Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 3017/2016

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟ Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Σοφία ΚΑΒΑΡΙΝΟΥ Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις  18/10/2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εδρεύουσας στον Π…. Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», νόμιμα εκπροσωπούμενης η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Στυλιανού Παπανδρεόπουλου.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Κατά το καταστατικό στην Μ. εδρεύουσας και στον Π…… Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», η οποία εκπροσωπείται ως κατά το καταστατικό της, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο (απούσα)

Η ενάγουσα  ζήτησε να γίνει δεκτή η από  18-8-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τις 17/11/2015 και κατόπιν διαδοχικών αναβολών για την αρχικά αναφερόμενη  δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 29 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 150/27-6-2011), τέθηκε στη θέση του καταργηθέντος – με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 – άρθρου 272 ΚΠολΔ, και πριν την αντικατάστασή του από το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015), ο οποίος το εναρμόνισε με τις νέες διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, οι οποίες ωστόσο εφαρμόζονται (άρθρο 1 μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015) για τις κατατιθέμενες μετά την 1-1-2016 αγωγές και όχι στην προκειμένη περίπτωση (η υπό κρίσιν αγωγή ασκήθηκε το έτος 2015), αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου (271 ΚΠολΔ), αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Θ. Σ., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίσιν αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτησή της για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 17-11-2015, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η υπόθεση αναβλήθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 23-2-2016, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 19-4-2016, κατά την οποία η εναγομένη παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της και κατά την οποία αναβλήθηκε εκ νέου για να συζητηθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση, αφού η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για την μετ’ αναβολήν δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, η εναγομένη δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο, επομένως, θα πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Στον Έκτο Τίτλο του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (άρθρα 107 – 189) ρυθμίζεται η σύμβαση ναυλώσεως, δηλαδή η σύμβαση, δια της οποίας έναντι ανταλλάγματος (ναύλου) αναλαμβάνεται η εκτέλεση μεταφοράς δια θαλάσσης προσώπων ή πραγμάτων, διακρίνεται δε η σύμβαση αυτή (η οποία, κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη, έχει χαρακτήρα ειδικώς ρυθμισμένης συμβάσεως έργου – ΠολΠρωτΠειρ 1445/1985 ΕΝΔ 14.116, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σελ. 256, όπου και παράθεση άλλων απόψεων) σε τρεις ειδικότερες μορφές, ήτοι : α) τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση) και στην οποία η παροχή του εκναυλωτή καθορίζεται δια του χάριν της μεταφοράς διατιθεμένου χώρου του πλοίου (stricto sensu ναύλωση), β), τη ναύλωση, η οποία έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά επί μέρους πραγμάτων και γ) τη σύμβαση μεταφοράς επιβάτη. Η σύμβαση ναυλώσεως δεν ρυθμίζεται εξαντλητικώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συμπληρωματικώς εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικος για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (ΕφΠειρ 102/1991 ΠειρΝομ 13.320). Ωστόσο, οι εν λόγω διατάξεις του ΚΙΝΔ περί ναυλώσεως δεν εφαρμόζονται επί της λεγομένης «ναυλώσεως γυμνού πλοίου» («bare – boat charter»), ήτοι της έναντι ανταλλάγματος παραχωρήσεως του πλοίου άνευ πληρώματος, η οποία συνιστά σύμβαση μισθώσεως, εφαρμοζομένων επ’ αυτής των διατάξεων των άρθρων 574 επ. ΑΚ (ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 29.122, ΕφΠειρ 347/1998 αδημ., ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17.409). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 107 και 108 ΚΙΝΔ, η σύμβαση με την οποία ο πλοιοκτήτης παρέχει τις υπηρεσίες του, σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση εν όλω ή εν μέρει του πλοίου για ναυσιπλοία έναντι ανταλλάγματος, αποτελεί τη ναύλωση υπό την ευρεία της έννοια. Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, καθώς και από τη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναύλωσης είναι η ναύλωση γυμνού πλοίου, κατά την οποία ο κύριος του πλοίου έχει υποχρέωση να παραδώσει στον αντισυμβαλλόμενο του αντί συμφωνημένου κατά χρόνο ναύλου το πλοίο για ορισμένο χρονικό διάστημα, κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοϊα, αλλά χωρίς πλοίαρχο και πλήρωμα. Τους τελευταίους προσλαμβάνει ο ναυλωτής, στις εντολές δε τούτου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου. Στην έννοια της χρήσης τούτου περιλαμβάνεται κάθε νόμιμος τρόπος εκμετάλλευσής του από τους γνωστούς στο ναυτικό δίκαιο και στη ναυτιλιακή πρακτική (Αντάπασης : Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών στον τόμο Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου , σελ. 437 454, Δελούκας Ναυτ. Δικ. 1979 παρ. 169, Γράββαρης: Η μίσθωσις πλοίου γυμνού ΕΕμπΔ 1980.4 επ. ΕφΑΘ 2560/97 ΕΕμπΔ. ΚΖΜ10, ΕφΠειρ 2/1998 ΠειρΝομ 1998.44 ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17.409, ΕφΑΘ 2571/1974 ΕΕμπΔ ΚΣΤ’,279). Το είδος αυτό της ναύλωσης προσομοιάζει με την απλή μίσθωση πράγματος ενώ τα μέρη της σύμβασης ναύλωσης κατ’ αρχήν, χωρίς τον αποκλεισμό από τη σύμβαση και τρίτων προσώπων, είναι ο εκναυλωτής δηλαδή αυτός που διαθέτει το πλοίο και ο ναυλωτής δηλαδή αυτός που το χρησιμοποιεί και καταβάλλει το ναύλο. Εξάλλου, η σύμβαση της ναύλωσης καταρτίζεται με τη συναίνεση των μερών για την σύναψη της συμφωνίας δια της κατάρτισης ναυλοσυμφώνου, ο δε έγγραφος τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 108 ΚΙΝΔ, δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός (ΑΠ 618/1970 ΕΕμπΔ 1971.86 ΕφΠειρ 620/1997 ΝομΕφΠειρ II.368). Περαιτέρω, η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του ως υφιστάμενο από ορισμένη αιτία δεν προβλέπεται μεν ρητώς από τον ΑΚ, αλλά ισχύει διεπομένη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων, οι οποίες δεσμεύουν τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή ιδρύει αφ’ εαυτής ενοχική υποχρέωση εκπληρώσεως της αναγνωρισθείσας απαιτήσεως, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, οι οποίες συνίστανται στην δήλωση βουλήσεως του αναγνωρίζοντος αναφορικώς προς ορισμένη έννομη σχέση με πρόθεση υποχρεώσεως, απευθυνόμενη προς εκείνον που αποκτά δικαίωμα με την αναγνώριση και την οποία (δήλωση) ο τελευταίος αποδέχεται, ρητώς ή σιωπηρώς. Η ως άνω σύμβαση, η οποία είναι διαφορετική από την ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 του ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, ιδρύει νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση παροχής, ήτοι ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, όταν τούτο θελήθηκε από τους συμβαλλομένους, οι οποίοι δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου περί της υπάρξεως του χρέους (ΑΠ 264/1989 ΕλλΔνη 31.526). Κύριος σκοπός της συμβάσεως αναγνωρίσεως ορισμένου χρέους είναι η προσπόριση στον πιστωτή νέας βάσεως αγωγής και η δημιουργία νέου λόγου υποχρεώσεως για τον οφειλέτη, είναι δε ζήτημα ερμηνείας της βουλήσεως των συμβαλλομένων αν, με την αναγνωριστική σύμβαση, θέλησαν απλό αποδεικτικό μέσο προϋφισταμένης ενοχής ή την σύσταση νέας αυτοτελούς ενοχής. Ως γενική κατευθυντήρια γραμμή για τη λύση του ανωτέρω ζητήματος μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κυρίως σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικώς προς υπάρχουσα ενοχή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει τέτοια σύμβαση όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε παρέχεται μόνο αποδεικτικό μέσο. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι εκείνος που με την αναγνωριστική σύμβαση αναγνωρίζει την οφειλή του από ορισμένη αιτία, δεν μπορεί να προτείνει τις ενστάσεις, τις οποίες είχε από την κύρια αιτία (παλιά ενοχή), η οποία δεν εξετάζεται πλέον, διότι πράττοντας αυτό (ήτοι αναγνωρίζοντας το χρέος του), παραιτείται προδήλως από κάθε ένσταση και αμφιβολία κατά της κύριας αιτίας και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν ήσαν ή όχι γνωστές σε αυτόν κατά τον χρόνο της αναγνωρίσεως (ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ – ΠΕΡΑΚΗΣ Αστικός Κώδιξ στο άρθρο 873 αριθ. 2, ΑΠ 264/1989 ό.π., ΕφΘεσ 708/1992 Αρμ 46.216, ΕφΑΘ 1787/1990 ΕλλΔνη 3.1540). Εξάλλου, από τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ προκύπτει ότι για την ερμηνεία των συμβάσεων με βάση τους προβλεπόμενους στα άρθρα αυτά ερμηνευτικούς κανόνες, δηλαδή εκείνον της αναζήτησης της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις και εκείνον της εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που δεν απαιτείται να αναλύονται και να εξειδικεύονται από το δικαστήριο (ΑΠ 1229/1996 ΕλΔνη 1997.1079), προϋποτίθεται ότι ο ερμηνευτής και άρα το δικαστήριο της ουσίας, άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς, διαπιστώνει κενό ή ασαφές και, επομένως, αμφίβολο σημείο στη σύμβαση (ΑΠ 1365/2008, ΑΠ 1279/2008, ΑΠ 846/2008, ΑΠ 534/2008, ΑΠ 79/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 737/2001 ΕλΔνη 2002.725, ΑΠ 1390/1999 ΕλΔνη 2000.703, ΑΠ 1462/1998 ΕλΔνη 1999.786), ενώ η ανωτέρω διαπίστωση του δικαστηρίου και προσφυγή στις προαναφερθείσες διατάξεις γίνεται απ’ αυτό χωρίς πρόταση των διαδίκων (ΑΠ 1561/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ). Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας (ΑΠ 274/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου απ’ αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη φύση της σύμβασης και προπαντός την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 329/2006 ΕλΔνη 2006.783, ΑΠ 678/1996 ΕλΔνη 1998.552, ΕφΠειρ 153/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 216 παρ. 1, 335 και 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο δικαστής εφαρμόζοντας το νόμο προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής και από το περιεχόμενο αυτής προσδίδει στην προσβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση τη νομική έννοια που αρμόζει, χωρίς να δεσμεύεται από τις περί αυτής απόψεις των διαδίκων. Έτσι, αρκεί η έκθεση στην αγωγή των παραγωγικών του επίδικου δικαιώματος περιστατικών, χωρίς να είναι ανάγκη να περιέχεται και νομική βάση, τυχόν δε υπαγωγή των εκκαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη από τον ενάγοντα δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο καταλήγοντας σε συμπέρασμα διαφορετικό από το προβαλλόμενο από τους διαδίκους, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν αλλά υπάγει τα προταθέντα από τους διαδίκους στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου (βλ. ΑΠ 25/2001 ΕλΔνη 2001.681, 1129/2000 ΕλΔνη 2001.1330, ΕφΑΘ 6686/2004 ΝοΒ 53.104 και ΕλΔνη 2005.230, 5415/2003 Δνη 2004.432).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της από 3-2- 2010 συμβάσεως γυμνής ναυλώσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ιδίας ως εκναυλώτριας και της εναγομένης ως ναυλώτριας, εκναύλωσε στην τελευταία προς το σκοπό της εξυπηρέτησης των άγονων δρομολογιακών γραμμών των Κυκλάδων σε εκτέλεση συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας από το Υπουργείο Ναυτιλίας, για χρονικό διάστημα ένδεκα (11) ετών ήτοι έως την 31- 10-2020, το αναλυτικά περιγραφόμενο στο δικόγραφο της αγωγής επιβατηγό οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο της κυριότητάς της με την ονομασία «…» (…), αντί ημερησίου ναύλου 3.250 ευρώ, προκαταβαλλομένου εντός των πέντε (5) πρώτων εργασίμων ημερών εκάστου μηνός της εν λόγω ναυλώσεως και κατά τους λοιπούς όρους που αναφέρονται στην ως άνω σύμβαση, μεταξύ των οποίων και ο όρος περί κατάπτωσης ποινικής ρήτρας ισόποσης με τους ναύλους έξι (6) μηνών υπέρ της εκναυλώτριας (ενάγουσας) στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη πληρωμής ναύλου ή ναύλων ή άλλου λόγου οφειλομένου αποκλειστικά σε υπαιτιότητα της ναυλώτριας (εναγομένης). Ότι στις 5-2-2010, μέσα στα πλαίσια της ως άνω συμβάσεως, η ενάγουσα παρέδωσε το πλοίο της στην εναγομένη, καταχωρηθείσας στο νηολόγιο Πειραιώς της σχετικής δηλώσεως εφοπλισμού στις 17-2-2010, από το έτος 2013 και εντεύθεν, ωστόσο, η εναγομένη αποδείχθηκε ασυνεπής στις εκ της ως άνω καταρτισθείσας με την ενάγουσα συμβάσεως απορρέουσες υποχρεώσεις της καθυστερώντας την καταβολή του ως άνω ναύλου στην ενάγουσα. Ότι η εναγομένη, δια των δύο νομίμων εκπροσώπων της, επιβεβαίωσε εγγράφως επί του προγενεστέρως αποσταλλέντος σε αυτήν από την ενάγουσα από 24-3-2015 εγγράφου, ότι η οφειλή της (εναγομένης) στην ενάγουσα εκ της ως άνω συμβάσεως, στις 28-2-2015, ανερχόταν σε 819.462,43 ευρώ. Ότι δυνάμει συμφωνίας, καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων στις 22-5-2015 και καταχωρηθείσας στο νηολόγιο Πειραιώς στις 11-6-2015, λύθηκε η ένδικη σύμβαση ναυλώσεως και έπαυσε ο σχετικός ανατεθείς στην εναγομένη εφοπλισμός, τα οφειλόμενα δε από την εναγομένη στην ενάγουσα εκ των μη καταβληθέντων ναύλων κατά το τελευταίο ως άνω χρονικό διάστημα ήτοι από την 1-3-2015 έως και τις 11-6-2015 ανέρχονταν στο ποσό των 100.750 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-3-2015 έως 31-3-2015, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. 225 τιμολογίου, στο ποσό των 97.500 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-4-2015 έως 30-4-2015, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. 226 τιμολογίου, στο ποσό των 100.750 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 31-5- 2015, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. 227 τιμολογίου και στο ποσό των 35.750 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-6-2015 έως 11-6-2015, εκδοθέντων των υπ’ αριθ. … τιμολογίων. Ότι δεδομένου ότι η πρόωρη λύση της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, θα πρέπει να καταπέσει εναντίον της τελευταίας και αντίστοιχα υπέρ της ενάγουσας η ως άνω προβλεπόμενη από την εν λόγω σύμβαση, ισόποση με τους ναύλους έξι (6) μηνών, ποινική ρήτρα ύψους (180 ημέρες Χ 3.250 ευρώ ανά ημέρα =) 585.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των (819.462,43 + 100.750 + 97.500 + 100.750 + 35.750 + 585.000 =) 1.739.212,43 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίσιν αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ζητά, περαιτέρω, να κηρυχθεί τουλάχιστον ως προς το ήμισυ του επιδικασθησομένου ποσού προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά) παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18, 22, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 2 και 3Β περ. ε’ Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), τυγχάνει δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 330, 340, 341, 346, 361, 574 επ., 595 ΑΚ (μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του ΚΙΝΔ περί ναυλώσεως, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση της παρούσας), καθώς και σε αυτές των άρθρων 907, 908 και 176 του ΚΠολΔ, Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά της υπό κρίσιν αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.739.212,43 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον η εναγομένη ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της εναγομένης σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό ενώ, τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτή (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εναγομένης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250€).

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων τριάντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δώδεκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1.739.212,43€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων ευρώ (33.000€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 29/11/2016 και δημοσιεύθηκε στις 21-12-2016, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ