Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 1666/2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Σπυράκο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις νήσους … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Καλλιόπη – Ειρήνη Καραμεσίνη.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ –  ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. 2) Ι. Χ., ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της άνω πρώτης εναγομένης, κατοίκου Πειραιά. 3) Κ.  Χ. Π., ως διαχειρίστριας και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω πρώτης εναγομένης, κατοίκου ….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Εριέττα Λαζαρίδου.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.5.2013 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή της, που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την υπ’ αριθμ. 3564/2014  απόφασή του, ανέστειλε την πρόοδο της δίκης έως ότου η ενάγουσα καταβάλει στην πρώτη εναγομένη τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της απόφασης δικαστικά έξοδα. Ήδη η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση με την από 2.2.2015, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.4.2015 και,  μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 2.2.2015, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση της ενάγουσας, η υπό κρίση, από 15.5.2013 (με αριθμό κατάθεσης …) αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά α) την έκδοση της με αριθμό 3564/2014 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που ανέστειλε την πρόοδο της δίκης έως ότου η ενάγουσα καταβάλει στην πρώτη εναγομένη τα δικαστικά έξοδα αυτής, εκ των προγενέστερα ασκηθεισών αγωγών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι της με αριθμό κατάθεσης … αγωγής της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης και της με αριθμό … αγωγής της ενάγουσας κατά των εδώ τριών εναγομένων, από τα δικόγραφα των οποίων παραιτήθηκε η ενάγουσα πριν τη συζήτησή τους και β) την καταβολή στην πληρεξουσία δικηγόρο της πρώτης εναγομένης, του καθορισθέντος με την ανωτέρω απόφαση ποσού των εξόδων, ύψους 458,79 Ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την καλούσα- ενάγουσα, από 29.1.2015 απόδειξη της Εριέττας Λαζαρίδου, ενεργούσας ως πληρεξουσίας δικηγόρου της πρώτης εναγομένης).

Σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει από την 25.7.2011, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 4 παρ.1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), «στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει από 2.4.2012, μετά την αντικατάστασή της από την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/2012), «στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) Ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) Ευρώ. Σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις των άρθρων 7-10 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις που η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, για την εκτίμησή του λαμβάνεται υπόψιν το αίτημα της αγωγής, στο οποίο όμως δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα, ασχέτως αν ζητούνται αορίστως από το χρονικό σημείο της υπερημερίας έως την εξόφληση ή ορισμένως με τον καθορισμό του ποσού για τον ανατοκισμό, καθόσον και στις δύο περιπτώσεις οι τόκοι ως προς το κεφάλαιο έχουν παρεπόμενη μορφή (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 9, αριθμ. 1, 2 ΠΠρΡοδ 44/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Για τη νομή και την κυριότητα η αξία του αντικειμένου της αγωγής προσδιορίζεται από την αξία του πράγματος. Σε περίπτωση, δε, ομοδικίας, όταν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνονται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο (ΕφΘεσσαλ 626/1997, Αρμ 1997, σ.808). Εξάλλου, αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ασφάλεια, εμπράγματου ή ενοχικού χαρακτήρα, η αξία του αντικειμένου προσδιορίζεται από την αξία της ασφαλιζόμενης απαίτησης, οποιαδήποτε και αν είναι η διαφορά αφού ο νόμος δεν διακρίνει, εκτός αν το πράγμα που δόθηκε για ασφάλεια έχει μικρότερη αξία, οπότε η τελευταία αποτελεί το προσδιοριστικό στοιχείο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 11, αριθμ.5). Για τον υπολογισμό, δε, της αξίας του αιτήματος της αγωγής, λαμβάνεται υπόψιν ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, ως τέτοιος χρόνος δε στην περίπτωση αυτή, νοείται εκείνος της κατάθεσης του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, όπου αυτή απευθύνεται (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ.10, ΕφΘεσσαλ 626/1997, Αρμ 1997, σ.808, ΠΠρΡοδ 44/2009, ο.π.). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 8, 9, 10, 215, 221 εδ.β του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης, καθορίζεται από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, την οποίαν αυτό έχει, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, και συγκεκριμένα κατά την κατάθεση της αγωγής (ΕφΛαρ 92/2006, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2006, σ.304, Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 215, αριθμ.1 και υπό αρθρ. 221, αριθμ.1, 12). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 46, αριθμ.1). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠολΔ : «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση….». Η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας συνιστά άρνηση της αγωγής και το βάρος απόδειξης της συνδρομής της έχει ο ενάγων (βλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 46, αριθμ.3). Τέλος, η διάταξη του άρθρου 47 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποίαν «απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου», λειτουργεί μόνο ex post. Επομένως, το δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά, δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 47, αριθμ.2, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 47, αριθμ. 13). Περαιτέρω, αξιόγραφα υπό στενή έννοια, μεταξύ των οποίων και η επιταγή, ορίζονται τα έγγραφα, για τα οποία η κατοχή του εγγράφου είναι απαραίτητη, όχι μόνο για την ενάσκηση, αλλά και για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Μόνο στα αξιόγραφα το δικαίωμα συνδέεται κατά τέτοιο τρόπο με το έγγραφο, ώστε η κατοχή του εγγράφου να αποτελεί πάντοτε ουσιαστική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος. Η ενσωμάτωση της απαίτησης σε αξιόγραφο (αξιογραφική ενσωμάτωση) έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης του νέου κτήτορα (δανειστή), χωρίς να εξασθενίζει τη θέση του οφειλέτη ή των ενδιάμεσων (προηγούμενων) δανειστών. Ο νέος κτήτορας, εφόσον έχει στα χέρια του το έγγραφο, μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν έγινε διάθεση της απαίτησης από τον εκχωρητή ή άλλον ενδιάμεσο δανειστή και ότι επομένως η απαίτησή του κατά του οφειλέτη για άμεση εκπλήρωση δεν μπορεί να αποκρουσθεί για το λόγο ότι η εκπλήρωση έχει ήδη γίνει σε άλλον. Ο οφειλέτης, από την άλλη μεριά, δεν κινδυνεύει να καταβάλει δύο φορές, αφού δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει σε πρόσωπο που δεν κατέχει το έγγραφο, έστω και αν τούτο είναι σε θέση να αποδείξει το δικαίωμά του με άλλον τρόπο. Συναφώς, γίνεται διάκριση δύο δικαιωμάτων : του δικαιώματος που έχει ενσωματωθεί στο έγγραφο («δικαίωμα από το χαρτί»), το οποίο μπορεί να είναι ενοχικό, εμπράγματο ή συμμετοχικό και του εμπραγμάτου δικαιώματος κυριότητας πάνω στο έγγραφο ως πράγμα («δικαίωμα πάνω στο χαρτί»). Και τα δύο όμως δικαιώματα αποτελούν μια ενότητα. Έτσι, η μεταβίβαση του εγγράφου επιφέρει στα υπό στενή έννοια αξιόγραφα τη σύγχρονη μεταβίβαση του ενσωματωμένου δικαιώματος, χωρίς να χρειάζεται εκχώρηση. Το δικαίωμα από το χαρτί ακολουθεί το δικαίωμα πάνω στο χαρτί. Ωστόσο, η αξιογραφική σύνδεση δικαιώματος και εγγράφου παύει είτε λόγω απόσβεσης του δικαιώματος είτε λόγω απώλειας ή καταστροφής του εγγράφου. Η απόσβεση της ενσωματωμένης απαίτησης επέρχεται όπως η απόσβεση των ενοχών, δηλ. με καταβολή. Μολονότι όμως το έγγραφο παύει να ενσωματώνει απαίτηση, η κυκλοφορία του μετά την καταβολή μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εξακολουθεί να υπάρχει η απαίτηση, αν δεν έχει σημειωθεί στο έγγραφο ότι εξοφλήθηκε. Για να μην εκτεθεί ο οφειλέτης στον κίνδυνο να ξαναπληρώσει τον καλόπιστο τρίτο που θα αποκτήσει το έγγραφο μετά την εξόφληση, μπορεί (ο οφειλέτης) να εξαρτήσει την εκπλήρωση από την παράδοση (επιστροφή) σ’ αυτόν του εγγράφου (βλ. ΑΚ 878, 893, άρθρα 79 ν.δ. 17.7.1923, 39 παρ.1 ν. 5325/1932, 47 παρ.1 ν. 5960/1933). Παράλληλα, ο οφειλέτης έχει αξίωση να του δώσει ο κομιστής εξοφλητική απόδειξη (ΑΚ 424), η οποία σημειώνεται συνήθως στο σώμα του εγγράφου. Αν ο οφειλέτης καταβάλει, χωρίς να του επιστραφεί το έγγραφο, έχει αξίωση για απόδοσή του (ΑΚ 424). Ειδικά, σχετικά με το αξιόγραφο της επιταγής, μεταξύ εκδότη και πληρώτριας τράπεζας (σχέση κάλυψης) έχει συναφθεί κατά κανόνα σύμβαση επιταγής. Η υποχρέωση της Τράπεζας απέναντι στον πελάτη της (εκδότη) για πληρωμή της επιταγής πηγάζει από τη σύμβαση επιταγής. Αντίθετα, απέναντι στον κομιστή της επιταγής, ο πληρωτής δεν υπέχει υποχρέωση πληρωμής, αφού ούτε η σύμβαση επιταγής είναι σύμβαση υπέρ τρίτου ούτε η έκδοση επιταγής ενέχει συγχρόνως εκχώρηση της απαίτησης του εκδότη κατά της τράπεζας από το λογαριασμό του στον κομιστή. Αν η Τράπεζα αρνηθεί να πληρώσει την επιταγή, ο κομιστής (στον οποίον επιστρέφεται η «σφραγισμένη» επιταγή), μπορεί να ασκήσει τα αναγωγικά του δικαιώματα. Η Τράπεζα μπορεί να αρνηθεί αζημίως να πληρώσει την επιταγή, μεταξύ άλλων και εφόσον τα διαθέσιμα στο λογαριασμό του εκδότη δεν αρκούν για την πληρωμή της. Η ακάλυπτη επιταγή έχει πλήρη ισχύ, εφόσον όμως η πληρώτρια τράπεζα δεν την εξοφλήσει, επέρχονται ως προς τον εκδότη αστικές και  ποινικές κυρώσεις (Ν. Ρόκας, «Αξιόγραφα», εκδ. 1992, σ. 5, 7, 10, 13, 14, 139, 140, 146). Περαιτέρω, κατ’ άρθρον 34 εδ. α` ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, ο πληρωτής πληρώνων την επιταγή δύναται ν` απαιτήσει όπως του εγχειρισθεί αυτή εξωφλημένη υπό του κομιστού. Κατά δε το άρθρο 424 εδ. α` ΑΚ ο οφειλέτης καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ν` απαιτήσει ακόμα και με αγωγή την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου, αργότερα αν δεν το ζήτησε κατά την καταβολή, ενώ ο δανειστής που αρνείται την απόδοση γίνεται υπερήμερος (βλ. ΕφΑθ 10370/1996, ΕλΔνη 1997, σ.900).

Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή φέρεται προς συζήτηση δυνάμει της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήσης, η ενάγουσα εκθέτει ότι, με την ιδιότητά της ως εφοπλίστρια του φορτηγού πλοίου «…», σημαίας νήσων …, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ανάθεσης ναυπηγικών μελετών για το ως άνω πλοίο που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη κατά τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο του έτους 2011, η πρώτη εναγομένη πραγματοποίησε τις μελέτες αυτές, εξέδωσε, δε, προς τούτο, τα από 11.5.2011 και από 10.10.2011, αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ποσού 2.405 και 8.117 Ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι συνολικά, ποσού 10.522 Ευρώ. Ότι η ενάγουσα, για την εξασφάλιση της απαίτησης της πρώτης εναγομένης για την ως άνω αιτία, εξέδωσε στον Πειραιά, την 31.10.2011, σε διαταγή της ανωτέρω πρώτης εναγομένης, τη με αριθμό … επιταγή της τράπεζας «….», για ποσό 10.149,70 Ευρώ, πληρωτέα την 28.12.2011 και παρέδωσε αυτήν στην πρώτη εναγομένη. Ότι την 1.12.2011, ολόκληρο το ποσό της επιταγής καταβλήθηκε στην πρώτη εναγομένη, με απ’ ευθείας έμβασμα στο λογαριασμό, που διατηρούσε αυτή στην Τράπεζα Κύπρου, πλην όμως η πρώτη εναγομένη δεν επέστρεψε στην ενάγουσα το σώμα της επιταγής την 1.12.2011, όπως όφειλε. Ότι, αντιθέτως, η πρώτη εναγομένη ιδιοποιήθηκε παράνομα την επιταγή και την ενέταξε στην περιουσία της, ενώ την 3.1.2012 την ενεφάνισε προς πληρωμή στην τράπεζα …, η οποία κατά την ως άνω ημερομηνία βεβαίωσε στην πίσω όψη της επιταγής την έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων της ενάγουσας στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό για την κάλυψη του αναγραφόμενου σε αυτήν ποσού και τη σφράγισε. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη (η ενάγουσα) ότι η πρώτη εναγομένη αρνείται παρανόμως να παραδώσει σε αυτήν το σώμα της ανωτέρω επιταγής, ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα το σώμα της ανωτέρω επιταγής, ποσού 10.149,70 Ευρώ, στην περίπτωση, δε, μη συμμόρφωσης με την υποχρέωσή της προς απόδοση της ως άνω επιταγής, να απειληθεί σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγομένων χρηματική ποινή έως 50.000 Ευρώ και προσωπική κράτηση αυτών ενός (1) έτους. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με το ανωτέρω ιστορικό και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αναρμοδίως καθ’ ύλην εισάγεται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι η υπό κρίση (κύρια) αξίωση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αφού α) η αγωγή αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 16.5.2013 (βλ. πράξη κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, παρά πόδας αυτής), ήτοι μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), στις 2.4.2012, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 αυτού και β) η αξία του αντικειμένου της αγωγής, όπως αυτή προσδιορίζεται από το κύριο αίτημα αυτής, το οποίο είναι αποτιμητό σε χρήμα (ενόψει του ότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, η επιταγή της οποίας την απόδοση της κατοχής αιτείται η ενάγουσα, ενσωματώνει χρηματική απαίτηση του κομιστή της επιταγής, ύψους 10.149,70 Ευρώ), δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 Ευρώ (βλ. άρθρο 14 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει κατά την, ως άνω, ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής). Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται, ότι η ενάγουσα, σε απάντηση της ένστασης καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, που προέβαλαν οι εναγόμενοι, ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, υπαγόμενη στη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι, η επίδικη επιταγή, μετά την ολοσχερή εξόφλησή της, έχει απωλέσει πλήρως την εσωτερική της αξία ως έγγραφο και έχει εξαντληθεί η κατά νόμο ανταλλακτική της αξία, παραμένει, δε, αυτή, ως χρεωστικό έγγραφο, το οποίο νομιμοποιείται η ενάγουσα να ζητήσει να της αποδοθεί μετά την ολοσχερή εξόφληση.  Τα ανωτέρω, όμως, τυγχάνουν απορριπτέα, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον, υπό τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή, ακόμη και αληθών υποτιθέμενων, αφενός μεν το έγγραφο του οποίου την απόδοση αιτείται η ενάγουσα, ακόμη και αν η ενσωματωμένη σε αυτό απαίτηση έχει αποσβεστεί, έχει (επουσιώδη) χρηματική αξία, ως πράγμα (αρθρ. 11 αριθμ.1 ΚΠολΔ), αφετέρου δε, η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει χρηματική αξία και εξακολουθεί να ενσωματώνει απαίτηση, κατ’ αρθρ. 9 ΚΠολΔ, ακόμη και μετά την καταβολή του χρηματικού ποσού από τον οφειλέτη (εν προκειμένω, η ενάγουσα) στο δανειστή (εν προκειμένω η πρώτη εναγομένη) της χρηματικής αξίωσης (εν προκειμένω, αξίωση από σύμβαση έργου), χάριν (ή αντί) καταβολής της οποίας δόθηκε αυτό, ενώ επιπρόσθετα, και υπό την εκτιθέμενη στην αγωγή εκδοχή της έκδοσης της επίδικης επιταγής από την ενάγουσα, σε εξασφάλιση απαίτησης της πρώτης εναγομένης κατά αυτής (για την εγγυητική λειτουργία της επιταγής, ορ. ειδικότερα, Ι. Μάρκου «δίκαιο επιταγής», εκδ. 2002, σ.43-45), η επίδικη διαφορά καθορίζεται από την αξία που έχει η ασφαλιζόμενη απαίτηση, υπό τους ορισμούς του άρθρου 11 αριθμ.2 ΚΠολΔ (πρβλ, αναφορικά με όμοιας φύσης αξίωση για απόδοση του πράγματος επί του οποίου συστάθηκε ενέχυρο, μετά την απόσβεση του ενεχύρου, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, αριθμ.3).  Ειδικότερα, η πληρωμή της αξίωσης εκ της επιταγής, πολύ δε περισσότερο, η καταβολή του ποσού της ενοχικής αξίωσης, χάριν ή αντί καταβολής της οποίας εκδόθηκε το αξιόγραφο, ή του ποσού της ενοχικής αξίωσης, προς εξασφάλιση της οποίας εκδόθηκε το αξιόγραφο, δεν αποκλείει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί ο οφειλέτης της επιταγής να πληρώσει δύο φορές, σε περίπτωση που το αξιόγραφο (εν προκειμένω η επιταγή) εξακολουθήσει να κυκλοφορεί και περιέλθει σε έναν καλόπιστο τρίτο (ορ. αρθρ. 21 Ν.5960/1933, Ι. Μάρκου «δίκαιο επιταγής», εκδ. 2002, σ.201-202), προς τούτο, δε, ο οφειλέτης μπορεί να εξαρτήσει την εκπλήρωση της χρηματικής παροχής που τον βαρύνει από την παράδοση (επιστροφή) σε αυτόν του εγγράφου (ορ. ειδικότερα, Ρόκα, ο.π., σελ. 12, 32, 100, Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 1979, υπό αρθρ. 424 ΑΚ, παρ. 12, Ι. Μάρκου, ο.π., σελ. 267 και 315, πρβλ. αναφορικά με ομοίου περιεχομένου διατάξεις στο ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής, ΕφΑθ 661/1995, ΕΕΜΠΔ 1997, σ.70). Αντίστοιχα, η επιταγή, ως χρηματόγραφο, ενσωματώνει, κατ’ αρθρ. 40 Ν. 5960/1933, χρηματική αξίωση του κατόχου της (κομιστή) εναντίον του εκδότη, των οπισθογράφων του τίτλου και των τριτεγγυητών του, υπό την προϋπόθεση της εμπρόθεσμης εμφάνισης του τίτλου προς πληρωμή και της κατά το ως άνω άρθρο βεβαίωσης περί μη πληρωμής (βλ. Ι. Μάρκου, ο.π., σελ.298). Επομένως, δεν μπορεί να γίνει, εν προκειμένω, λόγος για μη αποτιμητή σε χρήμα διαφορά. Συνεπώς, πρέπει το Δικαστήριο, αφού αποφανθεί για την καθ’ ύλην αναρμοδιότητά του, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης των εναγομένων, πριν τον έλεγχο οποιασδήποτε άλλης ενστάσεως (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 46, αριθμ. 6, ) και πριν τον έλεγχο της προσκομιδής δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενο της αγωγής, ενόψει του ότι τούτο άπτεται της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής (ΠΠρΑθ 1123/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 5146/2007, ΕΦΑΔ  2008, σ.1102, ΠΠρΑθ 4569/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1010/2009, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 173, αριθμ.20) και η συζήτηση στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση θεωρείται πρώτη (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 47, αριθμ.15), να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για να την εκδικάσει, σύμφωνα με την τακτική διαδικασία (αρθρ. 7, 8, 9, 14, 22, 25 παρ.2  του ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, τέλος, ότι δεν ασκούν, εν προκειμένω, έννομη επιρροή, α) το ότι το παρόν Δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικής δικονομικής ένστασης των εναγομένων, δυνάμει της με αριθμό 3564/2014 απόφασής του, ανέστειλε την πρόοδο της δίκης, προκειμένου να καταβληθούν τα έξοδα προηγουμένων δικών, καθόσον, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ερευνάται αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, γιατί ανάγεται στη δημόσια τάξη, ενώ, ενόψει της αυτοδίκαιης μετάθεσης της εκκρεμοδικίας στο αρμόδιο δικαστήριο, η διαδικασία στο τελευταίο συνεχίζεται από το σημείο που βρισκόταν στο αναρμόδιο δικαστήριο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 46, αριθμ.1, 25, 44) και β) το ότι οι εναγόμενοι, για τη νομότυπη παράστασή τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, προσκόμισαν γραμμάτιο προκαταβολής που αντιστοιχεί σε αμοιβή τους 219 Ευρώ, ήτοι αμοιβή, που σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Ν. 4194/2013 αντιστοιχεί στην αμοιβή για παράσταση και προτάσεις, κατά την τακτική διαδικασία, στο Μονομελές Πρωτοδικείο, καθόσον σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, κατά τα ειδικότερα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, το αίτημα της αγωγής είναι αποτιμητό σε χρήμα και υπολείπεται της αξίας του αντικειμένου  της δίκης στην οποίαν αντιστοιχεί η ως άνω δικηγορική αμοιβή (ήτοι 20.000 έως 250.000 Ευρώ), σε κάθε δε, περίπτωση, καθόσον η με αριθμό 3564/2014 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου εκδόθηκε με την, κατά τα αναφερόμενα σε αυτήν, δικονομική παρουσία αμφότερων των διαδίκων, η δε συζήτηση αυτή, που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή της δίκης θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (βλ. Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 249, αριθμ.13 και, πρβλ, υπό αρθρ. 254, αριθμ.8), οι εναγόμενοι θεωρούνται ως αντιμολία δικαζόμενοι. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων λόγω της ήττας της (αρθρ. 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, εν όψει του χαρακτήρα της παρούσας απόφασης ως οριστικής (Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 176, αριθμ.52).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμολία των διαδίκων.

Αποφαίνεται ότι το Δικαστήριο αυτό δεν είναι καθ’ ύλην αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση.

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον, Ειρηνοδικείο Πειραιά.

Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων τριάντα (230) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 20.7.2016 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 27.7.2016, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

            Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ