ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2470 /2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …”, που εδρεύει … Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει ……. Φ…. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Δημήτριου Δημητρίου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εγκατεστημένης στην Ελλάδα, αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Βιολέττας Καλφοπούλου.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 29-12-2014 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ… και με αριθ. κατάθ. … προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 9ης Ιουνίου 2015, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά το χρόνο της λήξης ή κάποιον άλλον χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 678/2010, 698/2006 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1349/1997 ΔΕΕ 1998. 729). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι, δυνάμει των σχετικών συμβάσεων που συνήφθησαν στην Ελλάδα μεταξύ αυτών και της εναγόμενης εταιρείας, εφοπλίστριας των αναφερόμενων στο δικόγραφο, υπό σημαία … δεξαμενοπλοίων, διενήργησαν τον εφοδιασμό τους με τα λεπτομερώς εκτιθέμενα υλικά, τροφοεφόδια και ανταλλακτικά. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητούν να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο της αξίας των εκδοθέντων από τις ίδιες (ενάγουσες) τιμολογίων πώλησης των σχετικών εμπορευμάτων και ειδικότερα: α) στην πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) το συνολικό ποσό των 40.849,30 δολ. ΗΠΑ, με βάση την κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, ήτοι το ποσό των 33.087,93 ευρώ, επικουρικά δε το ισόποσο των 40.849,30 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, και β) στη δεύτερη (ενάγουσα) το συνολικό ποσό των 3.649,37 δολ. ΗΠΑ, με βάση την κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, ήτοι το ποσό των 2.956,00 ευρώ, επικουρικά δε το ισόποσο των 3.649,37 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο, για αμφότερα τα ως άνω ποσά, από την επομένη της παρελεύσεως 60 ημερών από την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου, οπότε κατέστη αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και, συνεπώς, έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ, Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής αλλά και τα συνομολογούμενα με τις προτάσεις της εναγομένης, εφαρμοστέο δίκαιο (ως προς τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης και την ευθύνη της εναγομένης ως αγοράστριας αυτών), ελλείψει έγκυρης επιλογής εφαρμοστέου εθνικού δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι) που τέθηκε σε ισχύ την 24-7-2008 και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28 άνω Κανονισμού), ως το δίκαιο της χώρας, που από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, προκύπτει ότι συνδέεται με τις επίδικες συμβάσεις προδήλως στενότερα από τις χώρες στις οποίες οι ενάγουσες (πωλήτριες) έχουν την έδρα τους (άρθρο 4.1.α΄ ανωτέρω Κανονισμού), εφόσον η εναγόμενη εταιρεία, που ήταν νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Γλυφάδα Αττικής), πρότεινε από εκεί (Γλυφάδα) στις ενάγουσες (ΑΚ 185) να διενεργήσουν τον εφοδιασμό των προεκτιθέμενων πλοίων με τα αναφερόμενα εμπορεύματα, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Γλυφάδα) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους των τελευταίων (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθησαν οι μεταξύ τους συμβάσεις (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269). Κατόπιν τούτων η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 57, 58, 59, 61 παρ. 1α΄, 62, 63 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών «για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων» (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG) [που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2532/1997 (ΦΕΚ Α’ 227/11-11-1997) και αποτελεί από 1-2-1999 ισχύον ελληνικό δίκαιο (όχι jus alienum), εφαρμόζεται δε στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του ότι τα συμβαλλόμενα διάδικα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη (CISG 1.1.) και οι κανόνες σύγκρουσης του forum υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο το ελληνικό (CISG 1.1.β΄), Εφ.Πειρ. 734/2012 Δ.Ε.Ε. 2013. 160], σε συνδυασμό και μ’ αυτές των άρθρων 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του Κ.Πολ.Δ. (για τα εκτός του πλαισίου εφαρμογής της άνω Σύμβασης ζητήματα – βλ. Π. Κορνηλάκη / Αθ. Πουλιάδη / Αν. Βαλτούδη, Η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, έκδ. 2001, σ. 11), πλην του αιτήματος επιδίκασης των οφειλόμενων ποσών με βάση την κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, κατά το οποίο αυτή (αγωγή) κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση, διότι οι ενάγουσες δικαιούνται το ισάξιο σε ευρώ των προαναφερθέντων ποσών δολαρίων …. με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου …. κατά την ημέρα της πληρωμής. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ – θα υπήρχε μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’ αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που υπολογίζει η ενάγουσα, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. και ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 1998. 326, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011. 194). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητας και εκμετάλλευσης του πλοίου (άρθρα 105 και 106 του Ν. 3816/1958), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Έτσι, κύριος του πλοίου είναι ο μη εκμεταλλευόμενος αυτό ιδιοκτήτης, ενώ εφοπλιστής είναι ο εκμεταλλευόμενος για δικό του λογαριασμό πλοίο, ανήκον κατά κυριότητα σε άλλον. Η εκμετάλλευση αυτή, που μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική, αλλά και σε πραγματική κατάσταση, και η οποία δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η επί σκοπώ κέρδους διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών, όπως η μεταφορά πραγμάτων και προσώπων, αλιεία, ρυμούλκηση κλπ. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο, και πέραν της απολαβής των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Για τις εκ του εφοπλισμού δε απαιτήσεις ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, δηλαδή ο τελευταίος ευθύνεται μόνον διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, ενώ ο δανειστής μπορεί να στραφεί και κατά του τελευταίου ώστε να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο (βλ. και ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32. 342, ΕφΠειρ 346/2004 ΕΝΔ 32. 194, 1109/2003 ΕΝΔ 31. 453, 156/2002 ΕΝΔ 30. 388). Περαιτέρω, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση αυτού (πλοίου). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την τακτική ή έκτακτη επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών επ’ αυτού, ενώ συνάπτει και συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ιδία φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη για το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των ως άνω εταιρειών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης επιχειρούμενης από τον ίδιο δικαιοπραξίας, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Εφόσον δε ο διαχειριστής ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας, συναπτόμενης υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευση αυτού για δικό του λογαριασμό. Ο δε εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαμβάνει τα κέρδη, οι δε δανειστές που δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του πρώτου και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής (βλ. και ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 596/1999 ΕΝΔ 27. 270, 299/1996 ΕΝΔ 24. 277) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά έκδηλο τρόπο σε εκείνον προς τον οποίον γίνεται η δήλωση ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα παραχθεί για τον αντιπροσωπευόμενο. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την “αρχή του εμφανούς”. Η κατ’ αυτόν τον τρόπον φανερή δήλωση επ’ ονόματι άλλου υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ’ ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με την εξαίρεση βέβαια της περίπτωσης κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Δεν απαιτείται, εξάλλου, από τον αντιπρόσωπο ακριβής προσδιορισμός του αντιπροσωπευομένου, αλλά είναι δυνατός ο καθορισμός τούτου με μεταγενέστερη δήλωση. Η σχετική άγνοια του αντισυμβαλλομένου για το πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου δεν ασκεί επίδραση, αφού αυτός δεν είναι αναγκαίο να είναι γνωστός κατά το χρόνο που καταρτίζεται η δικαιοπραξία ούτε και στον ίδιο τον αντιπρόσωπο (ΑΠ 258/2009 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ’ ονόματι άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, ήτοι μέσω της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, ούτως ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά που υφίστανται κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (βλ. και ΑΠ 752/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 776/2000 ΕλλΔνη 42. 86). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, αφού αρνείται την κρινόμενη αγωγή, ισχυρίζεται στη συνέχεια παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις της, αλλά και προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της [άρθρα 238 εδ. β΄, 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 238 προστέθηκε με το άρθ. 24 Ν. 3994/2011(ΦΕΚ Α 165/25.7.2011)], αντικρούοντας αυτή (αγωγή), ότι ελλείπει η παθητική νομιμοποίησή της (ίδιας), διότι ενήργησε κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων ως διαχειρίστρια και άμεση αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών. Ως προς το εν λόγω ζήτημα, ήτοι αν η εναγόμενη εταιρεία ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλων στην κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων πώλησης και αν δεσμεύεται έναντι των εναγουσών απ’ αυτές (συμβάσεις), καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως προς το ζήτημα αν η εναγομένη ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλων πλοιοκτητριών εταιρειών στην κατάρτιση των ένδικων δικαιοπραξιών και αν δεσμεύεται και ποιες υποχρεώσεις έχει έναντι των εναγουσών από αυτές, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η εναγομένη τις εν λόγω δικαιοπραξίες για τις οποίες της δόθηκε κατά τους ισχυρισμούς της η πληρεξουσιότητα. Κατ’ ακολουθίαν, η ως άνω ένσταση είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, και πρέπει επομένως να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγομένης, που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα των εναγουσών, Σ. Π., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ι. Χ.), και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ν. Σ. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 1506/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπ’ όψιν κατ’ άρθρο 238 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε με το άρθρο 24 Ν. 3994/2011), καθώς προσκομίσθηκε εντός της προθεσμίας προσθήκης στις προτάσεις των εναγουσών προς αντίκρουση του ισχυρισμού της εναγομένης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, που προτάθηκε για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων που συνήφθησαν κατά τα έτη 2012 και 2013 μεταξύ της εναγομένης, η οποία τυγχάνει ναυτιλιακή εταιρεία που συνεστήθη κατά τον οριζόμενο από το δίκαιο της Λιβερίας τύπο και έχει την καταστατική της έδρα στη χώρα αυτή, η πραγματική όμως έδρα της, ήτοι ο τόπος όπου λειτουργούν τα γραφεία της και πράγματι ασκείται η διοίκηση των υποθέσεων αυτής με λήψη αποφάσεων των καταστατικών οργάνων της κλπ., βρίσκεται στην επί της…. …… Γ. Α. εγκατάσταση, όπου άλλωστε διατηρεί νομίμως γραφείο κατά τις διατάξεις του Ν. 89/67, και των εναγουσών, οι τελευταίες διενήργησαν τον εφοδιασμό με τα σχετικά τροφοεφόδια και ανταλλακτικά των υπό σημαία …, νηολογίου … δεξαμενόπλοιων … «… και 2», που ανήκαν στην κυριότητα των εδρευουσών … εταιρειών με τις επωνυμίες «…» και …», αντίστοιχα. Ειδικότερα, περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2012, η εναγομένη επικοινώνησε με την πρώτη ενάγουσα, ζητώντας να της υποβάλει οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του ρηθέντος … κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα … του Παναμά. Δυνάμει δε συμφωνίας που ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε επί του ως άνω πλοίου μεταξύ 21-11-2012 και 24-11-2012, στο λιμένα … του Παναμά, τα παραγγελθέντα από την εναγομένη εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ. … αξίας 245,40 ΔολΗΠΑ, … αξίας 657,50 Δολ ΗΠΑ…, αξίας 118,00 ΔολΗΠΑ, … αξίας 61,50 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 795,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 169,75 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.172,25 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.815,60 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 403,45 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 30,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 220,00 ΔολΗΠΑ, … αξίας 554,10 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 169,75 ΔολΗΠΑ, … αξίας 1.892,31 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 304,10 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 326,50 ΔολΗΠΑ και …, αξίας 925,00 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 9.824,21 ΔολΗΠΑ. Εν συνεχεία, περί τις αρχές Δεκεμβρίου του 2012, η εναγομένη επικοινώνησε εκ νέου με την πρώτη των εναγουσών, ζητώντας πάλι οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του δεξαμενόπλοιου “… κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα Balboa του Παναμά. Δυνάμει δε νέας συμφωνίας που ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε επί του ως άνω πλοίου μεταξύ 5-12-12 και 7-12-12 στο λιμένα Balboa του Παναμά, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ. …, αξίας 137,85 ΔολΗΠΑ και …, αξίας 2.740,00 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 2.877,85 ΔολΗΠΑ. Περαιτέρω, περί τις αρχές Ιανουάριου του 2013, η εναγομένη επικοινώνησε εκ νέου με την πρώτη ενάγουσα, ζητώντας νέα οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του δεξαμενόπλοιου … κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα Balboa του Παναμά. Δυνάμει δε συμφωνίας που ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε επί του ως άνω πλοίου στις 5 και 6-1-2013 στο λιμένα Balboa του Παναμά, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ. … αξίας 3.037,40 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 500,40 ΔολΗΠΑ, … αξίας 954,65 ΔολΗΠΑ …, αξίας 184,00 ΔολΗΠΑ, … αξίας 2.378,28 ΔολΗΠΑ, … αξίας 535,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.625,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.666,90 ΔολΗΠΑ, … αξίας 1.188,54 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 120,00 ΔολΗΠΑ, … αξίας 422,84 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 952,75 ΔολΗΠΑ και … αξίας 111,55 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 13.677,26 ΔολΗΠΑ. Ακολούθως, περί τις αρχές Φεβρουάριου του 2013, η εναγομένη επικοινώνησε και πάλι με την πρώτη ενάγουσα, ζητώντας να της υποβάλει οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του δεξαμενόπλοιου … κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα … του Παναμά. Δυνάμει δε σχετικής συμφωνίας που ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε επί του ανωτέρω πλοίου, στις 09-02-13, στο λιμένα … του Παναμά, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ. … αξίας 1.264,75 ΔολΗΠΑ, … αξίας 147,00 ΔοΛΗΠΑ, …, αξίας 771,81 ΔοΛΗΠΑ, … αξίας 285,00 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 2.468,56 ΔολΗΠΑ. Τέλος, περί τα τέλη Μαΐου 2013, η εναγομένη επικοινώνησε εκ νέου με την πρώτη των εναγουσών, ζητώντας για ακόμη μία φορά να της υποβάλει οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του δεξαμενόπλοιου «…, κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα Colon του Παναμά. Δυνάμει δε διαδοχικών συμφωνιών που ακολούθως καταρτίστηκαν μεταξύ τους, η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε επί του ως άνω πλοίου, μεταξύ 18-5-13 και 29-5-13, στους λιμένες Colon και Balboa του Παναμά, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ… αξίας 711,35 ΔολΗΠΑ, … αξίας 333,70 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 762,40 ΔολΗΠΑ, … αξίας 189,50 ΔολΗΠΑ,…, αξίας 217,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 475,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 975,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 475,00 ΔολΗΠΑ, … αξίας 683,50 ΔολΗΠΑ, … αξίας 892,40 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.912,10 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 2.997,50 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 575,02 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 130,00 ΔολΗΠΑ, 76362/21-05-13, αξίας 93,00 ΔολΗΠΑ, 76399/23-05-13, αξίας 420,00 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 132,55 ΔολΗΠΑ και … αξίας 26,40 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 12.001,42 ΔολΗΠΑ. Εξάλλου, περί τις αρχές Οκτωβρίου του 2013, η εναγομένη επικοινώνησε για πρώτη φορά με την δεύτερη ενάγουσα, ζητώντας οικονομική προσφορά για τον εφοδιασμό του δεξαμενόπλοιου «…» κατά τον επικείμενο κατάπλου του στο λιμένα Freeport των Νήσων Μπαχάμες. Δυνάμει δε συμφωνίας που ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους, η δεύτερη ενάγουσα παρέδωσε επί του ανωτέρω πλοίου, την 1-10-2013 στον εν λόγω λιμένα, τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς κατά είδος, ποσότητα και αξία στα εκδοθέντα από την πρώτη (β΄ ενάγουσα) σχετικά τιμολόγια υπ’ αριθ. …, αξίας 284,44 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 897,25 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 1.923,84 ΔολΗΠΑ, …, αξίας 543,84 ΔολΗΠΑ, ήτοι συνολικής αξίας 3.649,37 ΔολΗΠΑ. Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη συνεβλήθη με τις ενάγουσες κατά τα ανωτέρω υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των προαναφερθέντων πλοίων, ενεργούσα ως αντιπρόσωπος των πλοιοκτητριών εταιρειών, διά ρητής προς τούτο αναφοράς στις σχετικές παραγγελίες της, οι οποίες ελάμβαναν χώρα επ’ ονόματι και για λογαριασμό των τελευταίων (πλοιοκτητριών), δια της αναγραφής «as agents» {όρου χρησιμοποιουμένου στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική και αναφερομένου στην έννοια του αντιπροσώπου (agent) κατά το αγγλικό δίκαιο} στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ίδια (εναγομένη) ηλεκτρονικά μηνύματα (emails) που απέστειλε σχετικά στις ενάγουσες, στα οποία (μηνύματα) μάλιστα υπάρχει εμφανής καταχώριση με την ένδειξη «!!!ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!!» που αναφέρει ρητά: «Όλα τα τιμολόγια να απευθυνθούν/αποσταλούν/ταχυδρομηθούν ως εξής: Προς τον Πλοίαρχο και Πλοιοκτήτη του πλοίου Φ/Δ (με τη φροντίδα) C/O (care of) Hellespont Steamship Corporation…», ενώ και η διεύθυνση του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου: «managers@hellespont.com» υποδήλωνε την ιδιότητα της εναγόμενης εταιρείας ως διαχειρίστριας (managers) των ως άνω πλοίων. Η προδιαληφθείσα κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση, από το γεγονός ότι η εναγομένη δεν γνωστοποιούσε με τις παραγγελίες της στις ενάγουσες τα στοιχεία των άμεσα αντιπροσωπευόμενων από την ίδια πλοιοκτητριών εταιρειών, που, άλλωστε, δεν ήταν αναγκαίο να αναγραφούν στα εκδοθέντα τιμολόγια, τα οποία κατά την παράδοση/παραλαβή των εμπορευμάτων στα πλοία υπογράφονταν από τον πλοίαρχο ή τον πρώτο μηχανικό που έθετε τη σφραγίδα του πλοίου, με την επωνυμία της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας, ως παραλήπτριας των εμπορευμάτων. Εξάλλου, η εναγομένη εμφανιζόταν – όπως είναι γνωστό και στις ενάγουσες – ως αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 378/1968, όπως συνήθως συμβαίνει στην πράξη με τις εταιρίες που διαχειρίζονται και αντιπροσωπεύουν τα πλοία «μονοβάπορων» πλοιοκτητριών εταιρειών, οι δε ενάγουσες, όπως αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή τους, δραστηριοποιούνται επαγγελματικώς στο ναυτιλιακό χώρο, παρέχοντας υπηρεσίες τροφοδοσίας και εφοδιασμού πλοίων, και εντεύθεν κρίνεται ότι γνώριζαν τα σχετικά ζητήματα με τη λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των διαχειριστριών εταιρειών, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται, αντικειμενικά, ουδεμία εύλογη αμφιβολία αναφορικά με τη γνώση τους ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε η αντισυμβαλλόμενή τους εναγομένη (βλ. και ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013. 183). Κατ’ ακολουθίαν και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, δεν αποδείχθηκε ότι η τελευταία (εναγομένη) ασκούσε τον εφοπλισμό των ανωτέρω πλοίων και ότι οι ένδικες συναλλαγές διενεργήθησαν εντός των πλαισίων τέτοιας δραστηριότητάς της, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Αντιθέτως, προέκυψε ότι η εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων γινόταν αντίστοιχα από έκαστη των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών «…» και …», στο δικό τους όνομα διά των οργάνων τους ή των αντιπροσώπων τους, όπως η διαχειρίστρια εναγομένη, καθώς και από την κάτοχο των 100 συνολικά κοινών μετοχών της κάθε εταιρείας (…), εδρεύουσα … εταιρεία με την επωνυμία … η οποία ασκούσε ουσιαστικά τη διοίκηση των προμνημονευόμενων πλοιοκτητριών εταιρειών {βλ. σχετ. τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη, τρία πιστοποιητικά μετοχών (Share Certificates) με ημερομηνίες εκδόσεως 26 Μαΐου 2008, 2 Ιουνίου 2008 και 1 Απριλίου 2010, τις από 07.07.2008 συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης των πλοίων «…» και «…», που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και των πλοιοκτητριών εταιρειών …» και «…», αντίστοιχα, τις από 07.07.2008 συμβάσεις εμπορικής διαχείρισης των ως άνω πλοίων, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εταιρείας «…» και των εν λόγω πλοιοκτητριών, την από 31.08.2008 σύμβαση τεχνικής διαχείρισης του πλοίου «… που συνάφθηκε μεταξύ της εναγομένης και της πλοιοκτήτριας εταιρείας «…, την από 31.08.2010 σύμβαση εμπορικής διαχείρισης του πλοίου αυτού, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρείας «…» και της εν λόγω πλοιοκτήτριας, καθώς και τις από 4.11.2010 επιστολές της εταιρείας «…» (εμπορικής διαχειρίστριας) προς την κάθε μία από τις ως άνω πλοιοκτήτριες με την γνωστοποίηση ότι η αντίστοιχη σύμβαση εμπορικής διαχείρισης του κάθε πλοίου έχει εκχωρηθεί προς την εναγομένη, μαζί με τις από 5.10.2010 επιστολές των ανωτέρω πλοιοκτητριών προς τη … ότι αποδέχονται την εκχώρηση}. Η σχηματισθείσα, μάλιστα, ως άνω πεποίθηση του Δικαστηρίου περί των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών δεν δύναται να ανατραπεί από τις επικαλούμενες από τις ενάγουσες ενέργειες της εναγομένης αναφορικά με τα ανωτέρω πλοία, ήτοι τη σύναψη συμβάσεων εφοδιασμού αυτών, τη διενέργεια πληρωμών, καθώς και τις ενέργειες για τη διευθέτηση πληρωμών κλπ., αφού αυτές εντάσσονται στις ευρύτατες εξουσίες του διαχειριστή πλοίων. Εφόσον, λοιπόν, η διαχειρίστρια εναγόμενη εταιρεία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών, δεν καθίσταται υποκείμενο των ένδικων συμβάσεων που καταρτίστηκαν με την προαναφερόμενη ιδιότητά της και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται η ίδια για την εκπλήρωσή τους, γενομένης δεκτής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της ερειδόμενης στις διατάξεις του άρθρου 211 του ΑΚ, σχετικής ενστάσεώς της (εναγομένης). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγουσών, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ενάγουσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -11-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ