Μενού Κλείσιμο

Σ.Ε.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 1093/2016

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Σπυράκο, Πρωτοδίκη, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ένωσης Προσώπων προς επιδίωξη κοινού Εμπορικού σκοπού με την επωνυμία …» η οποία εκπροσωπείται νόμιμα,  από τον υπό των προσώπων της ενώσεως διορισμένο Πρόεδρο – διαχειριστή των υποθέσεων αυτών Γ. Κ. του Ν., κατοίκου Φ. Θήρας, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Στυλιανό Παπανδρεόπουλο και Παναγιώτη Παταλλιώτη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στο Μ. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα σύμφωνα με το καταστατικό της, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Πλέγκα.

Η ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 26-5-2015  αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη  δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 276/1982 ΕΕΝ 1983.151, ΑΠ 1206/1982 ΝοΒ 1983.1168, ΕφΑθ 6272/1985 ΑρχΝ 37.114) ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ), με την οποία καθιερώνεται καταρχήν η ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, προβλέπεται τόσο από τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988 και η οποία εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται έως τις 17-12-2009 όσο και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, οι διατάξεις, των οποίων (Συμβάσεως και Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 1 παρ. 3 της ως άνω Συμβάσεως και 1 παρ. 2 περ. (ι) του ως άνω Κανονισμού αντίστοιχα. Ειδικώς ως προς την εφαρμογή του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως ως προς την υποβολή μιας συμβάσεως στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας, θα πρέπει να λεχθεί ότι, όπως παρατηρείται ήδη σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών αλλά και των ασφαλίσεων, υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται και με την υποβολή των σπουδαιοτέρων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως. Στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο, είναι εύλογη (βλ. ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, Ε.Κρίσπη – Νικολετοπούλου – Ενοχαί εκ συμβάσεως κατά το ΙΔΔ, σελ. 65, 66 επ., Γεωργιάδη-Σταθόπουλο Α.Κ., στο άρθρο 25 και ιδίως εδαφ. 24). Ειδικότερα, το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, οι διατάξεις του οποίου (δικαίου), ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων και τους άλλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Οι διατάξεις του Marine Insurance Act 1906 έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλάσσιων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί, ωστόσο, διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων, να διέπεται η ασφάλιση, εκτός από τις διατάξεις του ως άνω νόμου και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένους κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) που εδρεύει στο Λονδίνο. Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις του ως άνω νόμου για τη ναυτική ασφάλιση, το κοινό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε έντυπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών, η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται με βάση τους όρους της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985». Στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Οι ασφαλιστές μπορούν εντούτοις να χρησιμοποιούν δικά τους έντυπα ασφαλιστήρια ή να προσθέτουν ή να αφαιρούν όρους από το τυποποιημένο ασφαλιστήριο του Ινστιτούτου Ασφαλιστών. Ο Marine Insurance Act του 1906 έχει εφαρμογή στις ασφαλίσεις σκαφών αναψυχής κάθε τύπου. Προσαρμογή στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης γίνεται συνήθως με την προσθήκη ή απάλειψη όρων στα ασφαλιστήρια. Προϋπόθεση για την εφαρμογή του Marine Insurance Act 1906 επί συγκεκριμένης ασφαλιστικής σύμβασης είναι ότι το ασφαλισμένο σκάφος εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, προϋποτίθεται δηλαδή η ύπαρξη θαλάσσιου κινδύνου, προς αντιμετώπιση του οποίου συνομολογείται η ασφαλιστική κάλυψη. Κύριος σκοπός της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης είναι η παροχή αποζημίωσης εκ μέρους του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο για ζημίες που προήλθαν από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή για απώλειες που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση, εναντίον των οποίων έχει γίνει η ασφάλιση, κατά τον τρόπο και την έκταση που έχει συμφωνηθεί. Το περιεχόμενο δε κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματά του. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 και 21 του Marine Insurance Act του 1906, σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι η σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και κατά την έκταση που συμφωνείται σε αυτήν εναντίον κινδύνων θαλάσσης, δηλαδή κινδύνων που είναι συμφυείς με τη θαλάσσια επιχείρηση. Οποιαδήποτε έννομη θαλάσσια περιπέτεια δύναται να αποτελέσει το αντικείμενο συμβολαίου θαλάσσιας ασφάλισης. Ειδικότερα, υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια εφόσον κάποιο πλοίο, εμπορεύματα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Ο όρος «θαλάσσιοι κίνδυνοι» σημαίνει τους από τη ναυσιπλοΐα εξαρτώμενους κινδύνους ή συνεπεία αυτής, δηλαδή τους κινδύνους θάλασσας, πυρός, πολέμου, πειρατών, ληστών κ.λπ. και ετέρων κινδύνων είτε ομοειδών είτε που θα καθορισθούν από το ασφαλιστήριο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Marine Insurance Act του 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906), 2) ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια ενώ η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως είναι άκυρη, όταν ο ασφαλισμένος δεν έχει ασφαλίσιμο συμφέρον και μετέχει της συμβάσεως χωρίς προσδοκία αποκτήσεως τέτοιου συμφέροντος. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και, εκ του γεγονότος αυτού, αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό. Μάλιστα, ο ασφαλισμένος δεν απαιτείται να είναι κύριος του πλοίου ή των επ’ αυτού αγαθών ή εκείνου που ασφαλίσθηκε, αλλά αρκεί να έχει ένα δικαίωμα στο ασφαλισθέν πράγμα ή δικαίωμα ή ευθύνη προκύπτουσα από τη σύμβαση σχετικά με το ασφαλισθέν πράγμα ή από τη φύση της σχέσεως ο ασφαλισθείς να μπορεί να ευνοηθεί από τη διατήρησή του ή να ζημιωθεί από την καταστροφή του. Η ύπαρξη του ασφαλίσιμου συμφέροντος απαιτείται να υπάρχει, σύμφωνα με το νόμο κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας, έστω και αν δεν υπήρχε όταν συνήφθη η ασφάλιση. Πάντως πρέπει να υπάρχει προσδοκώμενο αληθές συμφέρον κατά τον χρόνο συνάψεως της ασφαλιστική συμβάσεως (άρθρα 4, 5 παρ. 1 και 2 και 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 3) το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906), 4) με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Το βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος, 5) η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α. 1906), 10) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Το συμβόλαιο θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται συνομολογηθέν όταν η πρόταση του ασφαλιζόμενου έγινε αποδεκτή από τον ασφαλιστή, είτε το ασφαλιστήριο εκδόθηκε τη στιγμή εκείνη είτε όχι. Η κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης πλοίων αναψυχής δεν διαφέρει κυρίως από τις λοιπές συμβάσεις ασφάλισης άλλων πλοίων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όμως, η σύμβαση ασφάλισης πλοίου αναψυχής καταρτίζεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (time policy) και όχι για ένα συγκεκριμένο πλου, όπως συμβαίνει συνήθως με τις ασφαλίσεις εμπορικών πλοίων. Οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς με τη σύμβαση ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (ΑΠ 1650/ 2001 ΕλΔνη 2002.1039, ΕφΠειρ 618/2005 ΕΝΔ 2005.250, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 2003.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 2001.165). Ακόμη, οι όροι που περιέχονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κατάρτιση του οποίου ο απαιτούμενος κατά νόμο τύπος δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός, είναι δεσμευτικοί ειδικότερα για τον ασφαλισμένο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπέγραψε μεν αυτός τούτο, στηρίζοντας όμως στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ίδιες αυτού αξιώσεις το επικαλείται, διότι η επίκληση από αυτόν του ασφαλιστήριου συμβολαίου, σημαίνει αποδοχή των όρων του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος επικαλείται σαφώς και περαιτέρω πράξεις συνιστώσες αποδοχή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου π.χ. παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου από αυτόν, καταβολή των ασφαλίστρων κ.λπ. (ΑΠ 1650/2001 ο.π., ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 2003.377, ΕφΑθ 10257/1995 ΕΕμπΔ ΜΖ/341, ΕφΠειρ 39/1996, ΕφΠειρ 1222/1997 Νομολ., Ναυτ.Τμ. ΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 55 επ. και 66 επ. αντίστοιχα, ΕφΑθ 8383/1992 ΕΕμπΔ 1993.438 και Ρόκα «Ιδ.Ασφ.Δικ.» εκδ. 1974, παρ. 21, σελ. 71).

Περαιτέρω, η κοινοτική Οδηγία 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» ορίζει ως (προστατευόμενο) καταναλωτή μόνο το φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί μάλιστα για μη επαγγελματικές ανάγκες. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας αυτής στο εθνικό μας δίκαιο έγινε με το Ν. 2251/1994, πλην όμως, με τη διάταξη της παρ. 4 περ. α΄ του άρθρου 1 αυτού, διευρύνθηκε η έννοια του καταναλωτή, ώστε σε αυτή να εμπίπτουν και τα νομικά πρόσωπα, που είναι τελικοί αποδέκτες των προσφερομένων στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών. Η εν λόγω ρύθμιση του εθνικού μας νομοθέτη (που επαναλήφθηκε και στο μεταγενέστερο τροποποιητικό Ν. 3587/2007) είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε στο άρθρο 8 της ως άνω Οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών – μελών για επέκταση της προστασίας της (Οδηγίας), ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή. Συνεπώς, στο θεμιτώς και εγκύρως (υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου) διευρυμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 2251/1994 συγκαταλέγεται και το νομικό πρόσωπο, εφόσον είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών – προϊόντων (βλ. σχετ. ΑΠ 1001/2010 ΝοΒ 58.2275, ΕφΑθ 4788/2008 ΕΕμπΔ 2009.835, βλ. για το εν γένει ζήτημα: σχόλια Χαράς Γιαννόπουλου υπό την ΠΠρΧαν 61/2009 ΕΕμπΔ 2009.270), αδιαφόρως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση (ΑΠ 16/2009, 989/2004 ΕλλΔνη 50.521 και 47.1671 αντιστοίχως). Υιοθέτηση της υποστηριζόμενης στη θεωρία και νομολογία αντίθετης άποψης (Βλ. ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303), περί του ότι δηλαδή, κατά συσταλτική, υπό το φως της παραπάνω κοινοτικής Οδηγίας, ερμηνείας της ως άνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ Ν. 2251/1994, πρέπει να περιοριστεί η έννοια του καταναλωτή μόνο στο φυσικό πρόσωπο, κατ’ απόλυτο και a priori αποκλεισμό του νομικού προσώπου, θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα και θα προσέκρουε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού και το τελευταίο αυτό (νομικό πρόσωπο) δεν αποκλείεται να βρίσκεται στην ίδια με εκείνη του φυσικού προσώπου ασθενέστερη (έναντι του προμηθευτή) θέση, όπως τούτο συμβαίνει επί μικρών, ιδίως προσωπικών, εταιριών. Εξάλλου, θεωρείται καταναλωτής και εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994 και ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής κ.λπ., που και για επαγγελματικούς λόγους συνάπτει θαλάσσια ασφάλιση, εφόσον ο προμηθευτής (ασφαλιστής) διατηρεί διαπραγματευτική υπεροχή, την οποία και εκμεταλλεύεται για να επιβάλλει (στον ευρισκόμενο σε διαπραγματευτική μειονεξία ασφαλισμένο) τη δική του συμβατική τάξη (βλ. Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, 2007, τόμος III, σελ. 480, ειδικώς επί της ναυτικής αλληλασφάλισης: Β. Tουντόπoυλος, σχόλια υπό την δημοσιευμένη προκείμενη εκκαλούμενη απόφαση στην ΕΝΔ 34,46, σημ. 1 επ. και 10) λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι οι ρυθμίσεις του Ν. 2251/1994 είναι ειδικότερες και επικρατούν των αντίθετων εκείνων του Ν. 2496/1997, όπως αυτής του άρθρου 33, με την οποία καθιερώνεται (και) επί της θαλάσσιας ασφάλισης δυνατότητα συμβατικού περιορισμού των δικαιωμάτων του λήπτη και του ασφαλισμένου της (ΕφΠειρ 72/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής: η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Δηλαδή, για να θεωρηθεί ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής και συνακόλουθα συγκεκριμένη η διαφορά που υποβάλλεται στη δικαστική κρίση, αρκεί, από τη συνολική εκτίμηση του δικογράφου, να παρέχεται αφενός μεν στο Δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει το νομικά βάσιμο των ισχυρισμών του ενάγοντος, αφετέρου δε στον εναγόμενο να αντικρούσει την αγωγή, είτε αρνούμενος εν όλω ή εν μέρει το περιεχόμενό της, είτε προβάλλοντας ενστάσεις (ΕφΑθ 6350/1988 ΑρχΝ Μ΄.596). Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψή της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επί πλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της. Εξάλλου η, εξ απόψεως ιστορικής βάσεως, πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Αν όμως τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στην αγωγή και των γεγονότων αυτών. Διαφορετικά αυτή καθίσταται αόριστη ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων. Έτσι, αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως, η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 7138/2003, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, για την παροχή εννόμου προστασίας απαιτείται από τον νόμο η συνδρομή δύο διαδικαστικών προϋποθέσεων, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Η νομιμοποίηση, δηλαδή η ύπαρξη του δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων ή εναγόμενος ή της εξουσίας διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της εννόμου σχέσεως. Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποιήσεως, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση. Συνέπεια της παραλείψεως αναφοράς των στοιχείων της νομιμοποιήσεως στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο του δικογράφου τούτου. Η έλλειψη της νομιμοποιήσεως, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (κατά την διάταξη του άρθρου 73 ΚΠολΔ), σε κάθε στάση της δίκης, έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας του συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλουμένης εννόμου σχέσεως, την απόρριψη της αγωγής ως απαραδέκτου και όχι ως αβασίμου (Β. Βαθρακοκοίλη, «ΕρμΚΠολΔ», άρθρο 68 ΚΠολΔ, παρ. 1-3, 8, 10, 20, 96, 134, 141, σελ. 393-395, 397-398, 418, 424-425). Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή της δίκης, κατ’ αρχήν αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επιδίκου εννόμου σχέσεως (κατά κανόνα νομιμοποίηση) και συνεπώς, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των επικαλουμένων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Ώστε ο ενάγων, φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος της αποδείξεως, με συνέπεια και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής, για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, συμφώνως προς τον οποίον, μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ΑΠ 1272/1999 Δ/νη 2001.430, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ. 2005.372, ΕφΑθ 5685/1999 Δ/νη 2000.528). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα δε, οι ανωτέρω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό, μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους και, κατ’ επέκταση, νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ. Συνεπώς, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του αυτού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (ΟλΑΠ 14/2007), αρκεί να εκτίθενται τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστή να διαγνώσει τον τύπο της εταιρίας που πράγματι έχει συσταθεί και τον οποίο αυτός θα χαρακτηρίσει, χωρίς να δεσμεύεται από τον τυχόν δοθέντα από τους συμβληθέντες χαρακτηρισμό (AΠ 289/2013, ΕφΑθ 399/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει ένωση των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής είκοσι (20) φυσικών προσώπων, τα οποία, στην επιδίωξη και προσπάθεια από κοινού εκμετάλλευσης και διαχείρισης των στην περιοχή του μείζονος λιμένος Θήρας δραστηριοποιημένων επαγγελματικά επιβατηγών τουριστικών (Ε/Γ – Τ/Ρ) λέμβων, συνενώθηκαν σε άτυπη μορφή εταιρείας για την κοινή εμπορική και διαχειριστική εκμετάλλευση των στην συμπλοιοκτησία τους ανηκουσών Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβος με το όνομα «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Θήρας …, Δ.Δ.Σ. SY5456, κ.ο.χ. 24,37, κ.κ.χ., 14,30, εφοδιασμένη με δύο μηχανές diesel ιπποδυνάμεως 800 HP εκάστη, η οποία, από την αγορά της, το έτος 2007, ενετάχθη μαζί με άλλες δεκαεννέα λέμβους, επιχειρηματικά, ως επαγγελματική, στο στόλο της ενάγουσας, με κύρια απασχόληση την εξυπηρέτηση των εις τον όρμο της Θήρας καταπλεόντων καθ’ εκάστην και καθ’ όλη τη διάρκεια της ετήσιας τουριστικής περιόδου τουριστικών κρουαζιερόπλοιων προς αποβίβαση και επανεπιβίβαση των τουριστών επιβατών τους, ενώ η εναγομένη τυγχάνει ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, έχουσα ως αντικείμενο και τις ασφαλίσεις πλοίων κατά ζημιών από θαλάσσιους κινδύνους. Ότι όλα τα επαγγελματικά σκάφη της (ενάγουσας), μεταξύ των οποίων και η ως άνω λέμβος «…», ήταν ασφαλισμένα έναντι των σχετικών επαγγελματικών θαλάσσιων κινδύνων στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», ωστόσο, κατά το έτος 2009, λόγω της επικείμενης οικονομικής κατάρρευσης της τελευταίας, κατόπιν σχετικών διαπραγματεύσεων, αρχικώς μέσω του ασφαλειομεσίτη Σ. Κ. και στη συνεχεία, απευθείας με την εναγομένη και αφού προηγουμένως η τελευταία ζήτησε και εξέτασε όλα τα σχετικά ναυτιλιακά έγγραφα που αφορούσαν τη λέμβο «…», προέβη, δε, και σε έλεγχο αυτής στη νήσο Θήρα, με τεχνικό επιθεωρητή της, καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της εναγομένης σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης για την ανωτέρω λέμβο, εκδοθέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της οποίας (συμβάσεως) η τελευταία ασφάλισε το κύτος και τις μηχανές του σκάφους (hull & machinery) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτήν (σύμβαση), αρχικώς για το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 1-10-2010 και, ακολούθως, μετά την ανανέωση της ως άνω σύμβασης, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 1-10-2011, έως το ποσό των 650.000 ευρώ και η οποία (σύμβαση) προέβλεπε εφαρμογή του αγγλικού δικαίου (δηλαδή του «Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφάλισης – Marine Insurance Act» του 1906) και τη σύμφωνη με αυτό (αγγλικό δίκαιο) πρακτική, ως προς τους ειδικότερους ωστόσο όρους ασφάλισης, παρέπεμπε στις στερεότυπες ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985 για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses), οι οποίες ομοίως ερμηνεύονται και διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Ότι, κατά τη διάρκεια της ως άνω δεύτερης ασφαλιστικής περιόδου και, πιο συγκεκριμένα, την 30-5-2011, ενώ η ανωτέρω λέμβος έπλεε προς τον παλαιό λιμένα τον Φ. προκειμένου να αποβιβάσει τους επιβάτες τους οποίους είχε προηγουμένως παραλάβει από το κρουαζιερόπλοιο «…», εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον χώρο του μηχανοστασίου της, την οποία επιχείρησαν αρχικά να κατασβέσουν με τα υπάρχοντα στη λέμβο μέσα πυρόσβεσης, τα μέλη του πληρώματος συνεπικουρούμενα από άνδρες της πυροσβεστικής υπηρεσίας που επιβιβάσθηκαν εν πλω σε αυτή (λέμβο), ενώ τελικά αυτή (πυρκαγιά) κατασβέσθηκε στο λιμένα του Αθηνιού, όπου κατέπλευσε η λέμβος ρυμουλκούμενη από έτερο σκάφος, μετά την επέμβαση της τοπικής πυροσβεστικής υπηρεσίας. Ότι συνεπεία της ως άνω πυρκαγιάς, προκλήθηκαν βλάβες στο χώρο του μηχανοστασίου της λέμβου, αχρηστεύθηκαν οι δύο κύριες μηχανές, η ηλεκτρογεννήτρια και όλες οι καλωδιώσεις, ενώ προκλήθηκαν ζημίες και στο χώρο του σαλονιού, στο δάπεδο και την οροφή, τα καθίσματα, τις τουαλέτες και στις δύο καπνοδόχους αυτής (λέμβου). Ότι για την αποκατάσταση όλων των ανωτέρω ζημιών της λέμβου (η ενάγουσα) δαπάνησε το ποσό των 427.565,72 ευρώ, στο οποίο ανήλθε συνολικά το κόστος προμήθειας των ανταλλακτικών και εκτέλεσης των αναγκαίων επισκευαστικών και λοιπών συναφών εργασιών, έτσι όπως αυτές προσδιορίζονται ειδικότερα κατ’ είδος και κόστος στα ενσωματωμένα στο δικόγραφο της αγωγής τιμολόγια πώλησης και παροχής υπηρεσιών. Ότι το ανωτέρω συμβάν συνιστά, σύμφωνα με την καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστική σύμβαση, επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου, την οποία ανέλαβε να καλύψει ασφαλιστικώς η εναγομένη. Ότι, χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, η ενάγουσα ειδοποίησε την εναγομένη για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε τη ζημία της ως άνω ασφαλισμένης λέμβου, ανερχόμενη στο ως άνω ποσό, πλην όμως η εναγομένη, μολονότι διόρισε τεχνικό πραγματογνώμονα, ο οποίος υπολόγισε το συνολικό κόστος επισκευής της ασφαλισμένης λέμβου στο ποσό των 421.300 ευρώ, αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω καταβολή ακόμα και μετά την επίδοση σε αυτήν σχετικών εξώδικων επιστολών – οχλήσεων της ενάγουσας, παραβιάζοντας τις πηγάζουσες από την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση υποχρεώσεις της και επικαλούμενη ως λόγο απαλλαγής της από την αντίστοιχη υποχρέωσή της, όρο της ως άνω καταρτισθείσας ασφαλιστικής συμβάσεως και δη των Institute Yacht Clauses, ο οποίος είναι μεν καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος κατά το νόμο περί προστασίας του καταναλωτή (Ν. 2251/1994), αφού η ενάγουσα, η οποία συμμορφώθηκε πλήρως στις απορρέουσες από τη σύμβαση αυτή σχετικές υποχρεώσεις της, δεν τον γνώριζε, ως εκ τούτου επήλθε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος της, σε κάθε περίπτωση δε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι δεν συντρέχει λόγος απαλλαγής της εναγομένης για τη μη εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης της προς καταβολή της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης, ζητά, όπως το αγωγικό της αίτημα περιορίσθηκε παραδεκτώς (άρθρο 223 ΚΠολΔ) ως προς το ύψος της αιτούμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 412.721,55 ευρώ από την επίδοση της υπό κρίσιν αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ζητά, τέλος, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, α) για την κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η παράθεση άλλων, επίπλέον, στοιχείων, δεδομένου ότι διαλαμβάνονται σε αυτή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, τόσο η συναφθείσα σύμβαση ασφαλίσεως και η διάρκειά της, όσο και ο χρόνος, ο τόπος και οι συνθήκες επέλευσης της ασφαλιστικής περιπτώσεως στο ασφαλισμένο σκάφος καθώς και η ζημία που υπέστη η ενάγουσα (βλ. ΕφΑθ 8509/1992 ΕΝΔ 21.328 και ιδίως 329-330), περαιτέρω δε και εφόσον η τελευταία τυγχάνει ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, διαλαβάνονται στην αγωγή, ομοίως σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, τα απαιτούμενα για το κύρος του δικογράφου της στοιχεία ήτοι η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής ενώ μνημονεύονται αν και δεν απαιτείται, ακόμα και τα φυσικά πρόσωπα που την αποτελούν, (AΠ 289/2013, ΕφΑθ 399/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγομένης, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλλΔνη 41.43) και β) για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. 13717927/2015 διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά, το υπ’ αριθ. 9224634/2015 γραμμάτιο εισπράξεως Ε.Τ.Ε. και την υπ’ αριθ. 8931/2015 απόδειξη Ε.Τ.Α.Α.) παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18, 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 2 και 3Β περ. θ΄ Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφαλίσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝΔ 19.6), πρέπει να αναφερθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, συνομολογείται ότι με έντυπη ρήτρα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο εκδόθηκε σε απόδειξη της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι αφενός η τελευταία θα διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο και την αγγλική πρακτική, αφετέρου δε ότι στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχουν συμπεριληφθεί οι Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-1-1985, ως προς την ερμηνεία των οποίων εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική, τα ανωτέρω δε πράγματι προκύπτουν από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τα διάδικα μέρη ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Επομένως, στην προκείμενη υπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ και τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας και εφόσον σε αυτήν (υπό κρίσιν υπόθεση) δεν έχει εφαρμογή, ως ανωτέρω, ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη και συγκεκριμένα, τόσο ως προς τα ζητήματα που αφορούν το κύρος και την ισχύ της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που πηγάζουν εξ αυτής, όσο και ως προς τα ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία των ως άνω Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906) και η αγγλική πρακτική. Ενόψει δε του ότι οι διάδικοι προσκομίζουν προαποδεικτικά σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική (άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954), κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το περιεχόμενο των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αγγλικού δικαίου σε σχέση με τη θεμελίωση της υπό κρίσιν διαφοράς, ιδίως ως προς τα ζητήματα, στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς της περί απαλλαγής της ευθύνης της από την ασφαλιστική σύμβαση η εναγομένη, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002.55, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Ενόψει όλων των προαναφερομένων καθώς και των διαλαμβανομένων στη μείζονα πρόταση της παρούσας περί των νομικών κανόνων και διατάξεων του αγγλικού δικαίου, της αγγλικής νομολογίας και της τοιαύτης πρακτικής σχετικώς με τα θέματα της θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως, που αφορούν στη προκειμένη υπόθεση, η υπό κρίσιν αγωγή, με την οποία ζητείται η καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως για τη ζημία του σκάφους της ενάγουσας, έτσι όπως αυτή προβλέπεται στο καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων ασφαλιστήριο συμβόλαιο, τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου 1, 3, 5, 6, 17, 21, 22, 23, 24, 27, 52, 55, 56, 57, 60, 61, 67 του Marine Insurance Act 1906 καθώς και σε αυτές των άρθρων 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori, ενώ περαιτέρω δε, ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 τυγχάνει και ο καθ’ υποφοράν ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταχρηστικότητας και ως εκ τούτου ακυρότητας της συγκεκριμένης Ρήτρας του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-1-1985, της οποίας έκανε χρήση η εναγομένη προς απαλλαγή της από την ευθύνη της ως ασφαλίστριας, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν αναφέρεται γενικά περί της υπαγωγής της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης στις ρυθμίσεις του Αγγλικού δικαίου, ως ερχόμενης σε αντίθεση με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 ήτοι περί υπέρμετρης σε βάρος της διατάραξης της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της και περί ασαφούς διατύπωσης του συνόλου των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, συγκεκριμένους όρους του οποίου ωστόσο επικαλείται προς στήριξη της αγωγικής της αξίωσης ενώ, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις του Ν. 2251/1994 είναι ειδικότερες και επικρατούν των αντίθετων εκείνων του Ν. 2496/1997, όπως αυτής του άρθρου 33, με την οποία καθιερώνεται (και) επί της θαλάσσιας ασφάλισης δυνατότητα συμβατικού περιορισμού των δικαιωμάτων του λήπτη και του ασφαλισμένου, τυγχάνει καταναλωτής και εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής και στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994 και το νομικό πρόσωπο και δη ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής κ.λπ., που για επαγγελματικούς λόγους συνάπτει θαλάσσια ασφάλιση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Εξάλλου, το εφαρμοστέο στην υπό κρίσιν υπόθεση, αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Marine Insurance Act 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί από τη σύμβαση (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη, δηλαδή να αρνηθεί την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου και 2) των κανόνων περί warranties των άρθρων 33 επ. Marine Insurance Act 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση και η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, όσον αφορά στην ως άνω δεύτερη ομάδα κανόνων, σχετικά με αυτούς πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του Marine Insurance Act 1906 δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται ως «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. του 1906, αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27.370, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής (ΠΠρΠειρ 5462/1999, ό.π.). Εξάλλου, οι ως άνω εγγυήσεις (warranties) μπορούν να δημιουργηθούν με μία ποικιλία τρόπων, όταν δε η ασφάλιση ξεκινάει με την συμπλήρωση πρότασης ασφαλίσεως από τον ασφαλιζόμενο ή για λογαριασμό του, είναι σύνηθες να εγγυάται ο ασφαλιζόμενος, δυνάμει ρήτρας «βάσης της σύμβασης» («Basis of the contract» clause), που περιέχεται στην πρόταση, ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς. Η συνέπεια τέτοιας δήλωσης είναι να μετατρέψει όλες τις απαντήσεις του ασφαλισμένου στη σύμβαση σε εγγυήσεις (βλ. Colinvaux & Merkins Insurance Contract Law τόμος 1 ας παρ. Α – 0654).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, συνομολογεί ρητώς (άρθρο 352 ΚΠολΔ) την κατάρτιση και τη διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως καθώς και τους καλυπτόμενους κινδύνους αρνούμενη, ωστόσο, την ύπαρξη ασφαλιστικού συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, ενώ, επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων αλλά και κατά τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως ασφαλίσεως, η ενάγουσα παρέβη το καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και σκόπιμα δήλωσε αναληθώς σε αυτήν ουσιώδη γεγονότα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις ως άνω νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, άλλως παρέλειψε να δηλώσει σε αυτήν γνωστά στην ίδια (ενάγουσα) γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφασή της (εναγομένης) για την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου και την κατάρτιση του ασφαλιστήριου συμβολαίου ή – σε περίπτωση τελικής καταρτίσεώς του – το ύψος του ασφαλίστρου και τους ειδικότερους όρους υπό τους οποίους θα καταρτιζόταν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, έτι περαιτέρω δε, (ισχυρίζεται) ότι (η ενάγουσα) παρέβη όρους, ομοίως κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις ως άνω νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, που είχαν τον χαρακτήρα ρητής εγγυημένης υποχρέωσής της (ενάγουσας), και πιο συγκεκριμένα ότι η επίδικη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19.4 της υπ’ αριθ. 328 Ρήτρας του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-1-1985, περί εφοδιασμού του μηχανοστασίου με αυτόματο ή ελεγχόμενο από τη θέση οδήγησης σύστημα πυρόσβεσης, έτσι ώστε, συνεπεία των παραβάσεών της (ρήτρας), η ίδια (εναγομένη) να ελευθερώνεται από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως και να μην υποχρεώνεται στην καταβολή της ένδικης ασφαλιστικής αποζημιώσεως. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγομένης, τους οποίους αρνείται η ενάγουσα, συνιστούν νόμιμες καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, στηριζόμενες στις διατάξεις που αναφέρονται στην προεκτεθείσα μείζονα πρόταση και θα πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης και της κατ’ άρθρο 417 ΚΠολΔ κατάθεσης του οικονομικού διευθυντή της ενάγουσας, Γ. Δ., που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των υπ’ αριθ. 9267/11-9-2015 και 9268/11-9-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των Δ.. Σ.. και Η. Ε. αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Θήρας, Ειρήνης Βαξάλη και της υπ’ αριθ. 22.970/14-9-2015 ένορκης βεβαίωσης του Σ. Κ., που ελήφθη ομοίως με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 6.185β/4-9-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Θ. Σ. και των υπ’ αριθ. 1784/15-9-2015, 1785/15-9-2015 και 1786/15-9-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των Ζ…, Χ… Β… – Σ.. και Π… Τ… αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 2700/10-9-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ιωάννη Αγγελόπουλου καθώς και της υπ’ αριθ. 1788/17-9-2015 ένορκης βεβαίωσης του Ζαχαρία Παπαϊωάννου, που ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, μέσα στα πλαίσια του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠολΔ προς αντίκρουση των ως άνω ληφθεισών με επιμέλεια της ενάγουσας ενόρκων βεβαιώσεων, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 2700/10-9-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ιωάννη Αγγελόπουλου, καθώς και όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει ένωση προσώπων, τα οποία, στην επιδίωξη και προσπάθεια από κοινού εκμετάλλευσης και διαχείρισης των στην περιοχή του μείζονος λιμένος Θήρας επιβατηγών τουριστικών λέμβων, δραστηριοποιούμενων επαγγελματικά στο αντικείμενο της εξυπηρέτησης των τουριστικών κρουαζιερόπλοιων που καταπλέουν καθ’ όλη τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου στον όρμο της νήσου Θήρας και, πιο συγκεκριμένα, στη μεταφορά των επιβατών τους από τα πλοία προς τη Θήρα και αντιστρόφως, συνενώθηκαν σε άτυπη μορφή εταιρείας για την κοινή εμπορική και διαχειριστική εκμετάλλευση των ως άνω στην συμπλοιοκτησία τους ανηκουσών Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβος με το όνομα «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Θήρας 41, Δ.Δ.Σ. SY5456, κ.ο.χ. 24,37, κ.κ.χ., 14,30, εφοδιασμένη με δύο μηχανές diesel ιπποδυνάμεως 800 HP εκάστη, της συμπλοιοκτησίας των ,…, ορίζοντας άτυπα πρόεδρο και διαχειριστή αυτής (ενάγουσας) τον ένατο των ως άνω συμπλοιοκτητών της λέμβου «…», Γ. Κ.. Τόσο η ανωτέρω όσο και οι λοιπές Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβοι, των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση είχε ανατεθεί στην ενάγουσα, ήταν ασφαλισμένες έναντι των σχετικών σχετικών επαγγελματικών θαλάσσιων κινδύνων στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» μέχρι το έτος 2009. Ωστόσο, όταν περί τις αρχές του φθινοπώρου του ως άνω έτους, έγινε ευρέως γνωστό ότι η ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία αντιμετώπιζε σημαντική οικονομική δυσχέρεια και ήταν αμφίβολη η εξακολούθηση της ομαλής λειτουργίας της, η ενάγουσα, διά του ως άνω ατύπου εκπροσώπου της, …, επιδίωξε την ασφαλιστική κάλυψη των λέμβων του στόλου της, συμπεριλαμβανομένης και της λέμβου «…», από άλλη ασφαλιστική εταιρεία, κατόπιν δε της μεσολάβησης του ασφαλειομεσίτη Σ. Κ., ο οποίος είχε μεσολαβήσει και για την προηγούμενη ασφάλιση των λέμβων της ενάγουσας στην «…», καταρτίσθηκαν με την εναγομένη, για τις περισσότερες από τις λέμβους που ήταν ενταγμένες στην ενάγουσα, νέες συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης τόσο για τυχόν απώλεια ή ζημία που θα προκαλείτο στο κύτος και τις μηχανές τους (hull & machinery) όσο και για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων (third party liability). Ειδικότερα, δυνάμει συμβάσεως θαλάσσιας ασφαλίσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … 23968/ 12-10-2009 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η εναγομένη ασφάλισε τη λέμβο «…», για απώλεια ή ζημία που θα προκαλείτο στο κύτος και τις μηχανές της (hull & machinery) από τους θαλάσσιους κινδύνους μεταξύ άλλων σύμφωνα και με τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως που περιλαμβάνονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), οι οποίες επισυνάφθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού, για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών ήτοι από 1-10-2009 έως 1-10-2010, με ασφαλιζόμενη αξία συνολικού ποσού 650.000 ευρώ, δυνάμει δε του υπ’ αριθ. …… ανανεωτηρίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η ως άνω ασφάλιση της εν λόγω λέμβου από την εναγομένη έναντι των ίδιων κινδύνων και με τους ίδιους όρους του αρχικού ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανανεώθηκε για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) περαιτέρω μηνών ήτοι από την 1-10-2010 έως την 1-10-2011. Τόσο στο ως άνω ασφαλιστήριο όσο και στο ανανεωτήριο αυτού, που αφορούν στην εν λόγω λέμβο, αναγράφεται ως λήπτρια της ασφάλισης (policy holder) και ως ασφαλισμένη (assured) η ενάγουσα και όχι τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρθηκαν ανωτέρω ή η συμπλοιοκτησία αυτών. Η καταχώρηση στο ως άνω ασφαλιστήριο και ανανεωτήριο της επωνυμίας της ενάγουσας καταδεικνύει ότι αντισυμβαλλόμενη της εναγομένης στην ως άνω σύμβαση ασφάλισης, που αφορά τη λέμβο «…» και λήπτρια της ασφάλισης αποτελεί η ενάγουσα έτσι ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς το ζήτημα της ιδιότητας της ενάγουσας ως διατηρούσας ασφαλιστικό συμφέρον – ασφαλισμένης – λήπτριας της ασφάλισης στην εν λόγω σύμβαση. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο το ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι διαπραγματεύσεις, που αφορούν την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης ασφάλισης, διενεργήθηκαν για λογαριασμό της ενάγουσας από τον άτυπο εκπρόσωπο αυτής, Γ. Κ. ενώ στο επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο, δυνάμει του οποίου η εν λόγω λέμβος ήταν ασφαλισμένη για προγενέστερο χρονικό διάστημα στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» και το οποίο παραδόθηκε στην εναγομένη προς έκδοση των δικών της ασφαλιστηρίων, ομοίως αναγράφετο ως λήπτρια της ασφάλισης (policy holder) και ως ασφαλισμένη (assured) η ενάγουσα, όσο και το ότι στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. 12297 και 22920 αποδείξεις για την καταβολή των σχετικών ασφαλίστρων προς την εναγομένη, αναγράφεται ως ασφαλιζόμενος και λήπτης ασφάλισης η ενάγουσα χωρίς να υπάρχει κάποια αναφορά των ως άνω φυσικών προσώπων ή της συμπλοιοκτησίας αυτών καθώς και το ότι στις επιστολές, που αφορούν την αλληλογραφία μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι της εκδήλωσης πυρκαγιάς στην εν λόγω λέμβο την 30-5-2011, αναγράφονται ως αποστολέας και ως παραλήπτης αντιστοίχως, η ενάγουσα και όχι τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρθηκαν ανωτέρω ή η συμπλοιοκτησία αυτών (βλ. τις από 7-7-2011, 13-7-2011 και 21-7-2011 επιστολές της ενάγουσας προς την εναγομένη, καθώς και τις από 19-7-2011 και 27-7-2011 επιστολές της εναγομένης προς την ενάγουσα), ενώ από το περιεχόμενο των ως άνω επιστολών συνάγεται ότι αυτός που αξιώνει την καταβολή της σχετικής ασφαλιστικής αποζημίωσης δεν είναι η συμπλοιοκτησία «Ε/Γ …» ή τα φυσικά πρόσωπα που την αποτελούν αλλά η ενάγουσα, το ανωτέρω συμπέρασμα δε, δεν αναιρείται από το ότι στο ως άνω εκδοθέν από την εναγομένη ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναγράφεται παραπλεύρως της φράσεως «ΛΗΠΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» και της επωνυμίας της ενάγουσας ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (A.Φ.Μ.) της συμπλοιοκτησίας «Ε/Γ …» καθώς μόνον από το στοιχείο αυτό δεν αποδεικνύεται ότι πραγματικός αντισυμβαλλόμενος της εναγομένης ήταν αυτός στον οποίο ανήκε ο ανωτέρω Α.Φ.Μ. και όχι αυτός του οποίου η επωνυμία αναγράφεται στο ασφαλιστήριο (ενάγουσα), άλλωστε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στις διάφορες συναλλαγές είθισται να καταχωρείται στα σχετικώς συντασσόμενα έγγραφα (π.χ. μισθωτήρια, τιμολόγια κλπ) ο Α.Φ.Μ. των συναλλαγέντων, κατά την αντίστοιχη δήλωση των τελευταίων, χωρίς να γνωρίζουν αυτοί εάν ο αναγραφόμενος Α.Φ.Μ. ανήκει πραγματικά στον συναλλαγέντα ή σε τρίτο ενώ, σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα μπορεί να διαθέτει Α.Φ.Μ. ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει νομική προσωπικότητα, ενόψει του ότι Α.Φ.Μ. διαθέτει και κάθε είδους νομική οντότητα (άρθρα 3 και 11 του Ν. 4174/2013). Βάσει των ανωτέρω και δεδομένου ότι στη σύμβαση ασφάλισης ο ασφαλισμένος δεν απαιτείται να είναι και κύριος του σχετικού πλοίου, αλλά αρκεί από τη φύση της σχέσεως, που συνδέει τον ασφαλισμένο με το πλοίο, ο ασφαλισμένος να μπορεί να ευνοηθεί από τη διατήρησή του ή να ζημιωθεί από την καταστροφή του, στην προκείμενη περίπτωση δε, όπως προαναφέρθηκε, η ασφαλισμένη ενάγουσα δραστηριοποιείται επιχειρηματικώς εκμεταλλευόμενη την εν λόγω λέμβο («…»), μαζί με άλλες τέτοιες λέμβους, κατά συνέπεια συνδέεται με αυτή (λέμβο) βάσει σχέσεως, από την οποία απορρέει ωφέλειά της από τη διατήρησή της και ζημία της από την καταστροφή της, νομιμοποιούμενη έτσι, προς απόκτηση της ιδιότητας του ασφαλισμένου στην εν λόγω σύμβαση, αποδεικνύεται ότι ασφαλισμένος και δικαιούχος της τυχόν οφειλόμενης από την εναγομένη ασφαλιστικής αποζημίωσης, λόγω της επέλευσης του αναφερομένου στην αγωγή ασφαλιστικού κινδύνου, σύμφωνα με το εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο (άρθρο 1 του Marine Insurance Act του 1906), που διέπει τη σχετική σύμβαση ασφαλίσεως, τυγχάνει η ενάγουσα και όχι η συμπλοιοκτησία «Ε/Γ …» ή τα αποτελούντα αυτή φυσικά πρόσωπα, σε περίπτωση δε ενδεχόμενης καταβολής στους ανωτέρω και όχι στην ασφαλισμένη και λήπτρια της ασφάλισης ενάγουσα, εξαιτίας του ότι αυτοί δεν έχουν την ιδιότητα του ασφαλισμένου στην εν λόγω σύμβαση, η εναγόμενη διατρέχει τον κίνδυνο η σχετική καταβολή να μην έχει τα εκ του νόμου αποτελέσματα της, λόγω διενέργειάς της προς μη δικαιούχο, έτσι όπως σε όλα τα ανωτέρω συμπεράσματα κατέληξε η τελεσίδικη υπ’ αριθ. 768/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, εκδοθείσα επί αγωγής με το ίδιο αντικείμενο των ως άνω φυσικών προσώπων αποτελούντων την συμπλοιοκτησία «Ε/Γ …» κατά της εναγομένης, απορριπτομένων, συνεπώς, ως κατ’ ουσίαν αβασίμων των ισχυρισμών της εναγομένης περί ελλείψεως ασφαλιστικού συμφέροντος, ενεργητικής νομιμοποίησης και απαγόρευσης αδικαιολόγητου πλουτισμού της ενάγουσας. Ομοίως, εξάλλου, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας λόγω του ότι δικαιούχος της όποιας οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης τυγχάνει η τράπεζα «ALPHA BANK», η οποία ήταν ενυπόθηκη δανείστρια δυνάμει ναυτικής υποθήκης συσταθείσας επί της λέμβου «…» καθόσον, όπως προκύπτει από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από αμφότερους τους διαδίκους υπ’ αριθ. 233/15-9-2015 έγγραφο της «ALPHA BANK», η τελευταία «παραιτείται από το νόμιμο δικαίωμά της να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση που οφείλεται από την (εναγομένη) δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπ’ αριθμόν … 23968/ 12-10-2009, ως τούτο ανανεώθηκε τον Οκτώβριο του έτους 2010 για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου που επήλθε την 30-5-2011 και ώρα 16.40 μ.μ. στην θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο ηφαίστειο και το λιμάνι των Φ., λόγω εκδηλωθείσας πυρκαγιάς στο μηχανοστάσιο του σκάφους …, ως ενυπόθηκος δανείστρια δυνάμει της ναυτιλιακής υποθήκης που συστάθηκε επί του υπό ελληνική σημαία επιβατικού πλοίου ……». Περαιτέρω, μεταξύ των περιληφθέντων στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση όρων του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), περιλαμβάνεται και ο υπ’ αριθ. 19.4 όρος της ρήτρας 328, πιο συγκεκριμένα δε, τόσο στο ως άνω υπ’ αριθ. … όσο και στο ως άνω υπ’ αριθ. … … ανανεωτήριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αναφέρεται ρητά ότι διαγράφεται, μεταξύ άλλων άρθρων, και το άρθρο 5.1 της ρήτρας 328 του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), σύμφωνα με το οποίο «5.1 δηλώνεται σαν απαράβατος όρος (warranty), ότι η μέγιστη ταχύτητα του πλοίου ή του κυρίως πλοίου, σε περίπτωση πλοίου που φέρει λέμβο (λέμβους), δεν ξεπερνά τους 17 κόμβους.», στη συνέχεια δε, σύμφωνα με το αμέσως επόμενο άρθρο 5.2, προβλέπεται τί θα ισχύει σε περίπτωση διαγραφής, ως εν προκειμένω, του ως άνω άρθρου 5.1 από την καταρτισθείσα μεταξύ του ασφαλισμένου και του ασφαλιστή, ασφαλιστική σύμβαση, «σε περίπτωση που οι ασφαλιστές συμφωνήσουν στην απάλειψη αυτής της δήλωσης – εγγύησης, θα ισχύουν επίσης και οι όροι της παρακάτω Ρήτρας περί Ταχύπλοοων Σκαφών Αριθμός 19», σύμφωνα δε με την ως άνω ρήτρα 19 και δη το άρθρο 19.4 αυτής «19. ΡΗΤΡΑ ΤΑΧΥΠΛΟΟΩΝ, ΟΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ Η ΡΗΤΡΑ ΑΥΤΗ 19 ΘΑ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕΙ ΟΠΟΙΩΝΔΗΠΟΤΕ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΡΗΤΡΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΖΕΤΑΙ…19.4 Αν το πλοίο είναι εφοδιασμένο με εσωλέμβιο κινητήρα, η ασφάλιση δεν καλύπτει απαίτηση που προκαλείται ή προέρχεται από φωτιά ή έκρηξη, εκτός αν το πλοίο είναι εφοδιασμένο στο μηχανοστάσιο (ή στο χώρο μηχανής), το χώρο δεξαμενής και του μαγειρείου, με σύστημα πυρόσβεσης που λειτουργεί αυτόματα ή ελέγχεται από τη θέση οδήγησης και που είναι σωστά τοποθετημένο και συντηρημένο σε κατάσταση καλής απόδοσης». Ο όρος αυτός, ο οποίος περιελήφθη ρητώς στα ως άνω ασφαλιστήρια συμβόλαια, ισχύων σε αντικατάσταση του αποτελούντος ρητή εγγύηση αλλά διαγραφέντος άρθρου 5.1, αποτελεί ομοίως ρητή εγγύηση, η παράβαση της οποίας συνεπάγεται απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του απέναντι στον ασφαλιζόμενο. Εξάλλου, την 30-5-2011, ενώ η ανωτέρω ασφαλισμένη λέμβος έπλεε προς τον παλαιό λιμένα τον Φ. προκειμένου να αποβιβάσει τους επιβάτες τους οποίους είχε προηγουμένως παραλάβει από το κρουαζιερόπλοιο «…», εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον χώρο του μηχανοστασίου της, την οποία επιχείρησαν αρχικά να κατασβέσουν με τα υπάρχοντα στη λέμβο μέσα πυρόσβεσης, τα μέλη του πληρώματος συνεπικουρούμενα από άνδρες της πυροσβεστικής υπηρεσίας που επιβιβάσθηκαν εν πλω σε αυτή (λέμβο), ενώ τελικά αυτή (πυρκαγιά) κατασβέσθηκε στο λιμένα του Αθηνιού, όπου κατέπλευσε η λέμβος ρυμουλκούμενη από έτερο σκάφος, μετά την επέμβαση της τοπικής πυροσβεστικής υπηρεσίας, συνεπεία δε της ως άνω πυρκαγιάς, προκλήθηκαν βλάβες στο χώρο του μηχανοστασίου της λέμβου, αχρηστεύθηκαν οι δύο κύριες μηχανές, η ηλεκτρογεννήτρια και όλες οι καλωδιώσεις, ενώ προκλήθηκαν ζημίες και στο χώρο του σαλονιού, στο δάπεδο και την οροφή, τα καθίσματα, τις τουαλέτες και στις δύο καπνοδόχους αυτής. Αμέσως μετά το ως άνω συμβάν, η εναγομένη ανήγγειλε την ως άνω φερόμενη ως επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στην εναγομένη, ειδοποίησε δε την τελευταία για την καταβολή της σύμφωνης με τους όρους της ως άνω καταρτισθείσας μεταξύ τους ασφαλιστικής συμβάσεως, ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία θα κάλυπτε τη ζημία της ως άνω ασφαλισμένης λέμβου, ανερχόμενη στο ποσό των 427.565,72 ευρώ, στο οποίο ανήλθε το κόστος αποκατάστασης (προμήθεια των ανταλλακτικών και εκτέλεση των αναγκαίων επισκευαστικών και λοιπών συναφών εργασιών) και το οποίο αποδέχθηκε ως προς το μεγαλύτερο μέρος του η εναγομένη βάσει διενεργηθείσας επιθεωρήσεως του κοστολόγιου επισκευών από τον διορισθέντα από την ίδια τεχνικό πραγματογνώμονα, Γεώργιο Οικονόμου (για λογαριασμό της εταιρείας «…»), ο οποίος υπολόγισε το συνολικό κόστος επισκευής της ασφαλισμένης λέμβου στο ποσό των 421.300 ευρώ Η τελευταία (εναγομένη), ωστόσο, αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω καταβολή ακόμα και μετά την επίδοση σε αυτήν των σχετικών από 7-7-2011 και 13-7-2011 επιστολών, σε απάντηση δε αυτών, επέδωσε στην ενάγουσα την από 19-7-2011 επιστολή, με την οποία επαναλάμβανε τους ως άνω αναφερθέντες, περιλαμβανόμενους στο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ισχύοντες για την προκειμένη ασφαλιστική σύμβαση όρους του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), περαιτέρω ανέφερε ότι σύμφωνα με την επιθεώρηση του διορισθέντος από αυτήν πραγματογνώμονα αλλά και σύμφωνα με το περιεχόμενο του ημερολογίου γέφυρας της ασφαλισμένης λέμβου, «προκύπτει με σαφήνεια ότι για την κατάσβεση της πυρκαγιάς υπήρξε προσπάθεια χρήσης πυροσβεστήρων, ουχί δε κάποιου αυτόματου συστήματος πυρόσβεσης, που ήταν ανύπαρκτο στο χώρο του μηχανοστασίου και στο χώρο των δεξαμενών καυσίμων, όπως επίσης εκ της θέσης οδήγησης (πλοήγησης) της λέμβου, δεν υπήρχε δυνατότητα χειρισμού (θέσης λειτουργίας) του (ανύπαρκτου) συστήματος πυρόσβεσης» και κατέληγε «καθώς υπήρξε παράβαση εκ μέρους σας της ως άνω υπ’ αριθ. 19.4 Ρήτρας από το ως άνω ασφαλιστήριό μας συμβόλαιο ουδεμία απαίτησή σας τυγχάνει ασφαλιστικά καλυπτόμενη σε σχέση με το κόστος αποκατάστασης των όποιων ζημιών έχουν προκληθεί από την εν λόγω πυρκαγιά στην ασφαλισμένη λέμβο σας και σας γνωρίζουμε ότι τα υποβληθέντα αιτήματά σας προς προκαταβολή ή καταβολή ασφαλίσματος για το ως άνω περιστατικό τυγχάνουν απορριπτέα», ισχυρισμό, τον οποίο επανέλαβε και με την από 27-7-2011 επιστολή της προς την ενάγουσα. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ταυτιζόμενος, εν προκειμένω, ως προς το περιεχόμενό του, με τη νομίμως υποβληθείσα καταλυτική της υπό κρίσιν αγωγής ένσταση της εναγομένης περί απαλλαγής της από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως, συνεπώς και από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης επειδή η ενάγουσα παρέβη το ασφαλιστικό βάρος (warranty) ρητής εγγυημένης υποχρέωσής της (ενάγουσας), αποδεικνύεται και κατ’ ουσίαν βάσιμος, γενομένης δε δεκτής ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης, η ανωτέρω μερική απώλεια του σκάφους της ενάγουσας δεν καλύπτεται από την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως δεδομένου ότι, ανεξάρτητα από το αν ο επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο οποίος εν προκειμένω επήλθε, η εναγομένη απαλλάσσεται, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, από την ασφαλιστική της ευθύνη λόγω της παράβασης ρήτρας συμβατικής εγγύησης από την ενάγουσα. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος, αποτελούν τόσο η ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, Γρηγορίου Κασωτάκη, ο οποίος, υπό την ιδιότητα του ως τεχνικού πραγματογνώμονα, επιβεβαίωσε τα όσα αναφέρει στα συντεταγμένα από τον ίδιο και επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη από 14-9-2015 έγγραφα «ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΓΩΓΗΣ Ε/Γ … – ΖΗΜΙΕΣ ΠΛΟΙΟΥ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ» και «ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Ε/Γ … – ΑΥΤΟΜΑΤΑ Ή ΧΕΙΡΟΚΙΝΗΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΗΣ ΜΗΧΑΝΟΣΤΑΣΙΟΥ ΠΛΟΙΟΥ» περί του ποιά συστήματα πυρόσβεσης μηχανοστασίου πληρούν τις τιθέμενες από τον όρο 19.4 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985) προδιαγραφές, περί του αν η ασφαλισμένη στην εναγομένη λέμβος διέθετε σύστημα πυρόσβεσης μηχανοστασίου και το είδος αυτού καθώς και περί του αν η εγκατάσταση συστήματος παρακολούθησης του χώρου του μηχανοστασίου από την θέση διακυβέρνησης, το οποίο διέθετε η λέμβος, συνιστά εναρμόνιση με τις τιθέμενες από το περιεχόμενο του ως άνω όρου προδιαγραφές, όσο και η κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο οικονομικού διευθυντή της ενάγουσας, Γ. Δ., καθώς και τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Σ. και Η. Ε., κυβερνήτη και ναυπηγού της κατασκευάστριας εταιρείας της ασφαλισμένης λέμβου αντίστοιχα, άπαντες οι οποίοι επιβεβαιώνουν την εκ κατασκευής της (λέμβου) – λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας – έλλειψη αυτόματου συστήματος πυρόσβεσης του μηχανοστασίου, ελεγχομένου από τη θέση οδήγησής της (λέμβου) καθώς και το από 25-11-2011 ενημερωτικό σημείωμα του ως άνω διορισθέντος από την εναγομένη τεχνικού πραγματογνώμονα, Γεωργίου Οικονόμου (για λογαριασμό της εταιρείας «…»), ο οποίος, κληθείς στο ναυπηγείο προκειμένου να επιθεωρήσει τις εκτελεσθείσες προς επισκευή της ασφαλισμένης λέμβου εργασίες, διαπίστωσε ότι είχε γίνει νέα εγκατάσταση μονίμου δικτύου (συστήματος) πυρόσβεσης στο χώρο του μηχανοστασίου, πληρούντος τις τιθέμενες από το περιεχόμενο του όρου 19.4 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985) τεχνικές προδιαγραφές, το οποίο, κατά την ημερομηνία επέλευσης του κινδύνου (πυρκαγιάς) δεν ήταν εγκατεστημένο στο ανωτέρω σκάφος, όπως άλλωστε την εκ των υστέρων εγκατάσταση επιβεβαίωσε και κατά την επ’ ακροατηρίου κατάθεση του, ο ως άνω αναφερθείς Γεώργιος Δαμίγος, απορριπτομένου ως εκ τούτου, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού της ενάγουσας περί μη παραβάσεως εκ μέρους της, της ως άνω ρήτρας συμβατικής εγγύησης επειδή η ασφαλισμένη λέμβος διέθετε σύστημα ελέγχου και παρακολούθησης από την θέση οδήγησης (διακυβέρνησης) όλου του χώρου λειτουργίας των μηχανών με κάμερες, εγκατάσταση η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, πληρούσε τις τιθέμενες από το περιεχόμενο του όρου 19.4 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985) τεχνικές προδιαγραφές. Εξάλλου, ομοίως, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταχρηστικότητας και ως εκ τούτου ακυρότητας λόγω της αντιθέσεώς της στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή (άρθρο 2 του Ν. 2251/1994), της ως άνω Ρήτρας του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-1-1985, της οποίας έκανε χρήση η αντίδικός της προς απαλλαγή της από την ευθύνη της ως ασφαλίστριας, αφού η ενάγουσα, η οποία συμμορφώθηκε πλήρως στις απορρέουσες από τη σύμβαση αυτή σχετικές υποχρεώσεις της, δεν τον γνώριζε καθόσον δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης προ της καταρτίσεως της συμβάσεως. Ειδικότερα, το υπ’ αριθ. … 23968/ 1-10-2010 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου ανανεώθηκε για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών ήτοι από την 1-10-2010 έως την 1-10-2011, η ασφάλιση της λέμβου «…» από την εναγομένη για απώλεια ή ζημία που θα προκαλείτο στο κύτος και τις μηχανές της (hull & machinery) από τους θαλάσσιους κινδύνους, με ασφαλιζόμενη αξία συνολικού ποσού 650.000 ευρώ, μεταξύ άλλων σύμφωνα και με τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως που περιλαμβάνονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985) – μεταξύ αυτών και του ως άνω υπ’ αριθ. 19.4 όρου της ρήτρας 328 – οι οποίες επισυνάφθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού, εντός του χρονικού διαστήματος ισχύος του οποίου (30-5-2011) έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν της πυρκαγιάς και η εξ αυτής ζημία της ενάγουσας, εξεδόθη σε ανανέωση του όμοιου κατά το περιεχόμενο ως προς τους περιλαμβανόμενους σε αυτό όρους, υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου με διάρκεια από 1-10-2009 έως 1-10-2010. Η ως άνω μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλίσεως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, καταρτίσθηκε όταν περί τις αρχές του φθινοπώρου του έτους 2009 έγινε ευρέως γνωστό ότι η ασφαλιστική εταιρεία «…», στην οποία ήταν ασφαλισμένη έναντι των σχετικών επαγγελματικών θαλάσσιων κινδύνων μέχρι τότε τόσο η ανωτέρω όσο και οι λοιπές Ε/Γ – Τ/Ρ λέμβοι, των οποίων η διαχείριση και εκμετάλλευση είχε ανατεθεί στην ενάγουσα, αντιμετώπιζε σημαντική οικονομική δυσχέρεια και ήταν αμφίβολη η εξακολούθηση της ομαλής λειτουργίας της, οπότε η ενάγουσα διά του ως άνω ατύπου εκπροσώπου της …, επιδίωξε την ασφαλιστική κάλυψη των λέμβων του στόλου της, συμπεριλαμβανομένης της εν λόγω λέμβου, από άλλη ασφαλιστική εταιρεία και δη την εναγομένη, κατόπιν δε της μεσολάβησης του ασφαλειομεσίτη Σ. Κ., ο οποίος είχε μεσολαβήσει και για την προηγούμενη ασφάλιση των λέμβων της ενάγουσας στην «…» και ο οποίος υπέβαλε προς την εναγομένη το σχετικό αίτημα ασφάλισης αυτών (λέμβων) παραδίδοντας σε αυτήν τα προηγουμένως καταρτισθέντα με την «…» ασφαλιστήρια συμβόλαια, μεταξύ των οποίων και το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. … ανανεωτήριο συμβόλαιο για τη λέμβο «…», το οποίο ανέφερε περί διαγραφής του άρθρου 5.1 της ρήτρας 328 του Ινστιτούτου για την Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), η οποία συνεπάγεται σύμφωνα με τα ανωτέρω την ισχύ της ως άνω ρήτρας 19 και δη του άρθρου 19.4 αυτής, καταρτίσθηκαν με την εναγομένη, για τις περισσότερες από τις λέμβους που ήταν ενταγμένες στην ενάγουσα, νέες συμβάσεις θαλάσσιας ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και αυτή για την ασφάλιση στην εναγομένη της λέμβου «…» εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … και με διάρκεια από 1-10-2009 έως 1-10-2010, ασφαλιστηρίου. Συνεπώς, η ως άνω μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφαλίσεως υπήρξε, κατόπιν προτάσεως της ιδίας της ενάγουσας, πραγματωθείσας δια της παραδόσεως στην εναγομένη, του προηγουμένως καταρτισθέντος με την «…» ασφαλιστηρίου συμβολαίου, όμοια, κατά το περιεχόμενό της ,με την ήδη ενεργή από το χρόνο αγοράς της λέμβου, ήτοι από το έτος 2007, μεταξύ της ενάγουσας και της ασφαλιστικής εταιρείας «…» ασφαλιστική σύμβαση (για το περιεχόμενο της οποίας, εξάλλου, η ενάγουσα δεν επικαλείται, ομοίως, ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ της ιδίας μέσω του εντεταλμένου προς αυτό και ενεργούντος για λογαριασμό της ασφαλειομεσίτη Σ. Κ. και της ασφαλίστριας) σε αυτές δε (αρχική και κατ’ αντικατάσταση συμβάσεις υπ’ αριθ. … και … αλλά και στη σε ανανέωση της τελευταίας, σύμβαση υπ’ αριθ. … …, εντός του χρονικού διαστήματος ισχύος της οποίας (30-5-2011) έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν της πυρκαγιάς), ενσωματώθηκαν συγκεκριμένοι – και όχι όλοι λόγω διαγραφής μερικών από αυτούς, όπως του άρθρου 5.1 της ρήτρας 328, μετά από σχετική συμφωνία των μερών – εκ των στερεότυπων όρων ασφαλίσεως που περιλαμβάνονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), μεταξύ των οποίων και ως άνω επικαλούμενος από την εναγομένη υπ’ αριθ. 19.4 όρος της ρήτρας 328, καθιστάμενοι με αυτόν τον τρόπο γνωστοί ήδη, όχι μόνο από την προηγούμενη ασφαλιστική περίοδο αλλά από χρόνο που ανάγεται στο έτος 2007, στην ενάγουσα, η οποία, ουδέποτε εναντιώθηκε σχετικά με αυτούς κατ’ άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2496/1997 συμπληρώνοντας τις σχετικώς επισυναπτόμενες στα επιδοθέντα σε αυτή ασφαλιστήρια συμβόλαια δηλώσεις εναντίωσης αλλά, αντίθετα, επεδίωξε εκ νέου την υπό τους ίδιους όρους ασφάλιση από την εναγομένη καταβάλλοντας εμπρόθεσμα και στο σύνολό τους τα σχετικά ασφάλιστρα, απορριπτομένου, ως εκ τούτου, του ισχυρισμού της (ενάγουσας) ότι οι ως άνω όροι ουδέποτε της γνωστοποιήθηκαν. Τέλος, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού της ενάγουσας περί παραιτήσεως δια δικαίας παρεμποδίσεως (equitable estoppel) της εναγομένης από το δικαίωμά της να επικαλεστεί την από την πλευρά της ενάγουσας παράβαση του ως άνω όρου-εγγυήσεως και την εξ αυτού του λόγου απαλλαγή αυτής (εναγομένης) από την ευθύνη της προς καταβολή της επίδικης αποζημιώσεως, άλλως περί καταχρηστικής άσκησης του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η καθοιονδήποτε τρόπο γνώση της τελευταίας περί ελλείψεως του συστήματος αυτόματης πυρόσβεσης από το ασφαλισμένο πλοίο της ενάγουσας, ήδη πριν την κατάρτιση της σύμβασης ασφαλίσεως, αλλά ούτε και καθαρή και κατηγορηματική παράσταση εκ μέρους αυτής (εναγόμενης) ότι δεν θα ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμά της. Συνολικά, η αθέτηση της ως άνω ρητής εγγύησης (warranty) από την πλευρά της ενάγουσας συνιστά παράβαση ουσιώδους όρου της ασφαλιστικής συμβάσεως, ο οποίος είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους και τον οποίο η εναγομένη – ασφαλίστρια είχε σταθμίσει προκειμένου να συνάψει τη σύμβαση ασφαλίσεως, με αποτέλεσμα, κατά το Αγγλικό δίκαιο και δη σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 33 του «Marine Insurance Act 1906», η τελευταία να απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως και δη από την ευθύνη καταβολής αποζημιώσεως (πρβλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225 και ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), η επέλευση της έννομης συνέπειας αυτής δε, μολονότι δεν απαιτείται, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα πρόταση της παρούσας, στην προκειμένη περίπτωση συνετέλεσε στην επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και στην εξ αυτού ζημία της έτσι ώστε η παράβαση εκ μέρους της ασφαλισμένης ενάγουσας του ως άνω όρου-εγγυήσεως να επιφέρει, κατά την ουσιαστικά βάσιμη ένσταση της εναγομένης, την απαλλαγή αυτής από την ευθύνη της προς καταβολή της αποζημιώσεως της ενάγουσας.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, θα πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και η ενάγουσα να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης κατόπιν αποδοχής σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (7.600€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5-4-2016 και δημοσιεύθηκε στις 22-4-2016, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ