 334,49 € κατά μέσο όρο μηνιαία αναλογία δώρων εορτών = 2.419,93 € : 2 = 1.209,96 ευρώ]. Σημειωτέον, ότι το αίτημα του δεύτερου ενάγοντα να συνυπολογιστεί στην αποζημίωση απόλυσης και ποσό 96,72 ευρώ για υπερωρίες κατά τις ημέρες του Σαββάτου και των αργιών, τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, διότι από 5-02-2015 και μετά το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία και δεν πραγματοποιούνταν υπερωρίες. Συνεπώς ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για το διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο … το συνολικό ποσό των 21.652,38 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και Α) α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 30-06-2014 έως 12-08-2014 και η δεύτερη ως κυρία του πλοίου … περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.578,06 ευρώ και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.286,39 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός και Β) α) οι εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 2-07-2014 έως 12-08-2014 και η δεύτερη ως κυρία του πλοίου … περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 941,82 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 1.004,24 ευρώ, β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.206,54 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός και γ) να αναγνωριστεί ότι η δεύτερη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.499,78 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-08-2014 έως 16-02-2015, οπότε δεν υπήρχε εφοπλισμός, τα ανωτέρω κονδύλια δε νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου, ως ακολούθως: για τους δεδουλευμένους μισθούς, για την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και το επίδομα ιματισμού από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο κάθε ενάγων παρείχε την εργασία του (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για το επίδομα εορτής Χριστουγέννων από την 1-1 του επομένου έτους, αφού, δήλη ημέρα καταβολής του είναι η 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους και έως την ολοσχερή του εξόφληση, για το επίδομα εορτής Πάσχα από την 1η Μαΐου του ίδιου έτους [σύμφωνα με το άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982), ΟλΑΠ 39-40/2002 και ΑΠ 1.537/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και για την αποζημίωση απόλυσης, από την επόμενη της απόλυσης του δευτέρου ενάγοντα. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι καθόσον οι υφιστάμενες μεταξύ των μερών συμβάσεις εργασίας κρίθηκαν έγκυρες, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της ερειδόμενης στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικής βάσης της αγωγής. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, οι απαιτήσεις των οποίων απορρέουν από παροχή εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 30-06-2014 έως 12-08-2014 και τη δεύτερη ως κυρία του πλοίου … περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των χιλίων πεντακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και έξι λεπτών (1.578,06 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (15.286,39 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη ως εφοπλίστρια του πλοίου από 30-06-2014 έως 12-08-2014 και τη δεύτερη ως κυρία του πλοίου … περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννιακοσίων σαράντα ενός ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (941,82 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν όλω προσωρινά εκτελεστή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου από 30-06-2014 έως 12-08-2014 και η δεύτερη ως κυρία αυτού, περιορισμένα δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, οφείλουν να καταβάλουν στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των χιλίων τεσσάρων ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (1.004,24 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων διακοσίων έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (17.206,54 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια του πλοίου οφείλει να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (2.499,78 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που καθένα από τα επιμέρους κονδύλια κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυτικά εκτιθέμενα, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 17 Νοεμβρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ