Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 1732 /2016

(Αριθ. καταθ. …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Δόγια.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την Ειδική Εκκαθαριστή, Μ. Μ., δυνάμει της από 18.01.2013 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 76/18.01.2013) σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. 2124/Β95/18.01.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 74/18.01.2013), που εξεδόθη βάσει του Ν. … και η οποία, ως Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία «…» με την σειρά της, είχε υπεισέλθει ως διάδοχος κατά Νόμο (άρθρο 63 Ν….) της πρώην τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … (ΦΕΚ Β’ 2856/17.12.2011), ως μετονομάσθη η πρώην «…», δυνάμει του ΦΕΚ τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ 5635/22.06.2010, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίας Συνοδινού.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στη …, στην πραγματικότητα δε στον Π……όπως νόμιμα εκπροσωπείται. 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στις νήσους …, στην πραγματικότητα δε στον Π….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται. 3) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει τυπικά στη Β.  Μ., στην πραγματικότητα δε στον Π……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται. 4) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τυπικά στις νήσους …, η οποία διατηρεί γραφεία στον Π……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο μετά του νομίμου εκπροσώπου, Π. Ν., ο οποίος διορίζει την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελισάβετ Αλεξανδρή. 5) Π. Ν. του Γ., κατοίκου Ν. Σ., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου, Ελισάβετ Αλεξανδρή.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η υπό γενικό αριθμό κατάθεσης … και υπό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Κατά τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 97 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (ΟλΑΠ 9/2003 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ρύθμιση που δεν αντίκειται στις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ (ΑΠ 898/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000 Ευρώ, β) στα ασφαλιστικά μέτρα και γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες, που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 ΚΠολΔ, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της (ΟλΑΠ 964/1982, ΑΠ 835/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της ελλείψεως και να επιτρέψει σ’ εκείνον, που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της ελλείψεως. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη, ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε (ΑΠ 835/2010, ο.π., ΑΠ 1529/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 517/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 292/2002 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 18/2000, Αρμ 2001, σ.382, ΕφΑθ 5317/1989, ΕλΔνη 1993, σ.1379, ΜΠρΘεσ 12592/2003, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπό αρθρ. 104, 105). Εξάλλου, οι διαδικαστικές πράξεις, που έλαβαν χώρα χωρίς πληρεξουσιότητα, ισχυροποιούνται μέσω (και σιωπηρής) εγκρίσεως με τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (και στο Εφετείο) και την παραδοχή όλων τους ανεξαιρέτως ως ισχυρών, παραμένει δε αδιάφορο αν ο διάδικος διορίζει εφεξής άλλον πληρεξούσιο (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 104, αριθμ.3).

Οι εναγόμενοι, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος τους, με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προβάλλει, πλην άλλων, ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου των προτάσεών της, τη δικονομική ένσταση της έλλειψης πληρεξουσιότητας της υπογράφουσας την υπό κρίση αγωγή, υπογράφουσας τις κατατιθέμενες, για λογαριασμό της ενάγουσας, προτάσεις και παριστάμενης κατά τη συζήτηση της αγωγής, δικηγόρου της ενάγουσας, Μαργαρίτας Συνοδινού.

Η ένσταση αυτή, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, παραδεκτά προτείνεται στο παρόν στάδιο της διαδικασίας και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, τυγχάνει, ωστόσο, απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, για τον κάτωθι αναφερόμενο λόγο : Η ενάγουσα, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, απευθυνόμενες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προσκομίζει και επικαλείται το από 6.5.2015, με αριθμό … Πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Μαρίνας Σταυριανού (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.36), το οποίο υπογράφεται από τη Μ. Μ., υπό την ιδιότητά της ως ειδικού εκκαθαριστή, νομίμου εκπροσώπου και αντικλήτου της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ενάγουσας. Στο εν λόγω Πληρεξούσιο, αφού παρατίθενται οι αποφάσεις της Τραπέζης της Ελλάδος και του Υπουργού Οικονομικών (με αναφορά στα ΦΕΚ δημοσίευσης αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως), δυνάμει των οποίων νομιμοποιείται η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από την ειδική εκκαθαριστή αυτής, προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής (αναλυτική αναφορά στη διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας δικαστικής παράστασης της ενάγουσας και νόμιμης εκπροσώπησης αυτής στην παρούσα δίκη από την ορισθείσα ειδική εκκαθαριστή, Μ. Μ., γίνεται κατωτέρω, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας απόφασης), ορίζεται ότι η ενάγουσα «… διορίζει και αποκαθιστά, ειδική πληρεξουσία, αντιπρόσωπο και αντίκλητο, τη δικηγορική εταιρεία με την επωνυμία «…» … καθώς και τους συνεργαζόμενους αυτής Δικηγόρους, προς τους οποίους παρέχει ειδική εντολή, την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα, όπως, στο όνομα και για λογαριασμό της εντολέως εταιρείας, προβαίνουν σε οποιαδήποτε (δικαστική ή/και εξώδικη) ενέργεια ήθελε απαιτηθεί για την επιδίκαση και εξασφάλιση των απαιτήσεων της εντολέως εμφανισθείσας υπό ειδική εκκαθάριση Τραπέζης οι οποίες προέρχονται από δάνειο ποσού Δολλαρίων Η.Π.Α. εννέα εκατομμυρίων εκατόν πενήντα χιλιάδων ($ 9.150.000) που χορηγήθηκε στις 14/12/2010 στις εταιρείες «…» και «…», υπό την εγγύηση των εταιρειών «…» και «….» και του κ. Π. Ν. του Γ. δυνάμει της υπ’ αριθμόν … Συμβάσεως Δανείου, που υπεγράφη μεταξύ, αφ’ ενός της πρώην τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …, της οποίας νόμιμοι διάδοχοι κατά νόμο είναι η εντολέας εμφανισθείσα υπό ειδική εκκαθάριση Τράπεζα, ως δανείστριας, και αφετέρου της εταιρείας «…» και της εταιρείας «…», από κοινού ως Δανειοληπτριών, όπως αυτή μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε αφενός με την από 21 Ιανουαρίου 2011 πρώτη συμπληρωματική σύμβαση τροποποίηση της Αρχικής Σύμβασης Δανείου (η «Πρώτη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση» – “1st Addendum and Amendment to the Loan Agreement dated 10th December 2010”) και αφετέρου με την από 7 Ιουνίου 2011 δεύτερη συμπληρωματική σύμβαση τροποποιήσεως της Αρχικής Σύμβασης Δανείου (η «Δεύτερη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση» “2nd Addendum and Amendment to the Loan Agreement dated 10th December 2010”) (η Αρχική Σύμβαση Δανείου μαζί με την Πρώτη και την Δεύτερη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση αυτής εφ’ εξής αναφερόμενη ως η «Σύμβαση Δανείου», χωρίς περαιτέρω διάκριση), και την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων των Δανειοληπτριών δυνάμει της Συμβάσεως Δανείου και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως αυτής, εγγυήθηκαν οι εταιρείες «…» και «….» και ο … του Γ. (οι «Εγγυητές») δυνάμει εγγυήσεων που χορήγησαν. Την ως άνω δικηγορική εταιρεία και τους συνεργαζόμενους με αυτήν δικηγόρους καθιστά γενικούς και ειδικούς πληρεξουσίους, αντιπροσώπους και αντικλήτους της για όλες τις δίκες και διαφορές τις υφιστάμενες και μέλλουσες για οποιοδήποτε αντικείμενο και τους  παρέχει την εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα όπως ενεργώντας έκαστος κεχωρισμένως αντί για αυτήν να παρίστανται και αντιπροσωπεύουν αυτήν ενώπιον όλων γενικά των Ελληνικών, Πολιτικών, Φορολογικών, Διοικητικών και Ποινικών Δικαστηρίων κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας … Επίσης δίνει την ειδική εντολή το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα στους ανωτέρω πληρεξουσίους δικηγόρους όπως εμφανισθούν και την εκπροσωπήσουν Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη συζήτηση της από 13/3/2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης … αγωγής κατά όλων των ανωτέρω Δανειοληπτριών και Εγγυητών, η οποία συζητείται την 02/06/2015, καθώς και σε κάθε τυχόν μετ’ αναβολήν συζήτηση αυτής. Η εντολέας εμφανισθείσα υπό ειδική εκκαθάριση Τράπεζα, ρητώς δηλώνει ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως κάθε πράξη των ανωτέρω πληρεξουσίων, η οποία έγινε ή θα γίνει, ως πράξη της, γενόμενη στο όνομα και για λογαριασμό της και δεσμεύουσα πλήρως αυτήν και ενδεικτικά και όχι περιοριστικά δηλώνει ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως ως πράξεις της γενόμενες στο όνομα και για λογαριασμό της και δεσμεύουσες πλήρως αυτήν, ……. τη σύνταξη, κατάθεση και συζήτηση της με γενικό αριθμό κατάθεσης … αγωγής, καθώς και κάθε άλλη ενέργεια οποιασδήποτε φύσεως.». Ακολούθως, όπως δύναται να συναχθεί, τόσο από το επισυναπτόμενο στην υπό κρίση αγωγή, με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, όσο και από τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (που αφορούν στο νομότυπο της κατάθεσης προτάσεων και παράστασης στο ακροατήριο της πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας, Μαργαρίτας Συνοδινού, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής), δύναται να συναχθεί ότι η συντάξασα την υπό κρίση αγωγή και παριστάμενη για λογαριασμό της ενάγουσας δικηγόρος, Μαργαρίτα Συνοδινού, τυγχάνει δικηγόρος, συνεργαζόμενη με τη δικηγορική εταιρεία «…», χωρίς να καταλείπεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αμφιβολία, περί την ταυτότητα αυτής, ως  ειδικής πληρεξουσίας της ενάγουσας, ενόψει του ότι, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 95 ΚΠολΔ, παρέχεται η δυνατότητα στο διάδικο να διορίσει περισσότερους πληρεξούσιους δικηγόρους στην ίδια δίκη, συγχρόνως ή σε διαφορετικά χρονικά σημεία, οι οποίοι, εφόσον δεν περιέχεται στο πληρεξούσιο ειδική οριοθέτηση των ενεργειών καθενός εξ αυτών, δικαιούνται να ενεργούν και εκπροσωπούν το διάδικο – εντολέα τους από κοινού ή ο καθένας χωριστά (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 95, αριθμ. 1, 2). Ενόψει των ανωτέρω, η σχετικά προβαλλομένη ένσταση από μέρους των εναγομένων τυγχάνει απορριπτέα, με την επισήμανση ότι, όσον αφορά στην παρούσα δίκη, οι προπαρασκευαστικές πράξεις της ως άνω πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας, έως τη συζήτηση στο ακροατήριο, εγκρίθηκαν από την πληρεξουσιότητα που χορηγήθηκε σε αυτήν νομοτύπως, δυνάμει του προαναφερομένου εγγράφου, που προσκομίσθηκε κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού Δικαστηρίου καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική Πολιτεία, με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητος Ελληνικού Δικαστηρίου, κατά τις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά Δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το Ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του Ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000, ΝοΒ 2001 σ.1312, ΕφΑθ 6359/2003, ΕλΔνη 2004, σ.1466). Εξάλλου, ο χαρακτήρας της λειτουργίας ορισμένης εν ευρεία έννοια δικανικής πράξεως ως δικονομικής ή ουσιαστικής κρίνεται από το σκοπό του κανόνα δικαίου που τη ρυθμίζει αναφορικά με τις έννομες συνέπειες που κατά κύριο λόγο και όχι παρεπομένως αυτή συνεπάγεται. Εάν με βάση το σκοπό της έννομης ρύθμισης οι θεωρούμενες ως κύριες έννομες συνέπειες μιας πράξεως ανάγονται σε ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων και εντελώς παρεπομένως συνεπάγεται αυτή και ορισμένα δικονομικά αποτελέσματα, δεν είναι αυτή διαδικαστική πράξη, ακριβώς γιατί δεν είναι δικονομική η λειτουργία την οποίαν επιτελεί. Έτσι είναι διαδικαστική πράξη η σύμβαση περί παρεκτάσεως της αρμοδιότητος της οποίας τα κύρια αποτελέσματα είναι δικονομικά (ΕφΠειρ 142/195, ΕΝΑΥΤΔ 1996, σ.170).  Από την ως άνω, δε, διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλειστεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων, και αν η συμφωνία γίνεται εγγράφως, και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον, από ορισμένη έννομη σχέση, εφόσον τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Στην περίπτωση αυτή με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του συγκεκριμένου κατά τόπο αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ 1542/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995, σελ. 215, ΕφΑθ 6359/2003, ΕλΔνη 2004, σ.1466, ΕφΠειρ 142/1995, ΕΝΑΥΤΔ 1996, σ.170). Το δικαστήριο που συμφωνήθηκε (αρθρ. 42, 43 ΚΠολΔ) ως αρμόδιο παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες, αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες. Επιτρέπεται, πάντως, να συμφωνηθεί ή και να προκύπτει απλώς έμμεσα ο συντρέχων χαρακτήρας της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου που επιλέχθηκε (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 44, παρ.1, ΕφΘεσσαλ 1330/1998, Αρμ 1998, σ.849-850). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά τη lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 1288/1994 ο.π., ΕφΑθ 6359/2003, ο.π.). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης (άρθρο 3 παρ 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 25 παρ 2 και 37 παρ 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία επί ημεδαπών και αλλοδαπών, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα λόγω γενικής ή ειδικής δωσιδικίας. Έτσι υπάρχει δικαιοδοσία των παραπάνω δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου. Επί παθητικής ομοδικίας αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (ΕφΠειρ 447/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.331, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Αναφορικά, όμως με τους κατοίκους των κρατών μελών της ΕΕ, εφαρμόζεται, ως προς τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ο Κανονισμός 44/2001 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ορ., αναφορικά με την προγενέστερα ισχύουσα, Σύμβαση των Βρυξελλών, του έτους 1968, ΑΠ 1252/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Ι. Δεληκωστόπουλου, «ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, σελ. 1, 39, 40),ο οποίος αντικατέστησε τη σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.1968.  Ο εν λόγω Κανονισμός άρχισε να ισχύει από την 1η Μαρτίου 2002 και είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος δυνάμει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (αρθρ. 76 Κανονισμού). Κατά μεν το άρθρο 2 παρ.1 του εν λόγω Κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος Κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του Κράτους μέρους,  ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, κατά δε το άρθρο 60 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού για την εφαρμογή αυτού εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίον έχει : α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της. Ως πραγματική έδρα νοείται ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο ασκείται πραγματική η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (βλ. ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 186/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 549/2006, ΔΕΕ 2006, σ.1027, πρβλ, Ι. Δεληκοστώπουλου, ο.π., σελ. 48, υποσημ. 25). Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 44/2001 του Συμβουλίου, τα μέρη από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να συμφωνήσουν έγκυρα την υπαγωγή των μεταξύ τους διαφορών από συγκεκριμένη έννομη σχέση στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων συμβαλλόμενου κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια συμφωνία καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ` αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μια τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται στενά (ΠΠρΠειρ 3365/2006, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.283, ΠΠρΠειρ 1870/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.106). Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν αλλιώς (αρθρ. 23 παρ.1 εδ. β΄ Κανονισμού 44/2001, πρβλ. ΠΠρΠειρ 1870/2005, ο.π.). Εξάλλου στο άρθρο 24 ορίζεται :  “πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρ. 22”. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή, όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου. Η ειρημένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα, επικουρικά ισχυρισμό άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ενστάσεως αναρμοδιότητας (ΕφΑθ 4467/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 546/2006, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2008, σ.320, Επειρ 416/2004 ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.44, ΕφΘεσσαλ 546/2006, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2008, σ.320). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωση του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το Ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 678/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 287/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.401, ΕφΠειρ 966/2007, ΔΕΕ 2008, σ.341). Ακολούθως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (443). Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β) και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση {444 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ 165Α/25.07.2011)}. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη τους είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, εκτός και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ. Εξάλλου, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 αρ. 1 και 2 και 448 παρ.1, 2, επιτρέπεται, όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους. Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνονται οι χρεώσεις και οι πιστώσεις του δανειακού λογαριασμού, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ/τος 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 589/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1022/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1117/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039). Έτσι, ο σχετικός όρος σε συμβάσεις παροχής πίστωσης δεν είναι καταχρηστικός, εάν όμως η παραπάνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο, ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι, σε κάθε περίπτωση, άκυρο, κατά το άρθρο 372 ΑΚ, διότι ενέχει υπέρμετρη δέσμευση της βούλησης και συνεπώς προσκρούει στη δημόσια τάξη. Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, το βάρος δε απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορούν να γίνουν αντικείμενο απόδειξης, φέρει ο πιστούχος (ΑΠ 916/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΑθ 2102/2011, ΔΕΕ 2011, σ.916, ΕφΑΘ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, σ.327, ΕφΠειρ 469/2009, ΔΕΕ 2010, σ.192). Έτσι, τα αποσπάσματα, στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, από το οποίο, σύμφωνα με τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να διαταχθεί απόδειξη σε βάρος της, εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επί μέρους κονδυλίων πιστοχρεώσεως που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τα οικεία θέματα απόδειξης. Η άρνηση, δε εκ μέρους του οφειλέτη της απαίτησης είναι αόριστη, εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού διότι η γενική αμφισβήτηση δεν αρκεί (βλ. ΑΠ 583/1990, ΕλΔνη 1991, σ.119, ΕφΑθ 7318/2013, ΔΕΕ 2014, σ.248, ΕφΛαρ 64/2013, ΔΕΕ 2013, σ.796, ΕφΑθ 91/2004, ΔΕΕ 2004, σ.427, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012, σ.1039, ΕφΔωδ 2/1996, ΔΕΕ 1997, σ.725 με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από εκατόν πενήντα (150,00) έως οκτακόσια ογδόντα (880,00) ευρώ, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν, 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξεως, χωρίς καμιά επίδραση στο περιεχόμενο της αποφάσεως, η υποχρέωση του Δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Η διάταξη αναφέρεται στην άσκηση προφανώς αβάσιμης αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Η απαρίθμηση όμως αυτή είναι ενδεικτική και πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το όλο πνεύμα και το σκοπό της διατάξεως, καταλαμβάνει κάθε μορφής αίτηση παροχής έννομης προστασίας. Ως προφανώς αβάσιμο, κατά την έννοια της διατάξεως, νοείται το μέσο προστασίας που ασκήθηκε, ενώ ήταν απαράδεκτο ή νομικώς ή ουσιαστικώς αβάσιμο ή ο ισχυρισμός που προτάθηκε ήταν αναληθής. Το καθήκον αληθείας επεκτείνεται και στην άρνηση ισχυρισμών. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια. Η απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως νόμω ή κατ’ ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (βλ. ΑΠ 738/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4944/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 222/2005 ΕλΔνη 2005, σ.912, Ορφανίδη σε ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 205, σελ. 444 επ., Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 205, τόμος Α΄, σελ. 1078 επ.).

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία, η οποία έχει υπεισέλθει ως διάδοχος εκ του νόμου (αρθρ. 63 Ν. …) στη θέση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «ASPIS BANK Α.Τ.Ε.», η οποία μετονομάστηκε σε «…» (….). Ότι, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή, από 18.1.2013, αποφάσεων της Επιτροπής Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, το μεν έλαβε άδεια λειτουργίας το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…» (συσταθέν δυνάμει σχετικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών), το δε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εδώ ενάγουσας και τέθηκε αυτή υπό ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 Ν. 36011/2007. Ότι, μεταξύ των μη μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε. Υπό Ειδική Εκκαθάριση περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι έννομες σχέσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου έναντι πελατών του από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων του από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου με τρίτους, οι οποίες αφορούν οφειλές και εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των 90 ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής. Ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. … Σύμβασης Δανείου, που συνήφθη μεταξύ της δικαιοπαρόχου της, …, ως δανείστριας και της πρώτης εναγομένης (αναφερόμενης ως Α Δανειολήπτριας Εταιρείας), πλοιοκτήτριας του πλοίου «…», σημαίας Μάλτας και της δεύτερης εναγομένης (αναφερόμενης ως Β Δανειολήπτριας Εταιρείας), όπως αυτή μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε αφενός μεν με την από 21.1.2011 πρώτη συμπληρωματική σύμβαση τροποποίησης της Αρχικής Σύμβασης Δανείου και αφετέρου  με την από 7.6.2011 δεύτερη συμπληρωματική σύμβαση τροποποίησης της Αρχικής Σύμβασης Δανείου (αναφερόμενες ως «Πρώτη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση» και «Δεύτερη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση», αντίστοιχα, εν συνόλω, δε, μαζί με την αρχική σύμβαση δανείου, αναφερόμενες ως «Σύμβαση Δανείου»), εκταμίευσε και χορήγησε, στις 14.12.2010, στις δύο πρώτες εναγόμενες, έντοκο δάνειο ποσού 9.150.000 ΔολΗΠΑ, τετραετούς διάρκειας, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση Δανείου. Ότι σκοπός του δανείου ήταν α) η αναχρηματοδότηση μέχρι του ποσού των 1.750.000 ΔολΗΠΑ, υφιστάμενου δανείου που είχε χορηγηθεί στην Α δανειολήπτρια εταιρεία και β) η χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και μέχρι του ποσού των Δολ ΗΠΑ 7.400.000 του φορτηγού πλοίου «….. (πρώην  …) υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν θα ξεπερνούσε το 77% της αξίας του πλοίου, το οποίο αγοράστηκε από την Β Δανειολήπτρια και νηολογήθηκε στην κυριότητά της υπό σημαία Παναμά. Ότι, ως ημερομηνία τελικής εξόφλησης του Δανείου ορίστηκε η αντίστοιχη ημερομηνία μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από την εκταμίευση, ενώ για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του Δανείου τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός. Ότι, δυνάμει των από 10.12.2010 συμβάσεων εγγύησης, την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων Εταιρειών δυνάμει της Συμβάσεως Δανείου και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως αυτής εγγυήθηκαν α) η γ΄ των εναγομένων (αναφερόμενη ως Α΄ Εταιρική Εγγυήτρια, πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», σημαίας Μάλτας, β) η δ΄ των εναγομένων (αναφερόμενη ως Β΄ Εταιρική Εγγυήτρια), διαχειρίστρια όλων των πλοίων, η οποία εκχώρησε στην Τράπεζα όλα τα έσοδα και τις ασφάλειες από τα πλοία, καθώς και γ) ο ε΄ των εναγομένων (αναφερόμενος ως Προσωπικός Εγγυητής). Ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες – δανειολήπτριες, ανέλαβαν από κοινού και εις ολόκληρον να εξοφλήσουν το δάνειο, υπό τους όρους που ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην αρχική και τις συμπληρωματικές και τροποποιητικές συμβάσεις δανείου, δυνάμει, δε, σχετικών όρων στη σύμβαση δανείου, ορίστηκε εφαρμοστέο δίκαιο το Αγγλικό, το οποίο συμφωνήθηκε να αποδεικνύεται με βεβαίωση δικηγόρου Αγγλικής δικηγορικής εταιρείας ο οποίος θα διορισθεί από την Τράπεζα και η βεβαίωση αυτή θα αποτελεί πλήρη και επαρκή απόδειξη η οποία θα δεσμεύει τις Δανειολήπτριες, ενώ προς αποκλειστικό όφελος της Τράπεζας και μόνον συμφωνήθηκε αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Λονδίνου χωρίς να περιορίζεται το δικαίωμα της Τράπεζας να ξεκινήσει οποιεσδήποτε νομικές διαδικασίες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή να προβεί σε κοινοποιήσεις με οποιοδήποτε άλλο επιτρεπόμενο από το νόμο τρόπο. Ότι, περαιτέρω, δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης προσωπικής εγγύησης που συνήψε ο πέμπτος εναγόμενος με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε δυνάμει των από 27.1.2011 και 7.6.2011 επιστολών επιβεβαίωσης και ανανέωσης αυτής, εκείνος εγγυήθηκε ανεπιφυλάκτως προς την Τράπεζα, ενεχόμενος εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση του Δανείου, των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση και στην υπό κρίση αγωγή (ειδικότερα, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η εν λόγω σύμβαση εγγύησης από το Ελληνικό δίκαιο και να υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά).  Ότι, αντίστοιχα, δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης εγγύησης με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε δυνάμει των από 27.1.2011 και 7.6.2011 επιστολών επιβεβαίωσης και ανανέωσης αυτής, η τέταρτη των εναγομένων (Β εταιρική εγγυήτρια) εγγυήθηκε από κοινού και ξεχωριστά με τις Δανειολήπτριες και τους άλλους εγγυητές, ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα και ως αυτοφειλέτιδα, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των Δανειοληπτριών σύμφωνα με τη Σύμβαση Δανείου, υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση και στην υπό κρίση αγωγή (ειδικότερα, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η εν λόγω σύμβαση από το Αγγλικό δίκαιο, ενώ προς αποκλειστικό όφελος της Τράπεζας και μόνο συμφωνήθηκε αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Λονδίνου). Εξάλλου, δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης Εταιρικής Εγγύησης που συνήφθη μεταξύ της τρίτης των εναγομένων και της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, η τρίτη εναγομένη (Α Εταιρική Εγγυήτρια), προς εξασφάλιση κάθε κύριας και παρεπόμενης απαίτησης της Τράπεζας κατά των Δανειοληπτριών προερχόμενη από τη Σύμβαση Δανείου, εγγυήθηκε από κοινού και ξεχωριστά με τις Δανειολήπτριες και τους άλλους εγγυητές, ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα και ως αυτοφειλέτιδα, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των Δανειοληπτριών σύμφωνα με τη Σύμβαση Δανείου υπό τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σύμβαση και στην υπό κρίση αγωγή (ειδικότερα, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε να διέπεται η εν λόγω σύμβαση από το Αγγλικό δίκαιο, ενώ προς αποκλειστικό όφελος της Τράπεζας και μόνο συμφωνήθηκε αρμοδιότητα των Δικαστηρίων του Λονδίνου). Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενοι, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της Σύμβασης Δανείου (έπειτα από την καταβολή του ποσού των ΔολΗΠΑ 1.950.000 από το τίμημα πωλήσεως του πλοίου …, κυριότητας της Α δανειολήπτριας), προς μείωση του υπολοίπου οφειλομένου δανείου, έπρεπε από το Μάρτιο του έτους 2012 και μετέπειτα να καταβάλουν κάθε τρίμηνο την συμφωνηθείσα δόση κεφαλαίου και τους συμβατικούς τόκους κατά τη συμφωνηθείσα περίοδο εκτοκισμού, έως και τη λήξη του δανείου την 14.12.2014, πλην όμως, κατά παράβαση των όρων της δανειακής σύμβασης, το Δεκέμβριο του έτους 2013 παρέμεινε ανεξόφλητη ληξιπρόθεσμη οφειλή προς την Τράπεζα, ποσού 2.583.000 ΔολΗΠΑ, πλέον συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, η οποία αντιστοιχούσε στις δόσεις των μηνών Μαρτίου έως και Δεκεμβρίου 2012 (πλέον της δόσεως ποσού 665.000 που είχε συμφωνηθεί ως «Balloon Installment») καθώς και Μαρτίου 2013 έως και Δεκεμβρίου 2013, ποσού ΔολλΗΠΑ 239.750 εκάστη, με συνέπεια η ενάγουσα να προβεί στις 17.1.2014 στο κλείσιμο κάθε στηριζόμενου στη Σύμβαση Δανείου λογαριασμού, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου, κατά την ημερομηνία εκείνη, ανήρχετο σε ποσό 5.123.351,25 ΔολλΗΠΑ, καθόσον οι εναγόμενοι περιήλθαν σε γεγονός υπερημερίας που προβλέπεται από τον όρο 9.01 της Αρχικής Σύμβασης Δανείου. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενοι περιήλθαν σε γεγονός υπερημερίας σύμφωνα και με τους όρους  της Σύμβασης Δανείου, της από 15.12.2010 Σύμβασης Εκχώρησης Ασφαλειών και Εσόδων του Πλοίου και της Σύμβασης εγγυήσεως, σύμφωνα με τους οποίους (i) ανέλαβαν την υποχρέωση να δίνουν ρητή και ανέκκλητη εντολή στα πρόσωπα τα οποία όφειλαν από καιρού εις καιρόν να καταβάλουν τα έσοδα των πλοίων και να καταβάλουν στο λογαριασμό εσόδων, να προσκομίζουν στην Τράπεζα οικονομικές καταστάσεις όλων των εταιρειών του Ομίλου και πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση αυτών, για όσο χρονικό διάστημα υπάρχει οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο προς την Τράπεζα, να προβαίνουν σε τραπεζικές δοσοληψίες σχετικές με τα πλοία και να διατηρούν καταθέσεις με ελάχιστα ημερήσια υπόλοιπα για κάθε μήνα ποσού ΔολλΗΠΑ 1.000.000 τα οποία θα αυξάνονταν σε ΔολλΗΠΑ 2.000.000 εντός διαστήματος 12 μηνών από την εκταμίευση του Δανείου σε τρεχούμενους ή όψεως λογαριασμού, (ii) η δεύτερη εναγομένη εκχώρησε στην Τράπεζα όλα τα έσοδα του πλοίου, παρόντα και μελλοντικά και (iii) η τέταρτη εναγομένη (Β Εταιρική Εγγυήτρια) εκχώρησε στην Τράπεζα όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους που θα έχει από καιρού εις καιρόν στα Έσοδα του κάθε Πλοίου, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Ότι, κατόπιν τούτων, την 9.7.2014, κοινοποίησε στους εναγομένους την από 8.7.2014 εξώδικη Καταγγελία, δυνάμει της οποίας προέβη σε καταγγελία της Σύμβασης Δανείου, προσκαλώντας, ταυτόχρονα, αυτούς  να της καταβάλουν το συνολικά οφειλόμενο, για την ως άνω αιτία, ποσό των 5.123.351,25 ΔολλΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται στη Σύμβαση Δανείου και τα Έγγραφα Εξασφάλισης μέχρι την εξόφληση και με εξάμηνο ανατοκισμό τόκων (σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και το νόμο). Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη ότι από 18.1.2013 έχει εισέλθει σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ο σκοπός της οποίας συνίσταται στην άμεση είσπραξη των απαιτήσεών της προς όφελος των πιστωτών και των μετόχων της, καθώς και ότι η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή των εναγομένων την 17.1.2014 είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 5.123.351,25 ΔολλΗΠΑ, αποτελούμενο από κεφάλαιο των, ήδη, κατά την ως άνω ημερομηνία, απαιτητών δόσεων ύψους 2.583.000 ΔολλΗΠΑ και υπόλοιπο κεφαλαίου εκ ΔολλΗΠΑ 1.995.999, πλέον συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, διαστήματος από 14.6.2012 έως 16.1.2014, ενώ κατά την ημέρα κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής ανήρχετο στο ποσό των 5.127.157,96 ΔολΗΠΑ, σύμφωνα με το ενσωματωμένο στην αγωγή αντίγραφο κίνησης του Λογαριασμού Δανείου, όπου αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού από την 14.12.2010 (ημερομηνία εκταμίευσης της Σύμβασης Δανείου) έως την 16.1.2015, εξαχθέν από τα βιβλία της Τράπεζας, υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο υπάλληλο της ενάγουσας, ζητεί να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 5.127.157,96 ΔολλΗΠΑ, άλλως και επικουρικώς το ισόποσο αυτού σε Ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς το ισόποσο αυτού σε Ευρώ, το οποίο κατά την ημερομηνία σύνταξης της υπό κρίση αγωγής (13.3.2015) ανέρχεται σε 4.846.189,70 Ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της καταγγελίας του δανείου ήτοι από την 10.7.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου της.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ορθώς εκτιμωμένου του Δικογράφου τους, προτείνουν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι υφίσταται, εν προκειμένω, ρητή, σαφής και ορισμένη αποδοχή των συμβαλλομένων μερών της δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων. Η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα, για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους : Από την επισκόπηση της επίδικης, με αριθμό … Αρχικής Σύμβασης Δανείου, καθίσταται εμφανές ότι στον όρο 13.12 (γ) αυτής, τα εκεί συμβαλλόμενα πρόσωπα, ήτοι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, «…» και οι εδώ πρώτη και δεύτερη εναγόμενες, συμφώνησαν ότι «Προς αποκλειστικό όφελος της Τραπέζης, οι Δανειολήπτριες με την παρούσα υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λονδίνου, Αγγλία. … Τα προεκτεθέντα δεν περιορίζουν το δικαίωμα της Τράπεζας να κινήσει τις νομικές διαδικασίες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή να επιδώσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιτρεπτό από το νόμο. Τέλος, οι Δανειολήπτριες με την παρούσα παραιτούνται οποιασδήποτε ένστασης τους ως προς την καταλληλότητα της Αγγλίας ως δικαστηρίου». Όμοιος όρος διαλαμβάνεται και στις από 10.12.2010 συμβάσεις «εταιρικής εγγύησης», που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ανωτέρω δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και εκάστης εκ των τρίτης και τέταρτης των εναγομένων (ορ. υπ’ αριθμ. 15.02, 15.03 και 14 (β), 14 (γ) όρους, αντίστοιχα, όπου αναφέρεται «Προς αποκλειστικό όφελος της Τραπέζης, η Εγγυήτρια με την παρούσα χωρίς όρους και ανέκκλητα υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λονδίνου, Αγγλία … Τα προεκτεθέντα δεν περιορίζουν το δικαίωμα της Τράπεζας να κινήσει τις νομικές διαδικασίες σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή να επιδώσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επιτρεπτό από το νόμο. Τέλος, η Εγγυήτρια με την παρούσα παραιτείται οποιασδήποτε ένστασης τους ως προς την καταλληλότητα της Αγγλίας ως δικαστηρίου. Η εγγυήτρια δεν θα ξεκινήσει νομικές διαδικασίες σε άλλη χώρα εκτός της Αγγλίας αναφορικά με ζήτημα που θα προκύψουν από ή σε σχέση με την παρούσα Εγγύηση. … Εάν αποφασιστεί από την Τράπεζα ότι οιεσδήποτε νομικές διαδικασίες θα πρέπει να κινηθούν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η Εγγυήτρια με την παρούσα παραιτείται από την προβολή οιονδήποτε αντιρρήσεων σχετικά με την δικαιοδοσία ή εναντίωση ως προς την καταλληλότητα του δικαστηρίου και συμφωνείται και αναλαμβάνεται από την Εγγυήτρια η υποχρέωση να διορίσει και αναθέσει σε δικηγόρους σε εκείνη τη χώρα να παραλάβουν ό,τι τους επιδίδεται και να μην αμφισβητήσουν την εγκυρότητα τέτοιων νομικών διαδικασιών ως προς την δικαιοδοσία του/ων δικαστηρίων…»). Εξάλλου, δυνάμει του όρου υπ’ αριθμ. 10 παρ. 2 της από 10.12.2010 σύμβασης εγγύησης που συνήφθη μεταξύ της ανωτέρω δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και του πέμπτου των εναγομένων, συμφωνήθηκε ότι : «Κάθε διαφορά των συμβαλλομένων που απορρέει από την παρούσα σύμβαση ή σχετίζεται με αυτή υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Πειραιά. Η αποκλειστική αυτή δικαιοδοσία ενεργεί μόνο υπέρ της Τράπεζας, η οποία δικαιούται να προσφύγει σε οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο δικαστήριο». Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το περιεχόμενο των σχετικών όρων στις συμβάσεις αυτές, συνάγεται με σαφήνεια ο συντρέχων χαρακτήρας της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων των δικαστηρίων του Λονδίνου, στην Αγγλία και όχι ο αποκλειστικός χαρακτήρας αυτής, αναφορικά με τις δικαστικές ενέργειες που ξεκινά η δανειολήπτρια τράπεζα, όπως εν προκειμένω, στην περίπτωση, δε, της σύμβασης εγγύησης με τον πέμπτο εναγόμενο, συντρέχουσα αρμοδιότητα ιδρύεται για τα Δικαστήρια του Πειραιά, λόγω συμφωνίας παρέκτασης, στις περιπτώσεις που η Τράπεζα, υπέρ ης παρασχέθηκε η εγγύηση ξεκινά διαδικασίες κατά του εγγυητή, όροι οι οποίοι δεν προσκρούουν στη διάταξη του άρθρου 23 του Καν44/2001, όπου καταλείπεται ευχέρεια στα  συμβαλλόμενα μέρη να συμφωνήσουν ότι η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που καθορίζεται στη ρήτρα παρέκτασης δεν είναι αποκλειστική (αντίστοιχη δυνατότητα παρέχει και το Ελληνικό δίκαιο, στα πλαίσια του άρθρου 44 ΚΠολΔ, υπό τα αναλυτικά ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη αναφερόμενα). Ακολούθως, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς, ως προς όλους τους εναγομένους και όλες τις σωρευόμενες αξιώσεις, ειδικότερα δε, α) ως προς μεν τον πέμπτο εναγόμενο, κατ’ αρθρ. 23 παρ. 1 Καν 44/2001, λόγω συμφωνίας παρέκτασης των Δικαστηρίων του Πειραιά που σαφώς καθορίστηκε με τη σχετική ρήτρα στην από 10.12.2010 σύμβαση εγγύησης που καταρτίσθηκε με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.11), β) ως προς δε τις πρώτη έως και τέταρτη εναγόμενες, λόγω της στενής συνάφειας μεταξύ των αξιώσεων κατά των εναγομένων, οι οποίες συνδέονται τόσο στενά, ώστε υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα (αρθρ. 6 παρ.1 συνδ. 28 παρ.3 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), με την επισήμανση ότι η αναφορά των εν λόγω εναγομένων, στην από 12.6.2011 προσθήκη (προαναφερόμενο έγγραφο, φέρον τίτλο «επανάληψη των ενστάσεων … αξιολόγηση των επ’ ακροατηρίω καταθεσάντων μαρτύρων») ότι αυτές στερούνται πραγματικής έδρας στην Ελλάδα, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, και υπό την εκδοχή αυτή, αρμόδια καθίστανται τα Δικαστήρια του Πειραιά, ως προς όλους τους ομοδίκους εναγομένους, ως εκ της κατοικίας του πέμπτου εναγομένου στην Ελλάδα, κατ’ αρθρ. 37 παρ.1, συνδ. 3 ΚΠολΔ (ενώ, αντίστοιχα, για τη δυνατότητα συντρέχουσας αρμοδιότητας του επιλεγέντος από τα μέρη Δικαστηρίου, κατ’ αρθρ. 44 ΚΠολΔ, ορ. ανωτέρω αναφερόμενα, στη μείζονα σκέψη της παρούσας). Επομένως, η ένσταση των εναγομένων περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία (αρθρ. 215 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, αρμόδιο καθ’ ύλην (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 18 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 3 Α του ν. 2172/1993) και κατά τόπον (αρθρ. 22, 23, 31, 37 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ειδικότερα, ως προς την ευθύνη των πρώτης έως και τέταρτης  των εναγομένων, από τις συμβάσεις δανείου και  εγγύησης που, κατά τα ανωτέρω ιστορούμενα, συνήψαν με τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, εφαρμοστέο τυγχάνει σύμφωνα με τις διατάξεις Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1.792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων δανείου και εταιρικής εγγύησης (ήτοι μετά την 17.12.2009), και ειδικότερα,  σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του Κανονισμού, το αγγλικό δίκαιο, αφού αυτό είναι το δίκαιο που ρητά επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, με τους σχετικούς όρους των επίδικων συμβάσεων (ορ. όρους υπ’ αριθμ. 13.12 (1) της από 10.12.2010 δανειακής σύμβασης, υπ’ αριθμ. 15.01 της από 10.12.2010 εταιρικής εγγύησης με την τρίτη εναγομένη και υπ’ αριθμ. 14 (α) της εταιρικής εγγύησης με την τέταρτη εναγομένη), όπως άλλωστε συνομολογείται, εν προκειμένω, από αμφότερα τα διάδικα μέρη. Ως προς την ευθύνη του πέμπτου εναγομένου, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αναφερόμενη διάταξη του Κανονισμού Ρώμη Ι, καθόσον αυτό είναι το δίκαιο που ρυτά επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη στην από 10.12.2010 σύμβαση εγγύησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και του πέμπτου εναγομένου (βλ. τον όρο της εν λόγω σύμβασης εγγύησης υπό αρθρ. 10 παρ.1 όπου ορίζεται «η παρούσα σύμβαση διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο»). Ακολούθως, το αγγλικό δίκαιο, το οποίο πρέπει να εφαρμοσθεί για να κριθεί εάν η ενάγουσα διαθέτει και σε ποια έκταση τις επίδικες αξιώσεις της έναντι των πρώτης έως και τέταρτης των εναγομένων, δεν είναι γνωστό στο Δικαστήριο. Η ενάγουσα, προς απόδειξη των διατάξεων του αγγλικού δικαίου, προσκομίζει και επικαλείται, σε ελεύθερη μετάφραση στην ελληνική, την από 18.3.2015 «βεβαίωση περί γνωμοδότησης» της Μ. Μ., δικηγόρου (σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο «solicitor») του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλλίας και συνεταίρου στην Αγγλική δικηγορική εταιρεία Hill Dickinson International, κατοίκου Πειραιά, η οποία ορκίσθηκε στον Πειραιά, ενώπιον του Αντωνίου Λαγκαδιανού, δικηγόρου (κατά το αγγλικό κείμενο «solicitor»), αρμοδίου για ορκωμοσία, συνεταίρου της εταιρίας … (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 29). Στην ως άνω βεβαίωση, αφού παρατίθενται, μεταξύ άλλων, οι όροι των συμβάσεων δανείου και εγγύησης στους οποίους, κατά τη γνωμοδοτούσα, θεμελιώνεται η ευθύνη των εναγομένων, με βάση το Αγγλικό δίκαιο, η ως άνω γνωμοδοτούσα καταλήγει σε συμπεράσματα, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα : «… (β) Κάθε μία εκ των Δανειοληπτριών καθώς και η Εταιρική Εγγυήτρια είναι από κοινού και εις ολοκλήρον υπεύθυνες ως ρητά προβλέπεται σε κάθε μία από την Σύμβαση Δανείου και την Εταιρική Εγγύηση αντίστοιχα. (γ) Εάν οι αθετήσεις/παραβιάσεις/καθυστερήσεις (“defaults”) που το «…. ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» ισχυρίζεται δια της Εξωδίκου Καταγγελίας (“Extra Judicial Notices of Termination”) ότι έχουν λάβει χώρα, έχουν όντως πραγματοποιηθεί/επέλθει/συμβεί, τότε το «…. ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ» δικαιούται να απαιτήσει την πληρωμή / καταβολή όλων των ποσών που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα και οφείλονται δυνάμει της Σύμβασης Δανείου και της Εταιρικής Εγγύησης αντίστοιχα και έχοντας χορηγήσει ειδοποίηση προς τούτο, έχει το δικαίωμα της άμεσης είσπραξης αυτών. (δ) Οι Εξώδικες Ειδοποιήσεις περί Καταγγελίας έχουν επιδοθεί στον «Αντίκλητο στην Ελλάδα» (“Greek Process Agent”) σύμφωνα με τον Όρο 9.08 (i) (b) και τον Όρο 13.10 της Αρχικής Σύμβασης Δανείου. (ε) Δεν υπάρχει κάτι που από πλευράς Αγγλικού δικαίου θα εμπόδιζε ένα Αγγλικό Δικαστήριο από την εφαρμογή ενός εκάστου των όρων της Σύμβασης Δανείου και της Εταιρικής Εγγύησης κατά τον τρόπο που ρητά προβλέπεται σε κάθε ένα εξ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών βοηθημάτων/ ενδίκων μέσων (“remedies”) που δυνάμει αυτών των όρων είναι διαθέσιμα στο «…. ΥΠΟ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ», όπως η καταγγελία της Ανάληψης υποχρεώσεως για χορήγηση δανείου (“Commitment”) καθώς και η κήρυξη του Δανείου ως απαιτητού μαζί με τον οφειλόμενο επ’ αυτού τόκο και την χρέωση Επιτοκίου Υπερημερίας». Εξάλλου, στο σχετικό [υπ’ αριθμ. 13.10 (β)] όρο της από 10.12.2010 σύμβασης δανείου τα μέρη συμφώνησαν ρητά ότι «… Για το σκοπό εκτέλεσης στην Ελλάδα, συμφωνείται με την παρούσα ότι το Αγγλικό Δίκαιο ως το δίκαιο που διέπει την παρούσα Σύμβαση θα αποδεικνύεται με βεβαίωση (affidavit) δικηγόρου Αγγλικής δικηγορικής εταιρείας, που θα διοριστεί από την Τράπεζα, και η εν λόγω βεβαίωση θα αποτελεί πλήρη και αμάχητη απόδειξη δεσμευτική για τις Δανειολήπτριες, αλλά οι Δανειολήπτριες θα έχουν το δικαίωμα να την αντικρούσουν». Η εν λόγω συμφωνία των μερών, συνιστά δικονομική σύμβαση, υπαγόμενη, ως ζήτημα δικονομικού δικαίου, στο δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex forum) και είναι έγκυρη, καθόσον το αποδεικτικό μέσο που καθορίζεται από τα μέρη ως αποκλειστικό για την απόδειξη του αλλοδαπού δικαίου, σε περίπτωση που παρίσταται ανάγκη εκτέλεσης των όρων της σύμβασης στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω, δεν είναι απρόσφορο να παράσχει την οικεία απόδειξη, ούτε υφίσταται εξαρχής αντικειμενική αδυναμία απόκτησής του ή προσαγωγής του στο Δικαστήριο (βλ. ΟλΑΠ 27/1993, ΑΠ 1528/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΙωαν 100/2008, ΕΦΑΔ 2008, σ.700), ενώ με αυτήν δεν προσδίδεται από τα συμβαλλόμενα μέρη, στο εν λόγω αποδεικτικό μέσο, αποδεικτική δύναμη διάφορη  της οριζόμενης στο νόμο ούτε συμφωνήθηκε ότι απαγορεύεται η ανταπόδειξη (βλ. Νικολόπουλου, «το δίκαιο της αποδείξεως», σελ. 101-104). Οι εναγόμενοι, με τις κατατεθείσες προτάσεις τους, πλήττουν την εγκυρότητα της εν λόγω βεβαίωσης, για το λόγο ότι στερείται αυτή επικύρωσης από δημόσια αρχή και η συντάξασα αυτήν δεν είναι αγγλική νομική εταιρεία, ενώ με την προσθήκη των προτάσεών τους, ισχυρίζονται ότι ο χρησιμοποιούμενος στη μετάφραση όρος «δικηγόρος» χρήζει διερεύνησης από την Εποπτική Αρχή δικηγόρων του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι η σε αυτήν γενόμενη ορκοδοσία έλαβε χώρα αναρμοδίως, ενώπιον δικηγόρου, αντί της αρμοδίας προξενικής αρχής. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγομένων, τυγχάνουν, ωστόσο αβάσιμοι τόσο από νομική όσο και από ουσιαστική άποψη, καθόσον η ως άνω γνωμοδότηση, φέρουσα την υπογραφή της συντάξασας αυτήν, Μ. Μ., πληρεί τις προϋποθέσεις του προαναφερόμενου όρου της σύμβασης δανείου, όπως αυτός εκτέθηκε ανωτέρω (η ανάγκη επικύρωσης της βεβαίωσης από δημόσια αρχή δεν προκύπτει από το σχετικό όρο της σύμβασης, ενώ οι εναγόμενοι δεν στηρίζουν το αίτημά τους περί ανάγκης επικύρωσης της γνωμοδότησης από δημόσια αρχή σε κάποια διάταξη του αγγλικού δικαίου ούτε προσκομίζουν, ανταποδεικτικά, κάποιο άλλο έγγραφο – γνωμοδότηση, δυνάμει του οποίου να αντικρούονται τα συμπεράσματά της), ενώ η ενάγουσα, με την προσθήκη των προτάσεών της, προσκόμισε το με αριθμό … πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος της ως άνω Δικηγόρου, σύμφωνα με την Πράξη περί Δικηγόρων 1974, με χρόνο ισχύος από 1.11.2014 έως 31.10.2015, όπου βεβαιώνεται η ιδιότητα της τελευταίας ως «solicitor», ιδιότητα την οποίαν, κατά το αγγλικό κείμενο της από 10.12.2010 σύμβασης δανείου, οφείλει να έχει ο παρέχων τη σχετική γνωμοδότηση – affidavit (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ σχετ. 37). Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, με την ως άνω γνωμοδότηση, σε συνδυασμό με το σύνολο του προσκομιζόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, παρέχεται στο Δικαστήριο, ασφαλής γνώση του αγγλικού δικαίου, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ.2, B. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 337 ΚΠολΔ, αριθμ. 6, 10, 22) και δεν παρίσταται ανάγκη να διαταχθούν περαιτέρω αποδείξεις για το περιεχόμενό του. Συνακόλουθα, η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον α) όσον αφορά στην έννομη σχέση που συνδέει την ενάγουσα και τις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων (σύμβαση δανείου), σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές αγγλικό δίκαιο, επαρκώς εκτίθενται στην αγωγή όλα τα πραγματικά περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση της ενάγουσας, από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και τα οποία, υπαγόμενα στους κανόνες του εφαρμοζομένου αγγλικού δικαίου (κατά τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, από 18.3.2015, γνωμοδότηση της Μ. Μ., σε συνδυασμό με τους σαφείς – εκτιθέμενους στην αγωγή – όρους της σύμβασης δανείου) δικαιολογούν το συμπέρασμα ύπαρξης αντίστοιχης οφειλής των ως άνω εναγομένων έναντι της ενάγουσας, ήτοι η σύναψη της σύμβασης παροχής δανείου και των τροποποιητικών πράξεων αυτής, με τους ειδικότερους όρους αυτών, το ποσό της πιστώσεως που εκταμιεύθηκε και χορηγήθηκε στους δανειολήπτες, το ύψος του συμφωνηθέντος επιτοκίου (συμβατικού και υπερημερίας,) το ύψος και ο χρόνος καταβολής των συμφωνηθεισών δόσεων, η καθυστέρηση καταβολής κάποιων συμφωνηθεισών δόσεων του δανείου, ο χρόνος καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, κατόπιν ενεργοποίησης του συμβατικού όρου που παρέχει δικαίωμα στην δανείστρια να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους οφειλέτες ολόκληρο το οφειλόμενο κεφάλαιο και β) ως προς την αξίωση της ενάγουσας έναντι των τρίτης και τέταρτης των εναγομένων, που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησης, αφού σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές αγγλικό δίκαιο, η αγωγή τυγχάνει επίσης ορισμένη, αφού επαρκώς εκτίθενται στην αγωγή όλα τα πραγματικά περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση της ενάγουσας, από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της και τα οποία, υπαγόμενα στους κανόνες εφαρμοζομένου αγγλικού δικαίου (όπως αυτοί εκτίθενται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, από 18.3.2015, γνωμοδότηση της Μ. Μ., σε συνδυασμό με τους σαφείς – εκτιθέμενους στην αγωγή – όρους των συμβάσεων εγγύησης) δικαιολογούν το συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής των ως άνω εναγομένων έναντι της ενάγουσας και (γ) ως προς την αξίωση της ενάγουσας έναντι του πέμπτου εναγομένου, η οποία απορρέει από σύμβαση εγγύησης, κατά το εφαρμοζόμενο ελληνικό δίκαιο, καθόσον επαρκώς εκτίθενται στην αγωγή (i) τα στοιχεία της σύμβασης εγγύησης, δηλαδή η δήλωση του εγγυητή ότι εγγυάται το χρέος και η υπογραφή από αυτόν του σχετικού εγγράφου, καθώς και η αποδοχή της δήλωσης αυτής από το δανειστή, (ii) η μη πληρωμή της ληξιπρόθεσμης οφειλής από τους οφειλέτες και (iii) τα στοιχεία που στηρίζουν την ύπαρξη της κύριας οφειλής, όπως αυτά ανωτέρω εκτέθηκαν (ορ. ΕφΠειρ 1035/2013, ΔΕΕ 2013, σ.1167). Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, ως προς με τις ανωτέρω, υπό στοιχ. (α) και (β) έννομες σχέσεις, στηριζόμενη στις διατάξεις του αγγλικού δικαίου που, κατά την προαναφερόμενη γνωμοδότηση, επιτρέπουν την εφαρμογή των όρων των εν λόγω συμβάσεων, όπως αυτοί εκτίθενται στην αγωγή, καθώς και αυτές των άρθρων 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 επ του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori, ως προς δε την ανωτέρω, υπό στοιχ. (γ) έννομη σχέση, στις διατάξεις των άρθρων 361, 847, 849, 345, 481 ΑΚ καθώς και αυτές των άρθρων 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 επ του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος όπως καταβληθεί στην ενάγουσα το αιτούμενο στην αγωγή ποσό αυτούσιο, σε Δολλάρια ΗΠΑ, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να τη ζητήσει (από 1.1.2001, μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος) μόνο σε Ευρώ προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της εξόφλησης. Εξάλλου, αναφορικά με την νόμιμη παράσταση της ενάγουσας στο δικαστήριο (αρθρ. 63, 64 ΚΠολΔ) η οποία ελέγχεται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του forum (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 63, αριθμ.9), οι εναγόμενοι, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος τους, με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προβάλλει, ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου των προτάσεών τους, τη δικονομική ένσταση της έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης της ενάγουσας Τραπεζικής Ανώνυμης Εταιρείας, από την ειδική εκκαθαριστή κ. Μ. Μ. και, συνακόλουθα την πληρεξουσία δικηγόρο που διορίστηκε από αυτήν, κ. Μαργαρίτα Συνοδινού, για το λόγο ότι η εν λόγω ειδική εκκαθαριστής (υπό τα εκτιθέμενα από τους εναγομένους) ενεργεί για λογαριασμό κατ’ ουσίαν της Τράπεζας της Ελλάδος, όχι με τις διατάξεις, που προβλέπονται από το πτωχευτικό δίκαιο, αλλά εκτελώντας υπουργική απόφαση ανάκλησης άδειας της τράπεζας και επομένως η εντολή δεν είναι προϊόν δικαστικής αλλά υπουργικής απόφασης, πράγμα, που σημαίνει ότι η επιβλέπουσα αρχή ανήκει στην εκτελεστική εξουσία και σύμφωνα με το διάταγμα της 26-06/10-07-1944, κεφάλαιο 1, Γενικαί Δικονομικαί Διατάξεις, παρ.1 «Η ενώπιον των δικαστηρίων εκπροσώπησις του δημοσίου γίνεται δια του υπουργού των οικονομικών» και συνεπώς εκπροσωπείται από τον υπουργό των οικονομικών ή από άμεσα από αυτόν πληρεξουσιοδοτημένο και όχι όπως στην προκειμένη περίπτωση από τη δικηγόρο της ενάγουσας κ. Μαργαρίτας Συνοδινού.  Ο εν λόγω ισχυρισμός των εναγομένων, τυγχάνει απορριπτέος, πρωτίστως ως νόμω αβάσιμος, για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους : Κατά τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. …, (ήδη 145 ν.4261/2014) “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α’ 94) και του άρθρου 63Ε: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής. δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) Στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτισθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα τη Ελλάδος, … 2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμoγής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα …». Εξάλλου, στην εκδοθείσα, δυνάμει της ως άνω ρητής εξουσιοδοτήσεως, απόφαση (Κανονισμό) της Τράπεζας της Ελλάδος, που λήφθηκε στην Συνεδρίαση 21/2/4.11.2011 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2498/4-11-2011, ορίζεται ότι: “Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ του άρ. 68 παρ. 2 ν. …. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που θα κάλυπτε τα οικεία ζητήματα χωρίς ανάγκη προσφυγής στον Πτωχευτικό Κώδικα. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει βεβαίως η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα. Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από ό,τι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρ. 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί άλλωστε ήδη κατά το άρ. 68 παρ. 1 στοιχ. α ν. … και η διαδικασία εξυγίανσης των άρ. 99 επ. ΠτΚ. … Τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης καθορίζονται σύμφωνα με το άρ. 68 παρ. 1 στοιχ. γ-δ ν. … και σύμφωνα με την αντίληψη στο αρ. 68 παρ. 1 για την ειδική εκκαθάριση ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, κινούμενη από την εποπτική αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγούσα οπωσδήποτε, και χωρίς δυνατότητα λήψης διαφορετικής απόφασης εντός της προβλεπομένης στην παρούσα πράξη διαδικασίας στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος”. (ΑΠ 822/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω, δε, διατάξεις, περί θέσης σε εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε συνέχεια ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελούν lex specialis έναντι των αντίστοιχων ρυθμίσεων του κωδ. Ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών» (πρβλ, αναφορικά με αντίστοιχου περιεχομένου ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος ν. 1665/1951 «Περί λειτουργίας και ελέγχου Τραπεζών», ΑΠ 1007/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/2000, ΔΕΕ 2001/618). Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα, της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί με υπουργική απόφαση εκπροσωπείται από τον Υπουργό των Οικονομικών ή από άμεσα από αυτόν διορισμένο πληρεξούσιο, τυγχάνει μη νόμιμος, καθόσον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 8 και 68 του ν. … (ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ενάγουσας και θέσης αυτής υπό ειδική εκκαθάριση, διατηρουμένων σε ισχύ των κανονιστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί βάσει των διατάξεών του, και μετά την κατάργησή του και την έναρξη ισχύος του Ν. 4261/2014, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 166 παρ.2 του Ν. 4261/2014, που ορίζει ότι «…2. Οι κανονιστικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου») συνάγεται ότι στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. …, όπως εν προκειμένω, αυτό τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και τη διοίκηση αυτού αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής, ο οποίος εκπροσωπεί αυτό, κατ’ αρθρ. 64 ΚΠολΔ. Ο εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο, πλην όμως τούτο δεν καθιστά την Τράπεζα της Ελλάδος ή τον Υπουργό Οικονομικών νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος υπό εκκαθάριση, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Περαιτέρω, προς απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης, καθώς και της νόμιμης  εκπροσώπησής της από την ειδική εκκαθαριστή αυτής, Μ. Μ., η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται τα ακόλουθα έγγραφα : α) Το με αριθμό 5635/22.6.2010 ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της τροποποίησης του καταστατικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», β) το με αριθμό 2856/17.12.2011 ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύθηκε (i) η με αριθμό … απόφαση της Επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος περί ανάκλησης άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…» και ετέθη αυτό υπό ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. … (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ’ αριθμ. σχετ.2) και (ii) η με αριθμό 5549/17.12.2011 απόφαση της Επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος περί εντολής μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος «…» στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «….», κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 63 Β-63 Ε και 68 παρ.1 στοιχ. στ του ν. …, μεταξύ των οποίων και οι συμβατικές σχέσεις της «…» με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως η «….», καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της «…», μεταξύ των οποίων και «… (β) Οι συμβατικές σχέσεις από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «…» με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «…» με τρίτους» (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπ’ αριθμ. σχετ. 3), γ) το με αριθμό 74/18.1.2013 ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. … απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, περί συστάσεως μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία « ….», κατ’ αρθρ. 63  Ε του ν. …,  δυνάμει της οποίας καθορίσθηκαν τα μεταβιβαζόμενα και μη μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου προς το «.. ….». Μεταξύ των μη μεταβιβαζομένων στοιχείων (διαλαμβανόμενα στο Παράρτημα της απόφασης, υπ’ αριθμ.2, υπό στοιχ. α έως και ιζ) διαλαμβάνονται και «ια) Οι έννομες σχέσεις της «…» έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «…», συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «…» με τρίτους, οι οποίες αφορούν : … (ii) Οφειλές οι οποίες δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω κατηγορία, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής» (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 4), κατηγορία στην οποίαν υπάγεται, υπό τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, η αξίωση της ενάγουσας στην προκειμένη περίπτωση και δ) το με αριθμό 76/18.1.2013 ΦΕΚ, στο οποίο δημοσιεύθηκε (i) η από 18.1.2013 απόφαση της Επιτροπής μέτρων εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «….» και η θέση αυτού υπό εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 Ε, 68 και 69 παρ.3 του ν. …, σε συνέχεια της σύστασης του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «… …» και (ii) η από την ίδια ως άνω ημερομηνία (18.1.2013), απόφαση της Επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος περί διορισμού ως ειδικού εκκαθαριστή του ιδρύματος με την επωνυμία «…., υπό ειδική εκκαθάριση», της … (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 5). Συνακόλουθα, η ενάγουσα εκπροσωπείται νομίμως, κατ’ αρθρ. 64 ΚΠολΔ, από τη ειδική εκκαθαριστή αυτής, για τη διενέργεια της παρούσας δίκης και οι σχετικά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί από μέρους των εναγομένων τυγχάνουν απορριπτέοι και για τους ανωτέρω λόγους. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητά, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά και τα επικολλημένα σε αυτό, τη με αριθμό … απόδειξη του Ε.Τ.Α.Α. (Τομέας υγείας δικηγόρων Πειραιά) και το με αριθμό … γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας και β) για το παραδεκτό της άσκησής της, έχει επισυναφθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχουν προσκομισθεί, από μεν  την πληρεξουσία δικηγόρο της ενάγουσας, τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, από δε την πληρεξουσία δικηγόρο των εναγομένων, τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (αρθρ. 61,  82 Κώδικα Δικηγόρων).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αρ. … Σύμβασης Δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ αφ’ ενός της πρώην τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … (πρώην …), της οποίας η εδώ ενάγουσα είναι διάδοχος εκ του νόμου, όπως αμέσως ανωτέρω εκτέθηκε, ως δανείστριας, και αφ’ ετέρου της πρώτης εναγομένης (Α δανειολήπτρια εταιρεία), πλοιοκτήτριας του πλοίου “…” σημαίας Μάλτας αρ. νηολ. …4, ΙΜΟ …, ΚΟΧ 14478, ΚΚΧ 8607 και της δεύτερης εναγομένης (Β Δανειολήπτρια Εταιρεία) από κοινού ως Δανειοληπτριών, όπως αυτή μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε αφενός με την από 21 Ιανουαρίου 2011 πρόσθετη και τροποποιητική σύμβαση και αφετέρου με την από 7 Ιουνίου 2011 δεύτερη πρόσθετη και τροποποιητική σύμβαση (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική, συμβάσεις, υπ’ αριθμ. σχετ. 6, 7 και 8), η ενάγουσα εκταμίευσε και χορήγησε, στις 14/12/2010 στις πρώτη και δεύτερη των εναγομένων έντοκο δάνειο ποσού Δολαρίων Η.Π.Α. εννέα εκατομμυρίων εκατόν πενήντα χιλιάδων ($9.150.000) τετραετούς διαρκείας (το «Δάνειο»), σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση Δανείου, όπως αυτή ανωτέρω τροποποιήθηκε. Σκοπός του δανείου ήταν α) η αναχρηματοδότηση μέχρι του ποσού των ΔολλΗΠΑ 1.750.000, υφιστάμενου δανείου που είχε χορηγηθεί στην Α εναγομένη – δανειολήπτρια εταιρεία και β) η χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και μέχρι του ποσού των Δολλ ΗΠΑ 7.400.000 του πλοίου «…» (και μετέπειτα ……. υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό αυτό δεν θα υπερβαίνει το 77% της αξίας του εν λόγω πλοίου. Το πλοίο αυτό αγοράστηκε από τη Β εναγομένη – δανειολήπτρια εταιρεία και νηολογήθηκε στην κυριότητα της υπό σημαία Παναμά, έχοντας ΚΟΧ 35.744 και ΚΚΧ 19794, με αριθμό ΙΜΟ … και Δ.Δ.Σ. 3FFP2. Ως ημερομηνία τελικής εξόφλησης του Δανείου ορίστηκε η αντίστοιχη ημερομηνία μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από την εκταμίευση. Για την εξυπηρέτηση και παρακολούθηση του Δανείου τηρήθηκε ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός. Ακολούθως, δυνάμει της από 10.12.2010 Σύμβασης Δανείου, και συγκεκριμένα του όρου 4.01 (Αποπληρωμή), οι Δανειολήπτριες (πρώτη και δεύτερη εναγόμενες) ανέλαβαν από κοινού και εις ολόκληρον να εξοφλήσουν το Δάνειο δια : (α) δεκαέξι (16) τριμηνιαίων διαδοχικών δόσεων της πρώτης εξ αυτών πληρωτέας τρεις μήνες μετά την εκταμίευση του Δανείου ήτοι το Μάρτιο 2011 και των επόμενων σε τριμηνιαία διαστήματα μετά ταύτα, μαζί με μία δόση (balloon instalment), πληρωτέα ταυτοχρόνως με την 16η δόση. Ειδικότερα συμφωνήθηκε όπως οι πρώτες τέσσερις (4) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις να ανέρχονται στο ποσό των δολαρίων Η.Π.Α. οκτακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων ($875.000) εκάστη, ακολουθούμενες από τέσσερις (4) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού δολαρίων Η.Π.Α. πεντακοσίων χιλιάδων ($500.000) εκάστη, ακολουθούμενες από τέσσερις (4) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού τετρακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ($ 425.000) εκάστη ακολουθούμενες από τέσσερις (4) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού δολαρίων Η.Π.Α. διακοσίων πενήντα χιλιάδων ($250.000) εκάστη καθώς και μιας ακόμη δόσεως (balloon payment) ποσού δολαρίων Η.Π.Α εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων ($ 950.000) πληρωτέας ταυτοχρόνως με την 16η και τελευταία ως άνω τριμηνιαία διαδοχική δόση των ($250.000), εντόκως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στους σχετικούς όρους της σύμβασης. Δυνάμει της από 21.1.2011 πρόσθετης πράξης, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών όπως γίνει προπληρωμή μέρους του Δανείου και συγκεκριμένα όπως καταβληθεί στην Τράπεζα το ποσό των Δολλαρίων Η.Π.Α ενός εκατομμυρίου εξακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων ($ 1.647.000) εκ του τιμήματος πωλήσεως του πλοίου …, προς μείωση του τότε οφειλόμενου στην Τράπεζα ποσού των Δολαρίων Η.Π.Α. εννέα εκατομμυρίων εκατόν πενήντα χιλιάδων ($ 9.150.000), και όπως γίνει άρση της υποθήκης επί του ανωτέρω πλοίου και περαιτέρω όπως τροποποιηθούν οι όροι αποπληρωμής του Δανείου όπως αυτοί αναφέρονταν στην παράγραφο 4.01 της Αρχικής Σύμβασης Δανείου. Σύμφωνα με τους όρους 2.02 και 2.03 της πρόσθετης πράξης συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων όπως η αποπληρωμή, (μετά την προπληρωμή του ποσού των Δολαρίων Η.Π.Α ενός εκατομμυρίου εξακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων ($ 1.647.000), του οφειλομένου εις την Τράπεζα ποσού των ΔολλΗΠΑ επτά εκατομμυρίων πεντακοσίων τριών χιλιάδων ($ 7.503.000) γίνει σε 16 τριμηνιαίες διαδοχικές δόσεις η πρώτη εξ’ αυτών πληρωτέα την 14 Μαρτίου 2011 και συγκεκριμένα 4 πρώτες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού ΔολλΗΠΑ 717.500 η κάθε μία, ακολουθούμενες από 4 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού ΔολλΗΠΑ 410.000 η κάθε μία, ακολουθούμενες από 4 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού ΔολλΗΠΑ 348.500 η κάθε μία, ακολουθούμενες από 4 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού ΔολλΗΠΑ 205.000 η κάθε μία, και μιας δόσεως ποσού ΔολλΗΠΑ 779.000 (balloon payment) πληρωτέας ταυτοχρόνως με την 16η δόση. Ακολούθως, δυνάμει της δεύτερης, από 7.6.2011, πρόσθετης πράξης, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών όπως τροποποιηθούν οι όροι αποπληρωμής του δανείου όπως αυτοί αναφέρονταν στην παράγραφο 4.01 της αρχικής σύμβασης δανείου, όπως αυτοί είχαν τροποποιηθεί με τους 2.02 και 2.03 της πρώτης πρόσθετης πράξης και ως εκ τούτου με τον όρο 2.02 της δεύτερης πρόσθετης συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων όπως η αποπληρωμή του, τότε οφειλομένου στην Τράπεζα, ποσού των ΔολΗΠΑ επτά εκατομμυρίων εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων ($ 7.178.000), γίνει σε δεκαπέντε (15) ισόποσες τριμηνιαίες διαδοχικές δόσεις ποσού ΔολλΗΠΑ 325.000 η κάθε μία, η πρώτη εξ’ αυτών πληρωτέα την 14 Ιουνίου 2011 καθώς και δύο ακόμη δόσεων (Balloon Payments) η πρώτη ποσού ΔολΗΠΑ 900.000 πληρωτέα μαζί με την έβδομη δόση και η δεύτερη ποσού ΔολΗΠΑ 1.403.000 πληρωτέα μαζί με την δέκατη πέμπτη και  τελευταία δόση του δανείου (ορ σχετικούς όρους στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα, ανωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις). Μετά την αποδοχή της πώλησης του πλοίου “…” κυριότητας της πρώτης εναγομένης – δανειολήπτριας και την καταβολή στην Τράπεζα του ποσού των Δολαρίων Η.Π.Α ενός εκατομμυρίου εννιακοσίων πενήντα χιλιάδων ($ 1.950.000) προς μείωση  του, τότε  οφειλόμενου  στην  Τράπεζα,  ποσού,   οι  ως  άνω   δόσεις μειώθηκαν στο ποσό των ΔολλΗΠΑ 239.750 εκάστη, με την υποχρέωση να καταβληθούν και δύο ακόμη δόσεις (Balloon Payments) η πρώτη ποσού ΔολλΗΠΑ 665.000 καταβλητέα μαζί με την δόση αποπληρωμής του Δανείου που έπρεπε να καταβληθεί τον Δεκέμβριο του 2012 και η δεύτερη ποσού ΔολλΗΠΑ 1.036.000 καταβλητέα με την τελευταία δόση αποπληρωμής του Δανείου (βλ. σχετική εγγραφή, στις 22.2.2012, του ως άνω ποσού στην κίνηση του λογαριασμού δανείου, προσκομιζόμενο και επικαλούμενο σχετικό υπ’ αριθμ. 21, σε συνδυασμό με σχετικές αναφορές, αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων δόσεων, στις από 8.7.2014 εξώδικες δηλώσεις της ενάγουσας, περί καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου, υπ’ αριθμ. σχετ. 25α – 25δ). Ως περίοδος εκτοκισμού δυνάμει του όρου 3.02 της Σύμβασης Δανείου ορίστηκε κάθε αλλεπάλληλη χρονική περίοδος τριών (3) μηνών και δυνάμει  του όρου 3.03 της Σύμβασης Δανείου, κάθε Περίοδος Εκτοκισμού   συμφωνήθηκε  να   καθορίζεται   αποκλειστικά, ανάλογα με   τη διαθεσιμότητα στην αγορά, από την Τράπεζα, σύμφωνα με τη διάρκεια που καθορίζεται στον όρο 3.02, αλλά με τρόπο τέτοιο ώστε: (α) η αρχική περίοδος εκτοκισμού σε σχέση με το δάνειο να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το κεφάλαιο του δανείου θα είχε εκταμιευτεί και κάθε μεταγενέστερη περίοδος εκτοκισμού να αρχίζει αμέσως μετά τη λήξη της προγενέστερης περιόδου εκτοκισμού, και (β) αν η Τράπεζα καθόριζε ότι η διάρκεια μιας περιόδου εκτοκισμού καθοριζόμενης σύμφωνα με τον όρο 3.02 δεν ήταν άμεσα διαθέσιμη, τότε αυτή η περίοδος εκτοκισμού θα είχε τόση διάρκεια όση η Τράπεζα θα καθόριζε. Δυνάμει του όρου 3.01 της Αρχικής Σύμβασης Δανείου (Συμβατικό Επιτόκιο) οι Δανειολήπτριες ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν τόκο επί του Δανείου (ή, αναλόγως της περιπτώσεως, σε μέρος αυτού με το οποίο σχετίζεται διαφορετική Περίοδος Εκτοκισμού) σχετικά με κάθε Περίοδο Εκτοκισμού (ή μέρος αυτής) κατά την ημερομηνία πληρωμής επιτοκίου. Το επιτόκιο του υπολογισμού του τόκου συμφωνήθηκε να είναι το επιτόκιο ανά έτος καθοριζόμενο από την Τράπεζα οριζόμενο ως : το άθροισμα (ι) του Περιθωρίου (όπως αυτό ορίζεται στη Σύμβαση Δανείου) και (ii) του LIBOR, εκτός εάν συμφωνούνταν ένα Συμφωνημένο Ποσοστό (“Agreed Rate”), στην οποία περίπτωση το επιτόκιο για τον υπολογισμό των τόκων συμφωνήθηκε να είναι το επιτόκιο ανά έτος το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα να είναι το άθροισμα (ί) του Περιθωρίου και (ii) του Συμφωνηθέντος Επιτοκίου. Το Περιθώριο (“margin”) ορίστηκε 4,75% ετησίως ενώ σύμφωνα με τον όρο 3 της από 7.6.2011, δεύτερης πρόσθετης πράξης, το Περιθώριο αυξήθηκε και ορίστηκε σε (4,85%) το χρόνο, εφαρμοζόμενο από την 31η Μαρτίου του 2011 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση κάθε οφειλομένου στην τράπεζα ποσού, υπό την επιφύλαξη τυχόν περαιτέρω τροποποιήσεων. Δυνάμει του Όρου 3.04 της σύμβασης δανείου (Επιτόκιο Υπερημερίας), συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση αδυναμίας των Δανειοληπτριών να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό (συμπεριλαμβανομένου, ενδεικτικά, οποιουδήποτε ποσού καταβλητέου σύμφωνα με τον αυτόν όρο 3.04) κατά την ημερομηνία πληρωμής του σύμφωνα με οποιοδήποτε από τα Έγγραφα Εξασφάλισης οι δανειολήπτριες θα κατέβαλαν τόκο επί του ποσού αυτού, από την ημερομηνία οφειλής έως την ημερομηνία πραγματικής πληρωμής (και μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως όπως και πριν την έκδοση αυτής) στο ποσοστό το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα σύμφωνα με τον όρο 3.04. Η περίοδος που αρχίζει την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία πληρωμής και λήγει κατά την ημερομηνία πληρωμής θα χωρίζεται σε διαδοχικές περιόδους που δεν θα υπερέβαιναν τους τρεις (3) μήνες, όπως θα επιλέγονταν από την Τράπεζα, κάθε μία από τις οποίες (πλην της πρώτης, η οποία συμφωνήθηκε ότι θα ξεκινούσε την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία πληρωμής) αρχίζει την τελευταία ημέρα της προηγούμενης περιόδου. Το ισχύον επιτόκιο για κάθε τέτοια περίοδο συμφωνήθηκε να είναι το άθροισμα (όπως καθορίζεται από την Τράπεζα) του (1) δύο και μισό τοις εκατό (2,5%), ετησίως, (2) του Περιθωρίου (“Margin”) και (3) του LIBOR, εκτός εάν υπάρχει Συμφωνηθέν Επιτόκιο οπότε ο τόκος που θα ισχύει σε κάθε τέτοια περίοδο θα είναι το άθροισμα (όπως καθορίζεται από την Τράπεζα) του (1) δύο και μισό τοις εκατό (2,5%), ετησίως, (2) του Περιθωρίου και (3) του Συμφωνηθέντος Επιτοκίου. Το Επιτόκιο αυτό συμφωνήθηκε να είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό την τελευταία μέρα μιας τέτοιας περιόδου, όπως καθορίζεται από την Τράπεζα και κάθε τέτοια μέρα θεωρείται, για τους σκοπούς της Συμβάσεως Δανείου, ως Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου (“Interest Payment Date”), υπό την προϋπόθεση ότι εάν το μη καταβεβλημένο ποσό είναι κεφάλαιο το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό σε ημερομηνία άλλη από την Ημερομηνία Πληρωμής Τόκων που αντιστοιχεί σε αυτό, η πρώτη περίοδος η οποία επιλέγεται από την Τράπεζα, θα είναι διάρκειας ίσης της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο το κεφάλαιο αυτό και της Ημερομηνίας Πληρωμής Τόκου και ο Τόκος που θα καταβάλλεται επί του ποσού του κεφαλαίου αυτού κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, θα ανέρχεται σε ποσοστό δύο και μισό τοις εκατό (2,5%) άνω του ποσοστού επιτοκίου που καταβαλλόταν πριν καταστεί απαιτητό. Εάν, για τους λόγους οι οποίοι καθορίζονται στον όρο 3.06 της Συμβάσεως Δανείου, η Τράπεζα δεν μπορούσε να καθορίσει ένα επιτόκιο σύμφωνα με τις διατάξεις του όρου 3.04, τόκος επί οποιουδήποτε ποσού το οποίο δεν έχει πληρωθεί την ημερομηνία που έπρεπε να καταβληθεί, θα υπολογίζεται σε ποσοστό που καθορίζεται από την Τράπεζα να είναι δύο και μισό τοις εκατό (2,5%) ετησίως επιπλέον του αθροίσματος του Περιθωρίου και του κόστους κεφαλαίων της Τράπεζας όπως αποκλειστικά καθορίζεται από την Τράπεζα, εκτός από πρόδηλη πλάνη. Κάθε ποσό τόκου, που δεν καταβάλλεται κατά την Ημερομηνία Πληρωμής Τόκου συμφωνήθηκε να ανατοκίζεται εφεξής κατά την εν λόγω  ημερομηνία. Δυνάμει του όρου 9. της Σύμβασης Δανείου, που φέρει τον τίτλο «ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ» (EVENTS OF DEFAULT) συμφωνήθηκε ότι οποιοδήποτε από τα γεγονότα που περιγράφονται στους όρους 9.01 έως 9.07 της Σύμβασης Δανείου αποτελούν γεγονότα υπερημερίας των Δανειοληπτριών. Συγκεκριμένα, στον όρο 9.01 εκτίθεται : «9.01. Μη Εκτέλεση των Υποχρεώσεων (α) Αποτυχία των Δανειοληπτριών να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό καταστεί απαιτητό σύμφωνα με την παρούσα  Σύμβαση ή/και οποιοδήποτε εκ των Εγγράφων Εξασφάλισης, κατά την ημερομηνία που είναι απαιτητό, ή σε περίπτωση οποιουδήποτε ποσού πληρωτέου σε πρώτη ζήτηση, εντός τριών (3) Τραπεζικών Ημερών από την ημερομηνία που ζητηθεί. (β) Αποτυχία των Δανειοληπτριών να τηρούν και να εκτελούν οποιαδήποτε από τις δεσμεύσεις (“covenants”), όρους, υποχρεώσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στη Σύμβαση Δανείου (συμπεριλαμβανομένου του Επισυναπτόμενου σε αυτήν Προσαρτήματος 1) ή/και οποιουδήποτε άλλου Εγγράφου Εξασφάλισης το οποίο αφορά τις Ασφάλειες, ή (γ) Οποιαδήποτε αθέτηση των Δανειοληπτριών ή παράλειψη τους να τηρούν οποιεσδήποτε από τις δεσμεύσεις (“covenants”), όρους, υποχρεώσεις, δυνάμει της Σύμβασης Δανείου ή/και οποιονδήποτε άλλων Εγγράφων Εξασφάλισης (διαφορετικών από την αποτυχία να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό καταστεί απαιτητό ή να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε υποχρέωση η οποία αφορά τις Ασφάλειες) και, σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια παραβίαση ή παράλειψη, η οποία κατά τη γνώμη της Τράπεζας επιδέχεται θεραπείας, εάν τέτοια ενέργεια προς θεραπεία, την οποία η Τράπεζα ενδεχομένως απαιτεί, δεν έχει γίνει εντός επτά (7) ημερών από την ειδοποίηση της Τράπεζας προς τις Δανειολήπτριες για την ενέργεια προς θεραπεία/ αποκατάσταση της παραβίασης ή της παράλειψης αυτής και (δ) χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του Όρου 9.01 (γ) οποιαδήποτε αθέτηση των Δανειοληπτριών ή παράλειψη να τηρούν οποιεσδήποτε από τις υποχρεώσεις ή αναλήψεις υποχρεώσεων σύμφωνα με τον όρο 8.02 (γ) της παρούσας Σύμβασης και, σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αθέτηση ή παράλειψη, εάν οι Δανειολήπτριες δεν συμμορφώνονταν εντός επτά (7) ημερών από την ειδοποίηση της Τραπέζης». Εξάλλου, με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο 8.02 της σύμβασης δανείου, συμφωνήθηκε ότι οι Δανειολήπτριες και/ ή οι Εγγυητές ανέλαβαν να τηρούν στο Δανείζον Υποκατάστημα της Τράπεζας Υπόλοιπα κατά μέσο όρο την ημέρα για κάθε ημερολογιακό μήνα ύψους κατ’ ελάχιστον $ 1.000.000 με την προοπτική να αυξάνονταν σε $2.000.000 εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου σε λογαριασμό τρεχούμενο ή όψεως, ελεύθερο από βάρη. Εξάλλου, αναφορικά με τις συνέπειες υπερημερίας των δανειοληπτριών, τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τα ακόλουθα «(Συνέπειες Υπερημερίας) (i) η Τράπεζα μπορεί υπό την επιφύλαξη οποιωνδήποτε άλλων δικαιωμάτων της, κατά οποιοδήποτε χρόνο μετά την επέλευση Γεγονότος Υπερημερίας : (α) με ανακοίνωση/ σημείωμα προς τις Δανειολήπτριες να δηλώσει ότι η υποχρέωση της να χορηγήσει το ποσό του δανείου παύει να ισχύει, οπότε και η Ανάληψη Υποχρεώσεως για χορήγηση δανείου θα μειωθεί αμέσως στο μηδέν, ή/και (β) με ειδοποίηση προς τις Δανειολήπτριες να κηρύξει το Δάνειο και όλους τους δεδουλευμένους τόκους και όλα τα άλλα ποσά πληρωτέα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τα λοιπά Έγγραφα Εξασφάλισης ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, οπότε και τα ποσά αυτά θα καθίστανται αμέσως ή σύμφωνα με τους όρους της ειδοποίησης ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, χωρίς περαιτέρω υποχρέωση της Τραπέζης προς επιμέλεια, παρουσίαση, απαίτηση προς πληρωμή, διαμαρτυρία ή ειδοποίηση, εκ των οποίων οι Δανειολήπτριες έχουν ρητώς παραιτηθεί ή/και (γ) ανακαλέσει τη δήλωση που περιλαμβάνεται στην ειδοποίηση/ παραγγελία σύμφωνα με τους υπο-όρους (α) και (β) ανωτέρω με ισχύ την ημερομηνία η οποία καθορίζεται στην ειδοποίηση αυτή. (ii) (Εκτέλεση) Η Τράπεζα δύναται, οποτεδήποτε μετά την επέλευση γεγονότος υπερημερίας (“Event of Default”) να θέσει σε ισχύ και να ασκήσει οποιοδήποτε από τα δικαιώματα, εξουσίες και ένδικα βοηθήματα της παρέχονται από την παρούσα Σύμβαση ή/και από τα Έγγραφα Εξασφάλισης στο όνομα και για λογαριασμό της. Εξάλλου, δυνάμει του Όρου 9.09. της Σύμβασης Δανείου συμφωνήθηκε, υπό τον όρο «(Απόδειξη Υπερημερίας – “Proof of Default”), ότι « (1) η μη πληρωμή οποιουδήποτε ποσού εγκαίρως, θα αποδεικνύεται αποκλειστικά από απλή παρέλευση του χρόνου και (2) η επέλευση του Γεγονότος Υπερημερίας θα αποδεικνύεται αποκλειστικά με απλή γραπτή δήλωση της Τράπεζας.». Επιπρόσθετα, δυνάμει του Όρου 11. της Σύμβασης Δανείου, συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών, υπό τον όρο «Εξασφαλίσεις –Συμψηφισμός», τα ακόλουθα : «Ως εξασφάλιση για την υποχρεωτική και εμπρόθεσμη εξόφληση του Δανείου και την πληρωμή τόκων επ’ αυτού, όπως προβλέπεται στην παρούσα Σύμβαση και κάθε άλλης ληξιπρόθεσμης οφειλής, οι Δανειολήπτριες θα διασφαλίσουν και φροντίσουν όπως τα ακόλουθα Έγγραφα Εξασφάλισης υπογραφούν δεόντως και, όπου απαιτείται, καταχωρηθούν υπέρ της Τράπεζας σε μορφή και περιεχόμενο ικανοποιητικό για την Τράπεζα και να διασφαλίσουν ότι η εξασφάλιση αυτή αποτελείται από : (α) δεόντως εγγεγραμμένη πρώτης τάξεως εκ του νόμου ναυτική υποθήκη και σύμβαση ανάληψης υποχρεώσεων (deed of covenants) και πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη επί κάθε Πλοίου όπως απαιτείται κατά περίπτωση, επί τη βάσει των διατάξεων του εφαρμοστέου δικαίου το οποίο παρέχει τον υψηλότερο βαθμό ασφαλείας για την Τράπεζα σε τέτοια μορφή όπως η Τράπεζα μπορεί να απαιτεί   κατά   την   απόλυτη   διακριτική   της   ευχέρεια   (η    «Υποθήκη»   – “Mortgage”). (β) πρώτης τάξεως γενική εκχώρηση όλων των δικαιωμάτων επί των ασφαλειών, εσόδων και αποζημίωσης (“Requisition Compensation”) καθενός από τα Πλοία η οποία θα υπογραφεί από την αντίστοιχη Δανειολήπτρια υπέρ της Τράπεζας, με μορφή και περιεχόμενο ικανοποιητικό για την Τράπεζα και τις αντίστοιχες ανακοινώσεις της εκχώρησης («Εκχώρηση   Ασφαλειών  και  Εσόδων»  –  “O Assignment of Insurances and Earnings”). (γ) Τις εγγυήσεις. (δ) Ενός πρώτης προτεραιότητας ενεχύρου το οποίο θα υπογραφεί και δοθεί από τις Δανειολήπτριες και την πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου Πολυδεύκης υπέρ της Τράπεζας αναφορικά με τον Λογαριασμό Διατήρησης (“Retention Account”) σε  μορφή   τέτοια  κατά  την  απόλυτη   διακριτική   ευχέρεια  της Τράπεζας («Χρέωση Λογαριασμού Διατήρησης» – “Retention Account Charge”). (ε) Ενός πρώτης προτεραιότητας ενεχύρου το οποίο θα υπογραφεί και δοθεί από την κάθε πλοιοκτήτρια υπέρ της Τράπεζας αναφορικά με το Λογαριασμό Εσόδων αναφορικά με το πλοίο το οποίο ανήκει στην πλοιοκτήτρια αυτή με περιεχόμενο τέτοιο  κατά την  απόλυτη  διακριτική  ευχέρεια  της Τράπεζας («Χρέωση Λογαριασμού Κερδών» – “Earnings Account Charge”). (στ) Μίας πρώτης τάξεως εκχώρηση όλων των δικαιωμάτων που ο καθένας από τους Εταιρικούς Εγγυητές ενδέχεται να έχει επί των Ασφαλειών και των Εσόδων κάθε Πλοίου, η οποία εκχώρηση θα περιληφθεί στις αντίστοιχες Εταιρικές Εξασφαλίσεις με μορφή και περιεχόμενο ικανοποιητικό για την Τράπεζα, θα υπογραφεί δεόντως από κάθε ένα από τους Εταιρικούς Εγγυητές συνοδεία των αντιστοίχων ανακοινώσεων της εκχώρησης («Εκχώρηση του Εταιρικού Εγγυητή» – “Assignment of the Corporate Guarantor”) και (ζ) Οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση η Τράπεζα μπορεί ευλόγως να απαιτεί.». Επιπρόσθετα, με τον όρο 2.08 της Σύμβασης Δανείου συμφωνήθηκε, αναφορικά με τον τρόπο απόδειξης της οφειλής εκ της σύμβασης δανείου, ότι «… αποσπάσματα ή φωτοτυπίες ή άλλες αναπαραγωγές των βιβλίων ή αρχείων ή των ηλεκτρονικών αρχείων της Τραπέζης ή/και αποσπάσματα εκ του δανειακού λογαριασμού, τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον Όρο 2.07, καθώς επίσης και καταστάσεις λογαριασμών ή πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την Τράπεζα («Απόδειξη της Τράπεζας») θα αποτελούν (εκτός από την περίπτωση πρόδηλης πλάνης) πλήρη οριστική απόδειξη δεσμευτική για τις Δανειολήπτριες όσον αφορά την ύπαρξη ή/και το ποσό, της Ανεξόφλητης κατά πάντα χρόνο Οφειλής, οποιοδήποτε ποσό απαιτητό σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, το ισχύον Τρέχον Επιτόκιο ή το Επιτόκιο Υπερημερίας ή οποιοδήποτε άλλο επιτόκιο, που προβλέπεται ή αναφέρεται στην παρούσα Σύμβαση, την Περίοδο Εκτοκισμού, την αξία των πρόσθετων εξασφαλίσεων σύμφωνα με τον Όρο 8.05(γ), την πληρωμή ή μη οποιουδήποτε ποσού ή/και την επέλευση οποιουδήποτε άλλου Γεγονότος Υπερημερίας. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις οι Δανειολήπτριες θα δικαιούνται να ανατρέψουν την ανωτέρω απόδειξη με οποιοδήποτε αποδεικτικό (έγγραφο ή άλλο) παραδεκτό από την ισχύουσα νομοθεσία, εκτός της αποδείξεως δια μαρτύρων. Παρά την ανωτέρω διάταξη σχετικά με το δικαίωμα των Δανειοληπτριών να ανατρέψουν την απόδειξη, διαδικασίες εκτέλεσης μπορούν να ξεκινήσουν επί τη βάσει της ανωτέρω απόδειξης της Τραπέζης». Περαιτέρω, δυνάμει της από 10.12.2010 Εταιρικής Εγγύησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ως άνω δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της τρίτης των εναγομένων, ως Εταιρικής Εγγυήτριας, η τελευταία (δικαιούχος των μεριδίων του πλοίου “…”, νηολογημένου υπό σημαία Μάλτας, με αριθμό Νηολόγησης … και αριθμό ΙΜΟ …) εγγυήθηκε από κοινού και ξεχωριστά με τις Δανειολήπτριες και τους άλλους εγγυητές, ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα και ως αυτοφειλέτιδα, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των δανειοληπτριών σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και τα έγγραφα εξασφάλισης και την πληρωμή στην Τράπεζα κάθε ποσού που θα ζητηθεί και την διαγραφή κάθε υποχρέωσης των δανειοληπτριών που θα οφείλεται ή θα δημιουργηθεί από τις δανειολήπτριες πλέον των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στη Τράπεζα, μόλις ζητηθεί, οποιοδήποτε ποσό οφείλεται εκάστοτε από τις δανειολήπτριες σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και τα έγγραφα εξασφάλισης και γενικά να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις των Δανειοληπτριών που απορρέουν από ή σε σχέση με τη σύμβαση δανείου (Όροι 2.01 και 2.02 της Εταιρικής Εγγυήσεως). Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι η εγγύηση θα είναι συνεχής και θα παραμείνει σε πλήρη ισχύ έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε οφειλόμενου στην Τράπεζα ποσού και αποτελεί πρόσθετη εξασφάλιση και δεν δίδεται σε αντικατάσταση οποιασδήποτε άλλης εξασφάλισης ή εγγύησης πού έχει δοθεί ή θα δοθεί υπέρ της Τράπεζας. Δυνάμει του όρου 2.04 της Εταιρικής Εγγύησης η ως άνω εταιρική εγγυήτρια (τρίτη εναγομένη) παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο Εγγυητής να ζητήσει από την Τράπεζα να στραφεί εναντίον ή να εκτελέσει οποιαδήποτε εγγύηση ή εξασφάλιση ή να ζητήσει την πληρωμή από τις Δανειολήπτριες ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με τον όρο 2.11 συμφωνήθηκε ότι αποσπάσματα ή αντίγραφα των βιβλίων ή αρχείων ή ηλεκτρονικών αρχείων και/ή αποσπάσματα του δανειακού λογαριασμού τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον όρο 2.07 της Συμβάσεως Δανείου καθώς και αντίγραφα λογαριασμών ή πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την Τράπεζα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη δεσμευτική για την Εγγυήτρια της οφειλόμενης στην Τράπεζα της ανεξόφλητης οφειλής, του τόκου, τόκου υπερημερίας ή άλλου αναφερομένου στη σύμβαση δανείου επιτοκίου, της περιόδου εκτοκισμού, της αξίας των συμπληρωματικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με τον όρο 8.05 (c) της σύμβασης δανείου, την πληρωμή ή μη οποιουδήποτε ποσού και την επέλευση οποιουδήποτε άλλου γεγονότος υπερημερίας. Ακολούθως, δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης εταιρικής εγγύησης, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε δυνάμει των από 27.01.2011 και 7.06.2011 επιστολών επιβεβαίωσης και ανανέωσης αυτής (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 14 και 17), η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της τέταρτης των εναγομένων, ως εγγυήτριας, η τελευταία εγγυήθηκε, εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτης, από κοινού και ξεχωριστά με τις δανειολήπτριες και τους άλλους εγγυητές, ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα και ως αυτοφειλέτιδα, την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των δανειοληπτριών σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και τα έγγραφα εξασφάλισης και την πληρωμή στην Τράπεζα κάθε ποσού που θα ζητηθεί και την διαγραφή κάθε υποχρέωσης των Δανειοληπτριών που θα οφείλεται ή θα δημιουργηθεί από τις Δανειολήπτριες πλέον των συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας, προμηθειών, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στη Τράπεζας, μόλις ζητηθεί, οποιοδήποτε ποσό οφείλεται εκάστοτε από τις δανειολήπτριες σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και τα έγγραφα εξασφάλισης και γενικά να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις των δανειοληπτριών που απορρέουν από ή σε σχέση με τη σύμβαση δανείου (Όροι 2.01 και 2.02 της Εταιρικής Εγγυήσεως). Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι η εγγύηση θα είναι συνεχής και θα παραμείνει σε πλήρη ισχύ έως την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε οφειλόμενου στην Τράπεζα ποσού και αποτελεί πρόσθετη εξασφάλιση και δεν δίδεται σε αντικατάσταση οποιασδήποτε άλλης εξασφάλισης ή εγγύησης που έχει δοθεί ή θα δοθεί υπέρ της Τράπεζας. Δυνάμει του όρου 2.04 της εταιρικής εγγύησης η εταιρική εγγυήτρια παραιτήθηκε όλων των δικαιωμάτων που μπορεί να έχει ο εγγυητής να ζητήσει από την Τράπεζα να στραφεί εναντίον ή να εκτελέσει οποιαδήποτε εγγύηση ή εξασφάλιση ή να ζητήσει την πληρωμή από τις δανειολήπτριες ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Σύμφωνα με τον όρο 2.11 συμφωνήθηκε ότι αποσπάσματα ή αντίγραφα των βιβλίων ή αρχείων ή ηλεκτρονικών αρχείων και/ή αποσπάσματα του δανειακού λογαριασμού τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον όρο 2.07 της συμβάσεως δανείου καθώς και αντίγραφα λογαριασμών ή πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την Τράπεζα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη δεσμευτική για την εταιρική εγγυήτρια της οφειλόμενης στην Τράπεζα ανεξόφλητης οφειλής, του τόκου, τόκου υπερημερίας ή άλλου αναφερομένου στη σύμβαση δανείου επιτοκίου, της περιόδου εκτοκισμού, της αξίας των συμπληρωματικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με τον όρο 8.05 (γ) της σύμβασης δανείου, την πληρωμή ή μη οποιουδήποτε ποσού ή/και την επέλευση οποιουδήποτε άλλου γεγονότος υπερημερίας. Σύμφωνα με τον όρο 6 της Εταιρικής Εγγυήσεως η εταιρική εγγυήτρια εκχώρησε στην Τράπεζα όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους που θα έχει από καιρού εις καιρόν στα έσοδα του κάθε Πλοίου και επίσης ανέλαβε όλα τα έσοδα κάθε Πλοίου να καταβάλλονται στο κατάστημα της Τράπεζας που χορήγησε το δάνειο και να φροντίζει ώστε σε κάθε ναυλοσύμφωνο να τίθεται όρος πληρωμής ναύλων ως ανωτέρω, και ότι θα στέλνει επιστολή ειδοποίησης σε κάθε πράκτορα ή αντιπρόσωπο στου οποίου τα χέρια τυχόν ευρίσκονται έσοδα των Πλοίων. Δυνάμει της από 7.06.2011 επιστολής επιβεβαίωσης (Confirmation Guarantee), της ως άνω εταιρικής εγγυήσεως, η τέταρτη των εναγομένων, Β Εταιρική Εγγυήτρια, μεταξύ άλλων, συμφώνησε και επιβεβαίωσε όλες τις τροποποιήσεις της Αρχικής Σύμβασης Δανείου οι οποίες συμφωνήθηκαν με την Δεύτερη Συμπληρωματική και Τροποποιητική Σύμβαση, ενώ επιβεβαίωσε ότι η Εταιρική της Εγγύηση και οι υποχρεώσεις της σύμφωνα με αυτήν παραμένουν σε πλήρη ισχύ, δεν θα εξαλειφθούν ή επηρεαστούν από την υπογραφή της Δεύτερης Συμπληρωματικής και Τροποποιητικής Σύμβαση ή των άλλων σχετικών με αυτήν εγγράφων. Περαιτέρω, δυνάμει της από 10.12.2010 σύμβασης εγγύησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και του πέμπτου των εναγομένων, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε δυνάμει των από 27.01.2011 και 7.06.2011 επιστολών επιβεβαίωσης και ανανέωσης αυτής (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 11, 15, 17, αντίστοιχα), ο πέμπτος των εναγομένων, προς εξασφάλιση κάθε κύριας και παρεπόμενης απαίτησης της Τράπεζας κατά των δανειοληπτριών προερχόμενη από τη Σύμβαση Δανείου, εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα ενεχόμενος εις ολόκληρον με τις δανειολήπτριες και ως αυτοφειλέτης και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει μετά από όχληση της Τράπεζας, οποιοδήποτε ποσό οφείλεται εκάστοτε από τις δανειολήπτριες σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και τα έγγραφα εξασφάλισης συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κηρύξεως του Δανείου ως ληξιπρόθεσμου και άμεσα απαιτητού κατά τα προβλεπόμενα στη Σύμβαση Δανείου και γενικά να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις των Δανειοληπτριών που απορρέουν από ή σε σχέση με τη σύμβαση δανείου (Άρθρο 2 της Προσωπικής Εγγυήσεως). Ο προσωπικός εγγυητής περαιτέρω παραιτήθηκε χωρίς επιφύλαξη απόλυτα και άνευ αιρέσεως από την ένσταση διζήσεως και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα, ενστάσεις ή προνόμια τα οποία παρέχονται σε έναν εγγυητή σύμφωνα με τα άρθρα 853, 855, 856, 858, 860, 862, 863, 864, 867 και 868 του ΑΚ όπως αναλυτικά αναφέρεται στο Άρθρο 3 της προσωπικής εγγυήσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το Άρθρο 7 της προσωπικής εγγύησης συμφωνήθηκε ότι κάθε αναγνώριση οφειλής του σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου που θα γίνει από τις δανειολήπτριες θα υποχρεώνει στο μέλλον και τον εγγυητή και ότι έγγραφη βεβαίωση της Τράπεζας σχετικά με οποιοδήποτε οφειλόμενο προς την Τράπεζα ποσό σύμφωνα με τη σύμβαση δανείου και/ή την εγγύηση και/ή τα λοιπά έγγραφα εξασφάλισης θα αποτελεί πλήρη απόδειξη δεσμευτική για τον Εγγυητή, επιτρεπομένης ανταπόδειξης με κάθε αποδεικτικό μέσο πλην μαρτύρων. Ακολούθως, δυνάμει της από 27.01.2011 επιστολής επιβεβαίωσης (Confirmation Guarantee), της ως άνω προσωπικής εγγυήσεως, ο πέμπτος των εναγομένων, μεταξύ άλλων, συμφώνησε και επιβεβαίωσε όλες τις τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης δανείου οι οποίες συμφωνήθηκαν με την πρώτη συμπληρωματική και τροποποιητική σύμβαση, ενώ επιβεβαίωσε ότι η προσωπική του εγγύηση και οι υποχρεώσεις του σύμφωνα με αυτήν παραμένουν σε πλήρη ισχύ, δεν θα εξαλειφθούν ή επηρεαστούν από την υπογραφή της πρώτης συμπληρωματικής και τροποποιητικής σύμβασης ή των άλλων σχετικών με αυτήν εγγράφων. Δυνάμει της από 7.06.2011 επιστολής επιβεβαίωσης (Confirmation Guarantee), της ως άνω προσωπικής εγγύησης, ο πέμπτος των εναγομένων, μεταξύ άλλων, συμφώνησε και επιβεβαίωσε όλες τις τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης. Εν τούτοις, παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, οι δανειολήπτριες δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να καταστούν υπερήμερες. Μεταξύ άλλων, επήλθαν και τα κάτωθι γεγονότα υπερημερίας σύμφωνα με τον όρο 9 της Συμβάσεως Δανείου : Α) Ενώ οι εναγόμενες δανειολήπτριες, σύμφωνα με τους όρους 3 και 4 της σύμβασης δανείου, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν με τις δύο πρόσθετες πράξεις και, κατόπιν της καταβολής του ποσού των ΔολλΗΠΑ 1.950.000 από το τίμημα πωλήσεως του πλοίου …, κυριότητας της πρώτης δανειολήπτριας (πρώτης εναγομένης), προς μείωση του υπολοίπου οφειλομένου εκ του δανείου έπρεπε από τον Μάρτιο του 2012 και μετέπειτα να καταβάλλουν κάθε τρίμηνο την συμφωνηθείσα δόση κεφαλαίου και τους συμβατικούς τόκους κατά την συμφωνηθείσα περίοδο εκτοκισμού, έως και τη λήξη του δανείου την 14.12.2014, οπότε θα έπρεπε να έχουν εξοφλήσει και αποπληρώσει πλήρως το κεφάλαιο, τους τόκους αλλά και κάθε άλλο οφειλόμενο βάσει της Σύμβασης Δανείου ποσό, κατά παράβαση των όρων του Δανείου δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα με αποτέλεσμα τον Δεκέμβριο του 2013 να παραμένει ανεξόφλητη ληξιπρόθεσμη οφειλή των εναγομένων προς την Τράπεζα ποσού ΔολλΗΠΑ 2.583.000, πλέον συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας. Συγκεκριμένα, δεν κατέβαλαν ως όφειλαν τις δόσεις των μηνών Μαρτίου 2012, Ιουνίου 2012, Σεπτεμβρίου 2012, Δεκεμβρίου 2012 (πλέον της επιπλέον δόσεως Balloon Instalment) ποσού 665.000 που είχε συμφωνηθεί), Μαρτίου 2013, Ιουνίου 2013, Σεπτεμβρίου 2013 και Δεκεμβρίου 2013 ποσού ΔολλΗΠΑ 239.750 εκάστη πλέον των συμβατικών τόκων και των τόκων υπερημερίας. Την 17.01.2014 η ενάγουσα προέβη στο κλείσιμο κάθε στηριζόμενου στη σύμβαση δανείου λογαριασμού και στη μεταφορά του συνολικού οφειλόμενου ποσού, που ανερχόταν κατά την ημερομηνία εκείνη σε ΔολάριαΗΠΑ πέντε εκατομμύρια εκατόν είκοσι τρεις χιλιάδες τριακόσια πενήντα ένα και είκοσι πέντε λεπτά ($ 5.123.351,25), σε οριστική καθυστέρηση. Το υπόλοιπο αυτό της οφειλής των δανειοληπτριών, όπως αυτό διαμορφώθηκε στις 17.1.2014, μετά τη κήρυξη του συνόλου του οφειλομένου ποσού ληξιπρόθεσμου και απαιτητού, το κλείσιμο κάθε λογαριασμού που στηρίζεται στη σύμβαση δανείου και τη μεταφορά του συνολικά οφειλομένου ποσού σε οριστική καθυστέρηση, σε εκτέλεση του σχετικού όρου της σύμβασης, που προέβλεπε την ανωτέρω δυνατότητα της Τράπεζας, σε περίπτωση υπερημερίας των δανειοληπτριών ως προς την αποπληρωμή των δόσεων του δανείου, ανερχόμενο σε 5.123.351,25 ΔολΗΠΑ, γνωστοποίησε η ενάγουσα στους εναγομένους, με την από 8.7.2014 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε σε αυτούς δυνάμει των με αριθμούς … εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ν. Δ. Χ., σύμφωνα με την οποίαν το ποσό αυτό απαρτίζετο από τα κάτωθι κονδύλια : α) Ποσό κεφαλαίου που αντιστοιχεί α) ποσό κεφαλαίου που αντιστοιχεί στης ήδη, κατά την ως άνω ημερομηνία, απαιτητές δόσεις, ανήρχετο στο ποσό των 2.583.000 ΔολλΗΠΑ, β) υπόλοιπο κεφαλαίου ανήρχετο σε ποσό ΔολλΗΠΑ 1.995.000, γ) συμβατικούς τόκους κεφαλαίου για το διάστημα από 14/6/2012 έως 16/1/2014 ανήρχοντο σε ποσό 376.152,27 ΔολλΗΠΑ και δ) τόκους υπερημερίας για το διάστημα από 14.6.2012 έως 16.1.2014 ανήρχοντο σε ποσό 169.198,98 ΔολλΗΠΑ) (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 25 έως και 25δ). Η ως άνω ανεξόφλητη οφειλή των δανειοληπτριών έναντι της ενάγουσας, κατά την ως άνω ημερομηνία, αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, απόσπασμα του τηρούμενου από μέρους της, υπ’ αριθμ. … Λογαριασμού δανείου, εξαχθέντος από τα τηρούμενα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, που τηρούνται στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.21, όπου, με μαθηματικό υπολογισμό της αφαίρεσης του ποσού των 38.776,59 ΔολΗΠΑ, που εμφαίνεται στην πίστωση, από το ποσό των 5.162.127,84 ΔολΗΠΑ, που εμφαίνεται στη χρέωση, κατά την ημερομηνία 17.1.2014, καθίσταται σαφές το ανωτέρω μαθηματικό αποτέλεσμα). Το ως άνω απόσπασμα, φέρει βεβαίωση (από 18.3.2015) περί της γνησιότητας της εκτύπωσής του, από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, που τηρούνται σε πρωτότυπο στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή της, υπογεγραμμένη από τον Χ. Δερμεντζόγλου, υπάλληλο της ενάγουσας, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε δυνάμει της από 5.5.2014 απόφασης της ειδικού εκκαθαριστή της ενάγουσας  να εκπροσωπεί και να δεσμεύει την ενάγουσα στον τομέα ευθύνης του, ήτοι, μεταξύ άλλων, σε Ναυτιλιακά δάνεια ποσού μεγαλύτερου των 250.000 ευρώ, ειδικότερα δε, να εκδίδει και υπογράφει αντίγραφα συμβάσεων, επιδόσεων, κινήσεις λογαριασμών και γενικότερα οποιοδήποτε έγγραφο απαιτείται, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποσπασμάτων κινήσεων λογαριασμών εξηγμένων από τα επίσημα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, που τηρούνται ηλεκτρονικά (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.20). Το έγγραφο αυτό, πληρεί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον προαναφερόμενο όρο της σύμβασης δανείου, περί δυνατότητας απόδειξης της εκάστοτε ανεξόφλητης οφειλής από τη σύμβαση δανείου με σχετικό απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας. Ειδικότερα, η περιλαμβανόμενη στην επίδικη σύμβαση δανείου ειδική συμφωνία (όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά αναφέρεται ανωτέρω) ότι η οφειλή των πιστούχων εταιρειών προς την πιστώτρια τράπεζα, θα προκύπτει από το απόσπασμα  (ή φωτοτυπίες ή άλλες αναπαραγωγές) των βιβλίων ή αρχείων ή των ηλεκτρονικών αρχείων της Τραπέζης ή/και αποσπάσματα εκ του δανειακού λογαριασμού, τα οποία τηρούνται σύμφωνα με τον ανωτέρω αναφερόμενο όρο της σύμβασης, ως δικονομική σύμβαση, κρινόμενη κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι έγκυρη, υπό τα αναλυτικά ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, αναφερόμενα, αφού δεν επηρεάζει το βάρος απόδειξης, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του πιστούχου να αμφισβητήσει τα επί μέρους κονδύλια του λογαριασμού. Με βάση τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν τέτοια αποδεικτική δύναμη, αποτελούν prima facie αποδεικτικό μέσο, χωρίς να χρειάζεται να τεθεί περαιτέρω απόδειξη αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, παραπέμπουν, ως προς τις ενστάσεις τους, στο σημείωμα που κατέθεσαν επί προηγούμενης δίκης, ασφαλιστικών μέτρων (ορ. σελ. 7 πρακτικών), ενώ, περαιτέρω, πέραν των εμπροθέσμως κατατεθεισών προτάσεών τους (όπου δε διαλαμβάνεται σαφής και ορισμένη αμφισβήτηση των κονδυλίων του ως άνω λογαριασμού δανείου), προσκομίζουν το από 11.6.2015 (μετά τη συζήτηση της αγωγής) διαδικαστικό έγγραφο με τίτλο «επανάληψη των ενστάσεών μας, που δια του επαναφερομένου σημειώματός μας (σχετ.4) είχαμε προτείνει και αξιολόγηση των επ’ ακροατηρίω καταθεσάντων μαρτύρων», όπου διαλαμβάνουν αιτιάσεις για κάποιες από τις καταχωρήσεις στο λογαριασμό και την αδυναμία εξαγωγής ασφαλούς μαθηματικού συμπεράσματος εξ αυτών. Εκεί, αναφέρεται ότι  (i) η εγγραφή 14-9-2012 στο λογαριασμό ποσού 4.154.198,87 ΔολΗΠΑ δε συμφωνεί με το αναφερόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο στην από 13.9.2012 επιστολή, (ii) ότι η αμέσως επόμενη χρέωση στο λογαριασμό, χωρίς να φαίνεται ότι χρεώνεται κάτι άλλο, είναι 4.638.687,33 ΔολΗΠΑ (ορ. σελ. 12 – 13 του ως άνω εγγράφου), (iii) από την ενδεικτική παράθεση χρεώσεων και πιστώσεων κατά τις ημερομηνίες 14.12.2010, 27.1.2011, 14.3.2011, 14.6.2011, 23.5.2013, 15.1.2014, 17.1.2014 και την εκτέλεση των αντίστοιχων μαθηματικών πράξεων, δε δύναται να συναχθεί με ασφάλεια και με μαθηματική αλληλουχία, μαθηματικό αποτέλεσμα από τις εγγραφές αυτές (ορ. σελ. 17-19 του ως άνω εγγράφου). Ωστόσο, η εν λόγω αμφισβήτηση των εναγομένων του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου, που το πρώτον προβάλλεται μετά τη συζήτηση της αγωγής, δεν επαρκεί προς κατάρριψη της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας, διότι αφορά γενικά στην ορθότητα του (μαθηματικού υπολογισμού του) λογαριασμού και τη γενική αμφισβήτηση (άρνηση) των ανωτέρω κονδυλίων αυτού, χωρίς αναφορά στο τελικά οφειλόμενο, κατά την άποψή τους, νόμιμο κατάλοιπο του λογαριασμού και χωρίς να συνιστά ειδική και συγκεκριμένη, για συγκεκριμένους λόγους, αμφισβήτηση, των κατ’ ιδίαν κονδυλίων, αναφερόμενη στην ύπαρξη των εν λόγω κατ’ ιδίαν κονδυλίων (εγγραφών στο λογαριασμό), με την προβολή σχετικών ισχυρισμών που ανάγονται στα κονδύλια αυτά, το βάρος απόδειξης των οποίων (ισχυρισμών) θα έφεραν, μετά τη νομότυπη, εμπρόθεσμη και προσήκουσα, προβολή τους, υπό τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ (περί της νομότυπης και εμπρόθεσμης επαναφοράς ισχυρισμών που προβλήθηκαν σε προηγούμενη δίκη, βλ. ΑΠ 1420/2015, Α΄  δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 175/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 290/1998, ΕλΔνη 1998, σ.1553) και του άρθρου 237 ΚΠολΔ (επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, τέτοιοι ισχυρισμοί δε διαλαμβάνονται στις κατατεθείσες στο ακροατήριο προτάσεις των εναγομένων), οι εναγόμενοι   , σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (πρβλ. ΕφΛαρ 64/2013, ΔΕΕ 2013, σ.796, ΜΠρΡοδ 11/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΖακυνθ 763/2009, ΕΦΑΔ 2010, σ.91). Εξάλλου, οι εναγόμενοι δεν προσκομίζουν σχετική ανταπόδειξη κατά του ως άνω αποσπάσματος που εξήχθη από τα ηλεκτρονικά βιβλία της Τράπεζας, με έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό μέσο (πλην μάρτυρα), όπως δικαιούνταν κατά ρητό συμβατικό όρο, ο οποίος διαλαμβάνεται στην ανωτέρω αναφερόμενη έγκυρη δικονομική σύμβαση των διαδίκων. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι οι εναγόμενοι, πέραν της κατά τα άνω γενικής και αόριστης αμφισβήτησης του λογαριασμού δανείου, σε καμία άλλη αμφισβήτηση αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων στην ενάγουσα δόσεων, εκ της επίδικης σύμβασης δανείου και των αναλογούντων σε αυτές τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) δεν προέβησαν, ούτε προγενέστερα, μετά την αποστολή σε αυτούς των ανωτέρω αναφερομένων εξωδίκων δηλώσεων. Ειδικότερα, στην από 29.7.2014 επιστολή του πέμπτου των εναγομένων, προς την πληρεξουσία δικηγόρο της ενάγουσας (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.33), ο εν λόγω εναγόμενος αιτείται τα νομιμοποιητικά έγγραφα από τα οποία συνάγεται η πληρεξουσιότητα της δικηγόρου και διαλαμβάνει αμφισβητήσεις σχετικά με την ικανότητα εκπροσώπησης της ενάγουσας από την εν λόγω δικηγόρο (ενόψει του ότι οι συμβάσεις διέπονται από το αγγλικό δίκαιο) και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά, να επιληφθούν των επίδικων συμβάσεων δανείου, ενώ δε διαλαμβάνει αντίστοιχες αμφισβητήσεις αναφορικά με το ύψος της απαίτησης και την αιτία αυτής. Αντίστοιχες αιτιάσεις (αναφορικά με την αναρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της υπό κρίση διαφοράς και την πληρεξουσιότητα της δικηγόρου κας Μ. Συνοδινού) διαλαμβάνονται και στην από 24.3.2015 γνωστοποίηση (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο υπ’ αριθμ. σχετ. 34). Αντιθέτως, σημειώνεται ότι, κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2012, η Τράπεζα δέχτηκε να εξετάσει το αίτημα των δανειοληπτριών περί τροποποίησης της αποπληρωμής του δανείου και την 13.9.2012 απέστειλε στην τέταρτη των εναγομένων, διαχειρίστρια του Πλοίου, και υπόψιν του πέμπτου των εναγομένων (νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης έως και τέταρτης των εναγομένων και εγγυητής, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα) επιστολή, με την οποίαν τους ενημέρωνε ότι ήταν καταρχήν διατεθειμένη να προχωρήσει σε τροποποίηση του τρόπου αποπληρωμής του δανείου, υπό την προϋπόθεση ότι έως την 13.10.2012 θα είχαν προσκομισθεί από τους εναγομένους στην Τράπεζα όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για την ολοκλήρωση της συναλλαγής, την επιστολή, δε, αυτή, επί της οποίας αναφέρεται το κατά την ημερομηνία εκείνη υπόλοιπο του δανείου (4.637.518,44 ΔολΗΠΑ), προσυπέγραψε η δεύτερη εναγομένη – δανειολήπτρια εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τον πέμπτο εναγόμενο (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ.22), συνομολογώντας ουσιαστικά την αναφερόμενη κατά το χρονικό εκείνο σημείο οφειλή της. Ωστόσο, οι διάδικοι δεν προχώρησαν στη σύναψη σχετικής τροποποιητικής σύμβασης, με αποτέλεσμα, στη συνέχεια, μετά και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δανείστριας Τράπεζας, να προβεί η ενάγουσα στην κήρυξη ληξιπρόθεσμου και απαιτητού του συνόλου του δανείου, λόγω υπερημερίας των δανειοληπτριών περί την εκτέλεση των συμβατικών τους υποχρεώσεων και  στο κλείσιμο του λογαριασμού, κατά τα ανωτέρω ειδικά αναφερόμενα. Σημειώνεται, τέλος, ότι αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές περί της νομιμότητας της επίδικης σύμβασης δανείου (ορ. σελ. 24, 27, 29 πρακτικών, όπου οι αναφορές «… Δεν με απασχόλησε γιατί από την έρευνα που έκανα είδα ότι αυτή η οφειλή είναι πλασματική, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και το μόνο πράγμα που έπρεπε να γίνει είναι να τα βρουν μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι» και «Όταν τελείωσα την έρευνα του είπα να του ζητήσει ή το bill of payment ή τα extrait, από το οποίο προκύπτει ότι υπάρχει bill of payment. Δεν ξέρω αλλά μέχρι τώρα δεν έχει πάρει ούτε bill of payment ούτε extrait», «…Virtual σημαίνει συναλλαγές που έγιναν αλλά δεν δηλώθηκαν πουθενά», «… Μετά από 15 μέρες κατέληξα στα συμπεράσματα που σας είπα λίγο νωρίτερα, τα οποία δεν θέλω να αναφέρω εδώ γιατί θα βρεθώ εγώ με μπερδέματα» και τέλος «… Δεν θα μπω στην ουσία της συζήτησης», αντίστοιχα), χωρίς όμως, να εισφέρει με αυτές κάτι σχετικό με τα επίδικα, προς απόδειξη, ζητήματα. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η γενική αναφορά, επί των προτάσεων των εναγομένων, στην ανάγκη προσκομιδής των «Extraits» της Τράπεζας της Ελλάδος, προς διευκόλυνση της τεκμηρίωσης και της βεβαίωσης των πραγματοποιηθεισών συναλλαγών, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ως αιτίαση σχετική με παραβίαση από μέρους της τράπεζας της με αριθμό 2325/1994 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, δυνάμει της οποίας επιτράπηκε η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων και θεσπίστηκε η υποχρέωση στις τράπεζες που τηρούν λογαριασμούς συναλλάγματος να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα η οποία τηρεί τον σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος και να τηρούν αυτές τις βεβαιώσεις σε ειδικό κατά δάνειο φάκελο (βλ. παρ.Α, αριθμ.3 και 5 της ανωτέρω πράξης, με την επισήμανση ότι κατά την παρ.Β αριθμ.3 αυτής, ορίζεται ότι «στις διατάξεις της παρούσας περιλαμβάνονται δάνεια προς ναυτιλιακές επιχειρήσεις, με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες ποντοπόρων πλοίων»), δε συνεπάγεται ακυρότητα του χορηγούμενου σε συνάλλαγμα δανείου, την οποίαν να δύναται ο δανειολήπτης να επικαλεσθεί, αλλά ενδεχομένως κυρώσεις σε βάρος της τράπεζας, επιβαλλόμενες από την εποπτεύουσα αρχή (βλ. ΠΠρΠειρ 619/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3789/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΙωαν 161/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ας σημειωθεί, άλλωστε, στο σημείο τούτο, ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν τη χορήγηση και εκταμίευση (στις 14.12.2010) του ποσού του δανείου, κάτι που, άλλωστε, οι δύο πρώτες εξ αυτών συνομολόγησαν εξωδίκως, κατά την υπογραφή των προαναφερομένων, από 21.1.2011 και 7.6.2011 πρόσθετων και τροποποιητικών πράξεων του δανείου (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 7, 8). Αντίστοιχα, διοικητικές κυρώσεις σε βάρος της Τράπεζας συνεπάγεται και η παραβίαση της υποχρέωσης της Τράπεζας που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 47 παρ.3 Ν. 2873/2000 περί υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, να χορηγούν στον αιτούντα οφειλέτη αντίγραφα των δανειστικών συμβάσεων και κατάσταση με ανάλυση του ύψους της οφειλής, καθώς και αντίγραφα των υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να αποδείχθηκε η υποβολή τέτοιας αίτησης των δανειοληπτριών προς την ενάγουσα ή τη δικαιοπάροχό της. Ακολούθως, κατά το χρόνο σύνταξης της υπό κρίση αγωγής (13.3.2015), η οφειλή των εναγομένων έναντι της ενάγουσας, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, ανέρχεται στο ποσό των 5.127.157,96 ΔολΗΠΑ, όπως δύναται να συναχθεί από το προαναφερόμενο απόσπασμα του λογαριασμού δανείου που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, νομίμως υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο προς τούτο υπάλληλό της, τα επιμέρους κονδύλια του οποίου δεν αμφισβητούν ειδικά και ορισμένα οι εναγόμενες, με την προσκόμιση αντίστοιχων αποδεικτικών μέσων, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Επισημαίνεται, άλλωστε, στο σημείο τούτο, ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, το μαθηματικό αποτέλεσμα που συνάγεται από την αφαίρεση του συνόλου των πιστώσεων (μετά την πρόσθεση αυτών) που εμφαίνονται στον ανωτέρω λογαριασμό από το σύνολο των χρεώσεων αυτού (μετά την πρόσθεση αυτών), είναι το αιτούμενο στην αγωγή υπόλοιπο των 5.127.157,96 ΔολΗΠΑ. Ειδικότερα, το σύνολο των χρεώσεων ανέρχεται σε ποσό (9.150.000 + 9.150.000 + 7.551.430,15 + 56.493,28 + 396.718,97 + 6.874.649,03 + 1.401,11 + 6.942.308,68 + 6.613.689,61 + 1.328,55 + 6.268.053,10 + 4.098.500 + 538.520,28 + 5.704,71 + 4.154.198,87 + 4.638.687,33 + 29.174,35 + 4.772.155,50 + 4.772.155,50 + 51.152,74 + 43.217,68 + 385.463,60 + 5.162.127,84 + 1.084,52 + 1.109,64 + 3,31 + 1.259,24 + 188,1 + 161,9) = 81.660.937,60 ΔολΗΠΑ και το σύνολο των πιστώσεων ανέρχεται σε ποσό (9.150.000 + 7.503.000 + 1.647.000 + 6.785.500 + 429.923,43 + 392.500 + 6.853.000 + 418.368 + 1.401,11 + 6.528.000 + 414.308,68 + 6.203.000 + 85.689,61 + 1.328,55 + 1.950.000 + 65.053,10 + 4.578.000 + 4.098.500 + 10.000 + 4.578.000 + 6.130,04 + 4.772.155,50 + 4.772.155,50 + 60.687,33 + 29.174,35 + 5.162.127,84 + 38.776,59 =) 76.533.779,60 ΔολΗΠΑ, η δε διαφορά των ποσών αυτών ανέρχεται σε ποσό (81.660.937,60 – 76.533779,60 =) 5.127.158 ΔολΗΠΑ. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και τα συμπεράσματα της από 18.3.2015 βεβαίωσης της Μ. Μ. περί του περιεχομένου του εφαρμοζομένου στις προαναφερόμενες συμβάσεις (πλην της σύμβασης προσωπικής εγγύησης του πέμπτου εναγομένου) αγγλικό δίκαιο, οι εναγόμενοι ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον (η πρώτη και δεύτερη ως δανειολήπτριες, η τρίτη και τέταρτη ως εγγυήτρια του δανείου και ο πέμπτος ως προσωπικός εγγυητής), για την καταβολή στην ενάγουσα του ισόποσου σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού των 5.127.157,96 ΔολΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την οριστική εξόφληση του ποσού αυτού, απορριπτομένου του αιτήματος της ενάγουσας περί καταβολής τόκων υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας στης σύμβασης δανείου ως αβάσιμου από ουσιαστική άποψη, καθόσον, από την επισκόπηση της από 10.12.2012 σύμβασης δανείου μεταξύ της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων, δε δύναται να συναχθεί η συνομολόγηση σχετικού συμβατικού όρου μεταξύ των εκεί συμβαλλομένων μερών.

Τέλος, η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα όπως επιβληθεί στους εναγομένους χρηματική ποινή, κατ’ αρθρ. 205 ΚΠολΔ, το οποίο διατυπώθηκε με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και με τις προτάσεις της (σε συνδυασμό με την από 11.6.2015 προσθήκη – αντίκρουση), για το λόγο ότι, από τον Ιούλιο του έτους 2014, αλλά και μετά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που προηγήθηκε της υπό κρίση αγωγής και ενόψει της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, μέσω σχετικών επιστολών απευθυνόμενων στα κατωτέρω πρόσωπα, ο πέμπτος εναγόμενος (i) αμφισβήτησε τις νόμιμες και κατ’ εντολήν του ασφάλειες του Πλοίου, τους μεσίτες των ασφαλιστών και τα εκδοθέντα τιμολόγια που επί χρόνια πριν αποδεχόταν, τη νομιμοποίηση των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας και την εξουσία αυτών να τον ενημερώνουν για τις οφειλές του, (ii) αμφισβήτησε την πληρεξουσιότητα της δικηγορικής εταιρείας που εκπροσωπεί την ενάγουσα και συνεπακόλουθα της πληρεξουσίας δικηγόρου της, ενώ κοινοποίησε επιστολές σε αυτήν (την πληρεξουσία δικηγόρο της ενάγουσας) σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Δικηγορικού Συλλόγου που ουδέποτε είχε χρησιμοποιηθεί και στην παλαιά διεύθυνση του γραφείου της και (iii) απέστειλε «γνωστοποιήσεις» προς τρίτα προς την υπόθεση άτομα, ήτοι προς τη δικηγόρο κα Μωυσίδου, η οποία συνέταξε την έγγραφη γνωμοδότηση («Affidavit») προς απόδειξη του αγγλικού δικαίου και την ειδική εκκαθαριστή, Μ. Μ.. Από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα αποδεικτικό υλικό, συνάγεται ότι, πράγματι εστάλησαν επιστολές από τον πέμπτο εναγόμενο (i) μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στον Χ. Δ., στις 16.7.2014 και στις 8.8.2014, με τις οποίες αιτήθηκε την αποστολή τιμολογίου (invoice) για το χρεωστικό σημείωμα (debit note) που αφορούσε την στο πλοίο M/V …, την εξόφληση του οποίου είχε αιτηθεί, με ηλεκτρονική επιστολή στις 9.7.2014, ο υπάλληλος της ενάγουσας, Πέτρος Γιαννόπουλος και, εν συνεχεία, αιτείται, μεταξύ άλλων, την απόδειξη της ικανότητας εκπροσώπησης της ενάγουσας – κατά την ανταλλαγή της σχετικής αλληλογραφίας- από τον ανωτέρω υπάλληλο, Χ. Δ. (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 26, 26α, 26β), (ii) μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με δικαστικό επιμελητή, επιστολή προς την πληρεξουσία δικηγόρο της ενάγουσας, αιτούμενος την προσκόμιση των νομιμοποιητικών εγγράφων των σχετικών με την ιδιότητά της ως πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας και αρνούμενος τη δωσιδικία των ελληνικών δικαστηρίων (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 33 και 34) (iii) επιστολές «γνωστοποιήσεις», απευθυνόμενες προς την Τράπεζα της Ελλάδος, υπόψιν της ειδικού εκκαθαριστή, …, και την κα Μ. Μ. (κοινοποιούμενες σε αυτές την 19.5.2015, με δικαστικό επιμελητή), με τις οποίες αιτήθηκε την παρουσία των ανωτέρω προσώπων κατά τη δικάσιμο εκδίκασης της υπό κρίση αγωγής, προς προσκομιδή των νομιμοποιητικών της ιδιότητάς τους εγγράφων (προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. σχετ. 38 και 39). Ωστόσο, από το περιεχόμενο των ανωτέρω επιστολών, ιδίως δε αυτών που εστάλησαν μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (καθόσον οι προηγηθείσες της άσκησης της αγωγής επιστολές δεν αφορούν στη διεξαγωγή της παρούσας δίκης, αλλά γενικά στην αμφισβήτηση της απαίτησης ή μέρους αυτής), πέραν του προφανώς αβασίμου των διαλαμβανομένων σε αυτές ισχυρισμών, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αποδειχθέντα, δε δύναται να συναχθεί γνώση του πέμπτου εναγομένου, ενεργούντος ατομικά και για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων εταιριών, περί του προφανώς αβασίμου και αναληθούς των εν λόγω ισχυρισμών, πολύ δε περισσότερο, για το λόγο ότι τα εκεί διαλαμβανόμενα αφορούσαν σε αντίκρουση των προβαλλομένων αξιώσεων από μέρους της ενάγουσας, σε σχέση με τη νομιμότητα αυτών κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο και διατυπώθηκαν υπό μορφή αιτήματος επίδειξης νομιμοποιητικών εγγράφων των νομίμων εκπροσώπων της ενάγουσας και της πληρεξουσίας δικηγόρου της. Επομένως, το σχετικό αίτημα της ενάγουσας τυγχάνει απορριπτέο.  Περαιτέρω, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει επίσης να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, με βάση και το σχετικό αίτημά της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 176, 191§2, 189 του ΚΠολΔ, συνδ. αρθρ. 61, 63, 68 Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, του ποσού των πέντε εκατομμυρίων εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν πενήντα επτά ΔολΗΠΑ και ενενήντα έξι λεπτών (5.127.157,96 ΔολΗΠΑ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την οριστική εξόφληση του ποσού αυτού.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει σε ποσό  ογδόντα έξι χιλιάδων εκατό Ευρώ (86.100 Ευρώ).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 22.6.2016 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, ……………………, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

            Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ