ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
2584/2016
(…)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Χρυσούλα ΣΑΧΙΝΗ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 11 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, ναυτικού, κατοίκου …, οδός Π. Κ. Π., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου Μαρίας Ανδρουλάκη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας που εδρεύει τυπικά στη … με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της εταιρείας που εδρεύει στον Πειραιά (…) με την επωνυμία «…», που εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Βιολέττας Καλφοπούλου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από 21.09.2015, αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 08.12.2015, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 1 ν. 551/1915, όπως τροποποιήθηκε με το από 24.7/ 25.8.1920 Β.Δ. «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ` άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατ` άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 «Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλΔ 2004.767). Όπως προκύπτει από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω : α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Αντίθετα, από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3, κατά τις οποίες, όταν η μερική ή ολική ανικανότητα, που εμφανίστηκε στην αρχή ως πρόσκαιρη, αποδείχθηκε στη συνέχεια διαρκής, η αποζημίωση που καταβλήθηκε για πρόσκαιρη (ολική ή μερική) ανικανότητα, εκπίπτεται από το οφειλόμενο ποσό αποζημίωσης για τη διαρκή ανικανότητα (μερική ή ολική), προκύπτει πρόθεση του νομοθέτη για τη χορήγηση μιας και ενιαίας μορφής αποζημίωσης για κάθε διακεκριμένη περίπτωση από τις παραπάνω αναφερόμενες και με βάση την ανικανότητα η οποία τελικά θα παραμείνει στον παθόντα εργάτη ή υπάλληλο σαν αποτέλεσμα του ατυχήματος. Σημειωτέον ότι από τα πιο πάνω εκτιθέμενα παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η αθροιστική επιδίκαση αποζημίωσης για ολική και μερική ανικανότητα και, συνεπώς, ο εργάτης ή υπάλληλος, ο οποίος λόγω ατυχήματος κατέστη προσκαίρως ολικά ανίκανος και στη συνέχεια μερικά αλλά διαρκώς, θα πάρει μόνο μία αποζημίωση, δηλαδή εκείνη που αντιστοιχεί στην τελική μερική διαρκή ανικανότητα για εργασία, όχι δε και αυτή που αντιστοιχεί στην πρόσκαιρη ολική ανικανότητα (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 2008.388, ΕφΠειρ 162/2003 ΕΝΔ 2003.104,Εφ Πειρ 587/1997 και Εφ Πειρ 548/1994, Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά, τόμοι 1996-1997 και 1994-1995 αντίστοιχα, ΕφΠειρ 84/1992 ΕΝΔ 1993.191 ΕφΠειρ 897/1990 ΕΝΔ 1990.466). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 551/1915, σε περίπτωση μερικής διαρκούς ανικανότητας προς εργασία οφείλεται στον παθόντα αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού, ως προς το οποίο ελαττώθηκε ή μπορεί να ελαττωθεί το ετήσιο από το μισθό εισόδημα αυτού, δηλαδή ως βάση για τον υπολογισμό της πιο πάνω αποζημίωσης λαμβάνονται οι πραγματικές αποδοχές που καταβάλλονταν πράγματι στον παθόντα μέσα στο πριν από το ατύχημα δωδεκάμηνο και, αν η εργασία του δεν διήρκεσε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αυτές τις οποίες αυτός θα εισέπραττε με βάση την ειδικότητά του και το είδος της εργασίας του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 β και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευομένων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ` αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημίωσης λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψή του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει, με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (ΑΠ 131/2007 ΝοΒ 2007.689, ΔΕΕ 2007.1351).
Με την υπό κρίση αγωγή, με την οποία ο ενάγων παραιτείται από το δικόγραφο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγής που άσκησε κατά των εναγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ιστορείται ότι με προσύμφωνο ναυτολόγησης, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 5 Ιουνίου 2009, μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγομένης, ως εφοπλίστριας – ναυλώτριας του, υπό σημαία Μάλτας, επιβατηγού ακτοπλοϊκού πλοίου «…», νηολογίου Βαλέτας Μάλτας με αριθμό …, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί του προβλεπόμενου από την ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού. Ότι έκτοτε προσέφερε την εργασία του στο ως άνω πλοίο, έως και την 02.11.2009, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι του Λαυρίου, λόγω τραυματισμού του που συνέβη κατά τη διάρκεια εργασίας του στο γκαράζ του πλοίου, υπό τις ειδικότερες περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες. Ότι, εναντίον των εναγομένων άσκησε την, από 30.09.2011, αγωγή, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία ζητούσε, μεταξύ των άλλων, αποζημίωση για την αρχικά εμφανισθείσα πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα του για εργασία. Ότι, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η με αριθμό 1059/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία αφενός έκρινε ότι ο τραυματισμός του επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και ότι η εξ αυτού σωματική του βλάβη οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, που προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο, αφετέρου διέταξε τη διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν και σε ποιο βαθμό ο τραυματισμός αυτός προκάλεσε την ανικανότητα του προς εργασία και δη προς άσκηση του ναυτικού ή κάθε άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου επαγγέλματος. Ότι, ακολούθως, και μετά τη διενέργεια της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η, με αριθμό 323/2015, οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας του επιδικάσθηκε αποζημίωση σύμφωνα με το Ν 551/1915 για πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα προς εργασία, για χρονικό διάστημα επτά μηνών και πέντε ημερών, συνολικού ποσού 14.176,74 ευρώ, η οποία ωστόσο ουδέποτε του καταβλήθηκε από τις εναγόμενες. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενος το γεγονός ότι σε χρόνο μεταγενέστερο του ατυχήματος κρίθηκε ως μερικώς και διαρκώς ανίκανος για εργασία, κατά ποσοστό 40% και δη προς άσκηση του ναυτικού, ως και παντός ετέρου κοινωνικώς και οικονομικώς ισοδύναμου επαγγέλματος, ο ενάγων ζητεί, κύρια με βάση τη σύμβαση εργασίας του και τις διέπουσες αυτή διατάξεις του Ν. 551/1915 και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον οι εναγόμενες κατέστησαν πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία, να υποχρεωθούν οι τελευταίες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη, να του καταβάλουν, ως αποζημίωση εκ του ως άνω ατυχήματος για τη μερική διαρκή ανικανότητα του προς εργασία, το χρηματικό ποσό των 30.686,38€, άλλως, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 14.176,74€ που του επιδικάσθηκε τελεσίδικα για την πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα του προς εργασία, να του καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 16.509,64€, νομιμότοκα από το χρόνο απόλυσης του, την 02.11.2009, άλλως από την επίδοση της, από 30.09.2011 αγωγής του, με την οποία ζητούσε αποζημίωση για πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα προς εργασία, άλλως από την επίδοση της, από 24.11.2014 αγωγής, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής έως και την εξόφληση. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2, 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 334, 345, 346, 481 επ., 648 επ., 680 ΑΚ, 1, 3 παρ.2 και 3 ν.551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το από 24-7/25.8.1920 Β.Δ. και ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ) και έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ και επί ναυτικών ατυχημάτων, 53 επ. του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), 1 ν. 762/1978, καθώς και στις διατάξεις της, από 01.01.2009 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525/05.01.2009 (ΦΕΚ Β΄1928/2009) απόφαση, 74 περ. 1, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, κατά το επικουρικό της αίτημα για την επιδίκαση στον ενάγοντα του ποσού των 16.509,64€, ενώ κατά το κύριο αίτημα της τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν επιτρέπεται η αθροιστική επιδίκαση αποζημίωσης για ολική και μερική ανικανότητα και συνεπώς ο ναυτικός, ο οποίος συνεπεία ατυχήματος κατέστη προσκαίρως ολικά ανίκανος και στη συνέχεια μερικά αλλά διαρκώς, δικαιούται μόνο μία αποζημίωση, δηλαδή εκείνη που αντιστοιχεί στην τελική μερική διαρκή ανικανότητα για εργασία, όχι δε και αυτή που αντιστοιχεί στην πρόσκαιρη ολική ανικανότητα, η οποία εκπίπτεται από το ποσό της πρώτης. Επίσης μη νόμιμο τυγχάνει το αίτημα επιδίκασης τόκων από το χρόνο απόλυσης του ενάγοντος, καθώς κατά το χρόνο αυτό δεν έλαβε χώρα όχληση των εναγομένων, ώστε να καταστούν υπερήμερες ως προς τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, αλλά και από το χρόνο επίδοσης της, από 30.09.2011, αγωγής του κατά των εναγομένων, καθώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, η ανωτέρω αγωγή ασκήθηκε για διαφορετική αξίωση του ενάγοντος, ήτοι για την αποζημίωση λόγω ολικής πρόσκαιρης ανικανότητας προς εργασία και συνεπώς δεν επιφέρει την υπερημερία των εναγομένων ως προς την επίδικη αξίωση. Τέλος, μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα τυγχάνει η επικουρική βάση της αγωγής, καθώς, λόγω της ουσιαστικής επικουρικότητας της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτή δεν μπορεί να ασκηθεί όταν στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή κατά την κύρια βάση της, όπως εν προκειμένω. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου, διότι πρόκειται περί αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση του παθόντος εργαζόμενου από ατύχημα στην εργασία και συνεπώς δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.2 Ν. 551/1915 [πρβλ. ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ. 2008.936, ΕφΛαρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1081/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Λεων. Δ. Ντάσιου, ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τόμος Α/Ι (έκδοση 5η – 1999) ΙΙ, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και Δικαστική επίλυση των διαφορών, § 461 σελ. 696].
Από τα έγγραφα που οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004,723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Με ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εταιρείας με την επωνυμία «….», στον Πειραιά, την 05.06.2009, ο ενάγων, έλληνας ναυτικός, προσλήφθηκε από την τελευταία και ναυτολογήθηκε από τον πλοίαρχο, αυθημερόν, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο υπό σημαία Μάλτας επιβατηγό ακτοπλοϊκό πλοίο, με το όνομα «…» και αριθμό νηολογίου Βαλέτας Μάλτας …, κυριότητας της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής (εδρεύουσας στη …) εταιρείας, με την επωνυμία «…» και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι την 2.11.2009, οπότε και απολύθηκε. Κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης εργασίας, η συμβληθείσα εταιρεία «….», ήταν η εφοπλίστρια του πλοίου. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος και δη την 30.10.2009, η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…», κατέστη εφοπλίστρια του πλοίου και συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα της προηγούμενης εφοπλίστριας, χωρίς να μεταβληθεί η ταυτότητα της εκμεταλλεύσεως του πλοίου και ως εκ τούτου υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, που απέρρεαν από την ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας ,σύμφωνα με το άρθρο 4 του Π.Δ 178/2002 (ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012/2005). Για τις ίδιες υποχρεώσεις ευθύνεται εις ολόκληρον με την τελευταία, η πρώτη εναγόμενη, ως κυρία του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (άρθρα 105 και 106 εδ.β’ του ΚΙΝΑ, βλ. ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011 478, ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝΑυτΔ2010 385). Οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος (βασικός μισθός και επιδόματα), προβλέπονταν από την ισχύουσα, τότε, από 1.1.2009, ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’ αριθμόν ΥΑ 3525.5/01/2009 απόφαση (ΦΕΚ Β’ 1928/2009) και καλύπτει τους διαδίκους. Το ως άνω πλοίο, χωρητικότητας άνω των 500 επιβατών, εκτελούσε τα κάτωθι δρομολόγια: 1) από το λιμάνι του Λαυρίου με προορισμό τη Λήμνο, προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα λιμάνια των Μεστών, των Ψαρών και του Αγίου Ευστρατίου ,με διανυκτέρευση στη Λήμνο (ελάχιστη διάρκεια δρομολογίου 9,5 ώρες) και επιστροφή, 2) από το λιμάνι του Βόλου προς τα τρία λιμάνια των Σποράδων (Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο) και επιστροφή αυθημερόν στο Βόλο (ελάχιστη διάρκεια δρομολογίου 5,5- 6 ώρες), όπου και διανυκτέρευε και 3)από το λιμάνι της Λήμνου, μέσω Σποράδων, με προορισμό το Βόλο (ελάχιστη διάρκεια δρομολογίου 7,5 ώρες) και επιστροφή. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά με καθήκοντα συναφή με την ειδικότητα του, στα οποία περιλαμβάνονταν η υποδοχή των επιβατών, η τακτοποίηση τους στις αριθμημένες θέσεις του πλοίου και η εξυπηρέτηση τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Επιπλέον, απασχολείτο με εργασίες καθαρισμού και τακτοποίησης των χώρων παραμονής των επιβατών (σαλόνια, τουαλέτες, κοινόχρηστοι χώροι κ.λπ.). Επί του πλοίου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, υπηρετούσαν στο προσωπικό ενδιαίτησης, ένας αρχιθαλαμηπόλος, τέσσερεις θαλαμηπόλοι και τρεις βοηθοί θαλαμηπόλοι. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ως άνω δρομολογίων του και λόγω του μεγάλου αριθμού επιβατών που ταξίδευαν μ’ αυτό, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, καθώς και των κατάπλων του σε ενδιάμεσα
λιμάνια, ο ενάγων απασχολείτο πέραν του κανονικού
οκταώρου, πραγματοποιώντας καθημερινά υπερωριακή εργασία, καθώς εργαζόταν συνολικά, κατά μέσον όρο, επί έντεκα (11) ώρες ημερησίως Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων παρείχε κατά το χρονικό διάστημα από 5-6-2009 έως 2-11-2009, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας. Με βάση το χρόνο εργασίας του στο πλοίο των εναγομένων και τις σχετικές ρυθμίσεις της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε του έτους 2009 για το επίδικο χρονικό διάστημα, η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, είναι η αναφερόμενη ακολούθως: α) κατά τις καθημερινές και Κυριακές 279 ώρες [93 ημέρες (73 καθημερινές και 20 Κυριακές) X 3 ώρες υπερωρίας =279] για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 1.821,87 ευρώ (279 ώρες X 6,53 ευρώ/ώρα) και β) κατά τα Σάββατα και αργίες 264 ώρες [24 ημέρες (21 Σάββατα και 3 αργίες) Χ 11 ώρες=264], για τις οποίες ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 2.154,24 ευρώ (264 X 8,16 ευρώ/ώρα). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το προαναφερόμενο πλοίο, την 2.11.2009 και περί ώρα 22.30′, κατέπλευσε με καθυστέρηση προερχόμενο από τη Λήμνο και αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Λαυρίου. Αφού αποβιβάστηκαν οι επιβάτες, ο ενάγων, κατόπιν εντολής του υπάρχου του πλοίου ,κατήλθε στο γκαράζ του πλοίου, για την εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και συγκεκριμένα προκειμένου να πετάξει σακούλες απορριμμάτων στους ευρισκόμενους εκεί κάδους. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του αυτής, επειδή το δάπεδο του γκαράζ του ρηθέντος πλοίου ήταν γεμάτο λάσπες, ο ενάγων ολίσθησε, έχασε την ισορροπία του, έπεσε στο δάπεδο και σύρθηκε σε μήκος τεσσάρων μέτρων πάνω στις λαμαρίνες του γκαράζ, με συνέπεια να τραυματιστεί στο δεξί του χέρι και τον δεξιό του ώμο. Την επόμενη ημέρα (3.11.2009) το πρωί, εξετάσθηκε στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής «ΚΑΤ», όπου, αφού υποβλήθηκε σε κλινικό εργαστηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί μερική ρήξη δικεφάλου και κάταγμα ρωγμώδες δεξιάς κλειδός. Στη συνέχεια, την 4.11.2009, εξετάσθηκε από τον ιατρό ορθοπεδικό …, στον οποίο τον παρέπεμψε ο πλοίαρχος του ένδικου πλοίου, ο οποίος επιβεβαίωσε τη διάγνωση της κάκωσης του δεξιού βραχιονίου, την πιθανή ρήξη δικεφάλου δεξιού βραχιονίου, το ρωγμώδες κάταγμα κλείδας και εξάρθρωση δεξιού ώμου. του ως άνω Νοσοκομείου). Την 21.12.2009 ο ιατρός των εναγομένων Ι. Η., μετά από νέα εξέταση του συνέστησε 10 συνεδρίες φυσικοθεραπείας. Την 23.3.2010 ο ηλεκτρομυογραφικός έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκε ο ενάγων στο διαγνωστικό κέντρο «Ιατρική Πρόληψη Α.Ε.» έδειξε παθολογικά στοιχεία, βλάβη δικεφάλου βραχιονίου (ΔΕ), με μονάδες χαμηλού ύψους , χωρίς στοιχεία αυτόματης νευρογενούς δραστηριότητας. Την 7-6-2010 επανεξεταζόμενος ο ενάγων από τον ιδιώτη ιατρό Γ. Τ., ορθοπεδικό-χειρουργό, διαπιστώθηκε «μέτριου βαθμού περιορισμός της μυϊκής ισχύος του άνω άκρου κατά τη δράση του δικέφαλου βραχιονίου…». Λόγω του τραυματισμού του, ο ενάγων απολύθηκε την ίδια ημέρα (2.11.2009), πραγματική δε αιτία της απόλυσης του υπήρξε ο άνω τραυματισμός του, παρά το ότι στο ναυτολόγιο που πλοίου ανεγράφη ότι «αποβιβάσθη απολυθείς», χωρίς να αναφέρεται ως αιτία ο τραυματισμός του. Με βάση τα ανωτέρω, ο τραυματισμός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα, διότι αυτός τραυματίσθηκε κατά την εκτέλεση της, κατά τα παραπάνω, ναυτικής εργασίας του, ο δε τραυματισμός και η προκληθείσα, εξ αυτού, σωματική του βλάβη, οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, που προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο.Επομένως, ο ενάγων, ως υποστάς εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του, στο πλοίο των εναγομένων, χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με οποιαδήποτε δική του αμέλεια, δικαιούται την προβλεπόμενη εκ του νόμου 551/1915 αποζημίωσης. Όλα τα ανωτέρω ουσιαστικά ζητήματα έχουν ήδη κριθεί, με την υπ’ αριθ. 323/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (ναυτικό τμήμα), η οποία εκδόθηκε επί της υπ αρ. έκθ. κατ. … έφεσης του ενάγοντος και της ασκηθείσας με τις προτάσεις ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου αντέφεσης των εναγομένων, από την οποία (τελεσίδικη απόφαση) απορρέει δεδικασμένο ως προς την ανωτέρω διαγνωσθείσα έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων, το οποίο λαμβάνεται υπόψην αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ειδικότερα με την ανωτέρω απόφαση εξαφανίσθηκε η υπ’ αριθ. 2949/2012 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και έγινε δεκτή, εν μέρει, η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή του ενάγοντος κατά των εναγομένων, καταδικαζομένων των τελευταίων να καταβάλουν στον πρώτο, εις ολόκληρον έκαστη (η πρώτη ευθυνόμενη περιορισμένως μέχρι την αξία του πλοίου «…») το χρηματικό ποσό των 14.176,74€, ως αποζημίωση για την πλήρη πρόσκαιρη (για 215 ημέρες) ανικανότητα του ενάγοντος προς εργασία συνεπεία του ίδιου (επίδικου) εργατικού ατυχήματος, το χρηματικό ποσό των 6.767,12€ για μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, καθώς και συνολικό χρηματικό ποσό 2.218,38€ από άλλες αιτίες εκ της συμβάσεως εργασίας του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη, με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς 11/08.07.2014, έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Χειρουργού – Ορθοπεδικού Κωνσταντίνου Τσαμπάζη, ο οποίος διορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 1059/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ο ενάγων παρουσιάζει «εμφανή παραμόρφωση κάτω τριτημορίου, πρόσθιας επιφάνειας, δεξιού βραχιονίου με δερματική εισολκή, λόγω της ρίκνωσης του δικεφάλου, πλήρη μυϊκή ατροφία του δικεφάλου βραχιονίου δεξιά με επιπέδωση της μυϊκής γαστέρας αυτού, μείωση της ικανότητας υπτιασμού του αντιβραχίου κατά το ήμισυ τουλάχιστον, επώδυνο τόξο >60° κατά την απαγωγή του δεξιού άνω άκρου, υπακρωμιακή προστριβή του δεξιού ώμου με μείωση της δυνατότητας απαγωγής αυτού, περιορισμός της έσω στροφής του ώμου και γενικευμένη μυϊκή ατροφία όλων των μυϊκών ομάδων του δεξιού ώμου, πιθανώς λόγω της δυσχρησίας αυτού». Συνεπεία των ανωτέρω, σύμφωνα με την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, « ο ενάγων παρουσιάζει ποσοστό αναπηρίας 20% από τη μείωση της λειτουργικότητας του ώμου και 20% από την απώλεια της ικανότητας υπτιασμού του, συγκεντρωτικά 40%», ενώ «η διαρκής μερική ανικανότητα του ενάγοντοςθα επηρεάσει σημαντικά την όποια επαγγελματική του απασχόληση, η οποία απαιτεί την πλήρη χρήση του επικρατούντος άνω άκρου, κατά συνέπεια δεν θα μπορεί να εκτελεί καθήκοντα που απαιτούν την άρση βάρους, την απαγωγή και προσαγωγή του ώμου, καθώς και τον πλήρη υπτιασμό του αντιβραχίου, μιας και όλες οι προαναφερόμενες κινήσεις είναι σημαντικά περιορισμένες. Το μόνο ενδεχομένως επάγγελμα που θα μπορούσε να κάνει στην παρούσα φάση, αλλά και μελλοντικά ο ενάγων είναι αυτό της γραμματειακής υποστήριξης και γραφής μόνο». Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων κατέστη διαρκώς (περισσότερο από δύο έτη) και μερικώς, κατά ποσοστό 40%, ανίκανος για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και κάθε άλλου επαγγέλματος κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου (ΕφΠειρ 162/2003 ΕΝΔ 2003.104, ΕφΠειρ 272/1989 ΕΝΔ 1992.225). Περαιτέρω, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, σύμφωνα με την προαναφερόμενη, από 1.1.2009, ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’ αριθμόν ΥΑ 3525.5/01/2009 απόφαση (ΦΕΚΒ’ 1928/2009), ανέρχονταν, κατά την ημέρα του ατυχήματος, στο συνολικό ποσό των [1.378,09 ευρώ βασικός μισθός (1.129,58 ευρώ μισθός ενεργείας + 248,51 ευρώ επίδομα Κυριακών) + 34,35 ευρώ επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 406,90 ευρώ αποζημίωση της άδειας μετά τροφοδοσίας (1.378,09 βασικός μισθός X 1/22= 62,64+18,74 αντίτιμο τροφής=81,38 Χ 5 ημέρες=406,90) + 562,20 ευρώ αντίτιμο τροφής (18,74 X 30) + 789,95 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαίως για υπερωριακή εργασία (3.976,11 ευρώ (1.821,87+2.154,24) : 151 ημέρες= 26,33 X 30)+ 338,87 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής + 445,94 ευρώ αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2011 (1378,09 ευρώ βασικός μισθός + 34,35 επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας+406,90 ευρώ αποζημίωση αδείας + 562,20 ευρώ αντίτιμο τροφής + 789,95 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαίως για υπερωριακή εργασία + 338,87 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής= 3.510,36 ευρώ X 2/25= 280,82 X 7,94 19ήμερα=2.229,71 ευρώ : 5 μήνες= 445,94) = ] 3.956,30 ευρώ, όπως κρίθηκε τελεσίδικα με την προαναφερόμενη (323/2015) απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Με βάση τις ανωτέρω αποδοχές του ενάγοντος και σύμφωνα μετα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 παρ. 2 του ν. 551/1915, όπως ήδη ισχύει, σε συνδυασμό με την Υ.Α 12406 (ΦΕΚ Β` 884/19.8.1998), που τροποποίησε την Υ.Α 15231/873/3.4.1974 (ΦΕΚ 402/Β/9.4.1974) και όρισε τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του Ν. 4705/1930 κατώτατα και ανώτατα όρια της εφάπαξ αποζημίωσης από εργατικά ατυχήματα, η αποζημίωση που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των [3.956,30€ Χ 12 = 47.475,60€ Χ 40% = 18.990,24€ Χ 6= 113.941,44€ – 2.934,70€= 111.006,74€ Χ 1/4 = 27.751,68€ + 2.934,70€=] 30.686,38 ευρώ. Από το ποσό αυτό, ωστόσο, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 14.176,74€, το οποίο επιδικάσθηκε τελεσίδικα στον ενάγοντα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για την πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα του προς εργασία και κατόπιν τούτου να επιδικασθεί σε αυτόν το υπόλοιπο ποσό των (30.686,38 – 14.176,74=) 16.509,64€. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, κατά το επικουρικό της αίτημα, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, η μεν πρώτη ως κυρία του εν λόγω πλοίου, μόνον όμως δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού και η δεύτερη υπό την ιδιότητα της εφοπλίστριας του πλοίου αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα έξι χιλιάδων πεντακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (16.509,64€), με τους νόμιμους τόκους από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει το δικόγραφο της, με αριθμό κατάθεσης …/2014, αγωγής, από το οποίο παραδεκτά ως άνω παραιτήθηκε, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι με αυτή οι εναγόμενες οχλήθηκαν για την επίδικη απαίτηση, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της αγωγής του, ως κατ’ ουσίαν αβασίμου. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης της επίδικης απαίτησης, ως προερχόμενης από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματος του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων, κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη όμως περιορισμένα δια του πλοίου «…» και μέχρι της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δέκα έξι χιλιάδων πεντακοσίων εννέα ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (16.509,64€), με τους νόμιμους τόκους από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (490,00€).
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις Νοεμβρίου 2016, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ