Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

3897/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: Ν. Γ. του Μ., κατοίκου Αθηνών (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας – Αικατερίνης Πίτσα.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…» (…) που εδρεύει στον Πειραιά, οδός … (πρώην «…») και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Δίγκα.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-01-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 16 του Κ.Ν. 551/1915, που ισχύει και στη ναυτική εργασία (άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου και 66 του Κ.Ι.Ν.Δ.) προκύπτει ότι ο ναυτικός που έπαθε από εργατικό ατύχημα ανικανότητα, δικαιούται να ασκήσει την, από το κοινό αστικό δίκαιο προσήκουσα αξίωση αποζημιώσεως και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον εάν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, ή εάν έχει επέλθει σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων Νόμων, Διαταγμάτων ή Κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σε αυτές, βρίσκεται δε σε κάθε περίπτωση σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών. Εξ άλλου, ο παθών σε εργατικό ατύχημα, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων και εφόσον βεβαίως και στην περίπτωση αυτή υφίσταται αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας. Η αξίωση, για την αιτία αυτή, κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρ. 914, 922, 932 ΑΚ), σε τρόπο ώστε για τη θεμελίωσή της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως των επιβαλλόμενων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του, από αυτόν προστηθέντος, ενώ, μόνον η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά τον Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον για αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 906/2012, ΑΠ 35/2010, ΑΠ 1042/2008, ΑΠ 804/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1102/2003, ΕλΔνη 46, σ.137, ΑΠ 1438/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 488/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.395, ΕφΝαυπλ 414/2007, ΕΦΑΔ 2009, σ.155, ΕφΘεσσαλ 7/2006, ΑΡΜ 2006, σ.266, Εφ.Πειρ. 662/2004, Ε.Ν.Δ. 2005, 33, Εφ.Πειρ. 598/2002, Ε.Ν.Δ. 2002, 377). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 86, 105, 106 ΚΙΝΔ, 914 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος), όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία αυτή, δηλαδή όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 957/2003 ΕΝΔ 31.177, ΑΠ799/2001 ΕλΔνη 43.1350. ΕΝΔ 29. 361, ΕΕΔ62.37). Όταν δε υπαίτιο της αδικοπραξίας είναι το όργανο εκπροσωπήσεως νομικού προσώπου ή προστηθέντες αυτού, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο για να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πλην άλλων και συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του νομικού προσώπου ή των προστηθέντων, οι οποίες συνιστούν την αμέλεια αυτών ως αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 1036/1999 ΕλΔνη 40.1515). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 31, 34 παρ.1, 43 παρ.1, 235 παρ.1 στοιχ. ιέ του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/73), προκύπτει ότι η εκτέλεση πλου με πλοίο που λόγω βλάβης ή ελαττώματος γενικώς δεν έχει ικανότητα ασφαλούς πλεύσεως, αποτελεί, εφόσον αποβεί ζημιογόνος, εις βάρος τρίτου, αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, για τον πλοίαρχο του σκάφους που επεχείρησε τον πλου, καθώς και τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, και αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, το όργανο εκπροσωπήσεώς του, που τον προκάλεσε ή παρέλειψε να τον αποτρέψει παρά τη γνώση της βλάβης ή ελαττώματος, ως παράγοντος ενδεχομένου κινδύνου (ΑΠ 1580/1992 ΕλΔνη 35.370, ΕφΠειρ 805/2007 και ΕφΠειρ 328/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 162/2004 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ προκύπτει ότι από τη διάταξη αυτή παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του (του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών κλπ) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει κατά τη κρίση του χρηματική ικανοποίηση βλάβης, εάν κρίνει ότι πράγματι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη (ή, ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος, σε περίπτωση θανάτου) και συγχρόνως να καθορίσει το ποσό αυτής που κρίνει εύλογο (ΑΠ 1609/2001 ΕλΔνη 43.386). Από τη προαναφερόμενη διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299 και 931 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στοχεύει στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργούνται συνεπεία μιας αδικοπραξίας και την παροχή της απαιτούμενης οικονομικής ευχέρειας για την υπερπήδηση ή τη μείωση της μη περιουσιακής βλάβης που επήλθε, για την ανακούφιση του δικαιούχου από τη λύπη, τη στενοχώρια και γενικά τον πόνο που προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού μη αποτιμητού σε χρήμα (ΑΠ 21/2000 ΕλΔνη 42.56, ΑΠ 1720/1997 ΕΕΔ 58.134). Ο ενάγων για να είναι ορισμένη η αγωγή του για την επιδίκαση “εύλογης” χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να εκθέτει τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, την βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, τον βαθμό προσβολής της προσωπικότητός του, το βαθμό πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή (ΑΠ 1325/1996 ΕλΔνη38.1047). Αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης δύναται να ζητηθεί και στην περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, δηλαδή παράλληλα με την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας κατ` άρθρο 929 ΑΚ. Βλάβη της υγείας θεωρείται κάθε ουσιώδης βλάβη των σωματικών, πνευματικών ή ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου, η οποία δύναται και να επέλθει αντανακλαστικά, συνεπεία ψυχικής αιτιότητος, όπως είναι ο νευρικός κλονισμός (ΕφΠειρ 162/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης εις Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη-Σταθόπουλου τόμος V, άρθρο 729 ΙΙ, 4-6, άρθρο 932 αρ. 1,9 σελ. 798, 814 επ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 293 Κ.Πολ.Δ, οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστή ή ενώπιον συμβολαιογράφου και επάγεται αυτοδικαίως την κατάργηση της δίκης. Συμβιβασμός όμως που έγινε κατά άλλο τρόπο δεν επάγεται κατάργηση της δίκης, κρίνεται δε κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 871 του ΑΚ με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, ως προς τη γέννηση, την ύπαρξη και την έκταση ή τις συνέπειες, αδιαφόρως αν αυτή είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και των λόγων από τους οποίους προέρχεται, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ – ΑΠ 754/2014, ΑΠ 376/2012, ΑΠ 1306/2010, ΑΠ 547/2007, ΑΠ 1408/2005 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 εδ. α’ του Ν. 551/1915 είναι άκυρη κάθε συμφωνία που αντίκειται, άμεσα ή έμμεσα, στις διατάξεις του νόμου αυτού εφόσον μειώνει τις υποχρεώσεις του εργοδότου. Επιτρέπεται όμως συμβιβασμός υπό τους όρους ότι α) ενεργείται μόνο “δια του Ειρηνοδίκου” και β) στις περιπτώσεις 1 και 5 του άρθρου 3 του άνω νόμου (δηλαδή όταν επήλθε θάνατος ή πλήρης διαρκής ανικανότητα για εργασία) το ποσό του συμβιβασμού δεν μπορεί να είναι μικρότερο εκείνου που δικαιούται ο ενάγων παρά μόνο έως 15%. Η διάταξη παραπέμπει ήδη στα άρθρα 209 έως 214 του Κ.Πολ.Δ, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι ο Ειρηνοδίκης εξετάζει μαζί με τους ενδιαφερομένους ολόκληρη τη διαφορά, εκτιμά ελεύθερα τα διάφορα πραγματικά περιστατικά και μπορεί να συλλέγει αποδείξεις και γενικά ενεργεί οποιαδήποτε πράξη για να διευκρινιστεί η διαφορά (άρθρο 210 παρ. 1), ότι ο συμβιβασμός έχει όλα τα αποτελέσματα του δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 212 παρ. 4) και ότι δεν γίνεται απόπειρα συμβιβασμού και θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ η αίτηση συμβιβαστικής επέμβασης αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου για να είναι έγκυρος ο συμβιβασμός (άρθρο 213). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179, 178 και 180 ΑΚ συνάγεται, ότι για να θεωρηθεί μια αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία, όπως είναι και η σύμβαση του συμβιβασμού κατά το άρθρο 871 ΑΚ, ως αισχροκερδής (καταπλεονεκτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία άλλου, διαπιστώνεται δε ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της δικαιοπραξίας κατά το χρόνο κατάρτισής της, β) η συνδρομή ανάγκης (με επιτακτικό χαρακτήρα και ανεπίδεκτο αναβολής), κουφότητας (αδιαφορίας για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων) ή απειρίας (έλλειψη της πείρας γύρω από τη ζωή και τις συναλλαγές) του αντισυμβαλλομένου και γ) η εκμετάλλευση (που γίνεται με γνώση της κατάστασης του άλλου) από τον συμβαλλόμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου. Έτσι, ο συμβιβασμός θα είναι άκυρος, κατ’ άρθρο 179 ΑΚ, αν εκμεταλλευόμενος ο αντισυμβαλλόμενος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή τρίτο περιουσιακό ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή του ιδίου, δυσαναλογία, που, όμως, υφίσταται εν προκειμένω, όταν ο πρώτος με τα παραπάνω μέσα πείθει ή παρασύρει το δεύτερο στο vα παραιτηθεί έναντι μικρών εκ μέρους του παραχωρήσεων όχι οιονδήποτε αξιώσεων του, αλλά αξιώσεων βέβαιων και κατ’ αντικειμενική θεώρηση υποστατών (ΕφΠειρ 626/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 344/2014 αδημ.). Ο συμβιβασμός μπορεί να προσβληθεί και ως ακυρώσιμος, λόγω ουσιώδους πλάνης, η ακύρωση επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως, η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 1441/2014, ΑΠ 1096/2006, ΕφΔωδ 47/2011, ΕφΠειρ 626/2005, ΕφΘρακ 406/2001 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως κα όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαv ή απέσβεσαν τις έννoμες αυτές συνέπειες. Τέλος το δεδικασμένο, εκτείνεται και στο δικονομικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε οριστικά (ΕφΠειρ 344/2014 αδημ.). Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς του άρθρου 368 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (παρ. 1). Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης» (παρ. 2). Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως της λέξεως “ειδικές” αντί της λέξεως “ιδιάζουσες” οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη “ιδιάζουσα”. Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ν. 1406/1983, λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διατάξεως που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές” αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 880/2010, ΑΠ 281/2010, ΑΠ 489/2010, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο κανόνας του άρθρου 368 του ΚΠολΔ ισχύει και για τις υποθέσεις που υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670-676 του ΚΠολΔ, δυναμένου του δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία αυτή να διατάξει δια της εκδόσεως παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αν προκύψει ότι αυτή είναι αναγκαία, όχι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, οπότε θα εφαρμοστεί η διαδικασία του άρθρου 671 του ΚΠολΔ, αλλά αργότερα κατά την μελέτη της υπόθεσης, παρόλο που κατά την εν λόγω διαδικασία ισχύει ο κανόνας της απαγορεύσεως της εκδόσεως αποφάσεως περί αποδείξεως, ο οποίος, πλην άλλων περιπτώσεων, κάμπτεται και στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει ανάγκη διενεργείας πραγματογνωμοσύνης (ΕφΑθ 8291/2007, ΕλΔνη 2008.529, ΕφΑθ 5271/1999, ΕλΔνη 1999.1624, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, αρθρ. 671, παρ.14, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1995, υπό αρθρ. 671, παρ.49).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στις 22.09.2000, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του Επίκουρου σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «…» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, που εκείνη την εποχή ανήκε στην εταιρία «….», φέρουσα πλέον την επωνυμία «…» και εφοπλίζετο απ’ αυτή, Ότι από την πρόσληψή του και μέχρι την 26-9-2000, ήτοι επί πέντε συνολικά ημέρες παρείχε κανονικά τις εργασίες του επί του πλοίου. Ότι στις 26-09-2000 το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά εκτελώντας το δρομολόγιο «Πειραιά – Πάρο – Νάξο – Εύδηλο – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου – Λειψούς», προσεγγίζοντας δε το λιμάνι της Πάρου προσέκρουσε με όλη του την ταχύτητα στις βραχονησίδες «Πόρτες» με αποτέλεσμα μετά από λίγη ώρα να βυθιστεί, υπό τις συνθήκες που αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή. Ότι κατά το ναυάγιο του προαναφερόμενου πλοίου, που προκλήθηκε από ενδεχόμενο δόλο, άλλως ενσυνείδητη βαρεία αμέλεια της αντιδίκου του πλοιοκτήτριας εταιρείας και των προστηθέντων οργάνων της, συνεπεία υπαιτίων πράξεων και παραλείψεών τους, που συνιστούν παραβάσεις των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος των πλοίων, όπως αυτές ειδικότερα περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής του, αυτός διασώθηκε, αλλά υπέστη σοβαρότατο κλονισμό της ψυχικής του υγείας, βαρύτατης μορφής κατάθλιψη και ψυχωσική συνδρομή, ότι εξαιτίας της καταστάσεώς του αυτής έχει καταστεί ανίκανος προς εργασία, η ανικανότητά του δε αυτή είναι μόνιμη και διαρκής. Ότι την 1-11-2000 προέβη στην κατάρτιση συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με την εναγομένη, δυνάμει του οποίου εισέπραξε το ποσό των 2.500.000 δρχ. (ήτοι 7.336,76 ευρώ), παραιτούμενος ταυτόχρονα από οποιαδήποτε άλλη αξίωσή του. Ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του ως άνω συμβιβασμού, αφενός αγνοούσε ότι τα προβλήματα στην ψυχική του υγεία δεν ήταν παροδικά, αλλά μόνιμα, αφετέρου η εναγομένη του είχε δημιουργήσει την πεποίθηση δια του εκπροσώπου της ότι έχει υπογράψει ένα απλό πρακτικό συμβιβασμού με την εταιρεία που αφορά μόνο την ταλαιπωρία του κατά τη νύκτα του ναυαγίου, κι ότι εάν υπέγραφε τον συμβιβασμό θα τον επαναπροσλάμβανε και θα τον στήριζε οικονομικά. Ότι όταν αργότερα, λόγω του ως άνω ναυαγίου, εκδηλώθηκαν προβλήματα στην ψυχική του υγεία, η εναγομένη, επικαλούμενη το συμβιβασμό, αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Ότι ο καταρτισθείς ως άνω συμβιβασμός αφορά στην αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης μόνο για την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη κατά τη νύκτα του ναυαγίου και δεν καταλαμβάνει και τις ένδικες αξιώσεις του, ήτοι την ηθική του βλάβη από τη βλάβη της υγείας του και την εξ αυτής μόνιμη και πλήρη ανικανότητά του προς εργασία, καθόσον αυτός κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού δεν γνώριζε ποια ήταν η πραγματική κατάσταση της υγείας του. Ότι η κατά τα ως άνω άρνηση της εναγομένης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της με το πρόσχημα του συναφθέντος συμβιβασμού, αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρο 281 Α.Κ.), καθόσον αυτή εκμεταλλεύτηκε τη θέση ισχύος της, την αδυναμία του να διαπραγματευθεί και την διαταραγμένη ψυχολογική του κατάσταση. Ότι επιπλέον ο συμβιβασμός είναι άκυρος ως καταπλεονεκτικός, σύμφωνα με το άρθρο 179 Α.Κ., για το λόγο ότι η εναγομένη εκμεταλλεύτηκε την οικονομική του ανάγκη και απειρία, επιβάλλοντάς του με φορτικότητα και πειθώ να υπογράψει την ένδικη σύμβαση συμβιβασμού, συνομολογώντας υπέρ αυτής ωφελήματα που βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με την παροχή. Περαιτέρω ότι ο συμβιβασμός είναι άκυρος για τους κάτωθι λόγους: α) διότι οι ένδικες αξιώσεις του δεν ήταν γνωστές κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβιβασμού κι επομένως δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραιτήθηκε από αυτές, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη μονομερή παραίτηση από αξίωση, β)  διότι το καταβληθέν ποσό του συμβιβασμού υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 15% των αξιώσεών του, γ) διότι κατά το χρόνο κατάρτισής του τελούσε σε τέτοια ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και τον καθιστούσε ανίκανο για την κατάρτισή του και δ) επειδή ο συμβιβασμός συνήφθη λόγω πλάνης που του δημιούργησε η εναγομένη με την ανωτέρω περιγραφείσα συμπεριφορά της, η οποία πλάνη διήρκησε έως το τέλος του έτους 2004. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί, κατ’ επιτρεπτό περιορισμό του αιτήματος της χρηματικής ικανοποίησης σε εν μέρει αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται και στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ ΚΠοΔ), να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή το ποσό των 19.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει: α) ποσό 36.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη (απώλεια εισοδημάτων από αρχές του έτους 2001 και επί 14 έτη), β) ποσό 19.200 ευρώ για μελλοντική θετική ζημία (απώλεια εισοδημάτων για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής) και γ) ποσό 481.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη, τα ανωτέρω ποσά δε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της από 13/09/2005 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Επικουρικά δε σε περίπτωση που κριθεί ότι ο συμβιβασμός εκτείνεται και στις ανωτέρω αξιώσεις του, να αναγνωριστεί η ακυρότητα αυτού για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους και συνακόλουθα να γίνει δεκτή η αγωγή του κατά τα ανωτέρω αιτήματα. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί κατά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας έως ενός έτους λόγω της αδικοπραξίας και ως μέσο εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Ότι επικουρικά, τα παραπάνω ποσά οφείλονται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2 και 25§2 και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), αφού η αγωγή για αναγνώριση της ακυρότητας ή ακύρωση συμβιβασμού περί εργατικών απαιτήσεων, όπως και του συμβιβασμού που συνάπτεται επί εργατικού ατυχήματος κατ’ άρθρο 14 ΙΙ Ν. 6551/1915 υπάγονται στην εργατική διαδικασία (ΕφΠειρ 117/1994 ΕΝΔ 1995.112, ΕφΠειρ 1024/1985 ΕΝΔ 1986.131, ΜΠρΠειρ 5454/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  Κεραμέας – Νίκας – Κονδύλης Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ άρθρο 663 σελ. 1253-1254). Ωστόσο η βάση της αγωγής που ερείδεται στην ακύρωση του ένδικου συμβιβασμού λόγω πλάνης του ενάγοντα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, διότι η αξίωσή του αυτή είχε υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 ΑΚ., καθ’ όσον από το τέλος του έτους 2004, που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι διήρκησε η πλάνη του, έως την άσκηση της παρούσας αγωγής στις 29-01-2015 (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Δ.) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πλέον των δύο ετών, δεκτής γενομένης και της σχετικής ένστασης που προέβαλε η εναγομένη.  Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο – όπως ισχυρίζεται η εναγομένη – από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 5396/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στο πλαίσιο της από 13.9.2005 όμοιας αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγόμενης για την ίδια ένδικη διαφορά, καθ’ όσον το Δικαστήριο εκείνο έκρινε ότι το δικαίωμα του ενάγοντα για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω επικαλούμενης απάτης έχει αποσβεσθεί, ενώ με την παρούσα αγωγή κρίνεται το δικαίωμα του ενάγοντα για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω επικαλούμενης απάτης. Ομοίως δεν υπάρχει δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 2568/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στο πλαίσιο της από 8.01.2010 όμοιας αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγόμενης για την ίδια ένδικη διαφορά, καθ’ όσον το Δικαστήριο εκείνο έκρινε ότι όσον αφορά στο δικαίωμα του ενάγοντα για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω επικαλούμενης απάτης υπάρχει δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 5396/2006 απόφαση, η απόφαση δε αυτή επικυρώθηκε από την υπ’ αριθμ. 344/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ενώ με την παρούσα αγωγή κρίνεται, ως προελέχθη, το δικαίωμα του ενάγοντα για ακύρωση του συμβιβασμού λόγω επικαλούμενης απάτης. Περαιτέρω η εξέταση της βάσης της αγωγής που ερείδεται στην ακύρωση της ένδικης σύμβασης (συμβιβασμού) ως καταπλεονεκτικής, προσκρούει στο δικονομικό δεδικασμένο που παρήχθη με την υπ’ αριθμ. 5396/2006 απόφαση (δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού που προέβαλε η εναγομένη), σύμφωνα με την οποία η ίδια νομική και πραγματική βάση της από 13.9.2005 πρώτης αγωγής απορρίφθηκε ως αόριστη, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής ο ενάγων δεν εξέθεσε με σαφήνεια κατ πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση του επικαλούμενου κανόνα δικαίου. Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν γίνεται μνεία, ιδίως, α) της ύπαρξης φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και β) της συνδρομής ανάγκης (με επιτακτικό χαρακτήρα και ανεπίδεκτο αναβολής), κουφότητας (αδιαφορίας για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων) ή απειρίας (έλλειψη της πείρας γύρω από τη ζωή και τις συναλλαγές) του αντισυμβαλλομένου. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή είναι κατά τα λοιπά, ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, καθόσον ο ενάγων αναφέρει αναλυτικά ποιες ήταν οι πράξεις και παραλείψεις τόσο της εναγομένης, όσο και των προστηθέντων αυτής οργάνων, οι οποίες επέφεραν το ζημιογόνο αποτέλεσμα, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ειδικά δε όσον αφορά στο αιτούμενο κονδύλιο για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, με το περιεχόμενο και αίτημα που αναφέρθηκε πιο πάνω είναι επαρκώς ορισμένη και περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το νόμο στοιχεία, σύμφωνα και με την περιεχόμενη σκέψη στην προηγούμενη παράγραφο. Ειδικότερα στην εν λόγω αγωγή εκτίθενται, πλην άλλων, ότι ο ενάγων, συνεπεία της λεπτομερώς περιγραφόμενης υπαίτιας και παρανόμου συμπεριφοράς της εναγομένης και των προστηθέντων της υπέστη ψυχολογικό “σοκ” και παρουσιάζει συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, ήτοι πάσχει από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και ψυχωσική συνδρομή, με αποτέλεσμα να παρακολουθείται έκτοτε τακτικά από ψυχίατρους και να βρίσκεται υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή. Εξάλλου και μόνο η περιέλευση του ενάγοντα σε κίνδυνο απώλειας της ζωής του από υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και των προστηθέντων της, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, συνιστά αδικοπραξία (914 Α.Κ.), η οποία δύναται να στηρίξει αξίωση αυτού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (932 Α.Κ.). Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι η περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης αξίωση έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν περιέχεται σ` αυτήν ο αναγκαίος για την πληρότητά της ισχυρισμός περί του ότι ο προσβαλλόμενος δικαιούχος υπέστη προσβολή της υγείας του, να περιγράψει το είδος της προσβολής, τις συνέπειες και το τελικό αποτέλεσμα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, πλην άλλων και διότι στην αγωγή περιέχονται με επάρκεια τα πιο πάνω στοιχεία. Περαιτέρω η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 3, 71, 130, 131, 180, 211, 281, 288, 297, 298, 299, 341, 345, 346, 361, 648 επ., 871, 872, 914, 922, 926, 929, 930, 932 του ΑΚ, 70, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ και 1047 ΚΠολΔ,  53 επ., 84, 105 και 106 Κ.Ι.Ν.Δ., 1, 2, 3, 4 και 14 Κ.Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25-8-1920 Β.Δ. και ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρ. 38 Εισ.Ν.Α.Κ.) και έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 66 του Κ.Ι.Ν.Δ., και επί ναυτικών ατυχημάτων και της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Δέον να σημειωθεί ότι η αγωγή είναι νόμιμη, απορριπτομένης της περί του αντιθέτου αιτιάσεως της εναγομένης, ότι οι διατάξεις των άρθρων των άρθρων 62 και 63 του ΚΙΝΔ ορίζουν περιοριστικώς τα δικαιώματα του ναυτικού σε περίπτωση ναυαγίου, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλης διατάξεως. Ειδικότερα το άρθρο 62 ορίζει «ο ναυτικός ναυαγήσαντος πλοίου, δικαιούται εις μισθόν δι’ ας ημέρας ειργάσθη συντρέχων προς διάσωσιν αυτού, των επιβαινόντων ή του φορτίου, επιπροσθέτως δε και εις μισθόν το πολύ δύο μηνών, εφόσον δεν εξεμίσθωσε τα υπηρεσίας του αλλαχού», το δε άρθρο 63 ορίζει: «ο ναυτικός δικαιούται εις εύλογον αποζημίωσιν διά την εκ του ναυαγίου, πυρκαϊάς ή παρεμφερούς γεγονότος απώλειαν αντικειμένων της προσωπικής ή επαγγελματικής του χρήσεως». Από τη διατύπωση των ανωτέρω άρθρων καθίσταται σαφές, ότι με τις διατάξεις τους ρυθμίζονται ειδικά θέματα και δη με το άρθρ.62 θέματα αντιμισθίας του ναυτικού για τις υπηρεσίες του προς διάσωση του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου, λαμβάνεται δε και πρόνοια υπέρ του ναυτικού εν όψει της απώλειας των εκ της εργασίας του αποδοχών του συνεπεία του ναυαγίου (και δη αυτού που δεν εξικνείται μέχρις απώλειας του πλοίου επιφέρουσας κατ’ άρθρ. 68 του ΚΙΝΔ τη λύση της συμβάσεως εργασίας), ενώ με το άρθρ. 63 προβλέπεται εύλογη αποζημίωση για την απώλεια των προαναφερόμενων αντικειμένων του ναυτικού. Το ζήτημα δικαιώματος του ναυτικού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ούτε θίγεται από τα ανωτέρω δύο άρθρα ούτε αποκλείεται δι’ αυτών η εφαρμογή στους ναυτικούς των προβλεπόντων σχετικό δικαίωμα (χρηματικής ικανοποιήσεως) άλλων διατάξεων του νόμου (Εφετ.Πειρ. 203/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, πέραν της προφανούς αοριστίας της, είναι μη νόμιμη, καθόσον η κύρια βάση της αγωγής στηρίζεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις και όχι σε αξιώσεις από σύμβαση, ώστε ο ενάγων, λόγω ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας να έχει αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, αναφορικά με το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, αφού με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993/63, ΠΠρΑθ 2644/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για την απαγγελία προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, απαιτείται εκτελεστός τίτλος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 904 ΚΠολΔ, εκτελεστότητα δε προσδίδεται μόνο στις αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στις καταψηφιστικές και όχι στις αναγνωριστικές (ΑΠ 299/1992 ΕλλΔνη 1993/1075, ΑΠ 180/1990 ΕΕΝ 1990/682, Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ Τόμος ΣΤ΄ Αθήνα 1997 άρθρο 1047 αρ. 34 σελ. 656). Κατόπιν των ανωτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό … και το με αριθμό … γραμμάτια του ΔΣΠ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους (σημειωτέον ότι η εναγομένη κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και τα επικαλούμενα σε αυτές έγγραφα, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική επισημείωση της Γραμματέως επί των προτάσεων, παρά των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του ενάγοντα), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του Μ. Γ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ) προς υποστήριξη της ασκηθείσας από αυτόν από 27-10-2014 (αριθμ εκθ. καταθ. …) όμοιας αγωγής του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε νομίμως με την κρινομένη αγωγή του), με επιμέλεια του ενάγοντα ύστερα από προηγούμενη κλήτευση της αντιδίκου του με δήλωση της πληρεξουσίας του δικηγόρου που περιλαμβάνεται στην παραγγελία της για επίδοση του ως άνω δικογράφου (βλ. την με αριθμ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε στις 22.09.2000, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Επίκουρου, σύμφωνα με τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «…» με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, που εκείνη την εποχή ανήκε στην εταιρία «….», φέρουσα πλέον την επωνυμία «…», και εφοπλίζετο απ’ αυτή. Ο ενάγων από την πρόσληψή του και μέχρι την 26-9-2000, ήτοι επί πέντε συνολικά ημέρες παρείχε κανονικά τις εργασίες του επί του πλοίου. Στις 26-09-2000 το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά εκτελώντας το δρομολόγιο «Πειραιά – Πάρο – Νάξο – Εύδηλο – Καρλόβασι – Βαθύ Σάμου – Λειψούς», στις 20.00 δε ανέλαβε αξιωματικός φυλακής γέφυρας (Α/Φ) ο υποπλοίαρχος Α. Ψ.. Την ώρα εκείνη το πλοίο βρισκόταν περίπου 3 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά της ακτής Κέφαλος της Κύθνου, σε θέση περίπου που ανταποκρινόταν στο σχέδιο ταξιδιού. Στη συνέχεια το πλοίο κινήθηκε σε σχέση με το προβλεπόμενο ίχνος αρχικά βορείως και στη συνέχεια νοτίως αυτού χωρίς να τηρείται η απαιτούμενη ακρίβεια πορείας που θα επέτρεπε την ασφαλή διέλευση ΒΑ των βραχονησίδων “Πόρτες”. Στις 22.05 ο Α/Φ εντόπισε οπτικώς το φανό στα βόρεια των βραχονησίδων Πόρτες σε εκτιμώμενη απόσταση περί τα 3-4 ν. μ. και σε σχετική διόπτευση περίπου περί τις 15 μοίρες δεξιότερα της γραμμής πλώρης, υπελόγισε δε με άγνωστο τρόπο ότι θα περνούσε ασφαλώς σε απόσταση πάνω από 0,25 ν.μ., ενώ σύμφωνα με το σχέδιο έπρεπε, όπως προαναφέρθηκε, να πέρναγε σε απόσταση 0,4 ν.μ. Ρώτησε τον δόκιμο πλοίαρχο που βρισκόταν μπροστά στο ραντάρ εάν έβλεπε σ’ αυτό τις βραχονησίδες “Πόρτες” και έλαβε την απάντηση ότι τις έβλεπε και ότι “υπήρχε στόχος μπροστά, πολύ κοντά”. Ο Α/Φ δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στη παρατήρηση αυτή του δόκιμου (ο οποίος από τη θέση που βρισκόταν δεν μπορούσε να αντιληφθεί την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία περιερχόταν άμεσα το πλοίο, το οποίο είχε λάβει ήδη πορεία σύγκρουσης με τις βραχονησίδες “Πόρτες”). Όταν ο δόκιμος αποφάσισε να εκφράσει τους φόβους του (1 ½ περίπου λεπτό πριν από την πρόσκρουση), ο Α/Φ τον αποδοκίμασε παρουσία κατωτέρου πληρώματος, χωρίς να ελέγξει τη κατάσταση. Το γεγονός δε ότι το πλοίο είχε σταθερή πορεία, δέκα τουλάχιστον λεπτά πριν από την πρόσκρουση, υποδηλώνει ότι ο φανός των βραχονησίδων ήταν σχεδόν κατάπλωρα και τούτο για άγνωστους λόγους δεν το αντελήφθηκε ο Α/Φ, παρά τις επισημάνσεις του δοκίμου. Ελάχιστο χρόνο πριν από την πρόσκρουση (περίπου 1′ λεπτό) ο Α/Φ αντελήφθη ότι θα πέρναγε πολύ κοντά από τις “Πόρτες” χωρίς ακόμη όμως να έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και έδωσε εντολή στον πηδαλιούχο να θέσει αρχικά γωνία πηδαλίου 3 μοίρες αριστερά και όταν ο πηδαλιούχος ανέφερε ότι το πλοίο δεν ανταποκρίνεται στην κίνηση του έδωσε εντολή για 5 ακόμη μοίρες και αμέσως μετά για 10 μοίρες. Μετά την ολοκλήρωση της κινήσεως και ενώ το πλοίο είχε πλησιάσει ελάχιστα μέτρα από τις βραχονησίδες (185 μέτρα κατά τον ίδιο τον Α/Φ, 50 μέτρα κατά τους λοιπούς επιβαίνοντες), ο Α/Φ αντελήφθη επιτέλους την αμεσότητα του κινδύνου και υπό το κράτος πανικού ανέλαβε ο ίδιος το πηδάλιο και το έθεσε όλο αριστερά. Περί ώρα 22.12′ και ενώ το πλοίο έπλεε με ταχύτητα 18 περίπου κόμβων και βρισκόταν 1,5-2 ν.μ. από το λιμάνι της Παροικίας, απόσταση που προβλεπόταν να διανύσει σε 20′ περίπου, προσέκρουσε βιαίως με όλη τη πιο πάνω ταχύτητά του με τη δεξιά πλευρά του (μεταξύ των νομέων 110-115, 36 περίπου μέτρα από την πλώρη) στα βόρεια των βραχονησίδων “Πόρτες”. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί μία σειρά ρηγμάτων και μικρότερες ρηγματώσεις (εννέα συνολικά), στη δεξιά πλευρά του πλοίου, τόσο στα ύφαλα όσο και στα έξαλα αυτού. Το κύριο ρήγμα, από το οποίο προκλήθηκε η βύθισή του βρισκόταν στα δεξιά και στα ύφαλα αυτού στην περιοχή του κυρτού του κυρίως μηχανοστασίου, ήταν ακανόνιστης έως τοξοειδούς μορφής και είχε εξωτερικά μήκος 3 περίπου μέτρα και πλάτος 1,05 και εσωτερικά μήκος 1,41 μέτρα και πλάτος 0,99 μ.. Το ρήγμα αυτό προκλήθηκε από τη βίαιη πρόσκρουση του ανεπτυγμένου και προεξέχοντος δεξιού αντιδιατοιχιστικού πτερυγίου στους ύφαλους των βράχων “Πόρτες”, την επακόλουθη θραύση της άρθρωσης του πτερυγίου στη ρίζα του και τη βίαιη διείσδυση μέρους αυτού από την εξαναγκασμένη κίνηση προς τα πίσω, στην περιοχή του κυρτού του πρωραίου τμήματος του κυρίως μηχανοστασίου, μεταξύ των νομέων 82 και 87 στα σύνορα με το πρωραίο βοηθητικό μηχανοστάσιο όπου εδράζεται ο μηχανισμός άρθρωσης του αντιδιατοιχιστικού πτερυγίου. Μετά την πρόσκρουση άρχισε εισροή μεγάλων ποσοτήτων νερού, αρχικά στο κυρίως μηχανοστάσιο και κατόπιν στο πρωραίο και πρυμναίο βοηθητικό μηχανοστάσιο μέσω των στεγανών θυρών του κυρίως μηχανοστασίου, οι οποίες κατά παράβαση των κανονισμών ασφαλείας ήταν ανοικτές. Εντός τριών λεπτών από την πρόσκρουση εκτιμάται ότι εισήλθαν περίπου 900 κυβικά μέτρα νερού στο εσωτερικό του πλοίου προκαλώντας καταρχήν κλίση προς τα δεξιά 5 μοιρών, η οποία συνέχισε αυξανόμενη, αφού το νερό εξακολουθούσε να κατακλύει σταδιακά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδικότερα αρχικά τα βοηθητικά μηχανοστάσια και στη συνέχεια μέσω των ανοικτών θυρών τους χώρους ενδιαίτησης του πληρώματος και των επιβατών. Ομάδα τριών μικρών ρηγμάτων πλησίον της ισάλου γραμμής (νομείς 118-120), λόγω των μικρών διαστάσεων (5X2 εκατοστά, 61X4-6 εκ.), δεν επέδρασαν ουσιαστικά στη βύθιση του πλοίου. Οι κύριες μηχανές έπαυσαν αμέσως μετά την πρόσκρουση να λειτουργούν, αλλά αυτό συνέχισε τη πορεία του, μέχρις ότου η ταχύτητά του μηδενίστηκε. Το νερό συνέχισε να εισρέει και εντός 10 λεπτών από την πρόσκρουση εκτιμάται ότι η κλίση αυξήθηκε στις 10 μοίρες, ενώ εντός 20 λεπτών από την πρόσκρουση έφθασε στις 34 μοίρες, οπότε και η δεξιά κουπαστή του πλοίου στο ύψος του καταστρώματος επιβίβασης στις σωστικές λέμβους άρχισε να βυθίζεται στο νερό. Στις 23.00 περίπου, δηλαδή περίπου 45-50 λεπτά μετά την πρόσκρουση το πλοίο χάθηκε από την επιφάνεια της θαλάσσης με εγκαρσίως προς τα δεξιά κλίση, της τάξης των 30 μοιρών, με πρωραία διαγωγή και τελικά προσέκρουσε στο βυθό σε βάθος περίπου 30 μέτρων με τη πρύμνη και τη δεξιά κουπαστή. Η βύθιση του πλοίου επιταχύνθηκε και από το ρήγμα που δημιουργήθηκε στα έξαλα αυτού στην περιοχή platform deck του καταστρώματος οχημάτων. Το ρήγμα αυτό αποτελείται από δύο τμήματα μήκους 5 μέτρων και πλάτους 0,12 έως 0,65 το ένα και μήκους 5,40 έως 1,30 και πλάτους 0,38 έως 0,30 το άλλο, ενεργοποιήθηκε περίπου 15 λεπτά μετά τη πρόσκρουση, αφού το πλοίο είχε λάβει ήδη μεγάλη κλίση και εισήλθαν από αυτό μεγάλες ποσότητες νερού. Από τη βύθιση του πλοίου πνίγηκαν 80 άτομα από τους επιβάτες και το πλήρωμα και διασώθηκαν 467, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Η πρόσκρουση του πλοίου στις βραχονησίδες “Πόρτες”, η οποία είχε ως επακόλουθο τη βύθιση αυτού, οφείλεται σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από την εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, πλοιάρχου … και υποπλοιάρχου …. Ειδικότερα ο δεύτερος εξ αυτών, ο οποίος είχε τη διακυβέρνηση του πλοίου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, εκτελώντας καθήκοντα αξιωματικού φυλακής γέφυρας ευθύνεται για το ότι : Α) Δεν τηρούσε σε κάθε χρονική στιγμή του πλου την απαιτούμενη οπτική επιτήρηση με κάθε διαθέσιμο και πρόσφορο μέσο, λόγω και των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν (θυελλώδεις άνεμοι, έντονος κυματισμός), αλλά και της φυσιογνωμίας της περιοχής (αβαθή και βραχονησίδες). Β) Δεν γνώριζε, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση του πλοίου, αν ήταν σε ανάπτυξη μόνο το δεξιό αντιδιατοιχιστικό πτερύγιο ή και τα δύο και δεν φρόντισε να ενημερωθεί γι’ αυτό, έστω και εκ των υστέρων, μολονότι, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, αν είναι ανεπτυγμένο μόνο το ένα πτερύγιο προκαλείται έκπτωση του πλοίου προς την πλευρά του. Γ) Δεν μερίμνησε για τη συνεχή επιτήρηση του θαλασσίου χώρου με οπτήρα και μάλιστα τον ασκούντα, κατά το χρόνο της πρόσκρουσης, καθήκοντα οπτήρα ναύτη απασχολούσε με καθήκοντα περιπολίας. Δ) Δεν έπλεε με ασφαλή ταχύτητα ώστε να μπορεί να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή σύγκρουσης και κυρίως να ακινητοποιήσει κατά το δυνατόν το πλοίο στην ενδεδειγμένη για τις επικρατούσες συνθήκες απόσταση. Ε) Δεν έκανε χρήση κάθε διαθεσίμου και καταλλήλου μέσου (ραντάρ, πυξίδα, βυθόμετρο, GPS, διόπτευση), για να εκτιμήσει αν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης, ούτε έκανε έλεγχο του στίγματος και της πορείας του πλοίου κατά τη διάρκεια του πλου. ΣΤ). Δεν πραγματοποίησε έγκαιρα και σύμφωνα με τις επιταγές της καλής ναυτικής τέχνης τους κατάλληλους χειρισμούς (ελάττωση ταχύτητας, ακινητοποίηση με κράτηση ή ανάποδα των μέσων πρόωσης του πλοίου, σωστή αλλαγή πορείας κλπ). Ζ) Δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα το φανό πάνω τις βραχονησίδες, ο οποίος ήταν ορατός από απόσταση 7 ναυτικών μιλίων. Η) Δεν ειδοποίησε τον πλοίαρχο έγκαιρα ώστε να προσέλθει στη γέφυρα, ούτε το μηχανοστάσιο, ώστε να μειώσει ταχύτητα, όταν αντιλήφθηκε ότι οι βραχονησίδες ήταν πολύ κοντά στο πλοίο και η πρόσκρουση πολύ πιθανή, με αποτέλεσμα αυτή να είναι ιδιαίτερα σφοδρή. Θ) Δεν μεταχειρίστηκε το πλοίο με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιήσει τις επιδράσεις από την πρόσκρουση. Ι) Δεν έλεγξε τις στεγανές θύρες οι οποίες ήταν σχεδόν όλες ανοικτές, κατά παράβαση των κανονισμών, ούτε φρόντισε για το κλείσιμο τους, έστω και μετά την πρόσκρουση. ΙΑ) Δεν έθεσε σε λειτουργία το συναγερμό γενικής κατάστασης ανάγκης του πλοίου για να ενημερωθεί το πλήρωμα και να ειδοποιηθούν έγκαιρα οι επιβάτες, ώστε να συγκεντρωθούν στους σταθμούς διαίρεσης και να προετοιμασθούν για την ενδεχόμενη εγκατάλειψη του πλοίου και IB) Δεν έδωσε το ακριβές στίγμα στον ασυρματιστή του πλοίου, ώστε να το μεταδώσει στο θάλαμο επιχειρήσεων YEN. Περαιτέρω ο πλοίαρχος … ευθύνεται για το ότι : Α) Δεν άσκησε αυτοπροσώπως τη διακυβέρνηση του σκάφους κατά το κρίσιμο διάστημα παρά τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες (θυελλώδεις άνεμοι, έντονος κυματισμός) και την ιδιότυπη γεωγραφική φυσιογνωμία της περιοχής (αβαθή, βραχονησίδες), αλλά είχε την εσφαλμένη εκτίμηση ότι θα ήταν ασφαλής ο πλους υπό τη διακυβέρνηση του υποπλοιάρχου, στον οποίον είχε αναθέσει καθήκοντα αξιωματικού φυλακής γέφυρας. Β) Δεν είχε οργανώσει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια τη σύνθεση της γέφυρας, ώστε να αντιμετωπίσει ενδεχομένους κινδύνους ενόψει και της φυσιογνωμίας της περιοχής και ειδικότερα δεν φρόντισε να υπάρχει στη σύνθεση της φυλακής γέφυρας ναύτης οπτήρας. Γ) Δεν προσήλθε έγκαιρα στη γέφυρα για να αναλάβει τη διακυβέρνηση του σκάφους και να εκτελέσει τους κατάλληλους χειρισμούς για τον ασφαλή κατάπλου στο λιμάνι της Πάρου. Δ) Δεν ήλεγξε τις στεγανές θύρες οι οποίες ήταν όλες σχεδόν ανοικτές, κατά παράβαση των κανονισμών, ούτε φρόντισε για το κλείσιμο τους έστω και μετά την πρόσκρουση. Ε) Δεν μερίμνησε για την ενεργοποίηση του συναγερμού γενικής καταστάσεως ανάγκης, ούτε φρόντισε να ενημερώσει καθ’ οιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο (φορητά μεγάφωνα, αγγελιαφόρους) το πλήρωμα και τους επιβάτες και να δώσει σχετικές εντολές και οδηγίες προκειμένου να συγκεντρωθούν οι επιβάτες στους χώρους διαίρεσης και να εγκαταλείψουν το πλοίο με ασφάλεια. ΣΤ) Δεν έδωσε το ακριβές στίγμα στον ασυρματιστή του πλοίου, ώστε να το μεταδώσει στο θάλαμο επιχειρήσεων YEN. Ζ) Δεν εκτελούσε τακτικά γυμνάσια καθαιρέσεως των λέμβων και εγκατάλειψης του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, ώστε τα μέλη του πληρώματος να είναι εξοικειωμένα με τη χρήση των σωστικών μέσων βάσει του πίνακος διαιρέσεως και Η) Δεν ασκούσε τον δέοντα έλεγχο και εποπτεία επί των μελών του πληρώματος για την ορθή ενάσκηση των καθηκόντων τους και ειδικότερα επί του ασκούντος κατά τον κρίσιμο χρόνο καθήκοντα αξιωματικού φυλακής γέφυρας υποπλοιάρχου, αλλά και επί των λοιπών υπευθύνων στους οποίους είχαν ανατεθεί καθήκοντα για την ασφαλή εγκατάλειψη του πλοίου (καθαίρεση λέμβων, διανομή σωσιβίων κλπ). Οι πιο πάνω πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων από την εναγομένη πλοιοκτήτρια συνιστούν υπαίτια συμπεριφορά, η οποία είχε ως άμεση συνέπεια το ναυάγιο του εν λόγω πλοίου. Τα περισσότερα από τα πιο πάνω περιστατικά, συνομολογούνται από την εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ειδικότερα η εναγομένη συνομολογεί τα γεγονότα που προηγήθηκαν του ναυαγίου, τον εξαιτίας αυτού θάνατο δεκάδων επιβατών και μελών του πληρώματος, καθώς και το ότι η πρόσκρουση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην βίαιη πρόσκρουση του πλοίου επί των βραχονησίδων η οποία επήλθε -αποκλειστικά κατ’ αυτήν- από υπαιτιότητα των προστηθέντων απ’ αυτήν υποπλοίαρχου (κυρίως) και πλοιάρχου και αρνείται οποιαδήποτε περαιτέρω ιδία ευθύνη αυτής. Ο ενάγων δεν αμφισβητεί ότι το πλοίο προσέκρουσε στις βραχονησίδες εξαιτίας των εσφαλμένων κατά τη διακυβέρνησή του χειρισμών του υποπλοιάρχου, ισχυρίζεται όμως, περαιτέρω, ότι το πλοίο βυθίστηκε, διότι δεν ήταν αξιόπλοο και δεν τηρούσε τις προβλεπόμενες για την ασφάλεια των επιβατών και του πληρώματος διατάξεις και κανονισμούς. Τα περιστατικά αυτά, όπως υποστηρίζει ο ενάγων τα γνώριζαν οι εκπρόσωποι, οι προστηθέντες και τα διευθυντικά στελέχη της εναγόμενης πλοιοκτήτριας φυσικά πρόσωπα, οι οποίοι ενώ γνώριζαν ότι υφίσταντο οι παραπάνω πλημμέλειες και ελλείψεις, όμως παρόλα αυτά ουδέν μέτρον έλαβαν προς άρση τους. Κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή η ιδία υπαιτιότητα της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας συνίσταται στο ότι το βυθισθέν πλοίο ήταν παλαιό, αναξιόπλοο και σε κακή κατάσταση. Προς απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων σχετικά με τις συνθήκες της προσκρούσεως του Ε/Γ-Ο/Γ “…” και τα αίτια που οδήγησαν στη ταχύτατη βύθιση αυτού και στον πνιγμό 80 επιβατών και μελών του πληρώματος, η εναγομένη επικαλείται και προσκομίζει, πλην άλλων, ιδιαίτερα την από … Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης, η οποία συνετάγη από τους πραγματογνώμονες κατ’ εντολή της υπ’ αριθμ. 5/2000 Διάταξης του Εφέτη Ανακριτή του Εφετείου Αιγαίου και της υπ’ αριθμ. 19/2000 Διάταξης της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Σύρου, στα πλαίσια της διενεργηθείσης ανακρίσεως επί της υποθέσεως αυτής. Η έκθεση αυτή συμπληρώθηκε με τις από Δεκεμβρίου 2001 και Ιανουαρίου 2002 συμπληρωματικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Από τις εκθέσεις αυτές σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 76/2003 έκθεση του ΑΣΝΑ, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, προέκυψαν, σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την ιδία υπαιτιότητα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, τα εξής: α) ότι το πλοίο “…”, ήταν, έστω οριακά, αξιόπλοο, β) ότι η μη προσήκουσα λειτουργία της ηλεκτρογεννήτριας ανάγκης συνδέεται αιτιωδώς με τη βύθιση του πλοίου, αφού εξαιτίας αυτής δεν κατέστη δυνατό να κλείσουν οι στεγανές πόρτες του πλοίου, όταν αυτό επιχειρήθηκε από τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο, έστω και καθυστερημένα, μετά την παύση της λειτουργίας των κύριων ηλεκτρογεννητριών, γεγονός το οποίο είτε θα απέτρεπε τη βύθιση του πλοίου είτε θα επιβράδυνε σημαντικά τη βύθιση του και θα έδιδε το χρόνο για καλύτερη οργάνωση για την εγκατάλειψη του πλοίου, εντούτοις με βάση τα πιο πάνω περιστατικά η ευθύνη της εναγομένης για τη μη προσήκουσα λειτουργία της ηλεκτρογεννήτριας με οποιαδήποτε από τις πιο πάνω εκδοχές, είναι ευθύνη εκ προστήσεως. Ιδία ευθύνη της πλοιοκτήτριας από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε, αφού η εν λόγω ηλεκτρογεννήτρια πληρούσε τις νόμιμες προδιαγραφές και ο Α’ μηχανικός την είχε διαβεβαιώσει ότι αυτή δεν είχε πρόβλημα, γ) Όσον αφορά στα διαθέσιμα σωστικά μέσα (λέμβοι, σωσίβιες πνευστές σχεδίες, ατομικά σωσίβια), το Δικαστήριο δέχεται ότι στο πλοίο υπήρχαν σωσίβια σε επαρκή αριθμό σε ποσότητα και σε ποιότητα, ανεξάρτητα αν υπήρχαν και επιπλέον σωσίβια που δεν ανταποκρινόταν στις νόμιμες προδιαγραφές. Επιπλέον επαρκή ήσαν και τα λοιπά σωστικά μέσα (λέμβοι, πνευστές σχεδίες), δ) Από τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι το αυτόματο σύστημα συναγερμού δεν λειτούργησε κατά τον κρίσιμο χρόνο εξαιτίας βλάβης ή κακής συντηρήσεως, ε) Υφίσταται ιδία ευθύνη της εταιρείας ως προς την παράλειψη αυτής να ελέγξει αν τα μέλη του πληρώματος που προσλάμβανε είχαν εκτός από τα τυπικά, και τα ουσιαστικά προσόντα για τα καθήκοντα που τους ανέθετε με την προϋπόθεση ότι η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, στ) Όλες οι στεγανές θύρες έπρεπε με ευθύνη του πλοιάρχου να είναι κλειστές καθ’ όλη τη διάρκεια του πλοίου, σύμφωνα με το πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου. Εξαίρεση προβλεπόταν μόνο όταν έπρεπε να διέλθει από αυτές κάποιο άτομο, οπότε έπρεπε να κλείνει αμέσως μετά τη διέλευση, ή όταν γινόταν εργασίες παραπλεύρως της θύρας. Δεδομένου ότι δεν συνέτρεξε κάποιος από τους δύο αυτούς λόγους, έπρεπε όλες οι στεγανές θύρες να ήταν κλειστές ήδη με τον απόπλου του πλοίου από τον Πειραιά, ζ) Μηχανικές βλάβες των διαφόρων συστημάτων του πλοίου (δεξιά κύρια μηχανή, χειριστήρια μηχανών, εξάρτημα μηχανής -delaval-ηλεκτροϋδραυλικό σύστημα των θυρών ασφαλείας, αποκοπή πτερυγίου της δεξιάς έλικας κλπ) δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν και σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οποιαδήποτε μηχανική βλάβη συνετέλεσε είτε στην πρόσκρουση του πλοίου είτε στα όσα επακολούθησαν. Επίσης το πλοίο διέθετε τα αναγκαία συστήματα ραδιοφόρου αυτομάτου προσδιορισμού στίγματος, η) Στην αξιοπλοΐα του πλοίου περιλαμβάνεται και η επάνδρωση του πλοίου με προσοντούχο πλήρωμα. Στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, διαπιστώνεται ότι “το Ε/Γ “…” διέθετε, κατά τη βύθιση του, επαρκή αριθμό πληρώματος, με τις απαιτούμενες από τους κανονισμούς ειδικότητες καθηκόντων” (βλ. σελίδα 27/194 εκθέσεως). Όπως όμως ορθώς παρατηρείται και στην έκθεση του ΑΣΝΑ (σελ.34) υπάρχει μεν τυπική συμφωνία όσον αφορά τα πιστοποιητικά ικανότητος και τα εκδιδόμενα από την αρχή διπλώματα, “αλλά η ουσιαστική εξέταση και τεκμηρίωση των προσόντων των μελών του πληρώματος από την εταιρεία, δεν έχει γίνει, αφού επί παραδείγματι οι τρεις υποπλοίαρχοι του πλοίου έχουν ελάχιστη εμπειρία επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων (… 1 μήνα, … άνευ, … άνευ), χωρίς αυτό να καταγραφεί και να γεννήσει ανησυχία σε κανένα αρμόδιο της πλοιοκτήτριας εταιρείας”. Και η μεν έλλειψη εμπειρίας μελών του πληρώματος και ειδικότερα των δύο τελευταίων αξιωματικών δεν αποδείχθηκε ότι στην προκειμένη υπόθεση συνδέεται αιτιωδώς με την πρόσκρουση του πλοίου και όσα επακολούθησαν, τα οποία είχαν ως συνέπεια τον θάνατο των 80 επιβατών και την διακινδύνευση της ζωής των υπολοίπων, συνδέεται όμως αιτιωδώς με την έλλειψη των προσόντων αυτών του πρώτου (Α. Ψ.). Πράγματι ο εν λόγω αξιωματικός όχι μόνο εστερείτο της απαραίτητης εμπειρίας, αλλά επιπλέον ήταν γνωστό στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιώς ότι πλοηγούσε επικίνδυνα και ότι είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα σε προηγούμενα πλοία που είχε υπηρετήσει. Το γεγονός ότι ο Α. Ψ. πλοηγούσε επικίνδυνα και ότι δεν είχε τα ουσιαστικά προσόντα για να του ανατεθούν καθήκοντα υποπλοίαρχου σε πλοίο της ακτοπλοΐας ήταν γνωστό στην εναγομένη, όχι μόνο λόγω της κακής του φήμης, αλλά και διότι κατά το παρελθόν είχε υπηρετήσει και σε άλλο επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο, το οποίο ανήκε στην ίδια πλοιοκτήτρια εταιρεία και ο πλοίαρχος αυτού ζήτησε τη μετάθεσή του, μόλις πέντε ημέρες μετά τη ναυτολόγησή του. Επομένως οι αρμόδιοι για τις προσλήψεις προσωπικού της πλοιοκτήτριας εταιρείας γνώριζαν την ανικανότητα του εν λόγω αξιωματικού, όχι μόνο διότι δεν ήταν δυνατόν να αγνοούν εκείνο το οποίο ήταν γνωστό σε όλους τους ναυτιλιακούς κύκλους, αλλά, επιπλέον, διότι για την ανικανότητα αυτού είχαν ιδία αντίληψη, αφού αυτός είχε ναυτολογηθεί προηγουμένως σε πλοίο της αυτής εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω αρμόδιοι της εταιρείας όφειλαν να ελέγξουν την συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων του εν λόγω ναυτικού πριν τον προσλάβουν. Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε η εναγομένη πλοιοκτήτρια, όχι μόνο αδιαφόρησε παντελώς να ερευνήσει κατά την πρόσληψη του υποπλοίαρχου … αν αυτός είχε τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα, αλλά, επιπλέον τον προσέλαβε εν γνώσει της ότι ήταν παντελώς ακατάλληλος να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του. Μεταξύ των καθηκόντων του αυτών ήταν, λόγω του βαθμού και της θέσεως του, και εκείνα της πλοηγήσεως του πλοίου, ως αξιωματικού φυλακής, καθήκοντα τα οποία εξετέλεσε αυτός κατά τον περιγραφέντα πιο πάνω αμελή τρόπο, με αποτέλεσμα την πρόσκρουση του πλοίου στη βραχονησίδα “Πόρτες” και τη ταχύτατη βύθιση αυτού, η οποία επέφερε τον θάνατο 80 επιβαινόντων και την διακινδύνευση της ζωής των διασωθέντων και την ψυχική και σωματική αυτών δοκιμασία. Το πιο πάνω ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει αν αυτή δεν είχε προσλάβει τον Α. Ψ., εν γνώσει της ανυπαρξίας των ουσιαστικών αυτού προσόντων. Η πιο πάνω παράλειψη συνιστά βαρύτατη αμέλεια της πλοιοκτήτριας εταιρείας όχι μόνο διότι ο έλεγχος των ουσιαστικών προσόντων των ναυτικών συνιστά νομικό αυτής καθήκον, αφού συνδέεται άμεσα με την υποχρέωση αυτής να διατηρεί το πλοίο της αξιόπλοο (43 παρ.1 ΚΔΝΔ κλπ), αλλά και διότι δεν επέδειξε την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές στο κύκλο των αρμοδιοτήτων της, αφού συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από τον επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις και τις αρχές της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Σύμφωνα δε με την προαναφερόμενη νομική της υποχρέωση και τις αρχές αυτές, η πλοιοκτήτρια εταιρεία η οποία εκτελούσε με τα πλοία της μεταφορές επιβατών σε δρομολογιακή ακτοπλοϊκή γραμμή με τους ιδιαίτερους κινδύνους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, όφειλε να είχε μεριμνήσει για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών, οι οποίοι της είχαν εμπιστευθεί τη ζωής τους, προσλαμβάνοντας έμπειρους και ικανούς ναυτικούς προκειμένου να εκτελέσουν καθήκοντα αξιωματικού φυλακής και να αναλάβουν την ευθύνη της πλοηγήσεως του πλοίου και όχι τον γνωστόν σ’ αυτή για την ανικανότητά του πιο πάνω υποπλοίαρχο Α. Ψ.. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά πιο πάνω, ενισχύεται το ήδη δεκτό γενόμενο συμπέρασμα, κατά το οποίο όχι μόνο η γενόμενη πρόσκρουση του πλοίου στους βράχους, αλλά και η ταχύτατη βύθιση αυτού με συνέπεια τον θάνατο 80 επιβαινόντων και τη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία και βλάβη της υγείας των διασωθέντων, οφείλεται πρωτίστως σε πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων από την εναγομένη πλοιοκτήτρια μελών του πληρώματος (κυρίως του υποπλοίαρχου, αλλά και του πλοιάρχου, του Α’ μηχανικού και των λοιπών μελών του πληρώματος που αναφέρθηκαν). Οι πράξεις και παραλείψεις αυτές συνιστούν βαρύτατη αμελή συμπεριφορά των προσώπων αυτών, οι περισσότερες των οποίων έλαβαν χώρα με γνώση ότι αυτές θα οδηγούσαν στο ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, αφού τόσο ο υποπλοίαρχος Α. Ψ. γνώριζε ότι η κατά τον περιγραφέντα πιο πάνω πρωτοφανή τρόπο πλοήγηση του πλοίου πλησίον των βραχονησίδων “Πόρτες”, ήταν πιθανόν να επιφέρει την πρόσκρουση του πλοίου και τη βύθιση του, ενώ παράλληλα ο ίδιος, ο πλοίαρχος και τα λοιπά μέλη του πληρώματος γνώριζαν ότι η μη τήρηση στοιχειωδών κανόνων ασφαλείας που αναφέρθηκαν (κλείσιμο στεγανών θυρών, οργάνωση εγκατάλειψης του πλοίου κλπ), θα συντελούσαν στη ταχύτερη βύθιση του πλοίου και στον θάνατο μεγάλου αριθμού επιβαινόντων και στη ψυχική και σωματική καταπόνηση των υπολοίπων. Οι πράξεις δε αυτές και παραλείψεις τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο αποτέλεσμα, με την έννοια που έχει ήδη αναφερθεί. Ενδεχόμενος όμως δόλος των πιο πάνω προστηθέντων από την πρώτη εναγομένη πλοιάρχου και λοιπών μελών του πληρώματος, δεν προέκυψε, αφού αυτοί το προβλεφθέν από αυτούς ζημιογόνο αποτέλεσμα πίστευαν -προφανώς όλως επιπόλαια- ότι δεν θα επήρχετο. Στοιχεία από τα οποία να δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το ενδεχόμενο ζημιογόνο αποτέλεσμα τους ήταν αδιάφορο αν επήρχετο, ή και ότι απλώς ήλπιζαν ότι αυτό δεν θα συμβεί, δεν προέκυψαν. Αντίθετα το γεγονός ότι και οι υπαίτιοι προστηθέντες βρισκόταν μέσα στο ίδιο πλοίο και ο ενδεχόμενος κίνδυνος και για τη δική τους ζωή ήταν ο ίδιος με εκείνο των λοιπών επιβαινόντων στο πλοίο, όπως αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι εκτός από τους επιβάτες πνίγηκαν και αρκετά μέλη του πληρώματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτοί πίστευαν, ότι η πρόσκρουση του πλοίου στους βράχους και όσα επακολούθησαν, δεν θα συνέβαιναν. Άλλωστε ο τρόπος με την οποίο ενήργησαν δεν υποδηλώνει άτομα που αδιαφορούν για τη ζωή τους. Συνεπώς αυτοί θα προέβαιναν στις πιο πάνω πράξεις και παραλείψεις μόνο αν πίστευαν και ήσαν πραγματικά σίγουροι ότι τίποτε το κακό δεν θα συνέβαινε. Στήριξαν δε την όλως επιπόλαια αυτή εκτίμηση τους στο γεγονός ότι με το ίδιο πλοίο και με τις ίδιες συνθήκες είχαν εκτελέσει το αυτό δρομολόγιο δεκάδες φορές, όπως αυτό καταφαίνεται ιδιαίτερα στην απολογία του υποπλοίαρχου …, ο οποίος επικαλείται το γεγονός αυτό, ενώ ταυτόχρονα δεν δίδει επαρκή εξήγηση για το πώς οδήγησε το πλοίο στις βραχονησίδες σε μία διαδρομή που γνώριζε πολύ καλά. Το προαναφερόμενο συμπέρασμα για την ευθύνη των πιο πάνω προστηθέντων ενισχύεται και από όσα διαλαμβάνονται στην έκθεση του ΑΣΝΑ. Το εν λόγω συμβούλιο δέχθηκε (κατά πλειοψηφία, εκ των πέντε παρόντων μελών του μειοψήφησε η πρόεδρος αυτού), ότι η πρόσκρουση – εισροή υδάτων στο “Ε/Γ -Ο/Γ πλοίο “…” και η εξ αυτού βύθιση του οφείλεται σε βαρεία αμέλεια του υποπλοιάρχου … και σε αμέλεια των πλοιάρχου …, υπάρχου, Γ. Τ. και του Α΄ μηχανικού Γ. Σ.. Επίσης έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τους λόγους που δεν κατέστη δυνατό να καθαιρεθούν οι περισσότερες σωσίβιες λέμβοι και για τους λόγους που συνετέλεσαν στη ταχεία βύθιση του πλοίου. Ομοίως σύμφωνα με το τελικό συμπέρασμα της πιο πάνω αναφερομένης εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης βασικό αίτιο της πρόσκρουσης και της στη συνέχεια βύθισης του πλοίου ήταν η ανεπαρκής διακυβέρνηση του, η βύθιση δε αυτού θα είχε αποτραπεί αν οι δύο στεγανές θύρες του μηχανοστασίου ήταν κλειστές. Επίσης διαπιστώνεται η έλλειψη σωστής οργάνωσης της εκκένωσης του πλοίου, οφειλόμενη σε σειρά παραλείψεων οι οποίες ερευνήθηκαν ήδη πιο πάνω. Συνολικά με την εν λόγω έκθεση διαπιστώνονται δέκα επτά αίτια της βυθίσεως του πλοίου και των ανεπαρκειών των διαδικασιών εκκένωσης αυτού, τα οποία οδήγησαν στην απώλεια της ζωής 80 επιβαινόντων. Ένα εξ αυτών έχει σχέση με την ανεπαρκή κινητοποίηση των διαθεσίμων μέσων έρευνας διάσωσης της Ελληνικής Πολιτείας ενώ τα υπόλοιπα σχετίζονται με την αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων από την πλοιοκτήτρια πλοιάρχου και άλλων μελών του πληρώματος. Δύο από τα αίτια αυτά τα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθούν και σε αμελή συμπεριφορά της πλοιοκτήτριας εταιρείας και τα οποία “ενδεχομένως επηρέασαν την εξέλιξη του ατυχήματος μετά την πρόσκρουση στους βράχους”, όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, ήταν η ανεπαρκής ποιότητα των σωστικών μέσων και η ηλεκτρογεννήτρια ανάγκης (βλ. σελ. 13 και 186 της εκθέσεως). Για τους δύο αυτούς παράγοντες – αίτια, έγινε ήδη λόγος πιο πάνω και σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά, το πρώτο μεν αίτιο δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα, τουλάχιστον στην εξεταζόμενη υπόθεση, το δε δεύτερο οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων από την εναγομένη (α’ μηχανικού και ηλεκτρολόγου). Εξάλλου και ως προς τα λοιπά αίτια τα οποία συνετέλεσαν στη ταχύτατη βύθιση του πλοίου και στην χωρίς οργάνωση εγκατάλειψη αυτού, και για τα οποία, όπως έγινε δεκτό, υφίσταται υπαιτιότητα των προστηθέντων από την εναγομένη πλοιάρχου και των πιο πάνω αναφερομένων αξιωματικών του πλοίου, δεν προέκυψε – και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν στην αρχή- παράλληλη αμελής συμπεριφορά των οργάνων της πλοιοκτήτριας εταιρείας που να συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα (εκτός από την προαναφερόμενη παράλειψη αυτής να ελέγξει την συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων του υποπλοιάρχου …, κατά την πρόσληψη του). Επιπλέον δεν προέκυψε ότι αυτή είχε γνώση των πιο πάνω ελλείψεων -ούτε προβάλλεται από τον ενάγοντα ισχυρισμός περί του τρόπου γνώσεως αυτής, ούτε γίνεται επίκληση αποδεικτικού μέσου από το οποίο να προκύπτει κάτι τέτοιο. Εξάλλου δεν προέκυψε ότι συνέτρεχε λόγος να ασκήσει η πλοιοκτήτρια δια των αρμοδίων οργάνων της περαιτέρω εποπτεία στον πλοίαρχο, δεδομένης της θέσεως του πλοιάρχου στο πλοίο, ως προσώπου της εμπιστοσύνης της ιδίας. Το γεγονός όμως ότι από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε παράλληλη ευθύνη της εναγομένης πλοιοκτήτριας στις πιο πάνω ενέργειες και παραλείψεις των προστηθέντων από αυτήν μελών του πληρώματος, δεν αναιρεί την δική της ευθύνη, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά πιο πάνω, σε σχέση με την παράλειψη αυτής να ελέγξει την ύπαρξη των απαιτουμένων ουσιαστικών προσόντων του ως υποπλοιάρχου ναυτολογηθέντος …. Η εκτέλεση δε πλου με πλοίο αναξιόπλοο λόγω βλάβης ή ελαττώματος αποτελεί, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εφόσον αποβεί ζημιογόνος εις βάρος τρίτου, όπως συνέβη στην εξεταζόμενη υπόθεση, αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, και για τον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, και αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, το όργανο εκπροσωπήσεως του, που τον προκάλεσε ή παρέλειψε να τον αποτρέψει παρά τη γνώση της βλάβης ή ελαττώματος, ως παράγοντος ενδεχομένου κινδύνου. Εξαιτίας δε της προαναφερόμενης παραλείψεως της πλοιοκτήτριας, το πλοίο αυτής κατέστη αναξιόπλοο από τη στιγμή που ανέλαβε την πλοήγησή του ο εν λόγω υποπλοίαρχος και συνέπεια της ανικανότητας αυτού ήταν να προσκρούσει το πλοίο στις βραχονησίδες “Πόρτες” με τα πιο πάνω ζημιογόνα αποτελέσματα. Η γνώση δε της εταιρείας για την ανυπαρξία των ουσιαστικών προσόντων του εν λόγω ναυτικού και η πρόσληψη αυτού σε θέση για την οποία απαιτείται εξαιρετική ικανότητα, αφού από την πλοήγηση του πλοίου σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, εξαρτάτο η ασφάλεια του πλοίου και η ζωή των επιβατών, καθιστά την αμέλεια αυτής βαρύτατη. Ενδεχόμενος όμως δόλος για την παράλειψη αυτή της πλοιοκτήτριας δεν προέκυψε, αφού, όπως αποδείχθηκε, παρά τη γνώση της ότι η πρόσληψη του πιο πάνω ναυτικού ήταν δυνατό να είχε ως αποτέλεσμα την πρόσκρουση του πλοίου με τα συνακόλουθα αποτελέσματα, εν τούτοις πίστευε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε, διότι προφανώς είχε εμπιστοσύνη στον πλοίαρχο του πλοίου και το υπόλοιπο πλήρωμα που ασκούσε καθήκοντα φυλακής, αλλά και στο γεγονός ότι η τυχόν πρόσκρουση θα έθετε σε κίνδυνο και τη ζωή του ίδιου του υποπλοιάρχου. Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία ευθύνεται για παραβάσεις νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών, η απαρίθμηση των οποίων παρέλκει, αφού οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις δεν συνδέονται αιτιωδώς με τη πρόσκρουση του πλοίου, τη βύθιση αυτού και το θάνατο των 80 επιβαινόντων. Πολλές από τις παραβάσεις αυτές αναφέρονται κυρίως στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης (βλ. π.χ. σελ. 14 επ. της εκθέσεως), πλην όμως δεν συναριθμούνται μεταξύ των αιτίων της βύθισης του πλοίου και της μη οργανωμένης εγκαταλείψεως του. Ο ενάγων, ως μέλος, κατά τα προαναφερθέντα, του πληρώματος του βυθισθέντος πλοίου, αφού μοίρασε, κατά τη βύθισή του, ατομικά σωσίβια στους επιβάτες, φόρεσε και ο ίδιος τέτοιο και έπεσε στη θάλασσα. Αφού παρέμεινε αρκετή ώρα στη θάλασσα και κινδύνευσε να πνιγεί, τελικά σώθηκε από τους ανθρώπους (αλιείς της Πάρου κλπ) που προσέτρεξαν προς βοήθειά του. Οι έντονες και εφιαλτικές στιγμές που έζησε ο ενάγων αμέσως μετά την πρόσκρουση του πλοίου, η βύθιση αυτού που έλαβε χώρα κάτω από τις πιο πάνω δραματικές περιστάσεις, η  προσπάθειά του να παράσχει συνδρομή στους επιβάτες του πλοίου και τους συναδέλφους του, η πτώση του στη θάλασσα, όπου περιβαλλόταν από τις σορούς όσων πνίγηκαν και ο μεγάλος και άμεσος κίνδυνος να πνιγεί αβοήθητος μέσα στη νύκτα στη τρικυμιώδη θάλασσα μέχρις ότου αποβιβαστεί στην Πάρο, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ισχυρό νευρικό κλονισμό. Με τα δεδομένα αυτά ο ενάγων υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, η εναγομένη δε, έχει υποχρέωση να καταβάλει σε αυτόν αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, ευθυνόμενη κατά τις γενικές εκ προστήσεως διατάξεις (922 ΑΚ), αλλά και κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 84 εδ. β’ του ΚΙΝΔ όπου ρητώς ορίζεται ότι ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις αδικοπραξίες τις οποίες διέπραξε ο πλοίαρχος και το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επιπλέον δε αυτή ευθύνεται και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (914 ΑΚ), ως έχουσα ιδία ευθύνη, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων, ο οποίος ειδικώς επικαλείται, μεταξύ άλλων και την παράλειψη της αντιδίκου του να ελέγξει τα ουσιαστικά προσόντα του υποπλοίαρχου …. Η εναγομένη αναγνωρίζοντας την υποχρέωσή της αυτή, κατέβαλε στον ενάγοντα δυνάμει του υπ’ αριθμ. … πρακτικού συμβιβασμού που καταρτίσθηκε τη 1-11-2000 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά το ποσό των 2.500.000 δρχ. (7.336,75 ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ναυαγίου, ενώ ήδη δυνάμει του υπ’ αριθμ. … πρακτικού συμβιβασμού ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς είχε καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.320.000 δρχ. (3.873,80 ευρώ) προς εξόφληση των απαιτήσεών του εκ των άρθρων 62 και 63 ΚΙΝΔ. Ο ενάγων όμως, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί αναλυτικά ανωτέρω, ισχυρίζεται ότι εξαιτίας του ναυαγίου υπέστη σοβαρότατο κλονισμό της ψυχικής του υγείας, βαρύτατης μορφής κατάθλιψη και ψυχωσική συνδρομή, ότι εξαιτίας της καταστάσεώς του αυτής έχει καταστεί πλήρως και δια βίου ανίκανος για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου με αυτό, κι ότι οι ένδικες αξιώσεις του δεν καταλαμβάνονται από τα ανωτέρω πρακτικά συμβιβασμού, άλλως ότι ο συμβιβασμός αυτός είναι άκυρος, κυρίως λόγω της ψυχικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν κατά τη σύναψη αυτών, την οποία εκμεταλλεύτηκε η εναγομένη. Η εναγομένη, δια των κατατιθεμένων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίων προτάσεών της, αρνείται την αγωγή, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα υγείας και σε κάθε περίπτωση ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι υπάρχει κάποια προσβολή της υγείας του, δεν υφίσταται κανένας αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατάστασης της υγείας του και του ναυαγίου. Όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων νοσηλεύθηκε ένα περίπου έτος μετά το ναυάγιο και συγκεκριμένα από τις 17-07-2001 έως τις 8-08-2001 στην κλινική «…», ενώ εξεταζόμενος στις 22-08-2001 στην ψυχιατρική κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών από τον ψυχίατρο … βρέθηκε πάσχων «από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή σαν αποτέλεσμα σοβαρού ψυχοτραυματικού γεγονότος (ναυάγιο Σάμινα)» και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Όμοια ήταν η γνωμάτευση και του ιατρού που τον εξέτασε στις …2001 στα ιατρεία του Οίκου Ναύτου. Τον ενάγοντα συνέχισε να παρακολουθεί ο ανωτέρω ψυχίατρος … άλλοτε στα εξωτερικά ιατρεία του Αιγινήτειου Νοσοκομείου (βλ. τις από … ιατρικές βεβαιώσεις του ανωτέρω), άλλοτε στο ιατρείο του, όπως στις …, οπότε, αφού τον εξέτασε γνωμάτευσε ότι πάσχει από «μείζονα καταθλιπτική διαταραχή με ψυχωσικά στοιχεία που συχνά συνυπάρχουν με αυτοκαταστροφικές ιδέες», κι άλλοτε στα εξωτερικά ιατρεία της ψυχιατρικής κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (βλ. τα από … ιατρικά πιστοποιητικά της ανωτέρω κλινικής). Επιπλέον, η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ έκρινε με την υπ’ αριθμ. …2005 γνωμάτευσή της ανάπηρο τον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 30-11-2006 με ποσοστό αναπηρίας 67% λόγω ψυχιατρικής νόσου, εν συνεχεία δε με την υπ’ αριθμ. 96/2009 γνωμάτευσή της τον ενέκρινε ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας 67% οφειλόμενο σε ψυχιατρική πάθηση για το χρονικό διάστημα από 1-12-2008 έως 30-11-2010. Ενόψει των ανωτέρω, προκειμένου το Δικαστήριο να κρίνει εάν τυγχάνουν ουσία βάσιμες οι αξιώσεις του ενάγοντα, απαιτείται να διαπιστωθεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας, κι εάν υπάρχει εξαιτίας αυτής πλήρης και διαρκής ανικανότητά του προς εργασία. Διότι με βάση αυτή θα προσδιοριστεί και το ύψος της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης που δικαιούται και θα κριθεί εάν ενόψει του συμβιβασμού έχει ικανοποιηθεί και σε ποιο βαθμό για την αξίωσή του αυτή, καθώς και εάν υπήρξε εκμετάλλευση της βεβαρημένης – όπως ισχυρίζεται – ψυχικής του κατάστασης από την εναγομένη. Κατά τη μελέτη όμως της υπόθεσης, μετά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, παρουσιάζονται κενά και αμφίβολα σημεία, διότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τα κρίσιμα και εντόνως αμφισβητούμενα ζητήματα: α) ποια η κατάσταση της ψυχικής υγείας του ενάγοντα, εάν αυτός πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, ποιο το είδος αυτής και η σοβαρότητά της, πότε εκδηλώθηκε αυτή, εάν προϋπήρχε, σε λανθάνουσα έστω κατάσταση, του ναυαγίου ή εάν εκδηλώθηκε μετά από αυτό, β) ποια η αιτία εκδήλωσης της νόσου (εάν υπάρξει θετική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα) και σε περίπτωση εμφάνισής της μετά το ναυάγιο, εάν αυτή θα εκδηλωνόταν ακόμα κι αν δεν συνέβαινε το ναυάγιο, γ) ποια ήταν η κατάσταση της ψυχικής υγείας του ενάγοντα πριν το ναυάγιο, αμέσως μετά από αυτό, κατά το χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως σήμερα, δ) εάν αυτός κατά το χρόνο κατάρτισης των πρακτικών συμβιβασμού είχε συνείδηση των πράξεών του ή αν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και σε τι οφειλόταν η διαταραχή αυτή, ε) εάν σήμερα έχει συνείδηση των πράξεών του, στ) εάν τα ανωτέρω (υπό α) προκάλεσαν ανικανότητα στον ενάγοντα προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος ή κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου επαγγέλματος και αν ναι για πόσο χρόνο και σε ποιο βαθμό (ποσοστό) προσδιορίζεται η τυχόν ανικανότητά του. Επομένως, ενόψει του ότι τα ανωτέρω ζητήματα απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις της επιστήμης της ιατρικής, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την πλήρη διακρίβωση και ορθή διάγνωση της διαφοράς, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατ’ αρθρ. 254 σε συνδυασμό με το άρθρο 368 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Σημειώνεται ότι δε θα περιληφθεί εν προκειμένω διάταξη περί δικαστικών εξόδων, ενόψει του ότι πρόκειται περί μη οριστικής απόφασης (191 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά μέσα, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            -ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

-ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί η παρακάτω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τη διενέργεια της οποίας διατάσσει.

-ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα από το κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στο Δικαστήριο για τον σκοπό αυτό τον … του …, Ψυχίατρο, κάτοικο … Αττικής (οδός …), τηλ…, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του ενώπιον της δικάζουσας Δικαστού ή του νόμιμου αναπληρωτή της εντός 10 ημερών από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως κατά την ημέρα και ώρα που θα ορισθεί από αυτόν στο κατάστημα του Πρωτοδικείου Πειραιά και, αφού προηγουμένως, αφενός λάβει γνώση όλων των έγγραφων στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και λάβει κάθε χρήσιμη διευκρίνιση ή πληροφορία από τους διαδίκους και αφετέρου πραγματοποιήσει ιατρική εξέταση του ενάγοντα, να γνωμοδοτήσει με πλήρως αιτιολογημένη έκθεση, την οποία θα καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επομένη της ημερομηνίας ορκίσεώς του για τα κάτωθι θέματα: α) ποια η κατάσταση της ψυχικής υγείας του ενάγοντα, εάν αυτός πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, ποιο το είδος αυτής και η σοβαρότητά της, πότε εκδηλώθηκε αυτή, εάν προϋπήρχε, σε λανθάνουσα έστω κατάσταση, του ναυαγίου ή εάν εκδηλώθηκε μετά από αυτό, β) ποια η αιτία εκδήλωσης της νόσου (εάν υπάρξει θετική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα) και σε περίπτωση εμφάνισής της μετά το ναυάγιο, εάν αυτή θα εκδηλωνόταν ακόμα κι αν δεν συνέβαινε το ναυάγιο, γ) ποια ήταν η κατάσταση της ψυχικής υγείας του ενάγοντα πριν το ναυάγιο, αμέσως μετά από αυτό, κατά το χρόνο κατάρτισης των ανωτέρω πρακτικών συμβιβασμού και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως σήμερα, δ) εάν αυτός κατά το χρόνο κατάρτισης των πρακτικών συμβιβασμού είχε συνείδηση των πράξεών του ή αν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του και σε τι οφειλόταν η διαταραχή αυτή, ε) εάν σήμερα έχει συνείδηση των πράξεών του, στ) εάν τα ανωτέρω (υπό α) προκάλεσαν ανικανότητα στον ενάγοντα προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος ή κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου επαγγέλματος και αν ναι για πόσο χρόνο και σε ποιο βαθμό (ποσοστό) προσδιορίζεται η τυχόν ανικανότητά του.

-ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3 Νοεμβρίου 2015, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ