ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 1852/2016
(Αριθ. καταθ….)
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA
————————————
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Σοφία Καλούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Σπυράκο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1. Δ., Ι. Μ., 2. Α. Μ. του Ι., 3. Αικατερίνης Μ. του Ι., 4. Ε. Μ. του Ι., κατοίκων Σ., καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του Ι. Μ., μελών της Κοινωνίας Κληρονόμων Μ. Ι., η οποία εδρεύει στις Σπέτσες και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Ορθοδοξίας Ζησιμάτου και Λεωνίδα Μαραβέλη.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : Του Ν.Π.Δ.Δ. (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΥΔΡΑΣ», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Δήμαρχο Ύδρας, που εδρεύει στην Ύδρα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ασημίνας Κουλουριώτη.
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 28.11.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 21.4.2015 και, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 εδ.α ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αναφερόμενη σ` αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννάται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί απ’ αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως. Εξάλλου η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσεως που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1279/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 29/2014, Αρμ 2015, σ.439, ΕφΑθ 5907/2013, ΕλΔνη 2014, σ.162). Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν υπόκειται σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΑΠ 65/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1663/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το εάν τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, θα εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, από το σκοπό της συμφωνίας, την κατάσταση των συμφερόντων των μερών και άλλα διαγνωστικά περιστατικά. Προς την κατεύθυνση αυτή επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη και εκτός του εγγράφου περιστατικά, όπως οι διαπραγματεύσεις και η αφορμή για την αναγνώριση ή υπόσχεση του χρέους. Επομένως, είναι κρίσιμη, αλλά όχι δεσμευτική για την παραδοχή αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους, η μη αναφορά της αιτίας στο έγγραφο του χρέους, η ύπαρξη της οποίας, όμως, δεν βλάπτει όταν προκύπτει, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν σκοπό, παρ’ όλα αυτά, να θεμελιώσουν αφηρημένη υπόσχεση κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ, γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας όταν αυτή μάλιστα γίνεται αορίστως (ΑΠ 779/2004, ΕλΔνη 2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, σε περίπτωση που υπάρχει δήλωση που αναφέρει την αιτία, για να καταλήξει το δικαστήριο στην κρίση ότι πρόκειται για αναιτιώδη σύμβαση, πρέπει να διαπίστωσε από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο απαιτείται γι’ αυτή, από τον σκοπό αυτού και τις συνδεόμενες με τη σύμβαση αυτή υπόλοιπες συνθήκες, σαφή και αναμφίβολη θέληση των δικαιοπρακτούντων για δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία. Επομένως, κατά κανόνα, σε περιπτώσεις αναφοράς της αιτίας πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Αυτή η αιτιώδης αναγνώριση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι, κατ` αρχήν, αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί, όμως, να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260). Όταν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση, υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά ότι με την αναγνώριση χρέους θέλησαν τη δημιουργία και ίδρυση νέας, από την οποία να πηγάζει νέα αυτοτελής ενοχή, απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, πρόκειται για γνήσια αναγνωριστική σύμβαση. Τούτο συμβαίνει οσάκις ο οφειλέτης αναγνωρίζει το οφειλόμενο από αυτόν χρέος, τροποποιούμενο κατά ουσιώδη στοιχεία, μεταβολή που μπορεί να αφορά το ποσό ή τον τύπο εκπλήρωσης ή της παραίτησης από ενστάσεις, οπότε στην ουσία πρόκειται για αλλοιωτική του χρέους σύμβαση, ενώ ως γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του παραπάνω ζητήματος μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κυρία σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΕΑ 12637/1987, ΝοΒ 1989, σ. 98). Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθεαυτή τη σύμβαση αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον εφόσον τούτο θέλησαν οι συμβαλλόμενοι (ΑΠ 483/2004, ΕλΔνη 2006, σ. 477, ΑΠ 523/2001, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 843/2000, ΕλΔνη 2001, σ. 160, ΑΠ 595/1999, ΕλΔνη 41, σ. 34, ΑΠ 184/1995, ΔΕΕ 1995, σ. 1008, ΑΠ 264/1989, ΕλΔνη 31, σ. 526). Στην περίπτωση αυτή, για το κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, που στηρίζεται σε αιτιώδη αναγνώριση χρέους, αρκεί να μνημονεύονται σε αυτή τα πραγματικά περιστατικά της αναγνωριζόμενης ενοχής που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής και την άρση κάθε αμφιβολίας σχετικά με το ποια από τις υφιστάμενες μεταξύ τους ενοχές θέλησαν οι συμβαλλόμενοι να βεβαιώσουν (ΑΠ 1279/2012, ο.π., ΕΑ 786/1997, ΕλΔνη 2000, σ. 202, ΕφΑθ 5907/2013, ο.π., ΠΠρΛαμ 154/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικά αναφορικά με τις διοικητικές συμβάσεις, νομολογιακά έχει γίνει δεκτό ότι, όταν δεν υφίσταται αμφισβήτηση της δικαιούμενης από τον ανάδοχο αμοιβής, διότι αυτή (αμοιβή) μετά την περάτωση και παραλαβή του έργου ή την λύση της εργολαβικής σύμβασης αναγνωρίστηκε από τον κύριο του έργου ως οφειλόμενη από την έννομη σχέση της εργολαβικής σύμβασης, πλην όμως η άρνηση εξόφλησης αυτής οφείλεται σε αδυναμία ή δυστροπία του κυρίου του έργου, τότε δεν υφίσταται διαφορά από σύμβαση δημοσίου έργου, αλλά πρόκειται για αστική καθαρά διαφορά που ιδρύθηκε από νέα κατά το άρθρο 361 ΑΚ ενοχική σχέση, την συναφθείσα σύμβαση αναγνώρισης χρέους, την καλούμενη αιτιώδη αναγνωριστική – επιβεβαιωτική σύμβαση αναγνώρισης χρέους, η οποία στηρίζει ίδια, ευθεία και αυτοτελή βάση αγωγής, για την οποίαν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 1362/1998, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 679/ΕφΠατρ 270/2004, ΑΧΑΝΟΜ 2005, σ.543, ΕφΠατρ 249/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.493, ΕφΠατρ 235/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.492, ΕφΠατρ 1134/2002, ΑΧΑΝΟΜ 2003, σ.590).
Περαιτέρω, το άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στην παράγραφο 2, ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται από την 11.6.1985 στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ, οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου ανήκουν στην δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί από τον νόμο δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 138/1996). Αντιθέτως, διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή την λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου (βλ. ΑΕΔ 18/2009, 2/1993, 42/1990 και ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 1307/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1490/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Με το άρθρο δε 1 παρ. 2 του αυτού ως άνω νόμου (ν. 1406/1983) υπήχθησαν στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο Γ`), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε, παρεπόμενη από την σύμβαση αυτή, αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στην σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος. Η τοιαύτη δε υπερέχουσα θέση του ενός των συμβαλλομένων μερών εξασφαλίζεται με την παροχή της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων ή, γενικότερα, μονομερούς επεμβάσεως προς διαμόρφωση υπέρ των συμφερόντων του ιδίου από τα συμβαλλόμενα μέρη του συμβατικού δεσμού. Η παροχή δε αυτής της δυνατότητας προβλέπεται είτε στις διατάξεις, οι οποίες διέπουν την σύμβαση αυτή, δηλαδή προστασία βάσει ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που δημιουργεί αποκλίσεις υπέρ του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., από τους ρυθμιστικούς κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, τόσον ως προς τον τρόπο και γενικώς την σύναψη των συμβάσεων αυτών, όσον και ως προς τους όρους τους οποίους οφείλει να αποδεχθεί ο αντισυμβαλλόμενος, είτε στους όρους της σχετικής διακηρύξεως, είτε βάσει ρητρών κανονιστικώς προβλεπομένων και περιλαμβανομένων στην σύμβαση, αποκλινουσών δε από το κοινό δίκαιο, είτε από αυτήν την ίδια την σύμβαση (βλ. ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί εκτενείς αναφορές στη νομολογία των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων, ΑΠ 1682/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, συμβάσεις από τις οποίες γεννώνται διαφορές υπαγόμενες στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων νοούνται όχι όλες οι συμβάσεις οι συναπτόμενες από το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., αλλά μόνον εκείνες οι οποίες έχουν διοικητικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ 755/2014, ο.π.). Ακολούθως, στη διάταξη του άρθρου 106 π.δ. 410/1995, προβλέπεται, στην παρ. 1, ότι το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για κάθε θέμα σχετικό με τις αρμοδιότητες του δήμου, εκτός από τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή της δημαρχιακής επιτροπής. Εξ’ άλλου, κατά την παράγραφος 2 του άρθρου 111 του ιδίου π.σ., ορίζεται ότι «η δημαρχιακή επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) … β) … γ) … δ) με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 185 (ήδη άρθρου 244 του π.δ/τος 410/1995), καταρτίζει τους όρους, συντάσσει την διακήρυξη, διεξάγει και κατακυρώνει όλες τις δημοπρασίες … ε) …». (πρβλ. ΣτΕ 1403/2003). Περαιτέρω, το ίδιο ως άνω προεδρικό διάταγμα ορίζει στο άρθρο 266 ότι οι προμήθειες των Δήμων, των Κοινοτήτων, των συνδέσμων τους, των συμβουλίων περιοχής, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, των ιδρυμάτων τους εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (ΕΚΠΟΤΑ) όπως αυτός κάθε φορά ισχύει. Εξαιρούνται οι προμήθειες υλικών και πάσης φύσεως εξοπλισμού, που ενσωματώνονται στα έργα τους, και οι οποίες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος και του π.δ. 28/1980 όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Ότι οι κατά τα ανωτέρω εξαιρούμενες προμήθειες, οι εργασίες και οι μεταφορές εκτελούνται με σύμβαση που συνάπτεται ύστερα από διαγωνισμό σύμφωνα με όσα ορίζουν ειδικότερα οι σχετικές διατάξεις. Ότι με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου επιτρέπεται η εκτέλεση των ανωτέρω εξαιρουμένων προμηθειών, μεταφορών και εργασιών με σύναψη σύμβασης, μετά από πρόσκληση περιορισμένου αριθμού, προμηθευτών, μεταφορέων και εργολάβων και διαγωνισμό μεταξύ τους ή χωρίς διαγωνισμό ή απευθείας από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ……………. ε. αν υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη, που προέκυψε από απρόβλεπτα ή έκτακτα περιστατικά και χρειάζεται να αντιμετωπισθεί αμέσως (όπως φυσικές καταστροφές κ.ά.) …………… Ότι η απόφαση για ανάθεση μετά από πρόσκληση περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων, ή για απευθείας ανάθεση πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και να καθορίζει τους όρους της σύμβασης. Στο άρθρο 267 ότι ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας μπορεί, χωρίς προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου, ύστερα από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό να συνάπτει σύμβαση για την απευθείας ανάθεση ή την απευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή την διενέργεια προμήθειας αν η αξία καθενός από αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των δύο εκατομμυρίων διακοσίων χιλιάδων (2.200.000) δραχμών αν πρόκειται για τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για τους λοιπούς δήμους και τα συμβούλια περιοχής, του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών για τις κοινότητες και ότι για να εφαρμοσθούν όσα ορίζονται στην παρ. 1 απαιτείται να έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό εξειδικευμένη πίστωση, προορισμένη για προμήθεια, εργασία ή μεταφορά που κατονομάζεται ρητά στον προϋπολογισμό.
Εξάλλου, ο ν. 2539/1997 (ΦΕΚ Α΄ 244 ορίζει στο άρθρο 17 (παρ.1) ότι η σύναψη συμβάσεως για την απευθείας ανάθεση ή την απευθείας εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή προμήθειας από το δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και λοιπούς φορείς της παρ. 1 του άρθρου 266 του π.δ/τος 410/1995, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 267 του π.δ/τος 410/1995, επιτρέπεται μόνο για έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις ειδικά αιτιολογημένες. (παρ.2) Ότι η δημαρχιακή επιτροπή, το κοινοτικό συμβούλιο, για δε τους λοιπούς φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 266 του π.δ. 410/1995, το διοικητικό τους συμβούλιο, μπορούν με απόφασή τους να αναθέτουν, μετά από πρόχειρο διαγωνισμό, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 11 του π.δ. 28/1980 (ΦΕΚ 11 Α΄), ή και απευθείας χωρίς διαγωνισμό, την εκτέλεση εργασίας, μεταφοράς ή προμήθειας, αν η αξία καθενός από αυτά δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών για τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών για τους λοιπούς δήμους και του ενάμιση εκατομμυρίου (1.500.000) δραχμών για τις κοινότητες και τους λοιπούς φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 266 του π.δ. 410/1995. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 267 και της παραγράφου 1 του άρθρου 268 του π.δ. 410/1995 εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή. Στα παραπάνω ποσά δεν περιέχεται ο αναλογών Φ.Π.Α. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ανάθεση των μεταφορών των Ο.Τ.Α. διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α. με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής η απευθείας ανάθεση τους, εφόσον η αξία της υπηρεσίας αυτής δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000.000 δραχμών (και ήδη 8.804,11 ευρώ) για τους λοιπούς, πλην των δήμων Αθηναίων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης δήμους. Εξάλλου, η απευθείας ανάθεση των ανωτέρω υπηρεσιών συνιστά εξαιρετική διαδικασία, η οποία εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και όταν υφίσταται επείγουσα ανάγκη που οφείλεται σε αυταπόδεικτα απρόβλεπτες καταστάσεις, συναρτώμενες με εξαιρετικά και όλως ασυνήθη γεγονότα, που αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν και να ληφθούν υπόψη κατά τον προγραμματισμό των προμηθειών και των απαιτούμενων για την πραγματοποίηση τούτων ενεργειών από τον ενδιαφερόμενο φορέα, παρά την επίδειξη της ενδεδειγμένης επιμέλειας και προσοχής από αυτόν (ΕΣ 1313/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΣ 1314/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, οι οποίες πραγματεύτηκαν το ζήτημα της νομιμότητας των χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής που είχαν εκδοθεί από Δήμο, με δικαιούχο ναυτική εταιρεία, για δαπάνη θαλασσίων μεταφορών με πλοίο). Ακολούθως, η διάταξη του άρθρου 268 παρ.3 του ιδίου π.δ., ορίζει, σχετικά με τους περιορισμούς και όρους για την εκτέλεση, μεταφορών και εργασιών και την διενέργεια εξαιρουμένων προμηθειών της παρ. 2 του άρθρου 266, μεταξύ άλλων «… 3. Οι μελέτες των έργων, των προμηθειών της παρ.2 και επομένων του άρθρου 266, των εργασιών ή των μεταφορών καταρτίζονται και θεωρούνται από την τεχνική υπηρεσία του δήμου ή της Κοινότητας και αν δεν υπάρχει τέτοια υπηρεσία ή αυτή αδυνατεί, από την τεχνική υπηρεσία του συμβουλίου περιοχής και αν αυτή δεν υπάρχει ή αδυνατεί από την τεχνική υπηρεσία δήμων και κοινοτήτων (ΤΥΔΚ). Κατ’ εξαίρεση, η θεώρηση μελετών προϋπολογισμού πάνω από διακόσια εκατομμύρια (200.000.000) και μέχρι οκτακόσια εκατομμύρια (800.000.000) δραχμές ή ένα δισεκατομμύριο τριακόσια εκατομμύρια (1.300.000.000) δραχμές, αν πρόκειται για τους δήμους Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, γίνεται από τις ίδιες αυτές υπηρεσίες ύστερα από γνωμοδότηση του νομαρχιακού συμβουλίου δημοσίων έργων. …. “Οι μελέτες προμηθειών, μεταφορών και εργασιών, για την εκτέλεση των οποίων δεν απαιτούνται, λόγω της φύσης τους, τεχνικές γνώσεις ή τεχνική εμπειρία, μπορεί να συντάσσονται από υπάλληλο της υπηρεσίας που διαχειρίζεται την πίστωση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και να θεωρούνται από τον προϊστάμενο της αντίστοιχης κατά περίπτωση αρμόδιας υπηρεσίας του Ο.Τ.Α., τηρουμένων κατά τα λοιπά των ισχυουσών διατάξεων. Η επίβλεψη εκτέλεσης των ανωτέρω συμβάσεων γίνεται από τις αντίστοιχες καθ` ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Τ.Α., με ανάλογη εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων. Για τις ανωτέρω προμήθειες, μεταφορές ή εργασίες, που η δαπάνη τους δεν υπερβαίνει το ποσό, μέχρι του οποίου γίνεται απευθείας ανάθεση, η ανάθεση γίνεται με βάση την προϋπολογιζόμενη δαπάνη, την περιγραφή της προμήθειας, μεταφοράς ή εργασίας και τα τυχόν λοιπά στοιχεία, τα οποία περιέχονται στη σχετική απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή του κοινοτικού συμβουλίου, που υποκαθιστούν τη μελέτη.” Με την παρ.6 άρθρ.18 Ν.3320/2005,ΦΕΚ Α 48/23.2.2005, τα όρια των ως άνω ποσών, τροποποιήθηκαν από 200.000.000, 800.000.000 και 1.300.000.000 δραχμές, σε 1.500.000, 6.000.000 και 12.000.000 ευρώ, αντίστοιχα”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1-10 του π.δ/τος 28/1980 «περί εκτελέσεως έργων και προμηθειών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως» (φ. 11). Ειδικώτερα, στο άρθρο 1 παρ. 1 ορίζεται «Η σύνταξις των μελετών δημοτικών και κοινοτικών έργων, προμηθειών, εργασιών και μεταφορών, γίνεται παρά της Τεχνικής Υπηρεσίας Δήμων και Κοινοτήτων (Τ.Υ.Δ.Κ.), προκειμένου δε περί Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εχόντων ιδίαν τεχνικήν υπηρεσίαν, παρ’ αυτής. Ακολούθως, το άρθρο 10 αυτού, με τίτλο «θεώρησις μελετών», προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Αι μελέται δημοτικών και κοινοτικών έργων και προμηθειών θεωρούνται υπό του Προϊσταμένου της Τ.Υ.Δ.Κ., προκειμένου δε περί δήμων εχόντων ιδίαν τεχνικήν υπηρεσίαν, υπό του Προϊσταμένου ταύτης. Ως θεώρησις νοείται η κατόπιν ελέγχου αναγνώρισις της μελέτης από τεχνικοοικονομικής και συμβατικής απόψεως. 2. Προκειμένου περί δήμων και κοινοτήτων εχόντων ιδίαν τεχνικήν υπηρεσίαν, παρά τη οποία δεν υπηρετεί διπλωματούχος μηχανικός, αι μελέται έργων άνω του 1.000.000 δραχμών θεωρούνται παρά του προϊσταμένου της Τ.Υ.Δ.Κ. … 3. … 4. … 5. … 6. Αι μελέται δημοτικών και κοινοτικών έργων ή προμηθειών, αι συντασσόμεναι υπό ετέρων δημοσίων τεχνικών υπηρεσιών, νομαρχιακών ταμείων, κρατικών οργανισμών ή ιδιωτών, μετά την υπό των αρμοδίων αρχών του εκπονήσαντος ταύτας έγκρισιν ή θεώρησιν, θεωρούνται και υπό της Διευθύνσεως Τ.Υ.Δ.Κ. του Υπουργείου Εσωτερικών, των Τ.Υ.Δ.Κ. των Νομαρχιών ή των Τεχνικών Υπηρεσιών των δήμων, αναλόγως του ύψους του προϋπολογισμού των, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου. 7. … 8. Η εκτέλεσις των έργων, … καθ’ οιονδήποτε τρόπον υπό των κατά τας διατάξεις του παρόντος και του δημοτικού και κοινοτικού κώδικος αρμοδίων οργάνων επιτρέπεται μόνον μετά την, κατά τα προηγουμένας παραγράφους, θεώρησιν της μελέτης, εφ’ όσον απαιτείται τοιαύτη μελέτη. 9. …». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, για την προκήρυξη διαγωνισμού εκτέλεσης δημοτικού έργου απαιτείται η προηγουμένη θεώρηση της εκπονηθείσας σχετικής μελέτης (δηλαδή η κατόπιν ελέγχου αναγνώριση αυτής από τεχνικοοικονομικής και συμβατικής απόψεως), από τα αρμόδια προς τούτο όργανα (πρβλ. ΣτΕ 1403/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στο ίδιο ως άνω π.δ. περί εκτέλεσης έργων και προμηθειών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ.1 αυτού, εφαρμόζονται γενικά και κατ’ αναλογία και επί της εκτέλεσης προμηθειών, εργασιών και μεταφορών των δήμων, ειδικότερα, δε, στα άρθρα 15 έως 25 αυτού, καθορίζονται οι προϋποθέσεις κατάρτισης σύμβασης με ΟΤΑ, όπως το περιεχόμενο της διακήρυξης της δημοπρασίας και η δημοσίευση αυτής (αρθρ. 15), η διεξαγωγή της δημοπρασίας (αρθρ. 18), έγκριση αυτής από το Νομάρχη (αρθρ. 24) και ήδη, μετά το άρθρο 14 παρ.8 του Ν. 2307/1995, από τον «Περιφερειακό Διευθυντή».
Από το συνδυασμό, δε, των ανωτέρω διατάξεων (266, 267, 268 του ΠΔ 410/1995), προκύπτει ότι η σύμβαση που συνάπτει ένας δήμαρχος για την ανάθεση ή εκτέλεση εργασίας ή μεταφοράς ή για προμήθεια είτε κατόπιν διαγωνισμού (ύστερα από απόφαση του Δ.Σ.) είτε απ’ ευθείας (δια του δημάρχου της), μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και χωρίς διαγωνισμό, όταν η αξία δεν είναι ανώτερη της ως άνω αναφερομένης, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό του ιδιωτικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα της σύμβασης κατ’ άρθρα 158 και 159 ΑΚ, η οποία (ακυρότητα), επειδή οι περί τύπου διατάξεις είναι δημόσια τάξης, μπορεί να προταθεί και από τον εν γνώσει συμβληθέντα στην άκυρη σύμβαση και να ληφθεί υπόψιν αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠατρ 1405/2006, ΑΧΑΝΟΜ 2007, σ.608, ΔΕφΑθ 4202/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΖακυνθ 52/2008, ΕΦΑΔ 2009, σ.978), εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά (ΠΠρΖακυνθ 52/2008, ο.π.). Σύμφωνα με τα άρθρα 79, 80, 82, 83 και 85 του ν. Ν 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού ορίζεται ότι: (άρθρο 79) «Συμβάσεις, από τις οποίες δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος του Δημοσίου, δεν δύναται να συνομολογηθούν εάν δεν προβλέπονται από γενικές ή ειδικές διατάξεις ή δεν συντελούν στην εκπλήρωση των σκοπών του» (άρθρο 80) «Για το κύρος συμβάσεως του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο. Το ανωτέρω ποσό μπορεί να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών» (Σημειώνεται δε ότι το ποσό των 400.000 δρχ. του άρθρου 80 αναπροσαρμόστηκε από 1-1-2002 σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ με την ΥΑ 2/59649/0026/2001, ΦΕΚ Β¨ 1427 22.10.2001). Επί συμβάσεως, η αποδοχή της προτάσεως δύναται να γίνει και με χωριστό έγγραφο, η υπό του αντισυμβαλλομένου όμως του Δημοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την εκ της ελλείψεως του γραπτού τύπου της αποδοχής ακυρότητα της συμβάσεως» (άρθρο 82) « 1. Για κάθε σύμβαση του Δημοσίου που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση… (άρθρο 83) «Ι. Επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Από το ποσό αυτό και μέχρι τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) δρχ. απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή. Άνω του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.0000) δρχ., απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται. Σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με την ίδια διαδικασία γίνεται και στην περίπτωση μικτής προμήθειας, κατά την οποία η αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων.» (Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ΑΥΟ 2/45564/0026/2001 (Β΄1066), η ισχύος της οποίας άρχισε από 1.1.2002, ορίσθηκε ότι: « Ι. Αυξάνουμε και ορίζουμε σε ευρώ τα ποσά για τη σύναψη συμβάσεων ετησίας δαπάνης που αφορούν προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων, ως ακολούθως : α) Με απ’ ευθείας ανάθεση μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. β) Με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) από του ποσού της προηγούμενης περίπτωσης μέχρι του ποσού των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ γ) Με διενέργεια τακτικού διαγωνισμού άνω του ποσού των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ. 2. Οι περιορισμοί των ως άνω ποσών αναφέρονται σε σχέση με το ύψος της εγγεγραμμένης ετησίας πίστωσης κατά ειδικό Φορέα και Κ.Α.Ε στον προϋπολογισμό κάθε φορέα και στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α.») 2. Επιτρέπεται με έγκριση του αρμόδιου οργάνου η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση ύστερα από δημοσίευση σχετικής προκήρυξης…», (άρθρο 85) . «Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως. Από την ακυρότητα αυτής και τη σχετική παρανομία των οργάνων του Δημοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του αντισυμβαλλόμενου, στην περίπτωση που τα αρμόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και αυτός γνώρισε την παρανομία ή συνετέλεσε στην παραβίαση των διατάξεων». Εξάλλου, κατά το άρθρο 158 ΑΚ «η τήρηση του τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου ο νόμος το ορίζει» και κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 159 ΑΚ « δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη». Οι διατάξεις που αφορούν το δημόσιο λογιστικό εφαρμόζονται και προκειμένου για τους Ο.Τ.Α., σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 7 του ν.δ. 31/68 (πρβλ ΑΠ 1310/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Αλλά και σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 41 του Ν.Δ 496/1974 Περί Λογιστικού ΝΠΔΔ ορίζεται ότι «Συμβάσεις, δια των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις εις βάρος του ν.π δεν δύναται να συνολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται υπό των διεποσών τούτο γενικών ή ειδικών διατάξεων (άρθρο 40). Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούνται υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσό τούτο δύναται να αυξομειούται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης, αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως» (Σημειώνεται ότι με την υπ’ αρ 2/42053/0094 (ΦΕΚ Β΄1033/7-8-2002) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών το ως άνω ποσό αναπροσαρμόστηκε και καθορίστηκε στις δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ). Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις συμβάσεις, με τις οποίες δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ. δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται από τις διατάξεις – γενικές ή ειδικές – που διέπουν τη λειτουργία του. Κάθε δε σύμβαση για λογαριασμό του ΝΠΔΔ, που έχει αντικείμενο άνω των 2.500 ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η πρόταση καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής μπορούν να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Η από τη μη τήρηση του τύπου της αποδοχής (μόνο) ακυρότητα καλύπτεται σε περίπτωση εκπληρώσεως της συμβάσεως. Επιπλέον, κάθε σύμβαση του ΝΠΔΔ που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη του προϋπολογισμού του προϋποθέτει την ενέργεια πλειοδοτικού ή μειοδοτικού διαγωνισμού, ο οποίος διεξάγεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις. Έτσι, επιτρέπεται η απευθείας και χωρίς δημόσιο διαγωνισμό κατάρτιση συμβάσεων για προμήθειες μόνο όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η περίπτωση που η σχετική προμήθεια δεν υπερβαίνει ετησίως το ποσό των 15.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι επί περισσοτέρων επιμέρους προμηθειών και συμβάσεων που συνάπτονται με απευθείας διαπραγμάτευση για να επιτρέπεται η σύναψη τους από το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ με απευθείας ανάθεση, πρέπει ή από τις συμβάσεις αυτές προκαλούμενη για το Δημόσιο ετήσια δαπάνη να ανέρχεται έως το ποσό των 15.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Τούτο διότι, εάν στις άνω επιμέρους προμήθειες και αντίστοιχες συμβάσεις ληφθεί υπόψη, ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της σύναψής τους με απευθείας ανάθεση, η για το Δημόσιο προκαλούμενη δαπάνη χωριστά από εκάστη τούτων, τότε, προς καταστρατήγηση των προαναφερόμενων σχετικών διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού, θα ήταν δυνατόν να συναφθούν πολλές συναφείς και διαδοχικές συμβάσεις, με ποσά κάτω των 15.000 ευρώ η καθεμία, ώστε να παρακάμπτεται νομίμως η διαδικασία του διαγωνισμού και να συνάπτεται η κάθε επιμέρους σχετική σύμβαση με απευθείας ανάθεση, αφού η για το Δημόσιο δαπάνη από καθεμία σύμβαση δεν θα υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ευρώ πράγμα που δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη, που ήθελε να τηρείται η διαδικασία του διαγωνισμού, που εξασφαλίζει πλείονες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, εντεύθεν δε συνθήκες διαφάνειας και υιούς ανταγωνισμού, για τις συμβάσεις από τις οποίες προκαλείται ετήσια δαπάνη για το Δημόσιο άνω του ποσού του 15.000 ευρώ. Τέλος, η παραβίαση των ως άνω διατάξεων επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως, η οποία επειδή οι σχετικές διατάξεις είναι δημόσιας τάξεως μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΑΠ 1701/2005, ΕφΠειρ 746/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ). Εξάλλου, έλλειψη νόμιμης αιτίας, υπό την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ, υπάρχει όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της κατάρτισης σύμβασης έργου με ΟΤΑ με απευθείας ανάθεση και χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, χωρίς να τηρηθούν οι από το νόμο προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την έγκυρη κατάρτισή της (π.χ. έγγραφος τύπος, επείγουσα και έκτακτη περίπτωση, μη υπέρβαση των οριζόμενων εκ του νόμου ποσών – βλ. και αρθρ. 266, 267 και 268 ΔΚΚ) (ΕφΛαρ 29/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, σ.83). Τέλος, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα «ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1462/2012, ΧρΙΔ 2003, σ.195, ΑΠ 1225/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, ο.π.). Τέλος, ναι μεν πρέπει στην αγωγή, με την οποία ο ενάγων αναζητεί ευθέως από τον εναγόμενο τον πλουτισμό, που αυτός αποκόμισε εξ αιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, για να είναι αυτή κατά το άρθρ. 216§ 1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη επομένως την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου, όμως αν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση των διαδίκων, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξ αιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρ. 216§1 ΚΠολΔικ, που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 766/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1647/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4279/2007, ΔΙΚΗ 2008, σ.393, ΠΠρΘεσσαλ 12025/2008, Αρμ 2008, σ.1384). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως … Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην περίπτωση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, αυτό, κατ` εξαίρεση προς τις γενικές διατάξεις, υποχρεούται στην καταβολή νόμιμων ή τόκων, υπερημερίας από την επίδοση σε αυτό σχετικής αγωγής από την οποία και λαμβάνει γνώση της αμφισβήτησης (ΑΕΔ 7/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το δε ποσοστό του τόκου ανέρχεται στο προαναφερθέν 6% ετησίως. Η ρύθμιση αυτή της υποχρεώσεως του Δημοσίου στην καταβολή νόμιμων τόκων ή τόκων υπερημερίας ποσοστού 6% από την επίδοση της αγωγής σε αυτό δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος εγκειμένου στην περιστολή των από την αιτία αυτή δαπανών του Δημοσίου, τις οποίες εξυπηρετεί διά χρημάτων κυρίως του συνόλου των πολιτών και την κάλυψη δια των εξοικονομουμένων ετέρων τέτοιων δαπανών για την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο και από το γεγονός ότι καθ` όλο το διάστημα από το έτος 1877 έως σήμερα (καθόσον έχει θεσπισθεί ουσιαστικά από το έτος 1877 με τον ν. ΧΛ`/1877, όπως διατηρήθηκε μέχρι σήμερα) το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει από διαδοχικές σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά και των οποίων οι επιπτώσεις επεκτείνονται και σε περιόδους, κατά τις οποίες η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χώρας και δεν αντίκειται στις διατάξεις των αρθρ. 341 και 345 του ΑΚ ούτε στις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα και των αρθρ. 4 παρ, 1, 17, 20 και 25 παρ. 1 του Συντ., 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (ΑΕΔ 25/2012 ΑΡΜ 2013.339, ΑΠ 562/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 304 του π.δ. 410/1995 ορίζονται, εκτός άλλων, και τα εξής: “Οι δήμοι και οι κοινότητες έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο δημόσιο”, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και το ως άνω προνόμιο του άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10- 7-1944, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 109 του ΕισΝΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι “εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου” και ως ειδικό κατισχύει των διατάξεων του ΑΚ (ΑΠ 224/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 3 του ν. 3463/2006 (Νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) “ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α. ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου”.
Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν κληρονόμοι εξ αδιαθέτου (κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος, ως χήρα η πρώτη και τέκνα του αποβιώσαντος οι λοιποί) του Ι. Μ., πλοιοκτήτη του υδροφόρου πλοίου … Ν.Π. …, ο οποίος απεβίωσε στις 22.3.2013 και ότι αποδέχθηκαν την κληρονομία του ανωτέρω, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή Δήλωση Αποδοχής Κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Ελένης Τσούμα. Ότι το ως άνω πλοίο εκμεταλλεύονται νομίμως, κατά τον προορισμό του, όπως άλλωστε έπραττε και ο ως άνω αποβιώσας διαθέτης, δια της μεταφοράς, αντί ναύλου, για λογαριασμό τρίτων, πόσιμου νερού. Ότι το εναγόμενο ν.π.δ.δ., καταφεύγει σταθερώς επί σειράς ετών στη ναύλωση κατάλληλων πλοίων, του είδους και της χωρητικότητας του πλοίου των εναγόντων, προκειμένου να μεταφέρει πόσιμο νερό από πηγές κείμενες πλησίον των ακτών της Πελοποννήσου, όπου έχει εξασφαλίσει δικαίωμα άντλησης, μέχρι την Ύδρα, όπου το μεταφερόμενο νερό εκφορτώνεται από το πλοίο και παροχετεύεται στην προκυμαία του λιμένα της Ύδρας, σε στόμιο αγωγού, μέσω του οποίου μεταφέρεται στις υδατοδεξαμενές, τις οποίες διατηρεί ο εναγόμενος. Ότι, το έτος 2007, σε συνέχεια της με αριθμό 86/2006 απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής Ύδρας, βάσει της οποίας προκηρύχθηκε για τις 22.12.2006 ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός για τη μεταφορά πόσιμου νερού στο Δήμο Ύδρας για το χρονικό διάστημα 1.1.2007 έως 31.12.2007, τελευταίοι μειοδότες αναδείχθηκαν ο δικαιοπάροχος των εναγόντων, Ι.ς Μ.ς του Α. και ο Α. Μ.ς του Ι. (δεύτερος ενάγων) και ανατέθηκε σε αυτούς από το εναγόμενο ν.π.δ.δ. η μεταφορά πόσιμου ύδατος για το εν λόγω χρονικό διάστημα. Ότι, ειδικότερα, δυνάμει του από 3.1.2007 Συμφωνητικού που υπεγράφη μεταξύ του εναγομένου ν.π.δ.δ. και των Ι. και Α. Μ., συμφωνήθηκε ότι, σε εκτέλεση της με αριθμό 86/2006 απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής Ύδρας, ο Ι.ς Μ.ς, αναλαμβάνει, με το … και …, την υδροδότηση της πόλης της Ύδρας και την παράδοση του νερού στην παραλία της Ύδρας στο αντλιοστάσιο με τους εκεί αναφερόμενους όρους (ως προς τη διάρκεια της ναύλωσης και την αμοιβή του μεταφορέα σε ευρώ, ανά κυβικό μέτρο ύδατος από το Μετόχι και από την Τροιζηνία, πλέον ΦΠΑ 19%, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή). Ότι, σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης, ο αποβιώσας εκτέλεσε, κατά το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα, τη θαλάσσια μεταφορά πόσιμου ύδατος με το πλοίο του, ειδικότερα, δε, από 1.1.2007 έως 31.12.2007, πραγματοποίησε με το πλοίο … 343 δρομολόγια από την Τροιζηνία προς την Ύδρα, κατά τα οποία μεταφέρθηκαν και παραδόθηκαν στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. 352.500 κυβικά μέτρα νερού, τα οποία παρέλαβε αυτό, χωρίς να διατυπώσει επιφύλαξη. Ότι, πλέον ειδικά, ο δικαιοπάροχος των εναγόντων, εκτέλεσε τις αναφερόμενες στην αγωγή θαλάσσιες μεταφορές από το λιμένα της Τροιζηνίας στο λιμένα της Ύδρας (προσδιοριζόμενες σε αριθμό πλόων ανά μήνα, κυβικά μέτρα νερού που μεταφέρθηκαν, συμφωνηθείσα αμοιβή, άλλως αξία της μεταφοράς, σε ευρώ, ανά κυβικό μέτρο μεταφερόμενου ύδατος και συνολική αμοιβή, πλέον ΦΠΑ 19%). Ότι, προς απόδειξη των αναφερομένων στην αγωγή θαλάσσιων μεταφορών ύδατος, εκδόθηκε η με αριθμό … φορτωτική, που αφορούσε στη μεταφορά ύδατος κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, συνολικής ποσότητας 340.755 m3 Χ 1,75 ευρώ, ήτοι συνολικά 596.321,83 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19% (113.301,18 ευρώ), ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έχει αποδοθεί και συνολικά 709.623,11 ευρώ, την οποίαν παρέλαβε το εναγόμενο, χωρίς επιφύλαξη. Ότι, πέραν των ανωτέρω, στις 25.5.2009, η αρμόδια επιτροπή παραλαβής των Δημοτικών Προμηθειών του εναγομένου, με σχετικό έγγραφό της που θεωρήθηκε από το Δήμαρχο του εναγομένου, αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στον αποβιώσαντα το συνολικό ποσό των 709.623,11 Ευρώ. Ότι, περαιτέρω, το εναγόμενο ν.π.δ.δ., στις 3.8.2010 προέβη στην καταβολή ποσού 150.000 Ευρώ, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή επιταγής, έναντι της επίδικης οφειλής του, πλην όμως, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και των ιδίων των εναγόντων και τις υποσχέσεις του (εναγομένου) περί καταβολής του υπόλοιπου οφειλομένου ποσού, ουδέν μέχρι την άσκηση της αγωγής, έχει καταβάλει, επικαλούμενο έλλειψη ρευστότητας. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να τους καταβάλει το άνω οφειλόμενο ποσό των 559.623,11 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο εντός 15 ημερών από την έκδοση της αναφερόμενης ανωτέρω φορτωτικής (ήτοι από 10.6.2009), επικουρικά, δε, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, σύμφωνα με το από 3.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό και λόγω της εκτιθέμενης στην αγωγή σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς πόσιμου ύδατος. Επικουρικά, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την ως άνω ημερομηνία, λόγω σύναψης, στις 22.5.2009, σύμβασης αναγνώρισης χρέους του δικαιοπαρόχου των εναγόντων με το εναγόμενο ν.π.δ.δ.. Όλως επικουρικά, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η αναφερόμενη στην αγωγή συμβατική σχέση πάσχει οιουδήποτε ελαττώματος ως προς το κύρος ή την ισχύ της, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να τους καταβάλει το προαναφερόμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο από την ανωτέρω ημερομηνία, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον το εναγόμενο ν.π.δ.δ. κατέστη πλουσιότερο κατά το ποσό αυτό, χωρίς νόμιμη αιτία, με ζημία του δικαιοπαρόχου των εναγόντων , κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ζητούν, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, απορριπτομένης της περί του αντιθέτου ένστασης του εναγομένου δήμου, καθόσον αυτή (η αγωγή) εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα σε αυτήν, η υπόθεση ανάμεσα στους εδώ διαδίκους αφορά σύμβαση ναύλωσης και, κατ’ ακολουθίαν αυτής, διαδοχικές συμβάσεις μεταφοράς ύδατος, οι οποίες (ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώχθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο οποίος είναι πράγματι δημόσιος, συνιστάμενος στην παροχή δημοσίου αγαθού (ύδατος) στους πολίτες, δεν περιλαμβάνουν όρους που να επιτρέπουν μονομερείς επεμβάσεις του εναγομένου ΝΠΔΔ, ούτε διέπονται από εξαιρετικό υπέρ αυτού καθεστώς, προϋπόθεση από την οποίαν εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως διοικητικής (πρβλ. ΑΕΔ 11/2013, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1682/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και σχετική νομολογία των διοικητικών Δικαστηρίων, ήτοι, ΣΤΕ 1989/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 10/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 806/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι και ο εναγόμενος Δήμος, κατά την προβολή της σχετικής ένστασης έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, ως στηριζόμενης σε διοικητική σύμβαση, πέραν της αναφοράς στο από 3.1.2007 συμφωνητικό που υπεγράφη μεταξύ του Δήμου Ύδρας και του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, δεν εκθέτει περαιτέρω ότι η υπό κρίση σύμβαση τυγχάνει διοικητική, ως διαλαμβάνουσα συμβατικές ρήτρες που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο και, δυνάμει των οποίων το εναγόμενο ΝΠΔΔ βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του, δικαιοπαρόχου των εναγόντων. Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, τόσο από τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όσο και από την επισκόπηση του φακέλλου της δικογραφίας, δύναται να συναχθεί ότι η επίδικη, από 3.1.2007 Σύμβαση ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς, από την οποίαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προκλήθηκε στον εναγόμενο Δήμο ετήσια δαπάνη ύψους 734.081,26 Ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), είναι άκυρη, καθόσον έχει καταρτισθεί σε συνέχεια ανοικτού μειοδοτικού διαγωνισμού, που προκηρύχθηκε αναρμοδίως από τη Δημαρχιακή επιτροπή του Δήμου Ύδρας, δυνάμει της με αριθμό 86/2006 απόφασης αυτής, και όχι από το Δημοτικό Συμβούλιο (πρβλ, αναφορικά με τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της κατάρτισης συμβάσεων από ΟΤΑ, που το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα 5.869,40 Ευρώ, α) την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και β) τη διενέργεια του προβλεπομένου από τις οικείες διατάξεις διαγωνισμού, ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣαμ 26/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και μείζονα σκέψη που προηγήθηκε). Εξάλλου, ούτε από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας από την οποίαν προκύπτει, σχετικά, η προσκομιδή από τους ενάγοντες α) του με αριθμό 86/2006 πρακτικού της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου Ύδρας, με το οποίο αποφασίζεται η διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού με σφραγιστές προσφορές για τη ναύλωση πλοίων μεταφοράς νερού για την υδροδότηση της πόλης της Ύδρας και οι επιμέρους όροι του διαγωνισμού αυτού, σύμφωνα με τους οποίους, μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι η μεταφερόμενη ποσότητα νερού μπορεί να φτάσει τα 400.000 κ.μ. για το διάστημα διάρκειας της ναύλωσης (όρος 8), ενώ το ανώτατο όριο ναύλου ορίζεται σε 1,55 ανα κ.μ για μεταφορά νερού από τη πηγή Κρυονερίου Ανδρέου Κυνουρίας , 2,30 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά του από την ΕΥΔΑΠ , 1,80 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά από τη Τροιζηνία και 1,10 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά του από το Μετόχι (με βάση τους οποίους η αξία της σύμβασης ορίζεται κατ’ ελάχιστο σε ποσό ανώτερο των 400.000 ευρώ), β) του με αριθμ. πρωτ. 6356/28.11.2006 εγγράφου του Δημάρχου Ύδρας, περί αποστολής της περίληψης διακήρυξης σε δύο εφημερίδες του Πειραιά, προς δημοσίευση και γ) του από 3.1.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίσθηκε μεταξύ του Δημάρχου Ύδρας και των Ι. και Α. Μ., δύναται να συναχθεί το αντίθετο, αφού από το μεν ανωτέρω, υπό (α), έγγραφο, προκύπτει ότι η Δημαρχιακή επιτροπή αποφάσισε τη διενέργεια του σχετικού διαγωνισμού, ενώ σε κανένα από τα έγγραφα αυτά δε γίνεται αναφορά σε σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου δήμου. Εξάλλου, δεν προσκομίζεται σχετικά, ούτε απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγομένου δήμου, ούτε το πρακτικό διενέργειας του ως άνω διαγωνισμού, ούτε σχετική μελέτη της τεχνικής υπηρεσίας του εναγομένου δήμου (η εκπόνηση και η θεώρηση της οποίας είναι αναγκαία, για την προκήρυξη κάθε διαγωνισμού ΟΤΑ, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, εκτεθέντα), διαδικασία και προϋποθέσεις που είναι, εκ του νόμου, αναγκαίες για την έγκυρη κατάρτιση της ένδικης σύμβασης μεταφοράς των εκεί αναφερομένων ιδιωτών με τον εναγόμενο ΟΤΑ, αφού η δαπάνη για τον προϋπολογισμό του Δήμου από την εν λόγω σύμβαση μεταφοράς θα ανήρχετο στο ανωτέρω ποσό, το οποίο υπερβαίνει, τόσο το από το νόμο καθοριζόμενο όριο των 2.000.000 δρχ (ή 5.869,40 Ευρώ), πέραν του οποίου για την ανάθεση σύμβασης μεταφοράς από Δήμο απαιτείται διαγωνισμός ύστερα από απόφαση του δημοτικού Συμβουλίου (ορ. ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ και διατάξεις που εκτίθενται ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ιδίως δε, άρθρα 106, συνδ. 266 παρ.1, 3), όσο και το καθοριζόμενο (κατ’ αρθρ. 17 παρ.2 του Ν. 2539/1997) όριο των 3.000.000 δρχ (ήδη 8.804 Ευρώ), μέχρι του οποίου δύναται η δημαρχιακή επιτροπή με απόφασή της, να αναθέτει, μετά από πρόχειρο διαγωνισμό, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 11 του π.δ. 28/1980, την εκτέλεση μεταφοράς, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα ανωτέρω. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι η εν λόγω δαπάνη, ανερχόμενη ετησίως σε ποσό άνω των 45.000 Ευρώ, υπερβαίνει και το κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, όριο σύναψης συμβάσεων μετά από πρόχειρο διαγωνισμό που ορίζει η διάταξη του άρθρου 83 απρ.1 Ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού. Ενόψει αυτών, η διαφορά που δημιουργήθηκε στην προκειμένη περίπτωση από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι ιδιωτικού δικαίου και, για το λόγο αυτό, η εκδίκασή της υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γεγονός που, κατά τα ανωτέρω, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. ΕφΕυβ 37/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) τόσο ως προς την κύρια βάση της αγωγής όσο και την επικουρική, εφόσον η συγκεκριμένη διαφορά έχει ως υπόβαθρο άκυρη σύμβαση που δεν είναι διοικητική (ΑΠ 1225/2008) απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου περί ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων.
Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της (αρθρ. 7, 8, 9, 10, 18, 25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ συνδ. 51 παρ. 2 και 3 εδ.ε του Ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία. Ακολούθως, ως προς την κύρια βάση της, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη, διότι η επίδικη σύμβαση ναύλωσης (σε εκτέλεση της οποίας εκτελέστηκαν οι επίδικες, διαδοχικές συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς), κατά τα ανωτέρω, τυγχάνει άκυρη, της ακυρότητας αυτής λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, και συνεπώς δεν παράγει αυτή αποτελέσματα, ούτε γεννά υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 180 ΑΚ. Ακολούθως, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, τόσο ως προς την επικουρική βάση την επιστηριζόμενη σε σύμβαση αιτιώδους (ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου της αγωγής) αναγνώρισης χρέους, καθόσον επαρκώς εκτίθενται στην αγωγή τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, χωρίς να γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν, ήτοι εν προκειμένω, των συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς ύδατος που καταρτίσθηκαν κατά το έτος 2007 μεταξύ του εναγομένου δήμου και του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ως μεταφορέα, προσδιοριζομένων κατά πλού, μεταφερόμενη ποσότητα ύδατος και ύψος ναύλου ανά κυβικό μέτρο μεταφερόμενου ύδατος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όσο και ως προς την επικουρική της βάση, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον γίνεται γενική επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων, ως προϋπόθεση για τη στήριξη της βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού, υπό την έννοια που εκτίθεται στη μείζονα σκέψη που εκτίθεται στην αρχή της παρούσας. Επιπρόσθετα, η αγωγή είναι, ως προς τις εν λόγω (επικουρικές) βάσεις της, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 293, 340, 345, 346, 361, 904, 1710 επ., 1885 ΑΚ, 176, 191 παρ.2, 907 και 908 του ΚΠολΔ, πλην των ακολούθων αιτημάτων : α) του αιτήματος των εναγόντων όπως καταβληθεί σε αυτούς το αιτούμενο ποσό, ως μελών της κοινωνίας κληρονόμων Ι. Μ., το οποίο είναι εν μέρει και πέραν του αντιστοιχούντος προς την κληρονομική μερίδα εκάστου ενάγοντος ποσοστού, αβάσιμο από νομική άποψη, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1884 και 1885 ΑΚ, καθόσον οι απαιτήσεις, όπως άλλωστε και τα χρέη, της κληρονομίας, διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των κληρονόμων, αναλόγως της κληρονομικής μερίδος εκάστου εξ αυτών και αποκλείονται από την κοινωνία κληρονόμων (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 1998, «Κληρονομικό Δίκαιο», υπό αρθρ. 1884 ΑΚ, παρ.22 και υπό αρθρ. 1885, παρ.2, 3, 5, 6, πρβλ., ΑΠ 390/2000, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 974/2002, ΑΧΑΝΟΜ 2003, σ.220, ΕφΠειρ 158/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), β) του αιτήματος όπως καταβληθούν τόκοι από την 10.6.2009, ήτοι προ της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τοκογονίας στην περίπτωση αξίωσης κατά του δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ., καθορίζονται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10- 7-1944 (και για τα ν.π.δ.δ. αρθρ. 7 παρ.2 του Ν.Δ. 496/1974), ήτοι ο τόκος υπερημερίας ανέρχεται σε 6% ετησίως και η έναρξη της τοκογονίας από την επίδοση της αγωγής, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης νόμιμων τόκων επιδικίας να είναι νόμω βάσιμο μόνο για το διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και εξής. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικό Δικαιώματα (πρβλ. ΟλΑΠ 17/2002, 21/2001, Εφ Αθ 6457/2011, ΕλΔνη 2012, σ. 1064, ΠΠρΑθ 3811/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣαμ 26/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα έτους 2006, υπό αρθρ. 909 ΚΠολΔ, αριθμ.3). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ του ΤΝ, ΤΑΧΔΙΚ και Ε.Τ.Α.Α. (βλ. τo με αριθμό … διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά, με το συνημμένο, με αριθμό … γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας και τη με αριθμό … απόδειξη του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Τ.Α.Α.), β) για το παραδεκτό της άσκησής της έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., ενώ για το για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχουν καταβληθεί, από μεν τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εναγόντων, τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε την πληρεξουσία δικηγόρο του εναγομένου δήμου, τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής), ενώ, τέλος, γ) δεν συντρέχει, εν προκειμένω, νόμιμος λόγος αναστολής της έκδοσης οριστικής απόφασης στην παρούσα δίκη με βάση το άρθρο 17 του ν. 2145/1993, διότι, όσον αφορά στις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, οι οποίες είναι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, άκυρες, τέτοια βεβαίωση δεν απαιτείται, δεδομένου ότι, στην περίπτωση που η δαπάνη του ΝΠΔΔ πηγάζει από άκυρη σύμβαση, δεν υπάρχει έδαφος διενέργειας προληπτικού ελέγχου της δαπάνης αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι επί οφειλής του ΝΠΔΔ με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω ακυρότητας της καταρτισθείσας σύμβασης, δεν είναι νοητή η ύπαρξη προϋφιστάμενης χορηγημένης πίστωσης, ούτε και η τήρηση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και των λοιπών συναφών διατάξεων (βλ. ΕφΠειρ 848/2014, ΔΕΦΑθ 4886/2013, σύμφωνα με την οποία η διάταξη έχει σιωπηρά καταργηθεί με άρθρο 285 παρ.1 ΚΔΔ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3885/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του ν.δ. 31/1968 «περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεις ετέρων τινών θεμάτων», οι υπό των αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων επίδικων του Δημοσίου αναγνωριζόμενες στο Δημόσιο προνομίες ή θεσπισμένες ειδικές προστατευτικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των ΟΤΑ, εφόσον οι τυχόν υφιστάμενες αντίστοιχες για τους οργανισμούς αυτούς προνομίες εν γένει δεν είναι ευρύτερες ή ευνοϊκότερες από εκείνες που ισχύουν για το Δημόσιο. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι οι περί παραγραφής διατάξεις του κοινού δικαίου, εφόσον είναι ευνοϊκότερες εφαρμόζονται υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ασχέτως δηλαδή της κατ’ αρχήν ισχύος για τους οργανισμούς αυτούς της νομοθεσίας περί δημοσίου λογιστικού. Τέλος, κατά το άρθρο 90 §1 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, που έχει εφαρμογή και επί αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης [οι οποίοι σημειωτέον κατά το άρθρο 304 του πδ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» και ήδη άρθρο 276 §§ 1 εδ. 2,2 του ν. 3463/2006 «Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων», με χρόνο ενάρξεως της ισχύος του από 1.1.2007 (ακροτελευταίο άρθρο αυτού) έχουν όλα τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο] οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου ή κατά των ΟΤΑ παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. Η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 91 του ίδιου νόμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου ή των ΟΤΑ (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της συμβάσεως) σε καμία περίπτωση ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία (ΑΠ 1310/2009, Α` Δημοσίευση Νόμος, ΕφΠειρ 614/2014, ΕφΛαρ 29/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, σ.83, ΕφΑθ 2889/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1857/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού υπόκειται στην προβλεπόμενη γι’ αυτήν παραγραφή (εδώ πενταετή), ακόμη και αν πρόκειται για αξίωση που απορρέει με οποιονδήποτε τρόπο από μια έννομη σχέση και ο νόμος προβλέπει γι’ αυτήν βραχυπρόθεσμη παραγραφή (πρβλ, αναφορικά με την παραγραφή της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά την ΑΚ 249, Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΑΚ, εκδ. 2006, υπό αρθρ. 904 ΑΚ, αριθμ. 64). Το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δήμος Ύδρας», με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του προβάλλει ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, επικαλούμενο, α) ως προς την κύρια βάση της εν λόγω ένστασης, ότι οι ένδικες αξιώσεις, απορρέουσες από σύμβαση ναύλωσης, διάρκειας από 1.1.2007 έως 31.12.2007, δυνάμει της οποίας εκτελέστηκαν θαλάσσιες μεταφορές πόσιμου ύδατος κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, γεννήθηκαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, συνεπώς η παραγραφή αυτών ξεκίνησε την 1.1.2008 και συμπληρώθηκε την 31.12.2008, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 289 παρ.4 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), αρχόμενη κατά το άρθρο 291 ΚΙΝΔ, από τη λήξη του έτους εντός του οποίου αρχίζει η αφετηρία της, ήτοι πολύ πριν την άσκηση της αγωγής, σε κάθε δε, περίπτωση, αν θεωρηθεί ότι η αξίωση γεννήθηκε το έτος 2009, με την έκδοση της με αριθμό … φορτωτικής, έχει επίσης υποπέσει στην ετήσια παραγραφή της ανωτέρω διάταξης, που συμπληρώθηκε στις 31.1.2010, ήτοι πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και β) ως προς την επικουρική βάση της υπό κρίση ένστασης, στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η ένδικη αξίωση των εναγόντων δεν απορρέει από σύμβαση ναύλωσης (θαλάσσιας μεταφοράς πόσιμου νερού), αλλά από άλλης μορφής σύμβαση, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του Ν. 2362/1995, που αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δικαστικά επιδιώξιμη και εφαρμόζεται και για τις οποιεσδήποτε αξιώσεις κατά των ΟΤΑ, ακόμα και γι’ αυτές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθόσον η αξίωση γεννήθηκε το έτος 2007, επομένως η παραγραφή άρχισε την 1.1.2008 και ομοίως συμπληρώθηκε πριν από την άσκηση της αγωγής, κατά το έτος 2014. Η ένσταση αυτή, ως προς μεν την κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής (στηριζόμενη σε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς), αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον η υπό κρίση αγωγή έχει απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, ως προς τη βάση αυτή της αγωγής, την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στη σύμβαση ναύλωσης και μεταφοράς πραγμάτων, κατά τα ανωτέρω ειδικά αναφερόμενα, ως προς δε τις ανωτέρω, επικουρικές βάσεις της αγωγής (τις στηριζόμενες σε σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους και αδικαιολογήτου πλουτισμού), τυγχάνει νόμιμη, σύμφωνα και με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 90 παρ.1 του ν. 2362/1995 και 3 ν.δ. 31/68 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Στο άρθρο 92 του από 1.1.1996 ισχύοντος νόμου 2362/1995 «περί δημοσίου λογιστικού» ορίζεται ότι οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Α.Κ., εφόσον δεν ορίζεται
διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κατά την δευτέρα παράγραφο του ιδίου άρθρου η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδισθεί να ασκήσει την αξίωση εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου παραγραφής. Στο άρθρο 93 του νόμου αυτού ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον α) με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές β) την υποβολή στην αρμοδία δημοσία αρχή αιτήσεως πληρωμής της απαιτήσεως γ) την υποβολή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αιτήσεως αναγνωρίσεως της απαιτήσεως δ) την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση όπου αυτή επιτρέπεται ε) την έκδοση τίτλου πληρωμής και στ) την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Ν.Σ.Κ. εγκριθέν από τον Υπουργό Οικονομικών (ΕφΠειρ 90/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 380/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.413, ΕφΑθ 2582/92, ΑρχΝ 1993, σ.32). Τέλος κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 94 η παραγραφή λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από τα δικαστήρια. Να σημειωθεί ότι ταυτόσημες είναι οι διατάξεις του Ν.Δ. 496/74 “περί λογιστικού του ΝΠΔΔ” όσο και του προϊσχύσαντος ΝΔ 321/69 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (ΕφΠατρ 380/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.413, ΕφΑθ 2582/92, ΑρχΝ 1993, σ.32). Εξάλλου, η διακοπή της παραγραφής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, συνιστά αντένσταση, την οποίαν πρέπει να προτείνει, παραδεκτά και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο. Η αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 94 εδ.δ΄ του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων (αυτεπαγγέλτου λήψεως) η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ’ υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ’ αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψεως υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (ΟλΑΠ 11/2003, ΑΠ 593/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1579/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 766/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1270/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1857/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όσον αφορά στην ανωτέρω, υπό αρθρ. 93 εδ.(β) του Ν. 2362/1995 (διακοπή της παραγραφής με υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαίτησης, αρχίζει δε αυτή εκ νέου, από τη χρονολογία την οποίαν φέρει η έγγραφη απάντηση της αρμόδιας για την αναγνώριση ή την πληρωμή της απαίτησης Αρχής, σε περίπτωση δε, μη απάντησης, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης), για τη διακοπή της παραγραφής του δικαιούχου, δεν είναι μεν αναγκαίο να αναγράφεται σε αυτήν το ποσό της αιτούμενης αξίωσης, είναι όμως απαραίτητο να διαλαμβάνεται κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συγκεκριμένη απαίτηση της οποίας ζητείται η πληρωμή, ώστε να δύναται το νομικό πρόσωπο να διαγνώσει την ύπαρξή της και το δικαιολογημένο ή όχι αυτής και να απαντήσει θετικά ή αρνητικά επί της αιτήσεως (πρβλ., αναφορικά με ομοίου περιεχομένου διάταξη του Ν.Δ. 496/1974, περί «λογιστικού ν.π.δ.δ.», ΑΠ 578/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 984/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1561/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2000, ΑρχΝ. 2001, σ.866). Άλλωστε, και η επίδοση εξώδικης διαμαρτυρίας στο υπόχρεο νομικό πρόσωπο περί πληρωμής της επίμαχης απαίτησης, συνιστά αίτηση κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, εφόσον περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία (βλ. ΑΠ 578/2011, ο.π.).
Οι ενάγοντες, με την από 30.10.2015 προσθήκη – αντίκρουση, επί των προτάσεων του εναγομένου ν.π.δ.δ., παραδεκτώς, ως προς το χρόνο προβολής του εν λόγω ισχυρισμού, κατ’ αρθρ. 237 παρ.3 συνδ. 269 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 575/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1332/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 596/2008, Αρμ 2009, σ. 38, ΠΠρΒολ 20/2011, Αρμ 2011, σ.401) προβάλλουν τους κάτωθι ισχυρισμούς : Α) Αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής, επικαλούμενοι ότι (i) στις 25.5.2009, η αρμόδια Επιτροπή Παραλαβής των Δημοτικών Προμηθειών του εναγομένου, με σχετικό έγγραφό της που θεωρήθηκε από τον τότε Δήμαρχο Ύδρας, αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει στον κληρονομηθέντα από τους ενάγοντες, Ι. Μ., το αιτούμενο συνολικό ποσό των 709.623,11 Ευρώ, (ii) στις 3.8.2010 το εναγόμενο ν.π.δ.δ. προέβη σε καταβολή ποσού 150.000 Ευρώ, δυνάμει της με αριθμό … επιταγής της Τράπεζας της Ελλάδος, έναντι της συνολικής οφειλής, ποσού 709.623,11 Ευρώ, ενέργεια η οποία συνιστά νέα, για δεύτερη φορά, αναγνώριση της οφειλής του προς το δικαιοπάροχο των εναγόντων και (iii) δυνάμει της από 26.7.2011 εξώδικης δήλωσης που επέδωσαν στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. στις 28.7.2011, διεκόπη η παραγραφή, οπότε άρχισε εκ νέου να διαδράμει ο χρόνος αυτής από την 26.7.2011. Β) Αντένσταση περί καταχρηστικής προβολής της ένστασης παραγραφής, κατ’ αρθρ. 281 ΑΚ, για τους εκεί ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Οι ως άνω ισχυρισμοί, ο μεν υπό στοιχ. (Α), υπό το τμήμα (i) και (ii) αυτού, επιχειρούμενος όπως θεμελιώσει αντένσταση διακοπής της παραγραφής, λόγω αναγνώρισης της ένδικης αξίωσης των εναγόντων από το εναγόμενο ν.π.δ.δ., κατ’ αρθρ. 260 ΑΚ, τυγχάνει μη νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά Ο.Τ.Α, όπως ο εναγόμενος Δήμος, επέρχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 Ν.Δ. 2362/1995 και 51 Ν.Δ. 496/1974 μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ) προβλεπόμενους τρόπους μεταξύ των οποίων δεν είναι η κατά το άρθρο 260 ΑΚ αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο, ενώ, άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση ο υπόχρεος προς αναγνώριση της υποχρέωσης Δήμος δεν μπορεί να πράξει τούτο ατύπως, όπως τούτο συνάγεται από το όλο περιεχόμενο των διατάξεων του Δημόσιου Λογιστικού (Ν.Δ. 2362/1995 και Ν.Δ. 496/1974), το οποίο επιδιώκοντας να ρυθμίσει ειδικώς τις περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α ή των ΝΠΔΔ, ώστε τα νομικά αυτά πρόσωπα να γνωρίζουν, ως οφειλέτες, τον ακριβή χρόνο της παραγραφής των εναντίον τους αξιώσεων, με τα άρθρα 93 και 51 των ως άνω Ν.Δ. απαριθμεί αποκλειστικώς τους λόγους διακοπής της παραγραφής χωρίς παραπομπή στις περί σχετικές διατάξεις του ΑΚ, ενώ δε γίνεται διάκριση στο νόμο, ως προς την αναγκαιότητα εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων μόνον όταν το Δημόσιο ή το ν.π.δ.δ. ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας (imperium) σε αντιδιαστολή με την κατάρτιση και εκπλήρωση των συμβάσεων ως ιδιώτης (fiscus), παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες, ο δε υπό στοιχ (Β) ισχυρισμός, περί καταχρηστικής άσκησης της ένστασης διακοπής της παραγραφής, τυγχάνει απορριπτέος ομοίως, ως νόμω αβάσιμος, καθόσον δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση της ένστασης παραγραφής, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπεται η αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής από το Δικαστήριο (βλ. ΕφΠειρ 90/2014, ο.π., ΕφΑθ 2582/1992, ο.π., I. Κατρά, «Αγωγές και ενστάσεις Αστικού Κώδικα», εκδ. 2008, σ. 1127). Επομένως, ο εκ των ανωτέρω, υπό στοιχ. Α (iii) ισχυρισμός, που θεμελιώνει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αντένσταση διακοπής της παραγραφής, τυγχάνει νόμιμος, στηριζόμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 93 του Ν. 2362/1995 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις με αριθμούς … και … ένορκες βεβαιώσεις του και του Ιάσωνα Ορλάνδου, αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Ελένης Γ. Τσούμα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια των εναγόντων, ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου τους εναγομένου (βλ. τη με αριθμό 8.028/19.10.2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …) και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες τυγχάνουν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος στην Αθήνα, στις 22.3.2013, Ι. Μ. του Α. και ειδικότερα, η μεν πρώτη ενάγουσα τυγχάνει σύζυγος του ως άνω αποβιώσαντος, οι δε δεύτερος, τρίτη και τέταρτη εξ αυτών, τέκνα αυτού (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, με αριθμό 9857/12.6.2013 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιά, Ελένης Γ. Τσούμα, όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο ν.π.δ.δ.). Ο αποβιώσας, ήταν εν ζωή, πλοιοκτήτης του εμπορικού υδροφόρου πλοίου με το όνομα …, Ν.Π. …. Στο πλαίσιο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, που συνίστατο στην εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, ο αποβιώσας κατήρτισε με το εναγόμενο ν.π.δ.δ., νομίμως εκπροσωπούμενο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007, διαδοχικές συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς ύδατος από το λιμένα της Τροιζηνίας προς το λιμένα της Ύδρας, δυνάμει των οποίων ανέλαβε αυτός, ως πλοιοκτήτης του ως άνω πλοίου, τη θαλάσσια μεταφορά ύδατος μεταξύ των δύο ως άνω λιμένων, αντί αμοιβής (συμφωνηθέντος ναύλου) 1,75 ευρώ ανά κυβικό μέτρο, πλέον ΦΠΑ 19%. Ειδικότερα, σε συνέχεια της από 86/2006 απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής Ύδρας, βάσει της οποίας προκηρύχθηκε για τις 22.12.2006 ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός για τη μεταφορά πόσιμου νερού στο Δήμο Ύδρας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007, σύμφωνα με τους όρους της οποίας, μεταξύ άλλων προβλεπόταν ότι η μεταφερόμενη ποσότητα νερού μπορεί να φτάσει τα 400.000 κ.μ. για το διάστημα διάρκειας της ναύλωσης (όρος 8), ενώ το ανώτατο όριο ναύλου ορίζεται σε 1,55 ανα κ.μ για μεταφορά νερού από τη πηγή Κρυονερίου Ανδρέου Κυνουρίας, 2,30 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά του από την ΕΥΔΑΠ, 1,80 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά από τη Τροιζηνία και 1,10 ευρώ ανα κ.μ για τη μεταφορά του από το Μετόχι τελευταίοι μειοδότες αναδείχθηκαν ο Ι.ς Μ.ς του Α. και ο Α. Μ.ς του Ι.. Ακολούθως, υπογράφηκε μεταξύ των ανωτέρω και του εναγομένου, νομίμως εκπροσωπουμένου από το Δήμαρχο αυτού, το από 3.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο αποβιώσας (δικαιοπάροχος των εναγόντων) ανέλαβε την υδροδότηση της πόλης της Ύδρας και την παράδοση του νερού στην παραλία της Ύδρας στο αντλιοστάσιο, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007 (βλ προσκομιζόμενη και επικαλούμενη απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγομένου και το από 3.1.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό). Ως αμοιβή ορίστηκε για τη μεταφορά νερού από το Μετόχι, το ποσό των 1,50 Ευρώ ανά κυβικό μέτρο και για τη μεταφορά νερού από την Τροιζηνία, το ποσό των 1,75 Ευρώ ανά κυβικό μέτρο, πλέον ΦΠΑ 19%. Σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας, η οποία κατά τα ανωτέρω, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας, δεν καταρτίσθηκε εγκύρως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από 1.1.2007 έως 31.12.2007, ο ανωτέρω αποβιώσας εκτέλεσε τις κάτωθι θαλάσσιες μεταφορές, οι οποίες παρατίθενται ανά αριθμό πλόων κάθε μήνα, κυβικά μέτρα ύδατος που μεταφέρθηκαν, ύψος ναύλου ανά κυβικό μέτρο και συνολικό ύψος ναύλων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%. Πλέον ειδικά, όπως τους κατωτέρω μαθηματικούς υπολογισμούς δεν αμφισβητεί ειδικά το εναγόμενο ν.π.δ.δ. (261 ΚΠολΔ) : 1) Κατά τον Ιανουάριο 2007 εκτέλεσε 13,5 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 13.255,39 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 23.196,93 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 27.604,35 Ευρώ. 2) Κατά το μήνα Φεβρουάριο 2007, εκτέλεσε 23 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 22.800 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 39.900 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 47.481 Ευρώ. 3) Κατά το μήνα Μάρτιο 2007, εκτέλεσε 28 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 27.750 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 48.562,50 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 57.789,38 Ευρώ. 4) Κατά το μήνα Απρίλιο 2007, εκτέλεσε 34 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 34.000 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 59.500 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 70.805 Ευρώ. 5) Κατά το μήνα Μάιο 2007, εκτέλεσε 39 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 40.500 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 70.875 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 84.341,25 Ευρώ. 6) Κατά το μήνα Ιούνιο 2007, εκτέλεσε 37 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 38.830 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 67.952,50 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 80.863,48 Ευρώ. 7) Κατά το μήνα Ιούλιο 2007, εκτέλεσε 45 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 46.960 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 82.180 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 97.794,20 Ευρώ. 8) Κατά το μήνα Αύγουστο 2007, εκτέλεσε 46 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 48.300 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 84.525 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 100.584,75 Ευρώ. 9) Κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2007, εκτέλεσε 44 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 45.580 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 79.765 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 94.920,35 Ευρώ. 10) Κατά το μήνα Οκτώβριο 2007, εκτέλεσε 19 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 19.680 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 34.400 Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 40.893,60 Ευρώ. 11) Κατά το μήνα Νοέμβριο 2007, δεν εκτέλεσε πλόες. 12) Κατά το μήνα Δεκέμβριο 2007, εκτέλεσε 3 πλόες, δυνάμει των οποίων μετέφερε 3.100 κ.μ. ύδατος, προς 1,75 Ευρώ/κ.μ., ο αναλογούν ναύλος στους οποίους ανέρχεται σε 5.425Ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19%, ήτοι συνολικά 6.455,75 Ευρώ. Το συνολικό ύψος του ναύλου για τις ανωτέρω θαλάσσιες μεταφορές ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 709.623,11 Ευρώ. Το εναγόμενο ν.π.δ.δ. δεν αρνείται την εκτέλεση των ανωτέρω θαλασσίων μεταφορών, ενώ ο αποβιώσας μεταφορέας εξέδωσε σχετικά με αυτές, τη με αριθμό … φορτωτική (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. σχετ.9), η οποία αφορούσε τη μεταφορά 340.755 κ.μ. ύδατος προς 1,75 ευρώ /κ.μ., ήτοι συνολικό ναύλο ύψους 596.321,83 πλέον ΦΠΑ 19% (113.301,18 Ευρώ) και συνολικά 709.623,11 Ευρώ (όπως οι σχετικοί μαθηματικοί υπολογισμοί δεν αμφισβητούνται ειδικά από το εναγόμενο ν.π.δ.δ.). Εξάλλου, την 3.8.2010, το εναγόμενο ν.π.δ.δ. κατέβαλε, έναντι της επίδικης οφειλής, στις 3.8.2010 στο δικαιοπάροχο των εναγόντων το ποσό των 150.000 Ευρώ, δυνάμει της έκδοσης της με αριθμό 51768423-3 επιταγής της Τράπεζας της Ελλάδος, με ημερομηνία έκδοσης 3.8.2010 (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. σχετ.11). Επιπλέον, την οφειλή του που απορρέει από την ως άνω φορτωτική, επιβεβαίωσε ο εναγόμενος δήμος, δυνάμει της από το Δήμαρχο αυτού θεώρησης, που ετέθη επί του από 25.5.2009 εγγράφου βεβαίωσης καλής εκτέλεσης (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από το εναγόμενο ν.π.δ.δ., υπ’ αριθμ. σχετ. 10). Περαιτέρω, την εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων μεταφοράς και την εξ αυτών οφειλή του εναγομένου ν.π.δ.δ. προς το δικαιοπάροχο των εναγόντων, επιβεβαίωσε τόσο ο μάρτυρας απόδειξης Α. Μ., κατά την κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όσο και οι λοιποί μάρτυρες των εναγόντων, Κ. Α. (Δήμαρχος Ύδρας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα) και Ιάσων Ορλάνδος (λογιστής του ως άνω Ι. Μ.), κατά τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους. Συνακόλουθα, το ύψος των ναύλων των μεταφορών που συνολικά διενεργήθηκαν από το δικαιοπάροχο των εναγόντων για λογαριασμό του εναγομένου Δήμου ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 709.623,11 Ευρώ, από το οποίο σήμερα συνεχίζει να οφείλεται το ποσό των 559.623,11 ευρώ. Αναφορικά, δε, με τη διερευνούμενη (πρώτη επικουρική) βάση της αγωγής, δυνάμει του προαναφερομένου, από 25.5.2009 εγγράφου, που φέρει τίτλο «βεβαίωση καλής εκτέλεσης», το οποίο φέρει την υπογραφή του ενός από τα τρία οριζόμενα μέλη της επιτροπής παραλαβής δημοτικών προμηθειών και του Δημάρχου του εναγομένου, Κ. Α., ο εναγόμενος Δήμος βεβαιώνει ότι ο Μ.ς Α. του Ι., «εκτέλεσε καλώς όσα αναφέρονται στο υπ’ αριθμό … τιμολόγιο και στο υπ’ αρ ….. χρηματικό ένταλμα του Δήμου Ύδρας αξίας Ευρώ επτακόσιες εννέα χιλιάδες εξακόσια είκοσι τρία και έντεκα λεπτά (Ευρώ 709.623,11)». Ωστόσο, από το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου, ερμηνευόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δε δύναται να συναχθεί βούληση των συμβαλλομένων μερών προς κατάρτιση νέας σύμβασης (γνήσιας) αναγνωριστικής, από την οποία να πηγάζει νέα ενοχή, απαλλαγμένη από ενδεχόμενα ελαττώματα, της αιτίας, και δη σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ανεξάρτητη από τις βασικές διαδοχικές συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς, καθόσον δε διαλαμβάνει αυτό μεταβολή από το ποσό ή τον τύπο εκπλήρωσης του επίδικου χρέους, ή παραίτηση από ενστάσεις, ούτε αναλαμβάνεται με αυτό υποχρέωση του εναγόμενου δήμου για καταβολή του οφειλόμενου ποσού, ώστε να εκτιμηθεί ότι ο τελευταίος αναλαμβάνει νέα αυτοτελή ενοχική υποχρέωση, αλλά, αντιθέτως, αυτός αναγνωρίζει απλώς την ήδη υφιστάμενη οφειλή του, όπως εμφαίνεται στη με αριθμό … φορτωτική (αναφερόμενη στο έγγραφο ως τιμολόγιο), η οποία αφορά στις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς που εκτέλεσε ο δικαιοπάροχος των εναγόντων. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη ως προς την (πρώτη) επικουρική της βάση, την επιστηριζόμενη στην κατάρτιση σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους με τον εναγόμενο Δήμο, παρελκούσης της διερεύνησης των ενστάσεων που αφορούν στη βάση αυτή της αγωγής. Ακολούθως, ερευνητέα τυγχάνει η (δεύτερη) επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Όπως προαναφέρθηκε, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας, η επίδικη σύμβαση ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς πάσχει ακυρότητας και συνεπώς σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο εναγόμενος Δήμος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος, κατά το ανωτέρω ποσό (559.623,11 Ευρώ), στο οποίο ανέρχεται το ανεξόφλητο υπόλοιπο της χρηματικής αποτίμησης των υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς που προσέφερε η ενάγουσα και είναι αυτό το ποσό το οποίο εξοικονόμησε από τη δαπάνη στην οποίαν θα υποβαλλόταν, ως συνηθισμένη και δικαιολογημένη αμοιβή, αν με έγκυρη σύμβαση ανέθετε την εκτέλεση των ίδιων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς σε άλλον μεταφορέα, για την εκτέλεση των ίδιων δρομολόγια και υπό τις ίδιες συνθήκες, αν είχε καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων έγκυρη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς. Επομένως, κατά το χρηματικό ποσό αυτό κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος ο εναγόμενος Δήμος, σε βάρος της περιουσίας του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, αφού ωφελήθηκε αυτός (εναγόμενος), περισώζοντας ισόποσης εκτάσεως ζημία. Ακολούθως, όσον αφορά στην ένσταση παραγραφής της αξίωσης του δικαιοπαρόχου των εναγόντων κατά του εναγομένου δήμου, ο χρόνος γένεσης των επίδικων αξιώσεων ανάγεται στο έτος 2007, οπότε εκτελέστηκαν οι επίδικες θαλάσσιες μεταφορές (άρθρο 149 εδβ ΚΙΝΔ) και συνακόλουθα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής είναι η 1.1.2008. Εξάλλου, στις 28.7.2011, ο δικαιοπάροχος των εναγόντων κοινοποίησε στον εναγόμενο δήμο, την από 26.7.2011 εξώδικη πρόσκληση, διαμαρτυρία και δήλωση, επί της οποίας, επικαλούμενος την ιδιότητά του ως πλοιοκτήτη του ανωτέρω πλοίου, «…» (την εξώδικη πρόσκληση αποστέλλει και η συμπλοιοκτησία «Ι.ς και Α. Μ.ς», τα μέλη της οποίας τυγχάνουν, κατά την εξώδικη δήλωση, πλοιοκτήτες, έτερου πλοίου, με το όνομα «…»), εκθέτει, μεταξύ άλλων, στον εναγόμενο δήμο ότι δυνάμει εγκύρως συναφθεισών συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του έχει αναθέσει κατ’ επανάληψη τη δια θαλάσσης μεταφορά πόσιμου ύδατος δια του ως άνω πλοίου, τις οποίες αυτός έχει εκτελέσει, χωρίς να διατυπωθεί από τον εναγόμενο δήμο επιφύλαξη, παρατήρηση ή αντίρρηση και ότι περαιτέρω, ο εναγόμενος δήμος εξακολουθεί να οφείλει στους εξωδίκως δηλούντες, για το μέχρι την 31.12.2010 χρονικό διάστημα, ποσό το οποίο υπερβαίνει συνολικώς τα 2.558.000 Ευρώ, εκ των οποίων τα 89.000 περίπου ευρώ οφείλονται προς τη δεύτερη εξωδίκως δηλούσα (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους ενάγοντες, με την από 30.10.2015 προσθήκη των προτάσεών τους, σχετικό προσθήκης υπ’ αριθμ.3). Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δυνάμει της ως άνω εξωδίκου δηλώσεως του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, η οποία επέχει θέση αιτήσεως προς την αρμόδια προς πληρωμή αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 93 παρ.1 (β) του Ν. 2362/1995, διακόπηκε η παραγραφή της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, πριν υποπέσει αυτή στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή (χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η κύρια αξίωση των εναγόντων, από τη σύμβαση μεταφοράς, υπόκειται σε ετήσια παραγραφή, κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΙΝΔ, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, η αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού υπόκειται στην προβλεπόμενη από την οικεία διάταξη γι’ αυτήν παραγραφή, ακόμη και αν απορρέει με οποιονδήποτε τρόπο από μια έννομη σχέση και ο νόμος προβλέπει γι’ αυτήν βραχυπρόθεσμη παραγραφή). Εξάλλου, η αίτηση αυτή αφορούσε και την επίδικη αξίωση, αφού καθίσταται σαφές σε αυτήν το συνολικό ύψος του ποσού των ναύλων που οφείλονταν από τον εναγόμενο Δήμο στο δικαιοπάροχο των εναγόντων, μέχρι την 31.12.2010 (2.469.000 Ευρώ, ευρισκόμενο με μαθηματικό υπολογισμό, μετά την αφαίρεση του οφειλόμενου ποσού στη δεύτερη αιτούσα συμπλοιοκτησία εκ του συνολικά οφειλομένου ποσού τους δύο αιτούντες), διάστημα στο οποίο εντάσσεται και η επίδικη αξίωση, χωρίς να είναι αναγκαία η περαιτέρω εξειδίκευση του ακριβούς ύψους της επίδικης αξίωσης, που αφορά μόνο στο έτος 2007, καθόσον διαλαμβάνεται κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο στην αίτηση, η συγκεκριμένη απαίτηση του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, της οποίας ζητείται η πληρωμή, και η γενεσιουργός της αιτία, ώστε να δύναται το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να διαγνώσει την ύπαρξη και το δικαιολογημένο ή όχι αυτής και να απαντήσει θετικά ή αρνητικά επί της αιτήσεως, ενόψει και του ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν άλλες αξιώσεις του δικαιοπαρόχου των εναγόντων έναντι του εναγομένου δήμου, πλην των κατ’ έτος απαιτήσεών του, που απέρρεαν από τις συμβάσεις μεταφοράς ύδατος που από ετών του ανέθετε ο εναγόμενος δήμος, ώστε να παρίσταται αναγκαία η περαιτέρω διάκρισή της από άλλες (συναφείς ή μη) απαιτήσεις. Το εναγόμενο ν.π.δ.δ. δεν απάντησε επί της ως άνω αιτήσεως προς πληρωμή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και συνεπώς, η παραγραφή άρχισε εκ νέου μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης, ήτοι από την 29.1.2012, μέχρι δε την κατάθεση και επίδοση της υπό κρίση αγωγής στο εναγόμενο Δήμο, η οποία συντελέστηκε στις 10.12.2014 (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …), δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος πενταετούς παραγραφής και, συνακόλουθα, κατά παραδοχή της σχετικά (παραδεκτά και νόμιμα, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα) προβληθείσας αντένστασης διακοπής της παραγραφής που προέβαλαν οι ενάγοντες, η ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Σε συνέχεια των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 559.623,16 Ευρώ, διαιρετά κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου εξ αυτών, ήτοι σε έκαστο εξ αυτών, το ποσό των (559.623,16 : 4 =) 139.905,79 Ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και με επιτόκιο 6% (21 βδ 26.6/10.7.1944). Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση νόμιμος κατ` ουσία λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμολία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο ενάγοντα το ποσό των εκατόν τριάντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων πέντε Ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών του Ευρώ (139.905,79 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και με επιτόκιο ποσοστού 6%.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 26.8.2016 και δημοσιεύθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15.9.2016, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας.