ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4100 /2015
Αριθμός Κατάθεσης Έφεσης: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις Ν. Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … της Λ., είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του Α.Ν. 27/1975 και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Χ. Χ., κατοίκου Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Ασπρούκο.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Ε. του Μ., κατοίκου Ι. Ρ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Κοντοσέα.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 26-4-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 10-6-2014 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Η κρινόμενη από 10-6-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος και κατά της υπ’ αριθ. … οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 9-5-2014 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-6-2014), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Ενόψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων.
(Β) 1. Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω, ήτοι οι από τις σχετικές διατάξεις καθοριζόμενες νόμιμες αποδοχές, δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν` αξιώσει τη διαφορά, καθόσον οδηγεί σε εκ των προτέρων παραίτηση του ναυτικού από δικαιώματα παρεχόμενα σε αυτόν από κανόνες δημόσιας τάξεως και αυτός δικαιούται να αξιώσει την παροχή της προκύπτουσας διαφοράς (ΑΠ 173.1961 ΕΕΝ 28/657, ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 31/128, ΕφΠειρ 928/2000 ΕΝΔ 39.144).
- Από τα άρθρα 111§2, 118 εδ.4 και 216§1 ΚΠολΔ συνάγεται σαφώς ότι σε κάθε αγωγή το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων με ποινή απαραδέκτου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η περιγραφή αυτή συντελείται με την έκθεση όλων εκείνων των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο το αγωγικό δικαίωμα και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 10576/1987 ΕλλΔνη 31/119, ΕφΑθ 7345/1986 ΕλλΔνη 28/679). Αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 ΠΔ 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΔΕΝ 2009.478). Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία, για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Κατά δε το άρθρο 416 ΑΚ, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση τούτου με καταβολή, αρκεί ν` αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη ν` αποδείξει και ότι η γενόμενη καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού περί αυτού μόνον είναι η διαφορά. Μόνον αν o δανειστής αντιλέγει, με αντένσταση, ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά όχι το επίδικο αλλά άλλο χρέος του οφειλέτη προς αυτόν, τότε υποχρεούται ο μεν δανειστής ν` αποδείξει, αν αρνείται ο εναγόμενος οφειλέτης, την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα, o δε εναγόμενος οφειλέτης να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους είτε βάσει μονομερούς απ` αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερη χρέη, είτε βάσει της διάταξης του άρθρου 422 εδ. α΄ AΚ (ΑΠ 594/1999 ΕλλΔνη 41/107, ΕφΠειρ 465/2006 αδημ.).
- Περαιτέρω, στο άρθρο 24 του Ν. 3409/2005 προβλέπεται ότι για την αντικατάσταση ληξιπροθέσμου ναυτολογίου επιβατηγών πλοίων ή κρουαζιερόπλοιων, χωρητικότητας άνω των 1.500 κόρων, τα οποία (πλοία) εκτελούν περιηγητικούς πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού και εξωτερικού ή μόνον εξωτερικού, κατατίθεται από τον πλοιοκτήτη στο ΝΑΤ εγγυητική επιστολή ποσού ίσου με τις προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 24, μετά την εκκαθάριση του ναυτολογίου, δεν καταβάλλονται οριστικά οι τακτικές ασφαλιστικές εισφορές και το ΝΑΤ επιστρέφει στον πλοιοκτήτη την κατατεθείσα εγγυητική επιστολή, αφού προηγουμένως διαπιστωθεί ότι τηρήθηκαν οι εξής όροι και δη α) οι ορισμοί για την οργανική σύνθεση του πληρώματος ως προς την υποχρέωση ναυτολόγησης ελάχιστου αριθμού Ελλήνων ναυτικών ανά ειδικότητα, β) ναυτολόγηση επιπλέον της οργανικής θέσεως του πληρώματος ενός τουλάχιστον σπουδαστή Α.Ε.Ν., γ) ύπαρξη έγκρισης του YEN για την τυχόν ναυτολόγηση αλλοδαπών ναυτικών. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 24 Ν. 3409/2005, το χρονικό διάστημα της εκκαθάρισης του ναυτολογίου δεν μπορούσε να υπερβεί τις 15 ημέρες από την ημερομηνία κατάθεσής του στο Ν.Α.Τ. και τυχόν υπέρβαση του χρονικού αυτού ορίου συνεπαγόταν την αυτόματη επιστολή της εγγυητικής επιστολής στον πλοιοκτήτη. Με τις προηγούμενες διατάξεις ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει κίνητρα στους πλοιοκτήτες τουριστικών πλοίων και κρουαζιερόπλοιων να θέτουν τα πλοία τους υπό Ελληνική σημαία, να εντείνουν και να επεκτείνουν τους περιηγητικούς πλόες στα Ελληνικά λιμάνια και να ναυτολογούν Έλληνες ναυτικούς, με σκοπό να αυξηθεί η ελληνόκτητη κρουαζιέρα, η οποία έχει πολλαπλά οφέλη για την εθνική οικονομία και για τον τουρισμό και να καταπολεμηθεί η ανεργία των Ελλήνων ναυτικών. Τα κίνητρα, που προέβλεψαν οι παραπάνω διατάξεις, έχουν τη μορφή επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών, δηλαδή ο πλοιοκτήτης καταθέτει εγγυητική επιστολή ποσού ίσου με τις προϋπολογεισθείσες από το ΝΑΤ ασφαλιστικές εισφορές και μετά την εκκαθάριση του ναυτολογίου, ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλει οριστικά τις υπέρ Ν.Α.Τ. ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν στον πλοιοκτήτη και το ναυτικό. Με την επαναδιατύπωση του άρθρου 24, που έλαβε χώρα με το άρθρο 22 Ν. 3965/2011 (ΦΕΚ Α΄/1113.18-5-2011) «επιχειρείται να υποκατασταθούν οι παραπάνω δυσλειτουργίες, οι οποίες παρατηρήθηκαν με το ισχύον πλαίσιο και οδήγησαν σε δικαστικές διενέξεις που ήδη εκκρεμούν ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση επί του σχεδίου διατάξεως του άρθρου 22 του Ν. 3965/2011. Ειδικότερα, τονίζεται ότι με τη νέα διάταξη: Απλουστεύεται εφεξής η διαδικασία απαλλαγής του πλοιοκτήτη από τις ασφαλιστικές εισφορές προς το Ν.Α.Τ. μέσω της κατάργησης της υποχρέωσης προσκόμισης εγγυητικής επιστολής και την αντ’ αυτής υποχρέωση καταβολής των προϋπολογισθεισών εισφορών σε μετρητά. Διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές αφορά μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ. και όχι υπέρ των υπολοίπων Λογαριασμών και Κεφαλαίων που τηρούνται στο Ν.Α.Τ. Καθίσταται πλέον σαφές ότι οι εισφορές των πλοιοκτητών και των ναυτικών, για τις οποίες προβλέπεται απαλλαγή, βαρύνουν αποκλειστικά τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., χωρίς να θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των Ελλήνων ναυτικών. Πράγματι, με τη νέα διατύπωση του άρθρου 24, που εισήγαγε το άρθρο 22 του Ν. 3965/2011 ορίζεται ότι κατά την αντικατάσταση και εκκαθάριση του ναυτολογίου, ο πλοιοκτήτης καταβάλλει τις τακτικές ασφαλιστικές εισφορές πλην Ν.Α.Τ., όπως καθορίζονται από τη νομοθεσία του Ν.Α.Τ. (άρθρο 24 παρ. 2). Το άρθρο 24 παρ. 5 διευκρινίζει ότι για τις ανάγκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ως τακτικές ασφαλιστικές εισφορές νοούνται οι εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ., οι εισφορές υπέρ Κεφαλαίου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.), οι εισφορές υπέρ Ταμείου Προνοίας (Τ.Π.Α.Ε.Ν. κα, Τ.Π.Κ.Π.Ε.Ν.), οι εισφορές υπέρ Εστίας Ναυτικών κ.ά. Επομένως, με τη νέα διάταξη είναι πλέον σαφές ότι επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. μόνον οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ν.Α.Τ., που αναλογούν στον πλοιοκτήτη και στο ναυτικό. Τέλος, στο άρθρο 24 παρ. 4 εδ β’ ορίζεται ότι ο «ο πλοιοκτήτης δεν καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ Ν.Α.Τ. ούτε παρακρατεί τις ασφαλιστικές υπέρ Ν.Α.Τ. εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς, ενώ η καταβολή των παραπάνω ποσών καλύπτεται συνολικά από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ.».
- Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (ΦΕΚ Β 1743/05.11.2010), οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι, για όλους τους ναυτικούς, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από τη Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ η εργασία του Σαββάτου αμείβεται υπερωριακά. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της ανωτέρω σύμβασης, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπον επιδόματος για τις μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως δε διευκρινίζεται με την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, αν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία μέσα στο οκτάωρο αυτό, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι (αμειβόμενη, όπως η υπερωριακή εργασία των καθημερινών) η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2, «Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία), η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 9 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Με βάση τις παραπάνω ρυθμίσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου καταχωρούνται οι παρακάτω πίνακες υπερωριακής αμοιβής Γ. ΚΑΤΩΤΕΡΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ … δ) ναύτης 1.047,10 (με μισθό ενεργείας 1/173), 7,57 (με προσαύξηση 25%), 9,08 (με προσαύξηση 50%).
- Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α και 2 Ν. 762/1978 προκύπτει ότι, εάν ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, υπεύθυνος εις ολόκληρον ως προς τις εργασιακές απαιτήσεις βάσει συμβάσεων ναυτολογήσεως συναφθεισών εντός Ελλάδος είναι και ο αντιπρόσωπος αυτού, ο οποίος συνήψε τις εν λόγω συμβάσεις, εάν δε ο τελευταίος είναι νομικό πρόσωπο, υπεύθυνος εις ολόκληρον είναι και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού (ΕφΠειρ 624/2012 ΝΟΜΟΣ).
(Γ) Με την από 26-4-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που κατάρτισε την 12-3-2011 στον Πειραιά με τη δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο τρίτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών, η οποία ενεργούσε ως γενική πράκτορας, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης – πλοιοκτήτριας εταιρείας του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ πλοίου με την ονομασία «…», προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, υπό την ειδικότητα του ναύτη, ότι η ως άνω σύμβαση είχε ορισθεί ως ορισμένου χρόνου, με διάρκεια έως τη λήξη των θερινών ταξιδιών – κρουαζιερών του προαναφερθέντος πλοίου και ότι με βάση τους όρους της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων Μεσογειακών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, αυτός (ενάγων) έπρεπε να λαμβάνει τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά ως μισθό ενεργείας, ως επίδομα Κυριακών, ως αντίτιμο τροφής, ως επίδομα αδείας, ως επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας, ως επίδομα ιματισμού, ως επιπλέον κατ’ αποκοπήν αμοιβή για 210 ώρες υπερωριακής εργασίας, καθώς και κάθε άλλο επίδομα που προβλέπεται στην ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και τις 11-11-2011, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω λήξης του συμφωνηθέντος χρόνου διάρκειας της και ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το ως άνω πλοίο εκτελούσε τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή περιηγητικούς πλόες σε λιμάνια της Μεσογείου, απασχολούμενος με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, υπερωριακά επί 7 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και τις αργίες και πραγματοποιώντας υπερωριακά βάρδιες για τις ανάγκες του πλοίου. Ότι για τις ανωτέρω αιτίες, δικαιούται το ποσό των 1) 308,72 ευρώ ως διαφορά για υπερωριακή του εργασία για 35 Σάββατα και 8 αργίες και το ποσό των 2.545,65 ευρώ ως διαφορά για υπερωριακή του εργασία κατά 202 καθημερινές και Κυριακές, ήτοι συνολικώς το ποσό 2.558,66 ευρώ, καθώς και 2) το συνολικό ποσό των 1.679,29 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις παρανόμως και αδικαιολογήτως παρακρατηθείσες μηνιαίως από το μισθό του εκ μέρους των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων εισφορών υπέρ του Ν.Α.Τ., παρόλο που δεν υπήρχε εκ μέρους τους υποχρέωση για την καταβολή τους στο Ν.Α.Τ., κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 3965/2011 και χωρίς αυτοί να τις αποδίδουν σε αυτό, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (η μεν πρώτη εναγομένη ως πλοιοκτήτρια, η δε δεύτερη εναγομένη ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης και ο τρίτος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης) να του καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 4.546,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της απολύσεώς του (11-11-2011), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. … οριστική απόφασή του, ορθά έκρινε την ως άνω αγωγή ως ορισμένη, καθόσον αυτή περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη ορισμένο αυτής, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου να αναλύσει λεπτομερώς τα ποσά που έλαβε από τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες για κάθε επιμέρους κονδύλιο και να δικαιολογήσει τις προκύπτουσες διαφορές για καθένα από αυτά, δεδομένου ότι οι εν λόγω καταβολές αναφέρονται καθ’ υποφορά στην αγωγή, ως άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών και το σχετικό βάρος για την επίκληση και την απόδειξής τους φέρουν οι εκκαλούντες (βλ. σχ. ΕφΠειρ 465/2006 αδημοσ.). Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή, υποχρεώνοντας τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.533,66 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 2.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος των εναγόμενων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ποσού 300 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή τους, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και την καταδίκη του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου στη δικαστική δαπάνη τους και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
(Δ) Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ιδίως από την από τις υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Φ. του Σ. και της Αλίκης, που δόθηκε νομότυπα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Αικατερίνης Λουκά, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. σχ. την υπ’ αρ. 1539/24-9-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Αικατερίνης Αγγελοπούλου), την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ. του Α. και της Κυριακής, που δόθηκε νομότυπα επιμελεία των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Γεωργίου Τσούμα, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου (βλ. σχ. την υπ’ αρ. 1150Β/24-9-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Βασιλείου Αποστ. Χρήστου), σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται από τους διαδίκους και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από την από 5-6-2012 γνωμοδότηση του Γεωργίου Α. Λεβέντη – Καθηγητή Εργατικού Δικαίου, η οποία ως ιδιωτική γνωμοδότηση εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 390 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά την 12-3-2011, μεταξύ του ενάγοντος και εφεξής εφεσίβλητου και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας και εφεξής δεύτερης εκκαλούσας, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο τρίτος εναγόμενος και εφεξής τρίτος εκκαλών, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης εναγομένης εταιρείας και εφεξής πρώτης εκκαλούσας – πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ τουριστικού πλοίου, νηολογίου Πειραιά, αρ. 11675 β’ κλάσης, με την ονομασία «CRΙSTAL» και ήδη μετονομασθέντος σε «LOUIS CRΙSTAL», νηολογίου Πειραιά 11675, Δ.Δ.Σ. SQWI, Κ.Ο.Χ. 25611, ο εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά, με βάση την ανωτέρω συναφθείσα σύμβαση, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του Ελληνικού δικαίου και της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων και ειδικότερα την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (ΦΕΚ Β 1743/05.11.2010). Με βάση τα συμφωνηθέντα μεταξύ των διαδίκων, η ως άνω σύμβαση θα είχε διάρκεια από την ημερομηνία ναυτολόγησης του εφεσίβλητου μέχρι τη λήξη των πλόων του πλοίου κατά τη θερινή περίοδο του έτους 2011, οι δε μηνιαίες αποδοχές του εφεσίβλητου συμφωνήθηκαν «κλειστά» στο συνολικό ποσό των 3.651,32 ΕΥΡΩ, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν ο βασικός μισθός και τα πάσης φύσεως επιδόματα, προσαυξήσεις και καταβολές, που προβλέπονταν από την ως άνω οικεία ΣΣΝΕ, από την οποία διεπόταν η εργασιακή σχέση του εφεσίβλητου, καθώς και η αμοιβή του για 210 ώρες υπερωριακής εργασίας το μήνα. Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως, ο εφεσίβλητος υπηρέτησε στο πλοίο από την 12-3-2011 μέχρι τη λήξη των θερινών ταξιδιών -κρουαζιερών (χρόνος λήξης της σύμβασής του), η οποία παρατάθηκε μέχρι και την 11-11-2011, όπως προκύπτει από το απόσπασμα εκ του προσκομιζόμενου και επικαλούμενου από τον εφεσίβλητο ναυτικού φυλλαδίου του. Περαιτέρω, προέκυψε ότι το ως άνω μεσογειακό – επιβατηγό πλοίο, κατά την περίοδο απασχόλησης του εφεσίβλητου, από την 12-3-2011 έως την 11-11-2011, μετέφερε επιβάτες και οχήματα, εκτελώντας δρομολόγια σε λιμάνια της Μεσογείου, διότι το έτος 2011 πραγματοποιούσε δύο οκταήμερες κρουαζιέρες εναλλάξ, με προορισμό τα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης, της Μυκόνου, του Κουσαντασίου, της Ρόδου, του Αγίου Νικολάου Κρήτης και της Σαντορίνης και επιστροφή στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, τη μία εβδομάδα, το πλοίο ξεκινούσε την κρουαζιέρα την Παρασκευή το απόγευμα από τον Πειραιά προς Κωνσταντινούπολη, όπου έφτανε το απόγευμα του Σαββάτου, στη συνέχεια αναχωρούσε από εκεί το απόγευμα της Κυριακής και τη Δευτέρα το μεσημέρι έφτανε στη Μύκονο. Την Τρίτη το πρωί, το πλοίο έφτανε στην Πάτμο, το μεσημέρι στο Κουσάντασι, την Τετάρτη το πρωί έφτανε στη Ρόδο, την Πέμπτη το πρωί έφτανε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και το απόγευμα στη Σαντορίνη, ενώ την Παρασκευή το πρωί επέστρεφε στον Πειραιά. Την ίδια ημέρα ξεκινούσε η δεύτερη κρουαζιέρα και το πλοίο αναχωρούσε το πρωί από τον Πειραιά, το Σάββατο έφτανε στην Κωνσταντινούπολη, την Κυριακή στη Σμύρνη, τη Δευτέρα νωρίς το πρωί στο Λαύριο και το μεσημέρι στη Μύκονο, ενώ το πρωί της Τρίτης το πλοίο έφτανε στην Πάτμο, την Τετάρτη το πρωί έφτανε στη Σαντορίνη και την Πέμπτη έφτανε στο Ηράκλειο, οπότε η κρουαζιέρα τελείωνε με την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά το πρωί της Παρασκευής. Ο εφεσίβλητος, κατά τη διάρκεια της ως άνω ναυτολογήσεως του στο πλοίο, όταν και όπου αυτό εκτελούσε τις προαναφερόμενες κρουαζιέρες, απασχολείτο με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και συγκεκριμένα εκτελούσε δύο τετράωρες βάρδιες φυλακής γέφυρας και μία βάρδια συντήρησης, την αποκαλούμενη «overtime», καθόσον αυτή υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο απασχόλησης του εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, στο πλοίο υπηρετούσαν οκτώ ναύτες, εκ των οποίων οι δύο ήταν ημερεργάτες (ντεϊμάνηδες) και οι έξι απασχολούνταν σε βάρδιες (όπου απασχολούνταν και ο εφεσίβλητος) και ήταν χωρισμένοι σε τρία ζευγάρια των δύο ατόμων, όπου το κάθε ζευγάρι εκτελούσε κάθε μέρα από τρεις τετράωρες βάρδιες και δη τις δύο από αυτές έκαναν φυλακή γέφυρας, ενώ η τρίτη ήταν βάρδια συντήρησης, οπότε οι συγκεκριμένοι ναύτες απασχολούνταν μαζί με τους ντεϊμάνηδες (ημερεργάτες) σε εργασίες καθαριότητας και συντήρησης και γενικά σε εργασίες στους εξωτερικούς χώρους του πλοίου. Λόγω των αυξημένων απαιτήσεων αλλά και του μεγάλου μεγέθους του πλοίου, ήταν αδύνατο να διεκπεραιωθούν όλες αυτές οι απαραίτητες εργασίες μόνον από τους δύο ημερεργάτες και έτσι οι ναύτες των βαρδιών απασχολούνταν αυτό το επιπλέον τετράωρο. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος, επιπλέον των προαναφερόμενων καθηκόντων του, συμμετείχε σε όλες τις εργασίες συντήρησης του πλοίου (βαψίματα, αποσκωριάσεις, ξυσίματα, αντικαταστάσεις συρμάτων και μικροεπισκευές διαφόρων εξαρτημάτων), που ανέκυπταν, ακόμη και επιπλέον του ωραρίου των βαρδιών. Επιπροσθέτως, ο εφεσίβλητος βοηθούσε στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου από όλα τα λιμάνια των προαναφερόμενων ταξιδιών, καθώς και ότι συμμετείχε στην αποβίβαση και την επιβίβαση των επιβατών στα λιμάνια, η μεταφορά των οποίων σε πολλές περιπτώσεις γινόταν με βάρκες, εφόσον, λόγω του μεγάλου όγκου του πλοίου, το οποίο ήταν πολυτελές κρουαζιερόπλοιο, αυτό δεν μπορούσε να καταπλεύσει και να αγκυροβολήσει μέσα στα λιμάνια των νησιών του Αιγαίου, που είναι μικρά και όπου πνέουν συνεχώς ισχυροί άνεμοι, με συνέπεια να είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη απασχόληση όλων των ναυτών στις σχετικές εργασίες κατά τον απόπλου και κατάπλου του πλοίου στα λιμάνια και μάλιστα ανεξάρτητα από το ωράριο βάρδιας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος, καθ’ όλο το διάστημα της υπηρεσίας του στο ανωτέρω πλοίο της πρώτης εκκαλούσας, όταν και όπου αυτό εκτελούσε περιηγητικούς πλόες, υποχρεώθηκε, να παρέχει την εργασία του, επί τουλάχιστον 15 ώρες κατά μέσον όρο την ημέρα, ήτοι εργαζόταν κατά ημερήσια βάση επί 7 ώρες κατά μέσον όρο πέραν του νομίμου οκταώρου της εργασίας του τις καθημερινές, ενώ τα Σάββατα και τις αργίες που όλες οι ώρες λογίζονται ως υπερωρία, παρείχε υπερωριακή εργασία επί 15 ώρες, λόγω των ανωτέρω αναφερομένων καθηκόντων του, τα οποία ήταν ιδιαιτέρως αυξημένα, αλλά και ενόψει του ότι το πλοίο, στο οποίο υπηρετούσε, ήταν χωρητικότητας 1.200 επιβατών, τα δρομολόγια συνεχόμενα, η δε εργασία του παρεχόταν ως επί το πλείστον κατά του θερινούς μήνες, όπου υπάρχει μεγάλη κίνηση επιβατών στα πλοία. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι ο εφεσίβλητος πραγματοποιούσε μόνο 10 ώρες ημερήσιας εργασίας, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Α. Φ. του Σ. – συναδέλφου του εφεσίβλητου, ναυτολογημένου στο ως άνω πλοίο και συνυπηρετούντος με αυτόν κατά την ως άνω ένδικη χρονική περίοδο, ο εφεσίβλητος είχε ιδιαίτερα αυξημένα καθήκοντα, όπως αυτά περιγράφονται ειδικότερα ανωτέρω, καθόσον το πλοίο ήταν πολυτελές κρουαζιερόπλοιο, που διενεργούσε τους προπεριγραφόμενους περιηγητικούς πλόες, με την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών στους επιβαίνοντες και συνεπώς, υπήρχε επιτακτική ανάγκη, που επέβαλε την ιδιαίτερα εντατική προσπάθεια όλων των απασχολούμενων στο πλοίο για την κάλυψη των αναγκών λειτουργίας του πλοίου και δη καθ’ υπέρβαση του ωραρίου εργασίας τους, ενόψει του προαναφερόμενου διαμορφωμένου προγράμματος των ταξιδιών, που πραγματοποιούσε το ως άνω πλοίο. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που αφορούν την αναγκαία ημερήσια απασχόληση του εφεσίβλητου κατά τις ως άνω περιόδους, προκύπτουν από τη συνδυαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ως άνω ένορκη βεβαίωση του Α. Φ. – συναδέλφου του εφεσίβλητου, που υπηρέτησε μαζί του στο ως άνω πλοίο και έχει άμεση και προσωπική αντίληψη των συνθηκών εργασίας του. Σημειώνεται ότι η ένορκη βεβαίωσή του νομίμως λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 671 παρ.1 ΚΠολΔ), χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός, ότι αυτός έχει ασκήσει όμοια αγωγή κατά των εκκαλούντων, διότι στη σχετική διάταξη του άρθρου 400 του ΚΠολΔ περί εξαιρετέων μαρτύρων δεν υπάγονται τα πρόσωπα, τα οποία ήγειραν αγωγή όμοια προς αυτή του εφεσίβλητου (βλ. σχ. ΑΠ 171/1962 ΝοΒ 10/774, ΕφΠειρ 38/1995 ΕλλΔνη 36/1303, ΕφΑθ 3242/1986 ΕλλΔνη 27/958, ΕφΠειρ 1082/1986 ΕΝΔ 15/390, ΕφΑθ 7800/1982 ΕλλΔνη 24/807), καθόσον η ιδιότητα των μαρτύρων ως εναγόντων σε άλλες αγωγές που στρέφονται κατά της ίδιας εναγόμενης δεν αρκεί από μόνη της, για να θεμελιώσει την έννοια του συμφέροντος, κατ` άρθρο 400 του ΚΠολΔ, εφόσον ως τέτοιο συμφέρον θεωρείται οποιαδήποτε ωφέλεια, που εξαρτάται από την έκβαση της δίκης και αποτελεί αναγκαία συνέπεια αυτής (βλ. ΑΠ 1301/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια του ως άνω μάρτυρος του εφεσίβλητου εκ μόνου του λόγου ότι έχει ασκήσει άλλη αγωγή ο ίδιος σε βάρος των εκκαλούντων για εργατικές διαφορές (βλ. ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 698/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3242/1986 ό.π., ΕφΑθ 7800/1982 ό.π.). Εξάλλου, επικουρικά σημειώνεται ότι στην τηρούμενη, εν προκειμένω, ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρετέοι μάρτυρες (βλ. σχ. ΑΠ 198/1973 ΝoB 21/938, ΕφΔωδ 122/1997 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 1999/774, ΕφΠειρ 1084/1989 ΕΝΑΥΤΔ 1990/117, ΕφΠειρ 1082/1986 ό.π., ΜΠρΠειρ 97/1990 ΕΝΑΥΤΔ 1991/238, Σινανιώτη «Ειδικές Διαδικασίες» εκδ. Β σελ. 328, Β. Βαθρακοκοίλη «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» τ. Γ΄ 1995 υπό το άρθρο 671 αρ. 8 σελ. 969, με παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία, Μπέης «Ειδ. Διαδικασίες» σελ. 388, Ντάσιος «Εργατ. δικον. Δίκαιο» παρ. 152). Πέραν τούτων, επισημαίνεται ότι η προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, που προσκομίζεται από τον εφεσίβλητο εκτιμήθηκε ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγο γνώσεως του ως άνω προσώπου τόσο από το πρωτοβάθμιο όσο και από το παρόν Δικαστήριο (βλ. σχ. ΕφΠειρ 901/2002 ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2003/70), κατόπιν δε όλων των προαναφερθέντων, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, τα ανωτέρω εκτιθέμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αναιρούνται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους εκκαλούντες υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Γ. Γ. του Α., ο οποίος είναι υπάλληλος – υπεύθυνος πληρωμάτων της δεύτερης εκκαλούσας, καθόσον τα όσα κατέθεσε περί μη χρείας 15 υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου δεν κρίνονται πειστικά, δεδομένου ότι αυτός, ως υπάλληλος γραφείου, έχει ως αντικείμενο εργασίας την εξεύρεση ναυτικών για την επάνδρωση όλων των πλοίων, που διαχειρίζεται η δεύτερη εκκαλούσα και την κατάρτιση των σχετικών εργασιακών συμβάσεων, ενώ δεν εργάζεται επί του ως άνω πλοίου και συνεπώς, δεν έχει άμεση και προσωπική αντίληψη του τρόπου οργάνωσης και των χρονικών διαστημάτων εργασίας των ναυτών στο συγκεκριμένο πλοίο, καθ’ υπέρβαση του ωραρίου τους. Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται από το γεγονός, ότι στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του εφεσίβλητου καταχωρήθηκαν διάφορα ποσά για υπερωρίες, επειδή πράγματι παρεχόταν υπερωριακή εργασία από τον εφεσίβλητο. Εξάλλου, σημειώνεται ότι το γεγονός, ότι το πλοίο είχε την προβλεπόμενη από το νόμο σύνθεση του πληρώματος, δεν αποτελεί τεκμήριο ότι δεν απαιτείται η παροχή εκ μέρους του πληρώματος υπερωριακής εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες (βλ. ΕφΠειρ 23/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.), διότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου, κατά τα άρθρα 87, 88 και 89 ΚΔΝΔ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (βλ. ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝΔ 31/123). Εξάλλου, από το γεγονός, ότι στο πλοίο απασχολούνταν μόνον οκτώ και όχι δέκα ναύτες, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, συνάγεται ότι δεν ήταν δυνατό να καλυφθούν τα προαναφερόμενα καθήκοντα μόνον από την παροχή εργασίας επί δέκα ώρες ημερησίως από έκαστο εξ αυτών και για το λόγο αυτό, ήταν αναγκαία η παροχή υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου. Επιπροσθέτως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν δεν υπήρχε καμία ανάγκη υπερωριακής εργασίας λόγω της επαρκούς σύνθεσης του πληρώματος, η δεύτερη εκκαλούσα δεν θα προέβαινε στην καταχώριση ωρών υπερωριακής απασχόλησης για λόγους καλής θελήσεως στα προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα εκκαθαριστικά σημειώματα, ούτε θα κατέβαλε στον εφεσίβλητο τα αναφερόμενα σε αυτά σχετικά ποσά για υπερωρίες απλές και υπερωρίες αργιών, όπως άλλωστε συνομολογεί και η ίδια στις έγγραφες προτάσεις της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, ότι ο εφεσίβλητος δεν εργάστηκε πέραν των δέκα ωρών κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όσα δε αναφέρει ο Γ. Γ. στην υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωσή του δεν κρίνονται πειστικά, δεδομένου ότι αυτός ισχυρίζεται ότι, κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του εφεσίβλητου, υπηρετούσαν στο πλοίο έντεκα ναύτες, ενώ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες καταστάσεις πληρώματος, στο εν λόγω πλοίο υπηρετούσαν μόνον οκτώ ναύτες, ενώ το γεγονός ότι το πλοίο ήταν πλήρως επανδρωμένο ως προς τις οργανικές θέσεις των ναυτών δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι δεν ήταν αναγκαία η πραγματοποίηση υπερωριακής εργασίας από τους άνδρες του, κατά τα προαναφερθέντα. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι από τους δέκα ναύτες, που ισχυρίζονται οι εκκαλούντες ότι απασχολούσαν στο πλοίο ταυτόχρονα με τον εφεσίβλητο, μόνον οι επτά ήταν ναυτολογημένοι και καταχωρημένοι στις καταστάσεις πληρώματος ως ναύτες, με την ένδειξη ειδικότητας A/B, ενώ οι ναυτικοί O., B. και A. ήταν ναυτολογημένοι και καταχωρημένοι στις καταστάσεις πληρώματος με την ένδειξη ειδικότητας O/S, διότι ήταν ναυτόπαιδες, οι οποίοι απασχολούνται αποκλειστικά σε βοηθητικές εργασίες, για την εκμάθηση κυρίως του ναυτικού επαγγέλματος και συνεπώς, η απασχόλησή τους στο πλοίο δεν μπορεί να αποκλείσει την παροχή υπερωριακής εργασίας εκ μέρους των ναυτών. Εξάλλου, ισχυρή απόδειξη του ότι ο εφεσίβλητος εκτελούσε υπερωριακή εργασία αποτελεί το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει αυτός «κλειστό μισθό», γεγονός που άλλωστε αποδέχεται και ο ως άνω υπάλληλος της δεύτερης εκκαλούσας Γ. Γ. στην υπ’ αρ. … ένορκη βεβαίωσή του, καταθέτοντας ότι πάγια τακτική της πρώτης εκκαλούσας ήταν να καταβάλλει μηνιαίως ένα κατ’ αποκοπή ποσό, που προσδιοριζόταν με βάση τις ανάγκες του πλοίου και τις πιθανολογούμενες για κάθε ειδικότητα ώρες απασχόλησης, το οποίο καλύπτει την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία του, η οποία μάλιστα ουδέποτε εξάντλησε το όριο των συμφωνηθεισών 210 ωρών. Εντούτοις, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν οι έκτακτες περιπτώσεις που υπήρχε ανάγκη για την παροχή υπερωριακής εργασίας ήταν πράγματι σπάνιες και ο εφεσίβλητος δεν εξαντλούσε τις συμφωνηθείσες 210 ώρες μηνιαίας υπερωριακής εργασίας, όπως αβάσιμα αναφέρει ο ως άνω μάρτυρας, η πρώτη εκκαλούσα δεν θα επέλεγε να καταβάλλει παγίως μεγαλύτερα ποσά, που καλύπτουν και τη συμφωνηθείσα υπερωριακή εργασία των 210 ωρών, αλλά θα κατέβαλε την αντίστοιχη για την εκάστοτε παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία αμοιβή, καταχωρίζοντας τη σχετική αμοιβή στο βιβλίο υπερωριών και προσθέτων αμοιβών. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εφεσίβλητο των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει άνευ άλλου τινός ούτε παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εφεσίβλητο των λογαριασμών μισθοδοσίας ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είτε από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημοσίας τάξεως (όπως είναι το δικαίωμα για την καταβολή αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση), έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της συμβάσεως εργασίας, είναι άκυρη (βλ. σχ. ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20/531, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1524/2005 δημοσιευμένες όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003/345, ΑΠ 123/2003 ΕΝΔ 2003/128, ΑΠ 928/2000 ΕΝΔ 29/144, ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55/854, ΑΠ 978/1985 ΕΕΔ 35/88, ΑΠ 243/1985 ΕΕΔ 45/79, ΑΠ 1074/1984 ΕΕΔ 43/360, ΑΠ 1216/1983 ΔΕΝ 42/561, ΑΠ 435/1981 ΕΕΔ 20/531, ΑΠ 307/1977 ΕΕΔ 36/537, ΑΠ 304/1964 ΕΕΔ 23/648, ΕφΠειρ 698/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 164/2014 αδημ., ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011/387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011/262, ΕφΠειρ 660/2010 αδημ., ΕφΠειρ 1128/2006 αδημ., ΕφΠειρ 1117/2005 αδημ., ΕφΠειρ 1/2003 ό.π., ΕφΠειρ 768/1996 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-97 σελ. 619, ΜΠρΠειρ 5999/2012 αδημ.), ούτε άλλωστε η υπογραφή του ναυτικού εφεσίβλητου μπορεί να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος του (ΕφΠειρ 1/2003 ό.π., ΕφΠειρ 778/2001 αδημ., ΕφΠειρ 609/1983 ΕΝΔ 12/492). Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ο εφεσίβλητος απασχολήθηκε υπερωριακώς στο ως άνω πλοίο της πρώτης εκκαλούσας καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του, δηλαδή πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές (της μέχρι των οκτώ ωρών της κατά Κυριακή εργασίας καλυπτομένης διά του ειδικού επιδόματος Κυριακών) επί επτά (7) ώρες ημερησίως και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα (άρθρα 5 παρ. 1, 13, και 20 της προμνησθείσας Σ.Σ.Ν.Ε) και επομένως, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας προβλέψεις της Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούται προσθέτου υπερωριακής αμοιβής ως εξής: I) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του υπερωριακή εργασία και προσαύξηση καθημερινών και Κυριακών: Παροχή εργασίας επί 202 καθημερινές και Κυριακές = 202 ημέρες X 7 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 1.414 ώρες X αμοιβή υπερωριακής εργασίας 7,57 ΕΥΡΩ/ώρα = 10.703,98 ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως λογαριασμούς μισθοδοσίας του εφεσίβλητου, ο τελευταίος έλαβε έναντι του ποσού αυτού, α) το ποσό των 673,73 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 12.03.2011 έως 31.03.2011, β) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.04.2011 έως 30.04.2011, γ) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.05.2011 έως 31.05.2011, δ) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.06.2011 έως 30.06.2011, ε) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.07.2011 έως 31.07.2011, στ) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.08.2011 έως 31.08.2010, ζ) το ποσό των 1.014.38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.09.2011 έως 30.09.2011, η) το ποσό των 1.014,38 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.10.2011 έως 31.10.2011 και θ) το ποσό των 370,93 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.11.2011 έως 11.11.2011, ήτοι έλαβε για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 8.145,32 ΕΥΡΩ, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς, αλλά ο ίδιος συνομολογεί με την κρινομένη αγωγή του ότι του κατέβαλαν το ποσό των 8.158,33 και συνεπώς, υπολείπεται προς εξόφληση το ποσό των (10.703.98 ΕΥΡΩ – 8.158,33 ΕΥΡΩ =) 2.545,65 ΕΥΡΩ. Β) Για υπερωριακή εργασία Σαββάτου και αργιών, παροχή εργασίας επί 35 Σάββατα + 8 αργίες = 43 ημέρες X 15 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 645 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως X αμοιβή υπερωριακής εργασίας 9.08 ΕΥΡΩ/ώρα = 5.856,60 ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως λογαριασμούς μισθοδοσίας του εφεσίβλητου, ο τελευταίος έλαβε έναντι του ποσού αυτού, α) το ποσό των 463,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 12.03.2011 έως 31.03.2011, β) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.04.2011 έως 30.04.2011, γ) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.05.2011 έως 31.05.2011, δ) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.06.2011 έως 30.06.2011, ε) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.07.2011 έως 31.07.2011, στ) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.08.2011 έως 31.08.2010, ζ) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.09.2011 έως 30.09.201 1, η) το ποσό των 690,08 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.10.2011 έως 31.10.2011 και θ) το ποσό των 254,24 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.11.2011 έως 11.11.2011. ήτοι έλαβε για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 5.547.88 ΕΥΡΩ. όπως και ο ίδιος συνομολογεί με την ένδικη αγωγή του, υπολειπομένου προς εξόφληση του ποσού των (5.856,60 ΕΥΡΩ – 5.547,88 ΕΥΡΩ =) 308,72 ΕΥΡΩ. Έτσι, η συνολική αμοιβή του εφεσίβλητου για το προεκτεθέν χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο και για τις ώρες υπερωριακής εργασίας που εκτέλεσε ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.854.37 ΕΥΡΩ (2.545,65 ΕΥΡΩ + 308,72 ΕΥΡΩ), για το οποίο ενέχονται εις ολόκληρον οι εκκαλούντες, η μεν πρώτη εξ αυτών ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, η δε δεύτερη ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εκκαλούσας εταιρείας. Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, ο τρίτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ο εφεσίβλητος δικαιούται να αξιώσει την προαναφερόμενη διαφορά αποδοχών, που προκύπτει από το γεγονός ότι οι ώρες εργασίες του ήταν περισσότερες από το συμφωνηθέντα συγκεκριμένο αριθμό ωρών υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκε ο εφεσίβλητος, είναι κρουαζιερόπλοιο, χωρητικότητας 25.611 κόρων, εκτελών περιηγητικούς πλόες (κρουαζιέρες) σε λιμάνια της Μεσογείου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν. 3409/2005, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 22 του Ν. 3965/2011, δεν υφίσταται υποχρέωση των εκκαλούντων προς καταβολή των υπέρ του ΝΑΤ ασφαλιστικών εισφορών για το πλήρωμα αυτού, αλλά ούτε παρακρατούνται από το μισθό τους οι ασφαλιστικές αυτές εισφορές που αναλογούν στους ναυτικούς. Η ως άνω διάταξη είναι αφενός σαφής και δεν δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία της, αφετέρου το άρθρο 22 του Ν. 3965/2011 είναι ουσιαστικά ερμηνευτικό και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται αναδρομικά, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από τους εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως λογαριασμούς μισθοδοσίας του εφεσίβλητου, οι εκκαλούντες παρακράτησαν μηνιαίως από το μισθό του εφεσίβλητου τα κάτωθι ποσά υπέρ του NAT, χωρίς να υποχρεούνται νομίμως προς τούτο, καθόσον δεν όφειλαν να αποδώσουν τα εν λόγω ποσά στο NAT, εφόσον οι ασφαλιστικές εισφορές του εφεσίβλητου ήταν επιδοτούμενες από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ. και δεν έπρεπε να παρακρατούνται από τους εφεσίβλητους, αφού δεν καταβάλλονταν από αυτούς αλλά από τον προϋπολογισμό του Ν.Α.Τ., όπως ευθέως προκύπτει από τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 24 του ν. 3409/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 παρ. 6 του ν. 3965/2011 (βλ. σχ. ΜονΕφΠειρ 578/2013 (Ναυτικό Τμήμα) αδημ.). Συγκεκριμένα, παρακρατήθηκαν από το μισθό του εφεσίβλητου τα κάτωθι ποσά: I) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο και δη 1) το ποσό των 139,36 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 12.03.2011 έως 31.03.2011, 2) το ποσό των 209.04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.04.2011 έως 30.04.2011, 3) το ποσό των 209.04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.05.2011 έως 31.05.2011, 4) το ποσό των 209,04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.06.2011 έως 30.06.2011, 5) το ποσό των 209,04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.07.2011 έως 31.07.2011. 6) το ποσό των 209,04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.08.2011 έως 31.08.2010, 7) το ποσό των 209,04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.09.2011 έως 30.09.2011, 8) το ποσό των 209,04 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.10.2011 έως 31.10.2011, 9) το ποσό των 76,65 ΕΥΡΩ για το χρονικό διάστημα από 01.11.2011 έως 11.11.2011, ήτοι, παρακράτησαν από το μισθό του εφεσίβλητου για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 1.679,29 ΕΥΡΩ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν στον εφεσίβλητο εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των (2.854.37 ευρώ + 1.679,29 ευρώ =) 4.533,66 ΕΥΡΩ με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης της κρινομένης αγωγής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όσα δε αντίθετα αναφέρουν οι εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους, είναι απορριπτέα, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί η υπ’ αρ. … απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ενόψει του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-6-2014 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού … έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. … απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία καθορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις……………
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ