ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
3861/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου, και από τη γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Οκτωβρίου 2015 για να δικάσει επί της εξής υποθέσεως μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Γ. Τ. του Κ., κατοίκου Μ. (οδός …), 2) Ε. Μ. του Γ., κατοίκου Μ. Η. Κ., 3) Δ. Κ., κατοίκου Λ. Μ. Ρ., 4) Χ. Δ., κατοίκου Β. Ε. Ρ. και 5) Ν. Σ., κατοίκου Ρ. Ρ., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Αικατερίνης Καπούδα.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» («…»), που εδρεύει στην Κ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα νησιά Μ. και είναι εγκατεστημένη στο Μ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) του Ναυτιλιακού Συνεταιρισμού Λαϊκής Βάσης με την επωνυμία «…» (…), ο οποίος ιδρύθηκε με την υπ’ αριθ. ../2009 πράξη του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου και εδρεύει στο Ρέθυμνο, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΟΙ ΚΑΛΟΥΝΤΕΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ με την από 12-06-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … κλήση τους, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρουν προς περαιτέρω συζήτηση τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου την από 3-10-2013 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25-11-2013 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 20-01-2014 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε και συζητήθηκε η αγωγή, και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1423/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της ως προς την πρώτη εναγομένη, ενώ εξεδόθη οριστική απόφαση ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. … κλήση η από 3-10-2013 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …, όσον αφορά στην πρώτη εναγομένη, ενώ απαραδέκτως επανεισάγεται ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον ως προεκτέθηκε, ήδη έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 1423/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που έκρινε την αγωγή ως προς αυτόν.
Από την με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, επιδόθηκε με επιμέλειά τους, νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αντιπρόσωπο της ως άνω εναγομένης εταιρείας στην Ελλάδα, εταιρεία με την επωνυμία «…», σύμφωνα με τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 126 παρ. 1 περ. δ’, 128 και 591 παρ. 1α ΚΠολΔ. Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι η πρώτη εναγομένη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, επομένως πρέπει να δικαστεί ερήμην, ωστόσο η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 681 και 672 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή για να είναι ορισμένη, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση της δικαστικής επίλυσης της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά η αγωγή είναι αόριστη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εφόσον το δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από ουσιαστική και νομική άποψη. Οπωσδήποτε τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία πρέπει να αναφέρονται για την ταυτότητα της διαφοράς, ώστε η οριστική και τελεσίδικη απόφαση που θα εκδοθεί, να μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο κατά τα άρθρα 321 και 324 ΚΠολΔ, καθόσον το δεδικασμένο απαιτεί ταυτότητα της διαφοράς, δηλαδή 1) του δικαιώματος, 2) του γεγονότος από το οποίο το δικαίωμα πηγάζει και 3) του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται. Ειδικότερα, η αγωγή με την οποία ζητείται η καταψήφιση του εναγομένου προς καταβολή στον ενάγοντα του υπολοίπου της οφειλόμενης αμοιβής από δεδουλευμένες αποδοχές, από αποδοχές και επιδόματα αδείας, από επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και λόγω της εργασίας του κατά τα Σάββατα τις Κυριακές και τις αργίες, για να είναι ορισμένη πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτησή της (αγωγής) για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξίωσης μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 639/1988 ΔΕΝ 45.470, 180/1988 ΕλλΔνη 29.1659, ΕφΑΘ 3156/2002 ΔΕΕ 2003.88). Εξάλλου, στην περίπτωση του με οποιονδήποτε τρόπο περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων πρέπει να προσδιορίσει το ποσό του περιορισμού για κάθε αγωγική αξίωση (κονδύλιο), των οποίων επιδιώκει την αναγνώριση και την προς τούτο καταψήφιση του εναγομένου, για να καθίσταται εφικτός ο καθορισμός των αποδείξεων και δυνατή η καταδίκη του τελευταίου στην καταβολή του ζητούμενου και οφειλόμενου ποσού. Αν ο περιορισμός είναι γενικός και χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του ποσού για τις επί μέρους αξιώσεις, η αγωγή καθίσταται αόριστη και, συνεπώς, απορριπτέα για έλλειψη προδικασίας, εκτός εάν ο περιορισμός γίνεται αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, οπότε θεωρείται ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κεφαλαίων (ΟλΑΠ 30/2007 ΝοΒ 2007.2388, ΑΠ 32/2013, ΑΠ 629/2010, ΑΠ 1314/2009, ΑΠ 1871/2005, ΕφΑθ 4924/2012 και ΕφΑθ 58/2012, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, ο εναγόμενος δεν μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν ανυπαρξίας ή υπέρογκης αξίωσης του ενάγοντος για κάθε μία από τις αντίστοιχες αιτίες, που εκτίθενται στην αγωγή, ενώ δεν είναι δυνατόν να συναχθεί, στην περίπτωση που η αξίωση γίνει δεκτή, σε ποια έκταση έγινε αυτή δεκτή, ώστε λόγω του δεδικασμένου να μη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (ΑΠ 337/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 620/2001 ΔΕΕ 2001. 1153, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝομ 2000. 41). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδα τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζόμενου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό, ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό όπου, όμως, υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 Ν.Δ. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης. Όταν, όμως, δεν υπάρχει πραγματική, αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά, ενδεχομένως, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως), είναι δε αδιάφορο το γεγονός, ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν την μεταξύ τους σχέση ως συμβιβασμό και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014, ΑΠ 376/2012, ΑΠ 1306/2010, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1408/2005 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν οι διάδικοι επικαλούνται ενώπιον δικαστηρίου τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, θα πρέπει, στο δικόγραφο της αγωγής ή στην ένσταση τους για το νόμιμο αυτής, να αναφέρουν αναλυτικά τις αμοιβαίες υποχωρήσεις στις οποίες προέβη κάθε συμβαλλόμενη πλευρά προς επίτευξη συμβιβασμού (ΑΠ 333/2000 ΔΕΝ 56.860, ΕλλΔνη 41.1370, ΕφΘεσ 1058/2008 Αρμ 2008.1866).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες ζητούν, με την κρινομένη αγωγή τους, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε το περιεχόμενο της και περιορίστηκε, κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό αίτημά τους σε έντοκο αναγνωριστικό, εν μέρει ως προς τους γ’ και δ’ εξ αυτών και στο σύνολο του ως προς τους λοιπούς, με δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, να υποχρεωθεί η α’ εναγομένη, κυρία του υπό σημαία Κ.υ πλοίου … (…), του οποίου ο β΄ εναγόμενος ναυτιλιακός συνεταιρισμός, ήταν ναυλωτής άλλως εφοπλιστής, να καταβάλει σε έκαστο των γ’ και δ’ εξ αυτών το συνολικό ποσό των 20.000,00 ευρώ, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αναλογίας δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, καθώς και για αμοιβή υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές, όπως και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της (α’ εναγομένης) να καταβάλει στον α’ εξ αυτών το συνολικό ποσό των 30.686,07 ευρώ για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών και αναλογίας δώρου εορτών και στον β’ αυτό των 28.037,12 ευρώ για τις ίδιες ως άνω αιτίες πλέον υπερωριακής αμοιβής, άλλως το ποσό των 22.000,00 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών (α’ και β’ εναγόντων) για τους ίδιους λόγους, βάσει ιδιωτικών συμφωνητικών συμβιβασμού που συνήφθησαν σχετικά με τον β’ εναγόμενο, στον τρίτο το συνολικό ποσό των 14.878,37 ευρώ, στον τέταρτο αυτό των 6.486,12 ευρώ και στον πέμπτο 21.833,20 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αναλογίας δώρου εορτών και πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, καθώς και για υπερωριακή αμοιβή και αποζημίωση λόγω καταγγελίας, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, των ένδικων συμβάσεων εργασίας εκ μέρους τους, αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτοί υπηρέτησαν επί του ανωτέρω πλοίου, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθεισών στον Πειραιά, μετά του β’ εναγομένου, με το νόμιμο τόκο, για έκαστο των προμνημονευομένων ποσών, από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της απολύσεώς τους, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι κατά τόπον αρμόδιο λόγω της δωσιδικίας της δικαιοπραξίας ως εκ του τόπου καταρτίσεως (Πειραιάς) των επίδικων συμβάσεων (άρθρα 7, 9, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2 και 33 του ΚΠολΔ), με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ) και, δεδομένου ότι αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, οπότε είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρων 3 και 8 Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σ’ αυτή (αγωγή), το δίκαιο αυτό έχει επιλεγεί ρητά με τις ένδικες συμβάσεις, ενώ υφίσταται σε κάθε περίπτωση και σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, αφού οι ενάγοντες θεμελιώνουν ρητά τις αξιώσεις τους στο ημεδαπό δίκαιο (ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30. 19), είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ., 653 και 655 του ΑΚ, 53 επ., 74, 75 και 76 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠολΔ, πλην των κονδυλίων που τιτλοφορούνται «υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών» για έκαστο των εναγόντων, εξαιρουμένου του υπό στοιχείο 1.3 κονδυλίου αφορώντος τον ε’ ενάγοντα, κατά τα οποία είναι, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον σ’ αυτά, που αφορούν διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια, αφού παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια που αφορούν τις προαναφερθείσες απαιτήσεις (χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται ως προς τους δύο πρώτους ενάγοντες αν η αιτούμενη αναλογία δώρου εορτών αφορά σε δώρο Χριστουγέννων ή Πάσχα), αφαιρούνται, στη συνέχεια, από το αποτέλεσμα που προκύπτει (μετά τη συναρίθμηση των καταβλητέων για τις αιτίες αυτές επιμέρους ποσών), τα συνολικά ποσά που οι ενάγοντες έλαβαν από την α’ εναγομένη, συγκεντρωτικώς κατά διαστήματα, περιορίζοντας έτσι το αίτημα της αγωγής τους, χωρίς να εξειδικεύονται ποια ακριβώς ποσά τους έχουν καταβληθεί για κάθε αιτία, με αποτέλεσμα να αποστερείται από την α’ εναγομένη το δικαίωμα να αμυνθεί, αρνούμενη την αγωγή ή προβάλλοντας ένσταση εξόφλησης και να καθίσταται αδύνατο, αφενός για το Δικαστήριο να τάξει τις προσήκουσες αποδείξεις και, τελικά, να κρίνει επί της ένδικης διαφοράς, αφετέρου να συναχθεί από την απόφασή του που θα αποτελέσει δεδικασμένο, ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης. Σε κάθε δε περίπτωση, εάν υπήρχε αδυναμία εξειδίκευσης των ποσών που έχουν καταβληθεί στους ενάγοντες για κάθε αιτία, ο προπαρατεθείς περιορισμός θα μπορούσε ευχερώς να γίνει αναλογικά κατά κλάσμα ή εκατοστιαίο ποσοστό του όλου αιτήματος, για να θεωρηθεί ότι επέρχεται αντίστοιχη αναλογική μείωση όλων των κονδυλίων, ώστε να είναι δυνατή η καταδίκη της α’ εναγομένης στην πληρωμή των ζητούμενων και οφειλόμενων ποσών. Η προαναφερθείσα, μάλιστα, έλλειψη καθίσταται εντονότερη και από το γεγονός ότι οι ενάγοντες αξιώνουν τόκους υπερημερίας κυρίως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, χωρίς όμως έκαστο εξ αυτών να έχει την ίδια αφετηρία τοκοδοσίας (οι διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών οφείλονται με το νόμιμο τόκο από την πρώτη του επόμενου μήνα στον οποίο αναφέρονται, ενώ τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων από 1η Μαΐου του έτους στο οποίο αναφέρονται και από 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους, αντίστοιχα). Επίσης, η αγωγή τυγχάνει ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς την αιτούμενη πρόσθετη αμοιβή για «δρομολόγια εξπρές», αφού το δικόγραφο αυτής δεν διαλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένη αναφορά: α) των συγκεκριμένων δρομολογίων ανά ημέρα και των ωρών πραγματοποίησής τους, με ειδική μνεία των ωρών κατάπλου και απόπλου από τους προσδιοριζόμενους λιμένες αφετηρίας και προορισμού και των ωρών της τυχόν πρόωρης αναχώρησης του πλοίου (πριν τη συμπλήρωση εξάωρου από τον κατάπλου σε συγκεκριμένο λιμένα), διευκρινιζομένου ταυτοχρόνως και του εάν πρόκειται περί ημεροπλοίου ή πλοίου εκτελούντος τοπικούς πλόες, β) του αριθμού (ήτοι της συχνότητας) των πραγματοποιούμενων κυκλικών ταξιδιών εβδομαδιαία και ειδικώς του αριθμού των προκαθορισμένων αναχωρήσεων από το λιμένα αφετηρίας εβδομαδιαία και γ) του συγκεκριμένου – μαθηματικού υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής, αναλόγως του εάν πρόκειται για πλοίο το οποίο πραγματοποιεί τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις (οπότε εφαρμόζονται οι παρ. 5 και 7 του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων) ή όχι (οπότε εφαρμόζονται οι παρ. 3, 4 και 7 του ως άνω άρθρου), η δε αοριστία αυτή δεν θεραπεύεται με τις προτάσεις ή την προσθήκη των προτάσεων ή με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφου ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεραπεία της αοριστίας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 111 ΚΠολΔ περί προδικασίας (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΕφΔωδ 113/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 540/2006 ΕΝΔ 34. 362, 199/2003 ΕΝΔ 31. 272). Περαιτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη ως προς την ερειδόμενη στα επικαλούμενα ιδιωτικά συμφωνητικά συμβιβασμού, επικουρική της βάση, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην προδιαληφθείσα μείζονα σκέψη, αφού οι α’ και β’ ενάγοντες δεν αναφέρουν ότι κάθε συμβαλλόμενη πλευρά προέβη σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, ώστε να θεωρηθεί ότι τα μέρη κατήρτισαν εγκύρως σύμβαση εξωδίκου συμβιβασμού, αλλά, αντιθέτως, ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν καν το ύψος των απαιτήσεών τους κατά τη σύναψη των εν λόγω συμφωνητικών, επικαλούμενοι εξ αυτού του λόγου την ακυρότητά τους. Τέλος, η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού πάσχει αοριστίας, διότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ειδικώς ακυρότητα των ένδικων συμβάσεων εργασίας από τις οποίες απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Επομένως, η αγωγή πρέπει, κατά το μέρος που κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη (πλην του α’ ενάγοντος για τον οποίο η αγωγή κρίνεται απορριπτέα στο σύνολο της κατά τα ανωτέρω), να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο των εναγόντων το οικείο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α048267/16-10-2015 γραμμάτιο του ΔΣΠ).
Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι ενάγοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), της υπ’ αριθμ. 1423/2014 αποφάσεως και των ενόρκων καταθέσεων που περιλαμβάνονται στα υπ’ αριθμ. 1423/2014 πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγοντες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθμ. …, … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …, … και …, αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, οι οποίες ελέγχονται ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, καθόσον κατά τη σύνταξή τους δεν παραστάθηκε η αντίδικος α΄ εναγομένη και, επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση αυτής, αφού οι ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν κατόπιν σχετικής γνωστοποιήσεως εκ μέρους της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγόντων περί εξετάσεως μαρτύρων ενώπιον του ως άνω Ειρηνοδίκη στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 20-01-2014, η οποία περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμ. 1423/2014 πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, κατά την οποία δικάσιμο όμως η α΄ εναγομένη δεν παραστάθηκε, διότι δεν είχε κληθεί νομίμως, κι επομένως δεν έλαβε γνώση για τη λήψη των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων (ΑΠ 893/2012, ΑΠ 1686/2011, ΑΠ 948/2011, ΑΠ 601/2011, ΑΠ 543/2010, ΑΠ 1874/2008 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισαν οι β’, γ’, δ’ και ε’ ενάγοντες στον Πειραιά (βλ. τις σχετικές με τη ναυτολόγησή των γ’, δ’ και ε’ εναγόντων στο λιμάνι του Πειραιά, επισημειώσεις στα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως ναυτικά τους φυλλάδια, σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε περί του αποδεικτέου αυτού γεγονότος ο μάρτυρας των εναγόντων στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 20-01-2014), με τον β’ εναγόμενο ναυτιλιακό συνεταιρισμό, ως ναυλωτή του ανήκοντος στην κυριότητα της α’ εναγομένης, υπό σημαία Κ.υ πλοίου … (…), ναυτολογήθηκαν στο ως άνω πλοίο, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, παρείχαν δε την εργασία τους σ’ αυτό συνεχώς, ο δεύτερος εξ αυτών (εναγόντων) ως υποπλοίαρχος, από τις 22-6-2012 έως τις 15-3-2013, ο τρίτος και ο τέταρτος ως ναύτες, από τις 25-6-2012 έως τις 31-5-2013 και από τις 22-6-2012 έως τις 20-5-2013, αντίστοιχα, οπότε απολύθηκαν στη Δραπετσώνα λόγω καταγγελίας κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ των ένδικων συμβάσεων εργασίας εκ μέρους τους, ένεκα βαρείας παραβάσεως των έναντι αυτών καθηκόντων του πλοιάρχου και υποχρεώσεων της α’ εναγομένης, και συγκεκριμένα, λόγω συστηματικής και αδικαιολόγητης καθυστέρησης της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους (βλ. σχετικά και το νομίμως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, από 3-6-2013 απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων του Β’ Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, με την καταγγελία των ανωτέρω εκ μέρους των γ’, δ’ και ε’ εναγόντων), και ο πέμπτος ως υποναύκληρος από τις 22-6-2012 μέχρι τις 22-9-2012, ως ναύκληρος από τις 23-9-2012 μέχρι τις 10-12-2012 και ως ναύτης από τις 10-2-2013, οπότε επαναυτολογήθηκε στο ένδικο πλοίο από τον β’ εναγόμενο, μέχρι τις 30-4-2013, οπότε απολύθηκε και αυτός στη Δραπετσώνα λόγω καταγγελίας κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ της επίδικης σύμβασης εργασίας εκ μέρους του, για τον ίδιο με τους γ’ και δ’ των εναγόντων ως άνω λόγο. Κατά τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας των εναγόντων επί του εν λόγω πλοίου, αυτό εκτελούσε καθημερινά, από 21-7-2012 έως 23-9-2012, όταν υπέστη βλάβη στη μία εκ των κυρίων μηχανών του και διέκοψε τους πλόες του, το δρομολόγιο από Πειραιά, οπότε αναχωρούσε στις 21:00′, με άφιξη στο Ρέθυμνο στις 05:00′ της επομένης, από όπου ξεκινούσε στις 21:00′ της ίδιας ημέρας και έφτανε στον Πειραιά στις 05:00 της επομένης, ενώ την περίοδο μέχρι τις 21-7-2012 ελάμβαναν χώρα σ’ αυτό (πλοίο), λόγω της παλαιότητάς του, εκτεταμένες επισκευές, τόσο από συνεργεία ξηράς όσο και από το πλήρωμα του πλοίου, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου και των λοιπών εκπροσώπων του β’ εναγομένου, προκειμένου να ξεκινήσουν αμέσως οι προγραμματισμένοι πλόες του. Εξάλλου, με βάση τα εκτελεσθέντα ως άνω δρομολόγια, τις προεκτιθέμενες ειδικότητες των εναγόντων, οι οποίοι συμμετείχαν στις διαδικασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου, που διαρκούσαν περί τη μία ώρα αντίστοιχα, καθώς και στην φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στα λιμάνια αναχωρήσεως και προορισμού, η οποία δεν υπερέβαινε τις τρεις ώρες κάθε φορά, και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες, κατά το χρονικό διάστημα από 21-7-2012 έως 23-9-2012, που έλαβαν χώρα οι πλόες του επίδικου πλοίου, αλλά και την περίοδο μέχρι τις 21-7-2012, οπότε διενεργούσαν επ’ αυτού τις προμνημονευόμενες εκτεταμένες επισκευές προκειμένου να λάβει χώρα η άμεση δρομολόγησή του, παρείχαν, κατά μέσο όρο, εργασία 12 ωρών ημερησίως, πλην του τρίτου εξ αυτών (εναγόντων), ο οποίος κατά τη διάρκεια των δρομολογίων εκτελούσε μόνο την 8ωρη βάρδια του, όπως εκθέτει και ο ίδιος στην υπό κρίση αγωγή, ενώ, μετά τις 23-9-2012, όταν διεκόπησαν οι πλόες του επίδικου πλοίου λόγω της προδιαληφθείσας βλάβης στη μία εκ των κυρίων μηχανών του, απασχολούνταν το κανονικό τους οκτάωρο καθημερινά, εκτελώντας φυλακές και διενεργώντας κάποιες αναγκαίες μικροεπισκευές επί του πλοίου. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η α’ εναγομένη έπρεπε, σύμφωνα και με τις διατάξεις της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011 (ΦΕΚ Β’ 1070/31.5.2011), να καταβάλει: Α) στον δεύτερο ενάγοντα, για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4/7/2012 μέχρι 23/9/2012, κατά το οποίο απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ημέρα για 68 καθημερινές και Κυριακές και εργάστηκε επί 12 ώρες ημερησίως για 14 Σάββατα και αργίες (15.8.2012 και 14.9.2012), το συνολικό ποσό των {(68 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 12,21 ευρώ ανά ώρα=) 3.321,12 ευρώ + (14 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 12 ώρες Χ 14,65 ευρώ ανά ώρα=) 2.461,20 ευρώ=} 5.782,32 ευρώ, και για την περίοδο από 24/9/2012 μέχρι 29/11/2012, κατά την οποία απασχολήθηκε επί 8 ώρες ημερησίως για 9 Σάββατα, το ποσό των (9 τα Σάββατα Χ 8 ώρες Χ 14,65 ευρώ ανά ώρα=) 1.054,80 ευρώ, ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω αιτία, 6.837,12 ευρώ, έναντι των οποίων ουδέν έλαβε, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ως άνω ποσό, Β) στον τρίτο ενάγοντα, 1) για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4/7/2012 μέχρι 20/7/2012, κατά το οποίο απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ημέρα για 15 καθημερινές και Κυριακές και εργάστηκε επί 12 ώρες ημερησίως για 2 Σάββατα, το συνολικό ποσό των {(15 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 8,38 ευρώ ανά ώρα=) 502,80 ευρώ + (2 τα Σάββατα Χ 12 ώρες Χ 10,05 ευρώ ανά ώρα=) 241,20 ευρώ=} 744 ευρώ, και για την περίοδο από 21/7/2012 μέχρι 31/5/2013, κατά την οποία απασχολήθηκε επί 8 ώρες ημερησίως για 46 Σάββατα και 14 αργίες (15/8/2012, 14/9/2012, 28/10/2012, Αγίου Νικολάου, Χριστούγεννα, δεύτερη ημέρα Χριστουγέννων, 1/1/2013, Θεοφάνεια 2013, Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Γεωργίου, 1η Μαΐου), το ποσό των (60 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 8 ώρες Χ 10,05 ευρώ ανά ώρα=) 4.824,00 ευρώ, ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω αιτία, 5.568,00 ευρώ, και 2) ως αποζημίωση για τη λύση της σύμβασης ναυτολογήσεώς του στις 31/5/2013, λόγω καταγγελίας εκ μέρους του κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, 1.172,31 ευρώ (=Μισθός Ενεργείας 1.157,99 ευρώ + Επ. Κυρ. 254,76 ευρώ + Ανθυγ. Επ. 35,22 ευρώ + ειδ. Επιδ. 29,60 ευρώ + άδεια 321 ευρώ + τροφ. 96,05 ευρώ + μηνιαία αναλογία δώρου εορτών 450 ευρώ = 2.344,62 ευρώ : 30 ημέρες Χ 15 ημέρες), έναντι των οποίων ουδέν έλαβε, με αποτέλεσμα να του οφείλονται τα ως άνω ποσά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της οικείας ως άνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003 ΑΠ 226/2003, ΕφΠειρ 434/2013, ΕφΠειρ 377/2011 όλες δημοσιευμένες στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γ) Στον τέταρτο ενάγοντα, 1) για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4/7/2012 μέχρι 23/9/2012, κατά το οποίο απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ημέρα για 68 καθημερινές και Κυριακές και εργάστηκε επί 12 ώρες ημερησίως για 14 Σάββατα και αργίες (15.8.2012 και 14.9.2012), το συνολικό ποσό των {(68 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 8,38 ευρώ ανά ώρα=) 2.279,36 ευρώ + (14 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 12 ώρες Χ 10,05 ευρώ ανά ώρα=) 1.688,40 ευρώ=} 3.967,76 ευρώ, και για την περίοδο από 28/10/2012 (οπότε επαναυτολογήθηκε στο ένδικο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, μετά την απόλυσή του λόγω αδείας στις 28-9-2012) μέχρι 20/5/2013, κατά την οποία απασχολήθηκε επί 8 ώρες ημερησίως για 28 Σάββατα και 12 αργίες (28/10/2012, Αγίου Νικολάου, Χριστούγεννα, δεύτερη ημέρα Χριστουγέννων, 1/1/2013, Θεοφάνεια 2013, Καθαρά Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Γεωργίου 1η Μάιου), το ποσό των (40 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 8 ώρες Χ 10,05 ευρώ ανά ώρα=) 3.216,00 ευρώ, ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω αιτία, 7.183,76 ευρώ, και 2) ως αποζημίωση για τη λύση της σύμβασης ναυτολογήσεώς του στις 20/5/2013, λόγω καταγγελίας εκ μέρους του κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, 1.172.31 ευρώ (=Μισθός Ενεργείας 1.157,99 ευρώ + Επ. Κυρ. 254,76 ευρώ + Ανθυγ. Επ. 35,22 ευρώ + ειδ. Επιδ. 29,60 ευρώ + άδεια 321 ευρώ + τροφ. 96,05 ευρώ + μηνιαία αναλογία δώρου εορτών 450 ευρώ = 2.344,62 ευρώ : 30 ημέρες Χ 15 ημέρες), έναντι των οποίων ουδέν έλαβε, με αποτέλεσμα να του οφείλονται τα ως άνω ποσά, και Δ) στον πέμπτο ενάγοντα, 1) για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του ως ναύτη από 10/2/2013 έως 30/4/2013, ήτοι για 2,8 μήνες, ως μισθό ενεργείας το ποσό 3.242,37 ευρώ (1.157,99 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες), ως επίδομα Κυριακών το ποσό 713,32 ευρώ (254,76 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες), ως επίδομα ανθυγιεινής εργασίας το ποσό 98,61 ευρώ (35,22 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες), ως ειδικό επίδομα το ποσό 82,88 ευρώ (29,60 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες), ως αντίτιμο αδείας το ποσό 898,80 ευρώ (321 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες), ως τροφοδοσία επί της αδείας το ποσό 268,94 ευρώ (96,05 ευρώ μηνιαίως Χ 2,8 μήνες) και ως αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2013 (80 ημέρες υπηρεσίας), κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, το ποσό των ευρώ 631,54 {ήτοι (Μισθός Ενεργείας 1.157,99 ευρώ + Επ. Κυρ. 254,76 ευρώ + Ανθυγ. Επ. 35,22 ευρώ + ειδ. Επιδ. 29,60 ευρώ + άδεια 321 ευρώ + τροφ. 96,05 ευρώ=) 1.894,62 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές : 2 Χ 1/15 Χ 80/8}, ήτοι συνολικά 5.936,46 ευρώ, απορριπτομένου του αγωγικού αιτήματος περί επιδικάσεως επιδόματος ιματισμού ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, καθόσον η εν λόγω παροχή χορηγούνταν σε είδος κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ε’ ενάγοντος επί του ένδικου πλοίου, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα Μανώλη Περράκη, η οποία περιλαμβάνεται στα υπ’ αριθμ. 1.423/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, 2) για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4/7/2012 μέχρι και 22/9/2012, κατά το οποίο απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ημέρα για 57 καθημερινές και 2 Κυριακές (της περιόδου από 4/7/2012 μέχρι 21/7/2012 κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή) και εργάστηκε επί 12 ώρες ημερησίως για 12 Σάββατα και 2 αργίες (15.8.2012 και 14.9.2012), το συνολικό ποσό των {(59 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες Χ 8,65 ευρώ ανά ώρα=) 2.041,40 ευρώ + (14 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 12 ώρες Χ 10,39 ευρώ ανά ώρα=) 1.745,52 ευρώ=} 3.786,92 ευρώ, για την περίοδο από 23/9/2012 μέχρι 10/12/2012, κατά την οποία απασχολήθηκε ως ναύκληρος επί 8 ώρες ημερησίως για 12 Σάββατα και 2 αργίες, το ποσό των (14 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 8 ώρες Χ 10,95 ευρώ ανά ώρα=) 1.226,40 ευρώ, και για την περίοδο από 10/2/2013 έως 30/4/2013, κατά την οποία απασχολήθηκε ως ναύτης επί 8 ώρες ημερησίως για 11 Σάββατα και 2 αργίες (Καθαρά Δευτέρα και 25η Μαρτίου), το ποσό των (13 τα Σάββατα και οι αργίες Χ 8 ώρες Χ 10,05 ευρώ ανά ώρα=) 1.045,20 ευρώ, ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω αιτία, 6.058,52 ευρώ, εκ του οποίου θα επιδικαστεί το ποσό των 6.058,46 ευρώ που αιτείται ο πέμπτος ενάγων με την αγωγή του καθόσον δεν μπορεί να επιδικαστεί πλέον του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και 3) ως αποζημίωση για τη λύση της σύμβασης ναυτολογήσεώς του στις 30/4/2013, λόγω καταγγελίας εκ μέρους του κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, 1.172,31 ευρώ (=Μισθός Ενεργείας 1.157,99 ευρώ + Επ. Κυρ. 254,76 ευρώ + Ανθυγ. Επ. 35,22 ευρώ + ειδ. Επιδ. 29,60 ευρώ + άδεια 321 ευρώ + τροφ. 96,05 ευρώ + μηνιαία αναλογία δώρου εορτών 450 ευρώ = 2.344,62 ευρώ : 30 ημέρες Χ 15 ημέρες), έναντι των οποίων ουδέν έλαβε, με αποτέλεσμα να του οφείλονται τα ως άνω ποσά. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η α’ εναγομένη να καταβάλει στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 1.940,00 ευρώ, να αναγνωρισθεί δε η υποχρέωσή της να καταβάλει στον δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 6.837,12 ευρώ, στον τρίτο εξ αυτών 6.740,31 ευρώ, στον τέταρτο 6.416,07 ευρώ και στον πέμπτο 13.167,23 ευρώ. Τα προεκτιθέμενα επιμέρους ποσά πρέπει να καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από την πρώτη του επομένου μήνα στον οποίο αναφέρεται έκαστο κονδύλιο, πλην της αναλογίας δώρου Πάσχα του έτους 2013 και των αποζημιώσεων απόλυσης, για τις οποίες οφείλεται ο νόμιμος τόκος από 1η Μαΐου του ίδιου έτους (2013) και από την επόμενη της απόλυσης εκάστου των γ’, δ’ και ε’ εναγόντων, αντίστοιχα [άρθρο μόνο παρ. 11 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» – σχετ. ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 1.537/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Πρέπει δε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τον τέταρτο ενάγοντα, επειδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προξενήσει στον τελευταίο σημαντική ζημία. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των β’, γ’, δ’ και ε’ εναγόντων, κατόπιν και του σχετικού αιτήματος τους, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της α’ εναγομένης, ανάλογα με την έκταση της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ δεν επιβάλλεται σε βάρος του α’ ενάγοντος δικαστική δαπάνη υπέρ της α’ εναγομένης, παρά την ήττα του, καθόσον λόγω της ερημοδικίας της δεν υπεβλήθη σε έξοδα, ούτε υπήρξε σχετικό αίτημα από μέρους της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον β΄ εναγόμενο.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της α’ εναγομένης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την α’ εναγομένη να καταβάλει στον δ’ ενάγοντα το ποσό των χιλίων εννιακοσίων σαράντα (1.940,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την κατά το νόμο δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική διάταξή της, προσωρινά εκτελεστή στο σύνολο της.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η α’ εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει, στον δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (6.837,12 €), στον τρίτο εξ αυτών (εναγόντων) το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (6.740,31 €), στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων δεκαέξι ευρώ και επτά λεπτών (6.416,07) και στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν εξήντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (13.167,23), νομιμότοκα, για κάθε ένα από τα ανωτέρω ποσά, από την κατά το νόμο δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την α’ εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των β’, γ’, δ’ και ε’ εναγόντων, το οποίο καθορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 30 Οκτωβρίου 2015, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και η πληρεξουσία δικηγόρος των εναγόντων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ